παιδίον νέον, ο καταγόμενος εκ της νήσου Θάσου και μαρτυρήσας εν
Κωνσταντινουπόλει κατά το αχνβ΄ (1652) έτος, ξίφει τελειούται.
Ιωάννης ο μακάριος ούτος Νεομάρτυς ήτο από την νήσον Θάσον, από χωρίον
ονομαζόμενον Μαρίαις· όταν δε έγινε ετών δεκατεσσάρων, τον έφεράν τινες εις την
Κωνσταντινούπολιν και τον άδωσαν εις ένα Χριστιανόν εις τον Γαλατάν δια να
μανθάνη ράπτης. Ημέραν τινά τον έστειλεν ο διδάσκαλός του να αγοράση ράμματα
παρά τινος Εβραίου και δυσαρεστηθείς εφιλονίκει μετά του Εβραίου του πωλούντος αυτά,
έτυχε δε κατά την ώραν εκείνην να φωνάζη ο χόντζας επάνω εις τον μιναρέν εν ώρα
μεσημβρίας, κατά την συνήθειαν των Τούρκων, ο δε μιαρός Εβραίος, καιρού
δραξάμενος, έλεγε τόσον προς τον κράζοντα, όσον και προς τους άλλους Αγαρηνούς: