Στην ιστορία πολλών προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης βρίσκουμε διδακτικές εικόνες και ορισμούς της προσευχής. Ο Ιακώβ π.χ. μας διδάσκει ότι η προσευχή είναι πάλη με τον Θεό. Ο Μωϋσής και ο Ηλίας μας δείχνουν ότι προσευχή είναι μία συνεχής συνομιλία και ένας ζωντανός διάλογος μαζί του. Ο Δαβίδ νιώθει την προσευχή ως θυμίαμα, που αναδίδεται από την φλογισμένη ευγνώμονη καρδιά. Αλλά το άρθρο αυτό θα σταθεί στην ωραιότατη εικόνα της προσευχής, που μας δίνει η Άννα, η μητέρα του προφήτη Σαμουήλ. Είχε ΄ρθεί με κατώδυνη ψυχή και δάκρυα στα μάτια προς τον Κύριο, να του ζητήσει μέσα απ΄ τα στείρα σπλάγχνα της ένα παιδί γι΄ Αυτόν. Ανάβλυζαν από την καρδιά της τα λόγια της προσευχής και κινούσαν τα χείλη της, αλλά χωρίς φωνή· φώναζε και βοούσε η ψυχή της.
Μια έκχυση της ψυχής στον Θεό είναι η προσευχή. Ένα ξεχείλισμα αγάπης στο πρόσωπό του. Όταν η πίστη, μας γνωρίζει και μας συνδέει με τον Θεό, τότε η γνώση και η επαφή μαζί του μας κάνει να τον αγαπούμε με μια αγάπη υψικάμινο. Το είναι μας δεν αντέχει σε τέτοια φωτιά, λειώνει και ξεχύνεται προς τον Αγαπητό, καίγεται και γίνεται ολοκαύτωμα μπροστά του. Να, το νόημα της προσευχής της Άννας· θυσία και προσφορά του εαυτού μας στον Θεό, που μόνον η αγάπη του μπορεί να εμπνεύσει. Έτσι το έζησαν και άλλοι άνθρωποι προσευχής, που επανέλαβαν στις ώρες της αγωνίας τους· «Εκχεώ ενώπιόν αυτού την δέησίν μου, την θλίψιν μου ενώπιον αυτού απαγγελώ» (Ψαλμ. 141: 3). Έτσι οφείλει να βιώνει την προσευχή ο κάθε χριστιανός. Αλλά πως θα φλέξει τα σπλάγχνα του η θεία αγάπη; Η πίστη είναι μια σπίθα, που ανάβει μέσα μας ο Θεός, έχει, όμως, τόση παγωνιά εκεί βαθιά μας, έχει τόσο πολύ σκληρύνει η καρδιά μας, ώστε δύσκολα η σπίθα απλώνεται και καίει· χρειάζεται συνδαύλισμα, χρειάζεται τσιμπίδα πυρωμένη. Στην Άννα, εκείνο, που την φλόγισε και την έκανε να λειώσει, ήταν απ΄ τη μια η λαχτάρα της για παιδί, μια φυσική λαχτάρα, και απ΄ την άλλη ο πόθος της, ένας θείος πόθος, να προσφέρει στον Θεό ό,τι πολυτιμότερο μπορούσε τότε μια γυναίκα· αυτό το παιδί. Στη δική μας ζωή τον ένα και πρώτο λόγο έχει το Άγιο Πνεύμα, τον άλλο οι θλίψεις. Όπως σπάζουμε ένα σκεύος χτυπώντας πάνω του το σφυρί, όπως ανοίγουμε ένα αμύγδαλο πιέζοντάς το στον καρυοθραύστη, όπως βγάζουμε το λάδι και το κρασί συνθλίβοντας τους καρπούς και για να μεταχειρισθούμε ένα παράδειγμα του αγίου Χρυσοστόμου, όπως στενεύουμε την οπή του σωλήνα, για να εκτιναχθεί ψηλότερα το νερό, έτσι ανοίγει και εκτινάσσεται η καρδιά μας προς τα ύψη με τις θλίψεις. Συνθλίβεται ο εαυτός μας μέσα στην αγωνία και τον πόνο, σπάζει το σκεύος μας κάτω από τα χτυπήματα της ζωής και το περιεχόμενό μας ξεχύνεται. Εκείνη την ώρα δεν μπορείς τίποτε να κρατήσεις για τον εαυτό σου κι ούτε μπορείς να είσαι μέτριος και ψύχραιμος. Είναι η ώρα, που αναπόφευκτα θα κραυγάσεις στο Θεό. Αλλά για να επιτύχεις, πράγματι, μια συνομιλία μαζί του, χρειάζεται πρώτα απ΄ όλα η παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα σου. Για να εκχύσεις την ψυχή σου ενώπιον του Κυρίου, πρέπει πρώτα ο Κύριος να εκχύσει στην ψυχή σου τον εαυτό του. Αλλιώς, οι θλίψεις γίνονται «ύδωρ» (Ψαλμ. 87: 18), που μας κυκλώνει και πνίγει κάθε φλόγα θεϊκή στο χείμαρρό του, σβήνει την πίστη, παγώνει την αγάπη, καταργεί την προσευχή. Έπειτα, ποιος θα σου δώσει τη γλώσσα να μιλήσεις με τον Θεό, ποιος θα βάλει τον ήχο σου στο δικό του κανάλι, ποιος θα σου μεταφράσει την απόκρισή του; Χωρίς Άγιο Πνεύμα δεν υπάρχει συνεννόηση, ο άνθρωπος ασφυκτιά και όταν ξεχύνεται, χύνει στο χώμα και στη λάσπη την ψυχή του. Αντίθετα, όταν η καρδιά μας είναι πλημμυρισμένη από Άγιο Πνεύμα, αβίαστα αναφέρεται στον Θεό. Και μόνη η ανάμνηση της αγάπης του Θεού, του ελέους του και των ευλογιών του, αρκεί για να μας αναλύσει σε προσευχή. Ένας έρωτας θείος γεννιέται μέσα μας και η σπίθα της πίστεως γίνεται φωτιά, που φουντώνει και ψηλώνει μέχρι τον ουρανό. Επείγεται ο πιστός και βιάζεται να πέσει στην αγκαλιά του Θεού. Συντετριμμένος από τη θλίψη και πυρωμένος από το Πνεύμα προσεύχεται. Σαν να περνά από κάποιον μετασχηματιστή η ύπαρξή του, μετασχηματίζεται και γίνεται όλη μια φωνή, ένα δάκρυ, που κυλά με εμπιστοσύνη στη χούφτα του Θεού. Έτσι μεταρσιώνεται ο άνθρωπος, έτσι αλλοιώνεται στην προσευχή και επανέρχεται στον εαυτό του αλλοιωμένος και καλύτερος.
–Κύριε, είναι πολύ οδυνηρός ο τρόπος, που διαλέγεις μερικές φορές, για να μας επισκεφθείς, κι εμείς είμαστε τόσο αφιλόξενοι για το Πνεύμα σου το Άγιο! Εσύ, που ζητάς τη συντροφιά μας, άναψε μέσα μας τη φωτιά της δικής σου αναζήτησης! Πυρπόλησε την καρδιά μας με την αγάπη σου, φλόγισέ την με την παρουσία σου και μάθε μας να ξεχύνουμε την ψυχή μας μπροστά σου όχι μόνο όταν οι θλίψεις μας συντρίβουν, αλλά πάντοτε, καθώς η λαχτάρα της συνάντησής σου και η αγωνία της σωτηρίας μας θα κάμπτει τα γόνατά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου