Τη ΙΒ΄ (12η) του αυτού μηνός μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος
ΑΥΤΟΝΟΜΟΥ.
Αυτόνομος ο Άγιος Ιερομάρτυς ήτο Επίσκοπος κατά την Ιταλίαν, ήθλησε δε εν Βιθυνία κατά τας ημέρας του ασεβεστάτου βασιλέως Διοκλητιανού, ότε ούτος εκίνησε τον κατά των Χριστιανών διωγμόν εν έτρει 298 μ. Χ. Ας είπωμεν όμως απ’ αρχής το Μαρτύριον αυτού, διότι όσον είναι άτοπον να ομιλή τις τα μη πρέποντα, τοσούτον είναι, νομίζω, και όταν σιωπά τα καλά και ωφέλιμα· επειδή όσον ο μη τα καλά διηγούμενος τας των ακροατών ψυχάς έβλαψε, τοσούτον και ο τας αγαθάς πράξεις σιωπών, της εξ αυτών ωφελείας τους φιλευσεβείς απεστέρησεν. Ούτω λοιπόν και ημείς δεν θέλομεν να κατακρύψωμεν με την σιωπήν τον μέχρις ημών φθάσαντα κρυπτόμενον ως ανέκδοτον τον ψυχωφελέστατον Βίον του Αγίου τούτου Ιερομάρτυρος Αυτονόμου, αλλά προς υμάς τους φιλομάρτυρας ακροατάς επιθυμούμεν να παραδώσωμεν. Διότι έφθασε και προς ημάς το τούτου Μαρτύριον, το οποίον συνέγραψέ τις των προ ημών, εξ αγαθής μεν διανοίας και γνώμης, εξ αμαθείας δε δια γλώσσης συγκεχυμένης· αλλ’ όμως αν και ούτως έχει η φράσις, η διήγησις είναι αληθής· διο και ημείς ως επιμεληταί των τοιούτων, μαθόντες γράφομεν αυτά. Ούτος λοιπόν ο γενναίος της ευσεβείας αγωνιστής θείος Αυτόνομος εκοσμείτο με το αξίωμα του Επισκόπου κατά τα μέρη της Ιταλίας. Βλέπων δε ότι ο ασεβής Διοκλητιανός, ομού με τον Μαξιμιανόν και τον Γαλέριον, εκίνησαν μέγαν διωγμόν κατά της Εκκλησίας του Χριστού, και φέρων εις μνήμην την θείαν του Χριστού εντολήν, δια της οποίας προστάσσει τους διωκομένους να φεύγωσιν από της μιας πόλεως εις την άλλην, και γνωρίζων ότι εάν μένη εκεί θα είναι εις κίνδυνον ως μη δυνάμενος να διδάσκη τον λόγον της αληθείας, δια τούτο φεύγει μακράν των διωκόντων, σκεπτόμενος ότι το να διδάσκη και να παρακινή το ποίμνιον αυτού εις την ευσέβειαν δύναται να το πράξη και δι’ επιστολών, όπως έκαμε πρότερον δια της γλώσσης και εχειραγώγει τους εν τω σκότει της ασεβείας πεπλανημένους οδηγών αυτούς προς το φέγγος της αληθείας. Ένεκα τούτου λοιπόν, καταλιπών την Ιταλίαν, πορεύεται προς την Βιθυνίαν της Μικράς Ασίας, ένθα τη του Θεού βοηθεία καταφεύγει εις εν χωρίον Σωρεοί μεν ονομαζόμενον, προς τα δεξιά δε μέρη του κόλπου της Νικομηδείας ευρισκόμενον, και εκεί προσδεχθείς φιλοξενείται παρά τινος ανδρός Κορνηλίου καλουμένου. Εκεί λοιπόν διατρίψας ικανόν καιρόν και διδάξας τα της ευσεβείας μυστήρια, είτα και Ναόν άγιον ωκοδόμησεν επ’ ονόματι του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, εις τον οποίον εχειροτόνησε Διάκονον τον ειρημένον ξενοδόχον του Κορνήλιον, προς τον οποίον παρέδωκε την των Χριστιανών φροντίδα και επιμέλειαν· αυτός δε αναχωρήσας εκείθεν, επορεύθη εις την Λυκαονίαν και Ισαυρίαν, κήρυξ και εκεί γενόμενος της του Χριστού πίστεως, τους μεν στηρίζων, τους δε επιστρέφων εις την ευσέβειαν. Μετά παρέλευσιν καιρού επανελθών εις Σωρεούς ο Ιεράρχης Αυτόνομος, και ευρών τον Διάκονον Κορνήλιον αυξάνοντα τον σπόρον της θεογνωσίας και τον καρπόν εκατοστεύοντα, παρευθύς ανάγει αυτόν εις τον του Πρεσβυτέρου βαθμόν. Αλλ’ επειδή εν τω μεταξύ έμαθεν ότι ο βασιλεύς Διοκλητιανός, ελθών εις την Νικομήδειαν, μαίνεται κατά των Χριστιανών και σπουδάζει ίνα εξαλείψη πάσαν ηλικίαν και γένος εξ αυτών, εξαιρέτως δε ότι ανεζήτει αυτόν τούτον τον Αυτόνομον, δια τούτο ο θείος Ιεράρχης αναχωρήσας πάλιν εκείθεν απέπλευσεν εις το Μαντίνειον και Κλαυδιούπολιν, αίτινες είναι πόλεις κείμεναι επί της Μαύρης Θαλάσσης. Όθεν κηρύξας και εκεί τον λόγον της αληθείας ως άλλος Απόστολος, τη του Θεού συνεργεία πάλιν επιστρέφει εις Σωρεούς προς τον ιερόν Κορνήλιον. Και την προς αυτόν εμπιστευθείσαν Εκκλησίαν επισκεφθείς, και ταύτην ακόμη περισσότερον πολλαπλασιασθείσαν ευρών, τον μεν Κορνήλιον χειροτονεί Επίσκοπον, αυτός δε πορεύεται προς τα μέρη της Μικράς Ασίας, ένθα τας μεν ακάνθας της πλάνης και της ασεβείας τελείως εκριζώσας, τα δε της ευσεβείας σπέρματα φιλοπόνως κατασπείρας, καρποφόρα θείας γνώσεως τα μέρη εκείνα απέδειξε, και πολύν καρπόν δια της Θείας Χάριτος οι κάτοικοι των τόπων εκείνων προσέφερον εις τον Θεόν. Κατόπιν δε τούτων ο Ιεράρχης Αυτόνομος επανέρχεται πάλιν εις Σωρεούς. Ολίγον μακράν από τους Σωρεούς υπήρχεν χωρίον, Λίμναι ονομαζόμενον, του οποίου οι κάτοικοι ευρίσκοντο εις το βαθύτατον σκότος της ασεβείας· προς αυτό λοιπόν το χωρίον μεταβάς ο θείος Αυτόνομος εδίδαξε τους κατοίκους, και εις ολίγον καιρού διάστημα προς το φέγγος της ευσεβείας ωδήγησε· τους οποίους και βαπτίσας άπαντας, συνηρίθμησεν εις την ιεράν ποίμνην του Χριστού τούτους. Είτα αφού ετέλεσε ταύτα πάντα, έδωκε δόξαν τω Θεώ και έχαιρεν ως άλλος Απόστολος. Οι δε πιστεύσαντες δι’ αυτού εις τον Χριστόν, βλέποντες ότι οι ασεβείς ειδωλολάτραι θυσιάζουσι συνεχώς εις τους δαίμονας κατά τινα δαιμονικήν αυτών εορτήν, κατά την οποίαν εποίουν και τινα άσεμνα έργα, εις τα οποία χαίρουσιν οι δαίμονες, ταύτα, λέγω, οι ευσεβείς πολλάκις βλέποντες, και ζήλω θείω κινηθέντες, ώρμησαν ομοθυμαδόν κατά την ημέραν κατά την οποίαν οι ειδωλολάτραι ετέλουν τα συνήθη εις αυτούς έργα, και τα είδωλα τούτων συντρίψαντες, εδείκνυον εις αυτούς τα συντρίμματα. Τούτο το γεγονός, τότε μεν εις έκπληξιν και απορίαν έφερε τους ειδωλολάτρας, και εις θρήνον μάλλον ή εις εκδίκησιν κατά το παρόν ετράπησαν. Ύστερον όμως, από ζήλον δαιμονικόν εμπλησθέντες, διέπραξαν οι άθλιοι την εκδίκησιν. Φυλάξαντες ούτοι μίαν ημέραν, κατά την οποίαν ο του Χριστού θεράπων Αυτόνομος ελειτούργει εις τον Θεόν, και λαβόντες έκαστος εις τας χείρας του ό,τι εύρε πρόχειρον, άλλος μεν ξύλον, έτερος δε σίδηρον, έδραμον όλοι ομού αιφνιδίως εις τον εις Σωρεούς Ιερόν Ναόν, και αφού εκτύπησαν όσους εύρον εκεί, τελευταίον εφόνευσαν και τον Άγιον τούτον Αυτόνομον κατενώπιον της αγίας Τραπέζης, και το αίμα αυτού εξέχεον εκεί ως ποτε το του Προφήτου Ζαχαρίου και του δικαίου Άβελ, το οποίον ως αδίκως χυθέν βοά εισέτι ομού με εκείνους προς τον Κύριον. Όθεν το αίμα αυτό εις μεν τους ασεβείς και φονείς δι’ αιώνος μαρτυρεί την ασεβή αυτών πράξιν, και το αιώνιον πυρ της κολάσεως, όπερ εκδικείται αυτούς με ατελεύτητον οδύνην· εις δε τον Άγιον επροξένησε χαράν ατελεύτητον και ζωήν αιώνιον. Αλλά τα μεν του Αρχιερέως και κήρυκος της ευσεβείας Αυτονόμου ούτως εγένοντο· το δε τίμιον αυτού λείψανον, γυνή τις Μαρία ονομαζομένη και του διακονικού χαρίσματος ηξιωμένη, μετά και άλλων θεοσεβών και εναρέτων ανδρών λαβούσα, και λαμπρώς επί θήκης τινός τοποθετήσασα και οσίως κηδεύσασα παρέδωκεν εις την ταφήν. Μετά παρέλευσιν δε πολλών ετών, ότε ο ευσεβέστατος και Άγιος βασιλεύς Μέγας Κωνσταντίνος θεία δυνάμει τα ρωμαϊκά σκήπτρα ανέλαβεν, τότε ανήρ τις Σεβηριανός ονόματι την εξουσίαν της πόλεως Αλεξανδρείας παραλαβών, και προς αυτήν μεταβαίνων, διήλθε κυκλοειδώς οδοιπορών δια του κόλπου της Νικομηδείας, πλησίον της οποίας κατέκειτο η ιερά θήκη η έχουσα το του Αγίου Αυτονόμου τίμιον λείψανον. Ως δε έφθασεν εκεί ο Σεβηριανός, ευθύς εστάθησαν ακίνητοι πάντες οι ίπποι και ημίονοι αυτού από αόρατον θείαν δύναμιν, και εγένοντο ακίνητοι ως λίθοι αν και σφοδρώς εμαστιγούντο. Ταύτα βλέπων ο Σεβηριανός εξεπλήττετο, μη δυνάμενος να εννοήση το γεγονός· εις δε ανήρ ευσεβής, όστις δια την προς Θεόν ευλάβειαν είχε λάβει παρ’ αυτού την δύναμιν ίνα διαλύη και εξηγή τοιαύτας απορίας και αινίγματα, λέγει προς τον Σεβηριανόν· «Γίνωσκε καλώς, ότι είναι θέλημα Θεού όπως κτίσης ενταύθα Ιερόν Ναόν επ’ ονόματι του Αγίου Ιερομάρτυρος Αυτονόμου· ότι δε ούτως έχει η αλήθεια, ιδού έμπροσθεν ημών η απόδειξις πρόκειται βεβαιούσα τους λόγους μου. Ήδη λοιπόν σοι λάγω ότι, εάν μόνον υποσχεθής την του έργου τούτου εκτέλεσιν, αμέσως θέλεις ίδει αναχωρούντα ταχέως τα ήδη ακίνητα ζώα». Τότε ο Σεβηριανός υπεσχέθη, ότι θα κτίση τον Ναόν· αμέσως δε τα ζώα ήρχισαν τρέχοντα ως και πρότερον και μάλλον περισσότερον. Όθεν τούτο ιδών, διέταξεν ευθύς τα της οικοδομής, και ούτως ήρξατο της οδοιπορίας του. Επανελθών ούτος μετά καιρόν και ευρών τον Ναόν τετελειωμένον, εγκαινιάζει αυτόν και τον καθιστά εις την εντέλειαν, ώστε έκτοτε δεν ημελήθη πλέον, αλλά πάντοτε εωρτάζετο εκεί η μνήμη του Αγίου. Μετά παρέλευσιν όμως αρκετού καιρού, προκειμένου να τελεσθή η θεία Λειτουργία κατά την εορτήν του Αγίου εν τω Ναώ τούτω, παρίστατο εκεί ο μέλλων να επιτελέση την λειτουργίαν Ιερεύς· άγνωστον όμως πως ύδωρ χυθέν άνωθεν εκ του τέμπλου εκ των εκεί υπαρχόντων σκευών, έβρεξε τον Ιερέα, όπερ ούτος δια ύβριν του μεγίστην ενόμισεν. Όθεν μετά την θείαν Λειτουργίαν κρημνίσας τον Ναόν αυτόν, ωκοδόμησεν έτερον εις το παραθαλάσσιον κατά το νότιον μέρος της του Αγίου θήκης, εις την οποίαν ο υπό του Σεβηριανού κτισθείς Ναός υπήρχε. Μετά τον θάνατον του βασιλέως Ζήνωνος, συμβάντα κατά το έτος 491, Ιωάννης τις, με στρατιωτικόν αξίωμα κεκοσμημένος, διέτριβε δια βασιλικήν υπηρεσίαν εις τα χωρία Σωρεοί και Λίμναι. Ούτος λοιπόν, εξελθών ποτε εις κυνήγιον, έφθασε και εις το μέρος εκείνο όπου ευρίσκετο ενταφιασθέν το του Αγίου Αυτονόμου ιερώτατον λείψανον, ένθα και λαγωόν τινα και άλλα ζώα φονεύσας, επέστρεψεν εις τα ίδια. Κατά δε την νύκτα εκείνην βλέπει ο Ιωάννης ούτος εν οράματι τον Ιερομάρτυρα Αυτόνομον προπορευόμενον εις τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον εφόνευσε την προηγουμένην ημέραν τον λαγωόν και στερεώνοντα μίαν σκηνήν δια να κατοικήση εκεί. Ο δε Ιωάννης, φροντίζων μάλλον δια τας στρατιωτικάς του υποθέσεις, κατεφρόνησε το όραμα ως απλούν ενύπνιον. Μετά παρέλευσιν όμως ολίγου χρόνου εμφανέστερον προς αυτόν εφάνη ο Άγιος, και το όνομα αυτού φανερώσας, είπεν εις αυτόν, ότι κάτωθεν της σκηνής, την οποίαν είδεν, είναι τεθαμμένον το ιερόν αυτού λείψανον. Τότε πλέον ο στρατιωτικός εκείνος Ιωάννης εσκέφθη, ότι θα πέση εις κίνδυνον εάν σιωπήση τα παρά του Αγίου Αυτονόμου προς αυτόν μηνυθέντα· δια τούτο και φανεροί ταύτα εις τον βασιλέα. Εβασίλευε δε τότε ο μετά τον Ζήνωνα βασιλεύσας Αναστάσιος ο Δίκορος, όστις δεν ήτο μεν κατά πάντα ευσεβής και Ορθόδοξος, υπεκρίνετο όμως τον τοιούτον, δια να έχη την των ανθρώπων εύνοιαν, ώστε μετά των ασεβών ήτο ασεβής και μετά των ευσεβών ήτο ευσεβής δοκιμάζων και εμπαίζων και τους μεν και τους δε· όθεν και κατασκευάζεται μεν παρ’ αυτού ο μέχρι τούδε σωζόμενος Ναός του Αγίου, εγκαινίζεται δε ούτος παρά του μετ’ εκείνον βασιλεύσαντος Ιουστίνου του φιλευσεβούς, όστις και εις αεί διαμένει θαύματα πλείστα επιτελών εις τους μετά πίστεως προσερχομένους. Και ταύτα μεν περί τούτου. Εγώ δε βλέπων νενικημένην την φύσιν και μετά θάνατον, παρακινούμαι κατά αλήθειαν εις δοξολογίαν του Θεού· καθότι ενατενίσας ποτέ επί του τάφου του Αγίου Ιερομάρτυρος Αυτονόμου είδον το ιερόν αυτού λείψανον ανώτερον υπάρχον πάσης φυσικής δυνάμεως του θανάτου. Διότι αυτός ο θάνατος ο διαλύων άπασαν την σύστασιν του ανθρωπίνου σώματος εντός ενός μόνου τριημέρου διαστήματος, αυτός δεν ηδυνήθη ήδη επί διακόσια έτη ουδέ τρίχα να διαφθείρη εκ του γενναίου τούτου μαρτυρικού Σώματος, αλλ’ ήδη έχει την κόμην της κεφαλής σώαν και καθαράν, και τον χαρακτήρα της του προσώπου μορφής ωραιότατον, ζωηρόν και εύτονον, ώστε και άπασαι αι τρίχες των γενείων είναι αδιάφθοροι. Ουχί μόνον δε εις τοσούτον, αλλά και αυτοί οι οφθαλμοί είναι ανεωγμένοι, ώστε εγώ νομίζω, ως μοι φαίνεται, ότι και τώρα βλέπει καθώς και πριν να αποθάνη, και εάν δεν εσέβετο την τάξιν του φυσικού νόμου, δεν ήθελε ούτω πως νασιωπά. Προς τούτοις ίστατο ακόμη και άπας ο τύπος του σώματος σώος εις τας αρμονίας αυτού, καθότι ούτε η κεφαλή αυτού απερράγη, ούτε αυτά τα του σώματος μόρια διεχωρίσθησαν ή εφθάρησαν, αλλ’ ίσταται ώσπερ ζων άνθρωπος, μόνον άνευ λαλιάς και κινήσεως. Τοιουτοτρόπως ο μεγαλόδωρος Κύριος ο Θεός ημών δοξάζει τους αυτόν αντιδοξάζοντας εις τα οικεία αυτών μέλη· ότι αυτώ πρέπει πάσα δόξα τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου