α. ῾Η ᾿Ορθόδοξη Θεολογία
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ Διδασκαλία περὶ τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως καὶ Ζωῆς ἀποτελεῖ προϊὸν τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ εἰς τὸν κόσμο πρῶτον διὰ τῆς λειτουργίας καὶ διαδόσεως, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τοῦ προφητικοῦ λόγου καὶ δεύτερον, τελικῶς, διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ! ᾿Εξάλλου, οἱ βασικὲς καὶ οὐσιώδεις ἀρχὲς τῆς Πίστεως καὶ τῆς Διδασκαλίας αὐτῆς, καταγραφεῖσες ὑπὸ τῶν Μαθητῶν καὶ
᾿Αποστόλων τοῦ Κυρίου, ἀποτέλεσαν τὸ γραπτὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, τὸ περιεχόμενο δηλαδὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Στὸ γραπτὸ αὐτὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, οἱ Μαθητὲς συγγραφεῖς, ἀνέπτυξαν πᾶν ὅ,τι ἀφορᾶ εἰς τὸ πρόσωπον καὶ τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ περιστασιακῶς, κάποια κύρια σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ κυριακοῦ λόγου καὶ μᾶς παρέδωσαν ἔγκυρο λόγο περὶ τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως καὶ Ζωῆς, ἐφόσον καὶ εἰς τὴν περίπτωση αὐτή: «ὑπὸ Πνεύματος ῾Αγίου φερόμενοι ἐλάλησανἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι» (Βʹ Πέτρ. αʹ 21).
᾿Ενωρὶς ὅμως, κατὰ τὰ πρῶτα βήματα τῆς ἱστορικῆς πορείας τῆς ᾿Εκκλησίας μέσα εἰς τὸν κόσμο, ἐμφανίσθηκαν προβλήματα ὀρθῆς καὶ μάλιστα ἁγιοπνευματικῆς κατανοήσεως τῶν ἀρχῶν Πίστεως καὶ Ζωῆς τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου. ῏Ηταν φυσικό, κατὰ τὴν πορεία αὐτὴ τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τῆς ᾿Εκκλησίας, νὰ παρουσιασθοῦν προβλήματα ἑρμηνείας τοῦ λόγου αὐτοῦ. ῾Η ἐμφάνιση τῶν αἱρέσεων ἔδειξε, ὅτι τὸ κύριο πρόβλημα γιὰ τὴν ὀρθή, δηλαδὴ ἁγιοπνευματική, κατανόηση τοῦ εὐαγγελικοῦ γράμματος ἦταν ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρωπίνου λογικοῦ νὰ διαπεράσει φωτιστικῶς τὸ κάλυμμα τοῦ γράμματος καὶ νὰ εἰσχωρήσει στὸ βάθος τοῦ πνεύματος ποὺ τὸ κάλυμμα αὐτὸ ἀπέκρυπτε. Παρουσιάθηκε ἑπομένως καὶ πάλι ἡ ἀνάγκη νὰ λαλήσουν λόγο
ἁγιοπνευματικῆς ἑρμηνευτικῆς ἀληθείας ἄνθρωποι τῆς ᾿Εκκλησίας, διάδοχοι τῶν ᾿Αποστόλων, καὶ αὐτοὶ «ὑπὸ Πνεύματος ῾Αγίου φερόμενοι».
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν πλέον οἱ ἑρμηνευτὲς τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ — εὐαγγελικοῦ λόγου, ὡς «δοχεῖα τοῦ Πνεύματος»! Οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας προχώρησαν στὴν ἁγιοπνευματικὴ κατανόηση καὶ ἑρμηνεία τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου διὰ τῆς βιώσεωςτῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.
῾Οδεύοντες τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς προσωπικῆς τους καθάρσεως, ἀπὸ τὸ ἐμπαθὲς δυναμικὸ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου τῆς ἁμαρτίας, δέχθηκαν τὸν φωτισμὸ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἔγιναν βιωματικοὶ ἑρμηνευτὲς τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου. Γιὰ τὸ ἔργο τους τοῦτο ἀνεγνωρίσθησαν καὶ καθιερώθησαν ἀπὸ τὴν κοινὴ συνείδηση τῆς ᾿Εκκλησίας, ὡς οἱ αὐθεντικοὶ θεμελιωτὲς τῆς ἀκριβοῦς θεολογικῆς ἀναπτύξεως τῆς διδασκαλίας τῆς ᾿Εκκλησίας· οἱ πνευματοφόροι δημιουργοὶ τῆς ᾿Ορθοδόξου Θεολογίας, δηλαδὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ! ᾿Εξάλλου, ὁ νοηματικός, ἀλλὰ καὶ ἀποκαλυπτικός, ἁγιοπνευματικὸς πυρήνας τοῦ ὅρου ᾿Ορθοδοξία διετυπώθη συνοδικῶς εἰς τὸ «Σύμβολον τῆς Πίστεως», ὡς πίστη «εἰς Μίαν, ῾Αγίαν, Καθολικὴν καὶ ᾿Αποστολικὴν ᾿Εκκλησίαν». ῾Η πατερικὴ αὐτὴ θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία ἀποτυπώθηκε στὴν θεοφώτιστη καὶ οἰκουμενικὴ βεβαιότητα τοῦ Πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅτι ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία εἶναι ἡ
μόνη ἀληθῶς σώζουσα ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ!
β. ῾Ο Θρησκευτικὸς Συγκρητισμὸς
Ο ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ Συγκρητισμός, ὡς φαινόμενο «Πανθρησκείας», συναντᾶται στὴν θεωρία ἐκείνη ποὺ πρεσβεύει τὴν σύγκλιση τῶν θρησκειῶν μεταξύ τους καὶ τὴν ἐπικοινωνία τους στὸ ἐπίπεδο τῆς ἀμοιβαίας κατανοήσεως, ἐπὶ τῆς ἀρχῆς πάντοτε τῆς ἰσότητός τους, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναγνωρίσεως καὶ ἀποδοχῆς τῆς ὁμοιότητός τους ὄχι μόνο στὰ κοινὰ σημεῖα (ἂν ὑπάρχουν) τῶν ἀντιλήψεών τους, ὡς πρὸς τὴν ἔννοια τοῦ Θείου, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὶς πρακτικὲς καὶ τὶς κοινὲς σκοπιμότητές τους μέσα στὴν ζωὴ τοῦ κόσμου. ῎Ετσι, κύριο χαρακτηριστικὸ τοῦ Θρησκευτικοῦ γενικὰ Συγκρηστιμοῦ εἶναι ἡ ἀνάμειξη τῶν θρησκειῶν μεταξύ τους στὸν βαθμὸ ποὺ ἡ παραδοσιακὴ θρησκευτική τους ὑπόσταση καὶ ταυτότητα νὰ ἀλλοιώνεται, ἀναχωνευομένη μέσα στὴν διαδικασία τοῦ παγκοσμιοποιημένου τρόπου τῆς ἀναμείξεως αὐτῆς. Ο Robert Meuller μᾶς δίνει μία ἀκραία ἄποψη γιὰ τὸ πλάτος καὶ βάθος τῆς ἐννοίας τοῦ Θρησκευτικοῦ Συγκρητισμοῦ. «Οἱ θρησκεῖες πρέπει νὰ συνεργάζονται ἐνεργὰ γιὰ νὰ προσφέρουν μιὰ καλύτερη κατανόηση τῶν μυστηρίων τῆς ζωῆς καὶ τῆς θέσης μας μέσα στὸ σύμπαν. ῾Η θρησκεία μου σωτὴ ἢ λάθος καὶ τὸ ἔθνος μου σωστὸ ἢ λάθος πρέπει νὰ ἐγκαταλειφθοῦν μιὰ γιὰ πάντα στὴν Πλανητικὴ ᾿Εποχή»1. Μιὰ τέτοια ἀντίληψη γιὰ τὸν Θρησκευτικὸ Συγκρητισμὸ τὸν ταυτίζει ἀσφαλῶς μὲ τὶς ἐπιδιώξεις μιᾶς ὀλεθρίας ἰσοπεδωτικῆς τῶν πάντων παγκοσμιοποιήσεως, ποὺ ἀξιώνει τὴν ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν θρησκευτική, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐθνικὴπαραδοσιακή του συνείδηση καὶ ταυτότητα! Ο Θρησκευτικὸς Συγκρητισμὸς διακρίνεται συνήθως σὲ Διαχριστιανικὸ καὶ Διαθρησκειακὸ Συγκρητισμό.
1. Διαχριστιανικὸς Συγκρητισμός. Τὸ εἶδος τοῦ Συγκρητισμοῦ αὐτοῦ ἀφορᾶ στὴν διομολογιακὴ ἀνάμειξη καὶ σύγκραση διαφόρων Χριστιανικῶν δογμάτων σὲ μιὰ διατύπωση ἐννοίας «ἑνότητος» τῶν «ἐκκλησιῶν» τους, στὴν ὁποία ἐπισημαίνονται τὰ κοινὰ σημεῖα προσεγγίσεως τῶν θεολογικῶν τους παραδόσεων, χωρὶς ὅμως ἀναφορὰ στὶς διαφορὲς (συχνὰ χαώδεις) ποὺ διαιροῦν τὶς χριστιανικὲς αὐτὲς «ἐκκλησίες». ῎Ετσι ἐπιδιώκεται ἕνας Διαχριστιανικὸς Συγκρητισμός, ὅπου κάθε δόγμα ἔχει δῆθεν μέρος τῆς ἀληθείας τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ὅλα μαζὶ τὰ δόγματα ἢ οἱ «ἐκκλησίες» κατέχουν ἀπὸ κοινοῦ ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια αὐτὴν (Θεωρία τῶν Κλάδων ἢ τοῦ Σπασμένου Καθρέπτη ). Μιὰ τέτοια διατύπωση χριστιανικῆς «ἑνότητος» μετατρέπει, ὅπως εἶναι εὐνόητο, αἱρέσεις σὲ «ἐκκλησίες», ὅπως βεβαιώνεται ἀπὸ τὴν Οἰκουμενικὴ Χάρτα (2000), ἡ ὁποία θεωρεῖ ὅλες τὶς αἱρετικὲς ὁμολογίες ὡς «᾿Εκκλησίες»!
2. Διαθρησκειακὸς Συγρητισμός. Γενικῶς ἡ ἔννοια ≪Θρησκεία≫ κατανοεῖται ὡς ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, ἀνταποκρινόμενο στὴν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐπικοινωνήσει, μέσῳ ὡρισμένων τελετουργικῶν τυπικῶν, μὲ ὑπέρτερες τῶν δυνάμεών του «θεότητες». Οἱ «θεότητες» αὐτὲς καθορίζονται καὶ σχηματοποιοῦνται σὲ διάφορες ἐξεικονίσεις, ἀπὸ ἀνθρώπινες ὑποκειμενικὲς ἐφέσεις καὶ ποικίλες ψυχολογικὲς ἀνάγκες. Προβάλλονται καὶ ὑλοποιοῦνται σὲ ποικίλα ὑλικὰ κατασκευάσματα ἁπὸ τὴν ἀνθρώπινη φαντασία ἢ ἀπὸ δαιμονικὲς ἐνέργειες, ἐφόσον, σὲ πολλὲς περιπτώσεις, εἶναι ὁρατὸς ὁ δαιμονικός τους
χαρακτήρας, σὲ ἀνθρωποθυσίες, μαγεῖες, ἐγκληματικὲς ἰδέες ἢ ἀντιλήψεις!
γ. Συμπέρασμα
ΚΑΤΟΠΙΝ τῶν ἀνωτέρω, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ᾿Ορθόδοξη Θεολογία, δηλαδὴ ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, ὡς ὁ μοναδικὸς κάτοχος τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας περὶ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ συμμετέχει ἢ νὰ σχετίζεται, μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, μὲ διαχριστιανικὲς ἢ διαθρησκειακὲς δραστηριότητες.
Δὲν μπορεῖ ἑπομένως νὰ ἀναγνωρίζει τὴν αἵρεση ὡς «ἐκκλησία», μέσῳ τοῦ Διαχριστιανικοῦ Συγκρητισμοῦ. Ο ἀποστολικός, ἐν προκειμένῳ, λόγος εἶναι σαφής: «Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις· τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ, ἢ τίς κοινωνία φωτὶ πρὸ σκότος; τίς δὲ συμφώνησις Χριστοῦ πρὸς Βελίαρ, ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου; τίς δὲ συκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων; ἡμεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἐσμὲν ζῶντος». (Βʹ Κορ. ϛʹ 14-16).
(*) Περιοδ. «᾿Ορθόδοξη Μαρτυρία» Κύπρου, ἀριθ. 74/Φθινόπωρο 2004, σελ. 105-107. ᾿Επιμέλεια καὶ μικροβελτιώσεις ἡμέτ.
1. Μοναχοῦ ᾿Αρσενίου Βλιαγκόφτη, Σύγχρονες Αἰρέσεις. Μιὰ πραγματικὴ ἀπειλή, ἐκδόσεις ≪Παρακαταθήκη≫, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 177.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ Διδασκαλία περὶ τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως καὶ Ζωῆς ἀποτελεῖ προϊὸν τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ εἰς τὸν κόσμο πρῶτον διὰ τῆς λειτουργίας καὶ διαδόσεως, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τοῦ προφητικοῦ λόγου καὶ δεύτερον, τελικῶς, διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ! ᾿Εξάλλου, οἱ βασικὲς καὶ οὐσιώδεις ἀρχὲς τῆς Πίστεως καὶ τῆς Διδασκαλίας αὐτῆς, καταγραφεῖσες ὑπὸ τῶν Μαθητῶν καὶ
᾿Αποστόλων τοῦ Κυρίου, ἀποτέλεσαν τὸ γραπτὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, τὸ περιεχόμενο δηλαδὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Στὸ γραπτὸ αὐτὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, οἱ Μαθητὲς συγγραφεῖς, ἀνέπτυξαν πᾶν ὅ,τι ἀφορᾶ εἰς τὸ πρόσωπον καὶ τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ περιστασιακῶς, κάποια κύρια σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ κυριακοῦ λόγου καὶ μᾶς παρέδωσαν ἔγκυρο λόγο περὶ τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως καὶ Ζωῆς, ἐφόσον καὶ εἰς τὴν περίπτωση αὐτή: «ὑπὸ Πνεύματος ῾Αγίου φερόμενοι ἐλάλησανἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι» (Βʹ Πέτρ. αʹ 21).
᾿Ενωρὶς ὅμως, κατὰ τὰ πρῶτα βήματα τῆς ἱστορικῆς πορείας τῆς ᾿Εκκλησίας μέσα εἰς τὸν κόσμο, ἐμφανίσθηκαν προβλήματα ὀρθῆς καὶ μάλιστα ἁγιοπνευματικῆς κατανοήσεως τῶν ἀρχῶν Πίστεως καὶ Ζωῆς τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου. ῏Ηταν φυσικό, κατὰ τὴν πορεία αὐτὴ τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τῆς ᾿Εκκλησίας, νὰ παρουσιασθοῦν προβλήματα ἑρμηνείας τοῦ λόγου αὐτοῦ. ῾Η ἐμφάνιση τῶν αἱρέσεων ἔδειξε, ὅτι τὸ κύριο πρόβλημα γιὰ τὴν ὀρθή, δηλαδὴ ἁγιοπνευματική, κατανόηση τοῦ εὐαγγελικοῦ γράμματος ἦταν ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρωπίνου λογικοῦ νὰ διαπεράσει φωτιστικῶς τὸ κάλυμμα τοῦ γράμματος καὶ νὰ εἰσχωρήσει στὸ βάθος τοῦ πνεύματος ποὺ τὸ κάλυμμα αὐτὸ ἀπέκρυπτε. Παρουσιάθηκε ἑπομένως καὶ πάλι ἡ ἀνάγκη νὰ λαλήσουν λόγο
ἁγιοπνευματικῆς ἑρμηνευτικῆς ἀληθείας ἄνθρωποι τῆς ᾿Εκκλησίας, διάδοχοι τῶν ᾿Αποστόλων, καὶ αὐτοὶ «ὑπὸ Πνεύματος ῾Αγίου φερόμενοι».
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν πλέον οἱ ἑρμηνευτὲς τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ — εὐαγγελικοῦ λόγου, ὡς «δοχεῖα τοῦ Πνεύματος»! Οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας προχώρησαν στὴν ἁγιοπνευματικὴ κατανόηση καὶ ἑρμηνεία τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου διὰ τῆς βιώσεωςτῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.
῾Οδεύοντες τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς προσωπικῆς τους καθάρσεως, ἀπὸ τὸ ἐμπαθὲς δυναμικὸ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου τῆς ἁμαρτίας, δέχθηκαν τὸν φωτισμὸ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἔγιναν βιωματικοὶ ἑρμηνευτὲς τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου. Γιὰ τὸ ἔργο τους τοῦτο ἀνεγνωρίσθησαν καὶ καθιερώθησαν ἀπὸ τὴν κοινὴ συνείδηση τῆς ᾿Εκκλησίας, ὡς οἱ αὐθεντικοὶ θεμελιωτὲς τῆς ἀκριβοῦς θεολογικῆς ἀναπτύξεως τῆς διδασκαλίας τῆς ᾿Εκκλησίας· οἱ πνευματοφόροι δημιουργοὶ τῆς ᾿Ορθοδόξου Θεολογίας, δηλαδὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ! ᾿Εξάλλου, ὁ νοηματικός, ἀλλὰ καὶ ἀποκαλυπτικός, ἁγιοπνευματικὸς πυρήνας τοῦ ὅρου ᾿Ορθοδοξία διετυπώθη συνοδικῶς εἰς τὸ «Σύμβολον τῆς Πίστεως», ὡς πίστη «εἰς Μίαν, ῾Αγίαν, Καθολικὴν καὶ ᾿Αποστολικὴν ᾿Εκκλησίαν». ῾Η πατερικὴ αὐτὴ θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία ἀποτυπώθηκε στὴν θεοφώτιστη καὶ οἰκουμενικὴ βεβαιότητα τοῦ Πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅτι ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία εἶναι ἡ
μόνη ἀληθῶς σώζουσα ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ!
β. ῾Ο Θρησκευτικὸς Συγκρητισμὸς
Ο ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ Συγκρητισμός, ὡς φαινόμενο «Πανθρησκείας», συναντᾶται στὴν θεωρία ἐκείνη ποὺ πρεσβεύει τὴν σύγκλιση τῶν θρησκειῶν μεταξύ τους καὶ τὴν ἐπικοινωνία τους στὸ ἐπίπεδο τῆς ἀμοιβαίας κατανοήσεως, ἐπὶ τῆς ἀρχῆς πάντοτε τῆς ἰσότητός τους, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναγνωρίσεως καὶ ἀποδοχῆς τῆς ὁμοιότητός τους ὄχι μόνο στὰ κοινὰ σημεῖα (ἂν ὑπάρχουν) τῶν ἀντιλήψεών τους, ὡς πρὸς τὴν ἔννοια τοῦ Θείου, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὶς πρακτικὲς καὶ τὶς κοινὲς σκοπιμότητές τους μέσα στὴν ζωὴ τοῦ κόσμου. ῎Ετσι, κύριο χαρακτηριστικὸ τοῦ Θρησκευτικοῦ γενικὰ Συγκρηστιμοῦ εἶναι ἡ ἀνάμειξη τῶν θρησκειῶν μεταξύ τους στὸν βαθμὸ ποὺ ἡ παραδοσιακὴ θρησκευτική τους ὑπόσταση καὶ ταυτότητα νὰ ἀλλοιώνεται, ἀναχωνευομένη μέσα στὴν διαδικασία τοῦ παγκοσμιοποιημένου τρόπου τῆς ἀναμείξεως αὐτῆς. Ο Robert Meuller μᾶς δίνει μία ἀκραία ἄποψη γιὰ τὸ πλάτος καὶ βάθος τῆς ἐννοίας τοῦ Θρησκευτικοῦ Συγκρητισμοῦ. «Οἱ θρησκεῖες πρέπει νὰ συνεργάζονται ἐνεργὰ γιὰ νὰ προσφέρουν μιὰ καλύτερη κατανόηση τῶν μυστηρίων τῆς ζωῆς καὶ τῆς θέσης μας μέσα στὸ σύμπαν. ῾Η θρησκεία μου σωτὴ ἢ λάθος καὶ τὸ ἔθνος μου σωστὸ ἢ λάθος πρέπει νὰ ἐγκαταλειφθοῦν μιὰ γιὰ πάντα στὴν Πλανητικὴ ᾿Εποχή»1. Μιὰ τέτοια ἀντίληψη γιὰ τὸν Θρησκευτικὸ Συγκρητισμὸ τὸν ταυτίζει ἀσφαλῶς μὲ τὶς ἐπιδιώξεις μιᾶς ὀλεθρίας ἰσοπεδωτικῆς τῶν πάντων παγκοσμιοποιήσεως, ποὺ ἀξιώνει τὴν ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν θρησκευτική, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐθνικὴπαραδοσιακή του συνείδηση καὶ ταυτότητα! Ο Θρησκευτικὸς Συγκρητισμὸς διακρίνεται συνήθως σὲ Διαχριστιανικὸ καὶ Διαθρησκειακὸ Συγκρητισμό.
1. Διαχριστιανικὸς Συγκρητισμός. Τὸ εἶδος τοῦ Συγκρητισμοῦ αὐτοῦ ἀφορᾶ στὴν διομολογιακὴ ἀνάμειξη καὶ σύγκραση διαφόρων Χριστιανικῶν δογμάτων σὲ μιὰ διατύπωση ἐννοίας «ἑνότητος» τῶν «ἐκκλησιῶν» τους, στὴν ὁποία ἐπισημαίνονται τὰ κοινὰ σημεῖα προσεγγίσεως τῶν θεολογικῶν τους παραδόσεων, χωρὶς ὅμως ἀναφορὰ στὶς διαφορὲς (συχνὰ χαώδεις) ποὺ διαιροῦν τὶς χριστιανικὲς αὐτὲς «ἐκκλησίες». ῎Ετσι ἐπιδιώκεται ἕνας Διαχριστιανικὸς Συγκρητισμός, ὅπου κάθε δόγμα ἔχει δῆθεν μέρος τῆς ἀληθείας τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ὅλα μαζὶ τὰ δόγματα ἢ οἱ «ἐκκλησίες» κατέχουν ἀπὸ κοινοῦ ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια αὐτὴν (Θεωρία τῶν Κλάδων ἢ τοῦ Σπασμένου Καθρέπτη ). Μιὰ τέτοια διατύπωση χριστιανικῆς «ἑνότητος» μετατρέπει, ὅπως εἶναι εὐνόητο, αἱρέσεις σὲ «ἐκκλησίες», ὅπως βεβαιώνεται ἀπὸ τὴν Οἰκουμενικὴ Χάρτα (2000), ἡ ὁποία θεωρεῖ ὅλες τὶς αἱρετικὲς ὁμολογίες ὡς «᾿Εκκλησίες»!
2. Διαθρησκειακὸς Συγρητισμός. Γενικῶς ἡ ἔννοια ≪Θρησκεία≫ κατανοεῖται ὡς ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, ἀνταποκρινόμενο στὴν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐπικοινωνήσει, μέσῳ ὡρισμένων τελετουργικῶν τυπικῶν, μὲ ὑπέρτερες τῶν δυνάμεών του «θεότητες». Οἱ «θεότητες» αὐτὲς καθορίζονται καὶ σχηματοποιοῦνται σὲ διάφορες ἐξεικονίσεις, ἀπὸ ἀνθρώπινες ὑποκειμενικὲς ἐφέσεις καὶ ποικίλες ψυχολογικὲς ἀνάγκες. Προβάλλονται καὶ ὑλοποιοῦνται σὲ ποικίλα ὑλικὰ κατασκευάσματα ἁπὸ τὴν ἀνθρώπινη φαντασία ἢ ἀπὸ δαιμονικὲς ἐνέργειες, ἐφόσον, σὲ πολλὲς περιπτώσεις, εἶναι ὁρατὸς ὁ δαιμονικός τους
χαρακτήρας, σὲ ἀνθρωποθυσίες, μαγεῖες, ἐγκληματικὲς ἰδέες ἢ ἀντιλήψεις!
γ. Συμπέρασμα
ΚΑΤΟΠΙΝ τῶν ἀνωτέρω, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ᾿Ορθόδοξη Θεολογία, δηλαδὴ ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, ὡς ὁ μοναδικὸς κάτοχος τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας περὶ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ συμμετέχει ἢ νὰ σχετίζεται, μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, μὲ διαχριστιανικὲς ἢ διαθρησκειακὲς δραστηριότητες.
Δὲν μπορεῖ ἑπομένως νὰ ἀναγνωρίζει τὴν αἵρεση ὡς «ἐκκλησία», μέσῳ τοῦ Διαχριστιανικοῦ Συγκρητισμοῦ. Ο ἀποστολικός, ἐν προκειμένῳ, λόγος εἶναι σαφής: «Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις· τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ, ἢ τίς κοινωνία φωτὶ πρὸ σκότος; τίς δὲ συμφώνησις Χριστοῦ πρὸς Βελίαρ, ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου; τίς δὲ συκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων; ἡμεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἐσμὲν ζῶντος». (Βʹ Κορ. ϛʹ 14-16).
(*) Περιοδ. «᾿Ορθόδοξη Μαρτυρία» Κύπρου, ἀριθ. 74/Φθινόπωρο 2004, σελ. 105-107. ᾿Επιμέλεια καὶ μικροβελτιώσεις ἡμέτ.
1. Μοναχοῦ ᾿Αρσενίου Βλιαγκόφτη, Σύγχρονες Αἰρέσεις. Μιὰ πραγματικὴ ἀπειλή, ἐκδόσεις ≪Παρακαταθήκη≫, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 177.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου