Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

Τη ΙΑ΄ (11η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας ισαποστόλου βασιλίσσης ΟΛΓΑΣ της δια του αγίου Βαπτίσματος μετονομασθείσης ΕΛΕΝΗΣ.

Όλγα η αγία αύτη βασίλισσα της Ρωσίας, η δια του αγίου Βαπτίσματος μετονομασθείσα Ελένη κατά το έτος 957 από Χριστού, υπήρξεν, ως λέγει ο Νέστωρ, η Ηώς και το Άστρον της σωτηρίας της Ρωσίας δια τον ακάματον ζήλον αυτής προς εξάπλωσιν του Χριστιανισμού ως και δια την υψηλήν εν γένει θρησκευτικήν και πολιτιστικήν σταδιοδρομίαν αυτής ομοιάζουσαν προς τον βίον του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Δύσκολον είναι να περιγράψη τις λεπτομερώς τας αόκνους προσπαθείας και την ενδελεχή διδασκαλίαν αυτής προς διαφωτισμόν του Ρωσικού λαού και του απίστου υιού της Σβιατοσλαύου, τους οποίους εδίδασκε περί της ειρηνικής γαλήνης, της οποίας απολαύει η ψυχή του επιγνόντος τον εν τω Χριστιανισμώ αληθή Θεόν.

Τη ΙΑ΄ (11η) Ιουλίου, ο Άγιος Νέος Οσιομάρτυς ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ, ο μαρτυρήσας εν έτει αωκ΄ (1820) από Χριστού, μαχαίρα τελειούται.

Νεκτάριος ο αληθινός Οσιομάρτυς του Χριστού κατήγετο από μίαν επίσημον κωμόπολιν της Μικράς Ασίας, εν τη επαρχία της Μητροπόλεως Εφέσου κειμένην, καλουμένην Βρύουλλα ή Βουρλά. Ορφανός δε ων πατρός και μόνον την πτωχήν μητέρα του έχων, ήτο την ηλικίαν δεκαεπτά ετών, ότε μη δυνάμενος να πορίζηται τα προς το ζην προσεκολλήθη εις ένα συμπολίτην του Αγαρηνόν, όστις του έδωσε τας καμήλους του να τας υπηρετή, ίνα εκ τούτου κερδίζη την ζωοτροφίαν του και να λαμβάνη και κάποιον μισθόν. Επειδή δε κατά τον καιρόν εκείνον ηκολούθησε μέγα θανατικόν εις την πατρίδα του, ανεχώρησαν όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της πόλεως ταύτης εις τας εξοχάς δια τον φόβον του θανατικού· μεταξύ δε τούτων και ο αγάς του Νικολάου (τούτο ήτο το κοσμικόν όνομά του) και άλλοι Αγαρηνοί, έχοντες ομοίως δια τας καμήλους των οδηγούς άλλους εξ νέους Χριστιανούς, με τους οποίους συνανεστρέφετο και ο Νικόλαος καθ’ όλον το διάστημα του θανατικού.

Τη ΙΑ΄ (11η) Ιουλίου, ο Άγιος Νέος Οσιομάρτυς ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ο μαρτυρήσας εν Ελβασανίω της Αλβανίας κατά το έτος 1722 ξίφει τελειούται.

Νικόδημος ο αοίδιμος ούτος νέος Oσιομάρτυς κατήγετο από το Ελβασάν, κώμην της Αλβανίας, γεννηθείς από γονείς ευσεβείς· ελθών δε εις ηλικίαν, έλαβε γυναίκα και απέκτησε τέκνα. Συναναστρεφόμενος δε με τους Αγαρηνούς και παρακινούμενος από αυτούς, εδελεάσθη και ηρνήθη φευ! την πίστιν του Χριστού· μετά ταύτα τόσον αφωσιώθη εις την θρησκείαν των Αγαρηνών, ώστε βιαίως ετούρκευσε και τα τέκνα του, εκτός ενός, το οποίον έλαβον κρυφίως μερικοί Χριστιανοί και το έστειλαν εις το Άγιον Όρος· αλλ’ εκείνος εξετάζων δια να εύρη και εξισλαμίση αυτό, έμαθεν ότι ευρίσκεται εις το Άγιον Όρος· παρευθύς τότε εκίνησε με πολύν θυμόν και μετέβη εις το Άγιον Όρος, έχων σκοπόν, εάν το εύρη, να προξενήση εις τα Μοναστήρια μεγάλην ζημίαν· αλλ’ ο Θεός ο φιλάνθρωπος, ο θέλων πάντας σωθήναι, ωκονόμησεν εις αυτόν την σωτηρίαν με τρόπον θαυμάσιον· διότι αντί να εύρη το παιδίον και να το τουρκεύση, επέστρεψεν αυτός εις μετάνοιαν, ελθών δε εις εαυτόν εγνώρισε το κακόν όπου έπαθε, παρήτησε δε ομού με τον ισλαμισμόν και τον κόσμον και έμεινεν εις το Όρος και έγινε καλόγηρος, μετονομασθείς Νικόδημος· και εις τόσην μετάνοιαν ήλθεν, ώστε έκαμε τρεις χρόνους άκραν νηστείαν, κλαίων καθ’ εκάστην πικρώς και παρακαλών τον Θεόν να του συγχωρήση το μέγα παράπτωμα της αρνήσεως.

Τη ΙΑ΄ (11η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΚΙΝΔΕΟΥ του Πρεσβυτέρου.

Κινδέος ο Άγιος Μάρτυς κατήγετο εκ κώμης ονομαζομένης Ταλμενίας Σίδης της Παμφυλίας, κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει 290μ.Χ. καταγόμενος εκ προγόνων από τα Ουμάναδα· οδηγηθείς δε εις τον ηγεμόνα Στρατόνικον, ωμολόγησε παρρησία τον Χριστόν. Διο εκάρφωσαν εις τους πόδας του σιδηρά υποδήματα και ηνάγκασαν αυτόν να τρέξη κατά το μέρος της Ιεράς λεγομένης Πύλης. Εκεί απήντησαν άνθρωπον, όστις εβάσταζε φορτίον ξύλων· επειδή δε οι Έλληνες ήθελον να αρπάσωσι τα ξύλα, ίνα κατακαύσωσι τον Μάρτυρα, ο Άγιος έδωκεν εις τον άνθρωπον εκείνον τριάκοντα νομίσματα δια την τιμήν των ξύλων. Θελόντων δε των Ελλήνων να φορτώσωσι τα ξύλα εις άλλους τινάς, δεν αφήκεν ο Άγιος, αλλ’ αυτός ο ίδιος τα εφορτώθη εις τον ώμον του.

Τη ΙΑ΄ (11η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος και Πανευφήμου ΕΥΦΗΜΙΑΣ, ότε τον τόμον του της πίστεως όρου των εξακοσίων τριάκοντα θεοφόρων Πατέρων, των εν Χαλκηδόνι συνελθόντων, τουτέστι της αγίας και Οικουμενικής Δ΄ Συνόδου εκράτυνεν.

Ευφημία η καλλίνικος Μάρτυς του Χριστού ήκμαζε κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και Πρίσκου Ανθυπάτου Ρώμης, εν έτει σπη΄ (288), κατήγετο δε εκ Χαλκηδόνος, θυγάτηρ πατρός μεν Φιλόφρονος καλουμένου, μητρός δε Θεοδοσιανής. Διαβληθείσα λοιπόν  ότι ωμολόγει τον Χριστόν, ετιμωρήθη δια τροχών και πυρός, και δια πολλών άλλων βασάνων· ύστερον δοθείσα εις τα θηρία, ίνα ταύτην σπαράξωσιν, έμεινεν εξ αυτών αβλαβής. Είτα εδήχθη υπό άρκτου, προσευχηθείσα δε παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού εν τω θεάτρω· το δε τίμιον αυτής λείψανον απετέθη εντός θήκης και ενεταφιάσθη εις τόπον τινά πλησίον της Χαλκηδόνος, όπου παρέμεινεν επ’ αρκετούς χρόνους, ιάσεις βρύον παντοδαπάς και θαύματα άπειρα επιτελούν. Μετά παρέλευσιν δε πολλού χρόνου, όταν εξηπλώθη η ευσέβεια εις τον κόσμον, έγινε τοιούτον παράδοξον. Εις τας ημέρας Θεοδοσίου του Μικρού, εν έτει 410, εις Μοναχός και Ιερεύς, Ευτυχής μεν κατά το όνομα δυστυχής δε κατά τον νουν, εγένετο αρχηγός αιρέσεως, ισχυριζόμενος ο φρενοβλαβής, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έχει μίαν μόνην φύσιν, την της Θεότητος, και μίαν μόνην ενέργειαν, επίσης την της Θεότητος·  καθηρέθη δε ούτος υπό του Αγίου Φλαβιανού, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, πλην μεταχειριζόμενος ο άθλιος όργανα τους του βασιλέως αθέους ευνούχους, δεν έπαυε ταράττων την Εκκλησίαν και ενέδρας ποιών, έως ου ο βασιλεύς Θεοδόσιος ετελεύτησεν. Όταν δε ο Μαρκιανός εβασίλευσε μετά της Πουλχερίας, διέταξε να συγκροτηθή Οικουμενική Σύνοδος εις Χαλκηδόνα, κατά το έτος τετρακόσια πεντήκοντα εν (451) δια να εξετάση την υπόθεσιν. Συνελθόντες λοιπόν εν Χαλκηδόνι εξακόσιοι τριάκοντα Επίσκοποι συνεκρότησαν την Αγίαν Δ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον. Τότε, αφού πολλά συνεζήτησαν, κατεδίκασαν και ανεθεμάτισαν τον Ευτυχή και τον τούτου ακόλουθον Διόσκορον ως και πάντας τους μίαν φύσιν και μίαν ενέργειαν επί Χριστού βλασφημούντας. Επειδή όμως οι αιρετικοί δεν επείθοντο εις τα δόγματα της Αγίας Συνόδου, μετήλθον άλλον τρόπον οι άγιοι Πατέρες. Αμφότερα τα μέρη, το των Ορθοδόξων δηλαδή και το των κακοδόξων Μονοφυσιτών, έγραψαν τα υπ’ αυτών πιστευόμενα και κηρυττόμενα εις τόμον ξεχωριστόν έκαστον μέρος· ανοίξαντες δε την θήκην την περιέχουσαν το τίμιον λείψανον της Αγίας Ευφημίας, απέθεσαν τα δύο ταύτα βιβλία επί του στήθους της Αγίας εσφραγισμένα· ανοίξαντες δε πάλιν, μεθ’ ωρισμένας ημέρας, είδον και εξέστησαν· διότι τον μεν τόμον των αιρετικών εύρον ερριμμένον κάτωθεν των ποδών της Αγίας, τον δε τόμον των Ορθοδόξων, τον περιέχοντα τον όρον και την απόφασιν της Αγίας Συνόδου, κρατούμενον υπό της Μάρτυρος εις τας αγκάλας της. Τούτου δε γενομένου, εθαύμασαν άπαντες δια το τοιούτον παράδοξον· εκ τούτου οι μεν Ορθόδοξοι εστηρίχθησαν εις την πίστιν και εδόξασαν τον Θεόν, τον ποιούντα καθ’ εκάστην μεγάλα και παράδοξα θαύματα προς επιστροφήν και διόρθωσιν των πολλών, οι δε αιρετικοί Μονοφυσίται κατησχύνθησαν. Τούτο λοιπόν το χάριτας βρύον ιερόν λείψανον της Αγίας μετεκομίσθη ακέραιον εκ Χαλκηδόνος εις Κωνσταντινούπολιν, προ της αλώσεως αυτής, όπου και ο τότε αοίδιμος Πατριάρχης Κωνσταντίνος ήγειρε Ναόν προς τιμήν της Αγίας. Γενομένης δε της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων και μετατεθέντων πάντων των ιερών λειψάνων εν τω πανσέπτω Ναώ των Αγίων Αποστόλων, εις τον οποίον μετεφέρθη τότε και το Πατριαρχείον, μετετέθη εκεί και το λείψανον της Αγίας. Εκείθεν μετατεθέντος και πάλιν του Πατριαρχείου εις τον Ιερόν Ναόν της Παμμακαρίστου, μετεκομίσθη εκεί ομού μετά των λοιπών και το ιερόν λείψανον της Αγίας. Επειδή δε κατά τας πικράς εκείνας ημέρας της αιχμαλωσίας δεν έπαυον οι κατακτηταί να μεταχειρίζωνται κάθε είδους πικρίαν κατά των Χριστιανών, αρπάζοντες μεταξύ των άλλων τους ιερούς Ναούς και μετατρέποντες αυτούς εις τζαμία, ήρπασαν και τον Ναόν της Παμμακαρίστου και ως εκ τούτου το Πατριαρχείον μετεφέρθη εκ νέου εις τον πάνσεπτον Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου, εν Φαναρίω, όπου και νυν ευρίσκεται. Μετηνέχθη τότε εκεί και το ιερόν λείψανον της Αγίας, όπερ θεία ευδοκία διασώζεται μέχρι της σήμερον, τιμώμενον και σεβόμενον όχι μόνον παρά των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών, αλλά και παρά των ετεροδόξων, βρύον ιάματα εις τους μετ’ ευλαβείας προσερχομένους. Καθιερώθη δε το ιερόν λείψανον της Αγίας εν τω ρηθέντι πανσέπτω Ναώ του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, εις το δεξιόν μέρος αυτού, το οποίον έγινε και παρεκκλήσιον επ’ ονόματι της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Ευφημίας, ότε επί της πρώτης πατριαρχίας του τότε Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου ανωκοδομήθησαν εκ βάθρων τα Πατριαρχεία και αι λοιπαί εν τη πατριαρχική αυλή οικοδομαί. Τελείται δε η μνήμη και πανήγυρις της Αγίας κατά την ια’ (11ην) του Ιουλίου, καθ’ ην συναθροίζονται τα πλήθη των Ορθοδόξων, ανδρών τε και γυναικών της τε Κωνσταντινουπόλεως και των περιχώρων αυτής, και πολλοί των ετεροδόξων και οι μετ’ ευλαβείας προσερχόμενοι και ασπαζόμενοι το ιερόν αυτής λείψανον αξιούνται πολλών ιαμάτων.