Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

O Αγιος Νικόλαος στρατιώτης κατά τους χρόνους του βασιλέως Νικηφόρου

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΝΙΚΟΛΑΟΥ του από στρατιωτών, και διήγησις ωφέλιμος.     
                                                                                     
Νικόλαος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών εγένετο στρατιώτης κατά τους χρόνους του βασιλέως Νικηφόρου του Πατρικίου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη ωβ΄-ωια΄ (802-811). Ότε δε ο Νικηφόρος συνήθροισε στρατόν ίνα πολεμήση τους Βουλγάρους, τότε και ο Νικόλαος εξήλθε μετά των στρατευμάτων. Διερχόμενος δε εκ τινος τόπου, επειδή ήτο εσπέρα, έμεινεν εις πανδοχείον· και αφού εδείπνησε μετά του πανδοχέως, προσηυχήθη και επλάγιασεν ίνα κοιμηθή. Κατά δε τας εξ ή και επτά ώρας της νυκτός, η θυγάτηρ του πανδοχέως, τρωθείσα υπό σατανικού έρωτος, επήγεν εκεί όπου εκοιμάτο ο Όσιος και τον εκέντησε, παρακινούσα αυτόν εις αισχράν πράξιν. Ο δε Άγιος είπε προς αυτήν· «Παύσαι, ω γύναι, τον σατανικόν και αθέμιτον έρωτα, μη θελήσης δε και συ να μολύνης την παρθενίαν σου και εμέ τον ταλαίπωρον να καταβιβάσης εις του Άδου το πέταυρον». Αυτή δε ανεχώρησε μεν, αλλά μετ΄ ολίγην ώραν προσελθούσα και πάλιν ηνώχλει τον δίκαιον. Ο δε Όσιος την εδίωξε και δια δευτέραν φοράν, ήλεγξε δε και επετίμησεν αυτήν σφοδρώς· αλλ΄ εκείνη πάλιν ανεχώρησε, και πάλιν επέστρεψε, μεθυσμένη ούσα από τον έρωτα. Τότε ο Άγιος λέγει προς αυτήν· «Ταλαίπωρη και πάσης αναισχυντίας πεπληρωμένη, δεν βλέπεις ότι οι δαίμονες σε ταράττουσιν, ίνα και την παρθενίαν σου φθείρωσι και την ψυχήν σου κολάσωσι και ακολούθως σε καταστήσωσι γελοίαν και επονείδιστον εις όλους τους ανθρώπους; Δεν βλέπεις, ότι και εγώ ο ελάχιστος πορεύομαι με την βοήθειαν του Θεού εις έθνη βάρβαρα, και εις πόλεμον και αιματοχυσίαν; Πως λοιπόν να μολύνω την σάρκα μου, καθ΄ ον καιρόν υπάγω εις πόλεμον»; Ταύτα και άλλα όμοια επιπληκτικά λόγια ειπών ο δίκαιος προς την γυναίκα και αποβαλών αυτήν, ηγέρθη και αφού ετέλεσε την προσευχήν του, επήγεν εις την προκειμένην υπηρεσίαν του. Την δε ερχομένην νύκτα, καθώς εκοιμήθη, βλέπει ότι ίστατο εις υψηλόν και περίοπτον τόπον και ότι πλησίον του εκάθητο Κριτής, όστις είχε τον δεξιόν του πόδα τεθειμένον επί του αριστερού, και έλεγε προς αυτόν· «Βλέπεις τα στρατεύματα του ενός μέρους των Ρωμαίων και του άλλου μέρους των Βουλγάρων»; Ο δε Νικόλαος απεκρίνατο· «Ναι, Κύριε, βλέπω ότι οι Ρωμαίοι συγκόπτουσι και νικώσι τους Βουλγάρους». Τότε ο φαινόμενος λέγει προς τον δίκαιον· «Βλέπε εις εμέ». Ο δε στρέψας τους οφθαλμούς του προς αυτόν, είδεν, ότι τον μεν δεξιόν του πόδα είχεν επί της γης, τον δε αριστερόν επί του δεξιού· έπειτα ατενίσας προς τα στρατεύματα, βλέπει ότι οι εχθροί Βούλγαροι κατέκοπτον τους Ρωμαίους. Αφού δε έπαυσεν η συγκοπή και ο πόλεμος, λέγει ο φαινόμενος Κριτής προς τον δίκαιον· «Παρατήρησον καλώς τους τόπους των φονευθέντων σωμάτων και λέγε μοι τι βλέπεις». Ο δε Νικόλαος παρατηρήσας καλώς, είδεν όλην την γην εκείνην πλήρη νεκρών σωμάτων των φονευθέντων Ρωμαίων· μεταξύ δε αυτών βλέπει και τόπον πράσινον και ωραίον, διάστημα έχοντα έως μιας κλίνης ενός ανθρώπου. Τότε ο φαινόμενος φοβερός είπεν εις τον στρατιώτην Νικόλαον· «Και τίνος νομίζεις ότι είναι η κλίνη εκείνη»; Ο δε Νικόλαος απεκρίθη· «Ιδιώτης και αμαθής είμαι, αυθέντα μου, και δεν γνωρίζω». Λέγει προς αυτόν πάλιν εκείνος ο φοβερός· «Η κλίνη, την οποίαν βλέπεις, είναι ιδική σου, και εις αυτήν έμελλες να πέσης και συ, μετά των άλλων φονευθέντων συστρατιωτών σου· αλλ΄ επειδή κατά την παρελθούσαν νύκτα απετίναξας επιτηδείως και ενίκησας τον τρίπλοκον όφιν, ήτοι την γυναίκα, η οποία τρις σε επολέμησε παρακινούσα σε εις αισχράν πράξιν, δια τούτο συ ο ίδιος ελύτρωσας τον εαυτόν σου από της συγκοπής ταύτης και του θανάτου, και έσωσας την ψυχήν σου ομού και το σώμα σου. Λοιπόν ουδέ ψυχικός θάνατος θέλει σε κυριεύσει, εάν με υπηρετήσης γνησίως». Ταύτα ιδών ο δίκαιος και γενόμενος έμφοβος, εξύπνησε και εγερθείς εκ της κλίνης, προσευχήθη· οπισθοχωρήσας δε μιας ημέρας τόπον, ανέβη εις εν όρος, και εκεί προσηύχετο ησύχως προς τον Θεόν δια το Ρωμαϊκόν στράτευμα. Επειδή δε ο βασιλεύς επήγεν εις τας Κλεισωρείας της Βουλγαρίας, ανέβησαν και οι Βούλγαροι εις το όρος, αφήσαντες εις φύλαξιν του τόπου δεκαπέντε ως έγγιστα χιλιάδας στρατόν, τον οποίον οι Ρωμαίοι κατέσφαξαν. Όθεν υπερηφανευθέντες δια την νίκην ταύτην εγένοντο αμελείς· ενώ λοιπόν όλοι οι Ρωμαίοι αμερίμνως και απροφυλάκτως εκάθευδον, ήλθον κατ΄ αυτών νυκτός οι Βούλγαροι, και όλους σχεδόν, μετά του βασιλέως Νικηφόρου, τους διεπέρασαν εν στόματι μαχαίρας. Τότε ο δίκαιος Νικόλαος ενθυμηθείς την οπτασίαν την οποίαν είδεν, ηυχαρίστησε τον Θεόν, και επέστρεψεν οπίσω κλαίων και οδυρόμενος· έπειτα ελθών εις Μοναστήριον, έλαβε το Αγγελικόν Σχήμα των Μοναχών, και δουλεύσας γνησίως εις τον Θεόν αρκετά έτη, έγινε διακριτικώτατος και μέγας Πατήρ.


Της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος ΕΥΓΕΝΙΑΣ

Τη ΚΔ΄ (24η) του αυτού μηνός ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ και μνήμη της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος ΕΥΓΕΝΙΑΣ.
                                                         
Ευγενία η ένδοξος Οσιοπαρθενομάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Κομμόδου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 180- 192. Ο πατήρ της ωνομάζετο Φίλιππος και ήτο έπαρχος Αλεξανδρείας, επιφανής και πλουσιώτατος, η δε μήτηρ της εκαλείτο Κλαυδία, είχε δε και αδελφούς δύο Αβίταν και Σέργιον καλουμένους. Ήτο δε η μακαρία Ευγενία κατά το όνομα και την ψυχήν ευγενεστάτη, εις το κάλλος ωραία και πάγκαλος και εις την πολιτείαν θαυμάσιος. Ο δε Φίλιππος έχων την εξουσίαν πάσης της Αιγύπτου, αν και ήτο ειδωλολάτρης, όμως είχε γνώμην καλήν και εκυβέρνα τον λαόν δικαίως· ηγάπα τους καλούς ανθρώπους, τους δε κακούς επαίδευεν αυστηρώς και μάλιστα τους μάντεις και τους Ιουδαίους, τους οποίους ουδόλως ήθελε να ακούση, αλλά τους εδίωκεν από όλην την επαρχίαν του και πολλούς δικαίως εφόνευσε, τους δε Χριστιανούς δεν εμίσει τόσον, διότι εγνώριζεν ότι ήσαν σώφρονες και ενάρετοι, και δι΄ αυτό τους ηυλαβείτο· όμως δια το πρόσταγμα του βασιλέως δεν τους άφηνε να κατοικώσιν εντός της πόλεως, μόνον δε έξω του τείχους τούς είχεν αφήσει τόπον τινά, εις τον οποίον διέμενον και επορεύοντο ως ήθελαν. Έβαλε λοιπόν ο πατήρ της την Ευγενίαν εις τα γράμματα ως φιλάρετος και εμάνθανε Ρωμαϊκά και Ελληνικά, ήτο δε αύτη τόσον ευφυής εις τον νουν, ώστε όταν έφθασεν εις το δέκατον πέμπτον έτος έγινε σοφωτάτη και όλοι την εθαύμαζον. Ακούων δε την αγαθήν αυτής φήμην εις ευγενέστατος και ένδοξος άρχων, όστις ήτο ύπατος την αξίαν εις την Ρώμην, ονομαζόμενος Ακυλίνος, εζήτησεν από τον πατέρα της να του την δώση δια γυναίκα, εκείνος δε ηρώτησεν αυτήν να είπη την γνώμην της, εάν έστεργε να κάμουν τους γάμους. Η δε απεκρίθη, ότι δεν ήθελε να φθείρη την παρθενίαν της, αλλ΄ επόθει να μείνη έως τέλους σώφρων και άμωμος· επειδή δε ήτο φιλομαθής, ανεγίνωσκε πολλάκις και τα των Χριστιανών βιβλία και της εφαίνοντο αληθέστερα από των ειδωλολατρών. Ημέραν δε τινα έτυχον εις τας χείρας της αι επιστολαί του Αποστόλου Παύλου, τας οποίας ανέγνωσεν επιμελώς και κατενύχθη πολύ, διότι εγνώρισεν ότι εις είναι ο αληθής Θεός, όστις εδημιούργησε τον κόσμον όλον εκ του μη όντος· όθεν επίστευσεν εις αυτόν πεφωτισμένη εκ θείου Πνεύματος. Εις το φανερόν όμως δεν επεδείκνυε την γνώμην της δια τον φόβον των γονέων της. Ημέραν δε τινα παρεκάλεσε τούτους να την αφήσουν να υπάγη έξωθεν της πόλεως να ίδη τους τόπους των, δια να λάβη ολίγην άνεσιν. Μη έχοντες δε εις αυτήν υποψίαν τινά οι γονείς της, της έδωσαν άδειαν να υπάγη όπου επεθύμει. Ανέβη λοιπόν εις άμαξαν ομού με τους ευνούχους αυτής Πρωτάν και Υάκινθον, οίτινες ήσαν εις τα Ελληνικά γράμματα πεπαιδευμένοι, διότι ακολουθούντες και φυλάττοντες την Αγίαν ήσαν μετ΄ αυτής ανά πάσαν ώραν και ήκουον τα μαθήματα. Αφού δε εξήλθον της πόλεως επήγαν εις τόπον τινά, εις τον οποίον είχον οι Χριστιανοί Εκκλησίαν και έψαλλον, κατ΄ ευδοκίαν δε Θεού έτυχον εκεί όταν έλεγον το εξής ρητόν του Προφήτου· «Πάντες οι θεοί των εθνών δαιμόνια. Ο δε Κύριος τους ουρανούς εποίησεν». Ακούσασα ταύτα η Ευγενία εστέναξεν εκ βάθους καρδίας δια την πατρώαν πλάνην, έπειτα λέγει προς τους ευνούχους· «Αδελφοί μου ηγαπημένοι, γνωρίζω ότι και σεις είσθε πεπαιδευμένοι ικανώς εις τα δόγματα του Αριστοτέλους, του Πλάτωνος και των λοιπών φιλοσόφων και ποιητών, πλην αυτά όλα είναι μυθολογίαι, επειδή άλλοι εξ αυτών λέγουν ότι δεν υπάρχει Θεός, άλλοι δε πάλιν, ότι είναι πολλοί θεοί άλλοι μεγαλύτεροι και άλλοι μικρότεροι, φλυαρήματα δηλαδή, από τα οποία δύναται να γνωρίζη έκαστος φρόνιμος άνθρωπος, ότι όλοι όσοι πιστεύουσιν εις αυτά πλανώνται, και μόνον ούτοι οι Χριστιανοί γνωρίζουν την αλήθειαν καθώς φαίνεται και εις τα βιβλία των με μαρτυρίας αξιοπίστους, το βεβαιώνουν δε και με την πολιτείαν αυτών την ουράνιον, διάγοντες με σωφροσύνην, πτωχείαν και ταπείνωσιν. Δια τους λόγους λοιπόν τούτους θέλω και εγώ να γίνω Χριστιανή και αν σας φαίνεται εύλογον, συγκοινωνήσατε και σεις εις την γνώμην μου, εάν ποθείτε την σωτηρίαν σας, εγώ δε θέλω σας έχω όχι ως δούλους, αλλά ως ηγαπημένους μου αδελφούς, να έχωμεν ένα ποιμένα τον κοινόν Δεσπότην και Πατέρα Θεόν, τον δημιουργόν πάσης της κτίσεως». Αυτά και έτερα πλείονα λέγουσα, εύρεν ετοίμους και αυτούς εις την σωτήριον αυτήν συμβουλήν και εδέχθησαν, υποσχόμενοι να μη αποχωρισθούν ποτέ απ΄ αυτής. Αφού λοιπόν ενύκτωσε, κατέβησαν ησύχως εκ της αμάξης και ανεχώρησαν. Οι δε δούλοι, οίτινες προεπορεύοντο της αμάξης, δεν τους ηννόησαν ένεκεν του σκότους της νυκτός ή και κατ΄ οικονομίαν Θεού, αλλ΄ επήγαιναν έμπροσθεν ανύποπτοι, τα δε ζώα ηκολούθουν αυτούς. Αφού δε η Ευγενία μετά των ευνούχων της περιεπάτησεν ικανώς και έφθασαν εις τόπον τινά ήσυχον, είπε προς αυτούς· «Ήκουσα ότι εδώ πλησίον υπάρχει Μοναστήριον και είναι συνηγμένοι πολλοί Χριστιανοί, έχοντες Επίσκοπόν τινα ονόματι Έλενον πολύ ενάρετον, όστις έχει ορίσει προεστώτα τινα, Θεόδωρον το όνομα, να κυβερνά την Μονήν και να οδηγή τους αδελφούς εις την οδόν της σωτηρίας, έκαμαν δε αμφότεροι απείρους θαυματουργίας εις ασθενείς και τελούσι πολλάκις αγρυπνίας ολονυκτίους εις ψαλμωδίαν και δόξαν Θεού, αλλά γυναίκα ουδόλως συγχωρούσι να εισέλθη εις την Μονήν. Λοιπόν κουρεύσατέ μου την κόμην, να ενδυθώ δε και ανδρικά ενδύματα και να υπάγωμεν ομού να μας συναριθμήσουν με την αγίαν ταύτην αδελφότητα». Ο λόγος ούτος της Αγίας ήρεσεν εις αυτούς και ευθύς εξετέλεσαν το πρόσταγμα. Πηγαίνοντες δε προς την Μονήν αυτήν του Θεοδώρου, βλέπουν τον Επίσκοπον Έλενον, όστις ήρχετο από την Ηλιούπολιν της Αιγύπτου με πλήθος πολύ Χριστιανών ψάλλοντες ταύτα· «Η οδός των δικαίων κατηυθύνθη· η οδός των Αγίων ητοιμάσθη». Τούτο ηύθησε τον πόθον της κόρης και εθερμάνθη εις θείον έρωτα περισσότερον· όθεν ενωθείσα με τους Χριστιανούς, επορεύετο προς την προαναφερθείσαν Μονήν. Ηρώτησε δε και τινα, Ευτρόπιον ονόματι, ποίος ήτο ο γηραιός, όστις εβάδιζεν έμπροσθεν από τους άλλους.