Τη ΚΣΤ΄ (26η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου,
μνήμη της Αγίας ενδόξου Μεγαλομάρτυρος ΦΩΤΕΙΝΗΣ της Σαμαρείτιδος, εις την οποίαν
ωμίλησεν ο Χριστός εν τω φρέατι, και των συν αυτή (ήτοι των πέντε αυτής αδελφών
και των δύο αυτής υιών, και Σεβαστιανού του Δουκός).
Φωτεινή η Αγία του Χριστού Μεγαλομάρτυς είναι η Σαμαρείτις εκείνη περί
της οποίας διηγείται ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος εις το Ιερόν αυτού
Ευαγγέλιον, ότι συνωμίλησε με τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εις το φρέαρ του
Πατριάρχου Ιακώβ και επίστευσεν εις αυτόν. Αύτη η μακαρία, μετά την εις
ουρανούς Ανάληψιν του Κυρίου και την του Αγίου Πνεύματος κατάβασιν εις τους
θείους Αποστόλους κατά την ημέραν της Πεντηκοστής, εβαπτίσθη υπό των Αποστόλων
μετά των δύο υιών της και των πέντε αδελφών αυτής, οίτινες, όλοι ομού, αφού
ηκολούθησαν τους Αγίους Αποστόλους, εκήρυττον την πίστιν του Χριστού από τόπου
εις τόπον και από χώρας εις χώραν, επιστρέψαντες πολλούς ειδωλολάτρας από την
ασέβειαν εις την Ορθόδοξον του Χριστού Πίστιν. Κατά δε τας ημέρας του
ασεβεστάτου βασιλέως της Ρώμης Νέρωνος (54-68) εκινήθη μέγας διωγμός εναντίον
των Χριστιανών και μετά το Μαρτύριον των Κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου,
εζητούσαν οι διώκται τους μαθητάς των και όλους εκείνους οι οποίοι επίστευον
εις τον Χριστόν, αγωνιζόμενοι, οι μάταιοι, να εξαλείψουν από τον κόσμον το
όνομα του Χριστού. Δεν ήξευραν όμως, οι ανόητοι, ότι όσον εκείνοι κατέτρεχον
την πίστιν του Χριστού, τόσον περισσότερον εστερεώνετο και επλατύνετο, διότι
είπεν ο Κύριος· «Πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ιστ: 18). Κατ’
εκείνον τον καιρόν η Αγία Φωτεινή μαζί με τον Ιωσήν, τον μικρότερον υιόν της,
ήτο εις την Καρθαγένην, πόλιν της Αφρικής και εκήρυττε μετά παρρησίας το
Ευαγγέλιον του Χριστού. Ο δε Βίκτωρ, ο μεγαλύτερος υιός της, ήτο στρατιώτης εις
το στράτευμα των Ρωμαίων και επειδή έκαμνε μεγάλας ανδραγαθίας και νίκας εις
τον πόλεμον, τον οποίον είχον οι Ρωμαίοι εναντίον των Αβάρων, οι οποίοι
κατέτρεχον τους τόπους των, ο βασιλεύς Νέρων τον έκαμε στρατηλάτην και μη
γνωρίζων, ότι ήτο Χριστιανός, τον έστειλεν εις την Ιταλίαν δια να τιμωρή όλους
τους εκεί ευρισκομένους Χριστιανούς. Ο
δε Σεβαστιανός, ο δούξ της Ιταλίας, ακούσας ταύτα, είπεν εις τον Βίκτωρα· «Εγώ
γνωρίζω πολύ καλά, στρατηλάτα, ότι συ είσαι Χριστιανός· ομοίως η μήτηρ σου και
ο αδελφός σου Ιωσής είναι Χριστιανοί και ακόλουθοι του Αποστόλου Πέτρου· σε
συμβουλεύω όμως, δια να μη κινδυνεύση η ζωή σου, να κάμης εκείνο όπου σε
επρόσταξεν ο βασιλεύς, δηλαδή να τιμωρής τους Χριστιανούς». Ο στρατηλάτης
Βίκτωρ τότε του απεκρίθη· «Εγώ θέλω κάμει το θέλημα του επουρανίου και αθανάτου
Βασιλέως Χριστού, του αληθινού Θεού· την δε προσταγήν την οποίαν μου έδωκεν ο
βασιλεύς Νέρων, να τιμωρώ τους Χριστιανούς, ούτε καν να την ακούσω θέλω
τελείως, όχι να την εκτελέσω». Εις τους λόγους τούτους του Βίκτωρος απήντησεν ο
δούξ· «Εγώ σε συμβουλεύω, ως φίλον μου αληθινόν, εκείνο όπου σε συμφέρει·
διότι, εάν καθήσης εις το κριτήριον και εξετάσης να εύρης τους Χριστιανούς και
τους τιμωρήσης, και τον βασιλέα θέλεις ευχαριστήσει και τα χρήματα των
Χριστιανών θέλεις κερδήσει. Προς τούτοις δε σε συμβουλεύω να διαμηνύσης εις την
μητέρα σου και τον αδελφόν σου, να μη κηρύττουν παρρησία τον Χριστόν και να μη
διδάσκουν τους Έλληνας να αρνούνται την πάτριον θρησκείαν των, δια να μη τύχη
να κινδυνεύσης συ, εξ αιτίας εκείνων». Ο Βίκτωρ απήντησε· «Μη γένοιτο εις εμέ
να κάμω αυτά τα οποία μου λέγεις, να τιμωρήσω δηλαδή Χριστιανόν ή να πάρω
τίποτε από αυτόν, ή να συμβουλεύσω την μητέρα μου, ή τον αδελφόν μου να μη
κηρύττουν, ότι ο Χριστός είναι ο Θεός, αλλά και εγώ μάλιστα Χριστιανός είμαι
και θέλω γίνει κήρυξ του Χριστού, καθώς είναι και εκείνοι, και ας ίδωμεν τι
κακόν μέλλει να γίνη». Ο δε δούξ είπεν· «Εγώ, αδελφέ, σε συμβουλεύω εκείνα τα
οποία σε συμφέρουν και συ στοχάσου τι πρόκειται να κάμης». Μόλις είπε ταύτα ο
δουξ παρευθύς ετυφλώθη και πεσών κάτω εις την γην έμεινεν άφωνος από τους σφοδρούς
και δεινούς πόνους των οφθαλμών του. Εγείραντες δε αυτόν οι εκεί παρεστώτες τον
έβαλαν εις μίαν κλίνην εις την οποίαν έμεινε τρεις ημέρας άφωνος, χωρίς να
δύναται καθόλου να ομιλήση, την δε τετάρτην ημέραν εφώναξε μεγαλοφώνως, λέγων·
«Εις είναι ο Θεός, ο Θεός των Χριστιανών». Ελθών δε πλησίον του ο Βίκτωρ του
είπε· «Διατί ούτω έξαφνα ήλλαξες την γνώμην σου, Σεβαστιανέ;» Και ο δουξ του
απήντησε: «Διότι με προσκαλεί ο Χριστός, γλυκύτατέ μου Βίκτωρ». Ευθύς τότε ο
Σεβαστιανός κατηχήθη από τον Βίκτωρα εις την πίστιν του Χριστού και εβαπτίσθη,
μόλις δε εβγήκεν από την αγίαν κολυμβήθραν, πάραυτα έλαβε το φως των οφθαλμών
του και εδόξασε τον Θεόν. Βλέποντες δε οι άλλοι ειδωλολάτραι το παράδοξον
εκείνο θαύμα, εφοβήθησαν μήπως επειδή δεν πιστεύουν πάθουν εκείνο το οποίον
έπαθεν ο δουξ και προσέτρεξαν όλοι εις τον Βίκτωρα, από τον οποίον,
κατηχηθέντες την πίστιν του Χριστού, εβαπτίσθησαν. Αφ’ ου επέρασεν ολίγος
καιρός, ηκούσθη τούτο εις την Ρώμην και έφθασεν εις τας ακοάς του Νέρωνος, ότι
ο Βίκτωρ ο στρατηλάτης της Ιταλίας και ο δουξ Σεβαστιανός κηρύττουν το κήρυγμα
του Πέτρου και του Παύλου και των λοιπών Αποστόλων και οδηγούν πολλούς Έλληνας
εις την πίστιν του Χριστού, η δε μήτηρ του στρατηλάτου Βίκτωρος Φωτεινή, ομού
με τον έτερον υιόν της Ιωσήν, αποσταλέντες από τους Αποστόλους εις την
Καρθαγένην, κάμνουν και αυτοί εκεί τα ίδια. Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς ήναψεν
όλος από θυμόν και έστειλεν ευθύς στρατιώτας εις την Ιταλίαν, δια να φέρουν εις
την Ρώμην όλους τους εκεί ευρισκομένους Χριστιανούς άνδρας και γυναίκας· αλλ’
εις τούτους εφάνη πρωτύτερα ο Κύριος, ειπών· «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες
και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς. Μη φοβείσθε, διότι εγώ είμαι μαζί σας
και θέλει νικηθή ο Νέρων ομού με τους συντρόφους του». Έπειτα είπε προς τον
Βίκτωρα· «Από τώρα και εις το εξής το όνομά σου θα είναι Φωτεινός· διότι δια
σου θέλουν φωτισθή πολλοί και θέλουν πιστεύσει εις εμέ· τον δε Σεβαστιανόν να
τον ενδυναμώσης εις το Μαρτύριον με τους λόγους σου και θέλει είναι μακάριος
και καλότυχος εκείνος ο οποίος θα αγωνισθή έως τέλους». Ταύτα αφού είπεν ο
Κύριος, ανέβη εις τους ουρανούς. Απεκαλύφθησαν δε και εις την Αγίαν Φωτεινήν
όλα εκείνα τα οποία έμελλον να συνβώσιν εις αυτήν· όθεν εκίνησεν από την
Καρθαγένην ομού με πλήθος Χριστιανών και επήγεν εις την Ρώμην· τότε εταράχθη
όλη η πόλις της Ρώμης, διηρωτώντο δε οι Ρωμαίοι λέγοντες· «Ποία είναι αυτή η
οποία ήλθεν εδώ με τόσον πλήθος»; Αλλ’ η Αγία Φωτεινή εκήρυττε με μεγάλην
παρρησίαν τον Χριστόν. Ήλθον δε τότε εις την Ρώμην και ο υιός της Αγίας
Φωτεινός μαζί με τον δούκα Σεβαστιανόν, συνοδευόμενοι από τους στρατιώτας τους
οποίους είχε στείλει ο βασιλεύς. Προλαβούσα δε η Αγία επήγεν εμπρός εις τον
Νέρωνα μαζί με τον υιόν της Ιωσήν και τους λοιπούς, τους οποίους βλέπων ο Νέρων
τους ηρώτησε· «Δια ποίαν αιτίαν ήλθετε προς ημάς»; Απεκρίθη η Αγία· «Ήλθαμεν
δια να σε διδάξωμεν να πιστεύσης εις τον Χριστόν». Κατ’ εκείνην την ώραν
ανήγγειλαν οι υπηρέται εις τον βασιλέα ότι ο δουξ Σεβαστιανός και ο Βίκτωρ ο
στρατηλάτης ήλθον από την Ιταλίαν· ο δε Νέρων είπε· «Ας έλθουν μέσα». Ότε δε
εκείνοι παρουσιάσθησαν εμπρός του, τους λέγει· «Τι ήκουσα δια σας»; Οι Άγιοι
του απήντησαν· «Όσα ήκουσας δι’ ημάς, ω βασιλεύ, όλα είναι αληθινά». Τότε ο
Νέρων, παρατηρών τους Μάρτυρας με βλέμμα άγριον, λέγει προς αυτούς: «Αρνείσθε
τον Χριστόν, ή θέλετε να αποθάνετε με κακόν θάνατον»; Οι δε Άγιοι υψώσαντες
τους οφθαλμούς των εις τον ουρανόν, είπον· «Μη γένοιτο ποτέ, Χριστέ Βασιλεύ, να
σε αρνηθώμεν και να αποχωρισθώμεν από την πίστιν σου και την αγάπην σου». Ο
Νέρων τους ηρώτησε· «Πως ονομάζεσθε»; Τότε απεκρίθη προς αυτόν η Αγία: «Εγώ
ωνομάσθην από τον Ιησούν Χριστόν, τον Θεόν μου, Φωτεινή· αι δε αδελφαί μου, η
πρώτη, η οποία εγεννήθη ύστερον από εμέ, καλείται Ανατολή· η Δευτέρα Φωτώ· η
Τρίτη Φωτίς· η Τετάρτη Παρασκευή και η Πέμπτη Κυριακή· εκ δε των υιών μου, ο μεν
πρώτος καλείται Βίκτωρ, επονομασθείς από τον Κύριόν μου Φωτεινός· ο δε δεύτερος
όστις είναι μαζί μου λέγεται Ιωσής». Και ο Νέρων τους λέγει: «Όλοι σας
συνεφωνήσατε να τιμωρηθήτε δια τον Ναζωραίον και να αποθάνετε δι’ αυτόν»;
Απεκρίθη τότε η Αγία Φωτεινή: «Ναι· όλοι μας, χαίροντες και αγαλλόμενοι,
αποθνήσκομεν δια την αγάπην του Κυρίου μας». Τότε επρόσταξεν ο τύραννος να
κατασυντριβούν οι αρμοί των χειρών των με σφαίρας σιδηράς. Αρπάσαντες δε τους
Αγίους οι υπηρέται του Νέρωνος τους έφεραν εις τον τόπον της βασάνου, εκεί δε,
αφού έβαλαν οι Άγιοι τας χείρας των επάνω εις το αμόνι, ήρχισαν οι φονείς
εκείνοι να τας κτυπούν με τας σφαίρας. Από την τρίτην ώραν της ημέρας έως την
έκτην ώραν ηλλάχθησαν τρεις φοράς εκείνοι οι οποίοι τους εκτύπων. Οι Μάρτυρες
όμως ουδόλως ησθάνοντο την τιμωρίαν των, ούτε αι χείρες των συνετρίβησαν
καθόλου. Τούτο ακούσας ο Νέρων εταράχθη δια το παράδοξον του θαύματος και
επρόσταξε να κοπούν αι χείρες των. Παρευθύς οι υπηρέται, αρπάσαντες την Αγίαν
Φωτεινήν και δέσαντες τας χείρας της, τας έβαλαν επάνω εις το αμόνι και
λαβόντες τας μαχαίρας των εκτυπούσαν με αυτάς πολλάκις επάνω εις τας χείρας
της, δεν κατώρθωσαν όμως τίποτε, ενώ παρελύθησαν εκείνοι οι οποίοι εκτύπων και
έπεσαν κάτω ως νεκροί, η δε Αγία διεφυλάχθη αβλαβής και ηυχαρίστει τον Θεόν,
λέγουσα· «Κύριος εμοί βοηθός και ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος» (Ψαλμ.
ριζ:6). Ήρχισε λοιπόν ο βασιλεύς να απορή και να διαλογίζηται τι να πράξη δια
να νικήση τους Μάρτυρας και να τους φέρη εις την γνώμην του· και τους μεν
άνδρας προστάζει να βάλουν μέσα εις σκοτεινήν φυλακήν, την δε Αγίαν Φωτεινήν
ομού με τας πέντε αδελφάς αυτής, να τας φέρουν μέσα εις το χρυσόν κουβούκλιον,
να ετοιμάσουν δε χρυσήν τράπεζαν και επτά θρόνους χρυσούς και χρώματα πολλά και
στολίδια χρυσά και φορέματα και ζώνας χρυσάς· έπειτα επρόσταξε και την θυγατέρα
του Δομνίναν να υπάγη και εκείνη εις το κουβούκλιον με όλας τας δουλευτρίας της
και να είναι μαζί με τας Αγίας, νομίζων, ο ματαιόφρων, ότι με αυτά τα δελεάσματα
θέλει μεταστρέψει την γνώμην αυτών· υπεσχέθη δε εις τας Αγίας ότι, εάν αρνηθώσι
τον Χριστόν, θέλει έχει αυτάς εις τοιαύτην περιποίησιν και εύνοιαν πάντοτε και
θέλει χαρίσει εις αυτάς όλα εκείνα, τα οποία ευρίσκοντο εκεί μέσα και άλλα
περισσότερα, θέλει δε τας αξιώσει μεγάλης δόξης και τιμής. Αλλ’ επλανήθη ο
δόλιος, διότι αι Άγιαι, ως ουρανόφρονες, κατεφρόνησαν όλα εκείνα ωσάν σκύβαλα
και δεν ήθελαν ούτε καν να τα βλέπουν. Όταν λοιπόν η Αγία Φωτεινή είδε την
Δομνίναν της είπε· «Χαίρε, η νύμφη του Κυρίου μου». Η δε Δομνίνα της απήντησε·
«Χαίροις και συ, κυρία μου, η λαμπάς του Χριστού». Ακούσασα η Αγία Φωτεινή την
Δομνίναν όπου είπε το όνομα του Χριστού, εχάρη πολύ και ευχαριστήσασα τον
Κύριον ενηγκαλίσθη αυτήν και την εφίλησεν· έπειτα την κατήχησεν εις την πίστιν
του Χριστού ομού με τας εκατόν δουλευτρίας της, και τας εβάπτισεν όλας, ωνόμασε
δε την Δομνίναν, Ανθούσαν· η δε μακαρία Ανθούσα επρόσταξε την μεγαλυτέραν από
τας εκατόν δουλευτρίας της Στεφανίδα να δώση εις τους πτωχούς όλα τα χρυσά
στολίδια και τα χρήματα, τα οποία ήσαν μέσα εις το χρυσόν κουβούκλιον. Μαθών
ταύτα ο Νέρων ανεστέναξεν εκ βάθους καρδίας και πολύ θυμωθείς επρόσταξεν ευθύς
να καύσουν μίαν κάμινον επί επτά ημέρας και να βάλουν μέσα εις αυτήν την
μακαρίαν Φωτεινήν με όλους τους συντρόφους της άνδρας και γυναίκας και να τους
αφήσουν μέσα εις αυτήν τρεις ημέρας. Αφού δε παρήλθον αι τρεις ημέραι, νομίζων
ο τύραννος, ότι κατεκάησαν οι Άγιοι από το πυρ, επρόσταξε να ανοίξουν την
κάμινον και εάν εύρουν εκεί τα οστά των Μαρτύρων να τα ρίψουν εις τον ποταμόν.
Ανοίξαντες δε οι στρατιώται την κάμινον εύρον όλους τους Αγίους σώους και
αβλαβείς, δοξάζοντας και ευλογούντας τον Θεόν. Τούτο το εξαίσιον ιδόντες
εκείνοι έμειναν εκστατικοί, θαυμάζοντες πως δεν τους ήγγισε καθόλου το πυρ·
καθώς δε ήκουσαν και είδαν τούτο το παράδοξον θαύμα όλοι οι κάτοικοι της Ρώμης
εθαύμασαν, δοξάζοντες και αυτοί τον Θεόν. Ακούσας ο τύραννος και τούτο το
θαύμα, επρόσταξε να ποτίσουν τους Αγίους θανατηφόρα δηλητήρια, προσεκλήθη δε
προς τούτο ο μάγος Λαμπάδιος, όστις κατεσκεύαζε τοιαύτα. Πρώτον λοιπόν έδωκεν
εκείνος το δηλητήριον εις την μακαρίαν Φωτεινήν· η οποία λαβούσα εις τας χείρας
της το δηλητηριώδες ποτόν, είπεν εις τον μάγον· «Δεν έπρεπεν ημείς να
κρατήσωμεν ουδόλως εις τας χείρας μας το παρασκεύασμά σου αυτό ούτε να το
πίωμεν, επειδή συ είσαι ακάθαρτος· αλλά δια να γνωρίσης συ, βασιλεύ, και αυτός
ο μάγος την δύναμιν του Χριστού μου, ιδού εγώ πρωτύτερα από τους άλλους πίνω
τούτο, εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και Θεού ημών, ύστερα δε ας
το πίουν και όλοι όσοι είναι μαζί με εμέ». Έπιον λοιπόν το δηλητήριον εκείνο
όλοι οι Μάρτυρες, με την βοήθειαν όμως του Χριστού έμειναν πάντες αβλαβείς,
ωσάν να μην είχον πίει τίποτε. Βλέπων τούτο ο μάγος εξεπλάγη και στραφείς προς
την Αγίαν Φωτεινήν είπεν· «Έχω κατεσκευασμένον και ένα άλλο δηλητήριον πολύ
δυνατώτερον και εάν πίετε και αυτό και δεν αποθάνετε παρευθύς, τότε θα πιστεύσω
και εγώ εις τον Θεόν σας». Αφού δε έφεραν αυτό, το έδωκεν εις τους Μάρτυρας και
αν και το έπιον όλοι, όμως δεν έπαθεν ουδείς ουδέν κακόν. Τούτο βλέπων ο μάγος
έμεινεν εκστατικός και συνάξας ευθύς όλα τα μαγικά βιβλία του τα έρριψεν εις το
πυρ και τα έκαυσε, πιστεύσας δε εις τον Χριστόν εβαπτίσθη, μετονομασθείς
Θεόκλητος. Μαθών τούτο ο βασιλεύς επρόσταξε τους στρατιώτας να τον συλλάβωσιν,
αρπάσαντες δε εκείνοι αυτόν εκ μέσου των Αγίων τον ωδήγησαν έξω από τα τείχη
της Ρώμης, και εκεί του έκοψαν την κεφαλήν με το ξίφος· ούτως έλαβε πριν από
τους άλλους τον στέφανον του Μαρτυρίου ο μακάριος Θεόκλητος. Τότε ο παράνομος
Νέρων επρόσταξε να κόψουν τα νεύρα όλων των Αγίων, αρχήν ποιούντες από της
Μεγαλομάρτυρος Φωτεινής. Καθ’ ον δε χρόνον οι στρατιώται έκοπταν τα νεύρα των
Μαρτύρων, εκείνοι εμυκτήριζαν και περιεγέλων τον βασιλέα και τους θεούς του, ως
αδυνάτους. Βλέπων δε ο τύραννος τους Μάρτυρας ότι δεν υπελόγιζαν παντελώς τα
βάσανα ταύτα, επρόσταξε να λυώσουν μολύβι και να το ανακατεύσωσιν ομού με
θειάφι και όταν κοχλάση να το χύσουν εντός του στόματος της πολυάθλου Φωτεινής
και εις τα νώτα των λοιπών Αγίων. Όταν δε οι υπηρέται εξετέλουν την προσταγήν
του βασιλέως και έχυναν εις τους Μάρτυρας το μολύβι, τότε οι Άγιοι, όλοι ομού,
ως εξ ενός στόματος εφώναξαν· «Ευχαριστούμεν σοι, Χριστέ ο Θεός ημών, ότι με
τον κοχλασμένον μόλυβδον εδρόσισας τας καρδίας μας, ωσάν να ήσαν διψασμέναι από
μεγάλην καύσιν». Ακούσας τούτο ο Νέρων εξεπλάγη και επρόσταξε να κρεμάσωσι τους
Αγίους και να τους ξέωσιν αλύπητα εις όλον το σώμα των, να τους καίωσι δε με
λαμπάδας αναμμένας· όσον όμως περισσότερον εβασανίζοντο οι Άγιοι, τόσον
περισσότερον ενεδυναμούντο από την θείαν Χάριν και εδόξαζον οι μακάριοι τον
Θεόν. Ο δε δείλαιος και μάταιος Νέρων, νομίζων ότι θα δυνηθή να νικήση τους
Μάρτυρας με τα βάσανα, επρόσταξε και ανέμιξαν στάκτην με όξος δριμύτατον και το
έχυσαν μέσα εις τους ρώθωνας των Μαρτύρων. Ούτοι δε οι μακάριοι έλεγον ότι το
αισθάνονται γλυκύτερον μέλιτος και κηρίου. Εθυμώθη τότε πολύ ο τύραννος και
επρόσταξε να τους τυφλώσουν, και να τους κλείσουν εις σκοτεινήν και βρωμεράν
φυλακήν, γεμάτην από δηλητηριώδεις όφεις. Τούτων δε ούτω γενομένων οι Άγιοι
ύμνουν και εδόξαζον τον Θεόν, τα δε δηλητηριώδη θηρία, τα οποία ήσαν εις την
φυλακήν, απενεκρώθησαν, η δυσωδία μετεβλήθη εις ευωδίαν ανείκαστον, το σκότος
έγινε φως υπέρλαμπρον και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, σταθείς εις το μέσον
των Αγίων, είπε προς αυτούς· «Ειρήνη υμίν». Έπειτα, κρατήσας από την χείρα την
μακαρίαν Φωτεινήν, την εσήκωσεν επάνω και είπε· «Χαίρετε πάντοτε, ότι εγώ είμαι
μαζί σας όλας τας ημέρας της ζωής σας». Παρευθύς δε με τον λόγον του Κυρίου
ανέβλεψαν και οι οφθαλμοί των Μαρτύρων, οίτινες ιδόντες τον Κύριον Τον
επροσκύνησαν, ευλογών δε ο Κύριος αυτούς είπεν· «Ανδρίζεσθε και ενδυναμούσθε».
Έπειτα ανέβη εις τους ουρανούς, ενώ από τα σώματα των Αγίων έπεσαν αι πληγαί
ωσάν λέπια και ιατρεύθησαν καθώς ήσαν και πρότερον. Ο δε θεόργιστος Νέρων
επρόσταξε να μείνουν οι Άγιοι μέσα εις την φυλακήν τρεις χρόνους, δια να ταλαιπωρηθούν
και να κακοπαθήσουν εκεί μέσα με κάθε είδους κακοπάθειαν, ούτως ώστε να
αποθάνουν με θάνατον φρικτόν. Μετά τους τρεις χρόνους, έχων ο βασιλεύς
κλεισμένον μέσα εις εκείνην την φυλακήν ένα υπηρέτην του, έστειλεν ανθρώπους
του δια να τον αποφυλακίσουν· όταν όμως επήγαν οι απεσταλμένοι εις την φυλακήν
δι’ αυτόν τον σκοπόν, είδαν τους Μάρτυρας ότι ήσαν υγιείς και ανέφεραν εις τον
βασιλέα, ότι οι Γαλιλαίοι, οι οποίοι ετυφλώθησαν, τώρα βλέπουν και είναι
υγιείς, η δε φυλακή είναι γεμάτη από φως και ευωδίαν άρρητον καταστάσα οίκος
άγιος, εις τον οποίον δοξολογείται ο Θεός των Χριστιανών, συντρέχουν δε εκεί
πλήθη ανθρώπων, οίτινες, πιστεύοντες εις τον Θεόν των, βαπτίζονται από αυτούς.
Ταύτα ακούσας ο Νέρων έγινεν έξω φρενών και αποστείλας στρατιώτας έφερε τους
Αγίους έμπροσθέν του λέγων· «Δεν σας επρόσταξα να μη κηρύττετε το όνομα του
Χριστού; Πως λοιπόν κηρύττετε μέσα εις την φυλακήν; Δια τούτο έχω να σας κάμω
πολλάς τιμωρίας». Οι Άγιοι του είπαν: «Ό,τι θέλεις κάμε· ημείς δεν θέλομεν
παύσει από του να κηρύττωμεν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν ως Θεόν αληθινόν
και ποιητήν του παντός». Ακούσας τούτο ο
τύραννος ήναψεν από θυμόν και επρόσταξε να σταυρώσουν τους Αγίους με την
κεφαλήν προς τα κάτω, να ξέουν δε τας σάρκας των τρεις ημέρας, έως ότου να
διαλυθούν αι αρμονίαι των. Αφού δε έκαμα τούτο οι θηριώδεις και απάνθρωποι
υπηρέται, τους άφησαν κρεμαμένους άλλας τέσσαρας ημέρας, ορίσαντες φύλακας δια
να τους φυλάττουν. Έπειτα επήγαν να ίδουν εάν έζων ακόμη και καθώς τους είδαν
κρεμαμένους, ευθύς ετυφλώθησαν. Άγγελος δε Κυρίου καταβάς εξ ουρανού έλυσε τους
Αγίους και ασπασάμενος αυτούς τους ιάτρευσεν από όλας τας πληγάς αυτών. Τότε η
Αγία Φωτεινή, ευσπλαγχνισθείσα δια την τύφλωσιν των υπηρετών, έκαμε προσευχήν
προς τον Θεόν δι’ αυτούς, ευθύς δε έλαβον πάλιν το φως των οφθαλμών των και
πιστεύσαντες εις τον Χριστόν εβαπτίσθησαν. Ταύτα μαθών ο τύραννος επρόσταξε να
εκδαρή το δέρμα της μακαρίας Φωτεινής· ενώ δε την εξέδερον έψαλλεν η Αγία το
«Κύριε, εδοκίμασάς με και έγνως με» (Ψαλμ. ρλη:1). Ότε δε εξέδειραν την Αγίαν του
Θεού Μεγαλομάρτυρα την έρριψαν εις εν ξηροπήγαδον, το δε δέρμα της έρριψαν εις
τον ποταμόν. Τους δε λοιπούς Αγίους Μάρτυρας, τον Σεβαστιανόν, τον Φωτεινόν και
τον Ιωσήν, κρατήσαντες, απέκοψαν τα παιδογόνα μόρια αυτών και τα έρριψαν εις
τους σκύλους· έπειτα εξέδειραν και αυτών τα δέρματα και τα έρριψαν εις τον
ποταμόν, αυτούς δε τους ησφάλισαν εντός παλαιού τινος λουτρού. Τας δε πέντε
αδελφάς της Αγίας Φωτεινής, αφού παρουσιάσθησαν έμπροσθέν του, επρόσταξε και
έκοψαν πρώτον τους μαστούς των, κατόπιν δε εξέδειραν τα δέρματά των. Ότε δε
επήγαν οι υπηρέται να εκδάρουν και την Αγίαν Φωτίδα, δεν κατεδέχθη αυτή να
κρατηθή από κανένα, αλλά μόνη εξέδερνε το δέρμα της σαρκός της με τοιαύτην
γενναιότητα και ανδρείαν, ώστε εθαύμασεν ο τύραννος δια την καρτεροψυχίαν της·
δια τούτο, ύστερα από αυτό το Μαρτύριον, εφεύρεν ο παγκάκιστος και άλλην
πανώδυνον και ολεθρίαν κατ’ αυτής τιμωρίαν· επρόσταξε δηλαδή και έκλιναν με
βίαν δύο κορυφάς δένδρων εντός του κήπου του, έδεσαν δε εις αυτάς τας δύο
κορυφάς την μακαρίαν Φωτίδα και έπειτα απέλυσαν συγχρόνως αυτάς. Όθεν
διεμοιράσθη η Αγία εις δύο μέρη, παραδώσασα ούτω την αγίαν ψυχήν της εις χείρας
Θεού. Τότε επρόσταξεν ο αλιτήριος Νέρων και απεκεφάλισαν και τους άλλους Αγίους
Μάρτυρας δια ξίφους. Ακολούθως ανέσυραν την μακαρίαν Φωτεινήν από το πηγάδι και
την έκλεισαν εις την φυλακήν. Αύτη δε, επειδή είχεν απομείνει μόνη και δεν
εστεφανώθη με τον στέφανον του Μαρτυρίου ομού με τους λοιπούς, ελυπείτο και
παρεκάλει περί τούτου τον Θεόν, όστις ενεφανίσθη εις αυτήν και σφραγίσας αυτήν
με το σημείον του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού τρεις φοράς, την ιάτρευσεν από
όλας τας πληγάς, ύστερα δε από πολλάς ημέρας, υμνούσα και ευλογούσα τον Θεόν,
αφήκεν εις χείρας Του την τιμίαν της ψυχήν. Ούτως απήλθον όλοι προς τον
ποθούμενον Θεόν, απολαβόντες την ουράνιον Βασιλείαν Αυτού, ης και ημείς ταις
αυτών πρεσβείαις αξιωθείημεν. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου