Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Οι Άγιοι Τρεις Παίδες Ανανίας, Αζαρίας, Μισαήλ και ο Προφήτης Δανιήλ

Τη ΙΖ΄ (17η) του αυτού μηνός μνήμη των Αγίων Τριών Παίδων ΑΝΑΝΙΟΥ, ΑΖΑΡΙΟΥ, ΜΙΣΑΗΛ και ΔΑΝΙΗΛ του Προφήτου.                                                                   

Δανιήλ ο μακάριος Προφήτης ήτο από την βασιλικήν φυλήν του Ιούδα, καταγόμενος από γένος ευρισκόμενον εις την βασιλικήν υπηρεσίαν και εγεννήθη εις Βηθαράν την ανωτέραν. Ενώ δε ακόμη ήτο νήπιον, απήχθη αιχμάλωτος εκ της Ιουδαίας εις την Βαβυλώνα και εκεί προεφήτευσεν έτη εβδομήκοντα· προέλαβε δε την Γέννησιν του Χριστού τετρακόσια εξήκοντα έτη. Ήτο δε ανήρ τοσούτον σώφρων, ώστε οι Ιουδαίοι ενόμιζον, ότι είναι ευνούχος. Επένθησε πολύ δια την αιχμαλωσίαν των ομοφύλων του Εβραίων, ενήστευε δε από πάσαν επιθυμητήν τροφήν· και ήτο μεν ξηρός κατά το σώμα, εφαίνετο όμως πολύ ωραίος με την Χάριν του Υψίστου Θεού.                                                        
Οι δε Άγιοι ΤΡΕΙΣ ΠΑΙΔΕΣ ήσαν Ιεροσολυμίται, υιοί πατρός μεν Εζεκίου του βασιλέως, μητρός δε Καλλινίκης. Ο δε πατήρ αυτών Εζεκίας ασθενήσας και ειπών προς τον Θεόν μετά δακρύων, ότι εφύλαξε τα αρεστά ενώπιον αυτού, έλαβε προσθήκην της ζωής του δεκαπέντε έτη. Όταν δε η αγία πόλις των Ιεροσολύμων εκυριεύθη υπό του Ναβουχοδονόσορος βασιλέως των Βαβυλωνίων και Ασσυρίων, απήχθησαν και ούτοι οι Τρεις Παίδες αιχμάλωτοι εις την Βαβυλώνα μετά του Προφήτου Δανιήλ· εκεί δε κατεστάθησαν επιστάται των πραγμάτων του βασιλέως δια την αρετήν και φρόνησίν των και μάλιστα δια την μεσιτείαν του Δανιήλ. Επειδή δε κατεφρόνησαν την χρυσήν εικόνα του βασιλέως, την οποίαν προσέταξε να προσκυνώσιν όλοι οι λαοί εις την πεδιάδα Δεηρά, ερρίφθησαν εις κάμινον, επταπλασίως καιομένην, εντός της οποίας δροσιζόμενοι από καταβάντα θείον Άγγελον έψαλλον τον παγκόσμιον ύμνον, συγκαλούντες όλα τα κτίσματα εις δοξολογίαν Θεού. Τότε βλέπων ο βασιλεύς το παράδοξον τούτο θαύμα ωμολόγησεν, ότι είναι μέγας ο Θεός ο υπ΄ αυτών προσκυνούμενος.                                                                                                                          
Ο δε θείος Δανιήλ, καίτοι συζήσας και συναναστραφείς μετά των ανωτέρω Αγίων Τριών Παίδων και γενόμενος αίτιος να τιμηθώσι δια της μεσιτείας του, ως είπομεν, εν τούτοις δεν ερρίφθη μετ΄ αυτών εις την κάμινον καθώς και η θεία Γραφή δεν αναφέρει τούτο. Η αιτία δε δια την οποίαν δεν ερρίφθη εις την κάμινον ο Δανιήλ είναι η εξής, όπερ συνάδει και με την αλήθειαν. Επειδή ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ ωνόμασε τον Δανιήλ Βαλτάσαρ, ως είναι γεγραμμένον· ¨Και ο βασιλεύς επέθηκεν όνομα αυτώ Βαλτάσαρ» (Δαν. ε: 12), το δε όνομα αυτό ήτο γνώρισμα εξόχου τιμής και όνομα του θεού αυτών, κατά το ρητόν «Έως ήλθε Δανιήλ, ου το όνομα Βαλτάσαρ, κατά το όνομα του θεού μου» (Δαν. δ: 5), τούτου ένεκα, ίνα μη φανή εις τους Πέρσας τους θεόν νομίζοντας το πυρ, ότι έσβεσε την φλόγα της καμίνου ο των Βαβυλωνίων θεός, ο καλούμενος Βαλτάσαρ, δια τούτο ωκονομήθη παρά της θείας Προνοίας να μη ριφθή εις την κάμινον μετά των Αγίων Τριών Παίδων ο Προφήτης Δανιήλ, ο έχων το όνομα τούτο· αλλ΄ ουδέ εις την ιστορίαν την περί της καμίνου λεγομένην αναφέρεται διόλου ο Δανιήλ. Οι δε Άγιοι Τρεις Παίδες, αφού ελυτρώθησαν παραδόξως και υπερφυσικώς από την κάμινον του πυρός, πάλιν αποκατεστάθησαν εις την προτέραν των δόξαν· και διανύσαντες την ζωήν των εντίμως, ετελεύτησαν εν ειρήνη καθώς και ο Προφήτης Δανιήλ.                 
Λέγουσι δε τινες, ότι μετά τον θάνατον του Ναβουχοδονόσορος και των λοιπών βασιλέων, οι οποίοι ετίμων τους Αγίους Τρεις Παίδας, έγινεν άλλος βασιλεύς, Αττικός ονομαζόμενος. Ούτος εξετάσας τους τρεις Αγίους τούτους και ελεγχθείς υπ΄ αυτών δια την ασέβειάν του, προσέταξε να κοπή η κεφαλή του Αγίου Μισαήλ, την οποίαν εδέχθη ο Άγιος Αζαρίας απλώσας το φιβλατόριόν του, ήτοι τον επενδύτην του (διότι φίβλα λατινιστί λέγεται η πόρπη και το επανωφόριον)· ομοίως επρόσταξε να κοπή και η κεφαλή του Αγίου Αζαρίου, την οποίαν εδέχθη ο θείος Ανανίας, ύστερον δε και αυτός ο Ανανίας απεκεφαλίσθη. Λέγουσι δε και τούτο, ότι αφ΄ ου εκόπησαν αι τίμιαι κεφαλαί των Αγίων Τριών Παίδων τούτων, πάλιν προσεκολλήθησαν εις τα σώματά των και Άγγελος Κυρίου παρέλαβε τα αυτών λείψανα και τα μετέφερεν εις το όρος Γεβάλ, ένθα τα έθηκεν υποκάτω εις πέτραν. Αφ΄ ου δε παρήλθον τετρακόσια έτη, ανέστησαν και αυτοί, κατά την εκ του τάφου έγερσιν του Κυρίου, μετά των άλλων Προπατόρων, και ύστερον πάλιν απέθανον.                                                              
Τούτων των τεσσάρων την μνήμην παρελάβομεν από τους θεοφόρους Πατέρας να εορτάζωμεν επτά ημέρας προ της κατά Σάρκα Γεννήσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, επειδή και αυτοί, ως νομίζω, κατήγοντο εκ της βασιλικής φυλής του Ιούδα, αφ΄ ης κατήγετο και ο Κύριος ημών κατά το ανθρώπινον. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία. 

Η Αγία Θεοφανώ

Τη αυτή ημέρα μνήμη της αοιδίμου Βασιλίσσης και θαυματουργού ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ, συζύγου γενομένης Λέοντος του σοφωτάτου βασιλέως.                                  

Θεοφανώ η ευσεβεστάτη και Αγία βασίλισσα ήτο γέννημα και θρέμμα της Κωνσταντινουπόλεως, έχουσα βασιλικήν την καταγωγήν, καθότι ήτο απόγονος των περιφανών Μαρτινακίων, θυγάτηρ δε Κωνσταντίνου ιλλουστρίου και Άννης, οι οποίοι κατήγοντο εκ της Ανατολής. Ούτοι, μη έχοντες παιδίον, καθ΄ εκάστην ελυπούντο και παρεκάλουν υπέρ τούτου την Κυρίαν Θεοτόκον, πάντοτε μεν διατρίβοντες εις τον πανσεβάσμιον αυτής Ναόν, τον ευρισκόμενον εις τον λεγόμενον Βάσσου, θερμοτάτας δε τας αυτών δεήσεις και ικεσίας προσφέροντες και λέγοντες· «Λυθήτω, Δέσποινα, η του κόσμου Κυρία, λυθήτω η ατεκνία, ήτις λυπεί και καταξηραίνει ημάς τους δούλους σου». Όθεν, επειδή με πίστιν εζήτουν, απέκτησαν παιδίον θηλυκόν, την Θεοφανώ ταύτην, την μετέπειτα βασίλισσαν. Αύτη λοιπόν, αφού απεγαλακτίσθη και εγένετο εξ ετών, εξεπαιδεύθη τα ιερά γράμματα και εστολίσθη με παν είδος αγαθότητος και αρετής· όθεν βλέποντες οι γονείς της, ότι ήτο τοσούτον ενάρετος, έχαιρον και εσκίρτων ελπίζοντες, ότι θέλουν απολαύσει εντός ολίγου τον καρπόν της τοιαύτης εξαιρέτου καλλιτεκνίας των. Προέκοπτε δε η πολυχαρίτωτος αύτη κόρη ομού με την ηλικίαν και εις μεγαλυτέρας αρετάς και ηύξανεν εις ανώτερα αγαθά. Κατά δε τον καιρόν εκείνον ο βασιλεύς Βασίλειος ο Μακεδών εζήτει κόρην ωραίαν και ενάρετον δια να την δώση σύζυγον εις τον υιόν του Λέοντα· όθεν εις την Θεοφανώ ταύτην ευρών ο ρηθείς βασιλεύς συσσωρευμάνα όλα ομού τα καλά, συνήψεν αυτήν εις νόμιμον γάμον μετά του Λέοντος του Σοφού του κατόπιν βασιλέως, άπασα δε η Κωνσταντινούπολις επληρώθη χαράς και ευφροσύνης δια το τοιούτον βασιλικόν και τίμιον συνοικέσιον. Δεν εμεσολάβησεν όμως πολύ διάστημα χρόνου, ότε ο διάβολος έσπειρε δια της γλώσσης του Σανταβαρηνού Αββά εν ζιζάνιον και πονηρόν λόγον· όθεν τούτον ακούσας ο πατήρ του Βασίλειος, κλείει εις την φυλακήν επί τρία έτη τον υιόν του Λέοντα και την γυναίκα αυτού Θεοφανώ. Αλλ΄ όμως κατά την εορτήν των εγκαινίων του Προφήτου Ηλιού συνεφιλιώθη πάλιν ο πατήρ μετά του υιού του· όθεν εξελθών της φυλακής παρευρέθη εις την συνήθη προπομπήν· επειδή δε ο βασιλεύς ησθένησεν, ανεκήρυξεν αυτοκράτορα και βασιλέα τον υιόν του τούτον Λέοντα.                              
Διατρίβουσα δε η τιμία αύτη Βασίλισσα εις τα βασιλικά παλάτια, δεν έπαυσεν επιμελουμένη την σωτηρίαν της ψυχής της, την δε δόξαν της βασιλείας ως ουδέν ελογίζετο και όλας τας ηδονάς της ζωής της ταύτης ενόμιζεν ως ιστόν αράχνης. Όθεν δεν έπαυεν η αείμνηστος υπηρετούσα τον Θεόν με ψαλμούς και ύμνους, με ελεημοσύνας και με πάσαν εγκράτειαν. Και εξωτερικώς μεν κατά το φαινόμενον εφόρει βασιλικήν αλουργίδα, εσωτερικώς δε και εν κρυπτώ ήτο ενδεδυμένη ράκη και ενδύματα τρίχινα και με αυτά εταλαιπώρει το σώμα της· και τας μεν πολυτελείς τραπέζας κατεφρόνει, τροφήν δε είχεν η μακαρία ευτελή και αυτοσχέδιον, τον άρτον δηλαδή και τα λάχανα και εις αυτά ηυχαριστείτο και ανεπαύετο. Διένεμε δε εις τους πτωχούς και όσα χρήματα ήθελον περιέλθει εις χείρας της, αλλά και δεν ηρκείτο εις ταύτα μόνον, αλλά και τα κοσμήματα και τα πολύτιμα ενδύματά της πωλούσα η μακαρία, τα εσκόρπιζεν εις τους πένητας· έδιδεν εις τας χήρας και τα ορφανά τα αναγκαία προς συντήρησιν αυτών· επλούτιζε τα Μοναστήρια και τα Ασκητήρια των Ασκητών με χρήματα και αγρούς και επεμελείτο τους δούλους της, ως να ήσαν αδελφοί της.                                  
Συμπεριεφέρετο δε η μακαρία προς πάντας με τοσαύτην ευγένειαν και ταπείνωσιν, ώστε δεν ωνόμαζε ποτέ τινα με το απλούν όνομά του, παραδείγματος χάριν: Γεώργιε! ή Δημήτριε! Αλλά προσέθετε πάντοτε και το «κύριε», ήτοι κύριε Γεώργιε! κύριε Δημήτριε! Και ούτω καθ΄ εξής. Αλλά και από όλας τας άλλας αρετάς ήτο πεπροικισμένη η μακαρία, διότι ουδέποτε εις την ζωήν της ωρκίσθη, ουδέ ελάλησε ποτέ ψεύδος, ή κατηγορίαν κατά τινος· δεν έπαυσε ποτέ από του να πενθή ενδομύχως και να βρέχη την στρωμνήν της με δάκρυα· δεν εκοιμάτο εις την βασιλικήν κλίνιν, αν και αύτη ήτο εστρωμένη με χρυσοϋφάντους τάπητας και βασιλικά στρώματα, αλλ΄ όταν επήρχετο η νυξ, άφηνε ταύτην και ανεπαύετο επί του εδάφους, εις το οποίον έστρωνε μίαν μόνον ψάθαν ή τρίχινα τινα υφάσματα, δια να δύναται να εγείρεται συνεχώς και να αναπέμπη εις τον Θεόν τας προσευχάς της. Όθεν από την πολλήν σκληραγωγίαν και την κακοπάθειαν περιέπεσεν εις σωματικήν ασθένειαν· αλλ΄ όμως αύτη η μακαρία μετεχειρίζετο την ασθένειαν ως αφορμήν εγκρατείας· όσα δε φαγητά ητοίμαζον κατάλληλα εις την ασθένειάν της, αυτή τα διένεμε κρυφίως εις τους πάσχοντας και τους πεινώντας.                                                                  
Επειδή δε το στόμα της τρισολβίας ταύτης βασιλίσσης ήτο συνειθισμένον εις την μελέτην των θείων λόγων, δεν έπαυε ποτέ από του να προφέρη τους Ψαλμούς του Δαβίδ. Δεν παρεβλέπετο παρ΄ αυτής ουδέποτε η επτάκις της ημέρας αίνεσις του Κυρίου· ουδέ εκοιμήθη χωρίς δάκρυα η αοίδιμος, αφ΄ ενός μεν διότι συνελυπείτο και αυτή εις τας συμφοράς των άλλων, αφ΄ ετέρου δε διότι με τα δάκρυα εδυσώπει τον Κύριον και έκαμνεν αυτόν ίλεων, τόσον εις εαυτήν όσον και εις τους άλλους. Όθεν επειδή ήτο τοσούτον συμπαθητική και εύσπλαγχνος, διέλυε τας συμφοράς των καταπονουμένων, εβοήθει τους αβοηθήτους και παρηγόρει τους πάσχοντας υπό θλίψεως και αθυμιών· και εν βραχυλογία όλον τον κόσμον και τα εν κόσμω χαροποιά απηρνήθη η μακαρία αύτη βασιλίς δια τν Κύριον, και άρασα εις τους ώμους της τον Σταυρόν του Χριστού και τον ελαφρόν ζυγόν του, ηκολούθει εις τούτον προθύμως· όθεν δεν απέτυχε των ελπιζομένων αιωνίων αγαθών.                                                                        
Ούτω λοιπόν θεαρέστως πολιτευομένη η μακαρία βασίλισσα Θεοφανώ και ελθούσα εις το τέλος τής επί της γης παροικίας της προεγνώρισε την ώραν του θανάτου της και εκάλεσεν όλους να την ασπασθούν, ασπασθείσα δε και αυτή αμοιβαίως πάντας και δίδουσα ούτω τον τελευταίον ασπασμόν, παρέδωκεν εν ειρήνη το μακάριον πνεύμα της εις χείρας Θεού.