Τη ΙΔ΄ (14η) του αυτού μηνός
μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΘΥΡΣΟΥ, ΛΕΥΚΙΟΥ και ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ.
Θύρσος, Λεύκιος και Καλλίνικος οι Άγιοι Μάρτυρες ήθλησαν κατά τον καιρόν
του βασιλέως Δεκίου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σμθ΄ - σαν΄ (249- 251),
κατήγοντο δε από την χώραν των Βιθυνών, από γένος λαμπρόν και περίφημον, αλλά
και κατά την ευσέβειαν εφάνησαν έτι λαμπρότεροι, επειδή υπέμειναν από τους
ασεβείς διάφορα παιδευτήρια και δεν ενικήθησαν οι αήττητοι. Κατά τον καιρόν
εκείνον ήσαν εις όλας τας πόλεις ωμοί και ανήμεροι άεχοντες τιμωρούντες τους
πιστούς ανηλεώς· ήλθε δε και εις την Καισάρειαν, εις την οποίαν κατώκουν οι
Άγιοι, άρχων τις, Κουμβρίκιος ονόματι, όστις επεμελείτο πολύ τα είδωλα, έκτιζε
βωμούς, έκαμνε θυσίας και ει τι άλλο ηδύνατο. Όχι δε μόνον αυτός ήτο εις την
πλάνην αυτήν βεβυθισμένος, αλλ΄ ηγωνίζετο, ο ασύνετος, να ρίψη και άλλους εις
την απώλειαν, άλλους με κολακείας και άλλους με απειλάς.
Κατά
την εποχήν εκείνην ήτο και ο Άγιος Μάρτυς Λεύκιος, εις από τους πρώτους της
πόλεως, βλέπων δε τας θλίψεις των δικαίων εθλίβετο και τους ελυπείτο ως
συμπαθέστατος. Όθεν από τον θείον ζήλον ανεφλέγετο η καρδία του να παρρησιασθή
δια την ευσέβειαν, μη υποφέρων να βλέπη τον αληθή Θεόν υβριζόμενον. Απήλθε
λοιπόν αυτόκλητος ημέραν τινά, όταν εύρε καιρόν αρμόδιον, και λέγει ταύτα προς
τον Κουμβρίκιον· «Διατί φονεύεις την ψυχήν σου, ταλαίπωρε, προσκυνών κωφά και
αναίσθητα είδωλα; Δεν σε αρκεί δε το να υπάγης μόνος εις την απώλειαν, αλλά
βιάζεις και άλλους ανθρώπους να γίνωνται και αυτοί αναισθητότεροι των λίθων και
των ξύλων. Διότι δεν θέλεις να γνωρίσης τον αληθή Θεόν και Σωτήρα ημών Ιησούν
Χριστόν και να έλθης εις το φως της αληθείας, αφήνων το σκότος της
ματαιότητος»; Ταύτα ακούσας εξαίφνης ο ηγεμών από τον Λεύκιον, εθυμώθη και
προστάσσει, χωρίς να τον εξετάση τελείως, να τον τανύσουν και να τον δείρουν
εις την ράχιν ασπλάγχνως. Ο δε Μάρτυς εδέχετο τας πληγάς γλυκύτατα, ευλογών και
ευχαριστών τον Κύριον· όθεν ο τύραννος βλέπων, ότι δεν ελάμβανε καν υπ΄ όψιν
τους ραβδισμούς, προσέταξε να τον δείρουν περισσότερον και τόσον τον
εμαστίγωσαν, ώστε όλον το σώμα του έγινεν απαλόν, τα κόκκαλα συνετρίβησαν, οι
δήμιοι εκουράσθησαν, ο δε Άγιος πάντα μετά καρτερίας υπέμενε. Ταύτα ακούων ο
ηγεμών εγνώρισεν από την καρτερίαν τού Μάρτυρος και από την παρρησίαν του, αφού
ήλθεν αυτόκλητος εις τα κολαστήρια, ότι δεν ήτο δυνατόν να μετατρέψη την γνώμην
του· όθεν είπε προς αυτόν προσποιούμενος ότι του κάμει χάριν τινά· «Επειδή ποθείς
τον θάνατον, Λεύκιε, εγώ να σου τον χαρίσω, καθώς πολλάκις και άλλους πολλούς
ομοίους σου πεπλανημένους Χριστιανούς εθανάτωσα». Ούτως ειπών, προσέταξε να τον
αποκεφαλίσουν έξω της πόλεως. Επήγαινε λοιπόν ο Άγιος εις τον τόπον της
καταδίκης χαίρων και αγαλλιώμενος με φαιδρόν και ιλαρόν πρόσωπον, ως να
επρόκειτο να στεφανωθή, καθώς και πράγματι εστεφανώθη παρά του μισθαποδότου
Χριστού εις τους ουρανούς και συνευφραίνεται με τους Αγίους Αγγέλους
αιώνια.