Τη ΙΑ΄ (11η) του αυτού μηνός μνήμη της Οσίας μητρός ημών
ΘΕΟΔΩΡΑΣ της εν Αλεξανδρεία.
Θεοδώρα η όντως μακαρία
και τρισόλβιος και της θείας δωρεάς τε και χάριτος επώνυμος το της μοναχικής
πολιτείας και οσιότητος διήνυε στάδιον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ζήνωνος
εν έτει υοδ΄ (474). Αύτη εγεννήθη και ανετράφη εις την μεγαλόπολιν Αλεξάνδρειαν·
η οποία πόλις, ούσα τότε στολισμένη με διαφόρους καλλωπισμούς, περισσότερον
εκαλλωπίζετο με τας αρετάς ταύτης της Οσίας και επηνείτο. Εις ταύτην την πόλιν
λοιπόν οι γονείς αυτής την υπάνδρευσαν με ένα νέον ευγενή και σώφρονα εις τα
ήθη, προς τον οποίον εφύλαττεν η κόρη πάσαν υποταγήν, και όσα άλλα είναι
επιβεβλημένα εις τας σώφρονας γυναίκας να φυλάττουν εις τους οικείους άνδρας
νομίμως και καθαρώς. Όθεν ο ανήρ αυτής, ως φρόνιμος εκ φύσεως, βλέπων την
πολιτείαν και ενάρετον διαγωγήν της συζύγου, εμιμείτο όσον ηδύνατο την
χρηστοήθειαν εκείνης, ούτως ώστε και οι δύο επολιτεύοντο θεαρέστως, με πάσαν
κοσμιότητα χριστιανικήν. Αλλ’ επειδή δεν είναι δυνατόν εκείνοι, οίτινες ζώσι
κατά Θεόν εναρέτως, να μη έχουν πειρασμούς και ενοχλήσεις από τον μισόκαλον
σατανάν, δια ταύτα βλέπων ο εχθρός το ευλογημένον τούτο ανδρόγυνον να
πολιτεύηται τοιουτοτρόπως και να φυλάττη επιμελώς τας παραγγελίας του Κυρίου,
και με τόσην προθυμίαν και ευλάβειαν να εργάζηται τας αρετάς των ερημιτών,
εφθόνησεν ο μιαρός και έβαλε πάσαν σπουδήν να διαχωρίση το ευλογημένον αυτό
ανδρόγυνον με τοιούτον τρόπον. Ήναψεν εις την καρδίαν ενός νέου πλουσίου κατά
πολλά και ευγενούς έρωτα σατανικόν κατά της σωφρονεστάτης Θεοδώρας, και τόσον
τον εκυρίευσε το πάθος, ώστε ημέραν και νύκτα, κοιμώμενος και έξυπνος, την
Θεοδώραν εφαντάζετο, με την φαντασίαν της ωμίλει, και δι’ αυτήν εστέναζεν
αδιαλείπτως ο άθλιος. Όθεν με μεγάλας αμοιβάς έβαλε γυναίκας επιδιδομένας εις
την μαντείαν και τον εκμαυλισμόν να επιμεληθούν δια παντός τρόπου, άλλη με
λόγους έρωτος και άλλη με παγίδας σατανικάς να καταπείσουν την Θεοδώραν και να
την φέρουν εις το θέλημά του. Μία δε από τας πολλάς εκείνας γυναίκας,
δεδιδαγμένη υπό του διαβόλου, αφού έκαμε τας μαντείας της, ήρχισε με διαφόρους
λόγους να παρακινή την Θεοδώραν, ήτις είπε προς αυτήν· «Διατί με αναγκάζετε να
πράξω τοιούτον έργον παρανομώτατον; Εγώ τρέμω εκείνην την φοβεράν ημέραν της
κρίσεως, φοβούμαι η τάλαινα την γέενναν του πυρός, αλλά και αυτόν τον ήλιον
εντρέπομαι, ο οποίος μέλλει να γίνη μάρτυς της κακής ταύτης πράξεως». Λέγει της
η κακότροπος εκείνη γυνή· «δια τούτο μη φοβείσαι, κόρη μου, άκουσον την
συμβουλήν μου, και ας γίνη το πράγμα αφού βασιλεύση ο ήλιος, και ούτως ουδείς
άλλος δύναται να γνωρίση τίποτε, μήτε θέλει ευρεθή τις να μαρτυρήση, ούτε
έμπροσθεν του Θεού, ούτε ενώπιον των ανθρώπων». Τότε (αλλοίμονον!) αφ’ ενός μεν
διότι το γένος των γυναικών είναι εκ φύσεως ευκολοκατάπειστον, αφ’ ετέρου δε
από συνέργειαν του σατανά, κατεπείσθη η Θεοδώρα και εγένετο το έργον. Αφού όμως
εξετελέσθη η πονηρά βουλή, ήρχισεν ευθύς το ξίφος της συνειδήσεως με τον
έλεγχον να κεντά πικρότατα την καρδίαν της. Βεβαίως, όταν μία ψυχή συνειθίση
εις τας αρετάς, έπειτα δε εκπέση δια μικράν ηδονήν, παρηγορίαν δεν ευρίσκει.
Ενθυμουμένη όθεν και αύτη η αείμνηστος την προτέραν της τιμήν και σωφροσύνην,
και πως έχασε ταύτην δια μιας στιγμής αισχράν ηδονήν, εφλογίζετο η καρδία της
από άμετρον λύπην, έκλαιε πικρώς ολολύζουσα, και με βαρυτάτους αναστεναγμούς
εβόα προς Κύριον εκάστην στιγμήν εκείνους τους προφητικούς θλιβερούς λόγους·
«Προσώζεσαν και εσάπησαν οι μώλωπές μου από προσώπου της αφροσύνης μου», και
καν να ζητήση συγχώρησιν από τον Θεόν δια το αμάρτημα δεν ετόλμα, φοβουμένη
μήπως την οργισθή ο Θεός περισσότερον. Ο άνδρας της όμως, μη γνωρίζων την
αιτίαν, βλέπων την τοσαύτην λύπην, την παρηγόρει δια παντός τρόπου. Εκείνη όμως
έλαβεν αθεράπευτον την πληγήν της λύπης εις την ψυχήν της, και δεν της έδιδε
παραμικράν άνεσιν. Αναχωρήσασα όθεν κρυφίως κατέφυγεν εις ένα γυναικείον
Μοναστήριον, το οποίον είχεν ενάρετον Ηγουμένην, αφού δε επροσκύνησε ταύτην
μετά πάσης ευλαβείας και ταπεινώσεως, πίπτουσα εις τους πόδας της με θερμότατα
δάκρυα παρεκάλει να φέρουν εκεί το ιερόν Ευαγγέλιον, δια να ίδη, κατά τον λόγον
της μάντισσας, εάν εγνώρισεν ο Θεός την αμαρτίαν την οποίαν έκαμε την νύκτα.
Λέγει της η Ηγουμένη· «και τι πράγμα γίνεται εις τον κόσμον μεγάλον ή μικρόν,
και δεν το ηξεύρει ο Θεός; καθώς λέγει και ο Προφήτης, εκείνος όστις έδωκε την
ακοήν και την όρασιν εις τον άνθρωπον, δεν ακούει και δεν βλέπει τα πάντα; Και
μόνον να κινηθή και να σκεφθή ο άνθρωπος το παραμικρότερον κίνημα και νόημα,
έχει την είδησιν ο Θεός. Όμως εάν θέλης να ελευθερωθής το συντομώτερον από την
πληγήν όπου θλίβει την καρδίαν σου, φανέρωσον εις εμέ την υπόθεσιν, και ίσως
δια της χάριτος του Κυρίου θέλω εύρει την θεραπείαν». Η δε Θεοδώρα πάλιν μετά
δακρύων εζήτει να φέρωσι το ιερόν Ευαγγέλιον· και φέροντες αυτό, ευθύς ως
ήνοιξαν τούτο εύρε το «Ο γέγραψα γέγραψα», το οποίον την έκαμεν από την λύπην
της να γίνη παρ’ ολίγον έξω φρενών. Τότε έκλαιε και ωδύρετο, και με τας δύο
χείρας της διεσπάραττε το πρόσωπόν της και με θλιβεράς φωνάς εβόα λέγουσα·
«Αλλοίμονον εις εμέ την παναθλίαν, πως ετόλμησα η πάντολμος και ητίμασα την
κοίτην του ανδρός μου». Με τοιαύτας λοιπόν φωνάς και πλήθος δακρύων έκρινε τον
εαυτόν της, ότι δεν είναι πλέον αξία μήτε τον ουρανόν να βλέπη, μήτε το φως,
μήτε τον αέρα, δια το ανόμημα το οποίον έκαμεν· όθεν δεν ηδυνήθη να εύρη άλλον
τρόπον, από του να αφήση τον κόσμον και τα εν τω κόσμω τελείως, να λάβη το
σχήμα των Μοναχών, και ούτως αμερίμνως να δοθή εις τους αγώνας της μετανοίας.
Όμως γνωρίζουσα ότι θέλει την ζητήσει κατόπιν ο άνδρας της επιμελώς, εφόρεσεν
ανδρικήν στολήν, και μετέβη εις ένα Κοινόβιον ανδρών δέκα οκτώ σημεία μακράν
από την πόλιν της Αλεξανδρείας δια να μονάση εκεί. Φθάσασα εις το Κοινόβιον
παρεκάλει τους αδελφούς να την δεχθώσιν εις το Μοναστήριον, επειδή έχει
απόφασιν να γίνη Μοναχός. Εκείνοι δε οι αδελφοί απεκρίθησαν, ότι δεν είναι
δυνατόν να τον δεχθώσιν ευθύς, αλλά πρότερον να μείνη καθ’ όλην την νύκτα έξω
του Μοναστηρίου ασκεπής, δια να δοκιμασθή με την υπομονήν, και τότε να τον
δεχθώσιν εις το Μοναστήριον. Ταύτα ακούσασα η Θεοδώρα παρ’ όλον ότι δια την
ερημίαν του τόπου εγνώριζεν ότι δεν απολείπουν απ’ εκεί θηρία, όμως εδέχθη το
πράγμα μετά χαράς, και έμεινε καθ’ όλην εκείνην την νύκτα έξω της θύρας του
Μοναστηρίου. Ο δε Θεός, όστις εφύλαξε τον Δανιήλ από τους λέοντας, εφύλαξε και
τότε την δούλην του από τα θηρία αβλαβή. Την επομένην ιδόντες οι αδελφοί της
Μονής την μετά προθυμίας υποταγήν και υπομονήν της Οσίας, την εδέχθησαν ως
άνδρα φιλοφρόνως εις την συνοδίαν των. Ο δε της Μονής προεστώς την επήρεν εις έναμέρος
κατά μόνας και την εξήτασεν ακριβώς λέγων· «Πως ονομάζεσαι και δια ποίον λόγον
θέλεις να αφήσης τον κόσμον και να γίνης Μοναχός; Μήπως και είναι από μεγάλην
τινά ανάγκην»; Λέγει η μακαρία· «Άλλη ανάγκη δεν με ηνάγκασε, πάτερ, να γίνω
Μοναχός, εκτός από τον πόθον μου να εγκαταλείψω τας φροντίδας του κόσμου, και
να παρακαλέσω τον Θεόν να συγχωρήση τας αμαρτίας μου· το δε όνομά μου είναι
Θεόδωρος δούλος της αγιωσύνης σου». Λέγει ο Ηγούμενος· «Άκουσον, αδελφέ Θεόδωρε·
γνώριζε, ότι εδώ όπου επιθυμείς να κοινοβιάσης έχεις να υποφέρης κόπους και
μόχθους πολλούς και βαρυτάτους· χρειάζεσαι υπακοήν και άκραν υποταγήν εις τας
υπηρεσίας του Μοναστηρίου, όχι μόνον έσω, αλλά και έξω του Μοναστηρίου, και
οπότε ο καιρός το καλέση θα πηγαίνης και εις την χώραν δια τινα αναγκαίαν
υπόθεσιν. Αυτά όλα πρέπει να τα εκτελής χωρίς κανένα γογγυσμόν. Εκτός δε τούτων
έχεις χρέος απαραίτητον να κάμης απαραιτήτως τον κανόνα σου χωρίς καμμίαν
πρόφασιν· να νηστεύης, να αγρυπνής εις τας ακολουθίας του Μοναστηρίου, και
ακόμη να κάμνης γονυκλισίας καθ’ εκάστην, και να παιδεύης το σώμα δια να το
υποτάξης εις την εξουσίαν της ψυχής, να έχης δε και ακατάπαυστον μάχην με τους
πονηρούς λογισμούς, οι οποίοι είναι ο ψυχικός θάνατος του Μοναχού». Ταύτα
ακούσασα η μακαρία Θεοδώρα τα εδέχθη εις την καρδίαν μετά πολλής χαράς, και της
εφάνησαν γλυκύτερα μέλιτος· και ούτως υπεσχέθη εις τον προεστώτα να τα φυλάξη
μετά προθυμίας συνεργούσης της θείας Χάριτος. Τότε ο προεστώς την εκούρευσε και
την έκαμε Μοναχόν, ευθύς δε ως ενεδύθη το Σχήμα ηρνήθη πάσαν κοσμικήν
προσπάθειαν, και εμίσησε τας αναπαύσεις του σώματος, εδόθη δε εις τους κόπους
και εις τους αγώνας της ασκήσεως· και εις όσας υπηρεσίας του Μοναστηρίου την
επρόσταζον, χωρίς καμμίαν πρόφασιν έτρεχε μετά προθυμίας. Έκαμε δε χρόνους οκτώ
σκάπτουσα και επιμελουμένη τους κήπους, εκ των οποίων επρομηθεύοντο οι πατέρες
της Μονής τα λάχανα, ήθελε τον σίτον και εζύμωνεν άρτους δια τους αδελφούς, και
πάλιν με τόσας υπηρεσίας ποτέ δεν έλειψεν από τας ακολουθίας της Εκκλησίας, και
μάλιστα όταν εισήρχετο εις την Εκκλησίαν, τότε εφαίνετο η ζέσις και η αγάπη της
προς την θείαν μεγαλειότητα, και με τους κόπους τους οποίους έκαμνεν αδιακόπως,
και με τοιούτον διάπυρον έρωτα όπου είχε προς τον Κύριον, οπότε ήθελεν ενθυμηθή
το σφάλμα το οποίον έκαμε, δεν είχε παρηγορίαν· μόνον όταν ησύχαζεν από τας
υπηρεσίας, και ήτο καιρός την νύκτα να αναπαυθή με ολίγον ύπνον, τότε εκτύπα με
λύπην το στήθος της λέγουσα μετά θερμών δακρύων· «Συγχώρησόν μοι, Κύριε, ότι
έφθειρα η ταλαίπωρος το κάλλος της σωφροσύνης». Ένα καιρόν δεν είχε το
Μοναστήριον έλαιον, και ο προεστώς έστειλεν αυτήν με δύο καμήλους εις την
Αλεξάνδρειαν να φέρη το συνειθισμένον έλαιον· και καθώς εμάκρυνεν ολίγον από το
Μοναστήριον, συναντά τον άνδρα της εις τον δρόμον (και τούτο πάντως κατά θείαν
οικονομίαν), επειδή ο ανήρ αυτής από τον καιρόν όπου υστερήθη τοιαύτης
γυναικός, δεν εστέγνωσαν ποτέ οι οφθαλμοί του από τα δάκρυα, και ο πόνος του
ήτο μήπως η Θεοδώρα ηκολούθησεν άλλον άνδρα και αφήκεν αυτόν, δια τούτο
παρεκάλει ημέραν και νύκτα τον Θεόν να του φανερώση εάν ευρίσκετο εις άλλον
άνδρα ή όχι. Ο δε Πανάγαθος Θεός, σπλαγχνισθείς τα δάκρυά του, έστειλε θείον
Άγγελον, όστις είπε προς αυτόν· «Εάν θέλεις να ιδής και με τους οφθαλμούς σου
την Θεοδώραν, ανάστα λίαν πρωϊ και πήγαινε εις τον δρόμον, όστις ονομάζεται
Μαρτύριον Πέτρου του Αποστόλου, και εκεί θέλει σε απαντήσει άνθρωπος, τον
οποίον να στοχασθής επιμελώς εις το πρόσωπον, και θέλεις επιτύχει εκείνο το
οποίον ζητείς». Κατά τον λόγον όθεν του Αγγέλου, εις τον καιρόν του όρθρου
εκίνησεν ο άνθρωπος, και το πρω»ι φθάσας εις το διορισθέν μέρος, συνηντήθησαν ο
εις μετά του άλλου κατά πρόσωπον. Και η μεν Θεοδώρα εγνώρισεν ευθύς τον άνδρα
της, και ενεθυμήθη την αγάπην την οποίαν είχεν ούτος προς αυτήν, και την
αμαρτίαν την οποίαν έκαμεν αύτη, και με μεγάλους αναστεναγμούς εγέμισαν δάκρυα
οι οφθαλμοί της· πλησιάσασα δε εχαιρέτησεν αυτόν, και ευθύς επροχώρησε την οδόν
της. Εκείνος όμως, επειδή εφόρει ανδρικά μοναχικά ενδύματα, και από την κακοπάθειαν
και την άμετρον λύπην, την οποίαν επερνούσεν, είχεν αλλάξει παντάπασιν το σχήμα
και την μορφήν, δια τούτο δεν την εγνώρισε τότε, μόνον την αντεχαιρέτησε και
αυτός και ούτως εχωρίσθησαν. Τότε πάλιν ήρχισε να παραπονήται περισσότερον προς
τον Θεόν, ότι δήθεν ηπατήθη, εφ’ όσον ο Άγγελος δεν επλήρωσεν την υπόσχεσιν. Όμως
εφάνη προς αυτόν πάλιν ο Άγγελος και του λέγει· «Κατά την υπόσχεσίν μου σου
έδειξα την γυναίκα σου, ήτις ήτο εκείνος ο Μοναχός με τον οποίον συνηντήθητε
χθες καθ’ οδόν, και εχαιρετίσθητε, αυτός ήτο η γυνή σου Θεοδώρα». Από τότε
επληροφορήθη ο άνθρωπος, ότι η Θεοδώρα δεν επήγε με άλλον άνδρα και ούτως έπαυσε
του λοιπού από τοιαύτην υποψίαν, ελυπείτο μόνον ότι εστερήθη την καλήν
ομόζυγον. Η δε μακαρία Θεοδώρα εδόθη εις μεγαλυτέρους αγώνας της ασκήσεως, και
ημέραν παρ’ ημέραν ήναπτεν η καρδία της εις τον θείον έρωτα. Και πρώτον έτρωγε
μίαν φοράν την ημέραν άρτον και ύδωρ· κατόπιν εις δύο ημέρας, αυξάνουσα και
τους κόπους εις τας υπηρεσίας της Μονής. Έπειτα έβαλε μεσίτας εις τον Προεστώτα
να την συγχωρήση να τρώγη μίαν φοράν την εβδομάδα· και αφού έλαβεν εις τούτον
την άδειαν, εζήτησε και δεύτερον θέλημα, να φορή κατάσαρκα τρίχηνα ράσα, δια να
παιδεύη αυτό το σώμα, το οποίον την έκαμε να εκπέση από την πρώτην της
σωφροσύνην. Ω μακαρία τής όντως μακαρίας Θεοδώρας διάθεσις! Με τοσαύτην
εγκράτειαν, με τοσούτους αγώνας, με τοσαύτην καρτερίαν εις τους κόπους τής μετανοίας,
δεν έπαυε πάλιν ο πόνος της καρδίας της, δι’ εκείνο το σφάλμα το οποίον έκαμεν,
αλλά πάντοτε το ενεθυμείτο και πάντοτε έκλαιε· και είχε δίκαιον θυμόν η
αείμνηστος, να κάμη εκδίκησιν κατά του διαβόλου, να πληγώση με πολλάς και
ισχυράς πληγάς εκείνον, όστις την επλήγωσε μίαν φοράν. Ο δε μισθαποδότης Θεός,
όχι μόνον συνεχώρησε το αμάρτημα, δια την μετάνοιάν της, αλλά και δια τας
αρετάς της την εχαρίτωσε και την ενίσχυσε να κάμη και θαύματα, και ακούσατε.
Πλησίον του Μοναστηρίου εκείνου είναι λίμνη μεγάλη, εις την οποίαν κατώκησε
κροκόδειλος μέγας και φοβερός και έτρωγε και ανθρώπους και ζώα, όσα ήθελον
πλησιάσει εκεί. Όσοι λοιπόν εκατοικούσαν εις τα χωρία όπου ήσαν πέριξ της
λίμνης, δεν απετολμούσαν να διέλθουν από κανέν μέρος της λίμνης δια τον φόβον
του θηρίου. Αλλά και ο έπαρχος της Αλεξανδρείας Γρηγόριος έβαλε στρατιώτας και
εφύλασσον πέριξ, και δεν επέτρεπον εις ουδένα να περάση από εκείνους, οίτινες
δεν εγνώριζον δια το θηρίον. Ο δε Προεστώς της Μονής, γνωρίζων τας αρετάς της
Οσίας Θεοδώρας, και ότι είναι αδύνατον δια την υπερβολήν των αγώνων της να μη
απέκτησε θείον χάρισμα, την εκάλεσε προς εαυτόν και λέγει προς αυτήν· «Τέκνον
μου Θεόδωρε, λάβε το σταμνίον και ύπαγε να φέρης ύδωρ από την λίμνην». Εκείνη
δε ευθύς ως ήκουσε την προσταγήν του Ηγουμένου, δια την προθυμίαν της υποταγής,
δεν εσυλλογίσθη μήτε φόβον, μήτε κίνδυνον θανάτου πικρού, αλλ’ ευθύς ήρπασε το
σταμνίον και έσπευσε να εκτελέση την εντολήν. Φθάσασα η Θεοδώρα εις το χείλος
της λίμνης, την ημπόδιζον πολλοί με φωνάς να μη πλησιάση και φαγωθή από το
θηρίον. Αλλ’ εκείνη μετά πίστεως και ελπίδος της ευλογημένης υπακοής επλησίασεν
εις τα ύδατα. Και εκεί είδον οι παριστάμενοι θαύμα φρικτόν, ότι καθώς εισήλθεν
η Αγία εις την λίμνην να γεμίση το σταμνίον, ευθύς ήλθεν ο κροκόδειλος και την
επήρεν εις την ράχιν του, αφού δε εγέμισε το σταμνίον από τα βάθη, την έφερε
πάλιν σηκωτήν έξω εις την γην. Και εξελθούσα η Οσία επετίμησεν εκείνο το
παμφάγον θηρίον, το οποίον ευθύς εθανατώθη, και ελυτρώθη ο κόσμος από τον φόβον
και τον κίνδυνον, πάντες δε εδόξαζον τον Θεόν και ηυχαρίστουν την Αγίαν. Ο
φθόνος όμως, όστις εισήλθε κατ’ αρχάς ακόμη και εις τον Παράδεισον, κατέλαβε
τότε και τινας κακομονάχους, οι οποίοι ακούοντες επαινούμενον υπό πάντων τον
Όσιον Θεόδωρον, και βλέποντες την αγγελικήν και αμίμητον πολιτείαν του,
εφθόνησαν την Οσίαν φθόνον θανάσιμον. Όθεν εκάλεσαν τον νομιζόμενον Θεόδωρον
κρυφίως από τον Προεστώτα, και του έδωκαν μίαν επιστολήν να την υπάγη μακράν
εις ένα ερημίτην, επειδή ήτο δήθεν αναγκαία υπόθεσις· η γνώμη των όμως ήτο να
την φάγουν την νύκτα καθ’ οδόν τα θηρία, επειδή η έρημος εκείνη είναι γεμάτη
από ανθρωποφάγα τετράποδα και ερπετά φαρμακερά. Όμως ματαίως έπασχον· και
μάλιστα εκείνο το οποίον ήθελον και μετεχειρίσθησαν δια κακόν της Οσίας, ο Θεός
το ωκονόμησεν εις βοήθειάν της. Διότι καθώς εκείνη πρόθυμος εις την υπακοήν
εξήλθε και απεμακρύνθη από το Μοναστήριον βαδίζουσα εις την έρημον, έχασε την
οδόν και δεν εγνώριζε ποίον μέρος να ακολουθήση. Εκεί δε εφάνη θηρίον τι
άγριον, το οποίον εγένετο οδηγός τής Αγίας, και την επήγεν μέχρι του κελλίου
εκείνου, όπου έμελλε να δώση την επιστολήν. Και όχι μόνον κατά την μετάβασιν
εφάνη το θηρίον οδηγός της Οσίας, αλλά και κατά την επιστροφήν ηκολούθησεν
αυτήν μέχρι του Μοναστηρίου και εισήλθον ομού εντός αυτού. Μεταβάσα δε η Οσία
εις τον Προεστώτα δια να δώση την απόκρισιν, ώρμησε το θηρίον επάνω εις τον
θυρωρόν, και βάλλον τους όνυχας εις το σώμα του δια να τον κατασπαράξη,
εφώναζεν αυτός μεγαλοφώνως, και έτρεξαν οι αδελφοί, αλλά δεν ετόλμησε να
πλησιάση κανείς, παρά μόνη η Αγία, ήτις ήρπασε το θηρίον και το έσυρεν από τον
άνθρωπον, τον οποίον είχεν ήδη πληγώσει με τους όνυχας, τον ελύτρωσεν όμως από
τον θάνατον των οδόντων· και το μεν θηρίον επετίμησε, και παρευθύς έπεσε τούτο
έμπροσθέν της και απέθανε, του δε θυρωρού αλείψασα τας πληγάς με άγιον έλαιον
και επικαλεσαμένη τον Δεσπότην Χριστόν, ιάτρευσεν αυτόν πάραυτα. Το θαύμα τούτο
δεν ήθελεν η μακαρία να γνωρίζη τις, αλλά δεν ήτο δυνατόν να κρυβή το
γενόμενον. Όθεν όλοι οι αδελφοί ιδόντες τούτο εβόων με ευχαριστίας δια την
απελευθέρωσιν του αδελφού από τον θάνατον και τας θανασίμους πληγάς. Ακούσας
ταύτα ο Προεστώς, μαθών δε και την αποστολήν, λέγει προς την Αγίαν· «Αδελφέ
Θεόδωρε, ειπέ μοι ποίος σε έστειλε να υπάγης να πέσης εις τοιούτον φανερόν
κίνδυνον, εις έρημον τόπον και εις καιρόν νυκτός»; Στοχασθήτε τώρα, αδελφοί,
ψυχήν όντως δια τον Παράδεισον! Εις το ερώτημα του Ηγουμένου απεκρίθη η Οσία·
«Συγχώρησόν μοι, Πάτερ, τω δούλω σου, διότι την ώραν εκείνην ευρισκόμην
βεβυθισμένος εις ύπνον ψυχικόν και σωματικόν, και δεν δύναμαι τώρα ούτε να
ενθυμηθώ, αλλ’ ούτε να αποκριθώ». Όθεν με τοιαύτην πρόφασιν απέφυγε και την
κενοδοξίαν, και δεν εφανέρωσεν εκείνους οίτινες την επεβουλεύθησαν. Ταύτα
βλέπων ο εχθρός της αληθείας έτριζε τους οδόντας εναντίον της Αγίας· και όχι
πλέον με κρυφίας επιβουλάς, αλλά και φανερά ήρχισεν ο μιαρός να την φοβερίζη,
ότι δεν θα την αφήση να ησυχάση, εάν δεν την καταστήση παίγνιον εις εκείνους
οίτινες τώρα την ευλαβούνται. Μετ’ ολίγας ημέρας ετελείωσε το σιτάρι του
Μοναστηρίου, και ο Ηγούμενος επρόσταξε την Αγίαν να πάρη τας καμήλους και να
υπάγη εις την Αλεξάνδρειαν δια να αγοράση σιτάρι· παρήγγειλε δε εις αυτήν, ότι
ανίσως και δεν προφθάση να έλθη την ημέραν, να μείνη το εσπέρας εις τι
Μονύδριον ονομαζόμενον του Ενάτου να αναπαύση εκεί τας καμήλους και τον εαυτόν
του. Αφού εξετέλεσε την υπηρεσίαν ταύτην η Οσία, κατά την επιστροφήν, επειδή
έφθασεν εις το Μονύδριον βασίλευμα ηλίου, έμεινε κατά την παραγγελίαν τού
Προεστώτος εκεί την νύκτα εκείνην πλησίον εις τους πόδας των καμήλων κοιμηθείσα.
Και τότε έκαμεν αρχήν να την πολεμήση ο Σατανάς με τοιούτον τρόπον. Εις το
Μονύδριον, εις το οποίον έμεινεν η Αγία, ευρίσκετο μία κόρη, ήτις είχε
συγγένειαν με τινας εκεί εφησυχάζοντας· αυτήν δε την κόρην παρεκίνησεν ο
διάβολος να πέση εις έρωτα της Οσίας, νομίζουσα ότι είναι ανήρ. Όθεν επήγε
χωρίς καμμίαν εντροπήν και επλάγιασεν εκεί όπου ανεπαύετο η Αγία, και την
εβίαζεν εις την αισχράν πράξιν της αμαρτίας. Αλλ’ επειδή είδεν η άσεμνος εκείνη
νεάνις, ότι μάτην εκοπίαζεν, απελπισθείσα και μη υποφέρουσα την πύρωσιν της
σαρκός, παρεδόθη εις ένα ξένον, όστις είχεν έλθει να μείνη εκείνην την νύκτα
εις το Μονύδριον. Το δε πρωϊ, ο μεν πράξας την ανομίαν ανεχώρησεν εις τα ίδια,
η δε Οσία επήγε με τας καμήλους εις το Μοναστήριόν της. Αφού παρήλθεν ολίγος
καιρός, εφάνη η κόρη εγκαστρωμένη· και επειδή την εξήταζον οι συγγενείς της και
εζήτουν να είπη εκείνον, όστις την έφθειρεν, εκείνη, βαλμένη από τον σατανάν,
είπε προς τους εξετάζοντας, ότι ο Μοναχός Θεόδωρος από το Μοναστήριον του Οκτώ
και δεκάτου έμεινεν εδώ και με εβίασε την νύκτα. Πιστεύσαντες όθεν οι
ακούσαντες εις τους λόγους της, ευθύς έδραμον εις το Μοναστήριον, εις το οποίον
ηγωνίζετο η Οσία, και με φωνάς και θορύβους εβόων· «Ο Μοναχός Θεόδωρος δεν
εφοβήθη Θεόν, δεν εντράπη ανθρώπους ο πάντολμος, αλλά έκαμεν εις το Μοναστήριον
όπου τον εδέχθημεν τοιούτον έργον αισχρότατον και παράνομον». Ταύτα ακούσας
παρ’ ελπίδα ο Ηγούμενος, παρέστησε την Αγίαν και την ηρώτησεν ανίσως και έχει
είδησιν περί τούτου του αμαρτήματος. Η δε μακαρία αποκριθείσα, ότι δεν έχει είδησιν
του πράγματος αυτού, εκείνοι οι κατήγοροι ανεχώρησαν εις το Μοναστήριον αυτών.
Όταν εγεννήθη το παιδίον, το επήραν οι συγγενείς της γυναικός εκείνης, και
φέροντες αυτό εις το Μοναστήριον της Αγίας, το έρριψαν εις το μέσον και
ανεχώρησαν. Και τούτο ήτο τέχνη του σατανά δια να λυπήση εκείνην, ήτις τον
επλήγωνε, και να εμποδίση την ευθείαν οδόν των κατορθωμάτων της· αλλ’ εις μάτην
εμηχανάτο ο τρισκατάρατος, μάλιστα τα βέλη τα οποία ηκόνιζε κατά της Αγίας
εκαρφώνοντο εις την καρδίαν του· και όσα αυτός μετεχειρίζετο εις ατιμίαν της
Οσίας, εστρέφοντο εις τιμήν και δόξαν αυτής. Τι γίνεται λοιπόν; Επίστευσαν οι
αδελφοί ότι αυτός ο Θεόδωρος είναι ο πατήρ του παιδίου· όθεν ομού με το βρέφος
εξωρίσθη από το Μοναστήριον. Αναλαβούσα όθεν η μακαρία Θεοδώρα την φροντίδα του
παιδίου ως ιδία μήτηρ έτρεφεν αυτό με γάλα προβάτων, το οποίον εζήτει παρά των
ποιμένων, από δε το μαλλί αυτών του έκαμνε και ενδύματα. Ω της υπέρ άνθρωπον
υπομονής της μακαρίας ψυχής! Και ποίος ήθελεν υποφέρει τοιαύτην παράλογον συκοφαντίαν,
δυνάμενος μάλιστα εις μίαν στιγμήν να φανή αθώος; Αλλ’ αυτή η αδαμάντινος
υπέμεινεν επτά χρόνους καταφρονουμένη εις τοιαύτην δεινήν κατηγορίαν και εις
τόσην πολυκαιρίαν ούτε ηδημόνησε ποτέ, ούτε καν λόγον ψυχρόν ελάλησεν· αλλά
ενθυμουμένη εκείνο το αμάρτημα, όπερ έπραξεν, έπασχε με τοιαύτην καταφρόνησιν
να το εξαλείψη. Η δε τροφή της μακαρίας ήτο άγρια βότανα, και το ποτόν ύδωρ της
λίμνης, και εκείνο ανακατωμένον με δάκρυα, τα οποία δεν έλειπον ποτέ από τους
οφθαλμούς της. Όθεν το μεν σώμα εφθείρετο από την άμετρον κακοπάθειαν, οι
όνυχες εμακρύνοντο, αι τρίχες της κεφαλής από την αλουσίαν εγένοντο ως των
αλόγων ζώων και η όψις αυτής από την θερμότητα των ηλιακών ακτίνων εφαίνετο ως
του αιθίοπος καταμέλαινα. Τις να διηγηθή τας ολονυκτίους στάσεις και αγρυπνίας
δια των οποίων ήλλαξεν η μορφή της και εφαίνετο ως τέρας παράδοξον; Με όλον δε
ότι ηγωνίζετο τοιουτοτρόπως ως άσαρκος, και υπέμενε τοσαύτην καταφρόνησιν, και
διαφόρους πειρασμούς υπό δαιμόνων, πάλιν δεν ηθέλησε να απομακρυνθή από το
Μοναστήριον, αλλά κάμνουσα μίαν μικράν καλύβην, ευρίσκετο εκεί με το βρέφος,
έξω της θύρας του Μοναστηρίου. Δεν έπαυεν όμως ο εχθρός και εδώ από του να
πολεμή την Αγίαν με διαφόρους πειρασμούς, επειδή εις εκάστην ευκαιρίαν έδιδεν η
καρτερόψυχος εις αυτόν αφορήτους πληγάς με τους υπέρ άνθρωπον αγώνας της.
Μετεσχηματίσθη όθεν ο διάβολος εις το είδος του ανδρός της Οσίας και επήγεν
έμπροσθέν της και λέγει προς αυτήν μετά πολλών δακρύων· «Ω ηγαπημένη μου και
περιπόθητος Θεοδώρα, ω φως και ακτίνες των ομμάτων μου και παρηγορία, χαρά και
ηδονή της καρδίας μου, φθάνει τόσους χρόνους όπου με ετυράννησεν η ιδική σου
υστέρησις· παύσον, παρακαλώ, τώρα τους πόνους της λύπης μου· ας υπάγωμεν ομού
εις την οικίαν μας, να ζήσωμεν ομού και οι δύο θεάρεστα». Η δε Αγία, νομίζουσα
ότι είναι αληθινά ο άνδρας της, απεκρίθη προς αυτόν λέγουσα· «Δεν είναι
δυνατόν, εφ’ όσον εγώ μίαν φοράν ηρνήθην τον κόσμον και τα εγκόσμια, να στραφώ
πάλιν εις του κόσμου τα μάταια και ψευδή· έπειτα πως ήθελον βλέπει το πρόσωπόν
σου χωρίς εντροπήν, αφού ερρύπωσα η ταλαίπωρος την τιμήν της συζυγίας»; Και
λέγουσα ταύτα η Οσία, ήλθεν εις την μνήμην της το αμάρτημα και εσήκωσε τας
χείρας της εις προσευχήν· και καθώς ήνοιξε το στόμα να αναφέρη το φοβερόν όνομα
του Ιησού Χριστού, ευθύς ο δαίμων εγένετο άφαντος. Άλλην φοράν πάλιν κατά
φαντασίαν εσύναξεν ο μιαρός πλήθος θηρίων της γης και θαλάσσης, και ανάμεσα εις
ταύτα εφάνη εις μεγαλόσωμος άνθρωπος, και έδραμε κατά της Αγίας, προστάσσων και
τα θηρία να την καταφάγουν. Εκείνη δε πάλιν αφόβως ίστατο μελετώσα το
προφητικόν λόγιον· «Κυκλώσαντες εκύκλωσάν με οι εχθροί μου, και με το όνομά σου
τους απεδίωξα, Κύριε» και ευθύς όλα τα φαινόμενα διελύθησαν εις τον αέρα ωσεί
κονιορτός. Άλλοτε το ακάθαρτον πνεύμα εφάνη με πλήθος στρατιάς ως άρχων και
στρατηγός, και έλεγον προς την Αγίαν οι υπηρέται του σατανά· «Προσκύνησον τον
άρχοντα». Η δε Αγία καθώς είπεν, ότι μόνον τον Θεόν πρέπει να προσκυνώμεν,
επρόσταξεν εκείνος ο φαινόμενος άρχων και έδειραν τοσούτον την Αγίαν και την
επλήγωσαν τόσον, ώστε έμεινεν ακίνητος ωσεί νεκρά. Και βλέποντες αυτήν τινές
βοσκοί την άλλην ημέραν, επήγαν και είπον προς τον Ηγούμενον του Μοναστηρίου,
ότι απέθανεν ο Μοναχός Θεόδωρος. Η δε μακαρία Θεοδώρα περί το μεσονύκτιον
συνήλθεν ολίγον, και ήρχισε να λέγη· «Δίκαια έπαθον, εγώ είμαι όλη η αιτία της
παιδεύσεως, διότι έκαμα εκείνην την ανομίαν εις την αρχήν». Προσηύχετο όθεν
προς τον Θεόν να την συγχωρήση, και να παύσουν πλέον οι πειρασμοί, να λάβη και
αυτή ολίγην άνεσιν. Εκείνοι δε όπου ήλθον να την ενταφιάσουν ως νεκράν,
ακούσαντες ότι προσεύχεται, εδόξασαν τον Θεόν, και έδραμον εις το Μοναστήριον,
λέγοντες, ότι ανέστη ο Θεόδωρος. Έκρινε δε ο Ηγούμενος, ότι φθάνει πλέον ο
κανών τον οποίον έκαμε, δια την κακοπάθειαν, και να έχη εις το εξής και το
παιδίον κοντά της, επειδή, αφού απεγαλακτίσθη, το είχον εξόριστον μακράν από το
Μοναστήριον. Αλλά πάλιν ο Σατανάς έστησεν άλλην παγίδα, και όλα τα άφηνεν η
Θεία Πρόνοια να γίνωνται υπό του εχθρού, δια να της πλέξη λαμπρότερον και
ενδοξότερον τον στέφανον. Μίαν φοράν έξωθι του Μοναστηρίου εφάνη εις αυτήν
χρυσίον πολυάριθμον χυμένον εις την γην, και πλήθος ανθρώπων οίτινες το
συνέλεγον. Άλλοτε πάλιν καθημένη εις την κέλλαν της ήλθε πλήθος υπηρετών, και
έφερον εις αυτήν διάφορα εκλεκτά φαγητά με αρτύματα και αρώματα κατεσκευασμένα
και έλεγον· «Ο άρχων εκείνος, όστις έβαλε τότε και σε έδειραν, το μετενόησε,
και σου στέλλει ταύτα φιλοφρονούμενος να τον συμπαθήσης». Όμως η Αγία έμαθε
πλέον τας τέχνας του σατανά, και με το σημείον του σωτηρίου όπλου του Σταυρού
ηφάνιζεν ευθύς τας φαντασίας του. Αφού επέρασαν οι επτά χρόνοι, εκείνοι οι
Μοναχοί από το Μοναστήριον του Ενάτου, οίτινες εσυκοφάντησαν την Αγίαν, ήλθον
εις το Μοναστήριον, εις το οποίον ευρίσκετο, και παρεκάλεσαν τον Ηγούμενον να
δεχθή τον Μοναχόν Θεόδωρον εις την των αδελφών συνοδείαν, επειδή και έκαμεν αρκετόν
τον κανόνα δια το πταίσιμον εκείνο, προσθέτοντες ότι και εκ θείας αποκαλύψεως
επληροφορήθησαν ότι συνεχωρήθη το αμάρτημα του Θεοδώρου. Όθεν ο Ηγούμενος
υπακούσας εις αυτούς επρόσταξε να καθίση ο Θεόδωρος εις το εσωτερικόν κελλίον
ελεύθερος και συγκεχωρημένος από την καταδίκην της συκοφαντίας, να μένη δε και
ελεύθερος από πάσαν υπηρεσίαν του Μοναστηρίου. Η δε μακαρία και ούτω δεν
ανεπαύθη, αλλά και εις περισσοτέρους αγώνας τής ασκήσεως και νηστείας και
προσευχάς εσχόλαζε. Παρετήρει δε ο Ηγούμενος την πολιτείαν της Αγίας, και την
ηυλαβείτο κρυφίως, συλλογιζόμενος την πρώτην αυτής υπακοήν, και την μετά ταύτα
άκραν υπομονήν της, έτι δε διότι ησθάνετο ότι είχεν αξιωθή και θείας Χάριτος,
και όλον ήλπιζε να ίδη εις αυτήν κανέν σημείον επάξιον της πολιτείας της. Εκείνας
τας ημέρας εγένετο τοσαύτη ξηρασία, ώστε εστέγνωσαν παντελώς αι λίμναι και οι
λάκκοι εις τους οποίους συνεκεντρούτο και εναποθηκεύετο το ύδωρ δια τας ανάγκας
του Μοναστηρίου. Τότε ο Ηγούμενος επρόσταξε την Αγίαν να πάρη το αγγείον, με το
οποίον έσυρον το ύδωρ, να το γεμίση από τον λάκκον του Μοναστηρίου, και να το
φέρη γεμάτον. Η δε Οσία χωρίς καμμίαν περιέργειαν υπήκουσε προθύμως και
αρπάσασα το αγγείον το κατεβίβασεν εις τον εξηραμμένον λάκκον, και το ανέσυρε
πλήρες ύδατος. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και όλοι οι λάκκοι του Μοναστηρίου
ευρέθησαν πλήρεις ύδατος, με την ευχήν της Αγίας. Μετά δε παρέλευσιν ολίγων
ημερών ήρχισεν η μακαρία να νουθετή το παιδίον ως πατήρ γνήσιος οδόν σωτηρίας·
και ακούοντες οι αδελφοί έξωθεν την ομιλίαν, το ανέφερον προς τον Ηγούμενον· ο
δε Ηγούμενος παρήγγειλεν εις τινας αδελφούς να ίστανται έξωθεν της κέλλης
κρυφίως, να ακούουν τι ομιλεί ο Θεόδωρος εις το παιδίον. Εκτελούντες δε οι
Μοναχοί εκείνοι την παραγγελίαν του Προεστώτος, ήκουον την Αγίαν όπου
συνεβούλευε το παιδίον λέγουσα ταύτα· «Άκουσον, τέκνον μου αγαπητόν, ο καιρός
της ιδικής μου ζωής βλέπω ότι έφθασε πλησίον εις το τέλος, εγώ δε επιθυμώ να
υπάγω όσον ταχύτερον εις εκείνην την αληθή και μακαρίαν ζωήν. Εσέ δε, τέκνον
μου, αφήνω εις τον πατέρα των ορφανών Θεόν και εις τον Προεστώτα της Μονής.
Ζήτει, τέκνον μου, την ευγένειαν της ψυχής, ήτις είναι αληθινή, και όχι του
σώματος, ήτις είναι ψευδής. Μη ζητής τιμήν από τους ανθρώπους, διότι αύτη
κολάζει τον άνθρωπον, αλλά ζήτει την ουράνιον δόξαν· μίσησον την πολυϋπνίαν,
αγάπησον την εγκράτειαν, φεύγε τον καλλωπισμόν των ενδυμάτων. Να είσαι πρόθυμος
πάντοτε εις την προσευχήν· πρόσεχε να μη αφήσης ουδέποτε την ακολουθίαν σου, να
είσαι συμπαθής εις όλους τους αδελφούς, να βοηθής όσον δύνασαι, και να υπηρετής
τους αδυνάτους. Μη θελήσης να ζης με ξένον κόπον· φυλάττου μήτε με τον νουν σου
να μη κατακρίνης τινά ή καλόν ή κακόν. Όταν σε ερωτούν, σκύπτε το πρόσωπον εις
την γην, και ούτω να αποκρίνεσαι. Μη περιγελάσης τινά, και μάλιστα όταν
δυστυχή. Όταν ακούης ότι πολιτεύεται κανείς αδελφός ατάκτως, παρακάλεσον τον
Θεόν να διορθώση την πολιτείαν του. Επισκέπτου και βοήθει τους ασθενείς,
υπηρέτει τους αδελφούς ως δούλος αυτών, ίνα γίνης φίλος Χριστού, όστις δι΄ εσέ
εγένετο δούλος και υπηρέτης. Προσεύχου πάντοτε, τέκνον μου, δια να μη πίπτης εις
πειρασμούς· ει δε και τύχη να πέσης, ευθύς να εγείρεσαι με την διόρθωσιν της
μετανοίας, και πάλιν τρέχε εις την προσευχήν. Τοιουτοτρόπως πολιτευόμενος,
τέκνον μου, θέλεις έχει τον Θεόν πάντοτε να σε επακούη και να σε βοηθή ψυχή τε
και σώματι». Αφού εδίδαξεν η μακαρία το παιδίον, ευθύς παρέδωκε και την
ολόφωτον ψυχήν της εις χείρας Θεού· το δε παιδίον ήρχισε να κλαίη μεγάλως, ώστε
εκ των φωνών εγέμιζεν όλον το κελλίον. Ακούσαντες ταύτα οι απεσταλμένοι αδελφοί
έσπευσαν εις τον Ηγούμενον και είπον εις αυτόν όσα ήκουσαν εις την παραίνεσιν.
Λέγει δε εις αυτούς ο Ηγούμενος· «Είδον και εγώ, αδελφοί, όραμα θαυμαστόν, και
ακούσατε αυτό. Είδον ως να ήλθον δύο άνθρωποι, οίτινες με εσήκωσαν εις τον αέρα
κατά πολλά υψηλά, και εκεί έβλεπον πλήθος Αγγέλων, ήκουσα δε φωνήν ήτις μου
έλεγε· «Βλέπε πόσα αγαθά ητοιμάσθησαν εις την νύμφην μου Θεοδώρα». Μου εφαίνετο
ακόμη, ότι εβάσταζεν εις Άγγελος μίαν κλίνην, εις την ωραιότητα θαυμαστήν κι
ανεκδιήγητον· εγώ δε βλέπων τοιούτον στολισμόν ως νυμφικόν, ηρώτων να μάθω δια
ποίον ετοιμάζεται αυτή η παράταξις. Καθώς λοιπόν εξήταζον δια να μάθω από
εκείνους τους δύο, οίτινες με επήγαιναν, βλέπω έξαφνα παράταξιν Προφητών,
Αποστόλων, Μαρτύρων, και πάντων των Δικαίων, και ανάμεσα εις τα τάγματα εκείνα
εφάνη μία γυνή εστολισμένη με δίξαν και λαμπρότητα, η οποία εκάθησεν εις
εκείνην την υπερένδοξον κλίνην· εκείνοι δε όπου με έφερον έλεγον, ότι αυτός
είναι ο Αββάς Θεόδωρος, όστις αδίκως εσυκοφαντήθη, και ο οποίος προέκρινε να
υπομείνη τοσαύτην καταφρόνησιν εις επτά χρόνους, εξόριστος από την αδελφότητα,
και να νομίζηται πατήρ ξένου παιδός, και να τρέφη αγογγύστως σπέρμα αλλότριον
με τοσαύτην κακοπάθειαν, παρά να φανερώση ποίος είναι και να ελευθερωθή από
τοιαύτην εντροπήν και κακοπάθειαν· δια τούτο λοιπόν, καθώς βλέπεις, ηξιώθη και
εις τόσην δόξαν και λαμπρότητα. Έως εδώ, αδελφοί, ετελείωσε το όραμα, μόνον
τώρα ας υπάγωμεν εις την κέλλαν του Θεοδώρου δια να ίδωμεν το γεγονός». Μετέβη
όθεν ο Ηγούμενος με τους αδελφούς εις το κελλίον της Αγίας, και εύρον το
παιδίον όπερ έκλαιε πικρώς, την δε μακαρίαν Θεοδώραν τελειωθείσαν. Τότε, καθώς
εγνωρίσθη ότι η Αγία ήτο γυνή, έρρεον από τους οφθαλμούς του Ηγουμένου και των
αδελφών ως βρύσις τα δάκρυα επάνω εις το άγιον λείψανον. Επρόσταξε δε ο
Ηγούμενος να προσκαλέσουν εκείνους τους Μοναχούς, οίτινες εσυκοφάντησαν την
Αγίαν, να έλθουν να ιδούν το παράδοξον πράγμα, και να κλαύσουν δια την απάτην
της ψευδούς συκοφαντίας· οι οποίοι καθώς ήλθον και είδον, έμειναν ως
εκστατικοί, και έτρεμον από τον φόβον των, νομίζοντες ότι θέλει τους εύρει οργή
θεήλατος δια την προς την Αγίαν άδικον κατηγορίαν. Συνήχθη δε εκεί πλήθος
Μοναχών πανταχόθεν, και κανείς δεν έμεινεν όστις να μη δακρύση με εγκάρδιον και
διάπυρον κατάνυξιν. Τότε παρεστάθη Άγγελος Κυρίου προς τον Ηγούμενον, και του
παρήγγειλε να στείλη τάχιστα άνθρωπον έφιππον εις την χώραν, και εκείνον τον
οποίον ήθελεν απαντήσει πρώτον, να τον βάλη επάνω εις το άλογο και να τον φέρη
εις το Μοναστήριον. Ούτος ήτο ο άνδρας της μακαρίας Θεοδώρας· ο οποίος, και
πριν να τον προσκαλέσουν, είχεν ίδει θείαν αποκάλυψιν, και είχε κινήσει να έλθη
εις το Μοναστήριον. Φθάσας λοιπόν εις το Μοναστήριον, και ιδών της μακαρίας το
ιερώτατον λείψανον, έπεσεν επάνω πικρώς κλαίων και οδυρώμενος, και ανακαλών εξ
ονόματος την Αγίαν και αναθυμίζων την σώφρονα ζωήν, την οποίαν επέρασαν ομού
προτού να αναχωρήση, τόσον ώστε και τα ακουόμενα ήσαν αξιέπαινα, και τα
βλεπόμενα αξιοθαύμαστα εις τους παρεστώτας. Τότε λοιπόν μετά πάσης ευλαβείας
και κατανύξεως έψαλαν ύμνους και δοξολογίας προς τον Θεόν, και ούτως
ενεταφίασαν εκείνο το πολύαθλον και σεβάσμιον λείψανον. Ο δε ανήρ αυτής με τας
ευχάς της Αγίας πλέον δεν ανεχώρησεν εκείθεν, αλλά γενόμενος Μοναχός κατώκησεν
εις το κελλίον της συζύγου, και ζήσας ζωήν ασκητικήν απήλθε προς Κύριον, και
ετάφη ομού με την Αγίαν· αλλά και το παιδίον, το οποίον ανέθρεψεν η Οσία,
επρόκοψε τοσούτον εις την μοναδικήν πολιτείαν, ώστε κατεστάθη βραδύτερον και
Προεστώς της Μονής εκείνης παρακληθείς υπό των αδελφών. Ταις της μακαρίας και
Αγιωτάτης μητρός ημών Θεοδώρας πρεσβείαις ελεήσαι και σώσαι ημάς Χριστός ο Θεός
ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου