Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

Τη ΚΒ΄ (22α) του μηνός Αυγούστου, η σύναξις της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών ΘΕΟΤΟΚΟΥ εν τω Πυρσώ της Ευρυτανίας.

Εις τα μέρη της ποτέ μεν περιφήμου, νυν δε τεταπεινωμένης Ελλάδος (Ο συγγραφεύς της παρούσης διηγήσεως ονομάζει την Ελλάδα τεταπεινωμένην, διότι την εποχήν καθ’ ην συνέγραφε την διήγησιν ταύτην η νυν ελευθέρα Ελλάς ήτο υπό την δουλείαν των Οθωμανών.), κατά την Επαρχίαν του Λιτζάς και Αγράφων είναι όρος μέγα και υψηλόν, το οποίον ονομάζεται Όρθρυς, διότι από το ύψος, το οποίον έχει, ορθρίζει, ήτοι βλέπει τον ερχομόν της ημέρας και του ηλίου πρωτύτερα από όλα τα άλλα βουνά της Στερεάς Ελλάδος. Προς τα δυτικά μέρη και νότια του όρους τούτου ευρίσκονται και άλλα όρη, τα οποία είναι τόσον δύσβατα, όσον δεν ημπορεί να παραστήση ο λόγος, από αυτά δε εξέρχονται οι δεξιοί κλώνοι και αρχαί του Αχελώου ποταμού. Μέσον των ορέων τούτων, εις τους πλέον βαθυτάτους και δυσαναβάτους τόπους, ευρίσκεται η Ιερά Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου της Προυσιωτίσσης.

Τη ΚΒ΄ (22α) του μηνός Αυγούστου, οι Άγιοι Μάρτυρες ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ, ΩΡ και ΟΡΟΨΙΣ ξίφει τελειούνται.

Ειρηναίος ο μακάριος Μάρτυς, ο πρώτος εκ των τριών τούτων Αγίων Μαρτύρων, ήτο Διάκονος της Εκκλησίας· επειδή δε εκήρυττε παρρησία τον Χριστόν ως Θεόν αληθινόν, συνελήφθη υπό των απίστων και παρέστη έμπροσθεν του άρχοντος. Οι δε Άγιοι Ωρ και Όροψις ήσαν και αυτοί Χριστιανοί, και παρασταθέντες μετά του Αγίου Ειρηναίου ωμολόγησαν την πίστιν του Χριστού. Ερρίφθησαν λοιπόν και οι τρεις εντός πυράς, πεσούσης δε βροχής εσβέσθη το πυρ και έμειναν αβλαβείς οι Άγιοι· είτα ριφθέντες εις τα θηρία, επειδή ουδεμίαν και υπ’ αυτών βλάβην υπέστησαν, εκρεμάσθησαν επί ξύλου και εξεσχίσθησαν αλύπητα. Τελευταίον απεκεφαλίσθησαν και ούτως έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους της αθλήσεως.

Τη ΚΒ΄ (22α) του μηνός Αυγούστου, μνήμη της Οσίας ΑΝΘΟΥΣΗΣ και ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ του Μάρτυρος του βαπτίσαντος αυτήν, και των δύο οικετών αυτής, ΧΑΡΙΣΙΜΟΥ και ΝΕΟΦΥΤΟΥ.

Ανθούσα η Οσία μήτηρ ημών έζη κατά τους χρόνους του βασιλέως Ουαλεριανού, εν έτει σνδ΄ (254), καταγομένη εκ Σελευκείας της εν Συρία, θυγάτηρ ούσα Αντωνίου και Μαρίας, πλουσιωτάτων μεν γονέων, αλλά προσκεκολλημένων εις την θρησκείαν των ειδώλων. Πιστεύουσα κρυφίως δε αύτη εις τον Χριστόν, επεθύμει να λάβη το άγιον Βάπτισμα και να ίδη τον Επίσκοπον Αθανάσιον, ο οποίος εκήρυττεν εν Ταρσώ της Κιλικίας τον λόγον του Θεού· καταπείσασα δε η Οσία την μητέρα της και λαβούσα δύο ημιόνους, ανέβη εις την μίαν εξ αυτών, και έλαβε μεθ’ εαυτής και τους δύο ευνούχους και δούλους της, Χαρίσιμον και Νεόφυτον, προσποιηθείσα ότι θα υπάγη εις την τροφόν της.

Τη ΚΒ΄ (22α) του μηνός Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΑΓΑΘΟΝΙΚΟΥ και των συν αυτώ ΖΩΤΙΚΟΥ, ΖΗΝΩΝΟΣ, ΘΕΟΠΡΕΠΙΟΥ, ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ και ΣΕΒΗΡΙΑΝΟΥ.

Αγαθόνικος ο ένδοξος αθλοφόρος του Χριστού και οι συν αυτώ αθλήσαντες Άγιοι Μάρτυρες ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού, εν έτει 298, ότε κόμης τις, Ευτόλμιος ονομαζόμενος, σταλείς εκ της Νικομηδείας εις τα μέρη του Ευξείνου Πόντου υπό του βασιλέως, ίνα θανατώση τους ευρισκομένους εκεί Χριστιανούς, προσωρμίσθη εις το εμπόριον το λεγόμενον Κάρπην· εκεί δε ευρών τον Άγιον Ζωτικόν με τους μαθητάς του ομολογούντας τον Χριστόν, κατεδίκασεν αυτόν εις σταυρικόν θάνατον. Επαναλθών ο Ευτόλμιος εις την Νικομήδειαν και μαθών ότι ο λεγόμενος Πρίγκηψ επίστευσεν εις τον Χριστόν, καταπεισθείς υπό τινος Αγαθονίκου, όστις απεμάκρυνε τους Έλληνας από των ειδώλων και προσέφερεν αυτούς εις τον Χριστόν, συνέλαβεν αμφοτέρους, και τον μεν Αγαθόνικον δυνατά έδειρε, τον δε Πρίγκηπα, μετά και άλλων Χριστιανών, απήγαγε δέσμιον εις την Θράκην, όπου διετέλει ων ο βασιλεύς, ίνα ούτοι παρά του βασιλέως κριθώσιν. Ελθών δε εις κώμην λεγομένην Ποταμός, εκεί εθανάτωσε δια τινος μηχανικού οργάνου, του καταπέλτου (ομοιάζοντος με το ακόντιον), τους Αγίους Ζήνωνα, Θεοπρέπιον και Ακίνδυνον, καθότι δεν ηδύναντο πλέον να περιπατήσωσιν οι μακάριοι ως εκ των επενεχθεισών εις αυτούς πρότερον πληγών δια ραβδισμάτων. Είτα αφιχθείς εις την Χαλκηδόνα εφόνευσε δια ξίφους τον Άγιον Σεβηριανόν, κηρύττοντα τον Χριστόν. Όταν δε ήλθεν εις το Βυζάντιον, παρέστη ενώπιόν του ο υπ’ αυτού πρότερον δαρείς Αγαθόνικος μετά του Πρίγκηπος και των δεσμίων, τους οποίους είχεν ο κόμης μεθ’ εαυτού.