Θεοδώρα η θαυμασία και αοίδιμος και των του Θεού δωρεών επώνυμος ήτο από
την Αίγιναν. Ο πατήρ της ήτο κληρικός της Μεγάλης Εκκλησίας, ονόματι Αντώνιος,
καλόγνωμος και ενάρετος, όστις έγινε και Μοναχός ύστερον. Η δε μήτηρ της
εκαλείτω Χρυσάνθη, ομοίως και αυτή καλής προαιρέσεως. Έζησε δε εις την παρούσαν
ζωήν η Χρυσάνθη ολίγον καιρόν, αφού εγέννησεν εν θυγάτριον· και την ημέραν όπου
εκοιμήθη δια παντός έγινεν ο σύζυγός της (πρινν μάλιστα να την ενταφιάση)
Μοναχός· ότι από καιρού το επόθει, και δεν ελυπήθη διότι απέθανεν η γυνή του
και τον ελύτρωσε των του κόσμου γηϊνων φροντίδων. Έμεινεν όθεν η Θεοδώρα ορφανή
πριν να γνωρίση την μητέρα της, και παρέμεινε πλησίον εις την ανάδοχόν της, η
οποία ήτο ενάρετος και ανέτρεφε το κοράσιον επιμελώς και το ενουθέτει πολλάκις
με ψυχωφελείς λόγους, την έμαθε δε και τα ιερά γράμματα και τόσον έγινε συνετή,
φρόνιμος και ωραία, ώστε όλοι την εθαύμαζον και την εζήτουν πολλοί δια νύμφην
των, βλέποντες την ευταξίαν και κοσμιότητά της την υπερθαύμαστον, εν ω δε ήτο
μόλις ετών επτά, είχε τελείαν γνώσιν ως ενήλιξ.
Προς ησυχίαν και ανάπαυσίν του ο πατήρ της την υπάνδρευσεν, ανήλικον ούσαν, χωρίς να τελεσθή το μυστήριον του γάμου, αλλά μόνον το συνοικέσιον, ήτοι το προικοσύμφωνον έγραψαν και αντήλλαξαν αρραβώνας κατά το σύνηθες. Ο αρραβωνιαστικός της ήτο ο ευγενέστατος της νήσου και εις τον βίον λαμπρότατος. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήρχοντο εις την Αίγιναν συχνάκις Τούρκοι πειραταί, και πολλούς ηχμαλώτιζον ή και εθανάτωναν, εξ ων εφόνευσαν και ένα αδελφόν της Θεοδώρας, ο οποίος ήτο Ιεροδιάκονος· διότι τρία παιδία έκαμεν ο πατήρ της· πρώτον εν θυγάτριον, όπου έγινεν από μικρόν καλογραία, Αγάπη ονόματι· δεύτερον τον φονευθέντα Ιεροδιάκονον, και την Θεοδώραν τελευταίαν. Βλέπων δε ο ανήρ αυτής την ορμήν των Αγαρηνών, ότι ήρχοντο πολλάκις και τους εζημίωναν, επήρε τους συγγενείς του και την Θεοδώραν και επήγαν εις την Θεσσαλονίκην, εκατοίκησαν δε εκεί εν τόπω ωραίω και αφόβω. Ο δε πατήρ της κόρης απήλθεν εις τόπον έρημον, και εκεί ετελείωσε τον βίον, θεαρέστως πολιτευθείς. Αυτή δε συνέζη μετά του μελλοσυζύγου της, έως ου ήλθεν εις νόμιμον ηλικίαν, οπόυε ετελέσθη το Μυστήριον του γάμου και εγέννησε θυγάτριον, ύστερον δε εγέννησεν άλλα δύο, τα οποία εις ολίγον καιρόν αμφότερα ετελεύτησαν. Ο θάνατος των τέκνων των εβύθισεν εις θλίψιν τον άνδρα της Θεοδώρας, αύτη δε παρηγόρει αυτόν να μη λυπήται, μάλιστα δε και τον συνεβούλευσε να κάμουν μίαν πράξιν ψυχωφελή και σωτήριον, λέγουσα· «Παρακαλώ σε, ηγαπημένε νυμφίε μου, να μου κάμης εν θέλημα. Γινώσκεις καλά ότι όλοι οι άνθρωποι προσφέρουσιν απαρχάς προς Κύριον τον Θεόν, δια να τους δίδη βοήθειαν· ας αφιερώσωμεν και ημείς τω Κυρίω το θυγάτριον, όπου μας έμεινε ζων, να δέεται υπέρ ημών· και βλέπων ο Θεός αυτήν την καλήν μας προαίρεσιν, βεβαίως θα μας δώση άλλο τέκνον αντί τούτου, και την ουράνιον Βασιλείαν του». Ο δε ανήρ της, ως καλόγνωμος, εδέχθη την αγαθήν συμβουλήν, και της λέγει· «Καλή είναι η προθυμία σου και ας ποιήσωμεν καθώς ο Θεός σε εφώτισε». Λαβόντες λοιπόν το κοράσιον (το οποίον ήτο ετών εξ) το επήγαν εις το Μοναστήριον του Αγίου Λουκά, ένθα ήτο Ηγουμένη Μοναχή ενάρετος, Αικατερίνη ονόματι, αδελφή του πρώην Προέδρου Θεσσαλονίκης και ομολογητού Αντωνίου, εις τας χείρας της οποίας παρέδωκαν το κοράσιον, λέγοντες· «Δέξου, Μήτερ, το πρώτον μας τέκνον, ίνα γίνη δια του αγγελικού σχήματος θυσία ευάρεστος τω Θεώ και λογικόν ολοκαύτωμα». Η δε προεστώσα την εδέχθη μετά χαράς, και έκαμεν ευχήν προς τον Θεόν δι’ εαυτήν. Έπειτα την έκειρε κατά την τάξιν, και την επωνόμασε Θεοπίστην· τότε επέστρεψαν οι γονείς εις την οικίαν των χαίροντες και δοξάζοντες τον Κύριον, ότι τους ηξίωσε να συναριθμηθή μετά των Οσίων μοναζουσών και το ιδικόν των τέκνον. Μετ’ ολίγον δε εχήρευσεν η Θεοδώρα, και εχάρη διότι κατ’ οικονομίαν Θεού έμεινεν ελευθέρα, να γίνη Μοναχή ανεμποδίστως, κατά την προ του γάμου επιθυμίαν της. Αφ’ ου όθεν εποίησε τα μνημόσυνα τρίτα και ένατα του ανδρός της εις την οικίαν της, απηρνήθη έπειτα τον κόσμον, αφήνει πλούτον και πάσαν απόλαυσιν, καταφρονεί της σαρκός τα σκιρτήματα, καθό ετών εικοσιπέντε, και μισήσασα όλα τα σαρκικά δια τον θεϊκόν έρωτα, διένειμε τα πράγματά της προς τους πτωχούς, δέσασα δε εις εν κομπόδεμα 100 χρυσά φλωρία, επήρε τρεις των υπηρετριών της και επήγεν εις εν Μοναστήριον, όπου ήτο Ηγουμένη μία τις συγγένισσα, Άννα ονόματι, ήτις έπαθε δια τας αγίας Εικόνας πολλά βάσανα από τους εικονομάχους πρότερον, και πίπτουσα εις τους πόδας της την παρεκάλει να την κείρη Μοναχήν. Η δε Ηγουμένη εφοβείτο δια το ανθηρότατον της ηλικίας της· όθεν ανέβαλλε τον καιρόν, η δε έκλαιε λέγουσα· «Κάμε έλεος εις εμέ, Κυρία μου, δέξου με την αναξίαν και άσωτον». Η δε Ηγουμένη της είπεν· «Εγώ σε δέχομαι ως συγγένισσάν μου και μέλος ίδιον, αλλά δεν πρέπει να καλογερευθής παρευθύς, δια να μη τύχη και σε πειράξη ο επίβουλος διάβολος ύστερον, όταν παρέλθη η θλίψις της χηρείας, να μεταβάλης γνώμην, διότι είσαι ακόμη νέα». Η δε Θεοδώρα απεκρίθη ως έλαφος διψαλέα· «Εις τον Χριστόν σε εγκαλώ, τον ηγαπημένον Νυμφίον μου, να δώσης φοβεράν απολογίαν την ώραν της κρίσεως, εάν δεν με κείρης σήμερον». Βλέπουσα τότε η Άννα την θαυμασίαν αυτής προθυμίαν και τον εγκάρδιον προς τον Χριστόν έρωτα, την κατήχησε πρότερον και την παρεκίνησεν εις τους πνευματικούς αγώνας ούτω· «Βλέπε, τέκνον, και σκέψου μετά τίνος συντάσσεσαι, μη στραφής πάλιν ύστερον εις τα τερπνά του κόσμου, μη προτιμήσης περισσότερον από τον Θεόν τας σαρκικάς ηδονάς και άλλα μάταια πράγματα, διότι τότε κολάζεσαι βαρύτατα. Ει δε και φυλάξης το σχήμα αμόλυντον, χαρά εις την ψυχήν σου, διότι μεγάλην ανταμοιβήν ευρίσκεις εις τον Παράδεισον». Αυτά και άλλα πλείονα λέγουσα, έβαλε την ψαλίδα κατά την τάξιν εις το ιερόν Ευαγγέλιον, και απ’ εκεί την έλαβεν η Θεοδώρα και την ανεδέχθη η Άννα, η οποία την ενουθέτει καθ’ εκάστην, διότι ήτο ωραία και δι’ αυτό εφοβείτο πολλά, μήπως και την φθονήση ο διάβολος και την παγιδεύση τεχνηέντως. Έχαιρε δε πάλιν, βλέπουσα την καλήν της διαγωγήν και αγαθήν προαίρεσιν· διότι μικρόθεν συνείθισεν εις τας νηστείας, και τας εφύλαττεν ευκόλως χωρίς κόπον, και πάσαν άλλην κακοπάθειαν υπέμενε, και έμενε πολλάκις νήστις επί μίαν εβδομάδα, ώστε καν νερόν δεν έπινεν. Η δε Ηγουμένη την ηγάπα πολύ δια την πολλήν ταπείνωσιν και επιμέλειάν της όπου είχεν εις το να σωθή· και της ερμήνευεν αόκνως όσα έπρεπε να κάμνη, διδάσκουσα αυτήν να λαμβάνη εις όλα της τα έργα ευλογίαν, και να μη πράξη τίποτε αφ’ εαυτής ποτέ, χωρίς συγχωρήσεως, αλλά και τους λογισμούς της ακόμη να εξομολογήται. Όθεν όταν της ενεθύμιζεν ο δαίμων εις τον νουν διανοήματα ακάθαρτα, τα εσκόρπιζε προσευχομένη και εξομολογουμένη, και αναμιμνησκομένη των αιωνίων κολάσεων και βαθύτατα ταπεινοφρονούσα η αξιέπαινος έσωθέν τε και έξωθεν, παρρησία ονομάζουσα εαυτήν αχρείαν δούλην, παρουσία όλης της αδελφότητος και ποιούσα όλας τας υπηρεσίας της Μονής αγογγύστως, αλέθουσά τε και ζυμώνουσα και μαγειρεύουσα και νεροκουβαλούσα και ει τι άλλο εχρειάζετο προθυμότατα εκτελούσα όχι μόνον εντός της Μονής, αλλά και εν τη αγορά πολλάκις, όταν ήτο ανάγκη, βαστάζουσα ή ξύλα ή τροφάς και ό,τι άλλο εις τον ώμον, και μη κενοδοξούσα τελείως. Όταν δε την έβλεπε γνώριμός τις και της έκαμνε παρατηρήσεις να μη καταφρονή τοσούτον την ευγένειαν του γένους της, αύτη ως να ήτο κωφή δεν ήκουε και ως να ήτο άλαλος δεν ήνοιγε το στόμα της. Ούτω την κοσμικήν τιμήν κατεφρόνησε και την σάρκα των παθών και των επιθυμιών και των ορέξεων ενέκρωσεν. Είχε δε και την φροντίδα της Εκκλησίας, την οποίαν προθύμως εφιλοκάλει και εκαθέριζε, και δεν έλειπεν εκείθεν νυχθημερόν. Όθεν και ανεδείχθη όντως ως το δένδρον εκείνο (κατά τον Δαβίδ) το καρποφόρον, το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων, και εφύλαττεν όλας τας εντολάς του Κυρίου επιμελέστατα. Ο δε φθονερός διάβολος, βλέπων την πολλήν της προκοπήν, εζήτει να την παγιδεύση και ενήδρευε καθ’ εκάστην με μηχανάς να χαλαρώση την προθυμίαν της· μη δυνάμενος δε άλλως να την πειράξη, την παρεκίνει να επιμελήται ως μήτηρ την θυγατέρα της· διότι εκεί εις αυτό το Μοναστήριον είχεν έλθει και η Θεοπίστη, μετά την τελευτήν της αναδόχου της Αικατερίνης, προσληφθείσα υπό της Θεοδώρας εις το κελλίον της, την ηγάπα δε ως τέκνον της· και βλέπουσα αυτήν ενδεδυμένην ξεσχισμένα και καταφρονεμένα ιμάτια ελυπείτο, και εφανέρωσε την λύπην της προς την Ηγουμένην, ούτω λέγουσα· «Δεν υποφέρω να βλέπω, κυρία μου, το θυγάτριόν μου με παλαιόρρασα καταξεσχισμένα σκεπόμενον, και με ολίγον φαγητόν τρεφόμενον· όθεν στείλε το εις άλλο Μοναστήριον, να μη το βλέπω να φλογίζωνται τα σπλάγχνα μου, ότι μήτηρ είμαι και το αγαπώ κατά φύσιν ως τέκνον μου». Η δε Οσία εκείνη Άννα εννόησεν, ως πρακτική όπου ήτο, τας ενέδρας του δαίμονος, και της είπεν· «Ο Δεσπότης, μας επρόσταξε να μη μεριμνώμεν δια ενδύματα και βρώματα, τα οποία ζητούν οι ειδωλολάτραι, αλλά να του δουλεύωμεν και να τον αγαπώμεν εξ όλης ψυχής και καρδίας, να φορώμεν την ανεπαίσχυντον στολήν της αρετής φυλάττοντες τα θεία προστάγματά του, και δια το σώμα να μη μας μέλη τίποτε· δι’ αυτό ενεδύθημεν τούτο το σχήμα των Μοναχών. Εάν λοιπόν ήθελες να τρώγη καλά και να πίνη καλλίτερα η θυγάτηρ σου, να φορή και μαλακά ιμάτια, ας την υπάνδρευες. Τι όμως έχει να κάμη η Μοναχή με την υπανδρείαν; Ποία συμφωνία υπάρχει μεταξύ του φωτός και του σκότους; Ηπατήθης, αδελφή μου, και επλανήθης υπό του δαίμονος. Ύψωνε τον νουν σου από των γηϊνων δια να εννοήσης ότι είναι πένθους στολή η στολή σου. Δι’ αυτό φορούμεν μαύρα και άχρηστα, δια Χριστόν τον Νυμφίον μας, δια τον οποίον πρέπει να έχωμεν θλίψιν και στενοχωρίαν, καθώς τω υπεσχέθημεν εις το άγιον θυσιαστήριον, ενώπιον των Αγίων Αγγέλων· και εάν ψευσθώμεν εις αυτόν, θα κατακριθώμεν ως παραβάται εις πυρ ατελεύτητον· ει δε και υπομείνωμεν την κακοπάθειαν τούτον τον ολίγον καιρόν της ζωής μας, χαρά εις ημάς, διότι κληρονομούμεν Βασιλείαν αιώνιον και ευφροσύνην ανέκφραστον, να συναγαλλώμεθα μετά του Δεσπότου Χριστού και των Αγίων αυτού εις τον Παράδεισον πάντοτε. Ύπαγε λοιπόν ησύχασε, και μη εμποδίσης την Θεοπίστην από το καλόν της ψυχής της, εάν αγαπάς το συμφέρον της». Ταύτα και άλλα όμοια ψυχωφελή και σωτήρια λόγια την ενουθέτησεν η πάνσοφος Άννα. Έπειτα προσηύχετο εις τον Θεόν κατά μόνας, να την λυτρώση από τον πειρασμόν εκείνον. Μεθ’ ημέρας δε τινάς εκάθηντο όλαι αι αδελφαί μίαν Κυριακήν συνηγμέναι εις ένα τόπον, όπου εγίνετο ομιλία πνευματική, η δε Θεοδώρα, των λόγων της Ηγουμένης καταφρονήσασα, επεμελείτο την θυγατέρα της· την ώραν όμως εκείνην ήτο η Ηγουμένη εις την Εκκλησίαν, και ενόμιζεν η Θεοδώρα πως δεν την έβλεπεν. Αλλ’ επειδή εξήλθεν από το ιερόν ησύχως, δια να μη την ακούσουν αι μονάζουσαι, να ίδη τι έκαμναν, καθώς είχε πολλάκις συνήθειαν – διότι ούτω πρέπει να κάμνουν όσοι έχουν φροντίδα ψυχών επάνω των – καθώς δ’ αίφνης εξήλθεν από τον Ναόν, βλέπει την Θεοδώραν, πως επεμελείτο το τέκνον της. Τότε θείου ζήλου πλησθείσα και πεφωτισμένη από τον Κύριον, και ένθους γενομένη, και φωνήσασα ταύτα, είπεν αυτή· «Θεοδώρα, τι σου είναι αύτη η κόρη»; Τότε εφώναξε και την παίδα, ήτις την Θεοδώραν μητέρα ωνόμασεν. Η δε πάνσοφος Άννα εκ βάθους καρδίας στενάξασα είπε ταύτα· «Ευλογίαν έχετε από Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα και από όλους τους Αγίους Πατέρας, και από εμέ την αμαρτωλήν, να μη ομιλήσετε πλέον η μία με την άλλην από την σήμερον μηδέ λάξιν μικροτάτην». Ως ήκουσαν αύται τοιαύτην βαρυτάτην και απροσδόκητον επιτίμησιν, ετρόμαξαν. Όμως έβαλαν μετά φόβου και δακρύων την συνήθη μετάνοιαν, και επήγαν εις το κελλίον των· και απ’ εκείνην την ώραν δεν ετόλμησε πλέον να πμιλήση η μία με την άλλην (ω εξαισίου πράγματος!) δεκαπέντε έτη λέξιν βραχυτάτην· και το θαυμασιώτατον, έμενον εις εν κελλίον, έτρωγον εις μίαν τράπεζαν, ειργάζοντο ομού, ή εις τον μύλον ήλεθαν, ή εζύμωναν, ή εφούρνιζαν, ή άλλην τινά υπηρεσίαν έκαμναν, και πάλιν δεν ετόλμησε καμμία από αυτάς να καταφρονήση την εντολήν ή από λήθην να λησμονήση να ομιλήση της άλλης πώποτε. Λάβετε από αυτήν την μακαρίαν, σας παρακαλώ, παράδειγμα, όσοι και όσαι είσθε εις Μοναστήριον, συλλογισθήτε ποίαν καρδίαν να είχεν η Θεοδώρα με το τέκνον της τα δεκαπέντε έτη εκείνα, όπου δεν συνωμίλουν λάξιν. Τι μάχαιρα δίστομος συνέκοπτε τας καρδίας των; Και ποίον πυρ τα σπλάγχνα των έφλεγεν; Όταν ετύγχανε μάλιστα να κάμη η μία βαρείαν τινά υπηρεσίαν, και ήθελε να είπη της άλλης να την βοηθήση και δεν ηδύνατο! Ω! ποσάκις τας παρεκίνει αοράτος ο φθονερός διάβολος να παραβώσι ταύτην την σωτήριον εντολήν! Και αύται μετά δακρύων προσηύχοντο εις τον Θεόν λέγουσαι· «Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου». Και ούτω υπέμειναν, και δεν εγόγγυσαν κατά της Ηγουμένης, και δεν την κατέκριναν πώποτε, ούτε την παρεκάλεσαν να τας λύση από την φρικτήν αυτήν επιτίμησιν, αλλά παρηγόρει εκάστη εαυτήν λέγουσα· «Υπομένουσα υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι». Όταν λοιπόν ετελείωσαν χρόνοι δεκαπέντε μετά την φρικτήν και εξαίσιον ταύτην επιτίμησιν, ησθένησεν η μακαρία Θεοδώρα. Τότε άπασαι αι μονάζουσαι αδελφαί παρεκάλεσαν την Ηγουμένην να τας λύση από τον δεσμόν καθώς έπρεπεν. Η οποία τας είχε νουθετήσει πρότερον, να μη έχωσι πλέον η μία προς την άλλην καμμίαν συμπάθειαν και αγάπην συγγενείας τελείως, αλλά να είναι απαθείς και απείρακτοι από τον δεσμόν και τον θεσμόν της φύσεως. Πλην τότε τας εσυγχώρησε και ελάλησαν. Αλλά με την δύναμιν του Θεού ετελεσφόρησαν και συνωμιλούσαν ως ξέναι και αλλότριαι, ως να μη είχον το αυτό συγγενικόν αίμα. Ούτε εκάλεσεν η μία την άλλην μητέρα ή θυγατέρα, αλλά κυρίαν, καθώς εκάλουν και την λοιπήν αδελφότητα. Κατεπάτησε λοιπόν του λοιπού η αοίδιμος Θεοδώρα παν ύψωμα κενοδοξίας και υπερηφανείας παντάπασι και όλα τα πάθη, με την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, όπου την ωδήγει και διεφύλαττεν. Ήτο δε κατά τον Παύλον νεκρά εις τον κόσμον, και έζη μόνον εν τω Χριστώ, δια να ζήση ζωήν αιώνιον. Ίνα δε βεβαιωθήτε την αλήθειαν, θα γράψωμεν ενταύθα ένα εκ των θαυμασίων αγώνων της αειμνήστου Θεοδώρας. Έν έτος έγινε χειμών σκληρός πολλά, και τόσον δριμύτατος, ώστε επάγωσαν τα νερά από το ψύχος. Όθεν επρόσταξεν η Ηγουμένη να τρώγουν όλαι εις τα κελλία των. Έτυχε δε και εχύθη εν αγγείον νερόν εις το μέρος όπου είχε την στρωμνήν της η Θεοδώρα, ήτις ήτο μόνον μία ψάθη και εν δέρμα ζώου, αλλά στρώμα, ή σανίδια, ή άλλην απαλήν στρωμνήν δεν είχε. Μετετόπισε λοιπόν την στρωμνήν της η Αγία, δια να μη βλαφθή από την υγρασίαν. Η δε προεστώσα είχεν εντολήν εις όλας εξαίρετον να μη κάμνη καμμία τίποτε χωρίς της αδείας της. Όθεν ευρίσκουσα η πάνσοφος πρόφασιν, ίνα προξενήση στέφανον, εκπαιδεύση δε την λοιπήν Αδελφότητα εις εγκράτειαν και καρτερίαν εις το προσταττόμενον, έκραξε την μακαρίαν και της είπεν· «Επειδή δια να περιθάλψης την σάρκα παρέδωκας την ψυχήν εις τον αιώνιον τάρταρον, σε κανονίζω να κοιμηθής μίαν νύκτα έξω εις την αυλήν του Μοναστηρίου, δια να σε σπλαγχνισθή ο Δεσπότης Χριστός δια ταύτην την κακοπάθειαν της ψυχρότητος, να σε αναπαύση εις τον λιμένα της υπακοής, και να δε κατατάξη εις την Βασιλείαν των ουρανών ομού μετά των πτωχών τω πνεύματι». Η δε άδολος και άμωμος νύμφη του Ιησού, έχουσα την πίστιν εις αυτόν πληρεστάτην, δεν εδειλίασεν ουδόλως, αλλά βαλούσα μετάνοιαν έδραμεν εις τον ωρισμένον τόπον, καταφρονήσασα την δριμυτάτην ψυχρότητα. Το δε θαυμασιώτατον ότι έβρεχε δυνατήν βροχήν το περισσότερον της νυκτός· όθεν δεν είχε θέσιν καν να καθίση δια τα ύδατα, όπου έτρεχαν εις την γην, αλλ’ έστεκεν αιθρία και ορθία, υπομένουσα την ανυπόφορον ταύτην και χαλεπήν βάσανον· ω καρτερίας και γενναιότητος! Ω φρικτού θεάματος και ακούσματος! Εξέστησαν Άγγελοι, εθαύμασαν άνθρωποι, και έφριξαν δαίμονες τοιούτον όραμα βλέποντες, γυναίκα, το ασθενέστερον σκεύος, να υπομείνη δια την υπακοήν τόσην κακοπάθειαν, όπου έπιπτε ραγδαία βροχή και δυνατή χάλαζα έως το μεσονύκτιον. Και τότε έπαυσεν η βροχή, ο ουρανός εκαθάρισε και επάγωσαν όλα τα ύδατα, επειδή εψυχράνθη ο αήρ και εκρέμαντο τα πεπαγωμένα ύδατα εις τας άκρας των ιματίων της, και μάλιστα εις εκείνο το παλαιόρρασον, όπου την κεφαλήν της μόνην εσκέπαζεν. Όταν δε ήλθεν η ώρα του Όρθρου, συνήχθησαν εις την Εκκλησίαν άπασαι, και εποίησεν η Άννα διδαχήν εις εγκώμιον της Θεοδώρας, και την συνηρίθμησεν εις τους Αγίους Τεσσαράκοντα· επειδή σχεδόν ομοίαν υπέμεινε κακοπάθειαν. Καθώς λοιπόν η Ηγουμένη ελάλει και ενεκωμίαζε την αξιέπαινον, ήλθε η αυταδέλφη της Ηγουμένης Μοναχή ενάρετος, και της λέγει ιεροκρυφίως ότι είδεν αυτήν την νύκτα ένα φωτεινόν και λαμπρότατον στέφανον, του οποίου το κάλλος δεν ηδύνατο να διηγηθή τις, όστις κατέβαινεν από τον ουρανόν· και ήκουσε φωνήν ταύτα λέγουσαν· «Ούτος ο στέφανος είναι της Θεοδώρας». Η δε Ηγουμένη εφοβήθη μήπως το μάθη η Οσία και πέση εις κενοδοξίαν και έπαρσιν. Όθεν επρόσταξε την αυταδέλφην της να μη το ομολογήση τινός τελείως. Έπειτα εφώναξε την Αγίαν να έλθη εις την Εκκλησίαν, ήτις έξωθεν ήτο όλη λευκή από τας χιόνας και τον παγετόν, έσωθεν δε από θείον φως την ψυχήν εξαστράπτουσα· και βαλοίσα την συνήθη μετάνοιαν, επήρε συγχώρησιν. Ύστερον δε την ηρώτησαν τινές αδελφαί, πως επέρασεν εκείνην την νύκτα, η δε υπολαβούσα είπεν εις αυτάς· «Εγώ εδέχθην με πίστιν καθαράν της Ηγουμένης την επιτίμησιν· όθεν ούτε βροχήν ήκουσα, ούτε άλλην θλίψιν ποσώς ενόησα, αλλά μοι εφαίνετο πως ήμην εις το λουτρόν και εχαιρόμην». Ούτω βοηθεί ο Δεσπότης Χριστός των δούλων του, και τοιαύτα δώρα χαρίζει εις ακείνους όπου τον αγαπούν και τω υποτάσσονται. Ταύτα ακούσας ο μακάριος Ιωάννης, όπου ήτο τότε Αρχιμανδρίτης, ηθέλησε να την εξαγάγη από εκείνο το Μοναστήριον, να την κάμη Ηγουμένην εις έτερον. Αλλ’ αυτή η ταπεινόφρων δεν έστερξε. Και όταν ήλθον οι απεσταλμένοι να την εξαγάγωσιν, έδραμεν εις την Ηγουμένην και έκλαιε, μεγάλως φωνάζουσα, και έλεγε προς τους απεσταλμένους ταύτα· «Δια την αγάπην του Κυρίου, μη με πειράξετε· διότι αδύνατον είναι να καταφρονήσω τας συνθήκας, να ψευσθώ εις όσα υπεσχέθην του Δεσπότου μου Χριστού, και να αφήσω τούτο το άγιον Μοναστήριον, όπου είναι η κουρά μου, να δεχθώ εγώ προστασίαν ψυχών η ακάθαρτος, όπου είμαι ακόμη μεμολυσμένη από του κόσμου τον βόρβορον, και καν την ιδικήν μου ψυχήν να σώσω δεν δύναμαι. Υπάγετε, είπετε εις τον Αρχιμανδρίτην, ότι αν μου δώση και κολαστήρια μύρια, δεν θα δυνηθή να αλλάξη την γνώμην μου, αλλά εδώ θα μείνω, να υπηρετώ τας αδελφάς μου όσον δύναμαι, έως εσχάτης αναπνοής». Ταύτα μαθών ο Αρχιμανδρίτης εδόξασε τον Θεόν, όπου της εχάρισε τόσην ταπείνωσιν. Όταν λοιπόν έφθασεν η Θεοδώρα εις τους 56 χρόνους της ηλικίας της, εψήφισαν Ηγουμένην την θυγατέρα της ο αγιώτατος Αρχιεπίσκοπος Θεόδωρος και οι Αρχιμανδρίται Ιλαρίων και Δωρόθεος, κοινή γνώμη της Προεστώσης Άννης και πάσης της Αδελφότητος, επειδή αυτή εγήρασε πολλά και δεν έβλεπεν ούτε ήκουεν. Έγινε λοιπόν η κατά σάρκα θυγάτηρ, μήτηρ πνευματική της Θεοδώρας· και τότε μάλλον αύτη ηνδρίζετο εις τους πόνους της υπακοής, ως μισόδοξος και φιλόθεος. Εν μια δε των ημερών έπεσεν εις την γην και επληγώθη βαρύτατα η Προηγουμένη Άννα εις μίαν ώραν καθ’ ην δεν είχε χειραγωγόν, και έπαθε κάταγμα το οστούν του μηρού της και επομένως εκείτετο εις την κλίνην τέσσαρα έτη. Ένεκα δε του γήρατος έπαθε νοερώς, και η μακαρία Θεοδώρα την υπηρέτει όλον τον καιρόν εκείνον, και τρία ακόμη έτη όπου έζησε με την φρενοληψίαν ύστερον, της εμαγείρευε, της έπλυνε τα ιμάτια, και την επεμελείτο ως ιδίαν μητέρα εις τας απολύτους ανάγκας της φύσεως, υβριζομένη μάλιστα και τυπτομένη υπό της φρενοβλαβούς γραίας. Ότε δε η Θεοδώρα συνεπλήρουτο 68 έτος της ηλικίας της, ανεπαύθη η ομολογήτρια εκείνη Άννα, γενομένη ετών 120, η δε μακαρία Θεοδώρα ηνδρίζετο εις τους πόνους της υπακοής και ηγωνίζετο περισσότερον, από δόξης εις δόξαν προκόπτουσα· και προκειμένη εις όλας καλόν παράδειγμα, τας ενουθέτει δι’ έργων τε και λόγων. Τοσούτον δε την γλώσσαν εκράτει, ώστε δεν ωμίλησε ποτέ λόγον άσχημον. Ούτω και την όρασιν εχαλίνωσε, και δεν εκύτταξε να ίδη άνδρα πώποτε· αλλ΄ όταν ετύγχανεν εξ ανάγκης να της ομιλήση τις, έβλεπε κατά γης, και εκείνον ποσώς δεν παρετήρει· όθεν απέκτησε πάσας τας αρετάς του Χριστιανού και μάλιστα τας δύο μεγάλας, χωρίς των οποίων ουδείς σώζεται, ήτοι την άκραν αγάπην και την υψοποιόν ταπείνωσιν. Όθεν επειδή διήγεν αγγελικήν πολιτείαν, πολλάκις ήκουεν, ω του θαύματος! Αυτούς τους Αγίους Αγγέλους μελωδικώς εις την Εκκλησίαν ψάλλοντας, καθώς αύτη μόνη της το είπε πολλάκις κρυφίως εις την Θεοπίστην, όταν ήσαν όλαι αι αδελφαί εις τον νάρθηκα, λέγουσα· «Ακούεις την γλυκυτάτην των Αγγέλων αίνεσιν, όπου δοξάζουσι τον Θεόν μέσα εις το θυσιαστήριον»; Τούτο έλεγεν η μακαρία, όχι προς καύχησιν, αλλά δια να παρακινήση και την θυγατέρα της προς τον θείον πόθον περισσότερον. Άλλοτε πάλιν της έλεγεν· «Ηξεύρω ότι δεν θα καταφρονήση ο Κύριος την τοσούτων χρόνων μου εκδούλευσιν, αλλά θα με επισκεφθή εις το έλεος της αυτού αγαθότητος». Παρήγγειλε δε και της θυγατρός της, να ενταφιάση μοναχόν το άγιον αυτής λείψανον προφητεύουσα την ενέργειαν των θαυμάτων, όσα έμελλε να τελάση κατά θείαν βοήθειαν. Όταν δ’ έφθασεν εις το 75ον έτος της ζωής της, αδυνάτισεν εκ του γήρατος και της μακράς ασκήσεως και δεν ηδύνατο να συγκοπιά μετά των άλλων και να εργάζηται ως πρότερον· όθεν ελάμβανεν εν μικρόν δοχείον έσωθεν των ιματίων της, δια να μη την βλέπουν αι άλλαι, και έφερνεν από την βρύσιν νερόν όσον ηδύνατο. Όταν δε πάλιν αδυνάτισε τελείως, και καν αυτό δεν ηδύνατο, εμάζωνεν από την γην τα κροκίδια του λιναρίου, ήτοι τα άχρηστα όπου έρριπταν αι άλλαι, και τα έπλεκεν εις σχοινία, να δένουν με ταύτα κάτι τι· και τούτο έκαμνεν η αείμνηστος, δια να μη τρώγη τον άρτον αργή, ενθυμουμένη του Αποστόλου λέγοντος· «Ο αργός μη εσθιέτω». Και ούτω ειργάζετο όσον το δυνατόν, και έκαμνε πάντοτε έστω και την παραμικράν εργασίαν, έως τέλους της ζωής της. Ούσα δε λίαν προβεβηκυία ησθένησεν ημέρας πέντε τον Αύγουστον· και την επαύριον γνωρίσασα, ότι ήτο η τελευταία ημέρα της, εφανέρωσε τον ανόθευτον και εγκάρδιον έρωτα προς μόνον τον ουράνιον Νυμφίον της, και δεν εδειλίασε ποσώς εις τον χωρισμόν της ψυχής εκ του σώματος καθώς κάμνουν όλοι σχεδόν εις τοιούτον φοβερόν και απαραίτητον πέραμα. Αλλά μάλλον ηγάλλετο, χαίρουσα ότι ήλθεν η ώρα να υπάγη προς τον ποθούμενον. Όταν λοιπόν ανέτειλεν ο ήλιος, εζήτησε τα θεία Μυστήρια· και μετά την ιεράν κοινωνίαν εσταύρωσε τας χείρας εις το στήθος, εξηπλώθη υπτία εις την κλίνην, όπου εκείτετο, έκλεισε τα χείλη και τους οφθαλμούς, και παρέδωκε την οσίαν ψυχήν η πανοσία, αγωνισαμένη καλώς τον καλόν αγώνα της ασκήσεως, και τον δρόμον της υπακοής μετά συντετριμμένης και τεταπεινωμένης καρδίας τελέσασα, και την εις Χριστόν τον Θεόν ημών πίστιν αμέμπτως τηρήσασα. Συνήχθησαν λοιπόν από τα επίλοιπα των Μοναστηρίων εις την μακαρίαν αυτής μετάστασιν· όταν δε της έψαλλαν την νεκρώσιμον ακολουθίαν, εφάνη εξαίσιον θαύμα, ήτοι πρότερον ήτο το πρόσωπόν της όλον ερρυτιδωμένον εκ του γήρατος και άσχημον, και τότε παρευθύς εφάνη φαιδρόν και ωραίον, χωρίς ρυτίδα, ως να ήτο νέα· εφαίνετο δε ως Αγγέλου θείου λαμπρότατον πρόσωπον και ότι εγέλα χαίρουσα, και εξήρχετο εκ του λειψάνου της θεία τις και άρρητος ευωδία, θαυμασιώτατα. Τοσαύτη χάρις ήλθεν εις εκείνο το άγιον σώμα εκ θείας δυνάμεως. Έπειτα η μεν Ηγουμένη ητοίμαζε να την ενταφιάση χωριστά από το κοινόν κοιμητήριον, καθώς εκείνη της παρήγγειλεν. Οι δε Ιερείς και Μοναχοί, όπου ήλθον εις τον ενταφιασμόν, την εμπόδισαν λέγοντες, ότι ομού μετά των άλλων μοναζουσών έπρεπε να ταφή, καθώς και όταν έζων ομού συνηγωνίζοντο, και εδούλευον ομοφρόνως τον Κύριον. Και ούτω η γνώμη των πολλών υπερίσχυσεν. Όταν δε έκαμναν τον τελευταίον ασπασμόν, επρόφθασε και ένας Ιεροδιάκονος από τον Ναόν του Αγίου Δημητρίου, Δημήτριος ονόματι, όστις ήτο έκπαλαι της μακαρίας Θεοδώρας γνώριμος, του ήλθε δε ποτε δεινή και κακή ασθένεια χρόνια εις όλον του το σώμα· εξόχως δε ήτο ο στόμαχός του βεβλαμμένος, ώστε δεν ηδύνατο να φάγη και ήτο κατάκοιτος εννέα μήνας δεινώς οδυνώμενος. Τότε λοιπόν, ως ήκουσεν ότι εκοιμήθη η Αγία, εκίνησε να υπάγη· εκάθισε δε εις την οδόν τρις και τετράκις έως να φθάση και έφθασεν εις την τελευταίαν ώραν· ασπασθείς δε το λείψανον μετά πίστεως, έλαβεν ευθύς την ίασίν του, και έφαγε καλά· και περιπατών ανεμποδίστως, υπέστρεψεν εις την οικίαν του χαίρων και αγαλλόμενος. Έτερός τις νεανίας, Ιωάννης καλούμενος, είχε ρίγος τεταρταίον, έτη δύο βασανιζόμενος εις τόσον βαθμόν, ώστε ήτο από την αδυναμίαν μόνον δέρμα και κόκκαλα, και ασπασθείς το τίμιον λείψανον ιατρεύθη εντελώς. Τότε ενεταφίασαν την Αγίαν, ήτο δε έκτη ώρα της ημέρας, τη κθ΄ (29) Αυγούστου, έτους από κτίσεως κόσμου εξάκις χιλιοστού και τετρακοσιοστού ήτοι από Χριστού έτη 892, εις τας ημέρας Αλεξάνδρου και Λέοντος των Ορθοδόξων βασιλέων. Η αοίδιμος ήτο μεν ετών κε΄ (25) όταν εχήρευσε και εκάρη Μοναχή, εμόνασε δε νε΄ (55) όλα έτη, ώστε ετελεύτησεν ογδοηκοντούτις ήδη. Η δε φιλομήτωρ θυγάτηρ Θεοπίστη επλήρωσεν επτά Ιερείς να κάμωσι της Αγίας τεσσαρακονταλείτουργον, ερχόμενος έκαστος να ιερουργή εις τον τάφον της ανά μίαν ημέραν, έως να τελειώσωσιν αι τεσσαράκοντα λειτουργίαι. Είχον και κανδήλαν ανημμένην, άνωθεν δε κρεμαμένην του μνήματος, εις την οποίαν έδειξεν ο παντοδύναμος Θεός σημείον παράδοξον, υπερβαίνον πάντα νουν ανθρώπου και πάσαν διάνοιαν· το οποίον μόνον έφθανεν (εάν και άλλα θαυμάσια δεν έκαμνε) να μεγαλύνη εις όλον τον κόσμον το όνομα της Οσίας. Και ακούσατε, παρακαλώ, να δοξάσητε τον Κύριον, όστις κάμνει δια να δοξάση τους δούλους του τοιαύτα τεράστια. Διότι ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται. Την ενάτην ημέραν της αγίας αυτής μεταστάσεως είχεν ολίγον έλαιον η κανδήλα όπου εκρέματο εις τον τάφον της· το φως ήτο πολύ, και δεν της έβαλαν αι Μοναχαί άλλο έλαιον, δια να καή, να την πλύνωσι την επομένην· και την άλλην ημέραν την είδον και ήναπτεν ακόμη θαυμασιώτατα, χωρίς να φαίνεται έλαιον δι’ όλου. Όθεν αφήκαν αυτήν, και δεν την έπλυναν, δια να ίδωσιν έως που θα φθάση το θαυμάσιον. Και την άλλην ημέραν, ήτοι την ενάτην του Σεπτεμβρίου και ενδεκάτην της κοιμήσεως της Οσίας, βλέπουσι την κανδήλαν και ανέβλυζε τόσον έλαιον, το οποίον εχύνετο γύρωθεν, καθώς χύνεται το νερόν όταν βράζη από την πολλήν θερμότητα ο λέβης. Τούτο το θαύμα θεωρούσαι αι Μοναχαί το ανήγγειλαν εις την Ηγουμένην. Η δε, ενθυμουμένη της μητρός την πρόρρησιν, έδραμεν εις τον Ναόν με φόβον και αγαλλίασιν, και ευχαριστούσα εδόξαζε τον Κύριον εις την εξαίρετον ταύτην επισκοπήν, την οποίαν δια της δούλης αυτού Θεοδώρας εποίησεν. Αύτη η φήμη ηκούσθη εις όλην την πόλιν της Θεσσαλονίκης. Όθεν έδραμον άνδρες τε και γυναίκες λαός αναρίθμητος, ώστε δεν τους εχώρει το Μοναστήριον· βλέποντες δε όλοι εκείνοι το παράδοξον θέαμα, πως έτρεχεν από την κανδήλαν, ως από βρύσιν, κρουνηδόν το μυρίπνοον έλαιον, εχρίοντο απ’ αυτό μετά πίστεως και υπέστρεφον υμνούντες τον Κύριον. Έβαλαν δε και αγγείον υποκάτω, να δέχεται το εκχεόμενον· και από τότε έως την σήμερον αναβλύζει πυκνότατα ως από φλέβα άδηλον ή να είπω, από θείαν ευλογίαν αναδιδόμενον, και ουδέποτε θα παύση. Διότι εκείνος όπου ηυλόγησε τον καμψάκην του ελαίου της γραφικής χήρας, ο αυτός δια της Οσίας Θεοδώρας θα χαρίση και την παράδοξον ταύτην χορηγίαν του αειρρύτου ελαίου, εις θεραπείαν των ψυχικών και σωματικών αρρωστημάτων μας, ίνα κηρύττηται απανταχού η ελεημοσύνη και συμπάθεια, όπου είχεν η Οσία προς τους πάσχοντας. Διότι διδαχθείσα η Οσία Θεοδώρα εκ του ιερού Ευαγγελίου, ότι η αγάπη προς τον πλησίον δεικνύεται μάλιστα εις την των ασθενών βοήθειαν, όταν ησθένει καμμία αδελφή του Μοναστηρίου, ελάμβανεν από την Ηγουμένην συγχώρησιν, και έκαμνε με πολλήν αγάπην την υπηρεσίαν και τον κανόνα της ασθενούς η χριστομίμητος. Ηγάπα δε να τρέφη και τους πεινώντας, να ποτίζη τους διψώντας, να ενδύη τους γυμνούς, και όλους τους ξένους να υποδέχηται προς την της αρετής τελειότητα. Αλλ’ επειδή ήτο υπεξούσιος και δεν διηύθυνεν, έκαμνεν όσον ηδύνατο, και δεν έμενε ταύτης της αρετής άμοιρος· ήτοι, όταν ήρχοντο πτωχοί εις το Μοναστήριον, άφηνε πάσαν άλλην υπηρεσίαν, και έτρεχεν εις την κελλάρισσαν, όπου ελάμβανε τα χρειαζόμενα, και τα έδιδεν εις τους πένητας, επειδή αυτή η μακαρία δεν εξουσίαζε τίποτε, μόνον εις το καλόν συνηγωνίζετο και διηγωνίζετο και της εφαίνετο μέγα αμάρτημα να αργήση ο πτωχός πολλήν ώραν εις το του Μοναστηρίου κατώφλιον. Δια την φιλεύσπλαγχνον ταύτην γνώμην της ο ελεήμων Κύριος της έδωκε την χάριν να κάμνη τοιαύτην θαυματουργίαν υπέρ τας άλλας, δια να φανερώση τοιουτοτρόπως την ελεήμονα γνώμην, όπου είχεν η μακαρία προς πάντας τους αρρώστους και πένητας. Και μη απιστείτε εις τοιούτον θαυματούργημα, διότι και έως την σήμερον γίνεται· και πολλάκις συμβαίνει και ανάπτει η κανδήλα μόνη της θαυμασίως, χωρίς να την ανάψη καμμία από τας Μοναχάς. Πας δε ο απιστών, ας ερωτήση τον ευλαβέστατον και έγκριτον Ιερέα Σισίνιον, όστις το είδεν οφθαλμοφανώς και το εμαρτύρησεν, ούτω λέγων· «Καθώς εισήλθον να προσκυνήσω τον τάφον της Οσίας, έτυχεν η κανδήλα εσβεσμένη την ώραν εκείνην, και καθώς ηυχόμην, την βλέπω και εσείσθη δυνατά πρότερον, έπειτα (ω του θαύματος!) ήναψεν αφ’ εαυτής, και έμεινεν ούτω καίουσα και αναβλύζουσα έλαιον μυροφόρον». Μετά δε τινας ημέρας ετέλεσε πάλιν η Οσία και έτερον θαυματούργημα· ήτοι εις νέος εθήρευε πετεινά τον Σεπτέμβριον· και καθώς έστηνε τα βρόχια την μεσημβρίαν, εξαίφνης είδεν Άραβα μέγαν και φοβερόν και ετρόμαξε· τρέχων δε να φύγη, εφθάσθη υπό του μέλανος, όστις ήτο ο πονηρός διάβολος, και αρπαγείς υπ’ αυτού εκτυπήθη κατά γης, και τόσον εδαιμονίσθη ο ελεεινός νεανίας, όστις εκαλείτο Θεόδωρος, ώστε μετά παρέλευσιν ώρας πολλής μόλις και μετά βίας ηγέρθη και επήγεν εις τον οίκον του, αφηγηθείς προς την μητέρα του την υπόθεσιν. Η δε λαβούσα αυτόν απήλθεν εις τον τάφον της Οσίας κλαίουσα. Τότε ο Θεόδωρος έγινεν έξω φρενών και πηδών εφώναζε λόγους τρελλούς, και εποίει αταξίας εις την Εκκλησίαν εκ συνεργείας του δαίμονος. Έμεινε δ’ εκεί ημέρας τινάς, και έκλαιεν η μήτηρ του δεομένη της Οσίας να ποιήση εις τον υιόν της έλεος. Μίαν δε νύκτα του εφάνη εις το όραμα λέγουσα· «Ανάστα, Θεόδωρε, και δεν έχεις πλέον τίποτε». Τότε εξύπνησε, και ευρέθη τεθεραπευμένος θαυμασιώτατα, βλέπων δε την κανδήλαν πηγάζουσαν έλαιον, ήλειψε την κεφαλήν του με έλαιον και εθεραπεύθη εντελέστατα. Έτερος δε τις νεανίας, την κλήσιν Γεώργιος είχε μικρόθεν δαιμόνιον· επήγε δε εις τον τάφον της Οσίας με την μητέρα του, και εδέετο του Θεού, νηστεύοντες έλαιον και οίνον και όλα τα ζώντα πράγματα, ήλειψε δε η μήτηρ τον υιόν από της κανδήλας το έλαιον, επικαλουμένη της Οσίας το όνομα, μάλιστα όταν τον κατέρριπτε το δαιμόνιον και τον κατεσπάραττεν. Εν μια λοιπόν των νυκτών βλέπει την Οσίαν εις το όραμά της ως μίαν Μοναχήν περιπατούσαν εντός του Ναού, και βαστάζουσαν εις τας χείρας της αγγείον υάλινον πλήρες ελαίου, πλησίον δε αυτής ήσαν δύο νέοι λευχείμονες και ωραίοι. Έμπροσθεν προεπορεύετο εις κληρικός, φέρων θυμιατήριον, επεσκέπτοντο δε όλους τους ασθενείς όπου ευρίσκοντο εις τον Ναόν, και η μεν Θεοδώρα τους ερράντιζεν, ο δε κληρικός τους εθυμίαζε· διότι πολλοί ασθενείς ήσαν εκεί συνηθροισμένοι, ακούοντες ότι εκεί εγίνοντα θαύματα. Ότε δε έφθασαν εις την στρωμνήν του Γεωργίου, έβαλεν η Οσία τον δεύτερον δάκτυλον εις το στόμα του τρις και εξήγαγε κάτι ως φλέγματα. Έπειτα εσπόγγισε τον μικρόν της δάκτυλον εις τα ιμάτια του νέου λέγουσα· «Έγειραι και ιατρεύθης»· έκτοτε έφυγε το δαιμόνιον και ο νέος εθεραπεύθη. Ακούσατε ήδη και έτερον θαύμα, δια του οποίου ωκονόμησεν ο Κύριος να ιστορηθή η Αγία, εις σχετικήν προσκύνησιν των πιστευόντων. Υπήρχε τις ζωγράφος, Ιωάννης ονόματι, όστις δεν είδε ποτέ του την Αγίαν, ούτε επήγεν εις εκείνο το Μοναστήριον. Ούτος είδε τοιαύτην όρασιν εις τον ύπνον του, ότι ευρέθη εις τον τάφον της, και έβλεπε την κανδήλαν, όπου ανέβλυζε το έλαιον, κάτωθεν της οποίας ήτο ελαιοδοχείον πήλινον, το οποίον εδέχετο το έλαιον καθώς εξεχύνετο. Το πρωϊ, εν ω περιεπάτει εις την αγοράν ο ζωγράφος, τον υπήντησεν εις γνωστός του και τον επήγεν εις το Μοναστήριον της Θεοδώρας, ίνα αναστηλώση την εικόνα του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Αφού δε εισήλθον εις την Μονήν, ανεγνώρισεν ο ζωγράφος τον τόπον τον οποίον είδεν εν οράματι, και λέγει του φίλου του· «Εδώ ήμην την παρελθούσαν νύκτα», διηγήθη δε όσα άνωθεν είπομεν. Την επιούσαν νύκτα είδεν ο ζωγράφος πάλιν ότι εζωγράφιζε την Οσίαν Θεοδώραν, και την τρίτην νύκτα το ίδιον. Όθεν εβεβαιώθη, ότι ήτο Θεού θέλημα, να εξιστορηθή η Οσία· όθεν εγερθείς εζωγράφησεν αυτήν μετά πόθου και πόνου και ευλαβείας χωρίς να ερωτήση τινά δια τα του προσώπου της χαρακτηριστικά, την φυσιογνωμίαν και την στάσιν του σώματός της και δια της θείας βοηθείας και της πρεσβείας της Αγίας τόσον επέτυχεν εις την εξιστόρησιν, ώστε ωμοίαζε της Οσίας απαραλλάκτως όπως ήτο εις το άνθος της εφηβικής ηλικίας της. Διότι ίσως θα ήτο Θεού θέλημα, να φαίνηται πόσην ωραιότητα είχεν όταν απηρνήθη τον κόσμον και έγινε Μοναχή. Μετά τινα καιρόν εξήλθε και εκ ταύτης της σεβασμίας εικόνος έλαιον μυρίπνοον και ευωδέστατον, το οποίον εξέρχεται περισσότερον από την αγίαν της δεξιάν, και πλύνει όλην την εικόνα απ’ εκεί και κάτω. Όθεν έθηκαν και δοχείον υποκάτω της εικόνος να δέχηται το άγιον έλαιον, να μη χάνεται. Εξήλθε λοιπόν αύτη η φήμη εις την πόλιν όλην, και έτρεχον άπαντες φέροντες τους ασθενείς μετά πίστεως εις το άμισθον τούτο ψυχής τε και σώματος ιατρείον, και όλοι εθεραπεύοντο, και ουδείς επέστρεφε περίλυπος. Αλλά και δαιμονιζόμενοι και λωβοί και παράλυτοι και από πάσης άλλης ασθενείας ανιατρεύτου δεινώς κετεχόμενοι, καθώς επλησίαζαν μετά πίστεως και ηλείφοντο με το μύρον της αγίας Εικόνος ή της κανδήλας, την ιδίαν στιγμήν και εν ακαρεί εθεραπεύοντο, επέστρεφον δε αγαλλιώμενοι και δοξάζοντες Χριστόν τον Θεόν ημών, τον ποιούντα δια των αγαπώντων και λατρευόντων Αυτόν μεγάλα και εξαίσια θαύματα. Ταύτα ακούσασα και μία γυνή εκ της εκατονταπύλου Θήβης, ευγενής και τιμία, έστειλε δούλον της πιστόν γραμματοφόρον προς την Ηγουμένην, δεομένη και καθικετεύουσα να της στείλη ολίγον απ’ εκείνο το άγιον έλαιον· διότι είχε δούλην τινά πολυαγάπητον, ήτις επί τρία έτη ετύφλωττε. Λαβούσα λοιπόν εκείνη η αρχόντισσα το ζητούμενον έλαιον, ήλειψε με αυτό την πάσχουσαν, και εις ολίγας ημέρας ανέβλεψεν. Όχι δε μόνον αύτη η τυφλή, αλλά και άλλοι πολλοί ασθενείς, χριόμενοι με το μύρον τούτο ιατρεύθησαν. Όθεν διεδόθησαν απανταχού της εκατονταπύλου Θήβης τα της θαυμασίας Θεοδώρας τερατουργήματα· διότι η άνωθεν γυνή ήτο γυνή του Στρατηγέτου Ευθυμίου, εκήρυξε δε τα θαυμάσια της Οσίας Θεοδώρας και εις τους άρχοντας και εις τον λαόν. Έτερος άνθρωπος, Ηλίας ονόματι, το γένος Αμαληκίτης, εικονομάχος την αίρεσιν, τον οποίον πολύ επάσχισαν Ιερείς τε και λαϊκοί να επιστρέψωσιν εις την ορθόδοξον πίστιν, ανωφελώς όμως και εις μάτην, ακούσας ποτέ παρά τινος γνωρίμου του, Θεοδότου το όνομα και ευλαβούς προσκυνητού της Οσίας, τας θαυματουργίας της θαυματουργού Εικόνος της, δια του ρέοντος μύρου, Θεού συνεργεία κατενύχθη τόσον τη καρδία, ώστε είπεν· «Ας υπάγωμεν να ίδω και εγώ την εικόνα· και εάν είναι αληθινά όσα μοι είπες, να απαρνηθώ την θρησκείαν των πατέρων μου». Απελθόντες λοιπόν είδον το άγιον έλαιον, όπου εξεχύνετο και δακρύσας έπεσε κατά γης επί πρόσωπον, λαμβάνων δε εκ του ελαίου ήλειψε το οστούν του μηρού του, όπου είχεν πόνον δεινόν και ανίατον, και παρευθύς δι ευχών της Αγίας έλαβε την ιατρείαν του, και δοξάζων τον Κύριον έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Χριστέ ο Θεός, επειδή δεν με αφήκας να απολεσθώ εις την μανίαν των προπατόρων μου, αλλά με ηλέησας τον ανάξιονκαι με ήρπασας από τους οδόντας του ψυχοφθόρου λέοντος και με ωδήγησας εις την αληθινήν οδόν της επουρανίου Βασιλείας σου, συναριθμήσας με εις την ποίμνην των εκλεκτών προβάτων σου. Διο προσκυνώ και ασπάζομαι την πανάχραντον εικόνα Σου τε και την της Αειπαρθένου Μητρός σου, μετά των εικόνων πάντων των Αγίων σου». Ταύτα λέγων κατησπάζετο την Εικόνα της Οσίας, χριόμενος με το άγιον έλαιον, και ούτω απήλθεν αγαλλιώμενος και διακηρύττων στεντορείως εις όλους την σωτηρίαν του. Ωσαύτως Μοναχοί τινες, ένθεν κακείθεν κατοικούντες εις όρη και σπήλαια της Θεσσαλονίκης, συναχθέντες επί το αυτό ομού μίαν εορτήν, θεολογούντες εψυχολόγουν, κατά την συνήθειάν των, και δη μεταξύ της ομιλίας ανεμνήσθησαν και της Οσίας Θεοδώρας, ηπόρουν δε και εξίσταντο πως ήτο δυνατόν να δοξασθή τοσούτον παρά Θεού, ώστε να τελή τοσαύτα θαυμάσια μία γυνή υπανδρευθείσα τε και χαρείσα τον κόσμον και μάλιστα να περισσεύη εις τας θαυματουργίας τας Ασκητρίας γυναίκας και Μάρτυρας. Όθεν γνωσιμαχήσαντες πολύ και δυσπιστήσαντες, τέλος απεφάσισαν να υπάγωσιν εις τον τάφον της, όπως βεβαιωθώσιν επιτοπίως την αλήθειαν. Εις δε εξ αυτών, Αντώνιος καλούμενος, ενάρετος την πολιτείαν και ιδρυτής και κτίτωρ πολλών ευαγών Εκκλησιών και μονυδρίων, ενόσει πολυετώς εξ ισχιαλγίας και οστεϊτιδος και ούτε να καθίση, ούτε να ίσταται χωρίς πόνον και οδύνην ηδύνατο. Ελθών λοιπόν εις την Εικόνα της Αγίας ο Αντώνιος έκαμε τρεις μετανοίας και λαμβάνων εκ της Εικόνος το έλαιον, έχρισε τα μέλη του εκείνα τα πεπονημένα. Ευθύς δε ιατρεύθη καθ’ ολοκληρίαν τελείως, ώστε δεν έμεινε ποσώς κανέν λείψανον ασθενείας επάνω του. Τοιουτοτρόπως οι Μοναχοί εβεβαιώθησαν την αλήθειαν και υπέστρεψαν εις τα κελλία των, αινούντες τον Κύριον. Ετέρας επίσης Μοναχής εξ άλλου Μοναστηρίου είχον πρησθή οι πόδες και τα γόνατα δίκην οιδίποδος και ασκού, ελεεινόν και αξιοδάκρυτον θέαμα. Απελθούσα λοιπόν και αυτή εις τον τάφον της Οσίας μετά πίστεως, και παραμείνασα ημέρας πέντε και χρισθείσα το άγιον έλαιον, επέστρεψεν υγιής εις το αυτής Μοναστήριον. Ας διαλάβωμεν και έτερον θαυμάσιον εκ των πολλών και ούτω να δώσωμεν τέλος αγαθόν συν Θεώ εις την βιογραφίαν μας. Γυνή τις εκ Θεσσαλονίκης, Αυξεντία ονόματι, ήτο από της οσφύος και κάτωθεν παράλυτος και ακίνητος. Ακούσαντες δε οι συγγενείς της τα σημεία και τέρατα, όπου η θαυμαστή Θεοδώρα ετέλει, εσήκωσαν αυτήν ως άψυχον φορτίον και την έφεραν εις τον τάφον της, ένθα προσμείνασα τρεις ημέρας εχρίετο κατάσαρκα το άγιον έλαιον και ούτω ηγέρθη υγιής, ω του θαύματος! Περιεπάτει δε ανεμποδίστως και ανωδύνως εκτελούσα πάσας τας υπηρεσίας της Μονής και δοξάζουσα τον Κύριον· όθεν ηυχαρίστει την Οσίαν ως έπρεπεν. Έμεινε δε άλλας τέσσαρας ημέρας εις την υπηρεσίαν του Μοναστηρίου προς ηθικήν ανταπόδοσιν της χάριτος, μετέπειτα επήγεν εις τον οίκον της, περιπατούσα και χαίρουσα. Ταύτα και άλλα πλείστα όσα ετέλεσε και τελεί καθ’ εκάστην το τίμιον αυτής και σεβάσμιον λείψανον εις δόξαν του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της μιας θεότητος. Η πρέπει τιμή και προσκύνησις, πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Προς ησυχίαν και ανάπαυσίν του ο πατήρ της την υπάνδρευσεν, ανήλικον ούσαν, χωρίς να τελεσθή το μυστήριον του γάμου, αλλά μόνον το συνοικέσιον, ήτοι το προικοσύμφωνον έγραψαν και αντήλλαξαν αρραβώνας κατά το σύνηθες. Ο αρραβωνιαστικός της ήτο ο ευγενέστατος της νήσου και εις τον βίον λαμπρότατος. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήρχοντο εις την Αίγιναν συχνάκις Τούρκοι πειραταί, και πολλούς ηχμαλώτιζον ή και εθανάτωναν, εξ ων εφόνευσαν και ένα αδελφόν της Θεοδώρας, ο οποίος ήτο Ιεροδιάκονος· διότι τρία παιδία έκαμεν ο πατήρ της· πρώτον εν θυγάτριον, όπου έγινεν από μικρόν καλογραία, Αγάπη ονόματι· δεύτερον τον φονευθέντα Ιεροδιάκονον, και την Θεοδώραν τελευταίαν. Βλέπων δε ο ανήρ αυτής την ορμήν των Αγαρηνών, ότι ήρχοντο πολλάκις και τους εζημίωναν, επήρε τους συγγενείς του και την Θεοδώραν και επήγαν εις την Θεσσαλονίκην, εκατοίκησαν δε εκεί εν τόπω ωραίω και αφόβω. Ο δε πατήρ της κόρης απήλθεν εις τόπον έρημον, και εκεί ετελείωσε τον βίον, θεαρέστως πολιτευθείς. Αυτή δε συνέζη μετά του μελλοσυζύγου της, έως ου ήλθεν εις νόμιμον ηλικίαν, οπόυε ετελέσθη το Μυστήριον του γάμου και εγέννησε θυγάτριον, ύστερον δε εγέννησεν άλλα δύο, τα οποία εις ολίγον καιρόν αμφότερα ετελεύτησαν. Ο θάνατος των τέκνων των εβύθισεν εις θλίψιν τον άνδρα της Θεοδώρας, αύτη δε παρηγόρει αυτόν να μη λυπήται, μάλιστα δε και τον συνεβούλευσε να κάμουν μίαν πράξιν ψυχωφελή και σωτήριον, λέγουσα· «Παρακαλώ σε, ηγαπημένε νυμφίε μου, να μου κάμης εν θέλημα. Γινώσκεις καλά ότι όλοι οι άνθρωποι προσφέρουσιν απαρχάς προς Κύριον τον Θεόν, δια να τους δίδη βοήθειαν· ας αφιερώσωμεν και ημείς τω Κυρίω το θυγάτριον, όπου μας έμεινε ζων, να δέεται υπέρ ημών· και βλέπων ο Θεός αυτήν την καλήν μας προαίρεσιν, βεβαίως θα μας δώση άλλο τέκνον αντί τούτου, και την ουράνιον Βασιλείαν του». Ο δε ανήρ της, ως καλόγνωμος, εδέχθη την αγαθήν συμβουλήν, και της λέγει· «Καλή είναι η προθυμία σου και ας ποιήσωμεν καθώς ο Θεός σε εφώτισε». Λαβόντες λοιπόν το κοράσιον (το οποίον ήτο ετών εξ) το επήγαν εις το Μοναστήριον του Αγίου Λουκά, ένθα ήτο Ηγουμένη Μοναχή ενάρετος, Αικατερίνη ονόματι, αδελφή του πρώην Προέδρου Θεσσαλονίκης και ομολογητού Αντωνίου, εις τας χείρας της οποίας παρέδωκαν το κοράσιον, λέγοντες· «Δέξου, Μήτερ, το πρώτον μας τέκνον, ίνα γίνη δια του αγγελικού σχήματος θυσία ευάρεστος τω Θεώ και λογικόν ολοκαύτωμα». Η δε προεστώσα την εδέχθη μετά χαράς, και έκαμεν ευχήν προς τον Θεόν δι’ εαυτήν. Έπειτα την έκειρε κατά την τάξιν, και την επωνόμασε Θεοπίστην· τότε επέστρεψαν οι γονείς εις την οικίαν των χαίροντες και δοξάζοντες τον Κύριον, ότι τους ηξίωσε να συναριθμηθή μετά των Οσίων μοναζουσών και το ιδικόν των τέκνον. Μετ’ ολίγον δε εχήρευσεν η Θεοδώρα, και εχάρη διότι κατ’ οικονομίαν Θεού έμεινεν ελευθέρα, να γίνη Μοναχή ανεμποδίστως, κατά την προ του γάμου επιθυμίαν της. Αφ’ ου όθεν εποίησε τα μνημόσυνα τρίτα και ένατα του ανδρός της εις την οικίαν της, απηρνήθη έπειτα τον κόσμον, αφήνει πλούτον και πάσαν απόλαυσιν, καταφρονεί της σαρκός τα σκιρτήματα, καθό ετών εικοσιπέντε, και μισήσασα όλα τα σαρκικά δια τον θεϊκόν έρωτα, διένειμε τα πράγματά της προς τους πτωχούς, δέσασα δε εις εν κομπόδεμα 100 χρυσά φλωρία, επήρε τρεις των υπηρετριών της και επήγεν εις εν Μοναστήριον, όπου ήτο Ηγουμένη μία τις συγγένισσα, Άννα ονόματι, ήτις έπαθε δια τας αγίας Εικόνας πολλά βάσανα από τους εικονομάχους πρότερον, και πίπτουσα εις τους πόδας της την παρεκάλει να την κείρη Μοναχήν. Η δε Ηγουμένη εφοβείτο δια το ανθηρότατον της ηλικίας της· όθεν ανέβαλλε τον καιρόν, η δε έκλαιε λέγουσα· «Κάμε έλεος εις εμέ, Κυρία μου, δέξου με την αναξίαν και άσωτον». Η δε Ηγουμένη της είπεν· «Εγώ σε δέχομαι ως συγγένισσάν μου και μέλος ίδιον, αλλά δεν πρέπει να καλογερευθής παρευθύς, δια να μη τύχη και σε πειράξη ο επίβουλος διάβολος ύστερον, όταν παρέλθη η θλίψις της χηρείας, να μεταβάλης γνώμην, διότι είσαι ακόμη νέα». Η δε Θεοδώρα απεκρίθη ως έλαφος διψαλέα· «Εις τον Χριστόν σε εγκαλώ, τον ηγαπημένον Νυμφίον μου, να δώσης φοβεράν απολογίαν την ώραν της κρίσεως, εάν δεν με κείρης σήμερον». Βλέπουσα τότε η Άννα την θαυμασίαν αυτής προθυμίαν και τον εγκάρδιον προς τον Χριστόν έρωτα, την κατήχησε πρότερον και την παρεκίνησεν εις τους πνευματικούς αγώνας ούτω· «Βλέπε, τέκνον, και σκέψου μετά τίνος συντάσσεσαι, μη στραφής πάλιν ύστερον εις τα τερπνά του κόσμου, μη προτιμήσης περισσότερον από τον Θεόν τας σαρκικάς ηδονάς και άλλα μάταια πράγματα, διότι τότε κολάζεσαι βαρύτατα. Ει δε και φυλάξης το σχήμα αμόλυντον, χαρά εις την ψυχήν σου, διότι μεγάλην ανταμοιβήν ευρίσκεις εις τον Παράδεισον». Αυτά και άλλα πλείονα λέγουσα, έβαλε την ψαλίδα κατά την τάξιν εις το ιερόν Ευαγγέλιον, και απ’ εκεί την έλαβεν η Θεοδώρα και την ανεδέχθη η Άννα, η οποία την ενουθέτει καθ’ εκάστην, διότι ήτο ωραία και δι’ αυτό εφοβείτο πολλά, μήπως και την φθονήση ο διάβολος και την παγιδεύση τεχνηέντως. Έχαιρε δε πάλιν, βλέπουσα την καλήν της διαγωγήν και αγαθήν προαίρεσιν· διότι μικρόθεν συνείθισεν εις τας νηστείας, και τας εφύλαττεν ευκόλως χωρίς κόπον, και πάσαν άλλην κακοπάθειαν υπέμενε, και έμενε πολλάκις νήστις επί μίαν εβδομάδα, ώστε καν νερόν δεν έπινεν. Η δε Ηγουμένη την ηγάπα πολύ δια την πολλήν ταπείνωσιν και επιμέλειάν της όπου είχεν εις το να σωθή· και της ερμήνευεν αόκνως όσα έπρεπε να κάμνη, διδάσκουσα αυτήν να λαμβάνη εις όλα της τα έργα ευλογίαν, και να μη πράξη τίποτε αφ’ εαυτής ποτέ, χωρίς συγχωρήσεως, αλλά και τους λογισμούς της ακόμη να εξομολογήται. Όθεν όταν της ενεθύμιζεν ο δαίμων εις τον νουν διανοήματα ακάθαρτα, τα εσκόρπιζε προσευχομένη και εξομολογουμένη, και αναμιμνησκομένη των αιωνίων κολάσεων και βαθύτατα ταπεινοφρονούσα η αξιέπαινος έσωθέν τε και έξωθεν, παρρησία ονομάζουσα εαυτήν αχρείαν δούλην, παρουσία όλης της αδελφότητος και ποιούσα όλας τας υπηρεσίας της Μονής αγογγύστως, αλέθουσά τε και ζυμώνουσα και μαγειρεύουσα και νεροκουβαλούσα και ει τι άλλο εχρειάζετο προθυμότατα εκτελούσα όχι μόνον εντός της Μονής, αλλά και εν τη αγορά πολλάκις, όταν ήτο ανάγκη, βαστάζουσα ή ξύλα ή τροφάς και ό,τι άλλο εις τον ώμον, και μη κενοδοξούσα τελείως. Όταν δε την έβλεπε γνώριμός τις και της έκαμνε παρατηρήσεις να μη καταφρονή τοσούτον την ευγένειαν του γένους της, αύτη ως να ήτο κωφή δεν ήκουε και ως να ήτο άλαλος δεν ήνοιγε το στόμα της. Ούτω την κοσμικήν τιμήν κατεφρόνησε και την σάρκα των παθών και των επιθυμιών και των ορέξεων ενέκρωσεν. Είχε δε και την φροντίδα της Εκκλησίας, την οποίαν προθύμως εφιλοκάλει και εκαθέριζε, και δεν έλειπεν εκείθεν νυχθημερόν. Όθεν και ανεδείχθη όντως ως το δένδρον εκείνο (κατά τον Δαβίδ) το καρποφόρον, το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων, και εφύλαττεν όλας τας εντολάς του Κυρίου επιμελέστατα. Ο δε φθονερός διάβολος, βλέπων την πολλήν της προκοπήν, εζήτει να την παγιδεύση και ενήδρευε καθ’ εκάστην με μηχανάς να χαλαρώση την προθυμίαν της· μη δυνάμενος δε άλλως να την πειράξη, την παρεκίνει να επιμελήται ως μήτηρ την θυγατέρα της· διότι εκεί εις αυτό το Μοναστήριον είχεν έλθει και η Θεοπίστη, μετά την τελευτήν της αναδόχου της Αικατερίνης, προσληφθείσα υπό της Θεοδώρας εις το κελλίον της, την ηγάπα δε ως τέκνον της· και βλέπουσα αυτήν ενδεδυμένην ξεσχισμένα και καταφρονεμένα ιμάτια ελυπείτο, και εφανέρωσε την λύπην της προς την Ηγουμένην, ούτω λέγουσα· «Δεν υποφέρω να βλέπω, κυρία μου, το θυγάτριόν μου με παλαιόρρασα καταξεσχισμένα σκεπόμενον, και με ολίγον φαγητόν τρεφόμενον· όθεν στείλε το εις άλλο Μοναστήριον, να μη το βλέπω να φλογίζωνται τα σπλάγχνα μου, ότι μήτηρ είμαι και το αγαπώ κατά φύσιν ως τέκνον μου». Η δε Οσία εκείνη Άννα εννόησεν, ως πρακτική όπου ήτο, τας ενέδρας του δαίμονος, και της είπεν· «Ο Δεσπότης, μας επρόσταξε να μη μεριμνώμεν δια ενδύματα και βρώματα, τα οποία ζητούν οι ειδωλολάτραι, αλλά να του δουλεύωμεν και να τον αγαπώμεν εξ όλης ψυχής και καρδίας, να φορώμεν την ανεπαίσχυντον στολήν της αρετής φυλάττοντες τα θεία προστάγματά του, και δια το σώμα να μη μας μέλη τίποτε· δι’ αυτό ενεδύθημεν τούτο το σχήμα των Μοναχών. Εάν λοιπόν ήθελες να τρώγη καλά και να πίνη καλλίτερα η θυγάτηρ σου, να φορή και μαλακά ιμάτια, ας την υπάνδρευες. Τι όμως έχει να κάμη η Μοναχή με την υπανδρείαν; Ποία συμφωνία υπάρχει μεταξύ του φωτός και του σκότους; Ηπατήθης, αδελφή μου, και επλανήθης υπό του δαίμονος. Ύψωνε τον νουν σου από των γηϊνων δια να εννοήσης ότι είναι πένθους στολή η στολή σου. Δι’ αυτό φορούμεν μαύρα και άχρηστα, δια Χριστόν τον Νυμφίον μας, δια τον οποίον πρέπει να έχωμεν θλίψιν και στενοχωρίαν, καθώς τω υπεσχέθημεν εις το άγιον θυσιαστήριον, ενώπιον των Αγίων Αγγέλων· και εάν ψευσθώμεν εις αυτόν, θα κατακριθώμεν ως παραβάται εις πυρ ατελεύτητον· ει δε και υπομείνωμεν την κακοπάθειαν τούτον τον ολίγον καιρόν της ζωής μας, χαρά εις ημάς, διότι κληρονομούμεν Βασιλείαν αιώνιον και ευφροσύνην ανέκφραστον, να συναγαλλώμεθα μετά του Δεσπότου Χριστού και των Αγίων αυτού εις τον Παράδεισον πάντοτε. Ύπαγε λοιπόν ησύχασε, και μη εμποδίσης την Θεοπίστην από το καλόν της ψυχής της, εάν αγαπάς το συμφέρον της». Ταύτα και άλλα όμοια ψυχωφελή και σωτήρια λόγια την ενουθέτησεν η πάνσοφος Άννα. Έπειτα προσηύχετο εις τον Θεόν κατά μόνας, να την λυτρώση από τον πειρασμόν εκείνον. Μεθ’ ημέρας δε τινάς εκάθηντο όλαι αι αδελφαί μίαν Κυριακήν συνηγμέναι εις ένα τόπον, όπου εγίνετο ομιλία πνευματική, η δε Θεοδώρα, των λόγων της Ηγουμένης καταφρονήσασα, επεμελείτο την θυγατέρα της· την ώραν όμως εκείνην ήτο η Ηγουμένη εις την Εκκλησίαν, και ενόμιζεν η Θεοδώρα πως δεν την έβλεπεν. Αλλ’ επειδή εξήλθεν από το ιερόν ησύχως, δια να μη την ακούσουν αι μονάζουσαι, να ίδη τι έκαμναν, καθώς είχε πολλάκις συνήθειαν – διότι ούτω πρέπει να κάμνουν όσοι έχουν φροντίδα ψυχών επάνω των – καθώς δ’ αίφνης εξήλθεν από τον Ναόν, βλέπει την Θεοδώραν, πως επεμελείτο το τέκνον της. Τότε θείου ζήλου πλησθείσα και πεφωτισμένη από τον Κύριον, και ένθους γενομένη, και φωνήσασα ταύτα, είπεν αυτή· «Θεοδώρα, τι σου είναι αύτη η κόρη»; Τότε εφώναξε και την παίδα, ήτις την Θεοδώραν μητέρα ωνόμασεν. Η δε πάνσοφος Άννα εκ βάθους καρδίας στενάξασα είπε ταύτα· «Ευλογίαν έχετε από Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα και από όλους τους Αγίους Πατέρας, και από εμέ την αμαρτωλήν, να μη ομιλήσετε πλέον η μία με την άλλην από την σήμερον μηδέ λάξιν μικροτάτην». Ως ήκουσαν αύται τοιαύτην βαρυτάτην και απροσδόκητον επιτίμησιν, ετρόμαξαν. Όμως έβαλαν μετά φόβου και δακρύων την συνήθη μετάνοιαν, και επήγαν εις το κελλίον των· και απ’ εκείνην την ώραν δεν ετόλμησε πλέον να πμιλήση η μία με την άλλην (ω εξαισίου πράγματος!) δεκαπέντε έτη λέξιν βραχυτάτην· και το θαυμασιώτατον, έμενον εις εν κελλίον, έτρωγον εις μίαν τράπεζαν, ειργάζοντο ομού, ή εις τον μύλον ήλεθαν, ή εζύμωναν, ή εφούρνιζαν, ή άλλην τινά υπηρεσίαν έκαμναν, και πάλιν δεν ετόλμησε καμμία από αυτάς να καταφρονήση την εντολήν ή από λήθην να λησμονήση να ομιλήση της άλλης πώποτε. Λάβετε από αυτήν την μακαρίαν, σας παρακαλώ, παράδειγμα, όσοι και όσαι είσθε εις Μοναστήριον, συλλογισθήτε ποίαν καρδίαν να είχεν η Θεοδώρα με το τέκνον της τα δεκαπέντε έτη εκείνα, όπου δεν συνωμίλουν λάξιν. Τι μάχαιρα δίστομος συνέκοπτε τας καρδίας των; Και ποίον πυρ τα σπλάγχνα των έφλεγεν; Όταν ετύγχανε μάλιστα να κάμη η μία βαρείαν τινά υπηρεσίαν, και ήθελε να είπη της άλλης να την βοηθήση και δεν ηδύνατο! Ω! ποσάκις τας παρεκίνει αοράτος ο φθονερός διάβολος να παραβώσι ταύτην την σωτήριον εντολήν! Και αύται μετά δακρύων προσηύχοντο εις τον Θεόν λέγουσαι· «Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου». Και ούτω υπέμειναν, και δεν εγόγγυσαν κατά της Ηγουμένης, και δεν την κατέκριναν πώποτε, ούτε την παρεκάλεσαν να τας λύση από την φρικτήν αυτήν επιτίμησιν, αλλά παρηγόρει εκάστη εαυτήν λέγουσα· «Υπομένουσα υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι». Όταν λοιπόν ετελείωσαν χρόνοι δεκαπέντε μετά την φρικτήν και εξαίσιον ταύτην επιτίμησιν, ησθένησεν η μακαρία Θεοδώρα. Τότε άπασαι αι μονάζουσαι αδελφαί παρεκάλεσαν την Ηγουμένην να τας λύση από τον δεσμόν καθώς έπρεπεν. Η οποία τας είχε νουθετήσει πρότερον, να μη έχωσι πλέον η μία προς την άλλην καμμίαν συμπάθειαν και αγάπην συγγενείας τελείως, αλλά να είναι απαθείς και απείρακτοι από τον δεσμόν και τον θεσμόν της φύσεως. Πλην τότε τας εσυγχώρησε και ελάλησαν. Αλλά με την δύναμιν του Θεού ετελεσφόρησαν και συνωμιλούσαν ως ξέναι και αλλότριαι, ως να μη είχον το αυτό συγγενικόν αίμα. Ούτε εκάλεσεν η μία την άλλην μητέρα ή θυγατέρα, αλλά κυρίαν, καθώς εκάλουν και την λοιπήν αδελφότητα. Κατεπάτησε λοιπόν του λοιπού η αοίδιμος Θεοδώρα παν ύψωμα κενοδοξίας και υπερηφανείας παντάπασι και όλα τα πάθη, με την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, όπου την ωδήγει και διεφύλαττεν. Ήτο δε κατά τον Παύλον νεκρά εις τον κόσμον, και έζη μόνον εν τω Χριστώ, δια να ζήση ζωήν αιώνιον. Ίνα δε βεβαιωθήτε την αλήθειαν, θα γράψωμεν ενταύθα ένα εκ των θαυμασίων αγώνων της αειμνήστου Θεοδώρας. Έν έτος έγινε χειμών σκληρός πολλά, και τόσον δριμύτατος, ώστε επάγωσαν τα νερά από το ψύχος. Όθεν επρόσταξεν η Ηγουμένη να τρώγουν όλαι εις τα κελλία των. Έτυχε δε και εχύθη εν αγγείον νερόν εις το μέρος όπου είχε την στρωμνήν της η Θεοδώρα, ήτις ήτο μόνον μία ψάθη και εν δέρμα ζώου, αλλά στρώμα, ή σανίδια, ή άλλην απαλήν στρωμνήν δεν είχε. Μετετόπισε λοιπόν την στρωμνήν της η Αγία, δια να μη βλαφθή από την υγρασίαν. Η δε προεστώσα είχεν εντολήν εις όλας εξαίρετον να μη κάμνη καμμία τίποτε χωρίς της αδείας της. Όθεν ευρίσκουσα η πάνσοφος πρόφασιν, ίνα προξενήση στέφανον, εκπαιδεύση δε την λοιπήν Αδελφότητα εις εγκράτειαν και καρτερίαν εις το προσταττόμενον, έκραξε την μακαρίαν και της είπεν· «Επειδή δια να περιθάλψης την σάρκα παρέδωκας την ψυχήν εις τον αιώνιον τάρταρον, σε κανονίζω να κοιμηθής μίαν νύκτα έξω εις την αυλήν του Μοναστηρίου, δια να σε σπλαγχνισθή ο Δεσπότης Χριστός δια ταύτην την κακοπάθειαν της ψυχρότητος, να σε αναπαύση εις τον λιμένα της υπακοής, και να δε κατατάξη εις την Βασιλείαν των ουρανών ομού μετά των πτωχών τω πνεύματι». Η δε άδολος και άμωμος νύμφη του Ιησού, έχουσα την πίστιν εις αυτόν πληρεστάτην, δεν εδειλίασεν ουδόλως, αλλά βαλούσα μετάνοιαν έδραμεν εις τον ωρισμένον τόπον, καταφρονήσασα την δριμυτάτην ψυχρότητα. Το δε θαυμασιώτατον ότι έβρεχε δυνατήν βροχήν το περισσότερον της νυκτός· όθεν δεν είχε θέσιν καν να καθίση δια τα ύδατα, όπου έτρεχαν εις την γην, αλλ’ έστεκεν αιθρία και ορθία, υπομένουσα την ανυπόφορον ταύτην και χαλεπήν βάσανον· ω καρτερίας και γενναιότητος! Ω φρικτού θεάματος και ακούσματος! Εξέστησαν Άγγελοι, εθαύμασαν άνθρωποι, και έφριξαν δαίμονες τοιούτον όραμα βλέποντες, γυναίκα, το ασθενέστερον σκεύος, να υπομείνη δια την υπακοήν τόσην κακοπάθειαν, όπου έπιπτε ραγδαία βροχή και δυνατή χάλαζα έως το μεσονύκτιον. Και τότε έπαυσεν η βροχή, ο ουρανός εκαθάρισε και επάγωσαν όλα τα ύδατα, επειδή εψυχράνθη ο αήρ και εκρέμαντο τα πεπαγωμένα ύδατα εις τας άκρας των ιματίων της, και μάλιστα εις εκείνο το παλαιόρρασον, όπου την κεφαλήν της μόνην εσκέπαζεν. Όταν δε ήλθεν η ώρα του Όρθρου, συνήχθησαν εις την Εκκλησίαν άπασαι, και εποίησεν η Άννα διδαχήν εις εγκώμιον της Θεοδώρας, και την συνηρίθμησεν εις τους Αγίους Τεσσαράκοντα· επειδή σχεδόν ομοίαν υπέμεινε κακοπάθειαν. Καθώς λοιπόν η Ηγουμένη ελάλει και ενεκωμίαζε την αξιέπαινον, ήλθε η αυταδέλφη της Ηγουμένης Μοναχή ενάρετος, και της λέγει ιεροκρυφίως ότι είδεν αυτήν την νύκτα ένα φωτεινόν και λαμπρότατον στέφανον, του οποίου το κάλλος δεν ηδύνατο να διηγηθή τις, όστις κατέβαινεν από τον ουρανόν· και ήκουσε φωνήν ταύτα λέγουσαν· «Ούτος ο στέφανος είναι της Θεοδώρας». Η δε Ηγουμένη εφοβήθη μήπως το μάθη η Οσία και πέση εις κενοδοξίαν και έπαρσιν. Όθεν επρόσταξε την αυταδέλφην της να μη το ομολογήση τινός τελείως. Έπειτα εφώναξε την Αγίαν να έλθη εις την Εκκλησίαν, ήτις έξωθεν ήτο όλη λευκή από τας χιόνας και τον παγετόν, έσωθεν δε από θείον φως την ψυχήν εξαστράπτουσα· και βαλοίσα την συνήθη μετάνοιαν, επήρε συγχώρησιν. Ύστερον δε την ηρώτησαν τινές αδελφαί, πως επέρασεν εκείνην την νύκτα, η δε υπολαβούσα είπεν εις αυτάς· «Εγώ εδέχθην με πίστιν καθαράν της Ηγουμένης την επιτίμησιν· όθεν ούτε βροχήν ήκουσα, ούτε άλλην θλίψιν ποσώς ενόησα, αλλά μοι εφαίνετο πως ήμην εις το λουτρόν και εχαιρόμην». Ούτω βοηθεί ο Δεσπότης Χριστός των δούλων του, και τοιαύτα δώρα χαρίζει εις ακείνους όπου τον αγαπούν και τω υποτάσσονται. Ταύτα ακούσας ο μακάριος Ιωάννης, όπου ήτο τότε Αρχιμανδρίτης, ηθέλησε να την εξαγάγη από εκείνο το Μοναστήριον, να την κάμη Ηγουμένην εις έτερον. Αλλ’ αυτή η ταπεινόφρων δεν έστερξε. Και όταν ήλθον οι απεσταλμένοι να την εξαγάγωσιν, έδραμεν εις την Ηγουμένην και έκλαιε, μεγάλως φωνάζουσα, και έλεγε προς τους απεσταλμένους ταύτα· «Δια την αγάπην του Κυρίου, μη με πειράξετε· διότι αδύνατον είναι να καταφρονήσω τας συνθήκας, να ψευσθώ εις όσα υπεσχέθην του Δεσπότου μου Χριστού, και να αφήσω τούτο το άγιον Μοναστήριον, όπου είναι η κουρά μου, να δεχθώ εγώ προστασίαν ψυχών η ακάθαρτος, όπου είμαι ακόμη μεμολυσμένη από του κόσμου τον βόρβορον, και καν την ιδικήν μου ψυχήν να σώσω δεν δύναμαι. Υπάγετε, είπετε εις τον Αρχιμανδρίτην, ότι αν μου δώση και κολαστήρια μύρια, δεν θα δυνηθή να αλλάξη την γνώμην μου, αλλά εδώ θα μείνω, να υπηρετώ τας αδελφάς μου όσον δύναμαι, έως εσχάτης αναπνοής». Ταύτα μαθών ο Αρχιμανδρίτης εδόξασε τον Θεόν, όπου της εχάρισε τόσην ταπείνωσιν. Όταν λοιπόν έφθασεν η Θεοδώρα εις τους 56 χρόνους της ηλικίας της, εψήφισαν Ηγουμένην την θυγατέρα της ο αγιώτατος Αρχιεπίσκοπος Θεόδωρος και οι Αρχιμανδρίται Ιλαρίων και Δωρόθεος, κοινή γνώμη της Προεστώσης Άννης και πάσης της Αδελφότητος, επειδή αυτή εγήρασε πολλά και δεν έβλεπεν ούτε ήκουεν. Έγινε λοιπόν η κατά σάρκα θυγάτηρ, μήτηρ πνευματική της Θεοδώρας· και τότε μάλλον αύτη ηνδρίζετο εις τους πόνους της υπακοής, ως μισόδοξος και φιλόθεος. Εν μια δε των ημερών έπεσεν εις την γην και επληγώθη βαρύτατα η Προηγουμένη Άννα εις μίαν ώραν καθ’ ην δεν είχε χειραγωγόν, και έπαθε κάταγμα το οστούν του μηρού της και επομένως εκείτετο εις την κλίνην τέσσαρα έτη. Ένεκα δε του γήρατος έπαθε νοερώς, και η μακαρία Θεοδώρα την υπηρέτει όλον τον καιρόν εκείνον, και τρία ακόμη έτη όπου έζησε με την φρενοληψίαν ύστερον, της εμαγείρευε, της έπλυνε τα ιμάτια, και την επεμελείτο ως ιδίαν μητέρα εις τας απολύτους ανάγκας της φύσεως, υβριζομένη μάλιστα και τυπτομένη υπό της φρενοβλαβούς γραίας. Ότε δε η Θεοδώρα συνεπλήρουτο 68 έτος της ηλικίας της, ανεπαύθη η ομολογήτρια εκείνη Άννα, γενομένη ετών 120, η δε μακαρία Θεοδώρα ηνδρίζετο εις τους πόνους της υπακοής και ηγωνίζετο περισσότερον, από δόξης εις δόξαν προκόπτουσα· και προκειμένη εις όλας καλόν παράδειγμα, τας ενουθέτει δι’ έργων τε και λόγων. Τοσούτον δε την γλώσσαν εκράτει, ώστε δεν ωμίλησε ποτέ λόγον άσχημον. Ούτω και την όρασιν εχαλίνωσε, και δεν εκύτταξε να ίδη άνδρα πώποτε· αλλ΄ όταν ετύγχανεν εξ ανάγκης να της ομιλήση τις, έβλεπε κατά γης, και εκείνον ποσώς δεν παρετήρει· όθεν απέκτησε πάσας τας αρετάς του Χριστιανού και μάλιστα τας δύο μεγάλας, χωρίς των οποίων ουδείς σώζεται, ήτοι την άκραν αγάπην και την υψοποιόν ταπείνωσιν. Όθεν επειδή διήγεν αγγελικήν πολιτείαν, πολλάκις ήκουεν, ω του θαύματος! Αυτούς τους Αγίους Αγγέλους μελωδικώς εις την Εκκλησίαν ψάλλοντας, καθώς αύτη μόνη της το είπε πολλάκις κρυφίως εις την Θεοπίστην, όταν ήσαν όλαι αι αδελφαί εις τον νάρθηκα, λέγουσα· «Ακούεις την γλυκυτάτην των Αγγέλων αίνεσιν, όπου δοξάζουσι τον Θεόν μέσα εις το θυσιαστήριον»; Τούτο έλεγεν η μακαρία, όχι προς καύχησιν, αλλά δια να παρακινήση και την θυγατέρα της προς τον θείον πόθον περισσότερον. Άλλοτε πάλιν της έλεγεν· «Ηξεύρω ότι δεν θα καταφρονήση ο Κύριος την τοσούτων χρόνων μου εκδούλευσιν, αλλά θα με επισκεφθή εις το έλεος της αυτού αγαθότητος». Παρήγγειλε δε και της θυγατρός της, να ενταφιάση μοναχόν το άγιον αυτής λείψανον προφητεύουσα την ενέργειαν των θαυμάτων, όσα έμελλε να τελάση κατά θείαν βοήθειαν. Όταν δ’ έφθασεν εις το 75ον έτος της ζωής της, αδυνάτισεν εκ του γήρατος και της μακράς ασκήσεως και δεν ηδύνατο να συγκοπιά μετά των άλλων και να εργάζηται ως πρότερον· όθεν ελάμβανεν εν μικρόν δοχείον έσωθεν των ιματίων της, δια να μη την βλέπουν αι άλλαι, και έφερνεν από την βρύσιν νερόν όσον ηδύνατο. Όταν δε πάλιν αδυνάτισε τελείως, και καν αυτό δεν ηδύνατο, εμάζωνεν από την γην τα κροκίδια του λιναρίου, ήτοι τα άχρηστα όπου έρριπταν αι άλλαι, και τα έπλεκεν εις σχοινία, να δένουν με ταύτα κάτι τι· και τούτο έκαμνεν η αείμνηστος, δια να μη τρώγη τον άρτον αργή, ενθυμουμένη του Αποστόλου λέγοντος· «Ο αργός μη εσθιέτω». Και ούτω ειργάζετο όσον το δυνατόν, και έκαμνε πάντοτε έστω και την παραμικράν εργασίαν, έως τέλους της ζωής της. Ούσα δε λίαν προβεβηκυία ησθένησεν ημέρας πέντε τον Αύγουστον· και την επαύριον γνωρίσασα, ότι ήτο η τελευταία ημέρα της, εφανέρωσε τον ανόθευτον και εγκάρδιον έρωτα προς μόνον τον ουράνιον Νυμφίον της, και δεν εδειλίασε ποσώς εις τον χωρισμόν της ψυχής εκ του σώματος καθώς κάμνουν όλοι σχεδόν εις τοιούτον φοβερόν και απαραίτητον πέραμα. Αλλά μάλλον ηγάλλετο, χαίρουσα ότι ήλθεν η ώρα να υπάγη προς τον ποθούμενον. Όταν λοιπόν ανέτειλεν ο ήλιος, εζήτησε τα θεία Μυστήρια· και μετά την ιεράν κοινωνίαν εσταύρωσε τας χείρας εις το στήθος, εξηπλώθη υπτία εις την κλίνην, όπου εκείτετο, έκλεισε τα χείλη και τους οφθαλμούς, και παρέδωκε την οσίαν ψυχήν η πανοσία, αγωνισαμένη καλώς τον καλόν αγώνα της ασκήσεως, και τον δρόμον της υπακοής μετά συντετριμμένης και τεταπεινωμένης καρδίας τελέσασα, και την εις Χριστόν τον Θεόν ημών πίστιν αμέμπτως τηρήσασα. Συνήχθησαν λοιπόν από τα επίλοιπα των Μοναστηρίων εις την μακαρίαν αυτής μετάστασιν· όταν δε της έψαλλαν την νεκρώσιμον ακολουθίαν, εφάνη εξαίσιον θαύμα, ήτοι πρότερον ήτο το πρόσωπόν της όλον ερρυτιδωμένον εκ του γήρατος και άσχημον, και τότε παρευθύς εφάνη φαιδρόν και ωραίον, χωρίς ρυτίδα, ως να ήτο νέα· εφαίνετο δε ως Αγγέλου θείου λαμπρότατον πρόσωπον και ότι εγέλα χαίρουσα, και εξήρχετο εκ του λειψάνου της θεία τις και άρρητος ευωδία, θαυμασιώτατα. Τοσαύτη χάρις ήλθεν εις εκείνο το άγιον σώμα εκ θείας δυνάμεως. Έπειτα η μεν Ηγουμένη ητοίμαζε να την ενταφιάση χωριστά από το κοινόν κοιμητήριον, καθώς εκείνη της παρήγγειλεν. Οι δε Ιερείς και Μοναχοί, όπου ήλθον εις τον ενταφιασμόν, την εμπόδισαν λέγοντες, ότι ομού μετά των άλλων μοναζουσών έπρεπε να ταφή, καθώς και όταν έζων ομού συνηγωνίζοντο, και εδούλευον ομοφρόνως τον Κύριον. Και ούτω η γνώμη των πολλών υπερίσχυσεν. Όταν δε έκαμναν τον τελευταίον ασπασμόν, επρόφθασε και ένας Ιεροδιάκονος από τον Ναόν του Αγίου Δημητρίου, Δημήτριος ονόματι, όστις ήτο έκπαλαι της μακαρίας Θεοδώρας γνώριμος, του ήλθε δε ποτε δεινή και κακή ασθένεια χρόνια εις όλον του το σώμα· εξόχως δε ήτο ο στόμαχός του βεβλαμμένος, ώστε δεν ηδύνατο να φάγη και ήτο κατάκοιτος εννέα μήνας δεινώς οδυνώμενος. Τότε λοιπόν, ως ήκουσεν ότι εκοιμήθη η Αγία, εκίνησε να υπάγη· εκάθισε δε εις την οδόν τρις και τετράκις έως να φθάση και έφθασεν εις την τελευταίαν ώραν· ασπασθείς δε το λείψανον μετά πίστεως, έλαβεν ευθύς την ίασίν του, και έφαγε καλά· και περιπατών ανεμποδίστως, υπέστρεψεν εις την οικίαν του χαίρων και αγαλλόμενος. Έτερός τις νεανίας, Ιωάννης καλούμενος, είχε ρίγος τεταρταίον, έτη δύο βασανιζόμενος εις τόσον βαθμόν, ώστε ήτο από την αδυναμίαν μόνον δέρμα και κόκκαλα, και ασπασθείς το τίμιον λείψανον ιατρεύθη εντελώς. Τότε ενεταφίασαν την Αγίαν, ήτο δε έκτη ώρα της ημέρας, τη κθ΄ (29) Αυγούστου, έτους από κτίσεως κόσμου εξάκις χιλιοστού και τετρακοσιοστού ήτοι από Χριστού έτη 892, εις τας ημέρας Αλεξάνδρου και Λέοντος των Ορθοδόξων βασιλέων. Η αοίδιμος ήτο μεν ετών κε΄ (25) όταν εχήρευσε και εκάρη Μοναχή, εμόνασε δε νε΄ (55) όλα έτη, ώστε ετελεύτησεν ογδοηκοντούτις ήδη. Η δε φιλομήτωρ θυγάτηρ Θεοπίστη επλήρωσεν επτά Ιερείς να κάμωσι της Αγίας τεσσαρακονταλείτουργον, ερχόμενος έκαστος να ιερουργή εις τον τάφον της ανά μίαν ημέραν, έως να τελειώσωσιν αι τεσσαράκοντα λειτουργίαι. Είχον και κανδήλαν ανημμένην, άνωθεν δε κρεμαμένην του μνήματος, εις την οποίαν έδειξεν ο παντοδύναμος Θεός σημείον παράδοξον, υπερβαίνον πάντα νουν ανθρώπου και πάσαν διάνοιαν· το οποίον μόνον έφθανεν (εάν και άλλα θαυμάσια δεν έκαμνε) να μεγαλύνη εις όλον τον κόσμον το όνομα της Οσίας. Και ακούσατε, παρακαλώ, να δοξάσητε τον Κύριον, όστις κάμνει δια να δοξάση τους δούλους του τοιαύτα τεράστια. Διότι ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται. Την ενάτην ημέραν της αγίας αυτής μεταστάσεως είχεν ολίγον έλαιον η κανδήλα όπου εκρέματο εις τον τάφον της· το φως ήτο πολύ, και δεν της έβαλαν αι Μοναχαί άλλο έλαιον, δια να καή, να την πλύνωσι την επομένην· και την άλλην ημέραν την είδον και ήναπτεν ακόμη θαυμασιώτατα, χωρίς να φαίνεται έλαιον δι’ όλου. Όθεν αφήκαν αυτήν, και δεν την έπλυναν, δια να ίδωσιν έως που θα φθάση το θαυμάσιον. Και την άλλην ημέραν, ήτοι την ενάτην του Σεπτεμβρίου και ενδεκάτην της κοιμήσεως της Οσίας, βλέπουσι την κανδήλαν και ανέβλυζε τόσον έλαιον, το οποίον εχύνετο γύρωθεν, καθώς χύνεται το νερόν όταν βράζη από την πολλήν θερμότητα ο λέβης. Τούτο το θαύμα θεωρούσαι αι Μοναχαί το ανήγγειλαν εις την Ηγουμένην. Η δε, ενθυμουμένη της μητρός την πρόρρησιν, έδραμεν εις τον Ναόν με φόβον και αγαλλίασιν, και ευχαριστούσα εδόξαζε τον Κύριον εις την εξαίρετον ταύτην επισκοπήν, την οποίαν δια της δούλης αυτού Θεοδώρας εποίησεν. Αύτη η φήμη ηκούσθη εις όλην την πόλιν της Θεσσαλονίκης. Όθεν έδραμον άνδρες τε και γυναίκες λαός αναρίθμητος, ώστε δεν τους εχώρει το Μοναστήριον· βλέποντες δε όλοι εκείνοι το παράδοξον θέαμα, πως έτρεχεν από την κανδήλαν, ως από βρύσιν, κρουνηδόν το μυρίπνοον έλαιον, εχρίοντο απ’ αυτό μετά πίστεως και υπέστρεφον υμνούντες τον Κύριον. Έβαλαν δε και αγγείον υποκάτω, να δέχεται το εκχεόμενον· και από τότε έως την σήμερον αναβλύζει πυκνότατα ως από φλέβα άδηλον ή να είπω, από θείαν ευλογίαν αναδιδόμενον, και ουδέποτε θα παύση. Διότι εκείνος όπου ηυλόγησε τον καμψάκην του ελαίου της γραφικής χήρας, ο αυτός δια της Οσίας Θεοδώρας θα χαρίση και την παράδοξον ταύτην χορηγίαν του αειρρύτου ελαίου, εις θεραπείαν των ψυχικών και σωματικών αρρωστημάτων μας, ίνα κηρύττηται απανταχού η ελεημοσύνη και συμπάθεια, όπου είχεν η Οσία προς τους πάσχοντας. Διότι διδαχθείσα η Οσία Θεοδώρα εκ του ιερού Ευαγγελίου, ότι η αγάπη προς τον πλησίον δεικνύεται μάλιστα εις την των ασθενών βοήθειαν, όταν ησθένει καμμία αδελφή του Μοναστηρίου, ελάμβανεν από την Ηγουμένην συγχώρησιν, και έκαμνε με πολλήν αγάπην την υπηρεσίαν και τον κανόνα της ασθενούς η χριστομίμητος. Ηγάπα δε να τρέφη και τους πεινώντας, να ποτίζη τους διψώντας, να ενδύη τους γυμνούς, και όλους τους ξένους να υποδέχηται προς την της αρετής τελειότητα. Αλλ’ επειδή ήτο υπεξούσιος και δεν διηύθυνεν, έκαμνεν όσον ηδύνατο, και δεν έμενε ταύτης της αρετής άμοιρος· ήτοι, όταν ήρχοντο πτωχοί εις το Μοναστήριον, άφηνε πάσαν άλλην υπηρεσίαν, και έτρεχεν εις την κελλάρισσαν, όπου ελάμβανε τα χρειαζόμενα, και τα έδιδεν εις τους πένητας, επειδή αυτή η μακαρία δεν εξουσίαζε τίποτε, μόνον εις το καλόν συνηγωνίζετο και διηγωνίζετο και της εφαίνετο μέγα αμάρτημα να αργήση ο πτωχός πολλήν ώραν εις το του Μοναστηρίου κατώφλιον. Δια την φιλεύσπλαγχνον ταύτην γνώμην της ο ελεήμων Κύριος της έδωκε την χάριν να κάμνη τοιαύτην θαυματουργίαν υπέρ τας άλλας, δια να φανερώση τοιουτοτρόπως την ελεήμονα γνώμην, όπου είχεν η μακαρία προς πάντας τους αρρώστους και πένητας. Και μη απιστείτε εις τοιούτον θαυματούργημα, διότι και έως την σήμερον γίνεται· και πολλάκις συμβαίνει και ανάπτει η κανδήλα μόνη της θαυμασίως, χωρίς να την ανάψη καμμία από τας Μοναχάς. Πας δε ο απιστών, ας ερωτήση τον ευλαβέστατον και έγκριτον Ιερέα Σισίνιον, όστις το είδεν οφθαλμοφανώς και το εμαρτύρησεν, ούτω λέγων· «Καθώς εισήλθον να προσκυνήσω τον τάφον της Οσίας, έτυχεν η κανδήλα εσβεσμένη την ώραν εκείνην, και καθώς ηυχόμην, την βλέπω και εσείσθη δυνατά πρότερον, έπειτα (ω του θαύματος!) ήναψεν αφ’ εαυτής, και έμεινεν ούτω καίουσα και αναβλύζουσα έλαιον μυροφόρον». Μετά δε τινας ημέρας ετέλεσε πάλιν η Οσία και έτερον θαυματούργημα· ήτοι εις νέος εθήρευε πετεινά τον Σεπτέμβριον· και καθώς έστηνε τα βρόχια την μεσημβρίαν, εξαίφνης είδεν Άραβα μέγαν και φοβερόν και ετρόμαξε· τρέχων δε να φύγη, εφθάσθη υπό του μέλανος, όστις ήτο ο πονηρός διάβολος, και αρπαγείς υπ’ αυτού εκτυπήθη κατά γης, και τόσον εδαιμονίσθη ο ελεεινός νεανίας, όστις εκαλείτο Θεόδωρος, ώστε μετά παρέλευσιν ώρας πολλής μόλις και μετά βίας ηγέρθη και επήγεν εις τον οίκον του, αφηγηθείς προς την μητέρα του την υπόθεσιν. Η δε λαβούσα αυτόν απήλθεν εις τον τάφον της Οσίας κλαίουσα. Τότε ο Θεόδωρος έγινεν έξω φρενών και πηδών εφώναζε λόγους τρελλούς, και εποίει αταξίας εις την Εκκλησίαν εκ συνεργείας του δαίμονος. Έμεινε δ’ εκεί ημέρας τινάς, και έκλαιεν η μήτηρ του δεομένη της Οσίας να ποιήση εις τον υιόν της έλεος. Μίαν δε νύκτα του εφάνη εις το όραμα λέγουσα· «Ανάστα, Θεόδωρε, και δεν έχεις πλέον τίποτε». Τότε εξύπνησε, και ευρέθη τεθεραπευμένος θαυμασιώτατα, βλέπων δε την κανδήλαν πηγάζουσαν έλαιον, ήλειψε την κεφαλήν του με έλαιον και εθεραπεύθη εντελέστατα. Έτερος δε τις νεανίας, την κλήσιν Γεώργιος είχε μικρόθεν δαιμόνιον· επήγε δε εις τον τάφον της Οσίας με την μητέρα του, και εδέετο του Θεού, νηστεύοντες έλαιον και οίνον και όλα τα ζώντα πράγματα, ήλειψε δε η μήτηρ τον υιόν από της κανδήλας το έλαιον, επικαλουμένη της Οσίας το όνομα, μάλιστα όταν τον κατέρριπτε το δαιμόνιον και τον κατεσπάραττεν. Εν μια λοιπόν των νυκτών βλέπει την Οσίαν εις το όραμά της ως μίαν Μοναχήν περιπατούσαν εντός του Ναού, και βαστάζουσαν εις τας χείρας της αγγείον υάλινον πλήρες ελαίου, πλησίον δε αυτής ήσαν δύο νέοι λευχείμονες και ωραίοι. Έμπροσθεν προεπορεύετο εις κληρικός, φέρων θυμιατήριον, επεσκέπτοντο δε όλους τους ασθενείς όπου ευρίσκοντο εις τον Ναόν, και η μεν Θεοδώρα τους ερράντιζεν, ο δε κληρικός τους εθυμίαζε· διότι πολλοί ασθενείς ήσαν εκεί συνηθροισμένοι, ακούοντες ότι εκεί εγίνοντα θαύματα. Ότε δε έφθασαν εις την στρωμνήν του Γεωργίου, έβαλεν η Οσία τον δεύτερον δάκτυλον εις το στόμα του τρις και εξήγαγε κάτι ως φλέγματα. Έπειτα εσπόγγισε τον μικρόν της δάκτυλον εις τα ιμάτια του νέου λέγουσα· «Έγειραι και ιατρεύθης»· έκτοτε έφυγε το δαιμόνιον και ο νέος εθεραπεύθη. Ακούσατε ήδη και έτερον θαύμα, δια του οποίου ωκονόμησεν ο Κύριος να ιστορηθή η Αγία, εις σχετικήν προσκύνησιν των πιστευόντων. Υπήρχε τις ζωγράφος, Ιωάννης ονόματι, όστις δεν είδε ποτέ του την Αγίαν, ούτε επήγεν εις εκείνο το Μοναστήριον. Ούτος είδε τοιαύτην όρασιν εις τον ύπνον του, ότι ευρέθη εις τον τάφον της, και έβλεπε την κανδήλαν, όπου ανέβλυζε το έλαιον, κάτωθεν της οποίας ήτο ελαιοδοχείον πήλινον, το οποίον εδέχετο το έλαιον καθώς εξεχύνετο. Το πρωϊ, εν ω περιεπάτει εις την αγοράν ο ζωγράφος, τον υπήντησεν εις γνωστός του και τον επήγεν εις το Μοναστήριον της Θεοδώρας, ίνα αναστηλώση την εικόνα του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Αφού δε εισήλθον εις την Μονήν, ανεγνώρισεν ο ζωγράφος τον τόπον τον οποίον είδεν εν οράματι, και λέγει του φίλου του· «Εδώ ήμην την παρελθούσαν νύκτα», διηγήθη δε όσα άνωθεν είπομεν. Την επιούσαν νύκτα είδεν ο ζωγράφος πάλιν ότι εζωγράφιζε την Οσίαν Θεοδώραν, και την τρίτην νύκτα το ίδιον. Όθεν εβεβαιώθη, ότι ήτο Θεού θέλημα, να εξιστορηθή η Οσία· όθεν εγερθείς εζωγράφησεν αυτήν μετά πόθου και πόνου και ευλαβείας χωρίς να ερωτήση τινά δια τα του προσώπου της χαρακτηριστικά, την φυσιογνωμίαν και την στάσιν του σώματός της και δια της θείας βοηθείας και της πρεσβείας της Αγίας τόσον επέτυχεν εις την εξιστόρησιν, ώστε ωμοίαζε της Οσίας απαραλλάκτως όπως ήτο εις το άνθος της εφηβικής ηλικίας της. Διότι ίσως θα ήτο Θεού θέλημα, να φαίνηται πόσην ωραιότητα είχεν όταν απηρνήθη τον κόσμον και έγινε Μοναχή. Μετά τινα καιρόν εξήλθε και εκ ταύτης της σεβασμίας εικόνος έλαιον μυρίπνοον και ευωδέστατον, το οποίον εξέρχεται περισσότερον από την αγίαν της δεξιάν, και πλύνει όλην την εικόνα απ’ εκεί και κάτω. Όθεν έθηκαν και δοχείον υποκάτω της εικόνος να δέχηται το άγιον έλαιον, να μη χάνεται. Εξήλθε λοιπόν αύτη η φήμη εις την πόλιν όλην, και έτρεχον άπαντες φέροντες τους ασθενείς μετά πίστεως εις το άμισθον τούτο ψυχής τε και σώματος ιατρείον, και όλοι εθεραπεύοντο, και ουδείς επέστρεφε περίλυπος. Αλλά και δαιμονιζόμενοι και λωβοί και παράλυτοι και από πάσης άλλης ασθενείας ανιατρεύτου δεινώς κετεχόμενοι, καθώς επλησίαζαν μετά πίστεως και ηλείφοντο με το μύρον της αγίας Εικόνος ή της κανδήλας, την ιδίαν στιγμήν και εν ακαρεί εθεραπεύοντο, επέστρεφον δε αγαλλιώμενοι και δοξάζοντες Χριστόν τον Θεόν ημών, τον ποιούντα δια των αγαπώντων και λατρευόντων Αυτόν μεγάλα και εξαίσια θαύματα. Ταύτα ακούσασα και μία γυνή εκ της εκατονταπύλου Θήβης, ευγενής και τιμία, έστειλε δούλον της πιστόν γραμματοφόρον προς την Ηγουμένην, δεομένη και καθικετεύουσα να της στείλη ολίγον απ’ εκείνο το άγιον έλαιον· διότι είχε δούλην τινά πολυαγάπητον, ήτις επί τρία έτη ετύφλωττε. Λαβούσα λοιπόν εκείνη η αρχόντισσα το ζητούμενον έλαιον, ήλειψε με αυτό την πάσχουσαν, και εις ολίγας ημέρας ανέβλεψεν. Όχι δε μόνον αύτη η τυφλή, αλλά και άλλοι πολλοί ασθενείς, χριόμενοι με το μύρον τούτο ιατρεύθησαν. Όθεν διεδόθησαν απανταχού της εκατονταπύλου Θήβης τα της θαυμασίας Θεοδώρας τερατουργήματα· διότι η άνωθεν γυνή ήτο γυνή του Στρατηγέτου Ευθυμίου, εκήρυξε δε τα θαυμάσια της Οσίας Θεοδώρας και εις τους άρχοντας και εις τον λαόν. Έτερος άνθρωπος, Ηλίας ονόματι, το γένος Αμαληκίτης, εικονομάχος την αίρεσιν, τον οποίον πολύ επάσχισαν Ιερείς τε και λαϊκοί να επιστρέψωσιν εις την ορθόδοξον πίστιν, ανωφελώς όμως και εις μάτην, ακούσας ποτέ παρά τινος γνωρίμου του, Θεοδότου το όνομα και ευλαβούς προσκυνητού της Οσίας, τας θαυματουργίας της θαυματουργού Εικόνος της, δια του ρέοντος μύρου, Θεού συνεργεία κατενύχθη τόσον τη καρδία, ώστε είπεν· «Ας υπάγωμεν να ίδω και εγώ την εικόνα· και εάν είναι αληθινά όσα μοι είπες, να απαρνηθώ την θρησκείαν των πατέρων μου». Απελθόντες λοιπόν είδον το άγιον έλαιον, όπου εξεχύνετο και δακρύσας έπεσε κατά γης επί πρόσωπον, λαμβάνων δε εκ του ελαίου ήλειψε το οστούν του μηρού του, όπου είχεν πόνον δεινόν και ανίατον, και παρευθύς δι ευχών της Αγίας έλαβε την ιατρείαν του, και δοξάζων τον Κύριον έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Χριστέ ο Θεός, επειδή δεν με αφήκας να απολεσθώ εις την μανίαν των προπατόρων μου, αλλά με ηλέησας τον ανάξιονκαι με ήρπασας από τους οδόντας του ψυχοφθόρου λέοντος και με ωδήγησας εις την αληθινήν οδόν της επουρανίου Βασιλείας σου, συναριθμήσας με εις την ποίμνην των εκλεκτών προβάτων σου. Διο προσκυνώ και ασπάζομαι την πανάχραντον εικόνα Σου τε και την της Αειπαρθένου Μητρός σου, μετά των εικόνων πάντων των Αγίων σου». Ταύτα λέγων κατησπάζετο την Εικόνα της Οσίας, χριόμενος με το άγιον έλαιον, και ούτω απήλθεν αγαλλιώμενος και διακηρύττων στεντορείως εις όλους την σωτηρίαν του. Ωσαύτως Μοναχοί τινες, ένθεν κακείθεν κατοικούντες εις όρη και σπήλαια της Θεσσαλονίκης, συναχθέντες επί το αυτό ομού μίαν εορτήν, θεολογούντες εψυχολόγουν, κατά την συνήθειάν των, και δη μεταξύ της ομιλίας ανεμνήσθησαν και της Οσίας Θεοδώρας, ηπόρουν δε και εξίσταντο πως ήτο δυνατόν να δοξασθή τοσούτον παρά Θεού, ώστε να τελή τοσαύτα θαυμάσια μία γυνή υπανδρευθείσα τε και χαρείσα τον κόσμον και μάλιστα να περισσεύη εις τας θαυματουργίας τας Ασκητρίας γυναίκας και Μάρτυρας. Όθεν γνωσιμαχήσαντες πολύ και δυσπιστήσαντες, τέλος απεφάσισαν να υπάγωσιν εις τον τάφον της, όπως βεβαιωθώσιν επιτοπίως την αλήθειαν. Εις δε εξ αυτών, Αντώνιος καλούμενος, ενάρετος την πολιτείαν και ιδρυτής και κτίτωρ πολλών ευαγών Εκκλησιών και μονυδρίων, ενόσει πολυετώς εξ ισχιαλγίας και οστεϊτιδος και ούτε να καθίση, ούτε να ίσταται χωρίς πόνον και οδύνην ηδύνατο. Ελθών λοιπόν εις την Εικόνα της Αγίας ο Αντώνιος έκαμε τρεις μετανοίας και λαμβάνων εκ της Εικόνος το έλαιον, έχρισε τα μέλη του εκείνα τα πεπονημένα. Ευθύς δε ιατρεύθη καθ’ ολοκληρίαν τελείως, ώστε δεν έμεινε ποσώς κανέν λείψανον ασθενείας επάνω του. Τοιουτοτρόπως οι Μοναχοί εβεβαιώθησαν την αλήθειαν και υπέστρεψαν εις τα κελλία των, αινούντες τον Κύριον. Ετέρας επίσης Μοναχής εξ άλλου Μοναστηρίου είχον πρησθή οι πόδες και τα γόνατα δίκην οιδίποδος και ασκού, ελεεινόν και αξιοδάκρυτον θέαμα. Απελθούσα λοιπόν και αυτή εις τον τάφον της Οσίας μετά πίστεως, και παραμείνασα ημέρας πέντε και χρισθείσα το άγιον έλαιον, επέστρεψεν υγιής εις το αυτής Μοναστήριον. Ας διαλάβωμεν και έτερον θαυμάσιον εκ των πολλών και ούτω να δώσωμεν τέλος αγαθόν συν Θεώ εις την βιογραφίαν μας. Γυνή τις εκ Θεσσαλονίκης, Αυξεντία ονόματι, ήτο από της οσφύος και κάτωθεν παράλυτος και ακίνητος. Ακούσαντες δε οι συγγενείς της τα σημεία και τέρατα, όπου η θαυμαστή Θεοδώρα ετέλει, εσήκωσαν αυτήν ως άψυχον φορτίον και την έφεραν εις τον τάφον της, ένθα προσμείνασα τρεις ημέρας εχρίετο κατάσαρκα το άγιον έλαιον και ούτω ηγέρθη υγιής, ω του θαύματος! Περιεπάτει δε ανεμποδίστως και ανωδύνως εκτελούσα πάσας τας υπηρεσίας της Μονής και δοξάζουσα τον Κύριον· όθεν ηυχαρίστει την Οσίαν ως έπρεπεν. Έμεινε δε άλλας τέσσαρας ημέρας εις την υπηρεσίαν του Μοναστηρίου προς ηθικήν ανταπόδοσιν της χάριτος, μετέπειτα επήγεν εις τον οίκον της, περιπατούσα και χαίρουσα. Ταύτα και άλλα πλείστα όσα ετέλεσε και τελεί καθ’ εκάστην το τίμιον αυτής και σεβάσμιον λείψανον εις δόξαν του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της μιας θεότητος. Η πρέπει τιμή και προσκύνησις, πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου