Αθανάσιος ο τρισόλβιος Νεομάρτυς
ήτο εκ χώρας λεγομένης Κίος, της κειμένης εις την της Νικαίας επαρχίαν,
ονομαστός εις την χώραν του, μετά γυναικός και τέκνων, έχων πλούτον αρκετόν και
ουδενός των αναγκαίων υστερούμενος, αλλά και ευαγγελικώς πολιτευόμενος εν
πάσαις ταις εντολαίς του Κυρίου. Συνέβη δε και έρριψαν οι Αγαρηνοί εις την
χώραν του συδοσίαν βασιλικήν, το λεγόμενον τουρσάτιν (φόρον) υπέρ την δύναμιν
των Χριστιανών· αυτός δε, ως πλέον μεγαλύτερος όπου ήτο από όλους και πλέον
φιλάδελφος, δια να προστατεύση τους συμπατριώτας του εκίνησεν αγωγήν κατά των
εγχωρίων Τούρκων, δια να συμβοηθήσουν και αυτοί τους Χριστιανούς εις τον φόρον
τον βασιλικόν, επειδή Γενίτσαροι δεν ήσαν ούτε σπαχήδες, αλλά συμπολίται και
αυτοί. Οι δε Αγαρηνοί εφοβήθησαν μήπως και τελειώση το μελετώμενον αυτό, ότι
ήτο μέγας άρχων και λόγιος και ο λόγος του είχε δύναμιν μεγάλην πλησίον εις
τους κριτάς.
Συνεσαλεύθησαν λοιπόν, και συλλαβόντες αυτόν, τον επήγαν εις τον Βεζύρην και εμαρτύρησαν ψευδώς, ότι είπε να γίνη Τούρκος· ο δε Βεζύρης εξήτασε και πολλά παρεκίνησεν αυτόν, δια να γίνη Τούρκος. Ο δε ευλογημένος Αθανάσιος απεκρίθη λέγων· «Μη γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ, ποτέ να αρνηθώ εγώ την πίστιν μου». Ταύτα ειπόντος του Αγίου, επρόσταξεν ο Βεζύρης και τον έρριψαν εις την φυλακήν, διέταξε δε καθ’ εκάστην να τον τυραννούν ανηλεώς εις διάστημα εξήκοντα ημερών· είτα τον έβγαλαν, και του έλεγαν πάλιν να γίνη Τούρκος· ο δε Μάρτυς ίστατο ακλόνητος και στερεός εις την ομολογίαν της πίστεώς του, και έλεγεν· «Εγώ Χριστιανός εγεννήθην και Χριστιανός θέλω να αποθάνω». Ταύτα ακούσας ο Βεζύρης παρέδωκεν αυτόν εις τον έπαρχον· ο δε έπαρχος εις τον δήμιον, όστις φέρων αυτόν εις το Παρμάκ Καπί απέτεμε την αγίαν αυτού κεφαλήν, και ούτως ο φερώνυμος Αθανάσιος έλαβε χαίρων του μαρτυρίου τον στέφανον, και ηξιώθη της των ουρανών βασιλείας· ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, ελέει του Παναγάθου Θεού ημών, δια πρεσβειών του Αγίου Αθανασίου. Αμήν.
Συνεσαλεύθησαν λοιπόν, και συλλαβόντες αυτόν, τον επήγαν εις τον Βεζύρην και εμαρτύρησαν ψευδώς, ότι είπε να γίνη Τούρκος· ο δε Βεζύρης εξήτασε και πολλά παρεκίνησεν αυτόν, δια να γίνη Τούρκος. Ο δε ευλογημένος Αθανάσιος απεκρίθη λέγων· «Μη γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ, ποτέ να αρνηθώ εγώ την πίστιν μου». Ταύτα ειπόντος του Αγίου, επρόσταξεν ο Βεζύρης και τον έρριψαν εις την φυλακήν, διέταξε δε καθ’ εκάστην να τον τυραννούν ανηλεώς εις διάστημα εξήκοντα ημερών· είτα τον έβγαλαν, και του έλεγαν πάλιν να γίνη Τούρκος· ο δε Μάρτυς ίστατο ακλόνητος και στερεός εις την ομολογίαν της πίστεώς του, και έλεγεν· «Εγώ Χριστιανός εγεννήθην και Χριστιανός θέλω να αποθάνω». Ταύτα ακούσας ο Βεζύρης παρέδωκεν αυτόν εις τον έπαρχον· ο δε έπαρχος εις τον δήμιον, όστις φέρων αυτόν εις το Παρμάκ Καπί απέτεμε την αγίαν αυτού κεφαλήν, και ούτως ο φερώνυμος Αθανάσιος έλαβε χαίρων του μαρτυρίου τον στέφανον, και ηξιώθη της των ουρανών βασιλείας· ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, ελέει του Παναγάθου Θεού ημών, δια πρεσβειών του Αγίου Αθανασίου. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου