παιδίον νέον, ο καταγόμενος εκ της νήσου Θάσου και μαρτυρήσας εν
Κωνσταντινουπόλει κατά το αχνβ΄ (1652) έτος, ξίφει τελειούται.
Ιωάννης ο μακάριος ούτος Νεομάρτυς ήτο από την νήσον Θάσον, από χωρίον
ονομαζόμενον Μαρίαις· όταν δε έγινε ετών δεκατεσσάρων, τον έφεράν τινες εις την
Κωνσταντινούπολιν και τον άδωσαν εις ένα Χριστιανόν εις τον Γαλατάν δια να
μανθάνη ράπτης. Ημέραν τινά τον έστειλεν ο διδάσκαλός του να αγοράση ράμματα
παρά τινος Εβραίου και δυσαρεστηθείς εφιλονίκει μετά του Εβραίου του πωλούντος αυτά,
έτυχε δε κατά την ώραν εκείνην να φωνάζη ο χόντζας επάνω εις τον μιναρέν εν ώρα
μεσημβρίας, κατά την συνήθειαν των Τούρκων, ο δε μιαρός Εβραίος, καιρού
δραξάμενος, έλεγε τόσον προς τον κράζοντα, όσον και προς τους άλλους Αγαρηνούς:
«Δεν ακούετε το παιδίον τούτο ότι υβρίζει την πίστιν σας και το προσκύνημά
σας»; Εκείνοι, ως ήκουσαν, επίστευσαν εις τα λόγια τού Εβραίου, και λαβόντες
τον παίδα τον έδειραν ανηλεώς, φέροντες δε αυτόν εις τον βεζύρην, εμαρτύρησαν,
ότι ύβρισε την πίστιν των· το δε πιδίον ώμνυεν ότι τον εσυκοφάντησεν ο Εβραίος·
ο δε Βεζύρης, ως είδε το παιδίον νέον, το ελυπήθη και του λέγει· «Έλα να γίνης
Τούρκος, να σώσης την ζωήν σου, και να σε έχω πλησίον μου, να σε τιμήσω και να
σε πλουτίσω», προσπαθών με τας κολακείας και τας υποσχέσεις ταύτας να χωρίση
τον νέον από την πίστιν του Χριστού. Το ευλογημένον όμως τούτο τέκνον του
Κυρίου, ως ανήρ πλήρης πίστεως και δυνάμεως, απεκρίθη και είπε· «Δεν θα αρνηθώ
εγώ ποτέ τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν, και το βασίλειόν σας όλον αν μου
χαρίσετε». Τότε ο βεζύρης ιδών το αμετάθετον της γνώμης του, προσέταξε να τον
αποκεφαλίσουν· όθεν λβών αυτόν ο έπαρχος, τον επήγεν εις τόπον λεγόμενον αγορά
των γουναράδων, έμπροσθεν εις το λουτρόν αντικρύ εις την βρύσιν, και εκεί το
παρέδωκαν εις τον δήμιον, δια να το θανατώση· εκείνος δε γονατίσας τον Άγιον
και θέλων να τον εκφοβίση κατεβίβαζε το ξίφος και τον εκτύπα συχνά εις τον
τράχηλον, κόπτων αυτόν ολίγον κατ΄ ολίγον. Βλέπων δε τον Μάρτυρα, ότι εδέχετο
τον θάνατον με μεγάλην χαράν, χωρίς ποσώς να δειλιάση, κατεβίβασε δυνατώτερα το
ξίφος και απέτεμε την αγίαν αυτού κεφαλήν, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του
Μαρτυρίου τον στέφανον· δια νυκτός δε τινες των ευσεβών επήραν το άγιον αυτού
Λείψανον και το ενεταφίασαν εις τόπον καλούμενον Μπέγιογλου, η δε μακαρία του
ψυχή ανήλθεν εις τους ουρανούς, ίνα συναγάλλεται εις τους απεράντους αιώνας
μετά πάντων των Αγίων Μαρτύρων των οποίων και αυτός μιμητής εγένετο και ου ταις
πρεσβείαις και ημείς αξιωθείημεν της των ουρανών Βασιλείας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου