Αγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (Απάντηση στους Οικουμενιστές που μας προτείνουν
να σιωπήσουμε)
ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ
ΗΜΩΝ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ
Διάλογος με τον Θεοδόσιο, τον επίσκοπο Καισαρείας Βιθυνίας, κατά την πρώτη του εξορία στο φρούριο της Βιζύης της Θράκης.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, μέγας θεολόγος και Πατήρ της Εκκλησίας, ωμολόγησε την Ορθόδοξο Πίστι σε μία εποχή που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την ιδική μας. Η πολιτική των τότε αυτοκρατόρων απέβλεπε σε πολιτικοκοινωνικές ενοποιήσεις σαν τις σημερινές. Ως πρόσφορο μέσον για την πραγματοποίησί τους θεωρήθηκε η υποστήριξις της αιρέσεως του Μονοθελητισμού. Είχαν χρησιμοποιηθή και εκκλησιαστικοί άνδρες, οι οποίοι υποστήριζαν την αίρεσι χάριν των κοσμικών αυτών σκοπιμοτήτων. Είχαν πιστεύσει ότι ασκούν τάχα κάποια εκκλησιαστική οικονομία. Δυστυχώς, όλοι σχεδόν οι πατριαρχικοί θρόνοι είχαν πέσει στην αίρεσι του Μονοθελητισμού. Η Ορθόδοξος Πίστις ζούσε μόνο στην συνείδησι του πιστού λαού και εκφραζόταν με το στόμα των ελαχίστων Ομολογητών, οι οποίοι την εστερέωσαν με το μαρτύριό τους.
Την εποχή αυτή ο άγιος Μάξιμος είχε διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο για την
συγκρότησι της ορθοδόξου τοπικής Συνόδου της Ρώμης (649), η οποία κατεδίκασε
τον Μονοθελητισμό. Για τον λόγο αυτό ευρίσκεται εξόριστος στην Βιζύη της
Θράκης. Έχει διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία με τους πατριαρχικούς θρόνους
της Ανατολής, επειδή έχουν εκπέσει στην αίρεσι. Η αναφορά του είναι στην ορθοδοξούσα
τότε Ρώμη και στον Ομολογητή άγιο Πάπα Μαρτίνο.
Με σκοπό να μεταβάλλουν την γνώμη του και να τον προσεταιρισθούν, ο
επίσκοπος Θεοδόσιος και οι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι τον επισκέπτονται στην
Βιζύη και διεξάγουν τον κατωτέρω διάλογο. Ο Άγιος με αταλάντευτη σταθερότητα
διακρίνει την αλήθεια από την αίρεσι, το φως από το σκότος, και με γνώμονα την
διδασκαλία των αγίων Αποστόλων και Πατέρων ανασκευάζει τα επιχειρήματα των
μονοθελητών συνομιλητών του. Είναι συγκινητική η ταπείνωσις του Αγίου που
συνοδεύει όλες τους τις εκφράσεις και κινήσεις, ακόμη και την ώρα που η αδικία
εναντίον του είναι κατάφωρη. Προφανώς, ο φόβος του Θεού, η σταθερή ομολογία και
η αληθινή ταπείνωσις συνιστούν το ιερό τρίπτυχο που χαρακτηρίζει κάθε Ορθόδοξο
ομολογία.
Ο διάλογος του αγίου Μαξίμου στον τόπο της εξορίας του με τους συγκλητικούς
άρχοντες και με τους επισκόπους της Κωνσταντινουπόλεως είναι ένα κλασικό πλέον
κείμενο, στο οποίο φανερώνει τις γνήσια Ορθόδοξες και εκκλησιαστικές
προϋποθέσεις του Αγίου και τις αιρετικές και κοσμικές αντίστοιχα των
συνομιλητών του.
Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από αυτόν τον διάλογο, επειδή
πιστεύουμε ότι θα βοηθήση τον λαό του Θεού να αντιληφθή ποιοι είναι σε κάθε
εποχή οι εκφρασταί της Πίστεώς του, αλλά και να δώσουμε αφορμές θεολογικής
αυτοκριτικής σε όσους λόγω της εκκλησιαστικής τους ευθύνης ευρίσκονται μπροστά
σε προφανή κίνδυνο να αθετήσουν και σήμερα την ακρίβεια της αγίας Ορθοδόξου
Πίστεως λόγω άλλων σκοπιμοτήτων.
Στις 24 του μηνός Αυγούστου, της 14ης επινεμήσεως που μόλις τώρα πέρασε,
επισκέφθηκε τον αββά Μάξιμο στον τόπο της εξορίας του, δηλαδή στο κάστρο της
Βιζύης, ο προρρηθείς επίσκοπος Θεοδόσιος, σταλμένος όπως είπε από τον ίδιο τον
πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως Πέτρο. Και μαζί του οι ύπατοι Παύλος και
Θεοδόσιος, σταλμένοι όπως είπαν κι αυτοί από τον βασιλέα. Είχαν μαζί τους,
καθώς φαίνεται, και τον επίσκοπο Βιζύης. Και λέγει ο Θεοδόσιος ο Επίσκοπος:
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Παρακαλούν μέσω ημών ο βασιλεύς και ο πατριάρχης, να μάθουν από
σένα ποια είναι η αιτία που δεν έχεις κοινωνία με τον θρόνο της
Κωνσταντινουπόλεως.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Γνωρίζετε τις καινοτομίες που έγιναν από την επινέμησι του
περασμένου κύκλου, οι όποίες άρχισαν από την Αλεξάνδρεια με τα εννέα κεφάλαια
που εξέθεσε ο Κύρος, αυτός που δεν ξέρω πως έγινε πατριάρχης της πόλεως
εκείνης, και που επικυρώθηκαν από τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Γνωρίζετε
επίσης και τις άλλες αλλοιώσεις, τις προσθήκες και τις αφαιρέσεις, που έγιναν
συνοδικά από τους προεδρεύσαντας στην Εκκλησία των Βυζαντινών. Εννοώ τον
Σέργιο, τον Πύρρο και τον Παύλο. Και αυτές τις καινοτομίες τις γνωρίζει όλη η
οικουμένη. Γι' αυτήν την αιτία δεν έχω κοινωνία, ο δούλος σας, με την Εκκλησία
της Κωνσταντινουπόλεως. Ας αρθούν τα εμπόδια που μπήκαν από τους παραπάνω
άνδρες, και μαζί μ' αυτά κι αυτοί που τάβαλαν, όπως είπε ο Θεός: «και τους
λίθους εκ της οδού διαρρίψατε» (Ιερεμ. 50, 26). Έτσι, βρίσκοντας την οδό του
Ευαγγελίου όπως ήταν πρώτα, λεία και ομαλή και ελεύθερη από κάθε ακανθώδη
αιρετική κακία, θα την βαδίζω χωρίς να μου χρειάζεται καμμία ανθρώπινη
προτροπή. Μέχρις ότου όμως οι πατριάρχαι της Κωνσταντινουπόλεως καυχώνται για
τα τεθέντα εμπόδια και γι' αυτούς που τα έβαλαν, δεν υπάρχει κανένας λόγος ή
τρόπος που να με πείση να έχω κοινωνία με αυτούς.
ΘΕΟΔ.: Μα τι κακό λοιπόν ομολογούμε, ώστε να χωρισθής από την κοινωνία μαζί
μας;
ΜΑΞΙΜΟΣ: Επειδή λέγετε ότι ο Θεός και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός έχει μία
ενέργεια της Θεότητος και ανθρωπότητός του. Έτσι συγχέετε τον λόγο της
θεολογίας με τον λόγο της οικονομίας.
Και πάλι, υιοθετώντας άλλη καινοτομία, αφαιρείτε εξ ολοκλήρου όλα τα
γνωριστικά και συστατικά (στοιχεία) της θεότητος και ανθρωπότητος του Χριστού,
θεσπίζοντας με νόμους και τύπους, ότι δεν πρέπει να λέγεται γι' Αυτόν, ούτε
μία ούτε δύο θελήσεις ή ενέργειες. Αυτό είναι πράγμα ανυπόστατο, διότι οι άγιοι
Πατέρες μας διδάσκουν μεγαλοφώνως ότι: «Αυτό που δεν έχει καμμιά δύναμι, ούτε
υπάρχει ούτε είναι κάτι ούτε έχει καμμία εντελώς θέσι».