Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Οι Άγιοι Θύρσος, Λεύκιος και Καλλίνικος

Τη ΙΔ΄ (14η) του αυτού μηνός μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΘΥΡΣΟΥ, ΛΕΥΚΙΟΥ και ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ.                                                                                                                       

Θύρσος, Λεύκιος και Καλλίνικος οι Άγιοι Μάρτυρες ήθλησαν κατά τον καιρόν του βασιλέως Δεκίου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σμθ΄ - σαν΄ (249- 251), κατήγοντο δε από την χώραν των Βιθυνών, από γένος λαμπρόν και περίφημον, αλλά και κατά την ευσέβειαν εφάνησαν έτι λαμπρότεροι, επειδή υπέμειναν από τους ασεβείς διάφορα παιδευτήρια και δεν ενικήθησαν οι αήττητοι. Κατά τον καιρόν εκείνον ήσαν εις όλας τας πόλεις ωμοί και ανήμεροι άεχοντες τιμωρούντες τους πιστούς ανηλεώς· ήλθε δε και εις την Καισάρειαν, εις την οποίαν κατώκουν οι Άγιοι, άρχων τις, Κουμβρίκιος ονόματι, όστις επεμελείτο πολύ τα είδωλα, έκτιζε βωμούς, έκαμνε θυσίας και ει τι άλλο ηδύνατο. Όχι δε μόνον αυτός ήτο εις την πλάνην αυτήν βεβυθισμένος, αλλ΄ ηγωνίζετο, ο ασύνετος, να ρίψη και άλλους εις την απώλειαν, άλλους με κολακείας και άλλους με απειλάς.                                                                                 
Κατά την εποχήν εκείνην ήτο και ο Άγιος Μάρτυς Λεύκιος, εις από τους πρώτους της πόλεως, βλέπων δε τας θλίψεις των δικαίων εθλίβετο και τους ελυπείτο ως συμπαθέστατος. Όθεν από τον θείον ζήλον ανεφλέγετο η καρδία του να παρρησιασθή δια την ευσέβειαν, μη υποφέρων να βλέπη τον αληθή Θεόν υβριζόμενον. Απήλθε λοιπόν αυτόκλητος ημέραν τινά, όταν εύρε καιρόν αρμόδιον, και λέγει ταύτα προς τον Κουμβρίκιον· «Διατί φονεύεις την ψυχήν σου, ταλαίπωρε, προσκυνών κωφά και αναίσθητα είδωλα; Δεν σε αρκεί δε το να υπάγης μόνος εις την απώλειαν, αλλά βιάζεις και άλλους ανθρώπους να γίνωνται και αυτοί αναισθητότεροι των λίθων και των ξύλων. Διότι δεν θέλεις να γνωρίσης τον αληθή Θεόν και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν και να έλθης εις το φως της αληθείας, αφήνων το σκότος της ματαιότητος»; Ταύτα ακούσας εξαίφνης ο ηγεμών από τον Λεύκιον, εθυμώθη και προστάσσει, χωρίς να τον εξετάση τελείως, να τον τανύσουν και να τον δείρουν εις την ράχιν ασπλάγχνως. Ο δε Μάρτυς εδέχετο τας πληγάς γλυκύτατα, ευλογών και ευχαριστών τον Κύριον· όθεν ο τύραννος βλέπων, ότι δεν ελάμβανε καν υπ΄ όψιν τους ραβδισμούς, προσέταξε να τον δείρουν περισσότερον και τόσον τον εμαστίγωσαν, ώστε όλον το σώμα του έγινεν απαλόν, τα κόκκαλα συνετρίβησαν, οι δήμιοι εκουράσθησαν, ο δε Άγιος πάντα μετά καρτερίας υπέμενε. Ταύτα ακούων ο ηγεμών εγνώρισεν από την καρτερίαν τού Μάρτυρος και από την παρρησίαν του, αφού ήλθεν αυτόκλητος εις τα κολαστήρια, ότι δεν ήτο δυνατόν να μετατρέψη την γνώμην του· όθεν είπε προς αυτόν προσποιούμενος ότι του κάμει χάριν τινά· «Επειδή ποθείς τον θάνατον, Λεύκιε, εγώ να σου τον χαρίσω, καθώς πολλάκις και άλλους πολλούς ομοίους σου πεπλανημένους Χριστιανούς εθανάτωσα». Ούτως ειπών, προσέταξε να τον αποκεφαλίσουν έξω της πόλεως. Επήγαινε λοιπόν ο Άγιος εις τον τόπον της καταδίκης χαίρων και αγαλλιώμενος με φαιδρόν και ιλαρόν πρόσωπον, ως να επρόκειτο να στεφανωθή, καθώς και πράγματι εστεφανώθη παρά του μισθαποδότου Χριστού εις τους ουρανούς και συνευφραίνεται με τους Αγίους Αγγέλους αιώνια. 

O Άγιος Νέος Ιερομάρτυς Γαβριήλ

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Νέου Ιερομάρτυρος ΓΑΒΡΙΗΛ, Αρχιεπισκόπου Σερβίας, του εν Προύση μαρτυρήσαντος κατά το έτος αχνθ΄ (1659).                           

Γαβριήλ ο αγγελώνυμος ούτος Αρχιεπίσκοπος της Σερβίας, ευρισκόμενός ποτε εις μεγάλην στενοχωρίαν, ως μη δυνάμενος να οικονομήση το χρέος της επαρχίας του, επήγεν εις την Βλαχίαν, και εκείθεν εις Μοσχοβίαν χάριν ελέους, ήτοι δια να λάβη βοήθειάν τινα ικανήν να κυβερνήση τα της επαρχίας του. Κατ΄ εκείνον δε τον καιρόν κατά τον οποίον έλειπε ο Γαβριήλ από την επαρχίαν του, Μάξιμός τις, ευρών ευκαιρίαν, ήρπασε δυναστικώς τον Αρχιεπισκοπικόν θρόνον του και όταν επέστρεψεν ο Γαβριήλ εύρε τον Μάξιμον εις την επαρχίαν του. Όθεν εζήτει να τον εξώση και να επαναλάβη τον θρόνον του. Αλλ΄ ο Μάξιμος, προσθέτων ανομίαν επί τη ανομία, επήγεν εις τον βεζύρην, όστις ήτο τότε μετά του βασιλέως εις Προύσαν, και κατηγόρησε ψευδώς τον ευλογημένον Γαβριήλ, ότι επιβουλεύεται την βασιλείαν των. Ακούσας ταύτα ο βεζύρης, έστειλε παρευθύς και έφερεν έμπροσθέν του τον Γαβριήλ, εξετάσας δε αυτόν με μεγάλην ακρίβειαν και μαθών όσα ηκολούθησαν μεταξύ των δύο, ηννόησε πάσαν την αλήθειαν· παρ΄ όλα ταύτα όμως λέγει προς τον Άγιον· «Επειδή κατηγορήθης ότι είσαι επίβουλος της βασιλείας, πρέπει κατά τους νόμους να θανατωθής. Αν όμως αφήσης την πίστιν σου, και έλθης εις την ιδικήν μας, θέλω σου χαρίσει την ζωήν, και θέλω σου δώσει το πρώτον αξίωμα της βασιλείας μας, να διέλθης ζωήν χαριεστάτην, ευδαίμωνα και δεδοξασμένην». Ταύτα ακούσας παρ΄ ελπίδα ο μακάριος Γαβριήλ, απεκρίθη με μεγάλην ευτολμίαν· «Εγώ είμαι τελείως αμέτοχος από την κατηγορίαν ταύτην και τούτο πας τις το αντιλαμβάνεται, ο δε κατήγορός μου ζητεί με κάθε τρόπον να με εκβάλη από το μέσον, δια να πάρη την επαρχίαν μου· όθεν αδίκως αποθνήσκω· το δε να αφήσω την πίστιν μου, και να έλθω εις την ιδικήν σας, δια να ελευθερωθώ από τον θάνατον, δεν είναι δυνατόν να το δεχθώ ποτέ, εν όσω είμαι με τας φρένας μου, είμαι δε έτοιμος να υπομείνω, με την δύναμιν του Χριστού μου, μύρια βάσανα, και να αποθάνω δια την αγάπην του, όχι μίαν φοράν, αλλά εκατόν, αν είναι δυνατόν· τα δε αξιώματα και τα ψευδή ταύτα επίκηρα αγαθά, τα οποία μου υπόσχεσαι, ας είναι δια σας».                                            Τότε παραλαβόντες τον Άγιον οι βασανισταί ήρχισαν να τον παιδεύουν με πολλά και διάφορα βάσανα, δια να τον κάμουν να μεταβάλη γνώμην και να αρνηθή τον Χριστόν. Αλλ΄ ο γενναίος Αθλητής τα εδέχετο όλα με μεγάλην καρτεροψυχίαν, και είχε μεγάλην χαράν ότι ηξιώθη να πάθη δια τον Χριστόν, καθώς και ο Χριστός έπαθε δι΄ αυτόν. Τέλος ιδόντες οι ασεβείς το αμετάθετον της γνώμης του, τον επήγαν εις τον διωρισμένον τόπον, ένθα τον εκρέμασαν και ούτω παρέδωκε την αγίαν και τρισολβίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.                           
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.