«Όλην εισδεξάμενοι, την νοητήν λαμπηδόνα, του αγίου Πνεύματος, το υπερφυέστατον, χρησμολόγημα, τω βραχεί ρήματι, και πολλή συνέσει, θεοπνεύστως απεφθέγξαντο… άνωθεν λαβόντες, την τούτων αποκάλυψιν…»
Ευαγγέλιον και Πατέρες είναι η αδιάστατος πνευματική συζυγία, η οποία συνιστά και θεμελιοί την αγίαν και Ορθόδοξον ημών Εκκλησίαν επί την αρραγή πέτραν της αληθείας. Είναι τόσον στενώς ηνωμέναι αι δύο αυταί έννοιαι, ώστε να μη δύναται να νοηθή το εν άνευ του άλλου, το Ευαγγέλιον δίχως Πατέρας της Εκκλησίας και Πατέρες άνευ Ευαγγελίου. Εντεύθεν, η Εκκλησία του Χριστού θα ηδύνατο προσφυώς να καλήται και Εκκλησία των Πατέρων. Διότι την υπερφυά παρουσίαν του Αγίου Πνεύματος εντός της Εκκλησίας, δια των Πατέρων εμάθομεν. Την ερμηνείαν του Ευαγγελίου της Χάριτος του Χριστού οι Πατέρες έδωκαν εις τον κόσμον. Τι θα ήτο η Εκκλησία δίχως «τα πάγχρυσα στόματα του Λόγου», τους «οπλίτας παρατάξεως Κυρίου», τα «όργανα του Αγίου Πνεύματος»; Ίδετε τον κονιορτοποιήσαντα την Εκκλησίαν Προτεσταντισμόν. Καταμάθετε τας αντορθοδόξους καινοτομίας, τας αιρέσεις, τας υπερβολάς, την εγκοσμιότητα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, υποκαταστησάσης την δι’ Αγίου Πνεύματος ποριζομένην ακράδαντον αυθεντίαν των Πατέρων, δια των εξ υψηλοφροσύνης επισφαλών ανθρωπίνων συλλογισμών. Φοβήθητε την επιφαινομένην νόθευσιν του Ευαγγελίου εν τη Εκκλησία.
Αποτολμά ο λόγος να υποστηρίξη, ότι οι Άγιοι Πατέρες αποτελούν τα ασφαλή μέτρα της περί Θεού και ανθρώπων καθολικής και επί μέρους αληθείας. Αυτοί είναι οι οξυδερκείς της Εκκλησίας οφθαλμοί, τα πυρίπνοα στόματα, οι θεοείκελοι διδάσκαλοι, οι απλανείς οδηγοί, οι φυσικοί ερμηνείς του Ευαγγελίου, ως θεωρίας και πράξεως. Έδωκαν εις την Εκκλησίαν το μεν την δογματικήν αυτής διδασκαλίαν, τους Κανόνας, τας Παραδόσεις, το δε κατέλιπον εις τους πιστούς την θείαν βιοτήν των ως υπόδειγμα ζωής και μιμήσεως, καθιερώσαντες το διάγραμμα του εριτίμου πλούτου της ορθοδόξου πνευματικότητος. Άνθρωποι αυτοί, δια πολυμόχθων ασκητικών αγώνων και εκ Θεού συναντιλήψεως, κατεστάθησαν φορείς των επιλάμψεων του «Πνεύματος της αληθείας», σκεύη καθαρά των θείων ενεργειών, Θεοφόροι, Χριστοφόροι και Πνευματοφόροι, και ούτως απέβησαν δι’ ημάς η ακριβής στάθμη της περί Θεού και Εκκλησίας αληθείας. Άνθρωποι και ημείς, φέροντες εκ κληρονομικής αναδοχής, εξ αμελείας, αγνοίας και ηδονών του βίου, ημαυρωμένην την θείαν εικόνα εκ του εν τη καρδία επιπροσθούντος νέφους των ψεκτών παθών, αμοιρούμεν των ακτίστων ακτίνων του Πνεύματος, ταλαιπώρως πλανώμενοι υπό των ατάκτων επιθυμιών της καρδίας και των ινδαλμάτων του εσκοτισμένου νοός ημών. Ιδού ποία η διαφορά μεταξύ ημών και των Πατέρων, και πόσην ανάγκην έχομεν αυτών εν τη πορεία ημών ως Εκκλησίας, εις τον βίον της οποίας μετέχομεν είτε ως χαρισματούχοι, είτε ως απλούς λαός, είτε ως Ποιμένες, είτε ως ποιμενόμενοι.
Οφείλομεν να καταστήσωμεν συνείδησιν, ότι αν οι Πατέρες της Εκκλησίας κατώρθωσαν να επισπάσουν τας ακτίνας του φωτιστικού Πνεύματος, τούτο επέτυχον δυνάμει της αγιότητός των, ότι μόνον η κάθαρσις της ψυχής από των παθών άγει εις την γνώσιν της αληθείας. Διο και η μεγαλυτέρα νοθεία εις την θεολογίαν μας και εις τον πνευματικόν βίον των Ορθοδόξων, συντελείται από αυτούς τους λειτουργούς αυτής και διδασκάλους, οι οποίοι, ενώ εμφανίζονται ως υπεύθυνοι ερμηνείς του πνεύματος της Εκκλησίας, εν τούτοις νοθεύουν την διδασκαλίαν της δια της αναμίξεως προσωπικών αντιλήψεων με την εν Αγίω Πνεύματι διδασκαλίαν των Πατέρων. Οι αιρεσιάρχαι αποτελούν την ισχυροτέραν απόδειξιν, ότι πάσα εκτροπή από του χρυσού κανόνος των Πατέρων άγει εις πλάνας και απώλειαν. Οι αιρεσιάρχαι ήσαν ευλαβείς μεν και των Γραφών εγκρατείς. Εστερημένοι όμως του φωτός, όπερ κατηύγαζε τας ψυχάς των Πατέρων, «εναυάγησαν περί την πίστιν». Αείποτε υπήρξεν αίτημα εκ των θεμελιωδών της αγίας ημών Εκκλησίας, η μετά πίστεως οικείωσις και παρακολούθησις της ζωής των Πατέρων—«ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής…». Η Εκκλησία ευλογούσα τον Θεόν, διότι «φωστήρας επί γης τους Πατέρας ημών θεμελιώσας και δι’ αυτών προς την αληθινήν πίστιν πάντας ημάς οδηγήσας», καθιεροί εις το διηνεκές το απρόσβλητον κύρος αυτών. Ώστε η Εκκλησία, δια να κατευθύνεται απλανώς προς την αλήθειαν και εντός των πλαισίων της ιδιαζούσης ημίν τοις ανατολικοίς ορθοδόξου πνευματικότητος, είναι απαραίτητον, όπως οι ποιμένες και διδάσκαλοι αυτής μη απομακρύνωνται από την Πατερικήν διδασκαλίαν εις όλους τους τομείς αυτής, νοθεύοντες το πνεύμα της Εκκλησίας δια προφάσεων εν αμαρτίαις.
Μία εκτροπή θεμελιώδους σημασίας είναι η παραθεώρησις του ασκητικού- Μοναστικού πνεύματος, όπερ χαρακτηρίζει τον βίον της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας. Εντεύθεν απορρέουν πάντα τα εν τη Εκκλησία σκάνδαλα, η μείωσις της αγιότητος, η εξάπλωσις της ποικολομόρφου πλάνης εν τε τη θεολογία και τη ηθική και πνευματική ζωή των χριστιανών. Η σημερινή εποχή θα αποτελέση σταθμόν εν τη ιστορία της Ελληνικής Εκκλησίας, δια την εγκατάλειψιν της λιτότητος και ασκητικότητος των Πατέρων, υπό τε των φυσικών διαδόχων αυτών και του «φιλούντος εξομοιούσθαι τοις άρχουσιν» ευαγώγου λαού, πορευομένων την λεωφόρον της εγκοσμίου ευδαιμονίας. Εντεύθεν η παραχάραξις της γνησίας χριστιανικής διδασκαλίας, η οποία άρχεται από της οδυνηρότητος του Σταυρού του Κυρίου, διέρχεται δια του φωτός της ενδόξου Αναστάσεώς Του και, διαγράφουσα απείρους κύκλους μεταξύ των δύο τούτων συγκλονιστικών πόλων της ανθρωπίνης ιστορίας, καταντά ως θρίαμβος εις την όρασιν της αιωνιότητος. Και ούτω, πριν ανέλθη τις επί του σταυρού,--κατά την εντολήν του Κυρίου, Όστις «έπαθε, τύπον υπολιμπάνων ημίν, ίνα επακολουθήσωμεν τοις ίχνεσιν Αυτού»--ευρίσκεται εν κοσμική μακαριότητι, ως εν τω φωτί της Αναστάσεως! Αλλά το κακόν—ο Σατανάς, δεν εμφανίζεται ποτέ γυμνός. Καλύπτεται—ο μυρμηκολέων αυτός—υπό γοητευτικωτάτας μορφάς ευσεβείας, διο και καθίσταται δυσκαταγώνιστος, οχυρούμενος τεχνηέντως όπισθεν διαφόρων ευσεβών συνθημάτων. Εάν ήτο τετραχηλισμένος ο διάβολος, όστις «πλανά την οικουμένην», ως απαισίως δύσμορφος, θα κατεβάλλετο ευκολώτατα. Αλλ’ η δύναμίς του έγκειται εις αυτήν την φωτοφάνειάν του, εις τας περί αγάπης Θεού και του πλησίον θεωρίας του, εις τα δάκρυά του υπέρ της Εκκλησίας του Χριστού(!), εις τας τάσεις δημιουργίας μιας «νέας και υγιούς τάξεως πραγμάτων», εις τον πόθον της άρσεως του «σατανικού» σχίσματος των Εκκλησιών, εις το ενδιαφέρον δια την αναπροσαρμογήν του Ευαγγελίου εις τα σύγχρονα δεδομένα, εις την αναψηλάφησιν θεολογικών, ηθικών και Εκκλησιαστικών θεμάτων, διότι ναι μεν –ομιλεί ο Σατανάς—οι έγιοι Πατέρες ορθώς εδογμάτισαν, αλλά η πρόοδος του κόσμου, αι ανάγκαι της νέας κοινωνίας, η ύψωσις της διανοητικής στάθμης των ανθρώπων η ασύλληπτος εξέλιξις του τεχνικού πολιτισμού, όλα ταύτα, εν πάση περιπτώσει, επιβάλλουν την επανατοποθέτησιν της Εκκλησίας επί συγχρονισμένων βάσεων…
Αλλ’ ο Παύλος και μετ’ αυτού η αγία μας Εκκλησία βοούν προς τους πλανωμένους: «Ου γαρ αγνοούμεν τα νοήματα αυτού», του Σατανά. Και οι Πατέρες—«οι οπλίται παρατάξεως Κυρίου»--εμπεδώσαντες ορθοδόξως την Εκκλησίαν, απεφάσισαν τον αφορισμόν υπό της Εκκλησίας παντός, όστις ήθελεν αφαιρέσει ή προσθέσει τι εις όσα καλώς αυτοί εδογμάτισαν και παρέδωκαν.
Αλλά θα ερωτηθώμεν. Ποίαν σχέσιν δύναται να έχη το αίτημα της ασκητικότητος της Εκκλησίας με τας εκτροπάς αυτάς; Πολλού γε και δει. Η άσκησις ανακύπτει ως αναγκαιότης προς άρσιν της εν ημίν αντινομίας, βεβαιουμένης ευαγγελικώς μεν, δια της «στενής και τεθλιμμένης οδού», δια της «βίας», δια των αγρυπνιών και των νηστειών του Κυρίου, δια της εντολής Αυτού «αγρυπνείτε και προσεύχεσθε» κ.λ.π., ως και δια του «υπωπιασμού της σαρκός», του «αντιστρατευομένου νόμου» του θείου Παύλου, δια των «σκληρών οδών» του Προφήτου Δαυϊδ και άλλων συναφών χωρίων της Γραφής, Πατερικών δε, δια του αγίου βίου πάντων των Πατέρων και αυτής της διδασκαλίας των. Η φύσις της Εκκλησίας μας είναι ασκητική, ως εξ αυτής ταύτης της φύσεως του γεγονότος της ανορθώσεως του πεπτωκότος ανθρώπου, φέροντος παρά τούτο την αίσθησιν της τραγικής διαστάσεως της βουλήσεώς του, εκφαινομένης εις τας τραγωδίας της Ελληνικής αρχαιότητος,--δια να επικαλεσθώμεν και την θύραθεν σοφίαν—και κατοπτριζομένης εις τα μεγάλα έργα του Σαίξπηρ, του Ίψεν, του Δοστογιέφσκη, και εξαιρέτως εις την «Τραγωδίαν της ζωής» του Ισπανού Μικαέλ Ουναμούνο. Την τραγικότητα αυτήν έζησεν η αγία Εκκλησία μας αναδυθείσα από το ίδιον αίμα της και ηκολούθησαν τα εκλεκτά τέκνα της Ερήμου, οι άγιοι, βεβαιώσαντες την αναγκαιότητα της τραχείας ταύτης οδού, δια των κλαυθμών των, των κακοπαθειών, του ιερού πένθους των, των μακρών νηστειών και αγρυπνιών των και των αδιαλείπτων προσευχών. Ως και το αίμα των Μαρτύρων εχύθη από την ιδίαν αυτήν διάστασιν, συμπλακέντων με το κακόν, άχρι και αυτού του Πρωτομάρτυρος Χρυστού, του «αρχηγού και τελειωτού της πίστεως ημών». Ιδού ποίον είναι το βάθος της ασκητικότητος, εξικνουμένης μέχρις αυτής της του αίματος χύσεως, ως βεβαιοί, κατά μυστικόν τινα τρόπον, ο μέγας του Χριστού Απόστολος Παύλος. «Και σχεδόν εν αίματι πάντα καθαρίζεται κατά τον νόμον, και χωρίς αιματεκχυσίας ου γίνεται άφεσις» (Εβρ. θ: 22). Ο ίδιος Παύλος ενθαρρύνων εις τας θλίψεις των τους πιστούς και δίδων οιονεί το διάγραμμα των εν Χριστώ κατά της αμαρτίας αγώνων, γράφει: «Ούπω μέχρις αίματος αντικατέστητε προς την αμαρτίαν ανταγωνιζόμενοι» (Εβρ. ιβ: 4). Κατά ταύτα, λόγω της αμέσου σχέσεως αγιότητος βίου και αληθείας, πρέπει να απελπισθώμεν, ως Εκκλησία, ως προς την δυνατότητα εκπληρώσεως της εν γη αποστολής μας—η οποία, κατά βάθος, είναι ο καθολικός αγιασμός ημών, «ου άνευ ουδείς όψεται τον Κύριον»--χωρίς την οικείωσιν του ασκητικού πνεύματος των Πατέρων, όπερ θα μας καταστήση ικανούς να εξαρθώμεν εις την περιωπήν της γνώσεως της Ορθοδοξίας, ην παρέδωκαν ημίν «άνθρωποι υπό πνεύματος Θεού φερόμενοι». Η σημερινή αξιοδάκρυτος παρακμή του Μοναχικού θεσμού, αποτελεί αντανάκλασιν του εμπολιτευομένου εν τη Εκκλησία αντιασκητικού πνεύματος, γεγονός το οποίον παρέχει το μέτρον της πνευματικής πτωχείας της Ορθοδοξίας, ης τινος ο Μοναχισμός είναι «τα νεύρα», κατά Χρυσόστομον. Ως εκ τούτου, πως δυνάμεθα άνευ αγιότητος, ταπεινώσεως, αγάπης και φωτισμού, να ομιλώμεν περί Ορθοδοξίας, εφ’ όσον στερούμεθα των φυσικών εκείνων οργάνων, τα οποία προσπορίζουν εις ημάς την γνώσιν του βάθους του πλούτου αυτής; Διότι, εν εσχάτη αναλύσει, τι άλλο είναι η Ορθοδοξία μας η αδαμαντίνη, ειμή κατάκτησις της αγιότητος ως αληθείας, ως ζωής, ως ηθικού κάλλους, ως ελπίδος, ως, εν πάση περιπτώσει, συνισταμένης των θειοτάτων αιτημάτων του εν Χριστώ ανθρώπου, εκφραζομένων εν τη μεγαλειώδει λειτουργική ζωή της Εκκλησίας; Ιδού διατί η οδός του κλαυθμού είναι η μόνη, ήτις απέμεινε σήμερον εις την Εκκλησίαν προς απόπλυσιν των «σπίλων και των ρυτίδων», προς συνειδητήν εν πνεύματι ανασύνδεσιν με τους Πατέρας, προς πλατυσμόν εις τας απείρους διαστάσεις της Ορθοδοξίας, προς οικείωσιν του Ηγαπημένου Χριστού—του Έρωτος των Πατέρων—προς δικαίωσιν του θείου ημών χριστιανικού ονόματος, προς δόξαν Θεού!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου