Όταν
εβασίλευον εις την Αίγυπτον οι τελευταίοι των Πτολεμαίων, εις εκ των οποίων
κατά τον παλαιόν καιρόν, όταν αυτοί εξουσίαζον την Παλαιστίνην, είχε
συγκεντρώσει τους διδασκάλους των Ιουδαίων και τους είχεν υποχρεώσει να κάμουν την
μετέφρασιν της Αγίας Γραφής την καλουμένην των Εβδομήκοντα, εις δε την Ιουδαίαν
εβασίλευον οι τελευταίοι των Μακκαβαίων και δη ο μισητός καταστάς εις τους
Ιουδαίους βασιλεύς αυτών Αλέξανδρος ο και Ιανναίος (104 – 78 π.Χ.), ήτο εις τα
Ιεροσόλυμα ευσεβής τις και Δίκαιος διδάσκαλος των Εβραίων ονόματι Συμεών, όστις
και εδέχθη κατόπιν τον Χριστόν εις τας αγκάλας του. Ούτος κατ’ εκείνον τον
καιρόν, ογδοήκοντα περίπου έτη προ της ενσάρκου του Χριστού οικονομίας,
επιστρέφων μετ’ άλλων διδασκάλων των Εβραίων εις Ιεροσόλυμα εκ τινος υπηρεσίας,
εις την οποίαν είχον αποσταλή, συνωμίλει μετ’ αυτών περί διαφόρων ρητών
περιεχομένων εις τας βίβλους των Προφητών. Μεταξύ δε άλλων λέγει ο Συμεών προς
αυτούς· «Εγώ, ερμηνεύων τον Προφήτην Ησαϊαν, είδον να λέγη· «Ιδού η Παρθένος εν
γαστρί λήψεται, και τέξεται Υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ» (Ησ.
ζ: 14). Το τοιούτον, αγαπητοί μου φίλοι, σημαίνει ότι μία Παρθένος μέλλει να
συλλάβη εν τη κοιλία αυτής και να γεννήση υιόν και θα καλέσωσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ·
εις τούτο θαυμάζω υπερβολικά, διότι πως είναι δυνατόν παρθένος να γεννήση; Ή
πως είναι δυνατόν Θεός να γεννηθή; Δεν πιστεύω να γίνη αυτό ποτέ». Τότε πάραυτα
είδεν αοράτως ωσάν χείρα τινα, ήτις του έδωκεν ηχηρότατον ράπισμα και φωνή
ηκούσθη λέγουσα προς αυτόν· «Και θα τον ιδής τον Χριστόν και θα τον πιάσης με
τας χείρας σου». Προχωρούντες οι διδάσκαλοι έφθασαν αργά εις ποταμόν τινα, εκεί
δε εκβάλλει ο Συμεών το δακτυλίδιόν του και το ρίπτει εις τον ποταμόν λέγων·
«Εάν είναι αληθές το τοιούτον ρητόν, τότε και εγώ να εύρω πάλιν το δακτυλίδιόν
μου». Προχωρήσαντες δε έτι περαιτέρω έφθασαν εις την πλησίον του ποταμού πόλιν
και ηγόρασαν ψάρια δια να τα μαγειρεύσωσι και να φάγωσι κατά την εσπέραν
εκείνην. Επειδή δε είχον αλιεύσει αυτά από τον ποταμόν εκείνον, εις τον οποίον
είχε ρίψει το δακτυλίδιόν του ο Συμεών, Θεού ευδοκία, εις το οψάριον το οποίον
έλαβεν ο Συμεών να κόψη, βλέπει το δακτυλίδιόν του να είναι εις τα σπλάγχνα του
οψαρίου. Και τότε πλέον επίστευσεν εις την αλήθειαν ταύτην. Όθεν ανέμενε μετέπειτα
πότε να ιδή τον Χριστόν ως βρέφος και να τον δεχθή εις τας αγκάλας του. Όταν δε
εγήρασε και δεν ηδύνατο πλέον να περιπατή, τόσον ώστε έφθασεν εις εκατόν δέκα
έτη και περισσότερον, τότε κατηξιώθη και είδεν εκείνον τον οποίον επεθύμει και
εζήτει η ψυχή του. Δια ποίου δε τρόπου εδέχθη τον Χριστόν εις τας αγκάλας του,
ας ακούσωμεν πως διαλαμβάνει το Θείον και Ιερόν Ευαγγέλιον. «Ότε επλήσθησαν αι
ημέραι του καθαρισμού αυτών κατά τον νόμον Μωϋσέως, ανήγαγον αυτόν εις
Ιεροσόλυμα παραστήσαι τω Κυρίω, καθώς γέγραπται εν νόμω Κυρίου, ότι, παν άρσεν
διανοίγον μήτραν, άγιον τω Κυρίω κληθήσεται· και του δούναι θυσίαν, κατά το
ειρημένον εν νόμω Κυρίου, ζεύγος τρυγόνων ή δύο νεοσσούς περιστερών». Ήκουσας
του Ευαγγελίου την ρήσιν, μάθε και την εξήγησιν. Όταν, λέγει, ετελείωσαν αι
ημέραι του καθαρισμού, επειδή ο Μωϋσής επρόσταξεν εις τον Νόμον, ότι πάσα γυνή,
ήτις ήθελε γεννήσει παιδίον, τεσσαράκοντα ημέρας να μη πλησιάση με τον άνδρα
της, εις Εκκλησίας να μην εισέλθη, εις Ιερόν να μην προσευχηθή. Τεσσαράκοντα δε
ήσαν αι ημέραι τεταγμέναι, ότι τεσσαράκοντα ημέρας έβρεχεν εις τον κατακλυσμόν
και δια τεσσαράκοντα πληγών εδέρετο ο άτιμος. Λέγει λοιπόν το Ιερόν Ευαγγέλιον·
όταν ετελείωσαν αι τεσσαράκοντα ημέραι, αίτινες ήσαν καθωρισμέναι υπό του Νόμου
(Λευίτ. ιβ : 2-4) δια τον καθαρισμόν της τεκούσης άρρεν γυναικός, τότε και η
Παναγία επήρε το Βρέφος Ιησούν και επήγεν εις τον ναόν, να εκπληρώση το
πρόσταγμα του Νόμου. Βεβαίως η Παναγία δεν είχε συλλάβει από άνδρα, ούτε δια
της αμαρτίας εγέννησε, δια να έχη και αυτή ανάγκην της τεσσαρακονθημέρου
καθάρσεως· διότι χωρίς το θέλημά της συνέλαβεν εκ Πνεύματος Αγίου. Οι Εβραίοι όμως
δεν εγνώριζον τούτο και αν επήγαινεν ενωρίτερα από τας τεσσαράκοντα ημέρας δεν
θα την άφηναν να εισέλθη εις τον Ιερόν. Δι’ αυτό, αλλά και δια να φανή ότι και
αυτή εφύλαττε τον Νόμον, έμεινεν εις τον οίκον της τας διατεταγμένας
τεσσαράκοντα ημέρας. Όταν λοιπόν ετελείωσαν, επήρε τον Χριστόν βρέφος να τον
υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα, να τον εισαγάγη εις τον Ναόν, επειδή είχον την
συνήθειαν και έβαζαν τα μικρά παιδιά μέσα εις την Εκκλησίαν και τα αφιέρωναν
εις τον Ιερόν, διότι ούτω έγραφεν ο Νόμος του Μωϋσέως· ότι έκαστον παιδίον, το
οποίον θα πρωτοανοίξη την μήτραν της μητρός του, είναι άγιον και χρισμένον παρά
Θεού. Ο λόγος αυτός, φαίνεται, ότι εκπληρούται εις έκαστον παιδίον το οποίον θα
πρωτογεννηθή, αλλά δεν εκπληρούται εις κάθε πρωτόγονον, ειμή μόνον εις τον Χριστόν
εξεπληρώθη αυτό· διότι πολλοί είναι πρωτόγονοι, αλλ’ όμως δεν είναι άγιοι. Ειπέ
εις ημάς και συ Μωϋσή, πως ορίζεις; Ο Κάϊν, όστις ήτο πρωτόγονος, ήτο άγιος;
Εκείνος, όστις εφόνευσε τον αδελφόν του Άβελ; Ο οποίος ελύπησε τον πατέρα του,
ο οποίος παρώργισε τον Θεόν, ο οποίος έλαβε κατάραν εκ Θεού; Αυτός ήτο Άγιος
και αφιερωμένος εις τον Θεόν; Μήπως ο Ησαύ, όστις ήτο και αυτός πρωτόγονος,
άγιος ήτο; Ο οποίος δι’ ένα πινάκιον φακής έδωσε τα πρωτεία του εις τον Ιακώβ;
Ο οποίος εζούσε με την μάχαιράν του; Ο οποίος από τας πολλάς πορνείας εις τας
οποίας είχε περιπέσει τον ωνόμασαν Εδώμ, ήτοι θερμασίαν της αμαρτίας; Μήπως ήτο
και αυτός άγιος; Μήπως ο Ρουβίμ, ο πρωτόγονος του Ιακώβ, ήτο άγιος, όστις
επώλησε τον αδελφόν του Ιωσήφ; Ο οποίος έπεσε με την παλλακίδα του πατρός του
την Βαλλάν; Ο οποίος εμίανε την κοίτην του πατρός του; Αυτός ήτο άγιος και
αφιερωμένος εις τον Θεόν; Αλλά πως λέγει ότι έκαστον άρρεν παιδίον, το οποίον
θα πρωτογεννηθή, είναι άγιον; Βλέπεις λοιπόν ότι δεν το λέγει δια κάθε παιδίον,
αλλά μόνον δια τον Χριστόν το είπεν; Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις τον λόγον μας.
Επειδή λοιπόν ήτο τεταγμένον υπό του Μωϋσέως να κάμνωσιν ούτως, επήγε και η
Παναγία εις το Ιερόν. Είχον δε και άλλην συνήθειαν, να πηγαίνουν εις το Ιερόν
και δύο τρυγόνας ή δύο περιστεράς· από άλλο γένος πτηνών δεν έπαιρναν, ειμή από
αυτά τα δύο, διότι αυτά είναι τα καθαρώτερα από όλα. Η τρυγών είναι κατά πολύ
σώφρων, όταν δε αποθάνη το εν εκ των δύο, το άλλο φεύγει εις τα όρη και εις την
ερημίαν, διότι δεν αγαπά την σύγχυσιν του κόσμου. Η περιστερά δε είναι και αυτή
κατά πολύ ακεραία, ήτοι άκακος και ήμερος, δι’ αυτό ορίζει και ο Κύριος εις το
Άγιον Ευαγγέλιον, ότι «Γίγνεσθε ουν φρόνιμοι ως οι όφεις και ακέραιοι ως αι
περιστεραί» (Ματθ. ι: 16), ήτοι ο όφις
έχει συνήθειαν, όταν τον κτυπώσι, αφήνει όλον το σώμα εκτεθειμένον εις κίνδυνον
θανάτου, μόνον δε την κεφαλήν του κρύπτει· ούτωφρόνιμοι πρέπει να είμεθα και
ημείς οι Χριστιανοί· τα πλούτη μας όλα, και το σώμα μας ακόμη να τα δίδωμεν εις
θάνατον δια την αγάπην του Χριστού, μόνον την πίστιν μας να φυλάττωμεν από όλα
περισσότερον. Να είμεθα δε επίσης ως αι περιστεραί, εις όλα άκακοι, να μη
κρατώμεν μίσος και έχθραν με Χριστιανόν τινα, ούτε να πονηρευώμεθα εις έκαστον
λόγον και να περιπίπτωμεν εις κακούς λογισμούς. Επειδή λοιπόν απ’ όλα τα πτηνά
η περιστερά είναι καθαρωτέρα και άκακος, δια τούτο επήγαιναν δύο περιστεράς ή
δύο τρυγόνας. Τι δε έκαμναν τα πτηνά αυτά; Λέγομεν εις τούτο ότι την μεν μίαν
τρυγόνα και την μίαν περιστεράν έσφαζον, τα δε άλλα δύο τα άφηναν πάλιν να
πετούν, όπου θέλουν· εσήμαινε δε τούτο, ότι ο Χριστός ήτο διπλούς την φύσιν·
Θεός και άνθρωπος· και η μεν ανθρωπότης του έπαθε και απέθανεν, η δε Θεότης του
έμεινεν απαθής, ασταύρωτος και αθάνατος. Αυτό εσήμαιναν τα δύο πτηνά εκείνα.
Ούτω λοιπόν κατά τον Νόμον έκαμε και η Παναγία, επήρε και αυτή δύο πτηνά, και
επήγεν εις το Ιερόν με τον Ιωσήφ τον νομιζόμενον ως άνδρα της. Ακούσατε δε πως
ορίζει εν συνεχεία το Άγιον Ευαγγέλιον. «Και ιδού ην άνθρωπος εν Ιεροσολύμοις ω
όνομα Συμεών, και ο άνθρωπος ούτος δίκαιος και ευλαβής, προσδεχόμενος
παράκλησιν του Ισραήλ και Πνεύμα ην Άγιον επ’ αυτόν· και ην αυτώ κεχρηματισμένον
υπό του Πνεύματος του Αγίου μη ιδείν θάνατον, πριν ή ίδη τον Χριστόν Κυρίου·
και ήλθεν εν τω Πνεύματι εις το Ιερόν». Εις την Ιερουσαλήμ, δηλαδή, ήτο
άνθρωπος τις, Συμεών το όνομά του, όστις ήτο δίκαιος και ευλαβής. Ακούσατε πως
ο Ευαγγελιστής Λουκάς μαρτυρεί τον Άγιον δίκαιον και ευλαβή; Πράγματι και ήτο,
ως το λέγει· διότι, αν δεν ήτο τοιούτος, δεν ήθελεν αξιωθή τοιούτου χαρίσματος.
Και συ, ω άνθρωπε, οίος δήποτε και αν είσαι, εάν θέλης να δεχθής τον Χριστόν,
όχι ως βρέφος, αλλ’ ως τέλειον, όχι σωματικώς, αλλά θεϊκώς, όχι εις τας
αγκάλας, αλλά εις την καρδίαν, γενού δίκαιος και ευλαβής, και φοβού τον Θεόν,
δια να αξιωθής και περισσοτέρου χαρίσματος. Πως δε να γίνης δίκαιος; Όχι μόνον
όταν σε βάλουν κριτήν και μοιραστήν, να κρίνης και μοιράσης το δίκαιον· αλλά
γνώριζε καλά, ότι η ψυχή του ανθρώπου λέγεται εικών και ομοίωσις του Θεού του
αοράτου, το δε σώμα είναι γη, και πάλιν εις την γην έρχεται. Επειδή λοιπόν η
ψυχή εικών του Θεού και ομοίωσις λέγεται, δια τούτο είναι τιμιωτέρα, το δε σώμα
είναι κατώτερον και υπόδουλον της ψυχής· και η μεν ψυχή ζητεί αείποτε τα
ουράνια και τας εντολάς του Θεού ζητεί πάντοτε να πράττη. Το δε σώμα, επειδή
από γην είναι, θέλει να πράττη τα έργα της γης, ήτοι να πολυκοιμάται, να
πολυτρώγη, να κυλίεται εις αμαρτίας και εις πάθη, να απολαμβάνη τους καρπούς
της αμαρτίας, να αρπάζη τα ξένα πράγματα, να πορνεύη και εν γένει να διαπράττη
όλα τα της γης έργα ή μάλλον του διαβόλου. Συ δε, ω άνθρωπε, ειπέ μοι· ποίον
είναι πρεπωδέστερον; Να ορίζη ο μεγαλύτερος ή ο μικρότερος; Να βασιλεύη ο
τιμιώτερος ή ο ατιμότερος; Ασφαλώς πρέπει να ορίζη ο πλέον δυνατός, πνευματικώς
και σωματικώς· ούτω είναι ανάγκη να άρχη και η ψυχή του σώματος, ως πλέον
τιμιωτέρα και ουχί το σώμα της ψυχής, και επομένως, όταν το σώμα κάμνη το
θέλημα της ψυχής, τότε ο τοιούτος άνθρωπος λέγεται δίκαιος· όταν το σώμα δεν
ποιή πλέον ουδέν κακόν αυτού θέλημα, τότε ο άνθρωπος ούτος γίνεται δίκαιος,
τότε αξιώνεται να δεχθή τον Χριστόν, όπως ακριβώς και ο Συμεών. «Και ο άνθρωπος
ούτος δίκαιος και ευλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν του Ισραήλ». Ο Συμεών,
δηλαδή, ανέμενε πότε να έλθη η παρηγορία του Ισραήλ. Ισραήλ ερμηνεύεται νους
ορών τον Θεόν· δι’ αυτό και όλοι ημείς όσοι επιστεύσαμεν εις τον Χριστόν
λεγόμεθα Ισραηλίται. Ανέμενε λοιπόν ο Συμεών πότε να έλθη η παρηγορία των
Χριστιανών, ο Χριστός, δια να ελευθερώση ημάς από τας αμαρτίας μας. Αυτό
προανήγγειλε και ο Πατριάρχης Ιακώβ, ειπών· «Ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα, και
ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως εάν έλθη τα αποκείμενα αυτώ, και Αυτός
προσδοκία εθνών» (Γεν. μθ: 10). Δηλαδή· δεν θα εκλείψη ο βασιλεύς από το γένος
του Ιούδα, έως ου να έλθη ο προσδοκώμενος και αυτός θα είναι προσδοκία των εθνών,
Αυτόν δηλαδή θα αναμένουν τα έθνη. Επληρώθη δε ο λόγος ούτος εις τον Χριστόν,
διότι οι Εβραίοι, έως ου εγεννήθη ο Χριστός, είχον βασιλείς, από τότε δε πλέον
δεν εβασίλευσεν εις αυτούς ουδείς βασιλεύς. Εκείνον λοιπόν προέλεγεν ο Ιακώβ
προσδοκίαν των εθνών. Αυτό ορίζει και ο Ευαγγελιστής «παράκλησιν του Ισραήλ»,
ώστε τον Χριστόν επερίμενε πότε να ιδή ο Συμεών. «Και Πνεύμα Άγιον ην επ’
Αυτόν», ορίζει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Επειδή δηλαδή ήτο δίκαιος και ευλαβής,
είχε και Πνεύμα Άγιον, ως το ορίζει ο Απόστολος Παύλος, λέγων ότι, «ει δε τις
Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστιν αυτού» (Ρωμ. η: 9). Όστις δηλαδή δεν
είναι άξιος να έχη Πνεύμα Άγιον, εκείνος δεν είναι του Χριστού· επειδή δε ο
Συμεών ήτο δούλος και άξιος υπηρέτης του Χριστού, είχε και Πνεύμα Άγιον. Και
πάλιν ο Προφήτης Δαυϊδ και ο υιός αυτού ο Σολομών λέγουσιν· «Αρχή σοφίας, φόβος
Κυρίου» (Ψαλμ. ρι: 10. Παρ. α:7. Παρ. θ: 10), όχι της σοφίας, άνθρωπε, μόνον
του κόσμου, της Ελληνικής και πεπλανημένης, αλλά της Θεϊκής· επειδή εάν έλεγον
δι’ εκείνην την σοφίαν των Ελλήνων θα εψεύδοντο. Πως θα εψεύδοντο; Ακούσατε.
Ποίος σοφός των Ελλήνων είχε φόβον Θεού; Δεν ήσαν ειδωλολάτραι; Ο Όμηρος ο
μέγας ποιητής, δεν λέγει· «Ζεύ κύδιστε, μέγιστε, κελαινεφές, αιθέρι ναίων»;
Μόνον τον Δία λοιπόν επικαλείται. Ο Ησίοδος
και αυτός δεν λέγει· «Ζεύς υψιβρεμέτης, ος υπέρτατα δώματα ναίει»; Ότι δηλαδή ο
Ζεύς ορίζει τας βροντάς; Οι φιλόσοφοι όλοι δεν ήσαν και αυτοί Έλληνες; Είχον
εκείνοι φόβον Θεού; Δια ποίαν σοφίαν λοιπόν λέγουν οι Προφήται; Ασφαλώς δια την
μίαν εκ των επτά Χαρίτων του Αγίου Πνεύματος· διότι επτά είναι τα Χαρίσματα του
Παναγίου Πνεύματος, ως λέγει ο Προφήτης Ησαϊας. Πνεύμα σοφίας πρώτον. Πνεύμα
συνέσεως δεύτερον. Πνεύμα γνώσεως τρίτον. Πνεύμα ευσεβείας τέταρτον. Πνεύμα
ισχύος πέμπτον. Πνεύμα βουλής έκτον. Πνεύμα φόβου Θεού έβδομον. Βλέπεις λοιπόν
ότι υψηλότερον είναι το Χάρισμα της σοφίας, και κατώτερον του φόβου Θεού; Και
ότι αυτά τα επτά Χαρίσματα είναι ως μία κλίμαξ; Εάν πρώτον δεν αποκτήσης φόβον
Θεού, σοφίαν δεν κερδίζεις, διότι ως λέγει και ο Προφήτης Σολομών· «Εις
κακότεχνον ψυχήν ουκ εισελεύσεται σοφία» (Σοφ. Σολ. α: 4) εάν δε και
εισελεύσεται, ταχέως εξελεύσεται. Τουτέστιν, εις καρδίαν αμαρτωλού ανθρώπου,
Θεός, Χάρις δηλαδή του Θεού, δεν εισέρχεται, εάν δε εισέλθη, ταχέως πάλιν
εξέρχεται. Επειδή λοιπόν ο Δίκαιος Συμεών ήτο ευλαβής και επειδή είχε φόβον
Θεού, είχε Πνεύμα Άγιον. Ας ακούσωμεν πάλιν το Ευαγγέλιον. «Και ην αυτώ
κεχρηματισμένον υπό του Πνεύματος του Αγίου μη ιδείν θάνατον, πριν ή ίδη τον
Χριστόν Κυρίου». Λέγει ο Προφήτης Αμώς εις αυτό· «Ου μη ποιήσει Κύριος ο Θεός
πράγμα, εάν μη αποκαλύψη παιδείαν προς τους δούλους Αυτού τους Προφήτας» (Αμ.
γ: 7). Ο Θεός, δηλαδή, δεν κάμνει τίποτε, εάν δεν δείξη πρώτον αυτό εις τους
Προφήτας του. Πως; Ακούσατε· ό,τι ηθέλησεν ο Κύριος να κάμη εις την γην, άπαντα
τα προείπον οι Προφήται· την Ανάστασιν ο Δαυϊδ· «Αναστήτω ο Θεός και
διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού» (Ψαλμ ξζ: 2), την Γέννησιν ο Ησαϊας· «Ιδού η
Παρθένος εν γαστρί λήψεται, και τέξεται υιόν» (Ησαϊας ζ: 14), την Βάπτισιν ο
Δαυϊδ· «ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω» (Ψαλμ. ριγ: 3), την Μεταμόρφωσιν ο
αυτός· «Θαβώρ και Ερμών εν τω ονόματί σου αγαλλιάσονται» (Ψαλμ. πη: 13), την
Ανάληψιν ο αυτός· «Ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ, Κύριος εν φωνή σάλπιγγος» (Ψαλμ.
μστ: 6). Και τι να λέγω περισσότερα; Ό,τι και αν έκαμεν ο Χριστός, όλα τα
προείπον οι Προφήται. Επειδή λοιπόν έμελλε να δεχθή ο Συμεών τον Χριστόν,
προείπε τούτο το Πνεύμα το Άγιον· ότι εάν δεν δεχθή εις τας αγκάλας του τον
Χριστόν Κυρίου, να μη γευθή θάνατον. Χριστός Κυρίου, ο Κύριος ημών Ιησούς
Χριστός ονομάζεται, ότι εχρίσθη υπό του Πατρός πνευματικώς με το έλαιον της
αγαλλιάσεως, καθώς το προφητεύει και ο Δαυϊδ λέγων· «Έχρισέ σε ο Θεός, ο Θεός
σου», δηλαδή ο Πατήρ με το Άγιον Πνεύμα «έλαιον αγαλλιάσεως παρά τους μετόχους
σου» (Ψαλμ. μδ: 8). Μέτοχοι του Χριστού είναι όσοι κάμνουν το θέλημά Του. Εν
συνεχεία λέγει ο Ευαγγελιστής· «Και ήλθεν εν τω Πνεύματι εις το Ιερόν». Ακούεις
πως συχνάκις αναφέρει το Πνεύμα το Άγιον; Τούτο κάμνει δια να μάθωμεν ότι μέγα
τι έμελλε να γίνη, δια τούτο το Άγιον Πνεύμα τον ωδήγησε να υπάγη εις το Ιερόν.
«Και εν τω εισαγαγείν τους γονείς το παιδίον Ιησούν, του ποιήσαι αυτούς κατά το
ειθισμένον του νόμου περί Αυτού, και αυτός εδέξατο Αυτόν εις τας αγκάλας αυτού
και ευλόγησε τον Θεόν και είπε· Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το
ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ο ητοίμασας κατά
πρόσωπον πάντων των λαών. Φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ».
Τουτέστιν, κατ’ εκείνον τον καιρόν επήγαν τον Χριστόν ως βρέφος μικρόν εις το
Ιερόν οι γονείς του. Γονείς όμως πολλούς ο Κύριος δεν είχεν, διατί λοιπόν λέγει
ο Ευαγγελιστής Λουκάς: «οι γονείς το παιδίον»; Ο Κύριος μόνον την Παναγίαν είχε
μητέρα. Ναι, ούτως έχει η αλήθεια, αλλ’ επειδή κατά το φαινόμενον ο Ιωσήφ
ενομίζετο πατήρ του Χριστού, δια τούτο και ο Ευαγγελιστής λέγει «οι γονείς το
παιδίον». Όταν λοιπόν επήγαν τον Χριστόν βρέφος μικρόν εις το Ιερόν οι γονείς
του, ούτος ο Συμεών τον εδέχθη εις τας αγκάλας του και είπε· «Νυν απολύεις τον
δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το
σωτήριόν σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών· φως εις αποκάλυψιν
εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ». Δηλαδή· τώρα με ελευθέρωσες, Δέσποτα, από την
σύγχυσιν του κόσμου και από τους πειρασμούς αυτού· ας αποθάνω λοιπόν με ειρήνην
να ελευθερωθώ από το γήρας, και από τον πεπλανημένον τούτον κόσμον· «Ότι είδον
οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου». Το καλόν δηλαδή όπου έκαμες εις όλους τους
ανθρώπους, τους δούλους σου. Τοιούτον έργον έκαμες, Χριστέ μου, ώστε φως
φανερόν έγινεν εις όλα τα έθνη το φως σου· και δόξα έγινε το έργον σου εις όλον
τον λαόν σου, τον Ισραήλ, εις όσους δηλαδή επίστευσαν πρότερον εις τους
Προφήτας και εις όσους θέλουν τώρα πιστεύσει εις Σε. «Και ην Ιωσήφ και η μήτηρ
αυτού θαυμάζοντες επί τοις λαλουμένοις περί Αυτού· και ευλόγησεν αυτούς Συμεών
και είπε προς Μαριάμ την μητέρα Αυτού· Ιδού Ούτος κείται εις πτώσιν και
ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγόμενον». Δηλαδή ούτος ο
Υιός σου είναι εις πτώσιν και έγερσιν πολλών, και σημείον, το οποίον πολλοί θα
εναντιούνται. Πως; Άκουσον· οι Εβραίοι ήσαν, κατ’ αρχάς, πεπλανημένος και
δεδιωγμένος λαός από το πρόσωπον του Θεού· κατόπιν ήλθεν ο Προφήτης Μωϋσής και
ήγειρεν αυτούς από την πλάνην δια θαυμάτων, δια λόγων, δια διδαχών, δια του
Νόμου, και δια των προφητειών· τώρα δε πάλιν όπου εσαρκώθη ο Θεός Λόγος, αυτοί
θέλουσι ξεπέσει, διότι δεν θέλουσιν ακούσει το κήρυγμά Του. Τα δε έθνη, τα
οποία θέλουσι πιστεύσει εις τον Χριστόν, θέλουσιν εγερθή από τας αμαρτίας των,
από την πλάνην, από την ειδωλολατρίαν, από το σκότος το ελληνικόν. Από τον
τόπον του Άδου θέλουσιν υψωθή εις την Βασιλείαν των ουρανών, θέλουσι φωτισθή με
το φως της Θεογνωσίας, θέλουσι καθαρισθή με το Βάπτισμα του Υιού σου, ω Παναγία·
θέλουσι μισήσει τα Ελληνικά σεβάσματα και θέλουσι δράμει εις την νέαν ευσέβειαν·
τότε λοιπόν αυτοί θέλουσιν αναστηθή. Οι δε Εβραίοι μέλλει να τον καταφρονήσουν,
εφ’ όσον θα τον ονομάσουν Σαμαρείτην και δαιμονισμένον, εφ’ όσον θα τον
σταυρώσουν, θα τον εμπτύσουν, θα τον υβρίσουν και θα τον θανατώσουν· δικαίως
λοιπόν θέλουσιν εκπέσει από την πρώτην των χάριν. «Ιδού ούτος κείται εις πτώσιν
και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγόμενον». Σημείον
αντιλεγόμενον, τον Χριστόν και τον Σταυρόν ονομάζει ο Συμεών. Τον Χριστόν μεν,
διότι κατά τον καιρόν της σταυρώσεως πολλοί εσκανδαλίσθησαν. Πέτρος ο Απόστολος
τον ηρνήθη, οι άλλοι μαθηταί του έφυγαν· οι Εβραίοι μη γνωρίζοντες ότι αυτός
είναι Θεός τον ερράπιζαν λέγοντες προς αυτόν· «Προφήτευσον ημίν, Χριστέ, τις
εστιν ο παίσας σε»; (Ματθ. κστ: 68). Άλλοι τον ωνείδιζον και έλεγον· «Άλλους
έσωσες από κακόν και τον εαυτόν σου δεν δύνασαι να σώσης; Δεν πιστεύομεν ότι
είσαι Θεός· αν είσαι Υιός του Θεού, κατέβα από τον Σταυρόν, να ίδωμεν και να
πιστεύσωμεν». Άλλοι ομοίως τον ωνείδιζον και έλεγον· «Ω, συ όπου είπες ότι θα
κρημνίσης τον Ναόν και εις τρεις ημέρας θα τον εγείρης, λύτρωσε τώρα τον εαυτόν
σου από τον θάνατον. Δια την αιτίαν αυτήν ο Δίκαιος Συμεών σημείον
εναντιούμενον ωνόμασε τον Χριστόν. Τον δε Σταυρόν ούτως ωνόμασεν ο Συμεών,
επειδή πολλοί άπιστοι εναντιώθησαν εις τα έργα και τα θαύματα του Τιμίου
Σταυρού. Δια τούτο ο θείος Παύλος ο Απόστολος έλεγεν· «Επειδή και Ιουδαίοι
σημείον αιτούσι και Έλληνες σοφίαν ζητούσι» (Α΄ Κορ. α: 22). Και αληθώς, οι μεν
Εβραίοι ζητούσι να ίδωσι σημείον το οποίον να κάμη ο Σταυρός, οι δε Έλληνες
ζητούσι λόγους φιλοσοφικούς· «ημείς δε κηρύττομεν Χριστόν εσταυρωμένον,
Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν» (Α΄ Κορ. α: 23). Οι μεν Ιουδαίοι έχουσι τον Σταυρόν
δια σκάνδαλον, οι δε Έλληνες δια μωρίαν και αγνωσίαν· βλέπεις ότι και ο
Απόστολος Παύλος σκάνδαλον ονομάζει τον Σταυρόν; Μάθε τούτο και από
παραδείγματα ευαγγελικά και προφητικά. Επήγαν οι Εβραίοι και εζητούσαν από τον
Χριστόν να κάμη θαύμα, να ίδωσι σημείον και λέγει προς αυτούς ο Κύριος· «Η
γενεά αύτη, γενεά πονηρά εστι· σημείον ζητεί και σημείον ου δοθήσεται αυτή, ειμή
το σημείον Ιωνά του Προφήτου» (Λουκ. ια:
29), «ώσπερ γαρ εγένετο Ιωνάς ο Προφήτης εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας
και τρεις νύκτας, ούτως έσται και ο Υιός του ανθρώπου εν τη καρδία της γης
τρεις ημέρας και τρεις νύκτας» (Ματθ. ιβ: 40). Δηλαδή η γενεά των Εβραίων είναι
γενεά πονηρά και κακή· ζητεί να ίδη σημείον και δεν θέλει ίδει τοιούτον, ειμή
μόνον το σημείον Ιονά του Προφήτου· όπως εκείνος έκαμε τρεις νύκτας και τρεις
ημέρας εις την κοιλίαν του κήτους, ούτω θέλει κάμει και ο Υιός του ανθρώπου δηλαδή
ο Χριστός. Σημείον αυτού ο Χριστός, τον Σταυρόν του ονομάζει. Λέγει δε ο
Προφήτης Ιεζεκιήλ και τούτο, όταν δια θείας οράσεως είδε τους Αγγέλους να
κόπτουν τους ανθρώπους, ήκουσε φωνήν από του Θεού λέγουσαν· «Μη φείδεσθε τοις
οφθαλμοίς υμών και μη ελεήσητε πρεσβύτερον, και νεανίσκον· και παρθένον και
νήπια και γυναίκας αποκτείνατε εις εξάλειψιν, επί δε πάντας εφ’ ους έστι το
σημείον μη εγγίσητε» (Ιεζ. θ: 5-6). Ο Προφήτης ούτος Ιεζεκιήλ έβλεπε τότε δια
θείας οράσεως, ως είπομεν, την μέλλουσαν παρουσίαν του Χριστού και πως οι
Άγγελοι ετιμωρούσαν τους κολασμένους και αμαρτωλούς ανθρώπους· ο δε Χριστός
έλεγε προς αυτούς· «όλους τους αμαρτωλούς τιμωρήσατε και γέροντας και νέους και
παρθένους και παιδία και γυναίκας, όλους να τους κολάσετε· όσοι δε εξ αυτών
έχουσι τον Σταυρόν εις το μέτωπον αυτών μη τους τιμωρήσητε, διότι είναι
Χριστιανοί και δούλοι μου». Βλέπεις πως και ο Προφήτης Ιεζεκιήλ σημείον
ονομάζει τον Σταυρόν; Δια τούτο λοιπόν έλεγε και ο Θεοδόχος Συμεών· «και εις
σημείον αντιλεγόμενον». Έπειτα εστράφη προς την Παρθένον και λέγει: «Και σου δε
αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία, όπως αν αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών
διαλογισμοί». Τουτέστι ξίφος δίστομον θα εισέλθη εις την καρδίαν σου, Παρθένε.
Ποίον ονομάζει ξίφος δίστομον; Ακούσατε· την λύπην και την οδύνην, την οποίαν
είχεν η καρδία της, όταν είδε τον Χριστόν εις τον Σταυρόν· όταν τον είδε γυμνόν·
όταν τον είδε νεκρόν· την λύπην και την οδύνην αυτήν ξίφος δίστομον ονομάζει ο
Συμεών· διότι αν και Θεός ήτο ο Υιός της· αν και εγνώριζεν η Παναγία, τότε εις
το Πάθος του Χριστού, ότι πάλιν θέλει αναστηθή ο Υιός της, αλλ’ όμως, ως μήτηρ
όπου ήτο, πρέπον ήτο α δακρύση, να θρηνήση, να κλαύση τον ηγαπημένον της Υιόν.
Τώρα όμως εις την Υπαπαντήν δεν εγνώριζεν η Παναγία ότι θέλει πάθει ο Χριστός·
δια τούτο, ως μήτηρ, έλεγε προς τον Συμεών: «Τι είναι αυτά όπου λέγεις, Συμεών;
Εγώ θέλω λυπηθή ποτέ, όπου με χαράν τον συνέλαβα, με χαράν τον εγέννησα, και με
χαράν τον ανατρέφω; Εγώ θέλω λυπηθή, απ’ αυτόν, αφού αυτός είναι η χαρά και η
αγαλλίασις του κόσμου όλου; Εγώ, η Παρθένος, θέλω λυπηθή, όπου λύπην εις την
Γέννησίν του δεν είχα; Αν δε ελυπήθην, όταν εφεύγαμεν δια την Αίγυπτον, και
πάλιν όμως εχάρην, όταν είδα το θαύμα, να πίπτουν τα είδωλα της Αιγύπτου. Πως
λοιπόν λέγεις, ότι θέλει εισέλθει ξίφος δίστομον εις την καρδίαν μου»; Αλλά
πάλιν ο Συμεών είπε προς αυτήν· «Κυρία Παρθένε, υπερβολική δόξα, δια σε, θα
είναι να ονομάζεσαι Μήτηρ Αυτού του παιδίου· υπερβολική δόξα, δια σε, θα είναι
να γίνης βασίλισσα του κόσμου και Μήτηρ του Θεού· όταν όμως τον ιδής, πως θέλει
γίνει, τότε θέλεις ενθυμηθή τους λόγους μου· τότε θέλεις κλαίει και θρηνεί δι’
Αυτόν, τότε θέλει εισ’ελθει εις την καρδίαν σου η ρομφαία, περί της οποίας σου
ομιλώ, Παναγία Παρθένε». Το δε, «όπως αν αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών
διαλογισμοί», σημαίνει ότι, όταν σταυρωθή ο Υιός σου, όταν εμπτυσθή, όταν
ραπισθή, όταν κριθή, όταν τέλος θανατωθή, τότε θέλουσι φανή ποίοι είναι με τον
Χριστόν και ποίοι είναι με τους Εβραίους. Ο Ιούδας μεν, όστις θα είναι μαθητής
του, θα γίνη προδότης και εχθρός· ο ληστής δε, ο αμαρτωλός και ξένος του Θεού,
θέλει γίνει κληρονόμος της Βασιλείας του Υιού σου, με ένα, «Μνήσθητί μου,
Κύριε, εν τη Βασιλεία σου». Τότε θέλουσι δειχθή ποίοι τον αγαπούν· καθώς ο
Πέτρος, όστις μέλλει να τον αρνηθή και ο οποίος προηγουμένως θέλει λέγει ότι θα
αποθάνη με τον Υιόν σου. Παύλος, ο κατά την αρχήν διώκτης, θέλει γίνει άξιος
Απόστολος του Ευαγγελίου του Υιού σου· τότε θέλει φανή ενός εκάστου ο λογισμός·
τότε θέλουν ξεσκεπασθή αι καρδίαι όλων. Και όχι μόνον τότε, αλλά και μετά
ταύτα, όταν θέλουσι βασιλεύει οι Έλληνες, οι ειδωλολάτραι και ασεβέστατοι
βασιλείς· όταν ο κίνδυνος πλησιάση τους Χριστιανούς, όταν θέλουν βιάζει τους
Χριστιανούς οι βασιλείς να γίνουν ειδωλολάτραι, τότε θέλει δειχθή ενός εκάστου
η αγάπη προς τον Υιόν σου· όταν θα υποβάλλωνται εις τα Μαρτύρια οι Απόστολοι
του Χριστού και οι Μάρτυρες και όταν θα βασανίζωνται από τους απίστους, τότε
θέλουσι ξεσκεπασθή, από πολλάς καρδίας, διαλογισμοί. «Και ην Άννα Προφήτις,
θυγάτηρ Φανουήλ, εκ φυλής Ασήρ· αύτη προβεβηκυία εν ημέραις πολλαίς, ζήσασα έτη
μετά ανδρός επτά από της παρθενίας αυτής, και αυτή χήρα ως ετών ογδοήκοντα
τεσσάρων, η ουκ αφίστατο από του Ιερού νηστείαις και δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα
και ημέραν». Εις το Ιερόν δηλαδή εκείνο, όπου επήγαν τον Χριστόν ως βρέφος, ήτο
μία γυναίκα Άννα το όνομά της και Προφήτις, θυγάτηρ του Φανουήλ, από την φυλήν
του Ασήρ, γεγηρακυία εις την ηλικίαν· είχε δε ποτε και άνδρα και έκαμε μετ’
αυτού επτά μόνον χρόνους· τότε δε ήτο χήρα, ως ογδοήκοντα τεσσάρων χρόνων, ποτέ
δε από το Ιερόν δεν έλειπεν, αλλά ήτο πάντοτε εκεί και ενήστευε και εδέετο και
ελάτρευε τον Θεόν, νύκτα και ημέραν. Πως όμως λέγεις, Ευαγγελιστά Λουκά, ότι η
Άννα ήτο Προφήτις; Πότε προεφήτευσε και περί τίνος; Ηκούσαμεν Προφήτας, αλλά
Προφήτιδας δεν ηκούσαμεν· έπειτα και τι προεφήτευσε και την λέγεις Προφήτιν;
Ναι, Προφήτις ήτο, και θέλεις ακούσει κατωτέρω τι λόγους και τι προφητείας είπε
δια τον Χριστόν, όπου εάν δεν ήτο Προφήτις τοιούτους λόγους δεν ήθελεν ειπεί.
Και πρώτον· πόθεν εγνώριζεν ότι το βρέφος εκείνο ήτο Θεός, εάν δεν είχε Πνεύμα
Άγιον; Αύτη, λέγει ο Ευαγγελιστής, ήτο θυγάτηρ του Φανουήλ δια να μη ακούης
Άννα μόνον και νομίζης ότι δι’ άλλην Άνναν λέγει· διότι τον καιρόν εκείνον ήσαν
και άλλαι γυναίκες ονομαζόμεναι Άνναι, δια τούτο είπεν ο Ευαγγελιστής και τίνος
θυγάτηρ ήτο η Άννα. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και από ποίαν φυλήν ήτο λέγει,
ήτοι από την φυλήν Ασήρ. Ο Ασήρ αυτός ήτο υιός του Ιακώβ, του υιού Ισαάκ, διότι
ο Ιακώβ απέκτησε δώδεκα υιούς· τον Ρουβίμ, τον Συμεών, τον Λευϊ, και τον Ιούδαν
τους έκαμεν από την Λείαν την μεγαλυτέραν θυγατέρα του Λάβαν· τον Δαν και τον
Νεφθαλείμ, τους έκαμεν από την Βαλλάν, παιδίσκην (θεραπαινίδα) της Ραχήλ· τον
Γαδ και τον Ασήρ, τους έκαμεν από την Ζελφάν, την παιδίσκην (θεραπαινίδα) της
Λείας, τον Ισάχαρ και τον Ζαβουλών, τους έκαμε και αυτούς από την Λείαν· και
τέλος τον Ιωσήφ και τον Βενιαμίν, τους έκαμεν από την Ραχήλ· ώστε ο Ασήρ αυτός,
από του οποίου την φυλήν ήτο η Άννα, ήτο υιός όγδοος του Ιακώβ από την
θεραπαινίδα της γυναικός του της Λείας, την Ζελφάν. Αλλ’ ας έλθωμεν εις την
εξήγησιν του Ευαγγελίου. «Αύτη προβεβηκυία εν ημέραις πολλαίς». Αρκετήν έννοιαν
έχει ο λόγος ούτος· όχι ότι ήτο γερόντισσα μόνον εις τους χρόνους, αλλά και εις
τα θεάρεστα και άγια έργα·γερόντισσα ήτο εις το σώμα, αλλά νέα εις την ψυχήν·
παλαιά εις τας ημέρας, αλλά νέα εις τον Νόμον του Χριστού· όχι δε μόνον
γερόντισσα εις το σώμα, αλλά και εις τον Νόμον τον Μωσαϊκόν· νέα ήτο εις την
Χάριν, διότι εις τον καιρόν του γήρατός της επρωτοφάνη ο Χριστός σωματικώς.
Αύτη αληθώς ωμοίασε με την ερημικωτάτην τρυγόνα και παρθένον· διότι, αφού
απέθανεν ο ανήρ της, πλέον δεν υπανδρεύθη, δεν ηθέλησε να πάρη άλλον, εκτός του
πρώτου ανδρός της. Μόνον δε επτά χρόνους έζησε μετά του ανδρός της, τους δε
άλλους διήλθε με παρθενίαν και σωφροσύνην, έως ου έγινεν ογδοήκοντα τεσσάρων
ετών· επροσπέρασεν η Άννα τους χρόνους του κόπου, καθώς λέγει ο Προφήτης Δαυϊδ·
«Αι ημέραι των ετών ημών εν αυτοίς εβδομήκοντα έτη· εάν δε εν δυναστείαις,
ογδοήκοντα έτη και το πλείον αυτών κόπος και πόνος» (Ψαλμ. πη΄ 10). Εις
τοιούτους χρόνους ήτο η Άννα, αλλά δεν έλειπεν από το Ιερόν νηστεύουσα και
δεομένη και λατρεύουσα τον Θεόν νύκτα και ημέραν. Ακούσατε γυναίκες και
παρθενεύετε· ακούσατε γυναίκες και μιμηθήτε την σωφρονεστάτην Άνναν, μάθετε πως
αύτη ήτο γερόντισσα και όμως δεν έλειπεν από το Ιερόν· γερόντισσα ήτο, αλλά
ενήστευε, προσηύχετο, εδέετο και ελάτρευε τον Θεόν νύκτα και ημέραν. Που είναι
αι θεομισείς εκείναι γραίαι, αι οποίαι ασχολούνται με μαγικά και ξόρκια και
διαφόρους μαντείας να ακούσωσι; Δεν ήτο τοιαύτη, έξω του Θεού η μακαρία Άννα.
Εβραία ήτο, πριν του Χριστού έζη, αλλά τοιαύτα πονηρά και θεομισή έργα δεν
έκαμνε. Υπάρχουν και σήμερον γερόντισσαί τινες, Χριστιαναί κατά το όνομα, αι
οποίαι επιδίδονται εις τοιαύτα μυσαρά έργα, μαγγανείας, γοητείας,
χειρομαντείας, αστρομαντείας, καφεμαντείας, δεσίματα και μύρια άλλα τεχνάσματα,
τα οποία καθυποβάλλει εις την εσκοτισμένην αυτών διάνοιαν ο πονηρός δαίμων.
Ειπέτε μοι όμως τι έργα είναι αυτά και τα τούτων όμοια; Δαιμονικά βεβαίως έργα
είναι και έξω της δόξης του Θεού· ευρήματα του διαβόλου, δια των οποίων πλανά
τους δυστυχείς ανθρώπους. Συ που πράττεις αυτά, ειπέ μου, Θεός είσαι και
δύνασαι να ιατρεύσης ασθενή; Πόθεν επήρες την Χάριν; Από την παρθενίαν ή από
την νηστείαν σου; Από την καθαρότητά σου, ή από την αγιότητά σου; Πόθεν λοιπόν
απέκτησες την Χάριν αυτήν; Δεν βλέπεις ότι κανένα έργον σου δεν είναι του Θεού,
ούτε συ είσαι του Θεού; Τι δύνασαι να κάμης συ, μία αμαρτωλή γυναίκα, όπου έως
χθες, ίσως και σήμερον, έκαμνες αμαρτίαν; Πάντες γνωρίζομεν ότι, ή από αγιότητα
ή από αναξιότητα κάμνει τις τας ιατρείας. Και συ λοιπόν, εάν μεν λέγης ότι
είσαι αγία και καλή, αλλοίμονον εις σε, αυτή και μόνον η υπερηφάνειά σου είναι
αρκετή να σε καταδικάση και μόνον κατά το φαινόμενον είσαι Χριστιανή· ειπέ μοι·
τι αγιότητα έχεις; Πότε έκαμες σαράντα χρόνους εις την έρημον, δια να
θαυματουργής ωσάν τους Ασκητάς; Πότε ενήστευσες τεσσαράκοντα ημέρας σωστάς να
μη φάγης τίποτε, δια να ιατρεύης και συ, καθώς οι παλαιοί Άγιοι; Πότε
εμαρτύρησες δια την αγάπην του Χριστού, δια να ιατρεύης καθώς οι Μάρτυρες;
Εκάης ποτέ δια τον Χριστόν; Ενήστευσες ποτέ; Επαρθένευσες εις όλην σου την
ζωήν; Έκαμες ελεημοσύνην τον πλούτον σου όλον; Από ποίον λοιπόν καλόν και θείον
έργον σου θαυματουργείς; Εάν πάλιν λέγης ότι αμαρτωλή είσαι, γνώρισε ότι
δαιμονικόν έργον πράττεις. Ίσως θέλεις ειπεί πως εις όποιον κάμω τα μαγικά μου
τεχνάσματα εγείρεται από την ασθένειάν του. Ειπέ μου συ, όπου πράττεις αυτά,
πιστεύεις ότι η ζωή του ανθρώπου είναι όλη εις τας χείρας και εις τον ορισμόν
του Θεού; Ή δεν το πιστεύεις αυτό; Και εάν μεν δεν πιστεύης, ούτε λέγεις, ότι η
ζωή του ανθρώπου είναι εις τον ορισμόν του Θεού, συ Χριστιανή δεν είσαι, αλλά
ούτε άνθρωπος, ούτε δαίμονας. Τα έθνη όλα μαρτυρούσιν, ότι ο Θεός ορίζει την
ζωήν των ανθρώπων· οι δαίμονες το ομολογούσιν, ότι αυτή είναι η αλήθεια· ο
κόσμος όλος το γνωρίζει και συ λέγεις ασεβέστατη, ότι δεν είναι εις το θέλημα
του Θεού η ζωή του ανθρώπου; Εάν πάλιν λέγης ότι εις τον ορισμόν του Θεού είναι
η ζωή του ανθρώπου, τότε πως λέγεις ότι τον ιατρεύεις συ με την μαγγανείαν σου;
Δύνασαι συ, όταν είναι ορισμός του Θεού να αποθάνη ο άνθρωπος, να τον κάμης να
μην αποθάνη; Εάν είναι να θεραπευθή, θεραπεύεται και χωρίς την μαγγανείαν σου·
εάν δε είναι να αποθάνη ο άνθρωπος εκείνος, εις τίποτε δεν δύνασαι να τον
βοηθήσης. Τι δύναται να κάμη ένα κομμάτι σχοινί κανάβινον, ή νερόν, ή
μαυρομάνικον μαχαίρι, ή τεμάχιον ενδύματος ή και οία δήποτε άλλη ενέργεια
δαιμονική, από αυτάς όπου κάμετε σεις οι γόητες και πλάνοι; Δύνανται αυτά να
ωφελήσωσι τον ασθενή; Ο δαίμων, θέλων να κάμη τους ανθρώπους να πιστεύουν εις
αυτά, πολλάκις φαίνεται ότι κάμνει ιατρείαν εις τους ασθενημένους. Ίσως θέλεις
ειπεί: τι κακόν κάμνω όταν εξορκίζω; Εγώ το όνομα του Χριστού, της Παναγίας,
των Αγίων Αναργύρων και άλλων Αγίων ονόματα αναφέρω εις τους εξορκισμούς μου·
βλάπτουσιν οι Άγιοι, ή τα ονόματά των, όταν τα αναφέρω εκεί που εξορκίζω;
Άκουσον, γύναι. Ο ψαράς, όταν θέλη να υπάγη εις την θάλασσαν να ψαρεύση, δεν
ρίπτει το άγκιστρόν του γυμνόν εις την θάλασσαν, διότι όταν τα οψάρια ιδούν
γυμνόν το σίδερον φεύγουν· δι’ αυτό βάζει δόλωμα εις το άγκιστρον. Ούτω και ο
διάβολος, δια να δελεάζη και να εξαπατά τους ανθρώπους, αναφέρει τα ονόματα των
Αγίων· διότι εάν ανέφερε δαιμονικά ονόματα, κανείς Χριστιανός δεν θα εδέχετο να
του κάμωσι μαγικά ή εξορκισμούς ή μαγγανείας ή γοητείας ή όπως αλλέως και αν
ονομάζουν τα δαιμονικά αυτά τεχνάσματα. Άπρεπον πράγμα είναι η ποικιλώνυμος και
πολυειδής μαγεία, ευλογημένοι Χριστιανοί. Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις το θείον και
ιερόν Ευαγγέλιον, δια να γνωρίσωμεν πως η σωφρονεστάτη Άννα από την καθαρότητά
της και την νηστείαν της ηξιώθη να προφητεύση και ποίους προφητικούς λόγους
είπε, και πως εγνώρισεν ότι το θείον εκείνο Βρέφος ήτο Θεός δια το οποίον και
την ονομάζει ο Ευαγγελιστής Προφήτιν. «Και αύτη αυτή τη ώρα επιστάσα
ανθωμολογείτο τω Κυρίω και ελάλει περί Αυτού πάσι τοις προσδεχομένοις λύτρωσιν
εν Ιερουσαλήμ». Η Άννα δηλαδή, η χήρα εκείνη, κατ’ αυτήν ταύτην την στιγμήν
κατά την οποίαν ο ευλαβής Συμεών εδέχθη τον Χριστόν ως Βρέφος εις τας αγκάλας
του, αύτη εστάθη και ελάλησε προς τον Κύριον και προς όσους ευρέθησαν εκεί και
ανέμενον να ακούσουν λόγον τινά δια την σωτηρίαν των, μεγάλα και παράδοξα
πράγματα. Δια να διηγηθώμεν λεπτομερώς εκείνα τα οποία έλεγεν εκεί η Άννα
έχομεν ανάγκην χρόνου πολλού· πλην μόνον ολίγα τινά να είπωμεν εν συντομία.
«Βλέπετε, έλεγεν, ω άνθρωποι, όπου ευρέθητε εδώ σήμερον; Τούτο το μικρόν Βρέφος
εστερέωσε τον Ουρανόν και την γην· τούτο το μικρόν Βρέφος είναι ο Ποιητής του
Κόσμου όλου. Βλέπετε το μικρόν Βρέφος αυτό; Αυτό έκαμε τους Αγγέλους· αυτό
έκαμε τον αέρα, δια να αναπνέωμεν· αυτό έκαμε τον αιθέρα, δια να θερμαινώμεθα·
αυτό προσέταξε και έγινε το ύδωρ, δια να πίνωμεν ημείς· αυτό ώρισε και στέκει η
γη επάνω εις το ύδωρ· αυτό προσέταξε και έγιναν δένδρα, ξύλα καρποφόρα και
άκαρπα· ζώα, κήτη εις την θάλασσαν, τετράποδα και ερπετά εις την γην, πετεινά
εις τον αέρα και εν συντομία αυτό είναι ο Ποιητής του κόσμου όλου· αυτό έπλασε
και τον πρώτον άνθρωπον, τον Αδάμ· αυτό το Βρέφος έδωκεν εις αυτόν πνοήν και
ψυχήν ζώσαν· αυτό και τους Προπάτορας ημών εδικαίωσε· αυτό τον Αβραάμ ηύξησε·
αυτό τον Ισαάκ επλήθυνεν· αυτό τον Ιακώβ επλάτυνεν· αυτό εφύλαξε τον Μωϋσήν από
τας χείρας του Φαραώ· αυτό έδειξε θαύματα· αυτό έσχισε την θάλασσαν, αυτό
κατεπόντισε τους Αιγυπτίους τους εχθρούς μας». «Βλέπετε, ω άνθρωποι, το μικρόν
αυτό Βρέφος, το οποίον βαστά ο Συμεών εις τας αγκάλας του; Αυτό ηλευθέρωσε τους
πατέρας ημών από την δουλείαν της Αυγύπτου· αυτό τους διεπέρασεν από την
Ερυθράν θάλασσαν· αυτό τους εφώτιζε την νύκτα και επεριπατούσαν· αυτό τους εσκίαζε
την ημέραν με νέφος και δεν εκαίοντο· αυτό τους έθρεψε τεσσαράκοντα χρόνους εις
την έρημον· αυτό τους διεφύλαξεν ατρώτους από τους εχθρούς των, αυτό ανέβλυσεν
ύδωρ από την ακρότομον πέτραν· αυτό εγλύκανε το ύδωρ της Μερράς, όπερ ήτο
πικρόν· αυτού του Βρέφους η δύναμις εφόνευσε τους εναντίους του Μωϋσέως
βασιλείς· αυτού η δύναμις εκρήμνισε τα τείχη της Ιεριχούς· αυτό το Βρέφος
ενεδυνάμωσε τον Ιησούν του Ναυή· αυτό το Βρέφος συνέτριψε φρούρια οχυρά και
βασιλείας κραταιάς· αυτό το Βρέφος έφερε τους πατέρας ημών εις την Γην ταύτην
της Επαγγελίας· αυτό έδιωξε τα έθνη τα οποία ήσαν πρότερον εδώ και εγκατέστησε
τους προπάτορας ημών». «Το Βρέφος αυτό εφύλαξε τους Τρεις Παίδας από την φλόγα
της καμίνου· αυτό το Βρέφος, το μικρόν, ελύτρωσε τον Δανιήλ από τα στόματα των
λεόντων· αυτό ύψωσε το γένος μας· αυτό εμεγάλυνε το πλήθος των Ιουδαίων· αυτό
και δια την σωτηρία μας κατήλθεν εκ των ουρανών και ενεδύθη σάρκα εκ της Αγίας
αυτής Παρθένου· αυτό το Βρέφος, το οποίον φέρει ο Συμεών εις τας αγκάλας του,
αυτό, ο ουρανός όλος και η γη όλη δεν δύναται να χωρέση, αλλ’ αυτό εχωρήθη εις
την κοιλίαν αυτής της Παρθένου Μητρός του δια τας ιδικάς μας αμαρτίας. Αυτό το
Βρέφος υμνούσιν οι Άγγελοι, αυτό δοξάζουσιν οι Αρχάγγελοι, αυτό το Βρέφος λατρεύουσι
τα Χερουβίμ, τα Σεραφίμ, οι Θρόνοι, αι Κυριότητες, αι Εξουσίαι, αι Αρχαί, αι
Δυνάμεις· αυτό και ημείς ας προσκυνήσωμεν· αυτό και ημείς ας δοξάσωμεν ως Θεόν
αληθινόν. Ούτοι είναι οι λόγοι της σωφρονεστάτης Άννης· αύται αι προφητείαι την
ωνόμασαν Προφήτιν· δια τούτους τους λόγους ο Ευαγγελιστής Λουκάς ονομάζει
Προφήτιν την Άνναν αυτήν. Και ο μεν λόγος περί της Άννης ας έχη τέλος, ας
είπωμεν δε και το επίλοιπον του θείου και ιερού Ευαγγελίου. «Και ως ετέλεσαν
άπαντα τα κατά τον νόμον Κυρίου, επέστρεψαν εις την Γαλιλαίαν, εις την πόλιν
αυτών Ναζαρέτ. Το δε παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο Πνεύματι, πληρούμενον
σοφίας, και χάρις Θεού ην επ’ αυτό». Έως εδώ είναι το σημερινόν Ευαγγέλιον,
ερμηνεύεται δε ως εξής· ως ετελειώθησαν όλα όσα επρόσταζεν ο Νόμος, επέστρεψαν
εις την πατρίδα των, την πόλιν της Γαλιλαίας Ναζαρέτ. Το δε παιδίον, δηλαδή ο
Χριστός, ηύξανε και ενεδυναμούτο εν Πνεύματι Αγίω και επληρούτο σοφίας και
Χάρις Θεού ήτο επ’ αυτό. Ποία δε ήσαν τα υπό του Νόμου προστασσόμενα; Να
υπάγωσι δύο περιστεράς ή τρυγόνας εις τον Ναόν, και να λάβη ο ιερεύς το παιδίον
εις τας χείρας του, να το εισαγάγη εις το Ιερόν και να το αφιερώση εις τον
Ναόν. Ποία δε ήτο η Γαλιλαία και η Ναζαρέτ; Γαλιλαία ωνομάζετο κατά την εποχήν
του Χριστού η βορείως της Σαμαρείας χώρα της Παλαιστίνης, η κατοικουμένη από
τας φυλάς Νεφθαλείμ, Ασήρ, Ζαβουλών και Ισσάχαρ, εχωρίζετο δε εις Άνω και Κάτω
Γαλιλαίαν· η δε Ναζαρέτ ήτο μικρά και ασήμαντος πόλις της Γαλιλαίας, εις την
οποίαν ανετράφη ο Χριστός και εκ της οποίας ωνομάσθη Ναζωραίος, καθώς
προεφήτευσαν οι Προφήται, κατά την μαρτυρίαν του θείου Ευαγγελιστού Ματθαίου
λέγοντος· «Ναζωραίος κληθήσεται» (Ματθ. β΄ 23). Επειδή δε γεωγραφικώς τα
Ιεροσόλυμα ευρίσκονται εις θέσιν υψηλοτέραν από την της Ναζαρέτ, δια τούτο ο
Ευαγγελιστής Λουκάς λέγει εις την αρχήν του σημερινού Ευαγγελίου· «ανήγαγον
αυτόν εις τα Ιεροσόλυμα», δηλαδή ανεβίβασαν τον Χριστόν εις τα Ιεροσόλυμα, ως
Βρέφος μικρόν όπου ήτο τότε. Αλλά πως λέγεις Ευαγγελιστά· «το δε παιδίον ηύξανε
και εκραταιούτο Πνεύματι πληρούμενον σοφίας και χάρις Θεού ην επ’ αυτό»; Αυτός
ήτο Θεός, αυτός ήτο σοφία, αυτός ήτο το φως και η αλήθεια, καθώς ο ίδιος περί
εαυτού λέγει· «Εγώ ειμί το φως του κόσμου» (Ιωάν. η΄ 12), «Εγώ ειμι η οδός και
η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάν. ιδ΄ 6). Αφού λοιπόν αυτός ήτο η σοφία, καθώς τούτο
και ο θείος Παύλος επιβεβαιοί λέγων· «εν Χριστώ Ιησού, ος εγενήθη ημίν σοφία
από Θεού» (Α΄ Κορ. α΄ 30), αφού αυτός ήτο τέλειος και υπερτέλειος, πως συ
λέγεις ότι ηύξανε και ενεδυναμούτο Πνεύματι και επληρούτο σοφίας; Περί την
ερμηνείαν του ρητού αυτού πολλαί αιρέσεις έγιναν, ευλογημένοι Χριστιανοί, και
μάλιστα των Αρειανών· αλλά προσέξατε να εννοήσητε την αλήθειαν. Ο Χριστός Θεός
αληθινός ήτο, αλλά επειδή έγινεν άνθρωπος και ενεδύθη σάρκα καθώς ημείς, έπρεπε
και ως άνθρωπος να αναπτύσσεται ολίγον κατ’ ολίγον· διότι εάν δεν ανεπτύσσετο
ολίγον κατ’ ολίγον θα είχον οι αιρετικοί αφορμήν να λέγουν, ότι δεν έγινεν
άνθρωπος κατ’ αλήθειαν, αλλά κατά φαντασίαν· θέλω λοιπόν να είπω ότι ούτε ο
Ευαγγελιστής σφάλλει, διότι αληθώς ηύξανε το παιδίον, αλλά ως άνθρωπος, όχι ως
Θεός· επειδή η Θεότης ούτε αυξάνεται, ούτε ελαττούται. Ο Χριστός δεν
ανεπτύσσετο ως Θεός, επειδή η Θεότης ούτε μήκος έχει, ούτε πλάτος, ολυτε βάθος,
ούτε αυξάνει από ολίγον εις πολύ, διότι είναι τελεία εις όλα και ουδέν ελλιπές
έχει εν εαυτή. Κατά το ανθρώπινον λοιπόν λέγει ο θείος Ευαγγελιστής Λουκάς, ότι
ηύξανεν ο Χριστός. Σοφίαν δε λέγει, όχι την ευτελή των ανθρώπων, αλλά την θείαν
σοφίαν την οποίαν είχεν έμψυχον ο Χριστός, επειδή ο Χριστός από ανθρώπους
σοφίαν και γνώσιν δεν εχρειάζετο, εφ’ όσον αυτός ήτο η αυτοσοφία. Τι θέλει
λοιπόν να δείξη εις ημάς ο Ευαγγελιστής με τον λόγον αυτόν; Θέλει να μας είπη
ότι όσον ηύξανε κατά το σώμα, επί τοσούτον εφαίνετο ότι ηύξανε και η σοφία και
η γνώσις αυτού, διότι ο Χριστός ακολουθών την περί των παιδίων αντίληψιν των
ανθρώπων, απεκάλυπτεν ολίγον κατ’ ολίγον την εις αυτόν ενοικούσαν θείαν σοφίαν.
Ιδού λοιπόν, ευλογημένοι Χριστιανοί, όσα ήσαν αρμόζοντα περί της Αγίας εορτής,
ως ηδυνήθημεν, ερμηνεύσαμεν εις την αγάπην σας. Όθεν ας προσπαθήσωμεν του
λοιπού να διορθώσωμεν ο καθείς τον εαυτόν του· και τας μεν αμαρτίας να
μισήσωμεν, τας δε αρετάς να αγαπήσωμεν· ας μη φαινώμεθα αχάριστοι και αγνώμονες
προς τον ευεργέτην μας Θεόν. Αυτός Θεός ήτο και κατεδέχθη τόσα δια τας αμαρτίας
τας ιδικάς μας, ημείς δε καθ’ εκάστην ημέραν και ώραν τον καταπικραίνομεν, τον
λυπούμεν, τον υβρίζομεν, καταφρονούμεν τους λόγους του και καταπατούμεν τα
προστάγματα του Ευαγγελίου του. Είπατέ μοι· εάν ήτο κάποιος βασιλεύς, όστις
επολέμησε και εκινδύνευσε να χάση την βασιλείαν του δι’ αγάπην ενός δούλου του,
αγωνιζόμενος πώς να τιμήση αυτόν, έπειτα ο δούλος εκείνος, αντί να ευχαριστή
τον βασιλέα όπου τον ετίμησε, τον ονειδίζει και τον υβρίζει και δεν έχει
ουδεμίαν ευγνωμοσύνην προς αυτόν, άραγε τι κακόν πρέπει να πάθη ο κακός δούλος
εκείνος; Άλλο δεν του αξίζει, ειμή να κερδήση δικαίως τον θάνατον. Τούτο,
αδελφοί, συμβαίνει και εις ημάς τους αχαρίστους ανθρώπους, τους Χριστιανούς.
Θεός ήτο και Βασιλεύς όλου του κόσμου ο Χριστός· οι Άγγελοι τον υμνούσαν· οι
Αρχάγγελοι τον εδοξολογούσαν· παν γένος ανθρώπων ως Θεόν τον επροσκυνούσαν·
αλλά δια την ιδικήν μας σωτηρίαν, δια την ιδικήν μας τιμήν, δια το ιδικόν μας
καλόν, ήλθε και εσαρκώθη εκ της Αγίας Παρθένου και Παναχράντου Μαρίας, και
έγινεν άνθρωπος και ενεδύθη σάρκα και επείνασε και εδίψησε και όλα τα σωματικά
έλαβεν, εκτός του θυμού και της επιθυμίας· εδιώχθη από εχθρούς, ωνειδίσθη ως
ξένος, ερραπίθη, ενεπαίχθη, υβρίσθη, ενεπτύσθη· και όλας τας εξουθενώσεις και
ταπεινώσεις υπέμεινε, τέλος δε εσταυρώθη και απέθανε και ετάφη, μόνον δια την
ιδικήν μας σωτηρίαν. Ημείς δε, οι αγνώμονες και άθλιοι, ουδεμίαν ανταμοιβήν
αποδίδομεν προς Αυτόν, ουδέν καλόν του προσφέρομεν, δια τούτο θέλομεν
καταδικασθή εις την αιώνιον κόλασιν. Μη όμως ούτω πράττομεν, αδελφοί μου
Χριστιανοί· αλλά ας προσπαθήσωμεν, ας φροντίσωμεν, ας αγωνισθώμεν νύκτα και
ημέραν, ότι ο Θεός είναι εύσπλαγχνος και δέχεται τους μετανοούντας. Και ημείς
λοιπόν ας μετανοήσωμεν, ας κλαύσωμεν, ας θρηνήσωμεν δια τας πολλάς και μεγάλας
αμαρτίας μας, δια να μας λυπηθή και να μας ελεήση ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός,
ο μόνος αληθινός Θεός, ο συναϊδιος και συνάναρχος τω Πατρί· Ω πρέπει δόξα,
κράτος, τιμή και προσκύνησις, συν τω προανάρχω και αγεννήτω Πατρί και τω
εκπορευτώ και Παναγίω και ζωαρχικώ Πνεύματι, πάντοτε· και νυν και αεί και εις
τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου