Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021

Τη ΚΓ΄ (23η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος ΙΩΑΝΝΟΥ, καταγομένου από της κώμης Κονίτσης της παλαιάς Ηπείρου και αθλήσαντος εν τω Βραχωρίω της Αιτωλίας εν έτει αωιδ΄ (1814) από Χριστού.

Ιωάννης ο Άγιος Νεομάρτυς εγεννήθη εις την κωμόπολιν Κόνιτσαν την εις την παλαιάν Ήπειρον κειμένην, η οποία είναι θρόνος του Βελλάς Επισκόπου υπό τον Μητροπολίτην Ιωαννίνων, ανετράφη δε εν αυτή από γονείς ασεβείς Μωαμεθανούς. Ο πατήρ αυτού ήτο εις των παρ’ αυτοίς εις άκρων τιμωμένων, δερβίσης δηλαδή και σέχης το αξίωμα· ομοίως και η μήτηρ αυτού εκ των απογόνων της Άγαρ. Αφού δε ο μακάριος ούτος εγένετο σχεδόν εικοσαετής την ηλικίαν, καταλιπών την γεννήσασαν αυτόν Κόνιτσαν, μετέβη εις την Μητρόπολιν των Ιωαννίνων, απολαμβάνων το σέβας των συμπολιτών του και αυτός ουχί ολιγώτερον από τον πατέρα του (διότι συνετάγη και αυτός εις το βδελυρόν εκείνο τάγμα των δερβίσηδων παρά του πατρός του σέχη). Διατρίψας δε εκεί εν Ιωαννίνοις ικανόν καιρόν, είτα ανεχώρησεν εκείθεν, και δια της Άρτης έφθασεν εις την κωμόπολιν της Αιτωλίας, Αγρίνιον, το παρ’ ημίν κοινώς λεγόμενον Βραχώριον, όπου κατώκησεν εις το αυθεντικόν οίκημα, το λεγόμενον Μουσελίμ σεράϊ.

Τη ΚΓ΄ (23η) Σεπτεμβρίου, ο Άγιος Νεομάρτυς ΝΙΚΟΛΑΟΣ ο παντοπώλης, ο εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας εν έτει αχοβ΄ (1672), ημέρα Δευτέρα, ξίφει τελειούται.

Νικόλαος ο ένδοξος του Χριστού Νεομάρτυς εγεννήθη από γονείς ευσεβείς και φιλοθέους, πατρίδα έχων την περίφημον πόλιν, την ονομαζομένην Καρπενήσιον, ήτις είναι θρόνος της επαρχίας Λιτζάς και Αγράφων, καλώς δε ανατρεφόμενος υπό των γονέων του εστάλη εις το σχολείον και έμαθε τα ιερά γράμματα· αφού δε έγινεν ετών δέκα πέντε, τον επήρεν ο πατήρ του εις την Κωνσταντινούπολιν, ένθα ήτο παντοπώλης και τον είχεν εις το εργαστήριόν του, εις τόπον λεγόμενον Ταχτά Καλέ· είχε δε ο πατήρ του απέναντι εις το εργαστήριόν του ένα φίλον Αγαρηνόν κουρέα έμπειρον και κατέχοντα την των Αγαρηνών διάλεκτον· εις αυτόν λοιπόν ηθέλησεν ο πατήρ του να βάλη τον θαυμάσιον τούτον νέον δια να μάθη και τουρκικά γράμματα· τούτο δε ήτο τέχνη του διαβόλου, ίνα παρασύρη τον νέον ή εις κακά ήθη ή και τελείως εις την ασέβειαν (επειδή τοιαύτα είναι πάντοτε του πονηρού διαβόλου τα τεχνάσματα, να παρακινή τους ταλαιπώρους Χριστιανούς τάχα δια κάποιον σωματικόν κέρδος να βάλλωσιν εις τας παγίδας του εχθρού τα τέκνα των, και ούτω να τα χωρίζωσιν ολίγον κατ’ ολίγον από την πίστιν του Χριστού).

Τη ΚΓ΄ (23η) Σεπτεμβρίου, μνήμη των Οσίων και αυταδέλφων γυναικών ΞΑΝΘΙΠΠΗΣ και ΠΟΛΥΞΕΝΗΣ.

Ξανθίππη και Πολυξένη αι Άγιαι αδελφαί ήσαν από μίαν πόλιν της Ισπανίας, έζων δε κατά τους χρόνους του Κλαυδίου Καίσαρος, εν έτει ξη΄ (68), και η μεν Ξανθίππη ήτο γυνή του άρχοντος της χώρας εκείνης, Πρόβου ονομαζομένου, μετά του οποίου εδιδάχθη την εις Χριστόν ευσέβειαν από τον Απόστολον Παύλον, όταν εκείνος επήγεν εις την Ισπανίαν. Η δε Πολυξένη, παρθένος ούσα και αρπαγείσα από ένα κακότροπον άνθρωπον και μιαρόν, χάριτι Θεού έμεινεν άφθορος απ’ αυτού. Επειδή δε έτυχε να εύρη τον πρωτόκλητον Ανδρέαν τον Απόστολον, εβαπτίσθη από αυτόν· όθεν πολλά ποιούσα θαύματα, πολλούς επέστρεψεν εις την του Χριστού πίστιν. Έπειτα ακολουθήσασα τον Απόστολον Ονήσιμον, ήλθεν ομού με αυτόν εις την πατρίδα της Ισπανίαν, είχε δε μεθ’ εαυτής και ετέραν τινά γυναίκα ονόματι Ρεβέκκαν, μετά της οποίας ομού εβαπτίσθη. Ύστερον δε από τας πολλάς δυσκολίας και πειρασμούς, τους οποίους εδοκίμασαν εις την θάλασσαν, συνήντησεν επί τέλους την αδελφήν της Ξανθίππην. Όθεν ομοίως και αι δύο διεπέρασαν το επίλοιπον της ζωής των κηρύττουσαι πανταχού το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, πολλούς οδηγήσασαι εις το φως της θεογνωσίας και πολλά ποιήσασαι θαύματα, τελευταίως εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησαν.

Τη ΚΓ΄ (23η) Σεπτεμβρίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΡΑΪΔΟΣ της παρθένου.

Ραϊς  η Αγία Μάρτυς και παρθένος κατήγετο από μίαν πόλιν της Αιγύπτου ονομαζομένην Βάταν (ή Τάμαν), θυγάτηρ Πέτρου τινός. Εφόρεσε δε το των Μοναζουσών σχήμα, ότε ήτο ετών δώδεκα. Μίαν φοράν δε, μεταβαίνουσα με άλλας παρθένους εις την πηγήν δια να φέρη νερόν, είδε πλήθος παρθένων γυναικών και ανδρών Πρεσβυτέρων και Διακόνων Μοναχών, τους οποίους είχε δεδεμένους Λουκιανός ο ηγεμών. Ερωτήσασα δε και μαθούσα, ότι δια τον Χριστόν είναι δεδεμένοι, έλαβεν εις την ψυχήν της ανδρείαν και έσμιξε και τον εαυτόν της με τας δεδεμένας παρθένους. Ο δε δεσμοφύλαξ συνεβούλευσεν αυτήν να φροντίση δια την ζωήν της, και να μη θελήση να αποθάνη ακαίρως με τας άλλας παρθένους. Η δε μακαρία Ραϊς, όχι μόνον δεν κατεπείσθη εις την συμβουλήν του, αλλά και παρασταθείσα έμπροσθεν του ηγεμόνος περιεγέλασε τους θεούς του. Επειδή δε εκείνος περιέπαιξε την των Χριστιανών πίστιν, δια τούτο η αοίδιμος Ραϊς, χωρίς να φοβηθή τελείως, έπτυσεν εις το πρόσωπον εκείνου. Όθεν πρώτον βασανίζεται με βασάνους πολλάς, και τελευταίον δια ξίφους την κεφαλήν αποτέμνεται και ούτω λαμβάνει παρά Κυρίου τον στέφανον της αθλήσεως.

Τη ΚΓ΄ (23η) Σεπτεμβρίου, ο Άγιος Μάρτυς ΙΩΑΝΝΗΣ μετά των δύο αυτού τέκνων ΠΕΤΡΟΥ και ΑΝΤΩΝΙΟΥ ο μεν πατήρ ξίφει, οι δε υιοί τα μέλη εκκοπέντες τελειούνται.

Ιωάννης ο Άγιος Μάρτυς και τα δύο αυτού τέκνα, Πέτρος και Αντώνιος, ήσαν από τας Συρακούσας, πρωτεύουσαν τότε της νήσου Σικελίας, έζων δε εις αυτήν κατά τας ημέρας του αυτοκράτορος Βασιλείου του Μακεδόνος εν έτει ωξζ (867). Τότε εις όλην την Αφρικήν εξουσίζον οι Αγαρηνοί, των οποίων άρχων ήτο ο θηριώδης εκείνος και ωμότατος Αβραχίμ. Ούτος λοιπόν, αφού επολέμησε τας Συρακούσας, έλαβεν από εκεί αιχμάλωτον τον άνω ειρημένον Ιωάννην ομού με τους υιούς του Πέτρον και Αντώνιον, νεαράν έχοντας τότε ηλικίαν, Όθεν τους παρέδωκεν εις διδάσκαλον Αγαρηνόν, δια να μανθάνουν τα ιδικά των γράμματα. Όταν δε οι νέοι έφθασαν εις ανδρικήν ηλικίαν και υπερέβαλον τους άλλους κατά την φρόνησιν και τας άλλας αρετάς, τότε ο τύραννος, θαυμάζων δια τα τοιαύτα προτερήματά των, τον μεν Αντώνιον κατέστησε Γενικόν, τον δε Πέτρον, Σακελλάριον.

Τη ΚΓ΄ (23η) Σεπτεμβρίου, ο Άγιος Μάρτυς ΑΝΔΡΕΑΣ λόγχη τελειούται.

Ανδρέας ο μακάριος Μάρτυς, γέρων ων κατά την ηλικίαν, έζη κατά τας ημέρας του αυτοκράτορος του Βυζαντίου Βασιλείου του Μακεδόνος εν έτει ωξζ΄ (867), συλληφθείς δε υπό των Αγαρηνών, οίτινες κατά την εποχήν εκείνην εξουσίαζον όλην την Αφρικήν και είχον φθάσει μέχρι της Σικελίας, παρεστάθη ενώπιον του άρχοντος αυτών, του θηριώδους και ωμοτάτου Αβραχίμ. Επειδή δε ωμολόγησε παρρησία την εις Χριστόν πίστιν, ερρίφθη εις την φυλακήν και εκεί έμεινεν πολλά έτη, έως ου κατεξηράνθη όλος από την πείναν και δίψαν, και από τας άλλας ταλαιπωρίας της φυλακής. Μετά ταύτα, επειδή δεν επείθετο να αρνηθή την ευσέβειαν, το άσπλαγχνον εκείνο θηρίον, ο Αβραχίμ, ανέβη επάνω εις ίππον, και λαβών εν ακόντιον, έστησε τον Άγιον κατ’ ευθείαν έμπροσθεν εις τον δρόμον. Έπειτα τρέχων με τον ίππον, κτυπά εις το στήθος τον Μάρτυρα με το ακόντιον. Επειδή δε ήκουσεν ότι εφώναζεν από καρδίας ο Άγιος μίαν φωνήν ευχαριστήριον εις τον Θεόν, δια τούτο στρέφει ο αιμοβόρος από το όπισθεν μέρος του Μάρτυρος, και κτυπά δεύτερον αυτόν εις την ράχιν με άλλο ακόντιον. Όθεν επειδή και τα δύο ακόντια διήλθον τα σπλάγχνα του έσωθεν έως έξω, έπεσε κατά γης ο γενναίος αγωνιστής· είτα αποτμηθείς την κεφαλήν, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού και ανέβη νικηφόρος εις τα ουράνια.

Τη ΚΓ΄ (23η) Σεπτεμβρίου, η Σύλληψις του Τιμίου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού ΙΩΑΝΝΟΥ.

Ο Κύριος ημών και Θεός, ο του Πατρός Μονογενής Υιός και Λόγος, όταν έμελλε να καταβή από τους ουρανούς και να συλληφθή ασπόρως και παραδόξως εις την παρθενικήν κοιλίαν της Παναμώμου Αυτού Μητρός, ηθέλησε να προβεβαιώση την εν τη Παρθένω ιδικήν του άσπορον σύλληψιν με άλλο θαύμα παράδοξον. Τούτου ένεκα εξ μήνας προς της ιδικής του συλλήψεως απέστειλε τον Αρχάγγελον Γαβριήλ εις τον Προφήτην και Αρχιερέα Ζαχαρίαν, όστις ευρίσκετο τότε εις τον Ναόν και εθυμία και προσηύχετο υπέρ του λαού, και διεμήνυσεν εις αυτόν την παράδοξον σύλληψιν του ιδικού του Προδρόμου, η οποία έμελλε να γίνη εν τη κοιλία της στείρας και γηραιάς γυναικός του, της Ελισάβετ, και την οποίαν σύλληψιν εορτάζομεν  σήμερον. Ο δε Ζαχαρίας, επειδή δεν επίστευσεν εις την παρ’ ελπίδα ταύτην αγγελίαν του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, δια τούτο κατεδικάσθη εις αφωνίαν και σιωπήν, έως ου ίδη δια των έργων γενόμενον το αρχαγγελικόν μήνυμα.