Βρισκόμαστε στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Οι μοναχοί του Αγίου Όρους δοκιμάζονται κι αυτοί, αλλά βλέπουν έκδηλη τη βοήθεια της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Είναι Αύγουστος του 1942 και οι Παρακλήσεις στην Παναγία έχουν αρχίσει. Στη Νέα Σκήτη ο μυλωνάς π. Αρσένιος Μαντζαρόλας δεν έχει καθόλου αλεύρι. Επί πλέον χρωστάει είκοσι δανεικά ψωμιά σε πατέρες της σκήτης. Κι επειδή δεν μπορεί να τα επιστρέψει, δεν θέλει από ντροπή ούτε να τους δει. Είναι τόσο λυπημένος, ώστε αποφασίζει να φύγει ξημερώματα της 13ης Αυγούστου από το Άγιον Όρος και να φθάσει σιγά –σιγά με τα πόδια στην πατρίδα του τη Σπάρτη.
Την παραμονή, νηστικός και στεναχωρημένος, ξάπλωσε λίγο να ξεκουραστεί. Μόλις αποκοιμήθηκε, του φάνηκε πως είδε τη μητέρα του.
- Τι έχεις, παιδί μου, και είσαι λυπημένος;
- Μάνα, δεν έχω καθόλου ψωμί. Τι άλλο θέλεις να έχω; Μάνα ,πεινώ!
- Και για αυτό θέλεις να φύγεις από το Όρος;
- Ναι, για αυτό.
- Και που λογαριάζεις να πας, δυστυχισμένο παιδί; Εγώ δεν είμαι – αιώνες τώρα- η Κυβερνήτρια του Όρους; Πως είναι δυνατό να αθετήσω την υπόσχεσή μου; Να, σας έφερα στην παραλία ένα καΐκι με σιτάρι. Πήγαινε να πάρεις.
- Μητέρα, πώς να αγοράσω σιτάρι αφού δεν έχω χρήματα;
- Πήγαινε κάτω στον γερο- Συμεών και θα σου δώσει. Είναι κι αυτός στεναχωρημένος, γιατί δεν έχει σιτάρι. Έχει όμως την ελπίδα του σε Εμένα. Πες, λοιπόν, και σε αυτόν και σε όλους τους πατέρες να κατεβούν και να αγοράσουν.
Όταν κατέβηκαν οι μοναχοί στην παραλία, βρήκαν τους ναυτικούς καθισμένους έξω στην Καλαμιά.
- Πατέρες, είπαν εκείνοι, σιτάρι για πούλημα δεν έχουμε. Εμάς μας ανάγκασαν οι γερμανοί να μεταφέρουμε πολεμικό υλικό από την Καβάλα στον Κολυνδρό, κι έδωσαν στον καθένα μας σαν αμοιβή τριακόσιες οκάδες σιτάρι. Επειδή όμως βλέπουμε πως κι εσείς βρίσκεσθε σε μεγάλη ανάγκη, θα δωρίσουμε στον καθένα σας από τριάντα οκάδες.
Οι μοναχοί ευχαρίστησαν τους ναύτες και δόξασαν τον Θεό για την ανέλπιστη ευεργεσία. Κι εκείνοι, αφού υπολόγισαν πόσες οκάδες χρειάζονται, έφυγαν με τη βάρκα για το καΐκι, ζύγισαν το σιτάρι, το έβγαλαν στην παραλία και το μοίρασαν στους μοναχούς.
- Πατέρες, είπαν τότε οι ναυτικοί, οι γερμανοί θέλουν να φύγουμε τα μεσάνυχτα. Φοβούνται να ξεκινήσουμε ημέρα. Θα μπορούσαμε λοιπόν μέχρι τότε να έρθουμε να προσκυνήσουμε τα άγια λείψανα;
Οι μοναχοί δέχθηκαν ευχαρίστως και ξεκίνησαν όλοι για το Κυριακό. Φθάνοντας στο προσκυνητάρι ρώτησε ο καπετάνιος:
- Έχουμε ανάγκη από λίγο καφέ. Μπορείτε να μας δώσετε μια-δυο οκάδες και να σας το πληρώσουμε με σιτάρι;
- Σύμφωνοι, απάντησαν εκείνοι. Τον καφέ τον αγοράσαμε πενήντα δραχμές την οκά, ενώ το σιτάρι έχει δέκα. Θα μας δώσετε λοιπόν πέντε οκάδες σιτάρι για κάθε οκά καφέ.
- Όχι, είπε ο καπετάνιος. Θα πάρετε είκοσι οκάδες σιτάρι για κάθε οκά καφέ.
- Μα αυτό δεν είναι δίκαιο, διαφώνησε ο π. Ιάκωβος. Δεν το θέλει ο Δεσπότης Χριστός.
- Πατέρες, είπε τότε ο καπετάνιος, όσο σιτάρι έχουμε στο καΐκι μας θα μείνει εδώ, για να οικονομηθούν όλοι οι μοναχοί της σκήτης.
Ύστερα κατευθύνθηκαν όλοι στο Κυριακό, όπου ακολούθησε θερμή ευχαριστία και ολονύκτια αγρυπνία προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου και υπέρ ειρήνης του σύμπαντος κόσμου. Και οι ναυτικοί, αφού προσκύνησαν τα άγια λείψανα, έφυγαν κατασυγκινημένοι για το καΐκι τους.
Την παραμονή, νηστικός και στεναχωρημένος, ξάπλωσε λίγο να ξεκουραστεί. Μόλις αποκοιμήθηκε, του φάνηκε πως είδε τη μητέρα του.
- Τι έχεις, παιδί μου, και είσαι λυπημένος;
- Μάνα, δεν έχω καθόλου ψωμί. Τι άλλο θέλεις να έχω; Μάνα ,πεινώ!
- Και για αυτό θέλεις να φύγεις από το Όρος;
- Ναι, για αυτό.
- Και που λογαριάζεις να πας, δυστυχισμένο παιδί; Εγώ δεν είμαι – αιώνες τώρα- η Κυβερνήτρια του Όρους; Πως είναι δυνατό να αθετήσω την υπόσχεσή μου; Να, σας έφερα στην παραλία ένα καΐκι με σιτάρι. Πήγαινε να πάρεις.
- Μητέρα, πώς να αγοράσω σιτάρι αφού δεν έχω χρήματα;
- Πήγαινε κάτω στον γερο- Συμεών και θα σου δώσει. Είναι κι αυτός στεναχωρημένος, γιατί δεν έχει σιτάρι. Έχει όμως την ελπίδα του σε Εμένα. Πες, λοιπόν, και σε αυτόν και σε όλους τους πατέρες να κατεβούν και να αγοράσουν.
Όταν κατέβηκαν οι μοναχοί στην παραλία, βρήκαν τους ναυτικούς καθισμένους έξω στην Καλαμιά.
- Πατέρες, είπαν εκείνοι, σιτάρι για πούλημα δεν έχουμε. Εμάς μας ανάγκασαν οι γερμανοί να μεταφέρουμε πολεμικό υλικό από την Καβάλα στον Κολυνδρό, κι έδωσαν στον καθένα μας σαν αμοιβή τριακόσιες οκάδες σιτάρι. Επειδή όμως βλέπουμε πως κι εσείς βρίσκεσθε σε μεγάλη ανάγκη, θα δωρίσουμε στον καθένα σας από τριάντα οκάδες.
Οι μοναχοί ευχαρίστησαν τους ναύτες και δόξασαν τον Θεό για την ανέλπιστη ευεργεσία. Κι εκείνοι, αφού υπολόγισαν πόσες οκάδες χρειάζονται, έφυγαν με τη βάρκα για το καΐκι, ζύγισαν το σιτάρι, το έβγαλαν στην παραλία και το μοίρασαν στους μοναχούς.
- Πατέρες, είπαν τότε οι ναυτικοί, οι γερμανοί θέλουν να φύγουμε τα μεσάνυχτα. Φοβούνται να ξεκινήσουμε ημέρα. Θα μπορούσαμε λοιπόν μέχρι τότε να έρθουμε να προσκυνήσουμε τα άγια λείψανα;
Οι μοναχοί δέχθηκαν ευχαρίστως και ξεκίνησαν όλοι για το Κυριακό. Φθάνοντας στο προσκυνητάρι ρώτησε ο καπετάνιος:
- Έχουμε ανάγκη από λίγο καφέ. Μπορείτε να μας δώσετε μια-δυο οκάδες και να σας το πληρώσουμε με σιτάρι;
- Σύμφωνοι, απάντησαν εκείνοι. Τον καφέ τον αγοράσαμε πενήντα δραχμές την οκά, ενώ το σιτάρι έχει δέκα. Θα μας δώσετε λοιπόν πέντε οκάδες σιτάρι για κάθε οκά καφέ.
- Όχι, είπε ο καπετάνιος. Θα πάρετε είκοσι οκάδες σιτάρι για κάθε οκά καφέ.
- Μα αυτό δεν είναι δίκαιο, διαφώνησε ο π. Ιάκωβος. Δεν το θέλει ο Δεσπότης Χριστός.
- Πατέρες, είπε τότε ο καπετάνιος, όσο σιτάρι έχουμε στο καΐκι μας θα μείνει εδώ, για να οικονομηθούν όλοι οι μοναχοί της σκήτης.
Ύστερα κατευθύνθηκαν όλοι στο Κυριακό, όπου ακολούθησε θερμή ευχαριστία και ολονύκτια αγρυπνία προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου και υπέρ ειρήνης του σύμπαντος κόσμου. Και οι ναυτικοί, αφού προσκύνησαν τα άγια λείψανα, έφυγαν κατασυγκινημένοι για το καΐκι τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου