Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

O MΥΘΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥΣ ΜΕ ΑΛΛΟΔΟΞΟΥΣ -- του αειμνήστου Ιωάννου Κορναράκη, Ομ. Καθηγητού Παν. Αθηνών

Στο φύλλο του «Ο.Τ.» της 17-11-06 δημοσιεύθηκε κείμενο με τίτλο: «Η επικοινωνία με τους αλλόδοξους δυνατότητα ορθοδόξου μαρτυρίας».                                                                                              
Το εν λόγω κείμενο στηρίζει και προβάλλει τη συμμετοχή των ορθοδόξων στους διαχριστιανικούς διαλόγους με το γνωστό επιχείρημα ότι η επικοινωνία μας με τους αλλοδόξους αποτελεί μοναδική ευκαιρία προσφοράς, εκ μέρους μας, της μαρτυρίας της ορθοδόξου αληθείας, την οποία η Εκκλησία μας κατέχει!                                                                              
Πρόκειται, σήμερα, για έναν ισχυρισμό, ο οποίος στηρίζεται στην κοινή λογική, σύμφωνα με την οποία η επικοινωνία μας αυτή επιβάλλεται ως μονόδρομος μιας τέτοιας προσφοράς, εφόσον είναι λογικό να δεχθούμε ότι, εάν δεν συναντηθούμε εν διαλόγω με τους αλλοδόξους αδελφούς μας, δεν μπορούμε να τους πληροφορήσουμε πειστικά για τον πλούτο των αληθειών της πατερικής μας παραδόσεως και γενικά για την ορθοδοξία της πίστεώς μας!                                     
Αλλά ένας τέτοιος ισχυρισμός θα ήταν πράγματι, σήμερα, ένα πειστικό επιχείρημα για τη συμμετοχή της Εκκλησίας μας σε τέτοιους διαλόγους, εάν υπήρχαν όντως οι όροι και οι προϋποθέσεις και οι συνθήκες εκείνες, οι οποίες θα καθιστούσαν πραγματοποιήσιμο ένα τέτοιο έργο μαρτυρίας της ορθοδόξου πατερικής διδασκαλίας στους πλανεμένους αλλοδόξους αδελφούς μας! Εντούτοις, σήμερα, πολλοί παράγοντες, ποικίλης φύσεως, αποδεικνύουν ουτοπικό έναν τέτοιο ισχυρισμό ή μέθοδο επικοινωνίας μας με τους αλλοδόξους, με στόχο την ανάπτυξη της ιεραποστολικότητας της Εκκλησίας σε χώρους διαχριστιανικών διαλόγων, στους οποίους κυριαρχεί το οικουμενιστικό πνεύμα, της αλλοτριώσεως της χριστιανικής πίστεως από τα στοιχεία της αγιοπνευματικής-χαρισματικής της δυναμικής! Έτσι κάτω από τις προϋποθέσεις και τους όρους, υπό τους οποίους οι διάλογοι αυτοί πραγματοποιούνται σήμερα, το επιχείρημα της αναγκαιότητος αναπτύξεως ιεραποστολικότητος της Εκκλησίας στους εν λόγω χώρους, ως ουτοπικό, αποτελεί μύθο!                                                                                                                   
Και είναι αλήθεια ότι ο μύθος αυτός γίνεται σήμερα πιστευτός και αποδεκτός από ανθρώπους της Εκκλησίας, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τα συμβαίνοντα στον οικουμενιστικό χώρο του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών ή στους διαλόγους με τους παπικούς και γενικότερα στις διαθρησκειακές δραστηριότητες! Εξάλλου, τα συμβαίνοντα στους οικουμενιστικούς χώρους, που θεμελιώνουν την πραγματικότητα του μύθου, στο ουτοπικό επιχείρημα της δυνατότητος μαρτυρίας ή ιεραποστολικότητος, είναι μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:                             
1. Κάθε ετερόδοξος εκπρόσωπος, σε ένα διαχριστιανικό διάλογο, έχει συγκεκριμένη αποστολή να εκθέσει και να υπερασπισθεί την ομολογιακή του πίστη στις σχετικές συζητήσεις. Δεν προσέρχεται, καταρχήν, σ΄ ένα διάλογο, για να αναζητήσει καλύτερες θέσεις στην προσωπική του πίστη. Έπειτα, οι ομολογιακές διαφορές μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και ετεροδόξων-αιρετικών-διδασκαλιών, είναι συνήθως διαμετρικά αντίθετες, και δεν μπορεί να επηρεάσει αποφασιστικώς μια ορθόδοξη μαρτυρία τον ετερόδοξο αποδέκτη!                                                                
Εν προκειμένω, ο συνάδελφος Πατρολόγος Καθηγητής Στυ. Παπαδόπουλος, με πολυετή εμπειρία στους χώρους των διαχριστιανικών διαλόγων, βεβαιώνει ότι: «Δεν συνέβη μέχρι σήμερα, κάποια Ομολογία να εγκαταλείψει στοιχείο της διδασκαλίας της ως αποτέλεσμα των διαλόγων… Κάποιες ίσως δευτερεύουσες πρακτικές πλευρές δυνατόν να δέχθηκαν οι εταίροι μας να αλλάξουν· ποτέ στοιχείο της διδασκαλίας τους…».                                                  
2. Εκ της πρακτικής του τρόπου διεξαγωγής των διαλόγων αλλά, κάποιες φορές, και του είδους της παρουσίας και δράσεως ημετέρων εκπροσώπων, βεβαιώνεται, το αντίθετο, ότι δηλ. ορθόδοξοι εκπρόσωποι, όχι μόνο δεν δίνουν την οφειλομένη μαρτυρία αλλά στηρίζουν ετερόδοξες θέσεις.                                                                          
Σε έκθεση, του Μητρ. Περιστερίου Χρυσοστόμου και π. Θ. Ζήση, σχετικά με τη συμμετοχή ημετέρων σε συγκεκριμένο διάλογο, σημειώνονται και τα εξής· «…οι ορθόδοξοι αντιπρόσωποι εις τους διαλόγους παρουσιάζονται ¨τελείως απαράσκευοι¨ και δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Πολλά ορθόδοξα μέλη, λόγω αγνοίας, υιοθετούν ΡΚαθολικάς απόψεις… και απορρίπτουν τας Ορθοδόξους ή θεωρούν τον διάλογον προσωπικήν των υπόθεσιν και βάσει των προσωπικών γνωριμιών και συμφερόντων καθορίζουν την θέσιν των…». 

 3. Στους διαχριστιανικούς διαλόγους, οι ετερόδοξοι προτιμούν θέματα, ή ζητήματα, τα οποία, όπως εκτιμούν, μας ενώνουν, αλλά ποτέ δεν δέχονται να συζητηθούν εκείνες οι διδασκαλίες, που μας χωρίζουν! Γεγονός, που βεβαιώνεται από το περιεχόμενο των «κοινών δηλώσεων», που συντάσσονται μετά το πέρας ενός διαλόγου!                                                                                                                             
Και εδώ σημαντικά και αποδεικτικά είναι όσα σχετικώς βεβαιώνει ο καθ. Στ. Παπαδόπουλος· «Στο διάλογο με τους ΡΚαθολικούς έλαβα μέρος για δέκα σχεδόν έτη. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, συντάχθηκε σειρά κειμένων και σε κανένα απ΄ αυτά «δεν αναφέρεται ότι οι δύο Εκκλησίες έχουν δογματικές διαφορές». Οι ΡΚαθολικοί αρνήθηκαν επίμονα να γραφεί κάτι τέτοιο και οι Ορθόδοξοι άνετα το δέχθηκαν, παρά την έντονη επιμονή μου να σημειωθεί το γεγονός των δογματικών διαφορών… Θέλουνε να μη εμφανίζεται ο διάλογος ως οφειλόμενος σε δογματικές διαφορές αλλά σε ψυχολογικές και πολιτικές ή – το πολύ – σε διαφορές Θεολογικών «Σχολών»!                                                                                             
4. Αλλά κάθε προσπάθεια εκφοράς ορθοδόξου μαρτυρίας, σ΄ ένα διαχριστιανικό διάλογο, αποβαίνει αδύνατη, λόγω των σχετικών καταστατικών αρχών του Π.Σ.Ε.          
Έτσι:                                                                                                                                             
α) Η Οικουμενική Χάρτα (2000) προτρέπει να παραιτηθούμε από την ιεραποστολή στους ετεροδόξους, επειδή αυτό θεωρείται προσηλυτισμός. Έτσι «υποσχόμεθα να μη προτρέπωμεν ανθρώπους να αλλάσσουν την Εκκλησίαν αυτών».                        
β) Μας έχει επιβληθεί η αρχή (Βανκούβερ 1983), σύμφωνα με την οποία οι θεολογικές διαφορές είναι σε κάθε περίπτωση νόμιμες και δεν θεωρούνται ως εμπόδιο για την ενότητα των διαφόρων ομολογιών. Την αρχή αυτή ανανέωσε και ισχυροποίησε η αρχή της Θ΄ Γεν. Συνελεύσεως του Π.Σ.Ε. στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας (2006), σύμφωνα με την οποία· «Η αποστολική πίστη της Εκκλησίας είναι μία, αλλά μπορούν νόμιμα να υπάρχουν διαφορετικές διατυπώσεις της πίστεως της Εκκλησίας». Ο Θεός θα εναρμονίσει τις διαφορές και θα εξαφανίσει «τις ανθρώπινες αδυναμίες!». Η οικουμενιστική αυτή νομιμοποίηση των αιρέσεων εξουδετερώνει τον ορθόδοξο χαρακτήρα κάθε μαρτυρίας εκπροσώπου της Εκκλησίας  μας!                                                                                                                         
Το επιχείρημα επομένως, το οποίο συγκινεί ιδιαίτερα τους αγνοούντες ορθοδόξους πιστούς τα συμβαίνοντα στους οικουμενιστικούς χώρους των διαχριστιανικών και διαθρησκειακών διαλόγων, και τους πείθει να έχουν την άποψη ότι πρέπει να πηγαίνουμε στους διαλόγους αυτούς, λόγω του χρέους μας να δίνουμε την ορθόδοξη μαρτυρία, αποτελεί μύθο, ο οποίος εξυπηρετεί τους σκοπούς των οικουμενιστών «ορθοδόξων», κληρικών και λαϊκών!                                    
Η ιεραποστολικότητα της Εκκλησίας ανθεί θεοφιλώς, πράγματι, στους χώρους της εξωτερικής δραστηριότητος των ιεραποστολών, όπου οι ψυχές των αποδεκτών του ορθοδόξου μηνύματος της εν Χριστώ σωτηρίας το προσλαμβάνουν διψαστικώς και το βιώνουν και συγκροτούν την νεόφυτη Ορθοδοξία! Την Ορθόδοξη… Ορθοδοξία!                                                                               
Η ιεραποστολικότητα της Εκκλησίας δεν συγκινεί νόες διαποτισμένους από την επάρατη αίρεση! Ας μη αποπροσανατολίζουμε με μύθους την ορθόδοξη συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας!

Ο ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ Ν. ΘΕΟΛΟΓΟΥ -- Αθωνικά άνθη

Καιρός όμως να ασχοληθώμεν με το πρόσωπον και το έργον του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Ο Πατήρ εις τα γραπτά του προσπαθεί να εκφράση την δια πλουσίου θείου έρωτος φορτισμένην καρδίαν του και όλην την βιωματικήν πείραν του εμμέτρως. Καταφεύγει εις την ποίησιν, εις τον χώρον της οποίας δύναται να δρα και να κινήται ελευθέρως. Εις τους στίχους του ας μη αναζητήσωμεν ούτε τον ρεμβώδη και μυστικοπαθή ρωμαντισμόν ούτε τον ταυτιζόμενον με την φύσιν ρεαλισμόν. Ο ποιητής εκφράζει μεν χαρακτηριστικάς ερωτικάς του καταστάσεις, αλλά αύται είναι απηλλαγμέναι, ως αγιοπνευματικαί, συναισθηματικών εξάρσεων, ως το τοιούτον παρατηρείται εις τον λυρισμόν. Εννοείται δε ότι μία τοιαύτη ποίησις ευρισκομένη πέραν των κοινών ανθρωπίνων εμπειριών δεν έχει τίποτε το τεχνικόν. Διο και η υπερκοσμία ποίησις του Πατρός καθώς και κάθε άλλο ορθόδοξον και πυρετώδες μυστικόν κείμενον στερείται ύφους. Δικαίως λοιπόν δυνάμεθα να καυχηθώμεν δια τον άγιον Πατέρα ότι αποτελεί δια την Εκκλησίαν μας σημαντικώτατον κεφάλαιον. Ουδείς ψευδομύστης ουδεμιάς ψευδοθρησκείας, ουδέ ψευδομυστικός ουδενός νοσηρού μυστικισμού, ούτε φιλόσοφος ουδεμιάς φιλοσοφίας, ουδέ καλλιτέχνης ουδεμιάς τέχνης εγνώρισεν, ουδέ ήτο δυνατόν, τόσον βαθέα, εναργή και πλούσια εις πόθον ερωτικά εν αγίω Πνεύματι βιώματα ελεύθερα πάσης γεώδους αισθήσεως ως ο Νέος Θεολόγος. Το περιεχόμενον της ποιήσεως του Πατρός αποτελεί όντως την συνισταμένην όλων των θεωριών και εμπειριών του μυστικού βίου των Ορθοδόξων Πατέρων. Είναι επομένως μέγιστον λάθος, αλλά και φοβερά βλασφημία, να αποδίδεται νοσηρότης εις το μυστικόν έργον του Πατρός. Είναι εντελώς αδύνατον εις ένα ορθολογιστήν και εγκεφαλικόν άνθρωπον, αμέτοχον της ενεργείας των θείων ερώτων, να εισέλθη εις τα άγια των αγίων της θεωρίας και της ενώσεως μετά του Θεού. Τας εις τα ύψη πτήσεις του αετού δεν δύναται να γνωρίση ο πετεινός, παρά την πεποίθησίν του ότι αποτελεί το σύμβολον δυνάμεως εντός του ορνιθώνος του, καθώς λέγει ο στάρετς Σιλουανός. Η προσπάθεια ερμηνείας των ουρανίων δια των γεηρών μαρτυρεί άγνοιαν, τύφλωσιν, θρασύτητα. 
Πριν όμως ανοίξωμεν τα ιστία δια την, κατά την ασθένειάν μας, παρουσίασιν του ερωτικού μυστηρίου του ωκεανού της βιώσεως του θείου Πατρός, θα αναλύσωμεν προεισαγωγικώς δύο όρους, οι οποίοι χρησιμοποιούνται υπ΄ αυτού ιδιαζόντως. Πρόκειται δια τους όρους πυρ και τρώσις.
Και εν αρχή το πυρ: Το εν τη καρδία πυρ, το οποίον ήλθεν ο Κύριος «βαλείν επί την γην» (Λουκ. 12, 29) δεν είναι βεβαίως υλικόν αλλά πνευματικόν και αυξομειούται αναλόγως της εντάσεως του έρωτος εις την καρδίαν. Όλος ο έρως αναφέρεται ως «πυριφλεγής» (Ιωάννης Καρπαθίου, Κεφάλαια 92, Φιλοκαλία Α΄ σ. 295). Ο αναχωρών του κόσμου δια την αγάπην του Ιησού «ευθέως πυρ εν προοιμίοις κέκτηται», το οποίον «κατά πρόσω την πυράν σφοδροτέραν εξάψειε» (Κλίμαξ Λόγ. 1, 24, σ. 17). Το πυρ αυξάνει όσω προσεγγίζομεν τον Θεόν και είναι μαρτυρία της μεθ΄ ημών συμπορεύσεως του Ιησού (Λουκ. 24, 32). Όσω ο έρως αυξάνει εις την ψυχήν, τοσούτον αύτη εξάπτεται. «Όσω γαρ τας εαυτής αναβάσεις αμείβει δια του Πνεύματος και επί τα βάθη χωρεί του Θεού, τοσούτω πυρπολείται τω πυρί της εφέσεως» (Νικήτας Στηθ. Γνωστικά κεφάλαια Γ΄ 37. PG 120,  969 B). Aλλά και ο νους «πολλής τινος κάτοχος ακολούθως ερωτοληψίας γίνεται και εφαμίλλως μανικώς εκβακχεύεται και πόθους αναρριπίζει διακαείς τη ψυχή, υπέκκαυμα θείας αγάπης το καταληπτόν του ακαταλήπτου ποιούμενος και την απορίαν πορισμόν ερώτων τιθέμενος» (Κάλλιστος Καταφ. Περί θείας ενώσεως…  91. Φιλοκαλία τόμ. Ε΄ σ. 57). Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ομιλεί περί «φλογός αγνείας διακοψάσης φλόγα (πορνείας)», και περί πυρός ουρανίου το οποίον τρέφει τας ψυχάς (Λόγος 30, 11 σ. 168). Το πυρ προσιδιάζει εις τον καρδιακόν έρωτα, έχει ενέργειαν καθαρτικήν, ενώ το φως προσιδιάζον εις τον νοερόν και εκστατικόν έρωτα έχει φωτιστικήν την ενέργειαν. Δύο όψεις μιάς και της αυτής θείας ενεργείας: «Το αυτό γαρ και πυρ καταναλίσκον και φωτίζον φως ονομάζεται» (Κλίμαξ Λόγ. 28, 52 σ. 163).
Η  τ ρ ώ σ ι ς.  Τρώσις είναι ο τραυματισμός της ψυχής υπό των βελών της θείας αγάπης. Είναι η μόνη πληγή που προξενεί αντί άλγους ευγνωμοσύνην και ευχαριστίαν άπειρον προς τον τρώσαντα. Η χαίνουσα πληγή ποιεί την ψυχήν ταπεινήν και συγχρόνως ευπαρρησίαστον. Γράφει εις μίαν ευχήν του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Τετρωμένος την καρδίαν ειμί εγώ· εξέτηξέ με ο ζήλός σου, ηλλοίωσέ με η αγάπη Σου, Δέσποτα· δέσμιός ειμι τω έρωτί Σου…» (PG  96, 817  B). H τρωθείσα ψυχή παραβάλλεται προς έλαφον, η οποία με σκοπόν «του σβέσαι ιόν προς υδάτων τρέχει πηγάς», ενώ εκείνη, «βέλεσι θείοις τρωθείσα, άπαυστον έλκει τον προς τον τρώσαντα έρωτα» (Ηλία πρεσβ. , Ανθολόγιον γνωμικόν 23. Φιλοκαλία Β΄ 301). Η τρώσις ποτέ δεν αφήνει την ψυχήν να δημιουργήση μίαν συμβατικήν προς την αμαρτίαν σχέσιν. «Ου δύναται εις βάθος τρωθείσα ψυχή τω έρωτι του Θεού, μετά την γεύσιν των νοητών της γλυκύτητος αυτού δωρεών, όλως εφ΄ εαυτήν ίστασθαι…» (Νικήτας Στηθ. Γνωστικά κεφάλαια Γ΄ 37. PG 120,  969 B). Εις την τρώσιν, εν τέλει, οφείλεται και η εξερχομένη κραυγή εκ των χειλέων της ψυχής, όπως· «Την ψυχήν μου κεκαρδίωκας, και ου δύναμαι κατέχειν σου την φλόγα…», «… ου φέρω του πόθου την ενέργειαν» (Κλίμαξ, 29, 15, σ. 166 και 30,  18, σ. 169) κ. ά. τ.
Εκτός δε των προαναφερθέντων όρων εις την β΄ συνέχειαν, αναφέρομεν και τούτους τους πληθωρικώς παρατιθεμένους εις το έργον του Πατρός: ζήλος, μανία, κραυγή, γλυκασμός, έκλυσις μελών, αρραβών, σύλληψις, κυοφορία, γέννησις.
Ας μας συγχωρηθή όθεν η παράθεσις μακροσκελών αναφορών εκ του έργου του μεγάλου Πατρός δια μίαν όσον το δυνατόν ωλοκληρωμένην γνώσιν. Ο άγιος Συμεών έγραψε: Κεφάλαια (πρακτικά, θεολογικά, γνωστικά), Κατηχήσεις, Λόγους, Επιστολάς, Ύμνους. Οι «των θείων ερώτων ύμνοι» υπερβαίνουν τους 8200 στίχους. Εις τους στίχους τούτους υμνείται ο θείος έρως και η ένωσις μετά του Ηγαπημένου. Των ύμνων του Συμεών προηγείται μία ευχή πλήρης περιπαθούς αναζητήσεως του προσώπου του Ιησού. Εις αυτήν κραυγάζει ο ποιητής μας δια της ρηματικής προστακτικής, «Ελθέ»: «Ελθέ το φως το αληθινόν, ελθέ η αιώνιος ζωή, ελθέ το αποκεκρυμμένον μυστήριον… ελθέ Ον επόθησε και ποθεί η ταλαίπωρός μου ψυχή· ελθέ ο μόνος προς μόνον, ότι μόνος ειμί, καθάπερ οράς! Ελθέ ο χωρίσας εκ πάντων και ποιήσας με μόνον επί της γης· ελθέ ο γενόμενος πόθος αυτός εν εμοί και ποθείν Σε ποιήσας με, τον απρόσιτον παντελώς! Ελθέ η πνοή μου και η ζωή, ελθέ η παραμυθία της ταπεινής μου ψυχής, ελθέ η χαρά και η δόξα και η διηνεκής μου τρυφή» (Sources Chretiennes, 156,  150- 152). H ευχή αύτη είναι ενδεικτική της πεποιθήσεως του ωραίου Ιησού. Πράγματι η διψαλέα αναζήτησις του Θεού προς μυστικήν ένωσιν, κατέχει ιδιάζουσαν θέσιν εις το έργον του αγίου. Η αναζήτησις όμως αυτή δεν έχει τίποτε το απελπιστικόν, ούτε είναι σκοτεινή και απογνωστική· υπάρχει όχι μόνον η βεβαιότης της επισκέψεως του Ηγαπημένου αλλά και η πίστις της εκ των προτέρων ενώσεως μετ΄ Αυτού. Εις τους παρακάτω στίχους περιγράφεται εναργώς η ήρεμος αγωνία κατά την αναζήτησιν:
…εκτήκομαι τας φρένας, -- τον νουν και την καρδίαν μου φλεγόμενος και στένων. –Περιπατώ και καίομαι ζητών ώδε κακείσε – και ουδαμού τον εραστήν ευρίσκω της ψυχής μου. – (Ύμνος 16, 10- 13. SC 174, 10). H αγωνία, φλεγομένη, ευρίσκεται εις το αποκορύφωμά της. Είναι όμως όλα τόσο συγκρατημένα και απαθή. Η απώλεια – ή κατ΄ ακρίβειαν η απόκρυψις – του Ηγαπημένου αναγκάζει τον Συμεών να συμβουλευθή άλλους ενθέους άνδρας περί του τι δέον γενέσθαι. Και τους πάντας επηρώτων – τους ποτε Αυτόν ιδόντας. – (Ύμνους 29, 92-93.  SC 174, 320).
Εις τον θείον έρωτα του ημετέρου ορθοδόξου μύστου παρατηρείται αφ΄ ενός η αγωνία, η αδημονία, η αναζήτησις του Ερωμένου και αφ΄ ετέρου η θεωρία, η εύρεσις και η περίπτυξις Αυτού. Ταύτα πάντα δύνανται να παρομοιασθούν με κύκλον, ο οποίος πριν ενώση τα δύο άκρα του, δια να σχηματισθή κλειστός κύκλος, ανοίγει εκ του άκρου του ενός κύκλου άλλος και άλλος, ώστε να σχηματισθή δια των ημικλείστων τούτων κύκλων μία συστροφή δυνατών βιωμάτων, έχουσα προορισμόν την παραγωγήν του θείου ανδρός εις εναργεστέραν, ασφαλεστέραν και βεβαιοτέραν εποπτείαν και θεωρίαν. Το εν βίωμα αποτελεί την αιτιώδη σχέσιν του ετέρου: την ερωτικήν κατατρύφησιν ακολουθεί η εγκατάλειψις· αυτήν ακολουθεί η αναζήτησις· την αναζήτησιν διαδέχεται η επίσκεψις του Κυρίου και η μετάδοσις θείων δώρων. παραθέτομεν στίχους οι οποίοι ομιλούν δια την διαλεκτικήν πορείαν του συμεωνικού μυστικού βιώματος.
Και νεφέλης ώσπερ είδος – φωτεινής επιπεσούσα – όλη προς τη κεφαλή μου – εωράτο καθημένη – και κραυγάζειν ενεποίει – εν εκπλήξει γενομένω. – Όμως πάλιν αποπτάσα – εγκατέλιπέ με μόνον – και ζητούντί μοι εμπόνως – ταύτην, αίφνης όλην πάλιν – εν εμοί γνωστώς ευρέθη (Ύμνος 17, 374-384. SC 174  40).
Ο Ηγαπημένος «γνωστώς ευρέθη», πλην δεν έμεινεν ες αεί μετά του εραστού. Μετά την νέαν επίσκεψιν του Δεσπότου προς τον δούλον και την ακολουθούσαν απόκρυψιν απ΄ αυτού ο Δεσπότης πάλιν αποκρύπτεται, ενώ ο Συμεών αρχίζει εκ νέου την αγωνιώδη αναζήτησιν.
Έφευγεν Εκείνος τάχος – έτρεχον εγώ ευτόνως, εδρασσόμην ουν πολλάκις – του κρασπέδου τούτου φθάνων. –Ίστατο μικρόν Εκείνος – έχαιρον εγώ μεγάλως, -- και αφίπτατο και πάλιν – κατεδίωκον και ούτως – απιόντος, ερχομένου, -- κρυπτομένου, φαινομένου – ουκ εστράφην εις τουπίσω (Ύμνος 29, 71-81 SC 174,  320).