Ανέγνωσα εις τον «Τύπον» τας απαντήσεις εις τα τρία άρθρα του Καθηγητού κ. Αλιβιζάτου. Ησθάνθην ικανοποίησιν και ανακούφισιν, διότι ητοίμαζα απάντησιν. Δυστυχώς δεν είναι η εξαίρεσις ο κ. Καθηγητής φρονών τόσον φιλελεύθερα. Το σύνολον σχεδόν των καθηγητών των δύο δυσμοίρων Θεολογικών Σχολών των Πανεπιστημίων μας έτσι φρονούν. Όλαι αι επί μέρους επιστήμαι έχουν κάποιαν συνέπειαν. Οι θεραπεύοντες τας διαφόρους επιστήμας μεταβαίνουν εις Ευρώπην και Αμερικήν δια την καλυτέραν συγκρότησίν των και καλώς ποιούν. Αλλ’ οι Θεολόγοι μας τι θέλουν εις τα Καθολικά και Προτεσταντικά Πανεπιστήμια; Τι θα μάθουν εις αυτά οι Ορθόδοξοι Καθηγηταί; Ιδού αι συνέπειαι της ασυνεπείας. Συνήθως λέγουν ότι μανθάνουν τας θεολογίας των Προτεσταντών και των Καθολικών ως και τον τρόπον σκέψεως, δια να δύνανται να γνωρίζουν σαφέστερον τας διαφοράς μας. Και εντεύθεν να αγαπούν περισσότερον την Ορθοδοξίαν και να την προστατεύουν. Δυστυχώς, όμως, δεν συμβαίνει αυτό. Ίσως η πρόθεσις να είναι καλή. Και είναι καλή. Αλλά δεν δύναται η πρόθεσις να γίνη πραγματικότης. Διότι εισέρχονται εις κλίματα επικίνδυνα χωρίς τα απαραίτητα μέσα αυτοπροστασίας. Πώς να προστατεύση ένας «καθηγητάκος» 22-25 ετών τον εαυτόν του, από τας ισχυράς επιδράσεις της Ρωμαιοκαθολικής και Προτεσταντικής Θεολογίας, όταν, εστερημένος ορθοδόξων κριτηρίων, ευρίσκεται μέσα εις την γοητεύουσαν ατμόσφαιραν του Δυτικού ρασιοναλισμού; Με ποία μέσα να αντιδράση ενώπιον της θαμβούσης ψευδοσοφίας των Ευρωπαίων το χθεσινόν, κομπλεξικόν δια την καταγωγήν του, χωριατόπουλον, που οιστρηλατημένον από το όνειρον να γίνη μέγας Θεολόγος, με γλώσσες και ευρωπαϊκήν σκέψιν, ρουφά ευχαρίστως ό,τι του σερβίρει η Κίρκη της λογοκρατουμένης Θεολογίας;
Και ενώ η Ευρώπη και η Αμερική θα έπρεπε να χαρακτηρισθούν από τους γνησίους εκπροσώπους της Ορθοδόξου Θεολογίας ως απηγορευμέναι ζώναι, αντιθέτως, με το σύστημα των υποτροφιών εις τα αιρετικά Πανεπιστήμια, στέλλονται εις αυτά «ως πρόβατα επί σφαγήν» τα λυμφατικά φοιτητάκια μας, δια να επιστρέψουν ως άλλοι γενίτσαροι της Εκκλησίας μας, μεστά οιήσεως και κομπορρημοσύνης. Και εν μόνον δεν υποψιάζονται: ότι και θεολόγοι δεν έγιναν, αλλά και τον Χριστόν απώλεσαν. Εντεύθεν τα δεινά της Εκκλησίας. Η σύγκρουσις μεταξύ της παραδοσιακής Ορθοδοξίας και της ασυγκρατήτου διανοητικότητος των άνευ σεβασμού προς την παράδοσιν θεολόγων – επιστημόνων Προτεσταντικής ή Ρωμαιοκαθολικής εκδόσεως – καθίσταται αναπόφευκτος. Και να σκέπτεται κανείς την έκτασιν, που έχει λάβει εις την εποχήν μας το κακόν τούτο! Πως, λοιπόν, να ελπίσωμεν εις την εξάπλωσιν της θείας και αμώμου Ορθοδοξίας εις τον κόσμον; Και πως, με μίαν θεολογίαν άνευ Παραδόσεως, δεν παρασκευάζομεν το έδαφος, δια να εισέλθουν εις τον χώρον της αδιαφθόρου Ορθοδοξίας μας οι «κατεφθαρμένοι τον νουν» αιρετικοί; Η επί των ημερών μας αναταραχή της Εκκλησίας δεν οφείλεται εις την πεπλανημένην αντίληψιν περί Ορθοδοξίας των θεολόγων μας; εάν ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Αθηναγόρας δεν έζη επί έτη πολλά εις Αμερικήν, η οποία επιδρά ολεθρίως και εις τους πλέον ισχυρούς χαρακτήρας, και δεν ενισχύετο από τους θεολόγους του περιβάλλοντος του Φαναρίου και τους Πανεπιστημιακούς ιδικούς μας, θα προέβαινεν εις ενεργείας, αι οποίαι δικαίως εξήγειραν σύμπαντα τον Ορθόδοξον λαόν; Εάν έλεγον οι θεολόγοι μας εις τον Παναγιώτατον ότι η Ορθοδοξία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αι δε λεγόμεναι Εκκλησίαι είναι έξω της αληθείας και της σωτηρίας, είναι αιρετικαί μάζαι, θα ετόλμουν τας τόσον ταπεινωτικάς δια την Ορθοδοξίαν ενεργείας, όσον και να επεθύμει να υπηρετήση πολιτικούς σκοπούς προς όφελος των ξένων;
Ο καθηγητής κ. Αλιβιζάτος είναι ο τύπος του δυτικοπλήκτου Θεολόγου. Εσπούδασεν εις Προτεσταντικά Πανεπιστήμια, όπως και οι συνάδελφοί του, οι οποίοι ήλθον εις την Ελλάδα με τίτλους και 2-3 ξένας γλώσσας, προσόντα ικανά δια μίαν έδραν εν ταις Σχολαίς της Θεολογίας των Πανεπιστημίων μας. Και εντεύθεν διδάσκουν τι; Ορθόδοξον Θεολογίαν! Που την έμαθον; Γνώσις είναι η θεολογία; Ή μάλλον: γνώσις μόνον; Δυνάμεθα να χωρίσωμεν την Ορθόδοξον ζωήν από την Ορθόδοξον γνώσιν; Εάν δεν διδαχθώμεν ορθοδόξως και δεν ζήσωμεν ορθοδόξως, πως είναι δυνατόν να γίνωμεν ορθόδοξοι, και μάλιστα διδάσκαλοι της Ορθοδοξίας; Φιλοσοφία είναι η θεολογία; Δεν είναι άνθος της εν Χριστώ ζωής; Δεν είναι μία μαρτυρία συνεχιζομένη, μία μαρτυρία της Αποστολικής και Πατερικής διδασκαλίας; Δεν είναι ζωή; Αν δεν είναι ζωή και είναι φιλοσοφικά σχήματα, τότε προς τι το θεολογείν; Διατί ημείς οι Ορθόδοξοι, που διετηρήσαμεν ανόθευτον την Πατερικήν θεολογίαν, άνευ της οποίας η Ορθοδοξία νοθεύεται, να μη την καλλιεργώμεν, δια να ακτινοβολή ως σωτηριώδης αλήθεια, αλλά να καταφεύγωμεν εις τα αιρετικά Πανεπιστήμια, με αποτέλεσμα να αυξάνωμεν την εν τω κόσμω σύγχυσιν; Αν ημείς δεν κατέχωμεν παμφαή την αλήθειαν, που ευρίσκεται λοιπόν; Που να την αναζητήση ο άνθρωπος; Δεν υποψιάζονται οι εις Δύσιν μεταβαίνοντες πόσον μέγαν κακόν προκαλούν εις εαυτούς, τους γενησομένους μελλοντικώς μαθητάς των και εις όλον τον κόσμον, όταν αφήνουν την αγίαν των Εκκλησίαν, εντός της οποίας μυσταγωγούνται την θεολογίαν, και την αναζητούν εκεί που δεν υπάρχει ειμή σύγχυσις και αμφιβολία και σκότος βαθύ; Και εντεύθεν γίνονται πρόξενοι σχισμάτων και ερίδων εις την Εκκλησίαν, ειρήνην άγουσαν. Και ενώ «περιάγουν ξηράν και θάλασσαν», δια να επιτύχουν την «ένωσιν» των απανταχού χριστιανών «εξ αγάπης», κατορθώνουν ασφαλώς να διαιρούν τους εν Χριστώ αδελφούς εντός του χώρου της Ελληνικής Ορθοδοξίας, εις ενωτικούς και ανθενωτικούς! Πότε, επί τέλους, θα γίνη αντιληπτή αυτή η αντινομία, που υπάρχει εντός της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας; Πότε η αγία Εκκλησία μας, ως αυτάρκης εν τη αληθεία, θα εκμεταλλευθή τον ίδιον πλούτον; Πότε θα δημιουργήση τας προϋποθέσεις εκείνας, που θα της επιτρέψουν, όπως οι παρουσιαζόμενοι να διδάξουν την ευσέβειαν μη μολύνωνται από το αιρετικόν μίασμα; Πότε θα απαλλαγώμεν από το πλέγμα κατωτερότητος έναντι των Ευρωπαίων; Διατί δεν συνειδητοποιούμεν τους θησαυρούς που μας εχάρισεν ο Θεός, ως αλήθειαν και φως πίστεως και ζωής, αλλά αρχοντοχωριατικώς θεωρούμεν αναγκαίον τον εμβολιασμόν μας με τον ιόν του προτεσταντισμού και του καθολικισμού, των αιρετικών, «οις ουκ έστι σωτηρία»; Εάν εγκαταλείψωμεν την Ορθόδοξον πνευματικήν παράδοσιν, η οποία διήκει εις την ιστορίαν της Εκκλησίας μέχρι των ημερών μας, ως αδιάσπαστος και αλυσιδωτή σπονδύλωσις και συνέχεια Πατερικής θεολογίας, που θα στραφώμεν και πως δεν θα ολισθήσωμεν εις αιρέσεις; Λυπούμαι, διότι είμαι υποχρεωμένος να είπω ότι αι θεολογικαί μας Σχολαί δεν ωφελούν την Εκκλησίαν. Την βλάπτουν πολλάκις. Αν λάβη κανείς υπ’ όψιν ότι οι διάκονοι της Εκκλησίας, είτε δια τον Κλήρον προορίζονται είτε δια να εργασθούν ως λαϊκοί θεολόγοι, πρέπει να διέλθουν απαραιτήτως από τας θεολογικάς Σχολάς των Πανεπιστημίων μας, εύκολον είναι να αντιληφθή, πως διαμορφούνται από διδασκάλους, οι οποίοι εμορφώθησαν εις προτεσταντικά ή καθολικά Πανεπιστήμια. Είναι θαύμα πως δεν εγίναμεν ακόμη αιρετικοί… Σπάνιον το φαινόμενον Πανεπιστημιακού Καθηγητού, που να διέφυγε τας επιδράσεις των ξένων. Το λάθος, όμως, δεν είναι των θεολογικών μόνον Σχολών. Η Πολιτεία έχει ανάγκην από πεπαιδευμένους Έλληνας. Και βλέπει την θεολογίαν ως ένα κλάδον παιδείας, και αδιαφορεί δια το πώς λειτουργεί. Η Εκκλησία όμως διατί δεν μεριμνά δια την ορθόδοξον συγκρότησιν των φορέων του ευαγγελικού λόγου; Βλέπομεν τους ερχομένους εις το Άγιον Όρος φοιτητάς της θεολογίας, εν πλήρει συγχύσει ιδεών και φρονημάτων ως προς την Ορθοδοξίαν, και αποκαρδιούμεθα δια το μέλλον της αγιωτάτης Εκκλησίας μας. Τους αναπτύσσομεν τας θεμελειώδεις αρχάς της Ορθοδόξου θεολογίας και μας ατενίζουν έκπληκτοι, ως εάν ήκουον ξένην διάλεκτον. Παραδίδω άνευ σχολίων εις τους αναγνώστας το κατωτέρω εκφραστικόν γεγονός. Προ διετίας εδέχθην εις το κελλίον μου εν τη Ιερά Μονή της Μετανοίας μου, δύο Λουθηρανούς θεολόγους, υποτρόφους του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά διημέρους συνομιλίας επί θεολογικών θεμάτων μοι είπον: «Πάτερ, έχομεν μακρόν διάστημα παρακολουθούντες Ορθόδοξον Θεολογίαν εις Αθήνας. Σας βεβαιούμεν ότι εδώ εις το κελλίον σας αντελήφθημεν τας μεγάλας διαφοράς μας, ότι τέλος έχομεν διαφοράς. Σας ευχαριστούμεν!». Και ετέρα περίπτωσις, όχι ολιγώτερον σημαντική της πρώτης. Ότε κατά το έτος 1959 εκτελούντο αι πανορθόδοξοι εορταί επί τη 600η επετείω από της Κοιμήσεως του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά εν Θεσσαλονίκη, και μετά τας γενομένας ομιλίας του προγράμματος, με επλησίασεν ο αιδεσιμώτατος πρωτοπρεσβύτερος π. Κωνσ. Ρουζίτσκυ, πρύτανις της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας, δια να μου είπη: «πρώτην φοράν, πάτερ, βλέπω λαϊκούς καθηγητάς να ομιλούν περί μοναχισμού. Αυτό δεν το γνωρίζομεν εις την Ρωσίαν…». Θα το είπω και τούτο προς εντροπήν μας. Οι Ρώσοι θεολόγοι εκπροσωπούν σήμερον την Ορθόδοξον θεολογίαν. (Έχομεν, βεβαίως, και τας επαινετάς εξαιρέσεις εις τον κανόνα). Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς δεν ήτο Ρώσος. Είναι Έλλην βυζαντινός θεολόγος, εν τούτοις μόνον οι Ρώσοι μας τον…. επαρουσίασαν! Εμάθομεν μόνον από τους Ρώσους θεολόγους τι σημαίνει άγιος Γρηγόριος Παλαμάς δια την Ορθόδοξον Θεολογίαν. Και οσάκις οι ιδικοί μας ασχοληθούν, κατά συμβεβηκός, με την θεολογίαν του, τελικώς θα μας είπουν: «δυστυχώς πολλή μελάνη εχύθη δι’ εν θέμα τόσον προσκρούον εις την ημετέραν λογικήν»! Και έχουν ασφαλώς δίκαιον, διότι νομίζουν ότι η θεολογία η Ορθόδοξος είναι μόνον λογική. Εις εμέ όμως αρκεί η μαρτυρία αυτή, δια να επιβεβαιώση του λόγου μου το ασφαλές. Αλλά θα δώσουν φρικτόν λόγον εις τον Θεόν οι θεολόγοι μας δια την σιωπήν των ή την αντορθόδοξον, έστιν ότε, λαλιάν των, επί του συγκλονίζοντος τας συνειδήσεις του ορθόδοξου λαού θέματος της ενώσεως. Είναι λυπηρόν, ότι εκ των εν ενεργεία καθηγητών των Πανεπιστημίων μας μόνον ένας φιλόλογος κατήγγειλε την παρασκευαζομένην προδοσίαν εις βάρος της Ορθοδοξίας. Τι να λέγη, τάχα, ο μέγας Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, βλέπων τον λαόν του επηρεαζόμενον από τους θεολόγους της επαρχίας του και οδηγούμενον προς εκείνους, οι οποίοι τον αφώρισαν; Επί τη ευκαιρία θα παρεκάλουν την δ)νσιν του «Τύπου» να ανεδημοσίευε, χάριν των χιλιάδων αναγνωστών του, την ομιλίαν του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, που περιελήφθη εις τον πανηγυρικόν τόμον επί ταις εορταίς του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (Θεσσαλονίκη 1960). Ελπίζω έτσι να μάθουν τι είναι Ορθόδοξος Θεολογία, τα αξιολύπητα εκείνα παιδιά που σπουδάζουν θεολογίαν. Θα μάθουν και από πού αρχίζουν αι διαφοραί μας με τους αιρετικούς. Διότι με τας θεωρίας των καθηγητών των, ότι διαφέρομεν με τους αιρετικούς μόνον κατά τας μεθόδους σκέψεως, ότι ημείς είμεθα συνθετικοί και εκείνοι αναλυτικοί, ότι ημείς αναχωρούμεν εκ των επί μέρους και άλλα τοιαύτα φιλοσοφικά και θεωρητικά κατασκευάσματα, ουδέν έτερον επιτυγχάνεται, ειμή να εγκαθίσταται εις τον νουν των νέων θεολόγων εν ολόκληρον αφηρημένον σύστημα ιδεών, ενώ έχουν ανάγκην μόνον από ένα πτερόν του Αγίου Πνεύματος εις την καρδίαν των!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου