«Έκαυσαν
την καρδίαν μου οι δαίμονες και δια τούτο τους αντέκαυσα και εγώ δια μέσου του
σώματός μου· διότι ολίγον έλειψε να καύσω τα νεύρα των μηρών μου και να σύρωμαι
εις την γην ως όφις, καθώς μου πρέπει, αν δεν ήθελε με σκεπάσει ο Θεός». Εγώ δε
του είπα· «Δια τον Κύριον, ειπέ μου τι το αίτιον»; Και μου είπε· «Γνωρίζεις ότι
ο μαθητής μου, επειδή είναι Ιερεύς, δέχεται λογισμούς και εξομολογεί· όθεν αυτός, εξωμολογούμενος, μου διηγήθη ανωνύμως
φιληδόνων τινών λογισμούς και παρευθύς εγνώρισα την καρδίαν μου, ότι εγλυκάνθη
εις τους λογισμούς εκείνους μαζί με
ολόκληρον το σώμα μου· δια τούτο ελυπήθην και θυμωθείς κατ΄ εμαυτού, έβαλα
κάρβουνα και έκαυσα τους μηρούς μου· επειδή, καθώς λέγει ο σοφός Νείλος, ο πνευματικός
εκείνος που θέλει να καταστήση καθαράς τας πράξεις τών εις αυτόν
εξομολογουμένων, είναι ανάγκη να λάβη και αυτός μολυσμόν τινα· καθότι ο
διαλεγόμενος περί των σαρκικών παθών και καθαρίζων άλλους εκ των μολυσμών, δεν
είναι δυνατόν να διέλθη αμόλυντος· διότι και αύτη μόνη η ενθύμησις μολύνει
φυσικά την επιφάνειαν του νοός του». Ταύτα ειπών εγύμνωσε τους μηρούς του και
είδον θέαμα φοβερόν· διότι η πρώτη οπή της πληγής, την οποίαν έκαμεν, ήτο τόσον
μεγάλη, ώστε εχώρει εντός αυτής η χειρ μου· η δε άλλη οπή ήτο μικροτέρα, διότι
δεν ηδυνήθη να την καύση τόσον, επειδή ωλιγοθύμησεν από τον πολύν πόνον και
έπεσε κατά γης οδυνώμενος. ·
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου