Στις μέρες μας,
που, όπως το διαπιστώνουμε, καταργούνται τα αυτονόητα και αμφισβητούνται τα
αυθεντικά, δεν είναι ίσως άνευ σημασίας η επισήμανση, που επιχειρεί το παρόν
σημείωμα. Πολλοί από μας, μεθυσμένοι από την αχανή αίσθηση του παγκοσμίου,
υποτιμούμε και ίσως κάποτε περιφρονούμε και τσαλαπατούμε την σαφώς ορισμένη
έννοια της περιορισμένης πατρίδας. Και άλλοτε πάλι, τρομοκρατημένοι από την
ισοπεδωτική ορμή της παγκοσμιοποίησης επιζητούμε μία ένοχη περιχαράκωση στα
στεγανά της πατρίδας, που την εκφυλίζουμε σε αντικείμενο του εθνικιστικού μας
οίστρου. Κι όμως, ανάμεσα σ΄ αυτά τα δύο υπάρχει η χρυσή τομή, η μέση οδός, που
επιτρέπει την αξιοπρεπή παρουσία μας στην ευρωπαϊκή και στη παγκόσμια κοινότητα
και την αρμονική συμπόρευσή μας με τα άλλα έθνη, χωρίς το υποχρεωτικό γδύσιμό
μας από την εθνική μας ταυτότητα. Καταρχήν, ως χριστιανοί δεν λησμονούμε ότι
«ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν» (Εβρ. 13: 14), διότι «ημών το πολίτευμα εν
ουρανοίς υπάρχει» (Φιλ. 3: 20). Όσο, όμως, βρισκόμαστε σ΄ αυτή τη γη, «πάροικοι
και παρεπίδημοι» (Α΄ Πέτρ. 2: 11) αγαπούμε και πονούμε τον τόπο, που μας
φιλοξενεί. Βεβαίως, ο λόγος του Θεού διδάσκει ότι «του Κυρίου η γη και το
πλήρωμα αυτής» (Ψαλμ. 23: 1). Και συμφωνεί μ΄ αυτό, έστω και ανεπίγνωστα, το καθάριο
πνεύμα των Ελλήνων προγόνων μας, που διακήρυτταν ότι «πάσα γη πατρίς».
Συγχρόνως, όμως, οι πρόγονοί μας από τα χρόνια του Ομήρου ακόμη αναγνώριζαν
έναν «οιωνό» (=σημάδι) άριστο, το «αμύνεσθαι περί πάτρης» (=την υπεράσπιση της
πατρίδας) και προέτασσαν οποιουδήποτε άλλου δεσμού το καθήκον προς την πατρίδα.
«Φιλώ (=αγαπώ) τέκνα αλλ΄ εμήν πατρίδα μάλλον φιλώ», γράφει ο Πλούταρχος. Ο
λόγος του Θεού, όπως τον αποκαλύπτει στους αρχαίους Αθηναίους ο απόστολος
Παύλος, διευκρινίζει ότι ο Δημιουργός του ανθρώπινου γένους όρισε «παν έθνος
ανθρώπων κατοικείν επί παν το πρόσωπον της γης, ορίσας προστεταγμένους καιρούς
και τας οροθεσίας της κατοικίας αυτών» (Πράξ. 17: 26). Όρισε, δηλαδή, ο Θεός να
΄χει κάθε λαός την πατρίδα του, να την αγαπά, να την νοιάζεται, να την
υπερασπίζεται. Και παράλληλα να αναγνωρίζει στους άλλους το δικαίωμα να
αγαπούν, να νοιάζονται, να υπερασπίζονται τις δικές τους πατρίδες. Εξάλλου, ο
Θεάνθρωπος Κύριος κατά την επί γης ζωή του με τρυφερότητα και στοργή
απευθύνεται στην πατρίδα του την Ιερουσαλήμ, για να της θυμίσει την ιδιαίτερη
μέριμνά Του, για την σωτηρία της· «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η αποκτέννουσα τους
προφήτας… ποσάκις ηθέλησα επισυνάξαι τα τέκνα σου ον τρόπον όρνις την εαυτής
νοσσιάν υπό τας πτέρυγας, και ουκ ηθελήσατε!» (Λουκ. 13: 34). Η αγάπη του
καθενός προς την πατρίδα του, δεν τον εμποδίζει ν΄ αγαπά όλες τις πατρίδες, να
θέλει όλων την προκοπή και την ευημερία. Ίσα-ίσα, αυτή η αγάπη τίθεται ως μέτρο
συγκρίσεως για την αγάπη και τον σεβασμό προς τις άλλες πατρίδες. Τα διεθνιστικά
κηρύγματα, όσο κι αν εντυπωσιάζουν, δεν προσφέρουν τα εχέγγυα της ειλικρίνειας
και της αγάπης. Είμαστε ήδη – και το δηλώνουμε – μέλη της Ενωμένης Ευρώπης. Δεν
αρνούμαστε την συνεισφορά μας στην παγκόσμια κοινότητα. Μεγάλο και άγιο πράγμα
η ένωση, ει δυνατόν, του κόσμου. Ποίος την αρνείται; Αλλά, όπως μέσα στο
σύνολο, δεν χάνεις την αίσθηση της οντότητας και προσωπικότητάς σου, όπως η
κοινή πατρίδα, δεν αντικαθιστά την ιδιαίτερη, την δική σου οικογένεια, έτσι
μέσα στο παγκόσμιο σύνολο, ο καθένας δικαιούται και οφείλει να διατηρήσει την
εθνική του ταυτότητα. Να το κάνει, όμως, αυτό με την αξιοπρέπεια και ευγένεια
του πατριωτισμού, που υποβάλλει την θυσία των προσωπικών συμφερόντων. Όχι με
τον σωβινισμό και την βιαιότητα του εθνικισμού, που εξοντώνει τους άλλους χάριν
της πατρίδος, δήθεν. Στο αναπεπταμένο πεδίο της Ευρώπης και του κόσμου έχουμε
χρέος οι σημερινοί Έλληνες να προχωρούμε ανεπιφύλακτα μπροστά, χωρίς, όμως, να
διαγράψουμε τα πίσω. Διότι εκεί, στο παρελθόν του γένους μας βρίσκονται οι
ρίζες, η πηγή της δύναμης, για να πάμε μπροστά. Η μνήμη της παλιγγενεσίας μας
το μήνα αυτό μας υπενθυμίζει την ευθύνη: Να μη σβήσουμε τα ιδανικά, για τα
οποία αγωνίσθηκαν οι πατέρες μας. Να μη απεμπολήσουμε την πίστη στον Θεό, που
εκείνοι μας κληροδότησαν. «Όταν επήραμε τα όπλα», εξομολογείται ο Κολοκοτρώνης «είπαμε
πρώτα υπέρ πίστεως κι έπειτα υπέρ πατρίδος». Αυτή η ιεράρχηση των αξιών μέσα
τους ήταν η πηγή της αισιοδοξίας και της εμπιστοσύνης τους ότι «ο Θεός υπέγραψε
την ελευθερία μας και την υπογραφή του δεν την παίρνει πίσω». Έχουμε αυτήν την
πίστη; Είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να συνεισφέρουμε για το καλό της Ευρώπης
και του κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου