«Και απηγγέλη αυτώ λεγόντων· η μήτηρ σου και οι αδελφοί
σου εστήκασιν έξω ιδείν σε θέλοντες» (Λουκά η: 20).
Έχεις αληθώς, ω μακαρία δυάς Ιωακείμ και Άννα, και κατ’
εξαίρετον τρόπον και με προνόμιον δικαιότατον, της αθανασίας το πολυέραστον και
τιμαλφέστατον θησαύρισμα· έχεις, λέγω, τοιαύτης αθανασίας προνόμιον, και ως
κλήρον αναφαίρετον και δικαιότατον απέλαβες εκείνο όπου επεθύμησαν πολλοί, και
βασιλείς και σοφοί· αλλά καθώς και ο τρόπος με τον οποίον εζήτησαν τοιαύτης
αθανασίας όνομα ήτο καταγέλαστος, τοιουτοτρόπως και αυτοί έμειναν εις όλον το
ύστερον παίγνιον εις τους μεταγενεστέρους και γέλως. Και τι άλλο άξιον γέλωτος
ωσάν να επιθυμήση τις τοιούτον υπερφυσικόν πράγμα και θείον, το της αθανασίας,
με την γλώσσαν ενός πτηνού πολλά αδυνάτου;