Τη αυτή ημέρα ο Άγιος Νεομάρτυς
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ο εν Θεσσαλονίκη μαρτυρήσας εν έτει αψοδ΄ (1774) δι’ αγχόνης
τελειούται.
Αθανάσιος
ο Νεομάρτυς και του Χριστού Αθλητής ήτο από μίαν κωμόπολιν της Θεσσαλονίκης, η
οποία κοινώς ονομάζεται Κολιακία, υιός γονέων ευσεβών και πρώτων κατά κόσμον
εις την χώραν εκείνην, διότι ο μεν πατήρ του, όστις ωνομάζετο Πολύχρους, ήτο
προεστώς της κωμοπόλεως επί έτη πολλά, η δε μήτηρ του, ονομαζομένη Λουλούδα,
κατήγετο εκ γένους επισήμου βουλγαρικού. Τούτον λοιπόν τον αοίδιμον Αθανάσιον
εξεπαίδευσε καλώς ο πατήρ αυτού γερο-Πολύχρους πρώτον μεν εις τα κοινά
γράμματα, είτα και εις την Θεσσαλονίκην τον έφερε και τον έβαλεν εις το
ελληνικόν σχολείον, εις το οποίον εδίδασκε τότε Αθανάσιος ο Πάριος. Έτυχε δε ο
παις ευφυής και επιμελέστατος· διδαχθείς όθεν τα πρώτα γραμματικά, ύστερον ανεχώρησεν
εκείθεν εις το όρος του Άθωνος και εμαθήτευσεν εις την Αθωνιάδα Σχολήν (του
Βατοπαιδίου) δια τελειοτέραν παιδείαν, παρά τω διδασκάλω Παναγιώτη τω Παλαμά·
εκεί ετελείωσε τα γραμματικά με επίδοσιν καλήν και μετά ταύτα εδιδάχθη και την
λογικήν του Ευγενίου από τον διδάσκαλον Νικόλαον τον Τζαρτζούλιον, τον εκ
Μετσόβου, όστις εστάλη υπό της Μεγάλης Εκκλησίας εις τον τόπον του σοφωτάτου
διδασκάλου Ευγενίου· αναχωρήσαντος δε εκείθεν του διδασκάλου του Νικολάου
Τζαρτζουλίου, ανεχώρησε και ο Αθανάσιος και απελθών εις την Κωνσταντινούπολιν,
προσεκολλήθη εις τον τότε νεοχειροτόνητον Πατριάρχην Αντιοχείας Φιλήμονα,
έμεινε δε μετ’ αυτού δύο έτη και περισσότερον, είτα επέστρεψεν εις το Άγιον
Όρος και εκείθεν εις την πατρίδα του Κολιακίαν. Εις το μέρος εκείνο υπήρχεν εν
βασιλικόν ιπποστάσιον εις το οποίον εσυνείθιζε να πηγαίνη ο Αθανάσιος, χάριν
συνομιλίας και των διαφόρων ειδήσεων, τας οποίας μετέφερον οι εκείθεν
διερχόμενοι από διαφόρους τόπους άνθρωποι, ευρίσκετο δ’ εκεί πάντοτε εις
Τούρκος ως επιστάτης του ιπποστασίου. Ημέραν τινά έτυχε να συνευρεθή εκεί και
εις εμίρης Τούρκος, με τον οποίον συνομιλών ο Αθανάσιος περί πίστεως (επειδή
ήτο καλώς γεγυμνασμένος εις την απλήν τουρκικήν διάλεκτον και εις την
αραβικήν), είπε με θάρρος και απλότητα προς τον εμίρην· «Η ιδική σας πίστις
συνίσταται εις τούτους τους λόγους», και είπε με απλότητα το κείμενον του
σαλαβατίου ήτοι της Μωαμεθανικής ομολογίας. Ο εμίρης ακούσας ήρπασεν ευθύς την
απλήν εκείνην προφοράν ως τελείαν ήδη ομολογίαν και λέγει· «Ω! σαλαβάτι έκαμες,
ετούρκεψες». «Μη γένοιτο», απεκρίθη ο Αθανάσιος, «Ούτε σαλαβάτι έκαμα, ούτε
ετούρκεψα, αλλά μόνον είπα ότι η πίστις η ιδική σας εμπερικλείεται εις τούτους
τους λόγους». Ο εμίρης όμως δεν χάνει καιρόν, αλλά στραφείς προς τον Τούρκον
επιστάτην λέγει· «Ιδού παραδίδω τούτον εις τας χείρας σου, να τον φυλάττης, μη
σου φύγη». Εγερθείς όθεν εκείθεν ο κατάρατος έρχεται εις την Θεσσαλονίκην,
τόσων ωρών διάστημα, και παρουσιασθείς εις τον κριτήν συκοφαντεί τον καλόν
Αθανάσιον, ότι έκαμε δήθεν σαλαβάτι, ωμολόγησε δηλαδή την πίστιν των και
έπειτα, λέγει, μεταγνωμήσας αρνείται και περιπαίζει την πίστιν μας. Ο δε κριτής
στέλλει παρευθύς και φέρει τον κατηγορούμενον εις την Θεσσαλονίκην έμπροσθέν
του και λέγοντος του εμίρη, ακούει απ’ αρχής την κατηγορίαν ή μάλλον ειπείν την
συκοφαντίαν· είτα ερωτά τον κατηγορούμενον ο κριτής και αποκρίνεται ο Μάρτυς
της αληθείας τα ίδια εκείνα, τα οποία απεκρίθη και εις τον εμίρην πρότερον· ο
δε κριτής ακούσας, τότε μεν έκρινεν ορθώς, ειπών ότι δεν γίνεται Τούρκος κανείς
αν είπη ότι ηξεύρει τους λόγους της ομολογίας της τουρκικής πίστεως. Και συ
(λέγει προς τον εμίρην), ν ήξευρες την ομολογίαν της πίστεως αυτού, ημπορούσες
να είπης εις αυτόν ότι και η ιδική σου πίστις συνίσταται εις τούτους τους
λόγους, αλλά με τούτο δεν εγίνεσο Χριστιανός, προφέρων μόνον τους λόγους της
ομολογίας της πίστεώς του. Τοιουτοτρόπως απεφάνθη ο κριτής· αλλ’ οι παρόντες
αγάδες έκαμαν θόρυβον, λέγοντες ότι δεν πρέπει να περιπαίζηται η πίστις· όθεν ο
κριτής, μεταβαλών γνώμην, ήρχισε να τον παρακινή και να του λέγη κολακεύων και
απειλών, ότι από Θεού κινούμενος έκαμε την ομολογίαν της πίστεως και πρέπει να
την ακολουθήση, διότι αλλέως η πίστις δεν υποφέρει να καταφρονήται. Ταύτα και
τα τοιαύτα είπεν ο κριτής· ο δε Μάρτυς, στερεός ων εις την ιδικήν του αληθινήν
ομολογίαν, ηναντιώθη εις τους λόγους του κριτού, λέγων ότι είναι κάλλιστα
εστερεωμένος και βεβαιωμένος εις την αληθινήν πίστιν του Χριστού και άλλην
πίστιν πλην αυτής δεν ηξεύρει αληθινήν και σωτήριον. Αφού δε ήκουσε ταύτα ο
κριτής, προσέταξε να τον βάλουν εις την φυλακήν, μηπως τάχα μεταβληθή και κάμη
το προσταττόμενον. Εις την φυλακήν έμεινεν αρκετάς ημέρας ο γενναίος του
Χριστού στρατιώτης χωρίς να τον ενεχλήση πλέον κανείς, διότι φήμη εξήλθεν ότι ο
Αθανάσιος ωμολόγησε τον Μωαμεθανισμόν και ύστερον μετεμελήθη. Όθεν και ο ίδιος
ο πατήρ του εφοβήθη να κινηθή προς απελευθέρωσίν του, αν και ηδύνατο δι’ ολίγων
χρημάτων να τον απελευθερώση, μεταχειριζόμενος την μεσιτείαν ενός μεγάλου
δυνάστου, καλουμένου Ισούφ μπέη, όστις ήτο αγάς της χώρας. Αλλ’ ο φόβος τον
οποίον είχεν, ως είπον, τον έκαμε να φανή άσπλαγχνος εις ένα υιόν, όστις ήτο ο
στολισμός του οίκου του και το καύχημα του γένους του. Τούτο όμως ήτο Θεού
οικονομία, διότι τώρα μάλιστα είναι μεγαλύτερος στολισμός και πολύ περισσότερον
καύχημα με το ένδοξον και λαμπρόν μαρτύριον, όπερ ηξιώθη να δεχθή παρά του
Ιησού Χριστού ο καλλίνικος Αθανάσιος. Αφού λοιπόν παρήλθον ολίγαι ημέραι, τον
εξήγαγεν ο κριτής από την φυλακήν και παρακινών αυτόν απ’ αρχής να δεχθή και να
ομολογήση την ιδικήν των θρησκείαν και ευρίσκων αυτόν στερεόν και αμετάτρεπτον,
εξέδωκε κατ’ αυτού την θανατικήν απόφασιν. Όθεν λαβόντεςαυτόν οι δήμιοι τον
εκρέμασαν έξω της πόλεως, το δε σώμα του έθαψαν οι Χριστιανοί εις την περιοχήν
της Αγίας Παρασκευής. Τοιουτοτρόπως ετελειώθη τη δυνάμει του Εσταυρωμένου Ιησού
ο γενναίος Αθλητής Αθανάσιος, νεώτατος την ηλικίαν, 25 ετών, τη ογδόη του
Σεπτεμβρίου μηνός, καθ’ ην ημέραν εορτάζομεν το ιερώτατον και πάνσεπτον Γενέσιον
της Κυρίας ημών Θεοτόκου. Τω δε Θεώ ημών δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου