Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Τετάρτη 18 Αυγούστου 2021

Τη ΙΘ΄ (19η) του Αυγούστου, μνήμη του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ του Νέου του θαυματουργού, του εν τω όρει της πόλεως Ναούσης ασκήσαντος.

Θεοφάνης ο Όσιος Πατήρ ημών ο Νέος εγεννήθη εις Ιωάννινα περί τας αρχάς της ΙΣΤ΄ εκατονταετηρίδος μ.Χ. εκ γονέων ευσεβών, υφ ων και ανετράφη εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Υπό θείου δε εμπνεόμενος ζήλου, κατά την ενηλικίωσιν αυτού αποχαιρετήσας τα φθαρτά και γήϊνα μετέβη εις το αγιώνυμον Όρος του Άθωνος, περιελθών δε τας εν αυτώ Ιεράς Μονάς και Σκήτας των Πατέρων εξέλεξε την Μονήν του Δοχειαρίου, ένθα γενόμενος Μοναχός διήγεν οσίως και εναρέτως τον βίον του, φιλαδέλφως δε αγαπών τους συνασκουμένους πατέρας και αδελφούς της Μονής, και υπ’ αυτών αμοιβαίως ανταγαπώμενος εξελέγη μετ’ ολίγον Ηγούμενος αυτών και της ιεράς Μονής επιστάτης.

Τη ΙΘ΄ (19η) του Αυγούστου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΤΙΜΟΘΕΟΥ, ΑΓΑΠΙΟΥ και ΘΕΚΛΗΣ.

Τιμόθεος ο ένδοξος ούτος του Χριστού Μάρτυς κατήγετο εκ της Παλαιστίνης, ων δε τέλειος κατά τον λόγον και την ζωήν, εγένετο της ευσεβείας διδάσκαλος. Συλληφθείς δε παρέστη εις τον άρχοντα της Γάζης, Ουρβανόν ονόματι, και ερωτηθείς παρ’ αυτού ωμολόγησεν, ότι ανήκει εις την τάξιν των Χριστιανών, εθεολόγησε δε πάσαν την του Χριστού ένσαρκον οικονομίαν· όθεν δαρείς δυνατά και παν είδος βασάνων δοκιμάσας, επειδή ουδόλως εκάμφθη, αλλ’ έμεινεν αμετάθετος εις την ευσέβειαν, ερρίφθη ύστερον εις πυράν, και ούτω παρέδωκε το πνεύμα του τω Θεώ και έλαβε του μαρτυρίου τον άφθαρτον στέφανον. Εν τη ιδία δε πόλει της Γάζης ευρισκόμενοι ο τε Άγιος Αγάπιος και η Θέκλα, η εκ της Βιζύης καταγομένη, εβασανίσθησαν πολύ δια την του Χριστού πίστιν, και επειδή έτι μάλλον εις αυτήν εστερεώνοντο, δια τούτο παρεδόθησαν εις τα θηρία και υπ’ αυτών κατασπαραχθέντες έλαβον τον στέφανον του μαρτυρίου.

Τη ΙΘ΄ (19η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΑΝΔΡΕΟΥ του Στρατηλάτου, και των συν αυτώ τελειωθέντων Δισχιλίων Πεντακοσίων Ενενήκοντα Τριών.

Ανδρέας ο ένδοξος Μάρτυς και Στρατηλάτης ήκμασε κατά τους χρόνους του ασεβεστάτου Μαξιμιανού, εν έτει σπθ΄ (289), στρατιώτης ων εν τη Ανατολή, υπό τον Αντίοχον αρχιστράτηγον του βασιλικού στρατού. Αποσταλείς δε υπ’ αυτού μετ’ άλλων συστρατιωτών, ίνα πολεμήση τους Πέρσας, οίτινες, διαβάντες τα όριά των και ελθόντες εις τα όρια των Ρωμαίων, ελεηλάτουν αυτά και ηφάνιζον, επεκαλέσθη τον Χριστόν, πείσας δε και τους συντρόφους του να επικαλεσθώσιν Αυτόν, ενίκησε τους Πέρσας και τους κατετρόπωσεν. Όθεν ένεκα της ανελπίστου ταύτης νίκης προσείλκυσεν εις την πίστιν του Χριστού τους στρατιώτας του. Διαβληθέντες λοιπόν ο τε Άγιος και οι τούτου σύντροφοι προς τον αρχιστράτηγον αυτών Αντίοχον, παρεστάθησαν όλοι προς αυτόν και ωμολόγησαν την του Χριστού πίστιν· διο τον μεν Άγιον Ανδρέαν ήπλωσαν επί σιδηράς πεπυρωμένης κλίνης, των δε συντρόφων του τας χείρας εκάρφωσαν επί τετραγώνων ξύλων. Είτα κατά προσταγήν του Αντιόχου εδίωξαν τους Αγίους εκ των ορίων της χώρας εκείνης χίλιοι άλλοι στρατιώται, τους οποίους κατηχήσας ο Άγιος Ανδρέας ωδήγησε και τούτους εις την πίστιν του Χριστού. Τούτο δε μαθών ο Αντίοχος κατεδίωξεν όλους, προστάξας να θανατώσωσιν αυτούς τε και τους εξ αρχής όντας συντρόφους του Αγίου, ως και αυτόν τον ίδιον πανένδοξον Ανδρέαν και ούτως έλαβον όλοι τους στεφάνους της αθλήσεως.