Βενδιμιανός
ο Όσιος Πατήρ ημών εγεννήθη εις την Μεγάλην Μυσίαν περί τα μέσα του Ε΄ αιώνος
εκ γονέων ευγενών και πλουσίων, εχρημάτισε δε μαθητής του Οσίου Αυξεντίου του
εν τω Βουνώ, μετά δε την κοίμησιν του Οσίου Αυξεντίου, ευρών πέτραν εσχισμένην,
έκτισεν εντός αυτής μικρόν κελλίον εις το οποίον υπέμεινεν έτη τεσσαράκοντα
δύο, ποιήσας μεγάλους αγώνας και νίκας κατά δαιμόνων. Ας ίδωμεν όμως τον
πλατύτερον Βίον του καθώς ευρήκαμεν τούτον εις παλαιόν τι σύγραμμα. Το έαρ
αγαπώσιν όλα τα πτηνά, αι μέλισσαι, τα αρνία και τα επίλοιπα ζώα εκ φύσεως,
διότι το έαρ είναι εις όλα γλυκύτατον· και τα μεν πετεινά του αέρος κελαδούσιν
ηδύτατα· αι δε μέλισσαι, εις διαφόρους λειμώνας περιπετώμεναι, επισυνάγουσι της
δρόσου το καθαρόν και κατασκευάζουσι το άριστον μέλι, με το οποίον γλυκαίνουσι
την γεύσιν ημών.
Όχι δε μόνον τα ζώα ανακαινίζονται, αλλά και οι άνθρωποι
αναζωογονούνται και χαίρουσιν. Καθώς λοιπόν το έαρ είναι δι’ όλα τα ζώα
γλυκύτατον, ούτως είναι και ο Βίος των μοναστών εις τους εναρέτους ηδύτατος,
επειδή συζηλώνουν και αυτοί των ομοίων τα ανδραγαθήματα και μιμούμενοι τα
πετεινά του αέρος εις το κελάδημα, άδουσι και αυτοί ψαλμικώς τα των Πατέρων
παλαίσματα· ομοίως μιμούνται και τας μελίσσας εις την εργασίαν, απανθιζόμενοι και
συνάγοντες τας δρόσους της ασκήσεως και τρεφόμενοι με τα διδάγματα των Οσίων,
ως αρνία πρώϊμα ανακαινίζονται και γίνονται εις το γήϊνον σώμα αντί άνθρωποι,
θεοί κατά Χάριν. Εν από τούτους είναι και ο μακέριος ούτος Βενδιμιανός, ο
σήμερον εορταζόμενος, του οποίου τον Βίον θέλομεν ιστορήσει ενταύθα με
βραχυλογίαν. Ούτος εγεννήθη εις την Μεγάλην Μυσίαν, ως είπομεν, ήτις ήτο και
τον παλαιόν καιρόν τιμωμένη από τους Έλληνας, καθώς και τώρα είναι πανταχού
σεβομένη δια το πιστόν και φιλόχριστον και την ενάρετον πολιτείαν των πολιτών
αυτής, των οποίων η φήμη των καλών έργων έφθασεν έως την Βρετανίαν και Ιταλίαν
και έως τας στήλας του Ηρακλέους. Δια να αποδείξη λοιπόν αληθή την καλήν αυτήν
φήμην η Μυσία εβλάστησε και τον καλόν τούτον Βενδιμιανόν, όστις τοσούτον επόθησε
την ακτημοσύνην από νεότητος, ώστε δεν απέκτησε χρυσόν ή άργυρον ή χαλκόν εις
την ζώνην αυτού, αλλά περιεπάτει μονοχίτων, χωρίς άλλο ένδυμα και ανυπόδητος·
και ούτε καν σακκούλι δεν εβάσταζε δια να βάζη τον άρτον του, κατά το
Δεσποτικόν προς τους Αποστόλους πρόσταγμα· καθώς δε ήτο το σώμα γεγυμνωμένον
έξωθεν, ούτως εγύμνωσε και την ψυχήν από όλα τα πάθη και τα γήϊνα φρονήματα·
δεν υπελόγιζε ποσώς τιμήν, ουδέ πλούτον· δεν εσυλλογίζετο το υψηλόν του γένους
του και την ευγένειαν, ούτε τα πολλά χρήματα και πράγματα, όπου είχον κινητά
και ακίνητα· αλλά τα εμίσησεν όλα ως σκύβαλα και μόνον τον Θεόν επόθησεν·
επεθύμει δε από μικρός να εύρη τόπον ήσυχον και ατάραχον, να συνομιλή με τον
ποθούμενον Χριστόν προσευχόμενος. Δια την αιτίαν ταύτην έφυγεν από την πατρίδα
του και επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν, δια να εύρη Μοναχόν τινα ενάρετον και
να υποταχθή εις αυτόν. Παρατηρών λοιπόν από λόφον τινά της πόλεως, είδε μακράν
απ’ εκεί όρος υψηλόν και υπέρνεφον και ερωτήσας τινάς, πως ωνομάζετο το όρος
εκείνο, του είπον ότι το έλεγον Βουνόν του Αυξεντίου. Ούτος δε ο Αυξέντιος ήτο
Άγιος άνθρωπος και ησκήτευεν εκεί επάνω χρόνους πολλούς· ήτο δε το όρος εκείνο
πολύ τραχύ και κρημνώδες, ανηφορικόν και εστερημένον από όλα τα βρώσιμα· μόνον
πέτραι ήσαν εκεί πολλαί και δένδρα υπέρπολλά· και, απλώς ειπείν, εις μεν τα
σωματικά ήτο πικρόν πολύ και ανώφελον, εις την ψυχήν όμως σωτηριώδες κατά πολύ
και γλυκύτατον· διότι τα κοπιαστικά και πικρά του σώματος δίδουν εις την ψυχήν
ηδονήν και απόλαυσιν, καθώς το λέγει ο μακάριος Παύλος· «Όταν ασθενώ εις την
σάρκα, τότε είμαι εις την ψυχήν υγιέστατος». Όταν λοιπόν ήκουσεν ο νέος, ότι το
όρος εκείνο ήτο στενόχωρον και εστερημένον πάσης σωματικής παρακλήσεως, εχάρη η
ψυχή του και ηγαλλίασε, διότι εύρε τόπον κατά τον πόθον του· όθεν έτρεξε προθύμως
εις αυτό, καθώς τρέχει προς την πηγήν η διψασμένη έλαφος. Ότε λοιπόν έφθασεν εις τον Όσιον Αυξέντιον,
έπεσεν εις τους πόδας αυτού, δεόμενος μετά δακρύων να τον κουρεύση ευθύς
Μοναχόν απόκρυφα, δια να μη το μάθουν οι συγγενείς του και τον εμποδίσωσιν. Ο
μέγας Αυξέντιος, βλέπων την υπερβολικήν ζέσιν του νέου, κατενόησε τον διακαή
και θερμότατον έρωτα, τον οποίον είχε προς τον Θεόν ο θεόπνευστος. Όθεν δεν
ημέλησε ποσώς ούτε παντελώς εδίστασε, γνωρίσας με τον διορατικόν του οφθαλμόν
την μέλλουσαν του νέου κατάστασιν, αλλά πρώτον μεν τον εδίδαξε και ικανώς τον
κατήχησεν, έπειτα δε τον εκούρευσε Μοναχόν και τόσον επρόκοψεν εις την υπακοήν
και τας λοιπάς αρετάς, ώστε έδιδε καθ’ εκάστην τον καρπόν αυτού, ως το εύκαρπον
δένδρον, το οποίον είναι φυτευμένον πλησίον του ύδατος. Εις ολίγον καιρόν
εκοιμήθη ο μέγας Αυξέντιος, αφήνων τον μακάριον Βενδιμιανόν κληρονόμον της
αρετής αυτού και υπογραμμόν της ασκήσεως. Ούτος έκτισε μόνος κελλίον πολλά
μικρόν, κάτωθεν της κέλλης του Γέροντος, εις το οποίον έκαμε χρόνους πέντε,
έχων τον νουν του προς τα ουράνια υψούμενον πάντοτε και προβλέπων, ως εις
καθρέπτην, το των Αγγέλων πολίτευμα και τους οποίους ηγωνίζετο να μιμήται, όσον
ηδύνατο, με τον ιδρώτα και αγώνα της πολλής ασκήσεως. Αλλ’ επειδή ο τόπος
εκείνος ήτο πολλά βλαβερός και στενόχωρος, εταλαιπωρείτο πολύ ο όσιος και ήτο
πολύ αδυνατισμένος από την τραχύτητα του τόπου και από την πολλήν νηστείαν και
κακοπάθειαν. Όθεν, μη υποφέρων, ο κοινός Πατήρ και Δεσπότης ημών Ιησούς Χριστός
να βλέπη τον δούλον του εις τόσην στενοχωρίαν και κάλωσιν, έτι δε και εις
υπέρμετρον άσκησιν, συγκατένευσεν ως ιατρός ευσπλαγχνικώτατος και ήλθεν εμφανώς
να επισκεφθή τον φίλον του. Φανείς λοιπόν εις αυτόν, τον επρόσταξε να αναβή εις
τον τόπον του μακαρίου Αυξεντίου, να μείνη εκεί έως το τέλος της ζωής του, να
κάμνη δε τον αγώνα του Γέροντος και όχι περισσότερον, δια την ασθένειαν της
φύσεως. Ταύτα εκέλευσεν ο Δεσπότης ημών δια δύο αιτίας· πρώτον δια να μη
απομείνη έρημος ο τόπος του Αυξεντίου επειδή κανείς δεν ευρίσκετο εκεί, και
δεύτερον δια να μη ταλαιπωρήται πολύ ο ηγαπημένος του με την κάτω στενοχωρίαν
και ξένην διαγωγήν και αποθάνη προώρως. Ανέβη λοιπόν ο Όσιος εις την κορυφήν
του όρους και ηγωνίζετο επιμελούμενος την ψαλμωδίαν και ακολουθίαν του. Αλλ’ ο
πονηρός και μισόκαλος διάβολος, μη υποφέρων να βλέπη τοιούτον φωστήρα της
οικουμένης λαμπρότατον, να φωτίζη όλην την γην με την συμβουλήν και πολιτείαν
του, με την οποίαν εξήγαγε πολλούς από την απώλειαν, εσύναξε νύκτα τινά όλους
τους υπηρέτας αυτού, δηλαδή τους άλλους δαίμονας, οίτινες μετεμορφώθησαν εις
αετούς και γύπας και κόρακας και όταν προσηύχετο ο Όσιος εφώναζαν αυτοί οι
κατάρατοι, δια να συγχίζουν την ησυχίαν του και δεν τον άφηναν να προσεύχηται·
αλλ’ όμως όσον εξέσχιζον τας θύρας και τους τοίχους με τους όνυχάς των και
μεγάλως εφώναζαν, τόσον εκείνος έψαλλε δυνατώτερα και περισσοτέραν ώραν εις
πείσμα των, έως ότου τους έκαμνε και έφευγαν, μη δυνάμενοι να λακτίζουν προς
κέντρα και να γράφωσι, κατά το ρητόν, εις την θάλασσαν. Αλλ’ ας αφήσωμεν τα
περί της ασκήσεως αυτού και υπέρ άνθρωπον διαγωγής και ας είπωμεν ολίγα τινά
περί της χάριτος, την οποίαν έλαβε και της διακρίσεως δια της οποίας προεφήτευε
τα μέλλοντα, διότι ζημία είναι δια τους φιλαρέτους άνδρας εάν σιωπήσωμεν. Είχε
και μαθητάς και συνεργάτας ο Όσιος και κάποτε δεν είχον άρτους παντελώς· όθεν
ελυπούντο πολύ και εθλίβοντο μη ηξεύροντες πώς να πορευθώσι και εγόγγυζον κατά
του Γέροντος, ώσπερ ποτέ οι Ισραηλίται κατελάλουν κατά του Μωϋσέως, οι
αχάριστοί. Ο Γέρων, βλέπων τους νέους κλονιζομένους από την πείναν, τους
εσυμπόνεσε και λέγει προς τον υποτακτικόν αυτού ο μακάριος· «Κατέβα από το όρος
να προϋπαντήσης τον άνθρωπον, όπου μας φέρνει άρτους να φάγωμεν προς
αυτάρκειαν». Τότε ο αδελφός ελησμόνησεν από την χαράν την πολλήν πείνα του και
κατελθών δρομαίος εύρεν (ω του θαύματος!) άνθρωπον, όστις εβαστούσε πολλούς
άρτους, τον οποίον ωδήγησεν εις το Μοναστήριον και έφερε προς τον Όσιον και
εξήγαγε τους άρτους διαμοιράσας εξ αυτών εις όλους τους πεινώντας. Ο Γέρων
έλεγε· «Λάβετε φάγετε, και τον Δεσπότην ευχαριστήσατε, όπου μας τρέφει τους
αχαρίστους ως ανεξίκακος»· οι δε έφαγον και προσεκύνησαν τον διδάσκαλον. Αλλά
ας είπωμεν και δεύτερον θαυμάσιον όμοιον του προτέρου θαύματος. Καιρόν τινα δεν
είχεν η Εκκλησία τελείως έλαιον· όθεν αφήκεν ο εκκλησιάρχης ερρυπωμένα και
άπλυτα τα κανδήλια· ερωτήσας δε αυτόν ο Όσιος διατί δεν επεμελείτο την
υπηρεσίαν του, να πλύνη τα αγγεία ως έπρεπεν, επειδή ήτο η ημέρα Σάββατον,
απεκρίθη, ότι επειδή δεν είχον ποσώς έλαιον, δεν υπήρχεν ανάγκη να πλύνωσι τας
κανδήλας ματαίως. Του λέγει ο Όσιος· «Συ κάμε επιμελώς την υπηρεσίαν σου και ο
Κύριος μας χαρίζει τα χρειαζόμενα». Ούτως είπε και βλέπων, ότι δεν είχον
προθυμίαν οι διακονούντες να κάμουν το προστασσόμενον, ωνείδισε την οκνηρίαν
και ανοησίαν των και την προς τον Δεσπότην απιστίαν των· οι δε ητοίμασαν τας λαμπάδας
και ηυτρέπισαν πάντα ως έπρεπε και τότε είπον προς αυτόν· «Ιδού, Πάτερ, το πυρ
και αι κανδήλαι έτοιμοι, αλλά που είναι το έλαιον»; Ο δε απεκρίνατο λέγων· «Ο
Κύριος θέλει μας πέμψει έλαιον ως πολυέλεος», και με τον λόγον το έργον εγένετο
και ήλθε την ώραν εκείνην εις άγνωστος άνθρωπος, τον οποίον άλλην φοράν δεν
είχον ίδει, με την σύζυγόν του και τα τέκνα του να τους ευλογήση ο Άγιος,
έφερον δε μεθ’ εαυτών ζώον φορτωμένον με έλαιον. Ευλογήσας λοιπόν αυτούς ο
μακάριος και διδάξας αυτούς προς ψυχικήν ωφέλειαν, εις ειρήνην απέλυσε· τους δε
μαθητάς του επαίδευσε, να μη φροντίζουν πλέον αυτοί δια τα χρειαζόμενα
πράγματα, αλλά να έχουν εις τον Θεόν τας ελπίδας των. Όχι δε μόνον της
προφητείας το χάρισμα είχεν ο Όσιος, αλλά και τους αρρώστους όλους ιάτρευε χαριστικώς
και μάλιστα τους υδρωπικούς και όσους είχον σπλήνα ευσπλαγχνίζετο και τους
εθεράπευε ταχιστα και απλώς ετέλεσε τόσα θαυμάσια όπου είναι αδύνατον να τα
γράφω πληρέστατα. Και απ’ αυτά τα ολίγα όπου είπομεν, ας εννοήση ο καθείς και
τα επίλοιπα· ημείς δε ας έλθωμεν εις την μακαρίαν αυτού μετάστασιν, να δώσωμεν
και τέλος της διηγήσεως. Επειδή από την γην ήτο γεννημένος ως άνθρωπος, ανάγκη
ήτο να αποδώση το οφειλόμενον κατά το «Γη ει και εις γην απελεύση» (Γεν. γ:
19). Λοιπόν ασθενήσας ολίγας ημέρας, ενουθέτησεν ικανώς τους μαθητάς και τους
εστερέωσε με το θεμέλιον της πίστεως· διότι εκτός των άλλων αρετών, είχε και
τον λόγον της σοφίας από την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος και διδάξας αυτούς να
έχουν την αγάπην εις αλλήλους και μάλιστα την ελεημοσύνην προς τους απόρους και
πένητας, εκλείσθη μέσα εις το κελλίον του, σφαλίσας και το παράθυρον. Οι δε
μαθηταί αυτού, οίτινες ήσαν τότε πολλοί, συνηγμάνοι προς ζήλον αυτού και
μίμησιν, εδίσταζον βλέποντες το ασύνηθες του πράγματος, ότι άλλην φοράν δεν το
έκαμε να εγκλεισθή τόσας ημέρας, αλλ’ έμενε μετ’ αυτών διδάσκων αυτούς τα θεία
προστάγματα. Τινές λοιπόν εδοκίμαζον να αφαιρέσουν τας σανίδας, δια να ίδωσι τι
έγινεν ο διδάσκαλος, οι δε επίλοιποι δεν άφηναν, μήπως και εσχόλαζεν εις
θεωρίαν ή προσευχήν και τον εμποδίσωσιν. Όταν όμως εβράδυνεν ακόμη
περισσότερον, τον εκάλουν με μικράν φωνήν τα τέκνα του, λέγοντα· «Διατί, Πάτερ,
δεν μας δείχνεις το φαιδρόν σου πρόσωπον να μας ειπής κατά το σύνηθες τα
μελίρρυτα λόγια; Δεν ηξεύρεις ότι με την ωραιότητα του προσώπου σου και με το
κάλλος των λόγων σου, κατά τον Δαυϊδ, περιζωννύμεθα δύναμιν και είμεθα
δεδεμένοι εις την πατρικήν αγάπην σου περισσότερον, παρά ο κισσός εις το
δένδρον; Δεν ηξεύρεις πως μένομεν εσκοτισμένοι, όταν δεν βλέπωμεν σε, τον
οφθαλμόν μας τον φαεινότατον; Άνοιξον εις ημάς την θύραν του ελέους σου·
λάλησον εις τα ώτα μας· στερέωσον εις την πέτραν τους πόδας μας και κατεύθυνον
τα διαβήματα των ηγαπημένων τέκνων σου». Αυτά και άλλα όμοια λέγοντες έχυναν
άμετρα δάκρυα, αλλ’ η σιωπή του εσκανδάλισεν αυτούς ακόμη περισσότερον και
εθρήνουν απαρηγόρητα, φοβούμενοι μήπως και ετελεύτησεν· όθεν ηναγκάσθησαν να
ανοίξωσι το παράθυρον και εισελθόντες εις το σπήλαιον εύρον αυτόν (ω φρικτής
οράσεως) γονατιστόν και νεκρόν ως προσευχόμενον. Έκαμε δε τεσσαράκοντα δύο
χρόνους εις εκείνο το άνω σπήλαιον. Αφ’ ου λοιπόν έκλαυσαν ικανώς, ητοίμασαν τα
εντάφια και του έκαμαν το μνημείον εις τον τόπον αυτόν, εις τον οποίον τους
θαυμαστούς αγώνας ετέλεσε και ως φίλεργος του Χριστού μέλισσα εσύναξεν επιμελώς
το μέλι της ασκήσεως· ήλθον δε και ολίγοι Μοναχοί εις την κοίμησιν αυτού από τα
περίχωρα, διότι ήτο υπερβολική χιών πανταχού και μάλιστα εις τας κορυφάς των
ορέων, επειδή ήτο η πρώτη Φεβρουαρίου και δι’ αυτό δεν συνήχθησαν πολλοί εις
τον ενταφιασμόν αυτού· πλην, όσοι ευρέθησαν, ετέλεσαν όσα έπρεπεν επιμελώς και
τον ενεταφίασαν εντίμως και ευλαβώς ως έπρεπεν, εις δόξαν Πατρός, Υιού και
Αγίου Πνεύματος, εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου