Για μικρούς και μεγάλους, για μορφωμένους και απλοϊκούς, για όλους το νέο είναι κάτι το ελκυστικό, το δελεαστικό, σε αντίθεση προς το παλιό, το γνωστό και συνηθισμένο, που καταντά ρουτίνα και απωθεί. Είναι πράγματι, αυτή η ορμή για το νέο η αιτία τόσων επιτευγμάτων του πολιτισμού και της τέχνης, η κινητήρια δύναμη για τόσα προοδευτικά βήματα που σημείωσε η ανθρωπότητα. Την τεράστια αλλαγή που συντελέσθηκε από την εποχή της τρώγλης μέχρι την ανόρθωση του υποβλητικού ουρανοξύστη και από τα χρόνια του αραμπά μέχρι την εφεύρεση και χρήση του αεροπλάνου και των διαστημικών ταξιδιών, την χρωστούμε ασφαλώς στην πρόοδο και την εξέλιξη. Είναι τόση η επιρροή της στον ανθρώπινο βίο, ώστε δικαιολογημένα να διατείνεται ο Αριστοτέλης ότι «πάντα αεί εν κινήσει εισί» και να ορίζει την αλλαγή ως την φυσική ανάπαυση. Υπάρχουν εντούτοις πράγματα που στην αέναη ροή του χρόνου και στον ακατάσχετο καλπασμό της εξελίξεως παραμένουν σταθερά, απαράλλακτα και αναλλοίωτα. Οι πρώτες ύλες π.χ. αξιοποιούνται συνεχώς με νέους τρόπους και μέσα, αλλά δεν αντικαθίστανται ούτε αλλάζουν υπόσταση. Μπορείτε να φαντασθείτε τι θα συνέβαινε, αν π.χ. επιχειρούσαμε ν΄ αντικαταστήσουμε το οξυγόνο του ατμοσφαιρικού αέρα με εκείνο της φιάλης, την φυσική βροχή με την τεχνητή ή το φως του ήλιου με το ηλεκτρικό;
Παρόμοια στην πνευματική πραγματικότητα παραμένει σταθερή και αναλλοίωτη η θεία αποκάλυψη και η Εκκλησία, που κατέχει και παρέχει στον κόσμο αυτή την αποκάλυψη. Αν θεωρείται παραλογισμός το να προσπαθεί κάποιος να αντικαταστήσει ή έστω να βελτιώσει τον ήλιο, είναι εξίσου ουτοπία να ζητά αλλαγή ή βελτίωση της Εκκλησίας. Από την άποψη αυτή καταφαίνεται ξεκάθαρα η απάτη και πλάνη τόσο της απιστίας, που ζητά αντικατάσταση των αληθειών της πίστεως, όσο και της αιρέσεως, που επαγγέλλεται την βελτίωσή τους. Σταθερή και αναλλοίωτη παραμένει στους αιώνες η αλήθεια της πίστεως και η λειτουργική πράξη της Εκκλησίας.
Κι είναι αυτή η μονιμότητα και σταθερότητά της η εγγύηση της αξιοπιστίας και της αναλλοίωτης αξίας της. Διότι δεν είναι η Εκκλησία κάτι το παλιακό με μουσειακή αξία. Είναι το πρώτο και αρχικό, το νυν και το «απ΄ αρχής», όπως διατυπώνει η θεοκίνητη πέννα του ευαγγελιστού Ιωάννου (Α΄ Ιω. 1: 1).
Είναι, λοιπόν, η πρόοδος έννοια ασυμβίβαστη με την Εκκλησία; Όχι. Είναι γνώρισμα της Εκκλησίας η πρόοδος, αλλά η πρόοδος εκείνη που φέρνει πιο κοντά στην αρχή και στις ρίζες. Όπως η πραγματική ύψωση στο χώρο τον πνευματικό είναι συνάρτηση και συνέπεια της βαθειάς ταπεινώσεως – «ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» - διαβεβαιώνει ο Κύριος, έτσι η πρόοδος είναι καρπός της επιστροφής στις ρίζες. Και, βέβαια, το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω, παρατηρεί η λαϊκή σοφία, αλλά σίγουρα συνδέεται αναπόσπαστα με την πηγή του. Κάθε παραποίηση, εξασθένηση ή κατάργηση αυτού του δεσμού οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εξασθένηση και αποξήρανση του ποταμιού.
Πηγή και αρχή της Εκκλησίας, αρχηγός και Κύριός της ο Ιησούς Χριστός παραμένει «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβ. 13: 8). Θεάνθρωπος εξαρχής μέχρι σήμερα και «εις τους αιώνας» ο Ιησούς Χριστός, «μη εκστάς της φύσεως μετέσχε του ημετέρου φυράματος». Θεανθρώπινη εξαρχής, τότε και τώρα και πάντοτε η Εκκλησία του, καλεί στους κόλπους της και προσεγγίζει με την αγάπη της τον κόσμο, αλλά χωρίς στο ελάχιστο να αποστεί, χωρίς να ξεκοπεί και απομακρυνθεί από τη θεία της φύση και αποστολή. Κι είναι τόσο αληθινή και θεοκίνητη, όσο πιο κοντά στον Αρχηγό της παραμένει, όσο πιο χριστοκεντρικά ζη και δρα μέσα στον κόσμο.
Ασφαλώς, έχει την θέση της και η κοινωνική προσφορά και η ηθική συμπαράσταση και η ανέγερση ευαγών ιδρυμάτων και η οικονομική υποστήριξη των πτωχών και τόσα άλλα έργα, τα οποία εξάλλου συμπεριλαμβάνει στην ποιμαντική της μέριμνα η Εκκλησία. Αλλά η μεγαλύτερη και αποκλειστική παροχή της στην ανθρωπότητα είναι η εν Χριστώ λύτρωση. Όλα τα άλλα μπορούν να τα προσφέρουν και πολλοί άλλοι φορείς. Η λύτρωση είναι αποκλειστικότητα της Εκκλησίας. Είναι αυτό που μόνο αυτή διαθέτει, αλλά και που μόνο από αυτήν το περιμένουν όλοι. Εκείνοι που ομολογούν την ανάγκη τους και ζητούν την λύτρωση, αλλά και εκείνοι που παρουσιάζονται αδιάφοροι ή και πολέμιοι της Εκκλησίας. Ίσως αυτοί ακόμη περισσότερο.
Η αναντικατάστατη προσφορά της Εκκλησίας αποδεικνύεται από τα πλήθη των αγίων και των μαρτύρων. Διακηρύσσεται από τις μυριάδες τών ανά τους αιώνες λυτρωμένων. Επιβεβαιώνεται όμως – και μάλιστα όχι λιγότερο αξιόπιστα – και από τις μυριάδες τών τραγικών αλύτρωτων ανθρώπων, που πέρασαν απ΄ αυτόν τον κόσμο. Ναι, και αυτοί οι άπιστοι και οι πολέμιοι της Εκκλησίας προσυπογράφουν από την πλευρά τους την αναντικατάστατη προσφορά της, την οποία αυτοί αρνήθηκαν. Θα απλουστεύσω την πρότασή μου με ένα παράδειγμα. Υποθέτω ότι κάποιος προσφέρει το φάρμακο ανιάτου νοσήματος. Το χρησιμοποιούν δέκα από τους εκατό αρρώστους και θεραπεύονται. Οι άλλοι ενενήντα αρνούνται να το πάρουν και πεθαίνουν. Την αξία του φαρμάκου μαρτυρούν όχι μόνο οι δέκα άρρωστοι που θεραπεύθηκαν, αλλά και οι ενενήντα που πέθαναν, επειδή δεν το πήραν. Αυτή την πάνδημη αναγνώριση έχει η προσφορά της Εκκλησίας στον κόσμο.
Σήμερα που πολλά επιτύχαμε, πολύ προοδεύσαμε και ανεβήκαμε, αλλά και πολύ πονέσαμε και ταπεινωθήκαμε, διαπιστώνοντας πως δεν είναι αξίες αυτές που εκτιμά το χρηματιστήριο, ούτε είναι ζωή τα εργαστηριακά παρασκευάσματα, είναι καιρός να στρέψουμε την προσοχή μας στην αέναη πηγή της ζωής. Να αναγνωρίσουμε την πρώτη επικαιρότητα στην Εκκλησία. Ο Ιησούς Χριστός, που δι΄ αυτής μάς προσφέρεται, είναι η πρώτη αξία, η Αυτοαξία και Αυτοζωή, η αυθεντική απάντηση στην πιο μεγάλη μας ανάγκη. Είναι πράγματι και σήμερα πολύ επίκαιρη και πολύ αληθινή η ομολογία ενός αμαρτωλού που μετανόησε και πίστεψε στον Χριστό• «Όλοι έχουν την ανάγκη σου… Ο πεινασμένος θαρρεί πως ζητά ψωμί και ζητά εσένα. Ο άρρωστος υποθέτει ότι του λείπει η υγεία κι αυτό που του λείπει είσαι σύ. Όποιος γυρεύει την ωραιότητα σ΄ αυτόν τον κόσμο, γυρεύει άθελά του εσένα, που είσαι η μοναδική ωραιότης. Όποιος ψάχνει για την αλήθεια, ψάχνει χωρίς να το καταλαβαίνει εσένα, που είσαι η μόνη αλήθεια που αξίζει να μάθει κανείς. Κι όποιος απλώνει το χέρι του με αγωνία προς την ειρήνη, τ΄ απλώνει προς εσένα, που είσαι η μόνη ειρήνη στην οποία μπορούν να βρουν ανάπαυση οι καρδιές. Όλοι σε φωνάζουμε, χωρίς να το ξέρουμε».
Για μας που φωνάζουμε, όχι χωρίς να ξέρουμε, αλλά με την συναίσθηση πως ο Χριστός είναι αυτό που χρειαζόμαστε ως άτομα και ως ανθρωπότητα, τίθεται το ερώτημα: Γνωρίζουμε ότι ο Χριστός είναι η Εκκλησία; Η θετική απάντηση στο ερώτημα αυτό συνεπάγεται την σοβαρή ευθύνη για την συμπεριφορά μας στον κόσμο. Δίνουμε την μαρτυρία του χριστιανού, του εν Χριστώ λυτρωμένου ανθρώπου;
Κι είναι αυτή η μονιμότητα και σταθερότητά της η εγγύηση της αξιοπιστίας και της αναλλοίωτης αξίας της. Διότι δεν είναι η Εκκλησία κάτι το παλιακό με μουσειακή αξία. Είναι το πρώτο και αρχικό, το νυν και το «απ΄ αρχής», όπως διατυπώνει η θεοκίνητη πέννα του ευαγγελιστού Ιωάννου (Α΄ Ιω. 1: 1).
Είναι, λοιπόν, η πρόοδος έννοια ασυμβίβαστη με την Εκκλησία; Όχι. Είναι γνώρισμα της Εκκλησίας η πρόοδος, αλλά η πρόοδος εκείνη που φέρνει πιο κοντά στην αρχή και στις ρίζες. Όπως η πραγματική ύψωση στο χώρο τον πνευματικό είναι συνάρτηση και συνέπεια της βαθειάς ταπεινώσεως – «ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» - διαβεβαιώνει ο Κύριος, έτσι η πρόοδος είναι καρπός της επιστροφής στις ρίζες. Και, βέβαια, το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω, παρατηρεί η λαϊκή σοφία, αλλά σίγουρα συνδέεται αναπόσπαστα με την πηγή του. Κάθε παραποίηση, εξασθένηση ή κατάργηση αυτού του δεσμού οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εξασθένηση και αποξήρανση του ποταμιού.
Πηγή και αρχή της Εκκλησίας, αρχηγός και Κύριός της ο Ιησούς Χριστός παραμένει «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβ. 13: 8). Θεάνθρωπος εξαρχής μέχρι σήμερα και «εις τους αιώνας» ο Ιησούς Χριστός, «μη εκστάς της φύσεως μετέσχε του ημετέρου φυράματος». Θεανθρώπινη εξαρχής, τότε και τώρα και πάντοτε η Εκκλησία του, καλεί στους κόλπους της και προσεγγίζει με την αγάπη της τον κόσμο, αλλά χωρίς στο ελάχιστο να αποστεί, χωρίς να ξεκοπεί και απομακρυνθεί από τη θεία της φύση και αποστολή. Κι είναι τόσο αληθινή και θεοκίνητη, όσο πιο κοντά στον Αρχηγό της παραμένει, όσο πιο χριστοκεντρικά ζη και δρα μέσα στον κόσμο.
Ασφαλώς, έχει την θέση της και η κοινωνική προσφορά και η ηθική συμπαράσταση και η ανέγερση ευαγών ιδρυμάτων και η οικονομική υποστήριξη των πτωχών και τόσα άλλα έργα, τα οποία εξάλλου συμπεριλαμβάνει στην ποιμαντική της μέριμνα η Εκκλησία. Αλλά η μεγαλύτερη και αποκλειστική παροχή της στην ανθρωπότητα είναι η εν Χριστώ λύτρωση. Όλα τα άλλα μπορούν να τα προσφέρουν και πολλοί άλλοι φορείς. Η λύτρωση είναι αποκλειστικότητα της Εκκλησίας. Είναι αυτό που μόνο αυτή διαθέτει, αλλά και που μόνο από αυτήν το περιμένουν όλοι. Εκείνοι που ομολογούν την ανάγκη τους και ζητούν την λύτρωση, αλλά και εκείνοι που παρουσιάζονται αδιάφοροι ή και πολέμιοι της Εκκλησίας. Ίσως αυτοί ακόμη περισσότερο.
Η αναντικατάστατη προσφορά της Εκκλησίας αποδεικνύεται από τα πλήθη των αγίων και των μαρτύρων. Διακηρύσσεται από τις μυριάδες τών ανά τους αιώνες λυτρωμένων. Επιβεβαιώνεται όμως – και μάλιστα όχι λιγότερο αξιόπιστα – και από τις μυριάδες τών τραγικών αλύτρωτων ανθρώπων, που πέρασαν απ΄ αυτόν τον κόσμο. Ναι, και αυτοί οι άπιστοι και οι πολέμιοι της Εκκλησίας προσυπογράφουν από την πλευρά τους την αναντικατάστατη προσφορά της, την οποία αυτοί αρνήθηκαν. Θα απλουστεύσω την πρότασή μου με ένα παράδειγμα. Υποθέτω ότι κάποιος προσφέρει το φάρμακο ανιάτου νοσήματος. Το χρησιμοποιούν δέκα από τους εκατό αρρώστους και θεραπεύονται. Οι άλλοι ενενήντα αρνούνται να το πάρουν και πεθαίνουν. Την αξία του φαρμάκου μαρτυρούν όχι μόνο οι δέκα άρρωστοι που θεραπεύθηκαν, αλλά και οι ενενήντα που πέθαναν, επειδή δεν το πήραν. Αυτή την πάνδημη αναγνώριση έχει η προσφορά της Εκκλησίας στον κόσμο.
Σήμερα που πολλά επιτύχαμε, πολύ προοδεύσαμε και ανεβήκαμε, αλλά και πολύ πονέσαμε και ταπεινωθήκαμε, διαπιστώνοντας πως δεν είναι αξίες αυτές που εκτιμά το χρηματιστήριο, ούτε είναι ζωή τα εργαστηριακά παρασκευάσματα, είναι καιρός να στρέψουμε την προσοχή μας στην αέναη πηγή της ζωής. Να αναγνωρίσουμε την πρώτη επικαιρότητα στην Εκκλησία. Ο Ιησούς Χριστός, που δι΄ αυτής μάς προσφέρεται, είναι η πρώτη αξία, η Αυτοαξία και Αυτοζωή, η αυθεντική απάντηση στην πιο μεγάλη μας ανάγκη. Είναι πράγματι και σήμερα πολύ επίκαιρη και πολύ αληθινή η ομολογία ενός αμαρτωλού που μετανόησε και πίστεψε στον Χριστό• «Όλοι έχουν την ανάγκη σου… Ο πεινασμένος θαρρεί πως ζητά ψωμί και ζητά εσένα. Ο άρρωστος υποθέτει ότι του λείπει η υγεία κι αυτό που του λείπει είσαι σύ. Όποιος γυρεύει την ωραιότητα σ΄ αυτόν τον κόσμο, γυρεύει άθελά του εσένα, που είσαι η μοναδική ωραιότης. Όποιος ψάχνει για την αλήθεια, ψάχνει χωρίς να το καταλαβαίνει εσένα, που είσαι η μόνη αλήθεια που αξίζει να μάθει κανείς. Κι όποιος απλώνει το χέρι του με αγωνία προς την ειρήνη, τ΄ απλώνει προς εσένα, που είσαι η μόνη ειρήνη στην οποία μπορούν να βρουν ανάπαυση οι καρδιές. Όλοι σε φωνάζουμε, χωρίς να το ξέρουμε».
Για μας που φωνάζουμε, όχι χωρίς να ξέρουμε, αλλά με την συναίσθηση πως ο Χριστός είναι αυτό που χρειαζόμαστε ως άτομα και ως ανθρωπότητα, τίθεται το ερώτημα: Γνωρίζουμε ότι ο Χριστός είναι η Εκκλησία; Η θετική απάντηση στο ερώτημα αυτό συνεπάγεται την σοβαρή ευθύνη για την συμπεριφορά μας στον κόσμο. Δίνουμε την μαρτυρία του χριστιανού, του εν Χριστώ λυτρωμένου ανθρώπου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου