Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Τη Λ΄ (30η) του μηνός Αυγούστου, μνήμη των Αγίων Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, ΙΩΑΝΝΟΥ και ΠΑΥΛΟΥ του νέου.

Αλέξανδρος ο μακάριος πατήρ ημών, επειδή εξήσκει πάσαν αρετήν, εχρημάτισε πρωτοπρεσβύτερος του Αγίου Μητροφάνους Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εν έτει τκε΄ (325), αντικατέστησε δε εις την εν Νικαία συγκροτηθείσαν αγίαν και Οικουμενικήν πρώτην Σύνοδον τον Άγιον Μητροφάνην, μη δυνηθέντα ένεκεν ασθενείας και γήρατος να παρευρεθή εις αυτήν. Εν ταύτη λοιπόν τη Συνόδω ο θείος Αλέξανδρος πολύ ηγωνίσθη υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως, ελέγχων ο τρισμακάριος την του Αρείου κακοδοξίαν. Αφού δε η Σύνοδος ετελείωσε, παρεκάλεσεν ο βασιλεύς Κωνσταντίνος όλους τους θεοφόρους εκείνους Πατέρας να έλθωσιν εις Κωνσταντινούπολιν, όπως ευλογήσωσιν αυτήν, τότε ούσαν νεόκτιστον.

Τη ΚΘ΄ (29η) του μηνός Αυγούστου, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών ΑΡΚΑΔΙΟΥ Επισκόπου Αρσινόης Κύπρου του θαυματουργού.

Αρκάδιος ο εν Αγίοις πατήρ ημών, Επίσκοπος Αρσινόης, ο θαυματουργός, εγεννήθη εις την κώμην Αρσινόην την παρά την Παφίαν της Μελάνδρας της μεγαλονήσου Κύπρου. Ήτο δε υιός γονέων ευσεβών και ευπόρων, Μιχαήλ και Άννης καλουμένων, οίτινες και απέστειλαν αυτόν προς ανωτέραν μόρφωσιν και μαθημάτων παιδείαν εις την Κωνσταντινούπολιν. Περατώσας τας σπουδάς του εις την βασιλίδα των πόλεων επανήλθεν εις την ιδιαιτέραν αυτού πατρίδα, την Αρσινόην. Επανελθών δε εις αυτήν και περίλαμπρος γενόμενος καθ’ όλην την Κύπρον δια τους ασκητικούς αυτού αγώνας και δια πάσαν άλλην αρετήν, μετά την προς Κύριον εκδημίαν του Αγίου Νίκωνος, εκλέγεται διάδοχος αυτού εις τον θρόνον της Αρσινόης. Ποιμάνας δε θεαρέστως και θεοφιλώς το ποίμνιον, το οποίον του ενεπιστεύθη ο Κύριος και διαφυλάξας αυτό από τους αοράτους και ορατούς αυτού εχθρούς απήλθε προς Κύριον κατά την παρούσαν κθ΄ (29ην) Αυγούστου. Ούτος είχε και αδελφόν τον Άγιον Θεοσέβειον τον Αρσινοήτην.

Τη ΚΘ΄ (29η) του μηνός Αυγούστου, μνήμη της Οσίας ΘΕΟΔΩΡΑΣ της εν Θεσσαλονίκη, της εξ Αιγίνης καταγομένης.

Θεοδώρα η θαυμασία και αοίδιμος και των του Θεού δωρεών επώνυμος ήτο από την Αίγιναν. Ο πατήρ της ήτο κληρικός της Μεγάλης Εκκλησίας, ονόματι Αντώνιος, καλόγνωμος και ενάρετος, όστις έγινε και Μοναχός ύστερον. Η δε μήτηρ της εκαλείτω Χρυσάνθη, ομοίως και αυτή καλής προαιρέσεως. Έζησε δε εις την παρούσαν ζωήν η Χρυσάνθη ολίγον καιρόν, αφού εγέννησεν εν θυγάτριον· και την ημέραν όπου εκοιμήθη δια παντός έγινεν ο σύζυγός της (πρινν μάλιστα να την ενταφιάση) Μοναχός· ότι από καιρού το επόθει, και δεν ελυπήθη διότι απέθανεν η γυνή του και τον ελύτρωσε των του κόσμου γηϊνων φροντίδων. Έμεινεν όθεν η Θεοδώρα ορφανή πριν να γνωρίση την μητέρα της, και παρέμεινε πλησίον εις την ανάδοχόν της, η οποία ήτο ενάρετος και ανέτρεφε το κοράσιον επιμελώς και το ενουθέτει πολλάκις με ψυχωφελείς λόγους, την έμαθε δε και τα ιερά γράμματα και τόσον έγινε συνετή, φρόνιμος και ωραία, ώστε όλοι την εθαύμαζον και την εζήτουν πολλοί δια νύμφην των, βλέποντες την ευταξίαν και κοσμιότητά της την υπερθαύμαστον, εν ω δε ήτο μόλις ετών επτά, είχε τελείαν γνώσιν ως ενήλιξ.

ΛΟΓΟΣ Β΄ Εις την αποτομήν της Τιμίας Κεφαλής του Προδρόμου.

«Και ευθέως αποστείλας ο βασιλεύς σπευκουλάτωρα, επέταξεν ενεχθήναι την καφαλήν αυτού» (Μάρκου στ:27).                                                                                                                                                                            
Θαύμα φαίνεται και παράδοξον άκουσμα, πως ο Ηρώδης απετόλμησεν ή να είπω καλλίτερα ετυφλώθη, ώστε να αποκεφαλίση τοιούτον καρπόν στείρας, τον οποίον δια να δείξη ο Θεός πόσης τιμής είναι άξιος προμηνύει δι’ Αγγέλου αυτόν τον καρπόν, ότι εγεννήθη, δια να θρέψη πολλάς ψυχάς. Εφάνη εις τον κόσμον, δια να αρπάση πολλούς από την απάτην του κόσμου. Αυτόν θερίζει παράκαιρα ο Ηρώδης και παρανομώτατα, όπου δεν ήγγιξε τινός, όχι με το έργον, αλλ’ ουδέ με την σκιάν. Αυτόν όπου ήτο εις τους αμαρτωλούς συγχώρησις, εις τους μετανοούντας διδασκαλία, εις τους δικαίους τελείωσις, και απλώς ειπείν εις πάντας διδασκαλείον αγιωσύνης και τελειότητος. Τον τοιούτον, λέγω, πως ετόλμησε να αποκεφαλίση ο Ηρώδης; Θαύμα το έχουσιν οι πολλοί, αλλ’ εγώ δεν το νομίζω πράγμα παράδοξον, διδαχθείς από τον φωστήρα των Νυσσαέων, όστις γράφει ότι όλη η ζωή του ανθρώπου είναι ένας καιρός αρμόδιος δια να αγαπά τον Θεόν, και να απομακρύνηται και να χωρίζηται παντάπασιν από τον διάβολον· εκείνος δε όστις παύση εις ολίγον διάστημα της ζωής από του να αγαπά τον Θεόν, έξω γίνεται φωτός, και της αγάπης Αυτού κεχώρισται· εκείνος όστις χωρισθή του Θεού εξ ανάγκης γίνεται έξω και του φωτός· όθεν ενούται με τον διάβολον, όστις παίρνει μέσα εις τα ιδικά του βάραθρα τούτον τον χωρισμένον από της αγάπης και του φωτός του Θεού, και ακολουθεί εις αυτόν σκότος και διαφθορά, πανωλεθρία και θάνατος.

ΛΟΓΟΣ Α΄ Εις την αποτομήν της τιμίας Κεφαλής του Αγίου ενδίξου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού ΙΩΑΝΝΟΥ. (εκ του «Νέου Θησαυρού» Γ. Σουγδουρή)

Προ της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ήτο ηγεμών της Ιουδαίας αλλόφυλός τις, Αντίπατρος ονόματι, αλλόφυλοι δε ελέγοντο όσοι δεν ήσαν εκ της θρησκείας των Εβραίων. Ούτος λαβών γυναίκα την θυγατέρα του βασιλέως της Αραβίας, Κύπρον λεγομένην, εγέννησεν εξ αυτής τέσσαρας υιούς, Φάσαιλον, Ηρώδην, Ιώσηπον και Φερώραν· και ο μεν Φάσαιλος εγένετο ηγεμών των Ιεροσολύμων, και ολίγον καιρόν ηγεμονεύσας εφονεύθη υπό των Πάρθων. Ο δε Ιώσηπος ετελεύτησεν ιδιώτης. Ομοίως δε και ο Φερώρας, φθονηθείς υπό του αδελφού αυτού Ηρώδου, απέθανε φαρμάκω. Ο δε Ηρώδης ούτος, τέταρτος υιός του Αντιπάτρου, πρώτον μεν εγένετο ηγεμών της Γαλιλαίας· μετά δε τον θάνατον του αδελφού του Φασαίλου, επήγε και προσεκύνησε τον Καίσαρα της Ρώμης Αύγουστον, και παρέλαβε την ηγεμονίαν της Ιουδαίας.