Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ

ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ


Α. Πρός τό σκάμ­μα.
Πρό­μα­χος τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, πού ἀ­κο­λού­θη­σε τά ἴ­χνη τοῦ Με­γά­λου Ἀ­θα­να­σί­ου καί ἐ­φά­μιλ­λος τοῦ ἱ­ε­ροῦ Φω­τί­ου, ἀ­να­δεί­χθη­κε ὁ μα­κά­ριος αὐ­τός ἐ­πί­σκο­πος τῆς Ἐ­φέ­σου, ὁ περιώ­νυ­μος με­τα­ξύ τῶν ὀρ­θο­δό­ξων μα­χη­τῶν, ὁ Μάρ­κος ὁ Εὐ­γε­νι­κός. Χά­ρη στή θερ­μή του πί­στη, τήν ἄ­τεγ­κτη ἐ­πι­μο­νή του στήν Ὀρ­θό­δο­ξη γραμ­μή καί τήν ἄ­φθα­στη ἀν­δρεί­α του, κα­τόρ­θω­σε νά κρά­τη­σει τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἀ­δού­λω­τη ἀ­πέ­ναν­τι στούς κιν­δύ­νους πού τήν ἀ­πεί­λη­σαν νά ὑ­πο­δου­λω­θεῖ στήν πα­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­ναγ­κά­σθη­κε νά ἀναγνω­ρί­σει τίς πλά­νες, στίς ὁ­ποῖ­ες ὑ­πέ­πε­σε με­τά τό χω­ρι­σμό της ἀ­πό τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἀ­να­το­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α. Ἄς με­λε­τή­σου­με τήν πα­τε­ρι­κή αὐ­τή μορ­φή, πού στά­θη­κε βρά­χος ἀ­σά­λευ­τος καί ἀ­με­τα­κί­νη­τος ἐμ­μο­νῆς στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Πα­ρά­δο­ση.
Βρι­σκό­μα­στε στό τέ­λος τοῦ 14ου αἰ­ῶ­νος. Τά πράγ­μα­τα γύ­ρω ἀ­πό τήν πε­ρί­φη­μη Βυ­ζαν­τι­νή αὐ­το­κρα­το­ρί­α, πού ἐ­πί χί­λια ἔ­τη ἐ­ξέ­πεμ­πε πλού­σιο φῶς πο­λι­τι­σμοῦ καί χρι­στι­α­νι­κής ζω­ῆς σέ ὅ­λα τά ση­μεῖ­α τοῦ ὁ­ρί­ζον­τα, δέν εἶ­ναι κα­θό­λου εὐ­χά­ρι­στα. Οἱ Τοῦρ­κοι τοῦ Μου­ράτ τοῦ Β΄ τήν ἐ­πι­βου­λεύ­ον­ται ἀ­πό παν­τοῦ. Ὁ­λό­κλη­ρα τμή­μα­τά της τά ἀ­πο­σποῦν βί­αι­α ἀ­πό τόν κορ­μό της καί τήν ἐ­ξα­σθε­νί­ζουν συ­νε­χῶς.
Μοιά­ζει μέ ἕ­να με­γά­λο ἀ­σθε­νῆ, πού ἔ­χει ἄ­με­ση ἀ­νάγ­κη βο­η­θεί­ας καί ἐ­νι­σχύ­σε­ως. Καί σάν νά μή ἔ­φθα­ναν οἱ κίν­δυ­νοι αὐ­τοί, προ­στί­θε­ται καί ἔ­νας ἄλ­λος ἀ­πρό­σκλη­τος ἐ­χθρός. Εἶ­ναι ὁ πα­πι­σμός· ἡ πα­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­κμε­ταλ­λεύ­ε­ται κά­θε εὐ­και­ρί­α προ­κει­μέ­νου νά ὑ­πο­τά­ξει καί ὑ­πο­δού­λω­ση, τήν Ὀρ­θο­δο­ξία καί ἐ­πε­κτεί­νει, τήν κυ­ρι­αρ­χί­α της καί στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἀ­να­το­λή.
Αὐ­το­κρά­τωρ στό θρό­νο τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως εἶ­ναι ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πα­λαι­ο­λό­γος. Ἀ­πό τήν ὑ­ψη­λή σκο­πιά τοῦ θρό­νου τοῦ πα­ρα­κο­λου­θεῖ τά πράγ­μα­τα τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας καί τά βρί­σκει ἐ­ξαι­ρε­τι­κά δύ­σκο­λα. Χρει­ά­ζε­ται ἄ­με­ση βο­ή­θεια. Ποῦ θά τήν βρεῖ ὅ­μως; Που­θε­νά δέν βλέ­πει νά ρο­δί­ζει ἡ αὐ­γή τῆς ἐλ­πί­δος. Μί­α μό­νο ἔ­χει ἀ­κό­μη ἐλ­πί­δα. Νά ἀπευθυνθεῖ στήν πα­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α καί νά ζή­τη­σει ἀ­πό αὐ­τήν ἐ­νί­σχυ­ση. Ἔ­χει αὐ­τή δύ­να­μη καί ἐ­πιρ­ρο­ή. Ἔ­χει κα­τορ­θώ­σει νά ἐ­πη­ρε­ά­ζει βα­σι­λεῖς καί αὐ­το­κρά­το­ρες τῆς Δύ­σε­ως. Μπο­ρεῖ νά βο­η­θή­σει ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κῶς. Καί κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο ἐ­κεί­νη, συγ­κε­κρι­μέ­να τό ἔ­τος 1438, εἶ­χε συγ­κρο­τή­σει Σύ­νο­δο, πού τήν ὀ­νό­μα­σε Οἰ­κου­με­νι­κή, στήν Φερ­ρά­ρα τῆς Ἰτα­λί­ας. Εὐ­και­ρί­α λοι­πόν γιά τόν αὐ­το­κρά­το­ρα νά ἔλ­θει σέ συ­νεν­νο­ή­σεις καί νά ζη­τή­σει τήν πο­λυ­πό­θη­τη βο­ή­θεια. Ἀ­πο­φα­σί­ζει νά ἔλ­θει ἐ­κεῖ αὐ­το­προ­σώ­πως μα­ζί μέ τούς ἀρχιερεῖς πού δι­έ­θε­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο κύ­ρος, μέ ἐ­πί κε­φα­λῆς τόν πα­τριά­ρχη Ἰ­ω­σήφ. Θά συ­ζη­τή­σουν ἐ­κεῖ, θά τούς θέ­σουν ὑ­πό­ψη τά σο­βα­ρά ζη­τή­μα­τα πού τούς ἀ­πα­σχο­λοῦν θά ἀ­πο­σπά­σουν ὁ­πωσ­δή­πο­τε βο­ή­θεια. Μα­ζί μέ τήν ὁ­μά­δα τῶν ἐ­πι­σκό­πων καί ὁ σπου­δαῖ­ος καί στα­θε­ρό­τα­τος Μάρ­κος, τό καύ­χη­μα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξιας, ὁ πρό­ε­δρος τῆς με­γά­λης Ἐφέ­σου, ὁ ἡ­ρω­ι­κός της ἐ­πί­σκο­πος. Πρίν ὅ­μως πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με τήν τύ­χη τῆς ὑ­πό τόν Αὐ­το­κρά­το­ρα καί τόν Πα­τριά­ρχη ἐ­πι­τρο­πῆς τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων, ἅς δοῦ­με σέ λί­γες γραμμές ποι­ός ἦ­ταν ὁ ὀ­νο­μα­στός ἐ­πί­σκο­πός της Ἐ­φέ­σου, πού γύ­ρω ἀ­πό τό πρό­σω­πό του θά δι­ε­ξα­χθεῖ ὁ μέ­γας ἀ­γών τῆς Ὀρ­θο­δο­ξιας κα­τά τοῦ Πα­πι­σμοῦ καί θά κρά­τη­σει, ἕνας καί μό­νος αὐ­τός, τήν Πί­στη τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­δού­λω­τη.
Στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη γεν­νή­θη­κε ὁ Μάρ­κος τό 1392. Μα­νου­ήλ ἦ­ταν τό βα­πτι­στι­κό του ὄ­νο­μα. Δι­ά­κο­νος ἦ­ταν ὁ πα­τήρ του. Καί δι­δά­σκα­λος συγ­χρό­νως. Κό­ρη ἰα­τροῦ ἡ μητέρα του. Ἐ­πι­με­λεια καί φρον­τί­δα πολ­λή ἐ­πέ­δει­ξαν ἀμ­φό­τε­ροι στήν χρι­στι­α­νι­κή καί ἠ­θι­κή δι­α­παι­δα­γώ­γη­ση τοῦ υἱ­οῦ τους. Ἀλ­λά καί τήν γραμ­μα­τι­κή του μόρ­φω­ση δέν παραμέ­λη­σαν. Τόν ἤ­θε­λαν πι­στό Χρι­ο­τια­νό, ἀλ­λά καί ἱ­κα­νό νά προ­σφέ­ρι ὅ,τι θά μπο­ροῦ­σε στούς γύ­ρω του. Ὁ νέ­ος ἀν­τα­πο­κρί­θη­κε πλή­ρως στίς προσ­δο­κί­ες τῶν εὐ­σε­βῶν γονέ­ων του. Καί μόρ­φω­ση ἱ­κα­νή ἔ­λα­βε, ἀ­φοῦ ὁ Θε­ός τόν εἶ­χε προι­κί­σει μέ σπου­δαί­α δι­ά­νοι­α, ἀλ­λά καί πνευ­μα­τι­κῶς καί χρι­στι­α­νι­κῶς μορ­φώ­θη­κε ἄ­ρι­στα. Ἀ­πό τό ἐ­φη­βι­κά τοῦ χρό­νια πα­ρου­σί­α­σε δείγ­μα­τα ὥ­ρι­μου ἀν­θρώ­που, σπου­δαί­ου νέ­ου. Οἱ πρῶ­τες του ἀ­σχο­λί­ες με­τά τήν ἐγ­κύ­κλια μόρ­φω­ση τοῦ ἦ­ταν ὅ­πως καί τοῦ πα­τέ­ρα του. Δι­δά­σκα­λος ἔ­γι­νε· καί στούς μα­θη­τές τοῦ με­τέ­δι­δε τά ἑλ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα, ἀλ­λά καί τά χρι­στι­α­νι­κά ρή­μα­τα. Καί οἰ­κο­δο­μοῦ­σε ὁ νέ­ος· καί γι­νό­ταν πα­ρά­δειγ­μα σέ μι­κρούς καί με­γά­λους στα­θε­ρό­τη­τος καί πνευ­μα­τι­κῆς προ­κο­πῆς.