Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΙΩΑΝΝΟΥ Πρεσβυτέρου του Δαμασκηνού.

Ιωάννης ο Όσιος Πατήρ ημών ο επιλεγόμενος Δαμασκηνός ήτο κατά τον καιρόν του βασιλέως Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη ψιζ΄ (717) – ψμα΄ (741), έφθασε δε και έως του υιού αυτού Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου, του εν έτει ψμα΄ (741) βασιλεύσαντος. Απεκλήθη δε ο Άγιος Δαμασκηνός εκ του ονόματος της ιδιαιτέρας αυτού πατρίδος Δαμασκού πόλεως της Συρίας εις την οποίαν εγεννήθη και ανετράφη. Ήτο δε τότε η μεγαλόπολις Δαμασκός υπεξούσιος εις τους Αγαρηνούς, όλοι δε οι κάτοικοι αυτής ήσαν αλλόπιστοι, οπαδοί της πλάνης του αντιχρίστου Μωάμεθ, μόνον εν ανδρόγυνον ενάρετον και χαριτωμένον ελάτρευε τον αληθή Θεόν και εφύλαττεν ακριβώς την ευσέβειαν, οι γεννήτορες του θαυμασίου Ιωάννου, οίτινες μόνοι ίσταντο ως εν μέσω των ακανθών ως ρόδα ευώδη και ευθαλέστατα, τηρήσαντες έως τέλους, εν μέσω τοσούτων ασεβών την χριστεπώνυμον κλήσιν, ως κλήρον λαμπρόν και πλούτον αναφαίρετον. Όθεν τόσον τους ύψωσεν η αρετή και τοιουτοτρόπως τους εθαυμάστωσεν, ώστε ούτοι οι αιχμάλωτοι έγιναν, ω του θαύματος! κριταί και ηγεμόνες των κυρίων αυτών. Καθώς ποτε τούτο ηκολούθησε και εις τον Δανιήλ και τους Αγίους τρεις Παίδας, οίτινες ήσαν αιχμάλωτοι των Ασσυρίων και εις τον Ιωσήφ, όστις ήτο αιχμάλωτος των Αιγυπτίων, τους οποίους δια την αρετήν των εθαυμάστωσεν ο Κύριος· ούτω, λέγω, και τώρα πάλιν εις την Δαμασκόν, με το να είναι ο πατήρ του Ιωάννου ενάρετος, τον εδόξασεν ο Κύριος και ήτο πρωτοσύμβουλος του Αμηρά. Τούτον επροτίμησεν ο ασεβής εκείνος να έχη μύστην και κοινωνόν εις τας βουλάς, αν και αλλότριον της θρησκείας του, δια τον πλούτον αυτού και την του γένους του περιφάνειαν και τον έκαμε διοικητήν των δημοσίων πραγμάτων, όστις εκυβέρνα την χώραν με δικαιοσύνην και σοφίαν θαυμάσιον. Ήτο δε ο ευλογημένος εκείνος πατήρ του Ιωάννου και κατά πολλά εύσπλαγχνος και έδιδεν από τον πλούτον του καθ΄ εκάστην δια να εξαγοράζη και να απελευθερώνη τους αιχμαλώτους από τους Αγαρηνούς, διότι πολλοί εξ αυτών εκινδύνευον και κατά την ψυχήν και κατά το σώμα. Έπειτα τους έδιδε και τόπον να σπέρνουν, και να παράγουν τας ζωοτροφίας των όσοι ήθελον να απομείνουν εις την Ιουδαίαν ή την Παλαιστίνην, εις τας οποίας χώρας είχε πολλά χωράφια. Όσοι δε πάλιν δεν ήθελον να μείνωσιν εκεί, τους έδιδεν εγγράφως την απελευθέρωσίν των και έξοδα δια τον δρόμον, να υπάγουν όπου έκαστος επεθύμει. Χρήματα δε ουδόλως εξώδευεν εις συμπόσια ή εις πολύτιμα ενδύματα και άλλα μάταια πράγματα, καθώς συνηθίζουν οι πλούσιοι, αλλά τα έδιδεν εις υπηρεσίαν θεάρεστον. Δια την αρετήν του δε αυτήν, της προς τους πένητας συμπαθείας και φιλαδελφείας, του εχάρισεν ο Θεός παιδίον αξιοθαύμαστον, τον Ιωάννην τούτον, τον χαριτώνυμον, τον παγκόσμιον φωστήρα της Εκκλησίας μας, την οποίαν εστόλισε με τόσα τροπάρια παναρμόνια. Εχάρη λοιπόν ότι του εχάρισεν ο Κύριος κληρονόμον και όταν το παιδίον ήλθεν εις ηλικίαν δεκτικήν μαθήσεως ανεζήτει να εύρη μαθηματικόν και σοφώτατον τινα διδάσκαλον, να διδάξη το παιδίον, το οποίον επεθύμει ολοψύχως να αναδείξη μέγαν φιλόσοφον. Επειδή δε ο πόθος του ήτο αγαθός και θεάρεστος, απέστειλεν ο παντοδύναμος Θεός τον ποθούμενον κατά την δίψαν, την οποίαν είχεν ο αείμνηστος, και ακούσατε. Oι βάρβαροι της πόλεως εκείνης ηχμαλώτισαν πολλούς Χριστιανούς από διαφόρους τόπους και τους έφερον εκεί εις την χώραν των· και άλλους μεν επώλησαν, άλλους δε, όσους δεν ήθελε κανείς να τους αγοράση, ήθελον να τους φονεύσουν. Μεταξύ τούτων έτυχε κάποτε Μοναχός τις από την Ιταλίαν, ωραιότατος κατά την όψιν, Κοσμάς ονομαζόμενος, σεμνός εις το σχήμα, κόσμιος, εις δε την ψυχήν κοσμιώτερος. Καθώς λοιπόν οι βάρβαροι επήραν τους αιχμαλώτους και επήγαινον να τους θανατώσουν, έτυχεν εκεί πλησίον ο πατήρ του Ιωάννου, όστις ιδών τον τίμιον Κοσμάν σκυθρωπόν εις την όψιν και δάκρυα ρέοντα, τον επλησίασε δια να τον παρηγορήση και του λέγει· «Διατί κλαίεις, άνθρωπε του Θεού, την στέρησιν του κόσμου τούτου, τον οποίον, καθώς βλέπω εκ του σχήματός σου, απηρνήθης και απενεκρώθης κατά το σώμα»; Εις τους λόγους τούτους του πατρός του Ιωάννου απεκρίνατο ο Κοσμάς λέγων· «Ο Θεός γνωρίζει ότι δεν λυπούμαι δια την στέρησιν της παρούσης ζωής, διότι εγώ ενεκρώθην κατά την σάρκα, καθώς είπας, και τον κόσμον ηρνήθην· αλλά λυπούμαι και θλίβομαι, διότι έμαθα όλας τας επιστήμας της Φιλοσοφίας, Ρητορικήν, Διαλεκτικήν, Αριθμητικήν, Γεωμετρίαν και πάσαν άλλην εγκύκλιον σοφίαν και εκπαίδευσιν και μάλιστα την χαρμόσυνον Μουσικήν, την ωφέλιμον και ψυχοσωτήριον, έτι δε και την Αστρολογίαν και δεν αφήκα τίποτε το οποίον να μη μάθω, δια να εννοήσω από την αρμονίαν και καλλονήν των κτισμάτων τον Κτίστην και Δημιουργόν απάσης της κτίσεως. Έπειτα, αφού έμαθα όλην την έξω σοφίαν, εξεπαιδεύθην και εις την ιδικήν μας Θεολογίαν· επειδή όμως δεν μου έτυχεν ακόμη μαθητής, τον οποίον να αφήσω διάδοχον της σοφίας μου, λυπούμαι δι΄ αυτό πολύ και θλίβομαι. Διότι καθώς ποθούν όσοι έχουν πλούτον να γεννήσουν τέκνα, δια να κληρονομήσουν αυτόν, τοιουτοτρόπως επιποθούν και οι φιλόσοφοι να αφήσουν διαδόχους της σοφίας και μαθήσεως αυτών, δια να έχουν μνήμην και φήμην αθάνατον. Διότι τούτο είναι της αγαθότητος ίδιον, να μεταδίδη κανείς και εις άλλους τον πλούτον αυτής, όστις δε δεν έχει τοιαύτην γνώμην μεταδοτικήν και φιλότεκνον, δεν είναι καλός άνθρωπος, αλλά φθονερός και δυσάρεστος. Όθεν ούτε εις την αιώνιον ζωήν απέρχεται, ως ο διπλασιάσας το τάλαντον, αλλά θέλει κατακριθή εις πυρ ατελεύτητον, ως αχρείος και ανωφελής δούλος. Δια ταύτην λοιπόν την αιτίαν σκυθρωπάζω και θλίβομαι, φοβούμενος μήπως και με συναριθμήση ο Δεσπότης μου με τον πονηρόν εκείνον δούλον, όστις έκρυψε το τάλαντον». Ταύτα ακούσας ο ευγενής εκείνος ανήρ, όστις είχε τόσον πόθον να εύρη τοιούτον σοφώτατον άνθρωπον, έλαβε μεγάλην αγαλλίασιν και λέγει προς τον Κοσμάν· «Μη λυπείσαι δια την αιτίαν ταύτην, διδάσκαλε, και ίσως σου δώση ο Κύριος τα αιτήματα της καρδίας σου». Ταύτα ειπών έδραμε προς τον άρχοντα των Σαρακηνών και του εζήτησεν ευθύς να του χαρίση αυτόν τον αιχμάλωτον· εκείνος δε του τον έδωκε και παραλαβών αυτόν εις την οικίαν του, τον εφίλευσε πλουσίως και του λέγει· «Γνώριζε, σοφώτατε πάντων ανθρώπων και λογιώτατε, ότι όχι μόνον από την δεινήν αιχμαλωσίαν σε ελύτρωσα, αλλά και κοινωνόν της οικίας μου και συνδεσπότην σε ορίζω από σήμερον, να είσαι εις όλας μου τας χαράς και τας θλίψεις συμμέτοχος· άλλην δε χάριν δεν ζητώ από την αγιωσύνην σου, ειμή μόνον να καταβάλης πάσαν προσπάθειαν να μαθητεύσης τα δύο ταύτα παιδία εις όλην την σοφίαν και μάθησιν, την οποίαν γνωρίζεις. Είναι δε τα παιδία ταύτα ο μεν Ιωάννης κατά σάρκα τέκνον μου γνήσιον, ο δε Κοσμάς, ο συνώνυμός σου, είναι από τα Ιεροσόλυμα· και επειδή από μικρός έμεινεν ορφανός, τον επήρα δια την ψυχήν μου και τον αγαπώ όχι ολιγώτερον από τον Ιωάννην». Ο δε φιλόσοφος και κόσμιος Κοσμάς ακούσας ταύτα έλαβε μεγάλην αγαλλίασιν και έκτοτε ως διψώσα έλαφος, η οποία τρέχει εις πηγήν ύδατος, ούτω και αυτός με μεγάλον πόθον εδίδασκε προς τους μαθητάς του την φιλοσοφίαν του. Έτυχον δε και οι δύο νέοι τοιαύτης δεξιάς φύσεως, ώστε και ο Ιωάννης και ο Κοσμάς εντός ολίγων ετών, με την οξύτητα του νοός που τους διέκρινε και με τους πολλούς κόπους τους οποίους κατέβαλε, τόσον εσπούδασαν και έμαθον, ώστε έγιναν τέλειοι εις όλας εν γένει τας επιστήμας, δια να μη τας ονομάσω μίαν προς μίαν χωριστά, καθώς τούτο από τα ποιήματα και τα συγγράμματά των φαίνεται. Εξόχως δε ο χαριτώνυμος Ιωάννης, ο εις έπαινον προκείμενος (διότι δια τον μακάριον Κοσμάν είπομεν εις άλλην ημέρα νότε ήτο η μνήμη του), έγραψε τόσους λόγους περί της Ορθοδόξου και αληθούς ημών Πίστεως και κατά των αιρετικών, έτι δε και πανηγυρικούς τοιούτους, ως και άλλα ψυχωφελή διδάγματα πάνσοφα, ώστε θαυμάζει πας τις δια την σοφίαν του. Παρ΄ όλην δε την σοφίαν του ποσώς δεν επήρετο, αλλά καθώς τα ευγενέστερα και ευκαρπότερα δένδρα, όσον είναι φορτωμένα από καρπούς, επί τοσούτον κλίνουσι προς την γην και ουδόλως επαίρονται, ούτω και ο πάνσοφος ούτος Ιωάννης, όσον είχε σοφίαν περισσότερον, τοσούτον μάλλον εταπεινούτο και ύψωνε τον νουν του προς μυστικωτέραν ανάβασιν. Αφ΄ ου λοιπόν ο διδάσκαλος εγνώρισε τους μαθητάς ότι έφθασαν εις το άκρον της σοφίας, προσήλθε προς τον πατέρα των λέγων· «Ιδού, κύριε, καθώς είχες πόθον, έγιναν οι υιοί σου εις την σοφίαν θαυμάσιοι. Και δεν ηρκέσθησαν να γίνουν μόνον ως ο διδάσκαλος αυτών, αλλά δια το της φύσεως αυτών οξύ και δια τον πολύν των πόθον και τους κόπους, τους οποίους κατέβαλον (ίσως δε να ήτο και Θεού φώτισις, αυτή η οποία ηύξησε το χάρισμα της σοφίας των), κατέστησαν υψιπετέστεροι από εμέ εις το ύψος της φιλοσοφίας. Λοιπόν επειδή ουδέν πλέον χρειάζονται από εμέ, ζητώ από την ευγένειάν σου την χάριν, προς αντιμισθίαν του κόπου μου, να μου δώσης συγχώρησιν να υπάγω εις κανένα Ασκητήριον προς μελέτην της άνω σοφίας, προς την οποίαν η φιλοσοφία με καθωδήγησεν». Ο δε πατήρ, ακούσας ταύτα, επόνεσεν η ψυχή του, διότι δεν ήθελε να αποχωρισθή τοιούτον άνθρωπον χρήσιμον· αλλά πάλιν, δια να μη φανή προς τον ευεργέτην αχάριστος, έδωκεν εις αυτόν την άδειαν και αργύρια ικανά δι΄ έξοδον της οδοιπορίας του. Λαβόντες δε αμοιβαίως συγχώρησιν, ανεχώρησεν ο Κοσμάς και απελθών εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα, διήλθε το υπόλοιπον της ζωής του με πολιτείαν θαυμάσιον. Όθεν μετά το τέλος αυτού απήλθε προς την εκείθεν μακαριότητα. Ομοίως και ο πατήρ του Ιωάννου εις ολίγον καιρόν εκοιμήθη χαίρων και αγαλλόμενος δια την εκπλήρωσιν των πόθων του. Βλέπων την σοφίαν του Ιωάννου ο αρχηγός των Σαρακηνών έδωκεν εις αυτόν το αξίωμα, το οποίον είχεν ο πατήρ αυτού και τον κατέστησε πρωτοσύμβουλόν του, οφφίκιον το οποίον έλαβεν ο Ιωάννης παρά την θέλησίν του, δια να μη φανή προς τον άρχοντα τοσούτον φιλόνικος· η επιθυμία του όμως ήτο ν΄ αναχωρήση από τον κόσμον, δια να εύρη την σωτηρίαν του. Κατά την εποχήν εκείνην ήτο αυτοκράτωρ του Βυζαντίου ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος (717-741), ως ανωτέρω είπομεν, όστις ως άλλος λέων αρπάζων και ωρυόμενος εσπάραττε την Εκκλησίαν του Χριστού ο μισόχριστος, παιδεύων όσους προσεκύνουν τας αγίας Εικόνας, τας οποίας έκαιε καθ΄ εκάστην ο αλιτήριος. Τούτο μαθών ο θερμός της Πίστεως ζηλωτής Ιωάννης έγραψε πολλάκις επιστολάς και τας έστελλεν από την Δαμασκόν εις την βασιλεύουσαν, με τας οποίας κατεπολέμει το δόγμα του θηριωνύμου Λέοντος, ως με μαχαίρας του Πνεύματος, αποδεικνύων με συλλογισμούς φιλοσοφίας και με ιστορίας και παραδείγματα παλαιών Αγίων αναγκαίαν την των σεπτών Εικόνων προσκύνησιν και ότι όστις υβρίζει και ατιμάζει αυτάς είναι φανερά αιρετικός και αντίθεος. Τοιαύτας επιστολάς έστειλεν εις πολλούς ανθρώπους δια να τας αναγινώσκουν όλοι και να τας επιδεικνύουν και εις άλλους, ούτως ώστε να στερεώνωνται εις την ευσέβειαν και να γνωρίζουν να δίδουν κατά των εικονομάχων απόκρισιν. Ταύτα μαθών ο δυσσεβής βασιλεύς συνεσκέφθη μετά τινων κακοτρόπων, ομοίων του εις την δυσσέβειαν, και ετεχνεύθησαν μέθοδον πονηράν, αξίαν της κακίας των, να διαβάλουν δηλαδή εις τον άρχοντα των Σαρακηνών τον Ιωάννην ως προδότην αυτού, ώστε να τον θανατώση εκείνος. Εύρον λοιπόν μίαν από τας επιστολάς του Ιωάννου, την οποίαν ο θηριώδης Λέων έδειξεν εις διδασκάλους τινάς και τους ηρώτησεν, αν εγνώριζε κανείς εξ εκείνων να μιμηθή τον γραφικόν αυτού χαρακτήρα. Ευρέθη λοιπόν εις καλλιγράφος κατά πολλά έμπειρος, όστις υπεσχέθη εις τον βασιλέα ότι θα μιμηθή επακριβώς τον χαρακτήρα τού Ιωάννου. Τούτον λοιπόν προσέταξεν ο πεπονηρευμένος βασιλεύς και έγραψε προς τον εαυτόν του, ως εκ προσώπου του Ιωάννου, επιστολήν, εις την οποίαν έλεγε τοιαύτα· «Βασιλεύ πολυχρονημένε, την πρέπουσαν ευγνωμοσύνην και το προσήκον σέβας απονέμω εις την βασιλείαν σου, δια την ομοιότητα της πίστεώς μας. Γνώριζε δε ότι κατά την εποχήν ταύτην η πόλις της Δαμασκού είναι κατά πολλά ημελημένη υπό των Αγαρηνών, διότι το στρατιωτικόν αυτών εξησθένησε πολύ και ωλιγόστευσε. Λοιπόν στείλε στόλον και στρατόν πολύν, όσον δύνασαι, να την καταλάβης χωρίς κανένα πόλεμον, θα σε βοηθήσω δε εις τούτο και εγώ, επειδή όλη η πόλις είναι σχεδόν εις την εξουσίαν μου». Αφού έγινεν η επιστολή αυτή, έγραψε και άλλην δια της ιδίας του χειρός ο θηριώνυμος Λέων προς τον άρχοντα της Δαμασκού, εις την οποίαν έλεγε ταύτα· «Δεν γνωρίζω μακαριώτερον της αγάπης, ότι το να φυλάττη έκαστος τας συνθήκας ειρηνικάς είναι επαινετόν και φιλόθεον. Δια τούτο δεν θέλω να χαλάσω την φιλίαν, την οποίαν έχω με την ευγένειάν σου, αν και κάποιος έμπιστος φίλος σου με παρακινεί και με προσκαλεί εις τούτο. Πολλάκις μάλιστα μου έστειλεν επιστολάς, να έλθω να κυριεύσω την χώραν σου. Δια να βεβαιωθής δε ότι λέγω την αλήθειαν, σου στέλλω μίαν από τας επιστολάς του, ώστε να γνωρίσης αφ΄ ενός μεν την ιδικήν μου αληθή φιλίαν, αφ΄ ετέρου δε το δολερόν και κακότροπον εκείνου, όστις μου έγραψεν». Αυτάς τας δύο δολίας επιστολάς έστειλεν ο λεοντώνυμος και οφιογνώμων βασιλεύς με δούλον του προς τον βάρβαρον, ο οποίος ιδών αυτάς επλήσθη θυμού και προσκαλέσας τον Άγιον τού τας έδειξεν. Ο Άγιος ηννόησεν αμέσως τον δόλον τού Λέοντος και εξήγησεν εις τον άρχοντα, ότι ούτε καν έβαλε ποτέ εις τον νουν του τοιαύτην προδοτικήν πράξιν· εζήτησε δε προθεσμίαν να αποδείξη την άδικον κατ΄ αυτού μανίαν του δυσσεβούς και δολερού Λέοντος. Ο βάρβαρος όμως δεν τον επίστευσεν, ούτε του έδωκε προθεσμίαν, υπό του θυμού νικώμενος. Όθεν προστάσσει να κόψουν την ανεύθυνον χείρα ως υπεύθυνον. Εκόπη λοιπόν η δεξιά εκείνη, η τους μισούντας τον Κύριον ελέγχουσα και εβάφη με το ίδιον αυτής αίμα αντί δια μελάνης, με την οποίαν εβάφετο πρότερον, εκρέμασαν δε την ιεράν αυτήν χείρα εις την αγοράν, δια να την βλέπωσιν άπαντες. Αφού δε παρήλθεν η ημέρα, το εσπέρας έστειλε μεσίτας ο Ιωάννης προς τον βάρβαρον, παρακαλών αυτόν να του χαρίση την κομμένην χείρα του δια να την ενταφιάση, να ελαφρύνουν οι πόνοι του· ο δε συγκατένευσε και του εδόθη η χείρ. Λαβών λοιπόν αυτήν ο Άγιος και εισελθών εις τον Ναόν, τον οποίον είχεν εις την οικίαν του, έπεσε πρηνής επί της γης, έμπροσθεν της αγίας Εικόνος της Θεομήτορος, και αποθέσας την κεκομμένην δεξιάν εις τον τόπον της, προσηύχετο μετά δακρύων και πίστεως, εκ βάθους καρδίας στενάζων και λέγων προς την Θεοτόκον: «Δέσποινα Πάναγνε Μήτερ η τον Θεόν μου τεκούσα, Δια τας θείας Εικόνας η δεξιά μου εκόπη. Ουκ αγνοείς την αιτίαν δι΄ ην εμάνη ο Λέον· Πρόφθασον τοίνυν ως τάχος και ίασαί μου την χείρα. Η δεξιά του Υψίστου η από Σου σαρκωθείσα, Πολλάς ποιεί τας δυνάμεις δια της Σης μεσιτείας. Την δεξιάν μου ταύτην και νυν ιασάτω λιταίς σου, Ως αν, Σους ύμνους, ους δοίης και του εκ Σου σαρκωθέντος, Εν ρυθμικαίς αρμονίαις συγγράψηται, Θεοτόκε, Και συνεργός χρηματίση της Ορθοδόξου λατρείας. Δύνασαι γαρ όσα αν θέλης, ως του Θεού Μήτηρ ούσα».                              Ταύτα λέγων μετά δακρύων ο Ιωάννης απεκοιμήθη και βλέπει την αγίαν Εικόνα της Αειπαρθένου να του λέγη με ιλαρότητα και ευσπλαγχνίαν· «Ιδού ιατρεύθη η χειρ σου και μη έχης πλέον θλίψιν περί τούτου· ποίησον όθεν αυτήν από του νυν κάλαμον γραμματέως οξυγράφου, καθώς προ ολίγου μού υπεσχέθης». Τότε εξύπνησεν ο Άγιος και βλέπων (ω της αφάτου δυνάμεώς σου, Πανάχραντε!) θεραπευμένην και συγκεκολλημένην την δεξιάν αυτού, έλαβε μεγάλην χαράν και αγαλλίασιν, το δε πνεύμα του εδοξολόγει τον Σωτήρα Θεόν και την Πανάχραντον τούτου Μητέρα, δια το μέγα θαυμάσιον, το οποίον εποίησεν εις αυτόν ο Δυνατός. Όλην λοιπόν την επίλοιπον νύκτα έψαλλεν ευφραινόμενος ωδήν εις τον Θεόν, άσμα καινόν και ευχαριστήριον λέγων· «Η δεξιά σου χειρ, Κύριε, εν ισχύϊ δεδόξασται· η δεξιά σου την θραυσθείσαν μου δεξιάν εθεράπευσεν· δια της δεξιάς μου ταύτης θέλεις θρυμματίσει τους εχθρούς, τους μη τιμώντας την σεβασμίαν Σου Εικόνα και την Εικόνα της τεκούσης σε Μητρός, δια δε του πλήθους της δόξης Σου, χρησιμοποιών ως όργανον την χείρα μου ταύτην , θέλεις συντρίψει τους υπεναντίους εικονοθραύστας». Διήλθε λοιπόν όλην την νύκτα εκείνην αγαλλιώμενος και ψάλλων εγκώμια εις την πανύμνητον Θεομήτορα. Όταν εξημέρωσε και είδον οι γείτονες το θαυμάσιον, επήγαν μερικοί εκ των Σαρακηνών μισόχριστοι και λέγουν προς τον άρχοντα, ότι οι προσταχθέντες δεν έκοψαν την χείρα του Ιωάννου, αλλά άλλου τινός δούλου ή φίλου του, ο οποίος δια να κάμη καλωσύνην εις τον αυθέντην του, εδέχθη, αφού έλαβεν ικανά αργύρια και έκοψαν αντί εκείνου την χείρα του· και ότι το αυτό έπραξαν και οι δήμιοι, έλαβον χρήματα και δεν εξετέλεσαν το πρόσταγμα. Τότε προστάσσει ο άρχων να έλθη ο Ιωάννης να ίδωσι τας χείρας του. Προσήλθεν λοιπόν ο Άγιος και έδειξε την εκκοπείσαν χείρα του, η οποία είχε γύρωθεν γραμμήν και εφαίνετο το σημείον της εκκοπής, ωκομόμησε δε και τούτο η Θεοτόκος προς αψευδή μαρτυρίαν της υποθέσεως. Λέγει λοιπόν προς αυτόν ο βάρβαρος· «Ποίος ιατρός σε ιάτρευσε; Και τι βότανα έβαλε»; Ο δε Άγιος δια λαμπράς φωνής εγένετο κήρυξ του θαύματος και είπεν· «Ο Κύριός μου ο παντοδύναμος ιατρός, όστις έχει ίσην την δύναμιν και την θέλησιν». Ο δε άρχων απεκρίνατο· «Ανεύθυνος είσαι, ως φαίνεται, και αδίκως σε κατέκρινα, διότι δεν εσκέφθην επιμελώς την υπόθεσιν· αλλά παρακαλώ σε συγχώρησόν μοι και έχε την προτέραν τιμήν, να είσαι πρωτοσύμβουλός μου, και σου υπόσχομαι να μη κάμω τίποτε χωρίς την βουλήν σου». Τότε ο Άγιος προσέπεσεν εις τους πόδας αυτού και τον παρεκάλει να τον αφήση να υπάγη εις άλλην υπηρεσίαν, την οποίαν επόθει περισσότερον ως πλέον ωφέλιμον. Αφού λοιπόν εφιλονείκησαν ώραν πολλήν, συγκατέβη ο άρχων και του έδωσεν άδειαν να υπάγη όπου επιθυμεί. Λοιπόν ελευθερώσας τους δούλους του και οικονομήσας όλον τον πλούτον του, άλλον μεν έδωκεν εις Εκκλησίας και άλλον εις πένητας. Έπειτα εξήλθε γυμνός της πόλεως, καθώς εγεννήθη, με μόνα τα ενδύματα τα οποία εφόρει και απελθών εις την Μονήν του Αγίου Σάββα παρεκάλει τον Ηγούμενον, λέγων ταύτα μετά πολλής ταπεινώσεως· «Εγώ, Δέσποτα, είμαι το απολωλός πρόβατον και έρχομαι προς τον Χριστόν από την ερημίαν του κόσμου. Δέξου με λοιπόν τον ανάξιον και συναρίθμησον και εμέ με τα πρόβατα της ποίμνης σου». Ο δε Προεστώς εχάρη, διότι ήλθε τοιούτος χρησιμώτατος και σοφώτατος άνθρωπος εις την συνοδίαν του και προσκαλέσας επίσημόν τινα Γέροντα, πρακτικόν εις την μοναδικήν πολιτείαν, του έδωκεν υποτακτικόν τον Άγιον, δια να τον διδάσκη και να τον καθοδηγή εις την μοναδικήν πολιτείαν. Ο δε Γέρων εκείνος πρώτον μεν δεν εδέχετο, λέγων ότι δεν ήτο άξιος να προστάσση τοιούτον άνθρωπον· ύστερον όμως, δια να μη παρακούση εις τον Ηγούμενον, τον επήρε και ελθόντες εις το κελλίον του, τον ενουθέτησεν ως αρχάριον, λέγων· «Πρόσεχε ακριβώς, να μη κάμης τίποτε χωρίς το θέλημά μου· ότι αυτό είναι το θεμέλιον της μοναδικής πολιτείας, να κόψης εις όλα το θέλημά σου και πρόσφερε εις τον Θεόν τους ιδρώτας σου, με προσευχάς και δάκρυα, τα οποία λέγονται θυσία καθαρά, και καθαίρουσι τα αμαρτήματα του προτέρου βίου. Τούτο λοιπόν ας είναι η πρώτη σου εργασία εις τα σωματικά, δηλαδή το ψυχοσωτήριον πένθος, εις το οποίον ο Κύριος χαίρεται περισσότερον από όλας τας θυσίας και τα θυμιάματα. Εις δε τα της ψυχής, πρόσεχε να μη αφήσης τον νουν σου να ενθυμήται ανωφελή πράγματα, κοσμικάς φαντασίας και άλλα απρεπή διανοήματα, εξόχως δε να μη υπεραίρησαι εις την μάθησιν και την σοφίαν σου, διότι αυτή δεν σε ωφελεί ποσώς, εάν δεν αποκτήσης ταπείνωσιν, διότι η ταπείνωσις ταπεινοί τους δαίμονας, τους δε ανθρώπους υψώνει τόσον, ώστε τους κάμνει ουρανίους κατ΄ αλήθειαν». Αυτά και άλλα πολλά λέγων προς τον υιόν και μαθητήν ο πατήρ και διδάσκαλος, τον προσέταξε μεταξύ των άλλων να μη στείλη επιστολήν εις κανένα ούτε να ψάλη τροπάριον ή να λέγη λόγους φιλοσοφίας, αλλά να σιωπά και να μη ομιλήση λόγον τελείως, χωρίς να είναι ανάγκη μεγάλη, καθώς οι νόμοι της μοναδικής πολιτείας ορίζουσιν. Αυτά όλα και έτερα περισσότερα εφύλαττεν ο τέλειος την πράξιν, εις δε την τάξιν αρχάριος. Επειδή ως γη αγαθή εδέχθη τον σπόρον εις την καρδίαν του και υπετάσσετο αγογγύστως εις όλα τα προστάγματα του Γέροντος, χωρίς ουδόλως να αμφιβάλλη ή να κατακρίνη ή να διακρίνη το προστασσόμενον, διότι ολίγον μισθόν έχει όστις κάμνει υπακοήν γογγύζων ή αμφιβάλλων κατά διάνοιαν. Θέλων δε ο Γέρων μετά καιρόν να τον δοκιμάση, εάν είχε τελείαν ταπείνωσιν, του έδωσε σπυρίδας (δηλαδή ζεμπίλια), αι οποίαι ήσαν πλεγμέναι με φοινικόφυλλα, ειπών προς αυτόν· «Λάβε, τέκνον, αυτό το εργόχειρον και ύπαγε εις την Δαμασκόν. Εκεί πώλησον τόσον εκάστην το ολιγώτερον, (ορίσας διπλασίαν της αξίας των τιμήν), διότι εκεί, ως ήκουσα, τας πωλούν ακριβώτερα, παρά εις τα μέρη της Παλαιστίνης, διότι, όπως γνωρίζεις, το Μοναστήριον έχει μεγάλην ανάγκην χρημάτων. Πρόσεχε δε να μη τας δώσης ποσώς ολιγώτερον». Ο δε μέχρι θανάτου υπήκοος δεν ηναντιώθη ουδόλως εις τον Γέροντα, όστις του είπε να τας δώση εις το διπλάσιον της αξίας των, αλλά σηκώσας εις τον ώμον του τόσον φορτίον, έδραμεν εις την Δαμασκόν ως υπόπτερος και ανέρχεται εις την αγοράν άλουστος, ρακενδύτης και ανεπιμέλητος, ο πρώην ευγενής και περίδοξος. Οι δε αγορασταί ακούοντες την τιμήν των σπυρίδων και βλέποντες ότι εζήτει διπλά από όσα πράγματι ήξιζον, εθύμωνον και έφευγον υβρίζοντες τον πωλητήν. Μετά πολύ έτυχεν εις από τους δούλους του και περιεργαζόμενος επιμελώς αυτόν εις το πρόσωπον, τον εγνώρισε· και κατανυγείς την καρδίαν προσεποιήθη ότι δεν τον εγνώρισε, μόνον επήρε τας σπυρίδας και του έδωσε τα χρήματα, όσα του εζήτησε, τα οποία λαβών ο Άγιος επέστρεψε χαίρων, νικήσας τον δαίμονα της υπερηφανείας. Μετά καιρόν απέθανε γείτων τις του Ιωάννου, ο δε αδελφός του νεκρού επικραίνετο και παρεκάλει τον Άγιον να συνθέση κανένα τροπάριον κατανυκτικόν δια να παρηγορηθή εις την λύπην του. Ο δε Άγιος ηυλαβείτο τον Γέροντά του και δεν ήθελε να παραβή την εντολήν του. Επειδή όμως πολύ τον εστενοχώρησεν εκείνος και εις τον Θεόν τον ώρκισε, συγκατέβη και συνέθεσε τροπάριον νεκρώσιμον, πολύ ωραίον και εναρμόνιον, το οποίον έως την σήμερον ψάλλεται, ήτοι το, «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα». Ήτο δε τότε μόνος ο Ιωάννης εις το κελλίον του και έψαλλε το τροπάριον με μελωδίαν θαυμάσιον. Έτυχεν όμως τότε να έρχεται ο Γέρων, όστις ακούσας την μελωδικήν εκείνην φωνήν, εθυμώθη και του λέγει· «Αντί να κλαίεις, χάσκεις και χαίρεσαι, παρήκοε»; Ο δε Άγιος εδικαιολογείτο, λέγων την αιτίαν. Ο Γέρων όμως ουδόλως ειρήνευσεν, αλλά τον εδίωξεν από το κελλίον του ως παρήκοον. Ο δε θαυμάσιος Ιωάννης, ενθυμούμενος την παράβασιν των Προπατόρων, δια την οποίαν δικαίως εξώσθησαν του Παραδείσου, έκλαιε πικρώς, οδυρόμενος περισσότερον απ΄ εκείνον, του οποίου ο αδελφός απέθανε και έβαλε μεσίτας τους Γέροντας όλους και αυτόν τον Ηγούμενον να παρακαλέσουν τον Γέροντά του να του δώση συγχώρησιν. Αλλ΄ ο Γέρων, ως αυστηρός, δεν έκλινε ποσώς προς συμπάθειαν. Οι μεν λοιπόν παρεκάλουν αυτόν να του δώση άλλον κανόνα και να μη τον διώξη τελείως. Ο δε απεκρίνατο· «Εάν δεχθή να καθαρίση όλους τους ρύπους και τας ακαθαρσίας της Λαύρας από τας αναπαύσεις με τας χείρας του, θα τον συγχωρήσω, άλλως δεν τον δέχομαι ουδόλως». Ταύτα εκείνοι ακούσαντες έφριξαν, και εντρέποντο να του τα είπουν, πλην μετά βίας και αισχύνης το ωμολόγησαν. Ο δε ως ήκουσε ταύτα έλαβε μεγάλην αγαλλίασιν και είπεν· «Αυτό είναι εύκολον να το κάμω· ευλογείτε, Πατέρες Άγιοι». Και ευθύς λαβών τα εργαλεία, εισήλθεν εις την ανάπαυσιν του γείτονος αυτού και αρχίζει να μολύνη τας χείρας εκείνας, αίτινες εμοσχοβόλουν από τα αρώματα πρότερον και την χριστοθεράπευτον δεξιάν (ω της πολλής του ανδρός ταπεινώσεως!) έβαλεν εις την κόπρον και δεν εσικχαίνετο ο αοίδιμος. Ιδών δε ο Γέρων την πολλήν προθυμίαν του Ιωάννου εις την υπακοήν και την εις βάθος ταπείνωσιν αυτού, έδραμε και τον ενηγκαλίσθη χαίρων και κατεφίλει τούτον και κατησπάζετο λέγων· «Καλότυχος εγώ, όστις ηκιώθην να έχω τοιούτον μαθητήν υπήκοον και αθλητήν γενναιότατον». Ο δε Άγιος, όσον έβλεπεν, ότι τον επήνει ο Γέρων, τόσον μάλλον εταπεινούτο και ευλαβούμενος τους λόγους του έκλαιε, καθώς κάμνουν όλοι οι φρόνιμοι, όταν άλλοι τους εγκωμιάζωσιν. Εισελθόντες λοιπόν εις το κελλίον, εχαίρετο ο Άγιος, ότι του έδωσε την συγχώρησιν, ο δε Γέρων τον προσέταξε πάλιν να φυλάττη σιωπήν ως ψυχοσωτήριον. Ολίγας όμως μετά ταύτα ημέρας φαίνεται εις τον Γέροντα κοιμώμενον η Πανύμνητος και Πανάμωμος Δέσποινα και του λέγει· «Διατί έφραξες τοιαύτην βρύσιν θαυμάσιον, η οποία προχέει δαψιλές νάμα και ύδωρ αναπαύσεως των ψυχών νεκταρώδες και γλυκύτερον απ΄ εκείνο, το οποίον ανέβλυσεν εις την έρημον; Άφες την πηγήν να ποτίση την οικουμένην άπασαν, να σκεπάση θαλάσσας αιρέσεων και να τας μετατρέψη εις θαυμασίαν γλυκύτητα. Αυτός έχει να υπερβή του Δαβίδ την προφητικήν κιθάραν και το ψαλτήριον. Αυτός θα μελωδήση άσματα καινά, μεγαλουργήματα γλυκύτερα και ωραιότερα προς τον Κύριον από την ωδήν του Μωϋσέως και την χοραυλίαν της Μαρίας. Προς σύγκρισιν της ηδυτάτης και θαυμαστής αυτού κιθάρας θέλουσι λογισθή μύθος άχρηστος τα του Ορφέως ανόητα μελωδήματα. Ούτος θέλει μελωδήσει την πνευματικήν και ουράνιον μελουργίαν. Ούτος θέλει ορθοτομήσει τα της Πίστεως δόγματα και θέλει στηλιτεύσει πάσης αιρέσεως διαστροφήν και δολερότητα». Το πρωϊ, όταν εξύπνησεν ο Γέρων, όστις είδε την οπτασίαν ταύτην  και απεκαλύφθησαν εις αυτόν τοιαύτα μυστήρια, έβαλε μετάνοιαν προς τον Άγιον λέγων· «Ω τέκνον της υπακοής του Χριστού, άνοιξον το στόμα σου και λάλησον τους λόγους, τους οποίους έγραψεν εις την καρδίαν σου το Πνεύμα το Άγιον, ότι ανέβης εις το Σίναιον όρος των οπτασιών και των θαυμασίων αποκαλύψεων του Θεού, δια την πολλήν σου ταπείνωσιν. Τώρα λοιπόν ανάβα προθύμως εις το όρος της Εκκλησίας και κήρυξον εις την Ιερουσαλήμ ευαγγελιζόμενος, όσα δεδοξασμένα ελάλησε προς την εμήν ευτέλειαν η Αειπάρθενος Μήτηρ του Θεού δια Σε και συγχώρησόν μοι δι΄ όσα σου έπταισα, διότι από την αγνωσίαν μου σε ημπόδισα». Τότε ήρχισεν ο Ιωάννης ψάλλων τα μελίρρυτα εκείνα άσματα και θεία μελωδήματα, δι΄ ων τοσούτον την Εκκλησίαν εφαίδρυνεν και καθ΄ εκάστην εις αυτήν ακούεται ο καθαρός ήχος των εορταζόντων. Όχι δε μόνον Κανόνας και Τροπάρια και μουσικά Ιδιόμελα και Προσόμοια συνέθεσεν, αλλά και πανηγυρικούς λόγους πολλούς εις τας Δεσποτικάς εορτάς και εγκώμια εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον και εις άλλους Αγίους πολλούς συνέταξε, καθώς εις τα βιβλία της Εκκλησίας μας φαίνονται ως και εις αρχαία χειρόγραφα, τα οποία σώζονται εις τα βασιλικά Μοναστήρια του Αγίου Όρους, γραμμένα δια χειρός παλαιών διδασκάλων, εις πάσαν εορτήν αναγινωσκόμενα έως την σήμερον. Έτι δε και την ιεράν εκείνην Βίβλον της Θεολογίας (Πηγή Γνώσεως) συνέθεσε, την οποίαν εάν ονομάσω θεοχάρακτον πλάκα δεν ψεύδομαι. Περιγράφει δε εις ταύτην τα μυστήρια και τα δόγματα της αληθούς ημών Πίστεως με συντομίαν θαυμάσιον και άλλα πολλά χρήσιμα περί της των όντων, νοητών και αισθητών, θεωρίας, την οποίαν βίβλον ουράνιον εκάλεσα, διότι έκαστον αυτής δίδαγμα λάμπει και φωτίζει με τας ορθάς αποδείξεις, τας φυσικάς και τας Γραφικάς, αλλά και πολύ επιστημονικάς, τόσον ώστε, όστις δεν κατατρυφήση εις αυτήν και δεν απολαύση τοιούτον ουρανόν πολύφωτον, είναι όντως εσκοτισμένος και δυστυχής. Έγραψε δε και λόγους μακρούς ο αοίδιμος Ιωάννης δια την των θείων Εικόνων προσκύνησιν και άλλα ψυχοφελή ποιήματα συνέθεσεν ομού μετά του Αγίου Κοσμά του πνευματικού αυτού αδελφού, τον οποίον είχε συγκοινωνόν εις όλους τους κόπους και τους αγώνας της ασκήσεως και τους πνευματικούς και σωματικούς πόνους και εις όλα αυτού τα συγγράμματα τον εβοήθησε κατά πολύ και ούτος ο τρισμακάριος, αφήσας και αυτός Κανόνας και Τροπάρια εναρμόνια εις την Εκκλησίαν ψαλλόμενα. Τοσούτον δε ενάρετα επολιτεύθη και ο μακάριος ούτος Κοσμάς, ώστε κατέστησε το σώμα του, με την των παθών απονέκρωσιν, άλλο τύμπανον και ψαλτήριον δεκάχορδον, φυλάττων ακριβώς τας αισθήσεις του σώματος και τας ψυχικάς αυτού δυνάμεις με τόσην σοφίαν και σύνεσιν, ώστε έλαμψεν ως φωστήρ διαυγέστατος. Δια τας αρετάς του ταύτας ο μακάριος Κοσμάς εχειροτονήθη από τον Πατριάρχην Ιεροσολύμων και χωρίς να το θέλη Επίσκοπος της πόλεως Μαϊουμά. Ποιμάνας δε καλώς και θεαρέστως τα λογικά αυτού πρόβατα, απήλθε προς Κύριον. Εχειροτόνησε δε ο Πατριάρχης και τον χαριτώνυμον Ιωάννην Πρεσβύτερον, όστις μετά την χειροτονίαν παρέμεινεν εις την Μονήν και είχε περισσοτέραν από πρότερον ταπείνωσιν. Ούτω λοιπόν κοπιάσας ο μακάριος Ιωάννης έως τέλους της παροικίας αυτού και εργαζόμενος εις τον μυστικόν αμπελώνα του Κυρίου, με την δύναμιν των λόγων του και με τας από των θείων Γραφών αποδείξεις του εστηλίτευσε την δυσσεβή αίρεσιν των εικονομάχων, και ετελείωσε την αγίαν ζωήν του εις γήρας βαθύ, ζήσας έτη εκατόν τέσσαρα, απήλθεν δε εις την αιώνιον ανάπαυσιν, όπου απολανβάνει την αμοιβήν των πόνων  αυτού πολλαπλάσιον παρά Χριστού του Θεού και Σωτήρος ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω Ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και Αγαθώ και Ζωοποιώ Αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


 

H Αγία Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα

Τη Δ΄ (4η) του αυτού μηνός μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος ΒΑΡΒΑΡΑΣ


Βαρβάρα η ένδοξος του Χριστού Μεγαλομάρτυς έζη κατά τους χρόνους του ασεβεστάτου τυράννου Μαξιμιανού του εν έτει σπδ – τε (284-305) βασιλεύσαντος· κατήγετο δε από την Ανατολήν, εκ πόλεώς τινος, ήτις ωνομάζετο Ηλιούπολις. Κατά την εποχήν εκείνην τοπάρχης της Ηλιουπόλεως ήτο ο πατήρ της Αγίας, όστις ωνομάζετο Διόσκορος, άνθρωπος αρκετά πλούσιος· κατώκει δε εις τι χωρίον λεγόμενον Γελασσόν, το οποίον ήτο μακράν από την Ηλιούπολιν δώδεκα στάδια (2.220 μέτρα περίπου). Ήτο δε η Βαρβάρα μονογενής θυγάτηρ του Διοσκόρου, ωραιοτάτη και πάγκαλος, όχι μόνον κατά την ωραιότητα του προσώπου, αλλά και κατά την ανατροφήν, και ήτο τοσούτον εύτακτος και ευγενής κατά τα ήθη, ώστε οι γονείς αυτής ησθάνοντο δια τούτο εν τη καρδία αυτών υπερβολικήν χαράν και ηθικήν ομού ευχαρίστησιν. Επειδή όμως ήτο μικρά ακόμη και ωραία, οι γονείς της, έκριναν συμφέρον να την προφυλάξουν όσον ηδύναντο περισσότερον. Έκτισαν λοιπόν επίτηδες πύργον υψηλόν και την έκλεισαν εις αυτόν δια να μη την βλέπουν οι άνθρωποι. Της έδωσαν δε με αφθονίαν από όλα τα πράγματα, όσα της εχρειάζοντο, δηλαδή υπηρετρίας, τροφάς, ενδύματα και άλλα διάφορα ανάλογα του πλούτου και της καταστάσεως αυτών. Όταν μετά καιρόν έφθασεν η κόρη εις ηλικίαν νόμιμον, πολλοί από τους πρώτους των αρχόντων και των μεγιστάνων της πόλεως, ακούοντες την καλήν της φήμην και το περιβόητον όνομα, την εζήτησαν ως σύζυγον από τον πατέρα της. Αυτός όμως δεν ηθέλησε να δώση τον λόγον του εις κανένα, αν δεν απεφάσιζε πριν εις τούτο η Βαρβάρα. Αναβάς λοιπόν εις τον πύργον, ηρώτησεν αυτήν αν ήθελε να την υπανδρεύση. Αλλ΄ εκείνη, πριν ακόμη περιμείνη να τελειώση τον λόγον του ο πατήρ της, του απεκρίθη με αγανάκτησιν και οργήν· «Δεν θέλω να μου κάμης πλέον τοιούτον λόγον, διότι θα με αναγκάσης να θανατωθώ μόνη μου και θα χάσης τότε το τέκνον σου». Ο πατήρ της, ακούσας τους λόγους τούτους, δεν την εστενοχώρησε περισσότερον, διότι ηννόησεν ότι η θυγάτηρ του δεν ηναντιούτο εις αυτόν από δυστροπίαν ή απείθειαν, αλλά διότι επόθει να μείνη παρθένος. Κατέβη λοιπόν από τον πύργον χωρίς να της είπη τότε λόγον σκληρόν, ελπίζων ότι με τον καιρόν θα την καταπείση με λόγους καταλλήλους και κολακείας να δεχθή την υπανδρείαν. Κατ΄ εκείνας τας ημέρας ο Διόσκορος απεφάσισε να οικοδομήση έξωθεν του πύργου λουτρόν ωραιότατον. Αφού λοιπόν έκαμε το σχέδιον και έδωκεν εις τους τεχνίτας τας αναγκαίας οδηγίας και τους είπε συγχρόνως, ότι θα τους ικανοποιήση αν επιμεληθούν και προσέξουν να γίνη ωραίον το κτίριον, ανεχώρησε προσωρινώς από το χωρίον του και επήγεν εις άλλην χώραν, εις την οποίαν είχεν αναγκαίαν υπόθεσιν. Επειδή όμως ο Διόσκορος εβράδυνε να επιστρέψη, κατήλθε του πύργου η Βαρβάρα και επήγε να επισκεφθή το κτιζόμενον λουτρόν. Είδε λοιπόν ότι όλη η οικοδομή είχε δύο μόνον παράθυρα· όθεν ηρώτησε τους κτίστας διατί δεν έκαμαν και άλλο εν παράθυρον προς το νότιον μέρος, ώστε να φωτίζεται το λουτρόν περισσότερον. Οι κτίσται της απεκρίθησαν, ότι ούτως είχε προστάξει ο πατήρ της. Τότε αυτή τους είπε πάλιν· «Κάμετε χωρίς άλλο και το τρίτον παράθυρον και εγώ αποκρίνομαι προς τον πατέρα μου, αν σας ερωτήση δια τούτο». Έκαμαν λοιπόν οι κτίσται καθώς τους είπεν. Αυτή δε κατέβαινε συχνά και παρηκολούθει την  οικοδομήν και βλέπουσα τα τρία παράθυρα έχαιρεν. Ο δε πανάγαθος και ελεήμων Θεός, όστις γνωρίζει όλα τα πράγματα πριν ακόμη πραγματοποιηθώσιν, ευχαριστηθείς από την αγαθήν και φρόνιμον γνώμην αυτής, εφώτισε την ψυχήν της θαυμάσια και ενέπλησε την καρδίαν της από Πνεύμα Άγιον και παρρησίαν προς τον μόνον αληθή Θεόν και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Σταθείσα λοιπόν εις την κολυμβήθραν του λουτρού και βλέπουσα προς ανατολάς εχάραξε με τον δάκτυλόν της τον τύπον του θείου Σταυρού επάνω εις τα μάρμαρα· και, ω του θαύματος! ως να ήτο ο δάκτυλός της εργαλείον σιδηρούν ήνοιξε τόσον βαθύν λάκκον εις το μάρμαρον, ώστε το σημείον του Σταυρού εκείνου φαίνεται μέχρι της σήμερον, δια να κηρύττεται η θαυματουργία και η δύναμις του Κυρίου και Θεού ημών πάντοτε. Και όχι μόνον ο Σταυρός αυτός, αλλά και αυτό το λουτρόν σώζεται μέχρι της σήμερον και κάμνει διάφορα θαύματα, και θεραπεύει όσους έχουν ασθένειάν τινα, όταν προσέλθουν εις αυτό μετά πίστεως. Τοιούτον δε λουτρόν και αν το ονομάση κανείς Ιορδάνιον ρείθρον ή πηγήν Σιλωάμ, ή και Προβατικήν κολυμβήθραν, δεν αμαρτάνει· διότι η δύναμις του Θεού ετέλεσε και εις τούτο πολλά και παράδοξα θαύματα. Ημέραν τινά, επιστρέφουσα από το λουτρόν η Βαρβάρα, παρετήρησε τα είδωλα, τα οποία προσεκύνει ο πατήρ της· στενάξασα δε εκ βάθους ψυχής δια την αναισθησίαν και τυφλότητα αυτού, έπτυσε τα είδωλα κατά πρόσωπον και είπεν· «Όμοιοι με σας να γίνουν, όσοι σας προσκυνούν και σας καλούν εις βοήθειάν των». Ταύτα ειπούσα εισήλθεν εις τον πύργον και έμεινεν εντός αυτού νηστεύουσα και προσευχομένη και περιμένουσα βοήθειαν από τους ουρανούς. Μετ΄ ολίγας ημέρας έφθασεν ο πατήρ της Διόσκορος, όστις ιδών το τρίτον παράθυρον ηπόρησε, πως το έκαμαν χωρίς αυτός να παραγγείλη. Οι δε παρευρισκόμενοι τεχνίται είπον προς αυτόν την αλήθειαν. Τότε ηρώτησε περί τούτου την θυγατέρα του, η οποία είπε προς αυτόν. «Εγώ, πάτερ, προσέταξα και το έκαμαν, διότι φαίνεται ωραιότερον το λουτρόν με τα τρία παράθυρα παρά με τα δύο». Ο πατήρ της, οργισθείς, είπε προς αυτήν· «Ειπέ μου, δια ποίον λόγον και αιτίαν σου φαίνεται ωραιότερον;» Λέγει προς αυτόν τότε η Βαρβάρα· «Αι τρεις θυρίδες φωτίζουσι πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Τούτο δε ειπούσα, ηννόει την της Αγίας Τριάδος υπόστασιν και μεγαλειότητα. Εις τους λόγους τούτους της Βαρβάρας εθυμώθη ακόμη περισσότερον ο πατήρ της και αρπάσας αυτήν την έφερεν εις το λουτρόν και της είπε· «Πως γίνεται το φως των τριών αυτών θυρίδων φωτιστικόν εις πάντα άνθρωπον;» Η Βαρβάρα απεκρίθη· «Πρόσεχε, πάτερ, να εννοήσης το αίτιον». Ταύτα ειπούσα, εποίησε το σημείον του Τιμίου Σταυρού και δεικνύει εις αυτόν τα τρία της δάκτυλα, λέγουσα· «Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Με το φως αυτό όλη η κτίσις νοερώς καταλάμπεται». Ο αληθής ούτος λόγος της Βαρβάρας όχι μόνον δεν ηυχαρίστησε τον πατέρα της, όστις ήτο συνηθισμένος να προσκυνή τα ψευδή και απατηλά είδωλα, αλλ΄ απ΄ εναντίας τον έκαμε να γίνη θηριώδης. Ο ασεβέστατος και σκληροκάρδιος ούτος άνθρωπος ελησμόνησε δια μιας τους νόμους του Θεού, δεν συνελογίσθη ότι ήτο πατήρ και ότι η κόρη εκείνη ήτο αίμα του, αλλά σύρας το ξίφος του ώρμησε να την θανατώση. Αυτή όμως, σωθείσα δια της φυγής από τον κίνδυνον, κατέφυγεν εις ένα όρος εκεί πλησίον, εις το οποίον φθάσασα ύψωσε προς τον ουρανόν τας χείρας, τους οφθαλμούς και την διάνοιάν της και επεκαλείτο τον Θεόν εις βοήθειαν. Πράγματι, ο πανάγαθος Θεός δεν εβράδυνε ποσώς, αλλά καθώς έσωσε την Πρωτομάρτυρα Θέκλαν, την οποίαν εδέχθη μία πέτρα σχισθείσα εις δύο, ούτω και την αοίδιμον ταύτην Βαρβάραν, τρέχουσαν εις τα ορεινότερα μέρη, με όμοιο θαυματούργημα ελύτρωσε· διότι ενώ έτρεχε κατεπάνω της ο δήμιος εκείνος και όχι πατήρ της, εσχίσθη μία πέτρα δια θείας θελήσεως και προσταγής και την εδέχθη εντός αυτής κρύπτουσα ταύτην από τον αιμοβόρον πατέρα της. Ο λίθινος όμως εκείνος άνθρωπος ή μάλλον ειπείν και των λίθων αυτών αναισθητότερος, δεν μετενόησεν ούτε ωπισθοδρόμησε καν ιδών εξαφανισθείσαν από του προσώπου αυτού την Βαρβάραν, αλλ΄ ως τέκνον του ανθρωποκτόνου δαίμονος έτρεχεν εδώ και εκεί, ίνα θύση και απολέση. Ευρών δε δύο ποιμένας, οι οποίοι έβοσκον τα πρόβατά των εκεί πλησίον, τους ηρώτησεν αν ήξευραν, που ήτο κρυμμένη η θυγάτηρ του. Ο εις εξ αυτών ήτο συμπαθής και φιλάνθρωπος και κρίνων άδικον να προδώση την διωκομένην Μάρτυρα, ηρνήθη και είπεν, ότι δεν την είδε ποσώς· επροτίμησεν ως γνωστικός να είπη ψεύδος σωτήριον, παρά αλήθειαν βλάπτουσαν. Ο δε άλλος ποιμήν, πονηρός και απάνθρωπος, δεν ωμίλησε μεν δια να μη τον ακούσωσι, με τον δάκτυλόν του όμως έδειξε την οδόν εις τον Διόσκορον, δια να εύρη την Μάρτυρα. Όμως η θεία δίκη επαίδευσεν αμέσως το κακούργημα τούτο, διότι όλα τα πρόβατα του κακοτρόπου εκείνου και άφρονος βοσκού έγιναν κάνθαροι και έμειναν τοιούτοι μέχρι τέλους και περιεκύκλουν τον τάφον της Αγίας. Ευρών επί τέλους την Αγίαν ο Διόσκορος εις το όρος την έδειρεν ανηλεώς· έπειτα αρπάσας αυτήν εκ των πλοκάμων της κεφαλής την έσυρε βιαίως εις τον οίκον του. Εκεί δε φθάσαντες την έκλεισεν εις μικρόν οικίσκον και σφραγίσας την θύραν, έβαλε φύλακας να την φυλάττουν. Έπειτα επήγεν εις τον ηγεμόνα Μαρκιανόν, όστις εξουσίαζε τότε την πόλιν εκείνην, και είπε προς αυτόν· «Η θυγάτηρ μου καταφρονεί και αποστρέφεται τους θεούς ημών και μόνον τον Εσταυρωμένον Ιησούν Χριστόν σέβεται και τιμά εξ όλης ψυχής». Αφού είπε ταύτα, έφερε και την θυγατέρα του και την παρέδωκεν εις τας χείρας του Μαρκιανού, εξώρκισε δε αυτόν εις τους θεούς των να μη την λυπηθή παντελώς, αλλά να την βασανίση με παντός είδους βίαια και σκληρά κολαστήρια. Καθίσας ο Μαρκιανός εις την έδραν του δικαστηρίου προσέταξε να φέρωσι την Μάρτυρα, η οποία, άμα παρουσιάσθη και την είδεν εκείνος, έκθαμβος γενόμενος από το εξαίσιον κάλλος και το σεμνόν ήθος της, ελησμόνησε προς στιγμήν τους όρκους του Διοσκόρου, και είπε προς αυτήν με γλυκείαν φωνήν και με πραότητα· «Δεν λυπείσαι τον εαυτόν σου, Βαρβάρα; Διατί δεν προσφέρεις θυσίαν εις τους θεούς, τους οποίους λατρεύουν και οι γονείς σου; Εγώ λυπούμαι να θανατώσω μίαν νέαν, η οποία έχει εξαίσιον κάλλος! Σε συμβουλεύω λοιπόν να υπακούσης εις ό,τι σου λάγω και να προσκυνήσης τους θεούς, άλλως θα με αναγκάσης να σε θανατώσω με τον πλέον σκληρόν τρόπον». Η δε Μάρτυς απεκρίθη προς αυτόν· «Εγώ προσφέρω θυσίαν δοξολογίας εις τον Θεόν μου, όστις εποίησε τον ουρανόν και την γην και όλα τα λοιπά κτίσματα. Οι θεοί όμως, τους οποίους συ λατρεύεις, είναι κατεσκευασμένοι από αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων και των εθνών δαιμόνια». Ταύτα ακούσας ο δικαστής ωργίσθη και προσέταξεν ευθύς να την γυμνώσουν και να την δείρουν ανηλεώς με σκληρά βούνευρα, να τρίψωσι δε τας πληγάς της με ύφασμα τρίχινον, δια να αισθάνεται δριμυτέρους τους πόνους. Τοσούτον λοιπόν απανθρώπως την εμαστίγωσαν, ώστε κατεπλήγωσαν και κατετρύπησαν το σώμα της, από δε το ρέον εκ των πληγών της άσπιλον αυτής αίμα κατεκοκκίνισε το μέρος της γης, εις την οποίαν την είχον ερριμμένην. Αφού τέλος πάντων την εβασάνισαν ούτως επί πολλήν ώραν, την έρριψαν εις την φυλακήν προσωρινώς, μέχρις ότου την εξετάσωσι και δεύτερον. Περί το μεσονύκτιον όμως εφάνη αίφνης έμπροσθεν αυτής φως φαεινόν, από το οποίον έλαμψεν όλον το δεσμωτήριον. Υπεράνω δε του φωτός τούτου εφάνη ο Δεσπότης Χριστός, όστις ενθαρρύνας αυτήν, της είπε· «Μη φοβηθής ουδόλως, Βαρβάρα, ούτε να αποκάμης από τας βασάνους και τας τιμωρίας των σκληροκαρδίων αυτών ανθρώπων, αλλά να εμμείνης σταθερά εις το φρόνημά σου, εγώ δε θέλω μένει πάντοτε μετά σου και θέλω σε διαφυλάττει δια παντός υπό την σκέπην μου». Ταύτα του Δεσπότου Χριστού προς την Αγίαν λέγοντος, αι πληγαί αυτής ηφανίσθησαν και όλον το σώμα της εθεραπεύθη εντελώς. Δι΄ ο αύτη ησθάνθη εγκάρδιον αγαλλίασιν και ευχαρίστησιν ανέκφραστον. Γυνή δε τις θεοσεβής και ενάρετος, Ιουλιανή ονομαζομένη, έτυχε να ευρεθή τότε μετά της Αγίας, η οποία ιδούσα το παράδοξον τούτο θαύμα, εδόξασεν από καρδίας τον Θεόν. Επειδή δε είχε την αυτήν γνώμην και το αυτό φρόνημα με την Μάρτυρα, απεφάσισεν εν τη καρδία αυτής να υπομείνη και αύτη εις την πρώτην ευκαιρίαν παντός είδους τιμωρίας και βασάνους δια την αγάπην και το όνομα του Ιησού Χριστού. Ούτως εχόντων των πραγμάτων ήλθε και εκ δευτέρου ο ηγεμών εις το δικαστήριον και προσέταξε να φέρωσι πάλιν ενώπιόν του την Βαρβάραν, την οποίαν ιδόντες οι περιεστώτες εντελώς υγιαίνουσαν και χωρίς να έχη καμμίαν πληγήν εις το σώμα της, εξεπλάγησαν άπαντες. Ο ασεβής ηγεμών όμως, τετυφλωμένος από την πλάνην του, δεν ηθέλησε να αναγνωρίση την μεγάλην τού αληθινού Θεού δύναμιν, αλλ΄ είπεν ο άφρων προς την Μάρτυρα· «Βλέπεις, Βαρβάρα, πόσην δύναμιν έχουσιν οι θεοί μου, οι οποίοι σε ηυσπλαγχνίσθησαν και θεράπευσαν τας πληγάς σου»; Αυτή δε απεκρίθη προς αυτόν· «Οι θεοί σου, οίτινες είναι τυφλοί και ανίσχυροι καθώς συ, πως είναι δυνατόν να κάμουν τοιαύτην θαυμασίαν πράξιν; Αυτοί μάλλον έχουν ανάγκην από τους ανθρώπους. Όχι λοιπόν, δεν με εθεράπευσαν οι θεοί σου, με ιάτρευσεν ο Χριστός, ο αληθής Υιός του ζώντος Θεού, αυτός τον οποίον δεν δύνασαι συ να ίδης, διότι οι οφθαλμοί σου είναι βεβαρημένοι από το σκότος της ασεβείας». Ακούσας ο ηγεμών τους λόγους τούτους της Αγίας ωργίσθη σφόδρα και προσέταξε να καταξεσχίσωσι τας σάρκας της με σιδηρούς όνυχας, να καίωσι τα ξεσχισμένα μέλη της με λαμπάδας ανημμένας και να κτυπώσι με σφύραν την αγίαν αυτής κεφαλήν. Έτυχε δε πάλιν και τότε να ευρεθή εκεί παρούσα και η αγαθή και θεοσεβής Ιουλιανή, η οποία βλέπουσα τας τιμωρίας και τας βασάνους, τας οποίας έκαμνον εις την Μάρτυρα και το αίμα, το οποίον έρρεε ποταμηδόν εκ της κεφαλής και του λοιπού σώματος αυτής, μη δυναμένη δε άλλως να την βοηθήση, τόσον συνεκινήθη από τον πόνον, τον οποίον ησθάνετο εις την καρδίαν της, ώστε ήρχισε να κλαίη απαρηγόρητα. Ο ηγεμών, ιδών αυτήν κλαίουσαν, ηρώτησε ποία ήτο. Μαθών δε ότι ήτο Χριστιανή και αυτή και ότι δια την προς την Βαρβάραν συμπάθειάν της έκλαιε, προσέταξε να κρεμάσωσιν αμέσως και αυτήν πλησίον της Αγίας, να ξεσχίσωσι τας σάρκας της και με λαμπάδας ανημμένας να την κατακαίωσιν. Ούτω λοιπόν βασανιζομένη και αυτή σκληρώς, κατά την προσταγήν του άρχοντος, και πάσχουσα αλγεινώς, ύψωσε τους οφθαλμούς της προς τον ουρανόν και είπε· «Δέσποτα Χριστέ Βασιλεύ, καρδιογνώστα και παντοδύναμε, γνωρίζεις ότι δια την αγάπην σου πάσχω όλα αυτά τα δεινά· λοιπόν μη με εγκαταλείπης μηδέ αφήσης να με νικήση ο αλιτήριος ούτος και να καυχηθή δι΄ εμέ, αλλ΄ αξίωσόν με να εγκαρτερήσω μέχρι τέλους, δια να λάβω τον στέφανον της αθλήσεως». Ενώ δε η Ιουλιανή εδέετο ούτω προς τον Θεόν, ο σκληροκάρδιος άρχων προσέταξε να κόψωσι τους μαστούς και των δύο. Πλην και η απάνθρωπος αύτη πράξις δεν μετέβαλε ποσώς την απόφασιν αυτών, απεναντίας μάλιστα η Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα έψαλλε τότε λέγουσα· «Κύριε, μη απορρίψης ημάς από του προσώπου σου, και το Πνεύμα σου το άγιον μη αντανέλης αφ΄ ημών» (Ψαλμ. ν: 13-14). Αφού λοιπόν υπέμειναν και αυτήν την τρομεράν βάσανον, προσέταξεν ο άρχων την μεν Ιουλιανήν να φυλακίσωσι, την δε Βαρβάραν να την περιφέρωσι γυμνήν εις όλην την πόλιν και συγχρόνως να την δέρωσιν ασπλάγχνως. Η δε σεμνή Μάρτυς, θεατριζομένη δια τοιούτου απρεπεστάτου τρόπου και συγχρόνως δερομένη, δεν εθλίβετο ποσώς δια τας βασάνους ταύτας, αλλ΄ ατενίσασα τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν είπε· «Δέσποτα Κύριε, ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις και περιτυλίσσων την γην με ομίχλην, αυτός και την εμήν γύμνωσιν σκέπασον, Βασιλεύ των ουρανών, και μη αφήσης να βλέπωσιν οι ασεβείς τα μέλη μου, δια να μη γίνω μυκτηρισμός αυτών και χλευασμός και περιγέλασμα». Ήκουσεν εκ Ναού αγίου αυτού ο ταχύς Θεός και έσπευσεν ευθύς εις αντίληψιν της πασχούσης Μάρτυρος. Εφάνη δε έμπροσθεν αυτής καθήμενος επί χερουβικού άρματος και την μεν καρδίαν αυτής επλήρωσεν ευφροσύνης και αγαλλιάσεως, δια της θείας και πανευφροσύνου παρουσίας Αυτού, το δε άγιον αυτής σώμα, κατά προσταγήν Αυτού, ενέδυσαν οι Άγιοι Άγγελοι με στολήν λαμπροτάτην και ένδοξον. Όχι δε μόνον τούτο εγένετο, αλλά και τας πληγάς αυτής εθεράπευσε πάλιν ως και πρότερον. Οι δε υπηρέται την παρουσίασαν εις τον άρχοντα, όστις ιδών αυτήν ούτως ενδεδυμένην ησχύνθη· όθεν μη δυνάμενος να την νικήση με απειλάς και βασάνους, ούτε με υποσχέσεις αγαθών και πλούτου, απεφάσισε να θανατώση αυτήν και την ομόφρονα αυτής Ιουλιανήν. Προσέταξε λοιπόν να αποκεφαλίσωσι και τας δύο. Εις όλας τας τιμωρίας και τας βασάνους, τας οποίας ανεφέραμεν ότι εδοκίμασεν η Μάρτυς Βαρβάρα, ήτο παρών ο αιμοβόρος πατήρ αυτής και τας έβλεπεν ο άσπλαγχνος. Δεν επόνεσε δε ο ασεβής και παμμίαρος, ούτε ποσώς ελυπήθη την θυγατέρα του, ούτε εχόρτασεν εις τόσας παιδεύσεις και ξεσχισμούς όσους αυτή έπαθεν, αλλ΄ ενόμιζεν ακόμη ο άφρων, ότι ήθελον κατηγορήσει αυτόν ως άνανδρον και ασθενή κατά την ψυχήν, αν άφηνε να την φονεύση άλλος. Όθεν άμα ο δικαστής εξέδωκε την κατ΄ αυτής καταδικαστικήν απόφασιν, ευθύς ήρπασεν αυτήν ως τίγρις λυσσώσα, δια να την θανατώση με τας ιδίας του χείρας ο κακούργος! Λοιπόν ο μεν Διόσκορος έλαβε την κόρην του, άλλος δε δήμιος έλαβε την Ιουλιανήν και επορεύθησαν εις το όρος, εις το οποίον απεκεφαλίσθη η Βαρβάρα υπό του πατρός της. Αλλ΄ ενώ επορεύοντο εις τον τόπον του θανάτου αυτών αι δύο Μάρτυρες, αντί να λυπώνται και να θρηνούν, απ΄ εναντίας μάλιστα έχαιρον και ηυχαριστούντο, ως να ήσαν προσκεκλημέναι εις γάμον ή άλλην τινά διασκέδασιν φιλικήν και χαρμόσυνον. Η δε Αγία Μάρτυς του Χριστού Βαρβάρα εδέετο πάλιν προς τον Κύριον, λέγουσα· «Άναρχε Θεέ, ο ποιήσας τον ουρανόν ωσεί θόλον και θεμελιώσας την γην επί των υδάτων· ο προστάσσων τον ήλιον να φωτίζη τον κόσμον όλον και τα νέφη να βρέχωσιν· ο χαρίζων τοσαύτα αγαθά εις δικαίους και αμαρτωλούς και ευεργετών καλούς και κακούς ως ανεξίκακος και πανάγαθος· αυτός και νυν, Βασιλεύ πλουσιόδωρε, επάκουσόν μου της δούλης σου δεομένης. Ναι Κύριέ μου, παρακαλώ σε εκ βάθους καρδίας μου, όστις μνημονεύει το Μαρτύριόν εις δόξαν του Αγίου σου Ονόματος, αξίωσον αυτόν να μη εγγίση ουδέποτε εις τον οίκον αυτού λοιμώδης νόσος, ούτε λώβη, ούτε καμμία άλλη θανατηφόρος ασθένεια να λυπήση αυτόν και την οικογένειάν του. Διότι συ, Κύριέ μου, γινώσκεις το ασθενές των ανθρώπων, τους οποίους ηυδόκησας να πλάσης κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωσιν ιδικήν σου». Ενώ δε η Αγία προσηύχετο τοιουτοτρόπως, αίφνης ηκούσθη ουρανόθεν φωνή, η οποία προσεκάλει αυτήν τε και την Ιουλιανήν εις εκείνην την αιώνιον και ανεκλάλητον αγαλλίασιν και υπέσχετο εις αυτήν ότι θα πραγματοποιήση όσα εζήτησε δια της προσευχής της. Ταύτην την γλυκυτάτην φωνήν ακούσασα η Μάρτυς Βαρβάρα ενεθαρρύνθη περισσότερον και αγαλλομένη έτρεχε να φθάση το ταχύτερον εις τον τόπον της τελειώσεως, όπου φθάσασα έκλινε την ιεράν αυτής κεφαλήν και εδέχθη το Μαρτύριον. Απεκεφάλισε δε αυτήν ο άσπλαγχνος και αιμοβόρος πατήρ της, την δε Ιουλιανήν απεκεφάλισεν ο δήμιος. Αλλ΄ ενώ οι άδικοι φόνοι εξετελούντο, η θεία δίκη, άγρυπνος πάντοτε, ετιμώρησεν αμέσως τον ασεβή εκείνον και αιμοβόρον παιδοκτόνον παραδειγματικώτατα· διότι μόλις ούτος ήρχισε να καταβαίνη εκ του όρους, εις το οποίον είχε πράξει τον απάνθρωπον εκείνον φόνον, αίφνης κεραυνός καταπεσών εκ του ουρανού κατέκαυσεν αυτόν και εκ του σώματός του ουδέ ίχνος καν εφάνη. Ούτως ο άθλιος εκείνος και βδελυρός άνθρωπος εστερήθη και της παρούσης και της μελλούσης ζωής, διότι ήτο ανάξιος και εις την μίαν να ζη και την άλλην να απολαύση. Η θεία δε αύτη οργή δεν περιωρίσθη εις μόνην την τιμωρίαν  του παιδοκτόνου Διοσκόρου, αλλά και μέχρις αυτού του ηγεμόνος Μαρκιανού έφθασεν η λάμψις του κεραυνού εκείνου ως προειδοποίησις αψευδής και συμβολική του ασβέστου εκείνου πυρός, εκ του οποίου έμελλε να κολάζεται αιωνίως. Άνθρωπος δε τις ευσεβής Χριστιανός, Ουαλεντίνος ονομαζόμενος, έλαβε τα ιερά σώματα των δύο Μαρτύρων και τιμήσας αυτά με ψαλμωδίας και πνευματικούς ύμνους, τα μετέφερεν εις το χωρίον Γελασσόν· εκεί δε όταν έφθασε, τα ενεταφίασεν ιεροπρεπώς. Το Μαρτύριον αυτών ας είναι ίασις νόσων, ψυχών αγαλλίασις και φιλοθέων ανδρών εντρύφημα πολυέραστον. Ας είναι εις δόξαν Χριστού του μόνου αληθινού Θεού ημών, εις τον οποίον πρέπει πάσα δόξα, τιμή, κράτος, μεγαλωσύνη και μεγαλοπρέπεια, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.