Παρελθουσών των
τεσσαράκοντα ημερών από την σωτήριον ενανθρώπησιν του Κυρίου και την εκ της
Αγίας Παρθένου, χωρίς ανδρός, Αυτού γέννησιν, προσεφέρθη ο Κύριος εις το Ιερόν
κατά την σημερινήν ημέραν, από την Παναγίαν Μητέρα του και τον Δίκαιον Ιωσήφ,
τον μνήστορα της Θεοτόκου, κατά την διάταξιν του σκιώδους και παλαιού Νόμου,
ήτοι κατά τον Νόμον του Μωϋσέως, ότι παν άρσεν πρωτότοκον έσται αφιερωμένον τω
Θεώ, και την εις τούτον νενομισμένην θυσίαν προσενέγκη, ζεύγος τρυγόνων, ή δύο
νεοσσούς περιστερών (Λουκ. β: 22-24 Έξοδ. ιγ:2 Λευϊτ. ιβ: 6-8). Κατά την αυτήν
δε ημέραν και ώραν, οδηγηθείς υπό Πνεύματος Αγίου, ευρέθη εκεί παρών και ο
ευλαβής και Δίκαιος υπέργηρως Συμεών, περιμένων προ πολλού του Θεού το σωτήριον
πριν ίδη τον Χριστόν Κυρίου. Ιδών τότε Αυτόν και δεξάμενος εις τας γηραιάς
αυτού αγκάλας, απέδωκε δόξαν τω Θεώ, άσας την τρίτην και τελευταίαν Ωδήν της
Νέας Διαθήκης· «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα κατά το ρήμα σου εν
ειρήνη», και ωμολόγησεν, ότι μετά χαράς λοιπόν κλείει τους οφθαλμούς εις τον
θάνατον, αφ’ ου είδε το φως της των εθνών αποκαλύψεως, και την δόξαν του Ισραήλ
(Λουκ. β: 25-32) και αντί των προσκαίρων τούτων και επιγείων έλαβε τα ουράνια
αγαθά. Η δε της εορτής ταύτης Σύναξις τελείται εις τον σεβάσμιον οίκον της
Αχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, τον ευρισκόμενον εις
τας Βλαχέρνας.
ΛΟΓΟΣ εις την του Κυρίου ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ Τεσσαρακονθήμερον
ΥΠΑΠΑΝΤΗΝ.
Όταν εβασίλευον
εις την Αίγυπτον οι τελευταίοι των Πτολεμαίων, εις εκ των οποίων κατά τον
παλαιόν καιρόν, όταν αυτοί εξουσίαζον την Παλαιστίνην, είχε συγκεντρώσει τους
διδασκάλους των Ιουδαίων και τους είχεν υποχρεώσει να κάμουν την μετέφρασιν της
Αγίας Γραφής την καλουμένην των Εβδομήκοντα, εις δε την Ιουδαίαν εβασίλευον οι
τελευταίοι των Μακκαβαίων και δη ο μισητός καταστάς εις τους Ιουδαίους βασιλεύς
αυτών Αλέξανδρος ο και Ιανναίος (104 – 78 π.Χ.), ήτο εις τα Ιεροσόλυμα ευσεβής
τις και Δίκαιος διδάσκαλος των Εβραίων ονόματι Συμεών, όστις και εδέχθη κατόπιν
τον Χριστόν εις τας αγκάλας του. Ούτος κατ’ εκείνον τον καιρόν, ογδοήκοντα
περίπου έτη προ της ενσάρκου του Χριστού οικονομίας, επιστρέφων μετ’ άλλων
διδασκάλων των Εβραίων εις Ιεροσόλυμα εκ τινος υπηρεσίας, εις την οποίαν είχον
αποσταλή, συνωμίλει μετ’ αυτών περί διαφόρων ρητών περιεχομένων εις τας βίβλους
των Προφητών. Μεταξύ δε άλλων λέγει ο Συμεών προς αυτούς· «Εγώ, ερμηνεύων τον
Προφήτην Ησαϊαν, είδον να λέγη· «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί λήψεται, και τέξεται
Υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ» (Ησ. ζ: 14). Το τοιούτον,
αγαπητοί μου φίλοι, σημαίνει ότι μία Παρθένος μέλλει να συλλάβη εν τη κοιλία
αυτής και να γεννήση υιόν και θα καλέσωσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ· εις τούτο θαυμάζω
υπερβολικά, διότι πως είναι δυνατόν παρθένος να γεννήση; Ή πως είναι δυνατόν
Θεός να γεννηθή; Δεν πιστεύω να γίνη αυτό ποτέ». Τότε πάραυτα είδεν αοράτως
ωσάν χείρα τινα, ήτις του έδωκεν ηχηρότατον ράπισμα και φωνή ηκούσθη λέγουσα
προς αυτόν· «Και θα τον ιδής τον Χριστόν και θα τον πιάσης με τας χείρας σου».
Προχωρούντες οι διδάσκαλοι έφθασαν αργά εις ποταμόν τινα, εκεί δε εκβάλλει ο
Συμεών το δακτυλίδιόν του και το ρίπτει εις τον ποταμόν λέγων· «Εάν είναι
αληθές το τοιούτον ρητόν, τότε και εγώ να εύρω πάλιν το δακτυλίδιόν μου».
Προχωρήσαντες δε έτι περαιτέρω έφθασαν εις την πλησίον του ποταμού πόλιν και
ηγόρασαν ψάρια δια να τα μαγειρεύσωσι και να φάγωσι κατά την εσπέραν εκείνην.
Επειδή δε είχον αλιεύσει αυτά από τον ποταμόν εκείνον, εις τον οποίον είχε
ρίψει το δακτυλίδιόν του ο Συμεών, Θεού ευδοκία, εις το οψάριον το οποίον
έλαβεν ο Συμεών να κόψη, βλέπει το δακτυλίδιόν του να είναι εις τα σπλάγχνα του
οψαρίου. Και τότε πλέον επίστευσεν εις την αλήθειαν ταύτην. Όθεν ανέμενε
μετέπειτα πότε να ιδή τον Χριστόν ως βρέφος και να τον δεχθή εις τας αγκάλας
του. Όταν δε εγήρασε και δεν ηδύνατο πλέον να περιπατή, τόσον ώστε έφθασεν εις
εκατόν δέκα έτη και περισσότερον, τότε κατηξιώθη και είδεν εκείνον τον οποίον
επεθύμει και εζήτει η ψυχή του. Δια ποίου δε τρόπου εδέχθη τον Χριστόν εις τας
αγκάλας του, ας ακούσωμεν πως διαλαμβάνει το Θείον και Ιερόν Ευαγγέλιον. «Ότε
επλήσθησαν αι ημέραι του καθαρισμού αυτών κατά τον νόμον Μωϋσέως, ανήγαγον
αυτόν εις Ιεροσόλυμα παραστήσαι τω Κυρίω, καθώς γέγραπται εν νόμω Κυρίου, ότι,
παν άρσεν διανοίγον μήτραν, άγιον τω Κυρίω κληθήσεται· και του δούναι θυσίαν,
κατά το ειρημένον εν νόμω Κυρίου, ζεύγος τρυγόνων ή δύο νεοσσούς περιστερών».
Ήκουσας του Ευαγγελίου την ρήσιν, μάθε και την εξήγησιν. Όταν, λέγει,
ετελείωσαν αι ημέραι του καθαρισμού, επειδή ο Μωϋσής επρόσταξεν εις τον Νόμον,
ότι πάσα γυνή, ήτις ήθελε γεννήσει παιδίον, τεσσαράκοντα ημέρας να μη πλησιάση
με τον άνδρα της, εις Εκκλησίας να μην εισέλθη, εις Ιερόν να μην προσευχηθή.
Τεσσαράκοντα δε ήσαν αι ημέραι τεταγμέναι, ότι τεσσαράκοντα ημέρας έβρεχεν εις
τον κατακλυσμόν και δια τεσσαράκοντα πληγών εδέρετο ο άτιμος. Λέγει λοιπόν το
Ιερόν Ευαγγέλιον· όταν ετελείωσαν αι τεσσαράκοντα ημέραι, αίτινες ήσαν
καθωρισμέναι υπό του Νόμου (Λευίτ. ιβ : 2-4) δια τον καθαρισμόν της τεκούσης
άρρεν γυναικός, τότε και η Παναγία επήρε το Βρέφος Ιησούν και επήγεν εις τον
ναόν, να εκπληρώση το πρόσταγμα του Νόμου. Βεβαίως η Παναγία δεν είχε συλλάβει
από άνδρα, ούτε δια της αμαρτίας εγέννησε, δια να έχη και αυτή ανάγκην της
τεσσαρακονθημέρου καθάρσεως· διότι χωρίς το θέλημά της συνέλαβεν εκ Πνεύματος
Αγίου. Οι Εβραίοι όμως δεν εγνώριζον τούτο και αν επήγαινεν ενωρίτερα από τας
τεσσαράκοντα ημέρας δεν θα την άφηναν να εισέλθη εις τον Ιερόν. Δι’ αυτό, αλλά
και δια να φανή ότι και αυτή εφύλαττε τον Νόμον, έμεινεν εις τον οίκον της τας
διατεταγμένας τεσσαράκοντα ημέρας. Όταν λοιπόν ετελείωσαν, επήρε τον Χριστόν
βρέφος να τον υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα, να τον εισαγάγη εις τον Ναόν, επειδή
είχον την συνήθειαν και έβαζαν τα μικρά παιδιά μέσα εις την Εκκλησίαν και τα
αφιέρωναν εις τον Ιερόν, διότι ούτω έγραφεν ο Νόμος του Μωϋσέως· ότι έκαστον
παιδίον, το οποίον θα πρωτοανοίξη την μήτραν της μητρός του, είναι άγιον και
χρισμένον παρά Θεού. Ο λόγος αυτός, φαίνεται, ότι εκπληρούται εις έκαστον
παιδίον το οποίον θα πρωτογεννηθή, αλλά δεν εκπληρούται εις κάθε πρωτόγονον,
ειμή μόνον εις τον Χριστόν εξεπληρώθη αυτό· διότι πολλοί είναι πρωτόγονοι, αλλ’
όμως δεν είναι άγιοι. Ειπέ εις ημάς και συ Μωϋσή, πως ορίζεις; Ο Κάϊν, όστις
ήτο πρωτόγονος, ήτο άγιος; Εκείνος, όστις εφόνευσε τον αδελφόν του Άβελ; Ο
οποίος ελύπησε τον πατέρα του, ο οποίος παρώργισε τον Θεόν, ο οποίος έλαβε
κατάραν εκ Θεού; Αυτός ήτο Άγιος και αφιερωμένος εις τον Θεόν; Μήπως ο Ησαύ,
όστις ήτο και αυτός πρωτόγονος, άγιος ήτο; Ο οποίος δι’ ένα πινάκιον φακής
έδωσε τα πρωτεία του εις τον Ιακώβ; Ο οποίος εζούσε με την μάχαιράν του; Ο
οποίος από τας πολλάς πορνείας εις τας οποίας είχε περιπέσει τον ωνόμασαν Εδώμ,
ήτοι θερμασίαν της αμαρτίας; Μήπως ήτο και αυτός άγιος; Μήπως ο Ρουβίμ, ο
πρωτόγονος του Ιακώβ, ήτο άγιος, όστις επώλησε τον αδελφόν του Ιωσήφ; Ο οποίος
έπεσε με την παλλακίδα του πατρός του την Βαλλάν; Ο οποίος εμίανε την κοίτην
του πατρός του; Αυτός ήτο άγιος και αφιερωμένος εις τον Θεόν; Αλλά πως λέγει
ότι έκαστον άρρεν παιδίον, το οποίον θα πρωτογεννηθή, είναι άγιον; Βλέπεις
λοιπόν ότι δεν το λέγει δια κάθε παιδίον, αλλά μόνον δια τον Χριστόν το είπεν;
Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις τον λόγον μας. Επειδή λοιπόν ήτο τεταγμένον υπό του
Μωϋσέως να κάμνωσιν ούτως, επήγε και η Παναγία εις το Ιερόν. Είχον δε και άλλην
συνήθειαν, να πηγαίνουν εις το Ιερόν και δύο τρυγόνας ή δύο περιστεράς· από
άλλο γένος πτηνών δεν έπαιρναν, ειμή από αυτά τα δύο, διότι αυτά είναι τα
καθαρώτερα από όλα. Η τρυγών είναι κατά πολύ σώφρων, όταν δε αποθάνη το εν εκ
των δύο, το άλλο φεύγει εις τα όρη και εις την ερημίαν, διότι δεν αγαπά την
σύγχυσιν του κόσμου. Η περιστερά δε είναι και αυτή κατά πολύ ακεραία, ήτοι
άκακος και ήμερος, δι’ αυτό ορίζει και ο Κύριος εις το Άγιον Ευαγγέλιον, ότι
«Γίγνεσθε ουν φρόνιμοι ως οι όφεις και ακέραιοι ως αι περιστεραί» (Ματθ. ι: 16), ήτοι ο όφις έχει συνήθειαν, όταν τον
κτυπώσι, αφήνει όλον το σώμα εκτεθειμένον εις κίνδυνον θανάτου, μόνον δε την
κεφαλήν του κρύπτει· ούτωφρόνιμοι πρέπει να είμεθα και ημείς οι Χριστιανοί· τα
πλούτη μας όλα, και το σώμα μας ακόμη να τα δίδωμεν εις θάνατον δια την αγάπην
του Χριστού, μόνον την πίστιν μας να φυλάττωμεν από όλα περισσότερον. Να είμεθα
δε επίσης ως αι περιστεραί, εις όλα άκακοι, να μη κρατώμεν μίσος και έχθραν με
Χριστιανόν τινα, ούτε να πονηρευώμεθα εις έκαστον λόγον και να περιπίπτωμεν εις
κακούς λογισμούς. Επειδή λοιπόν απ’ όλα τα πτηνά η περιστερά είναι καθαρωτέρα
και άκακος, δια τούτο επήγαιναν δύο περιστεράς ή δύο τρυγόνας. Τι δε έκαμναν τα
πτηνά αυτά; Λέγομεν εις τούτο ότι την μεν μίαν τρυγόνα και την μίαν περιστεράν
έσφαζον, τα δε άλλα δύο τα άφηναν πάλιν να πετούν, όπου θέλουν· εσήμαινε δε
τούτο, ότι ο Χριστός ήτο διπλούς την φύσιν· Θεός και άνθρωπος· και η μεν
ανθρωπότης του έπαθε και απέθανεν, η δε Θεότης του έμεινεν απαθής, ασταύρωτος
και αθάνατος. Αυτό εσήμαιναν τα δύο πτηνά εκείνα. Ούτω λοιπόν κατά τον Νόμον
έκαμε και η Παναγία, επήρε και αυτή δύο πτηνά, και επήγεν εις το Ιερόν με τον
Ιωσήφ τον νομιζόμενον ως άνδρα της. Ακούσατε δε πως ορίζει εν συνεχεία το Άγιον
Ευαγγέλιον. «Και ιδού ην άνθρωπος εν Ιεροσολύμοις ω όνομα Συμεών, και ο
άνθρωπος ούτος δίκαιος και ευλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν του Ισραήλ και
Πνεύμα ην Άγιον επ’ αυτόν· και ην αυτώ κεχρηματισμένον υπό του Πνεύματος του
Αγίου μη ιδείν θάνατον, πριν ή ίδη τον Χριστόν Κυρίου· και ήλθεν εν τω Πνεύματι
εις το Ιερόν». Εις την Ιερουσαλήμ, δηλαδή, ήτο άνθρωπος τις, Συμεών το όνομά
του, όστις ήτο δίκαιος και ευλαβής. Ακούσατε πως ο Ευαγγελιστής Λουκάς μαρτυρεί
τον Άγιον δίκαιον και ευλαβή; Πράγματι και ήτο, ως το λέγει· διότι, αν δεν ήτο
τοιούτος, δεν ήθελεν αξιωθή τοιούτου χαρίσματος. Και συ, ω άνθρωπε, οίος δήποτε
και αν είσαι, εάν θέλης να δεχθής τον Χριστόν, όχι ως βρέφος, αλλ’ ως τέλειον,
όχι σωματικώς, αλλά θεϊκώς, όχι εις τας αγκάλας, αλλά εις την καρδίαν, γενού
δίκαιος και ευλαβής, και φοβού τον Θεόν, δια να αξιωθής και περισσοτέρου
χαρίσματος. Πως δε να γίνης δίκαιος; Όχι μόνον όταν σε βάλουν κριτήν και
μοιραστήν, να κρίνης και μοιράσης το δίκαιον· αλλά γνώριζε καλά, ότι η ψυχή του
ανθρώπου λέγεται εικών και ομοίωσις του Θεού του αοράτου, το δε σώμα είναι γη,
και πάλιν εις την γην έρχεται. Επειδή λοιπόν η ψυχή εικών του Θεού και ομοίωσις
λέγεται, δια τούτο είναι τιμιωτέρα, το δε σώμα είναι κατώτερον και υπόδουλον
της ψυχής· και η μεν ψυχή ζητεί αείποτε τα ουράνια και τας εντολάς του Θεού
ζητεί πάντοτε να πράττη. Το δε σώμα, επειδή από γην είναι, θέλει να πράττη τα
έργα της γης, ήτοι να πολυκοιμάται, να πολυτρώγη, να κυλίεται εις αμαρτίας και
εις πάθη, να απολαμβάνη τους καρπούς της αμαρτίας, να αρπάζη τα ξένα πράγματα,
να πορνεύη και εν γένει να διαπράττη όλα τα της γης έργα ή μάλλον του διαβόλου.
Συ δε, ω άνθρωπε, ειπέ μοι· ποίον είναι πρεπωδέστερον; Να ορίζη ο μεγαλύτερος ή
ο μικρότερος; Να βασιλεύη ο τιμιώτερος ή ο ατιμότερος; Ασφαλώς πρέπει να ορίζη
ο πλέον δυνατός, πνευματικώς και σωματικώς· ούτω είναι ανάγκη να άρχη και η
ψυχή του σώματος, ως πλέον τιμιωτέρα και ουχί το σώμα της ψυχής, και επομένως,
όταν το σώμα κάμνη το θέλημα της ψυχής, τότε ο τοιούτος άνθρωπος λέγεται
δίκαιος· όταν το σώμα δεν ποιή πλέον ουδέν κακόν αυτού θέλημα, τότε ο άνθρωπος
ούτος γίνεται δίκαιος, τότε αξιώνεται να δεχθή τον Χριστόν, όπως ακριβώς και ο
Συμεών. «Και ο άνθρωπος ούτος δίκαιος και ευλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν του
Ισραήλ». Ο Συμεών, δηλαδή, ανέμενε πότε να έλθη η παρηγορία του Ισραήλ. Ισραήλ
ερμηνεύεται νους ορών τον Θεόν· δι’ αυτό και όλοι ημείς όσοι επιστεύσαμεν εις
τον Χριστόν λεγόμεθα Ισραηλίται. Ανέμενε λοιπόν ο Συμεών πότε να έλθη η
παρηγορία των Χριστιανών, ο Χριστός, δια να ελευθερώση ημάς από τας αμαρτίας
μας. Αυτό προανήγγειλε και ο Πατριάρχης Ιακώβ, ειπών· «Ουκ εκλείψει άρχων εξ
Ιούδα, και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως εάν έλθη τα αποκείμενα αυτώ, και
Αυτός προσδοκία εθνών» (Γεν. μθ: 10). Δηλαδή· δεν θα εκλείψη ο βασιλεύς από το
γένος του Ιούδα, έως ου να έλθη ο προσδοκώμενος και αυτός θα είναι προσδοκία
των εθνών, Αυτόν δηλαδή θα αναμένουν τα έθνη. Επληρώθη δε ο λόγος ούτος εις τον
Χριστόν, διότι οι Εβραίοι, έως ου εγεννήθη ο Χριστός, είχον βασιλείς, από τότε
δε πλέον δεν εβασίλευσεν εις αυτούς ουδείς βασιλεύς. Εκείνον λοιπόν προέλεγεν ο
Ιακώβ προσδοκίαν των εθνών. Αυτό ορίζει και ο Ευαγγελιστής «παράκλησιν του
Ισραήλ», ώστε τον Χριστόν επερίμενε πότε να ιδή ο Συμεών. «Και Πνεύμα Άγιον ην
επ’ Αυτόν», ορίζει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Επειδή δηλαδή ήτο δίκαιος και
ευλαβής, είχε και Πνεύμα Άγιον, ως το ορίζει ο Απόστολος Παύλος, λέγων ότι, «ει
δε τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστιν αυτού» (Ρωμ. η: 9). Όστις
δηλαδή δεν είναι άξιος να έχη Πνεύμα Άγιον, εκείνος δεν είναι του Χριστού·
επειδή δε ο Συμεών ήτο δούλος και άξιος υπηρέτης του Χριστού, είχε και Πνεύμα
Άγιον. Και πάλιν ο Προφήτης Δαυϊδ και ο υιός αυτού ο Σολομών λέγουσιν· «Αρχή
σοφίας, φόβος Κυρίου» (Ψαλμ. ρι: 10. Παρ. α:7. Παρ. θ: 10), όχι της σοφίας,
άνθρωπε, μόνον του κόσμου, της Ελληνικής και πεπλανημένης, αλλά της Θεϊκής·
επειδή εάν έλεγον δι’ εκείνην την σοφίαν των Ελλήνων θα εψεύδοντο. Πως θα
εψεύδοντο; Ακούσατε. Ποίος σοφός των Ελλήνων είχε φόβον Θεού; Δεν ήσαν
ειδωλολάτραι; Ο Όμηρος ο μέγας ποιητής, δεν λέγει· «Ζεύ κύδιστε, μέγιστε,
κελαινεφές, αιθέρι ναίων»; Μόνον τον Δία λοιπόν
επικαλείται. Ο Ησίοδος και αυτός δεν λέγει· «Ζεύς υψιβρεμέτης, ος
υπέρτατα δώματα ναίει»; Ότι δηλαδή ο Ζεύς ορίζει τας βροντάς; Οι φιλόσοφοι όλοι
δεν ήσαν και αυτοί Έλληνες; Είχον εκείνοι φόβον Θεού; Δια ποίαν σοφίαν λοιπόν
λέγουν οι Προφήται; Ασφαλώς δια την μίαν εκ των επτά Χαρίτων του Αγίου
Πνεύματος· διότι επτά είναι τα Χαρίσματα του Παναγίου Πνεύματος, ως λέγει ο
Προφήτης Ησαϊας. Πνεύμα σοφίας πρώτον. Πνεύμα συνέσεως δεύτερον. Πνεύμα γνώσεως
τρίτον. Πνεύμα ευσεβείας τέταρτον. Πνεύμα ισχύος πέμπτον. Πνεύμα βουλής έκτον.
Πνεύμα φόβου Θεού έβδομον. Βλέπεις λοιπόν ότι υψηλότερον είναι το Χάρισμα της
σοφίας, και κατώτερον του φόβου Θεού; Και ότι αυτά τα επτά Χαρίσματα είναι ως
μία κλίμαξ; Εάν πρώτον δεν αποκτήσης φόβον Θεού, σοφίαν δεν κερδίζεις, διότι ως
λέγει και ο Προφήτης Σολομών· «Εις κακότεχνον ψυχήν ουκ εισελεύσεται σοφία»
(Σοφ. Σολ. α: 4) εάν δε και εισελεύσεται, ταχέως εξελεύσεται. Τουτέστιν, εις
καρδίαν αμαρτωλού ανθρώπου, Θεός, Χάρις δηλαδή του Θεού, δεν εισέρχεται, εάν δε
εισέλθη, ταχέως πάλιν εξέρχεται. Επειδή λοιπόν ο Δίκαιος Συμεών ήτο ευλαβής και
επειδή είχε φόβον Θεού, είχε Πνεύμα Άγιον. Ας ακούσωμεν πάλιν το Ευαγγέλιον.
«Και ην αυτώ κεχρηματισμένον υπό του Πνεύματος του Αγίου μη ιδείν θάνατον, πριν
ή ίδη τον Χριστόν Κυρίου». Λέγει ο Προφήτης Αμώς εις αυτό· «Ου μη ποιήσει
Κύριος ο Θεός πράγμα, εάν μη αποκαλύψη παιδείαν προς τους δούλους Αυτού τους
Προφήτας» (Αμ. γ: 7). Ο Θεός, δηλαδή, δεν κάμνει τίποτε, εάν δεν δείξη πρώτον
αυτό εις τους Προφήτας του. Πως; Ακούσατε· ό,τι ηθέλησεν ο Κύριος να κάμη εις
την γην, άπαντα τα προείπον οι Προφήται· την Ανάστασιν ο Δαυϊδ· «Αναστήτω ο
Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού» (Ψαλμ ξζ: 2), την Γέννησιν ο
Ησαϊας· «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί λήψεται, και τέξεται υιόν» (Ησαϊας ζ: 14),
την Βάπτισιν ο Δαυϊδ· «ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω» (Ψαλμ. ριγ: 3), την
Μεταμόρφωσιν ο αυτός· «Θαβώρ και Ερμών εν τω ονόματί σου αγαλλιάσονται» (Ψαλμ.
πη: 13), την Ανάληψιν ο αυτός· «Ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ, Κύριος εν φωνή
σάλπιγγος» (Ψαλμ. μστ: 6). Και τι να λέγω περισσότερα; Ό,τι και αν έκαμεν ο
Χριστός, όλα τα προείπον οι Προφήται. Επειδή λοιπόν έμελλε να δεχθή ο Συμεών
τον Χριστόν, προείπε τούτο το Πνεύμα το Άγιον· ότι εάν δεν δεχθή εις τας
αγκάλας του τον Χριστόν Κυρίου, να μη γευθή θάνατον. Χριστός Κυρίου, ο Κύριος
ημών Ιησούς Χριστός ονομάζεται, ότι εχρίσθη υπό του Πατρός πνευματικώς με το
έλαιον της αγαλλιάσεως, καθώς το προφητεύει και ο Δαυϊδ λέγων· «Έχρισέ σε ο
Θεός, ο Θεός σου», δηλαδή ο Πατήρ με το Άγιον Πνεύμα «έλαιον αγαλλιάσεως παρά
τους μετόχους σου» (Ψαλμ. μδ: 8). Μέτοχοι του Χριστού είναι όσοι κάμνουν το
θέλημά Του. Εν συνεχεία λέγει ο Ευαγγελιστής· «Και ήλθεν εν τω Πνεύματι εις το
Ιερόν». Ακούεις πως συχνάκις αναφέρει το Πνεύμα το Άγιον; Τούτο κάμνει δια να
μάθωμεν ότι μέγα τι έμελλε να γίνη, δια τούτο το Άγιον Πνεύμα τον ωδήγησε να
υπάγη εις το Ιερόν. «Και εν τω εισαγαγείν τους γονείς το παιδίον Ιησούν, του
ποιήσαι αυτούς κατά το ειθισμένον του νόμου περί Αυτού, και αυτός εδέξατο Αυτόν
εις τας αγκάλας αυτού και ευλόγησε τον Θεόν και είπε· Νυν απολύεις τον δούλον
σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν
σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών. Φως εις αποκάλυψιν εθνών και
δόξαν λαού σου Ισραήλ». Τουτέστιν, κατ’ εκείνον τον καιρόν επήγαν τον Χριστόν ως
βρέφος μικρόν εις το Ιερόν οι γονείς του. Γονείς όμως πολλούς ο Κύριος δεν
είχεν, διατί λοιπόν λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς: «οι γονείς το παιδίον»; Ο
Κύριος μόνον την Παναγίαν είχε μητέρα. Ναι, ούτως έχει η αλήθεια, αλλ’ επειδή
κατά το φαινόμενον ο Ιωσήφ ενομίζετο πατήρ του Χριστού, δια τούτο και ο
Ευαγγελιστής λέγει «οι γονείς το παιδίον». Όταν λοιπόν επήγαν τον Χριστόν
βρέφος μικρόν εις το Ιερόν οι γονείς του, ούτος ο Συμεών τον εδέχθη εις τας
αγκάλας του και είπε· «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου
εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον
πάντων των λαών· φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ». Δηλαδή·
τώρα με ελευθέρωσες, Δέσποτα, από την σύγχυσιν του κόσμου και από τους πειρασμούς
αυτού· ας αποθάνω λοιπόν με ειρήνην να ελευθερωθώ από το γήρας, και από τον
πεπλανημένον τούτον κόσμον· «Ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου». Το
καλόν δηλαδή όπου έκαμες εις όλους τους ανθρώπους, τους δούλους σου. Τοιούτον
έργον έκαμες, Χριστέ μου, ώστε φως φανερόν έγινεν εις όλα τα έθνη το φως σου·
και δόξα έγινε το έργον σου εις όλον τον λαόν σου, τον Ισραήλ, εις όσους δηλαδή
επίστευσαν πρότερον εις τους Προφήτας και εις όσους θέλουν τώρα πιστεύσει εις
Σε. «Και ην Ιωσήφ και η μήτηρ αυτού θαυμάζοντες επί τοις λαλουμένοις περί
Αυτού· και ευλόγησεν αυτούς Συμεών και είπε προς Μαριάμ την μητέρα Αυτού· Ιδού
Ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον
αντιλεγόμενον». Δηλαδή ούτος ο Υιός σου είναι εις πτώσιν και έγερσιν πολλών,
και σημείον, το οποίον πολλοί θα εναντιούνται. Πως; Άκουσον· οι Εβραίοι ήσαν,
κατ’ αρχάς, πεπλανημένος και δεδιωγμένος λαός από το πρόσωπον του Θεού· κατόπιν
ήλθεν ο Προφήτης Μωϋσής και ήγειρεν αυτούς από την πλάνην δια θαυμάτων, δια
λόγων, δια διδαχών, δια του Νόμου, και δια των προφητειών· τώρα δε πάλιν όπου
εσαρκώθη ο Θεός Λόγος, αυτοί θέλουσι ξεπέσει, διότι δεν θέλουσιν ακούσει το
κήρυγμά Του. Τα δε έθνη, τα οποία θέλουσι πιστεύσει εις τον Χριστόν, θέλουσιν
εγερθή από τας αμαρτίας των, από την πλάνην, από την ειδωλολατρίαν, από το
σκότος το ελληνικόν. Από τον τόπον του Άδου θέλουσιν υψωθή εις την Βασιλείαν
των ουρανών, θέλουσι φωτισθή με το φως της Θεογνωσίας, θέλουσι καθαρισθή με το
Βάπτισμα του Υιού σου, ω Παναγία· θέλουσι μισήσει τα Ελληνικά σεβάσματα και
θέλουσι δράμει εις την νέαν ευσέβειαν· τότε λοιπόν αυτοί θέλουσιν αναστηθή. Οι
δε Εβραίοι μέλλει να τον καταφρονήσουν, εφ’ όσον θα τον ονομάσουν Σαμαρείτην
και δαιμονισμένον, εφ’ όσον θα τον σταυρώσουν, θα τον εμπτύσουν, θα τον
υβρίσουν και θα τον θανατώσουν· δικαίως λοιπόν θέλουσιν εκπέσει από την πρώτην
των χάριν. «Ιδού ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και
εις σημείον αντιλεγόμενον». Σημείον αντιλεγόμενον, τον Χριστόν και τον Σταυρόν
ονομάζει ο Συμεών. Τον Χριστόν μεν, διότι κατά τον καιρόν της σταυρώσεως πολλοί
εσκανδαλίσθησαν. Πέτρος ο Απόστολος τον ηρνήθη, οι άλλοι μαθηταί του έφυγαν· οι
Εβραίοι μη γνωρίζοντες ότι αυτός είναι Θεός τον ερράπιζαν λέγοντες προς αυτόν·
«Προφήτευσον ημίν, Χριστέ, τις εστιν ο παίσας σε»; (Ματθ. κστ: 68). Άλλοι τον
ωνείδιζον και έλεγον· «Άλλους έσωσες από κακόν και τον εαυτόν σου δεν δύνασαι
να σώσης; Δεν πιστεύομεν ότι είσαι Θεός· αν είσαι Υιός του Θεού, κατέβα από τον
Σταυρόν, να ίδωμεν και να πιστεύσωμεν». Άλλοι ομοίως τον ωνείδιζον και έλεγον·
«Ω, συ όπου είπες ότι θα κρημνίσης τον Ναόν και εις τρεις ημέρας θα τον
εγείρης, λύτρωσε τώρα τον εαυτόν σου από τον θάνατον. Δια την αιτίαν αυτήν ο
Δίκαιος Συμεών σημείον εναντιούμενον ωνόμασε τον Χριστόν. Τον δε Σταυρόν ούτως
ωνόμασεν ο Συμεών, επειδή πολλοί άπιστοι εναντιώθησαν εις τα έργα και τα
θαύματα του Τιμίου Σταυρού. Δια τούτο ο θείος Παύλος ο Απόστολος έλεγεν·
«Επειδή και Ιουδαίοι σημείον αιτούσι και Έλληνες σοφίαν ζητούσι» (Α΄ Κορ. α:
22). Και αληθώς, οι μεν Εβραίοι ζητούσι να ίδωσι σημείον το οποίον να κάμη ο
Σταυρός, οι δε Έλληνες ζητούσι λόγους φιλοσοφικούς· «ημείς δε κηρύττομεν
Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν» (Α΄ Κορ. α: 23). Οι μεν Ιουδαίοι έχουσι τον Σταυρόν
δια σκάνδαλον, οι δε Έλληνες δια μωρίαν και αγνωσίαν· βλέπεις ότι και ο
Απόστολος Παύλος σκάνδαλον ονομάζει τον Σταυρόν; Μάθε τούτο και από
παραδείγματα ευαγγελικά και προφητικά.
Επήγαν οι Εβραίοι και εζητούσαν από τον Χριστόν να κάμη θαύμα, να ίδωσι
σημείον και λέγει προς αυτούς ο Κύριος· «Η γενεά αύτη, γενεά πονηρά εστι·
σημείον ζητεί και σημείον ου δοθήσεται αυτή, ειμή το σημείον Ιωνά του Προφήτου»
(Λουκ. ια: 29), «ώσπερ γαρ εγένετο Ιωνάς
ο Προφήτης εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτως έσται
και ο Υιός του ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας»
(Ματθ. ιβ: 40). Δηλαδή η γενεά των Εβραίων είναι γενεά πονηρά και κακή· ζητεί
να ίδη σημείον και δεν θέλει ίδει τοιούτον, ειμή μόνον το σημείον Ιονά του
Προφήτου· όπως εκείνος έκαμε τρεις νύκτας και τρεις ημέρας εις την κοιλίαν του
κήτους, ούτω θέλει κάμει και ο Υιός του ανθρώπου δηλαδή ο Χριστός. Σημείον
αυτού ο Χριστός, τον Σταυρόν του ονομάζει. Λέγει δε ο Προφήτης Ιεζεκιήλ και
τούτο, όταν δια θείας οράσεως είδε τους Αγγέλους να κόπτουν τους ανθρώπους,
ήκουσε φωνήν από του Θεού λέγουσαν· «Μη φείδεσθε τοις οφθαλμοίς υμών και μη
ελεήσητε πρεσβύτερον, και νεανίσκον· και παρθένον και νήπια και γυναίκας
αποκτείνατε εις εξάλειψιν, επί δε πάντας εφ’ ους έστι το σημείον μη εγγίσητε»
(Ιεζ. θ: 5-6). Ο Προφήτης ούτος Ιεζεκιήλ έβλεπε τότε δια θείας οράσεως, ως
είπομεν, την μέλλουσαν παρουσίαν του Χριστού και πως οι Άγγελοι ετιμωρούσαν
τους κολασμένους και αμαρτωλούς ανθρώπους· ο δε Χριστός έλεγε προς αυτούς·
«όλους τους αμαρτωλούς τιμωρήσατε και γέροντας και νέους και παρθένους και
παιδία και γυναίκας, όλους να τους κολάσετε· όσοι δε εξ αυτών έχουσι τον
Σταυρόν εις το μέτωπον αυτών μη τους τιμωρήσητε, διότι είναι Χριστιανοί και
δούλοι μου». Βλέπεις πως και ο Προφήτης Ιεζεκιήλ σημείον ονομάζει τον Σταυρόν;
Δια τούτο λοιπόν έλεγε και ο Θεοδόχος Συμεών· «και εις σημείον αντιλεγόμενον».
Έπειτα εστράφη προς την Παρθένον και λέγει: «Και σου δε αυτής την ψυχήν
διελεύσεται ρομφαία, όπως αν αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί».
Τουτέστι ξίφος δίστομον θα εισέλθη εις την καρδίαν σου, Παρθένε. Ποίον ονομάζει
ξίφος δίστομον; Ακούσατε· την λύπην και την οδύνην, την οποίαν είχεν η καρδία
της, όταν είδε τον Χριστόν εις τον Σταυρόν· όταν τον είδε γυμνόν· όταν τον είδε
νεκρόν· την λύπην και την οδύνην αυτήν ξίφος δίστομον ονομάζει ο Συμεών· διότι
αν και Θεός ήτο ο Υιός της· αν και εγνώριζεν η Παναγία, τότε εις το Πάθος του
Χριστού, ότι πάλιν θέλει αναστηθή ο Υιός της, αλλ’ όμως, ως μήτηρ όπου ήτο,
πρέπον ήτο α δακρύση, να θρηνήση, να κλαύση τον ηγαπημένον της Υιόν. Τώρα όμως
εις την Υπαπαντήν δεν εγνώριζεν η Παναγία ότι θέλει πάθει ο Χριστός· δια τούτο,
ως μήτηρ, έλεγε προς τον Συμεών: «Τι είναι αυτά όπου λέγεις, Συμεών; Εγώ θέλω
λυπηθή ποτέ, όπου με χαράν τον συνέλαβα, με χαράν τον εγέννησα, και με χαράν
τον ανατρέφω; Εγώ θέλω λυπηθή, απ’ αυτόν, αφού αυτός είναι η χαρά και η
αγαλλίασις του κόσμου όλου; Εγώ, η Παρθένος, θέλω λυπηθή, όπου λύπην εις την
Γέννησίν του δεν είχα; Αν δε ελυπήθην, όταν εφεύγαμεν δια την Αίγυπτον, και
πάλιν όμως εχάρην, όταν είδα το θαύμα, να πίπτουν τα είδωλα της Αιγύπτου. Πως
λοιπόν λέγεις, ότι θέλει εισέλθει ξίφος δίστομον εις την καρδίαν μου»; Αλλά
πάλιν ο Συμεών είπε προς αυτήν· «Κυρία Παρθένε, υπερβολική δόξα, δια σε, θα
είναι να ονομάζεσαι Μήτηρ Αυτού του παιδίου· υπερβολική δόξα, δια σε, θα είναι
να γίνης βασίλισσα του κόσμου και Μήτηρ του Θεού· όταν όμως τον ιδής, πως θέλει
γίνει, τότε θέλεις ενθυμηθή τους λόγους μου· τότε θέλεις κλαίει και θρηνεί δι’
Αυτόν, τότε θέλει εισ’ελθει εις την καρδίαν σου η ρομφαία, περί της οποίας σου
ομιλώ, Παναγία Παρθένε». Το δε, «όπως αν αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών
διαλογισμοί», σημαίνει ότι, όταν σταυρωθή ο Υιός σου, όταν εμπτυσθή, όταν
ραπισθή, όταν κριθή, όταν τέλος θανατωθή, τότε θέλουσι φανή ποίοι είναι με τον
Χριστόν και ποίοι είναι με τους Εβραίους. Ο Ιούδας μεν, όστις θα είναι μαθητής
του, θα γίνη προδότης και εχθρός· ο ληστής δε, ο αμαρτωλός και ξένος του Θεού,
θέλει γίνει κληρονόμος της Βασιλείας του Υιού σου, με ένα, «Μνήσθητί μου,
Κύριε, εν τη Βασιλεία σου». Τότε θέλουσι δειχθή ποίοι τον αγαπούν· καθώς ο
Πέτρος, όστις μέλλει να τον αρνηθή και ο οποίος προηγουμένως θέλει λέγει ότι θα
αποθάνη με τον Υιόν σου. Παύλος, ο κατά την αρχήν διώκτης, θέλει γίνει άξιος
Απόστολος του Ευαγγελίου του Υιού σου· τότε θέλει φανή ενός εκάστου ο λογισμός·
τότε θέλουν ξεσκεπασθή αι καρδίαι όλων. Και όχι μόνον τότε, αλλά και μετά
ταύτα, όταν θέλουσι βασιλεύει οι Έλληνες, οι ειδωλολάτραι και ασεβέστατοι
βασιλείς· όταν ο κίνδυνος πλησιάση τους Χριστιανούς, όταν θέλουν βιάζει τους
Χριστιανούς οι βασιλείς να γίνουν ειδωλολάτραι, τότε θέλει δειχθή ενός εκάστου
η αγάπη προς τον Υιόν σου· όταν θα υποβάλλωνται εις τα Μαρτύρια οι Απόστολοι
του Χριστού και οι Μάρτυρες και όταν θα βασανίζωνται από τους απίστους, τότε
θέλουσι ξεσκεπασθή, από πολλάς καρδίας, διαλογισμοί. «Και ην Άννα Προφήτις, θυγάτηρ
Φανουήλ, εκ φυλής Ασήρ· αύτη προβεβηκυία εν ημέραις πολλαίς, ζήσασα έτη μετά
ανδρός επτά από της παρθενίας αυτής, και αυτή χήρα ως ετών ογδοήκοντα τεσσάρων,
η ουκ αφίστατο από του Ιερού νηστείαις και δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα και
ημέραν». Εις το Ιερόν δηλαδή εκείνο, όπου επήγαν τον Χριστόν ως βρέφος, ήτο μία
γυναίκα Άννα το όνομά της και Προφήτις, θυγάτηρ του Φανουήλ, από την φυλήν του
Ασήρ, γεγηρακυία εις την ηλικίαν· είχε δε ποτε και άνδρα και έκαμε μετ’ αυτού
επτά μόνον χρόνους· τότε δε ήτο χήρα, ως ογδοήκοντα τεσσάρων χρόνων, ποτέ δε
από το Ιερόν δεν έλειπεν, αλλά ήτο πάντοτε εκεί και ενήστευε και εδέετο και
ελάτρευε τον Θεόν, νύκτα και ημέραν. Πως όμως λέγεις, Ευαγγελιστά Λουκά, ότι η
Άννα ήτο Προφήτις; Πότε προεφήτευσε και περί τίνος; Ηκούσαμεν Προφήτας, αλλά
Προφήτιδας δεν ηκούσαμεν· έπειτα και τι προεφήτευσε και την λέγεις Προφήτιν;
Ναι, Προφήτις ήτο, και θέλεις ακούσει κατωτέρω τι λόγους και τι προφητείας είπε
δια τον Χριστόν, όπου εάν δεν ήτο Προφήτις τοιούτους λόγους δεν ήθελεν ειπεί.
Και πρώτον· πόθεν εγνώριζεν ότι το βρέφος εκείνο ήτο Θεός, εάν δεν είχε Πνεύμα
Άγιον; Αύτη, λέγει ο Ευαγγελιστής, ήτο θυγάτηρ του Φανουήλ δια να μη ακούης
Άννα μόνον και νομίζης ότι δι’ άλλην Άνναν λέγει· διότι τον καιρόν εκείνον ήσαν
και άλλαι γυναίκες ονομαζόμεναι Άνναι, δια τούτο είπεν ο Ευαγγελιστής και τίνος
θυγάτηρ ήτο η Άννα. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και από ποίαν φυλήν ήτο λέγει,
ήτοι από την φυλήν Ασήρ. Ο Ασήρ αυτός ήτο υιός του Ιακώβ, του υιού Ισαάκ, διότι
ο Ιακώβ απέκτησε δώδεκα υιούς· τον Ρουβίμ, τον Συμεών, τον Λευϊ, και τον Ιούδαν
τους έκαμεν από την Λείαν την μεγαλυτέραν θυγατέρα του Λάβαν· τον Δαν και τον
Νεφθαλείμ, τους έκαμεν από την Βαλλάν, παιδίσκην (θεραπαινίδα) της Ραχήλ· τον
Γαδ και τον Ασήρ, τους έκαμεν από την Ζελφάν, την παιδίσκην (θεραπαινίδα) της
Λείας, τον Ισάχαρ και τον Ζαβουλών, τους έκαμε και αυτούς από την Λείαν· και
τέλος τον Ιωσήφ και τον Βενιαμίν, τους έκαμεν από την Ραχήλ· ώστε ο Ασήρ αυτός,
από του οποίου την φυλήν ήτο η Άννα, ήτο υιός όγδοος του Ιακώβ από την
θεραπαινίδα της γυναικός του της Λείας, την Ζελφάν. Αλλ’ ας έλθωμεν εις την
εξήγησιν του Ευαγγελίου. «Αύτη προβεβηκυία εν ημέραις πολλαίς». Αρκετήν έννοιαν
έχει ο λόγος ούτος· όχι ότι ήτο γερόντισσα μόνον εις τους χρόνους, αλλά και εις
τα θεάρεστα και άγια έργα·γερόντισσα ήτο εις το σώμα, αλλά νέα εις την ψυχήν·
παλαιά εις τας ημέρας, αλλά νέα εις τον Νόμον του Χριστού· όχι δε μόνον
γερόντισσα εις το σώμα, αλλά και εις τον Νόμον τον Μωσαϊκόν· νέα ήτο εις την
Χάριν, διότι εις τον καιρόν του γήρατός της επρωτοφάνη ο Χριστός σωματικώς.
Αύτη αληθώς ωμοίασε με την ερημικωτάτην τρυγόνα και παρθένον· διότι, αφού
απέθανεν ο ανήρ της, πλέον δεν υπανδρεύθη, δεν ηθέλησε να πάρη άλλον, εκτός του
πρώτου ανδρός της. Μόνον δε επτά χρόνους έζησε μετά του ανδρός της, τους δε
άλλους διήλθε με παρθενίαν και σωφροσύνην, έως ου έγινεν ογδοήκοντα τεσσάρων
ετών· επροσπέρασεν η Άννα τους χρόνους του κόπου, καθώς λέγει ο Προφήτης Δαυϊδ·
«Αι ημέραι των ετών ημών εν αυτοίς εβδομήκοντα έτη· εάν δε εν δυναστείαις,
ογδοήκοντα έτη και το πλείον αυτών κόπος και πόνος» (Ψαλμ. πη΄ 10). Εις
τοιούτους χρόνους ήτο η Άννα, αλλά δεν έλειπεν από το Ιερόν νηστεύουσα και
δεομένη και λατρεύουσα τον Θεόν νύκτα και ημέραν. Ακούσατε γυναίκες και
παρθενεύετε· ακούσατε γυναίκες και μιμηθήτε την σωφρονεστάτην Άνναν, μάθετε πως
αύτη ήτο γερόντισσα και όμως δεν έλειπεν από το Ιερόν· γερόντισσα ήτο, αλλά
ενήστευε, προσηύχετο, εδέετο και ελάτρευε τον Θεόν νύκτα και ημέραν. Που είναι
αι θεομισείς εκείναι γραίαι, αι οποίαι ασχολούνται με μαγικά και ξόρκια και
διαφόρους μαντείας να ακούσωσι; Δεν ήτο τοιαύτη, έξω του Θεού η μακαρία Άννα.
Εβραία ήτο, πριν του Χριστού έζη, αλλά τοιαύτα πονηρά και θεομισή έργα δεν
έκαμνε. Υπάρχουν και σήμερον γερόντισσαί τινες, Χριστιαναί κατά το όνομα, αι
οποίαι επιδίδονται εις τοιαύτα μυσαρά έργα, μαγγανείας, γοητείας,
χειρομαντείας, αστρομαντείας, καφεμαντείας, δεσίματα και μύρια άλλα τεχνάσματα,
τα οποία καθυποβάλλει εις την εσκοτισμένην αυτών διάνοιαν ο πονηρός δαίμων.
Ειπέτε μοι όμως τι έργα είναι αυτά και τα τούτων όμοια; Δαιμονικά βεβαίως έργα
είναι και έξω της δόξης του Θεού· ευρήματα του διαβόλου, δια των οποίων πλανά
τους δυστυχείς ανθρώπους. Συ που πράττεις αυτά, ειπέ μου, Θεός είσαι και
δύνασαι να ιατρεύσης ασθενή; Πόθεν επήρες την Χάριν; Από την παρθενίαν ή από
την νηστείαν σου; Από την καθαρότητά σου, ή από την αγιότητά σου; Πόθεν λοιπόν
απέκτησες την Χάριν αυτήν; Δεν βλέπεις ότι κανένα έργον σου δεν είναι του Θεού,
ούτε συ είσαι του Θεού; Τι δύνασαι να κάμης συ, μία αμαρτωλή γυναίκα, όπου έως
χθες, ίσως και σήμερον, έκαμνες αμαρτίαν; Πάντες γνωρίζομεν ότι, ή από αγιότητα
ή από αναξιότητα κάμνει τις τας ιατρείας. Και συ λοιπόν, εάν μεν λέγης ότι
είσαι αγία και καλή, αλλοίμονον εις σε, αυτή και μόνον η υπερηφάνειά σου είναι
αρκετή να σε καταδικάση και μόνον κατά το φαινόμενον είσαι Χριστιανή· ειπέ μοι·
τι αγιότητα έχεις; Πότε έκαμες σαράντα χρόνους εις την έρημον, δια να
θαυματουργής ωσάν τους Ασκητάς; Πότε ενήστευσες τεσσαράκοντα ημέρας σωστάς να
μη φάγης τίποτε, δια να ιατρεύης και συ, καθώς οι παλαιοί Άγιοι; Πότε
εμαρτύρησες δια την αγάπην του Χριστού, δια να ιατρεύης καθώς οι Μάρτυρες;
Εκάης ποτέ δια τον Χριστόν; Ενήστευσες ποτέ; Επαρθένευσες εις όλην σου την
ζωήν; Έκαμες ελεημοσύνην τον πλούτον σου όλον; Από ποίον λοιπόν καλόν και θείον
έργον σου θαυματουργείς; Εάν πάλιν λέγης ότι αμαρτωλή είσαι, γνώρισε ότι
δαιμονικόν έργον πράττεις. Ίσως θέλεις ειπεί πως εις όποιον κάμω τα μαγικά μου
τεχνάσματα εγείρεται από την ασθένειάν του. Ειπέ μου συ, όπου πράττεις αυτά,
πιστεύεις ότι η ζωή του ανθρώπου είναι όλη εις τας χείρας και εις τον ορισμόν
του Θεού; Ή δεν το πιστεύεις αυτό; Και εάν μεν δεν πιστεύης, ούτε λέγεις, ότι η
ζωή του ανθρώπου είναι εις τον ορισμόν του Θεού, συ Χριστιανή δεν είσαι, αλλά
ούτε άνθρωπος, ούτε δαίμονας. Τα έθνη όλα μαρτυρούσιν, ότι ο Θεός ορίζει την
ζωήν των ανθρώπων· οι δαίμονες το ομολογούσιν, ότι αυτή είναι η αλήθεια· ο
κόσμος όλος το γνωρίζει και συ λέγεις ασεβέστατη, ότι δεν είναι εις το θέλημα
του Θεού η ζωή του ανθρώπου; Εάν πάλιν λέγης ότι εις τον ορισμόν του Θεού είναι
η ζωή του ανθρώπου, τότε πως λέγεις ότι τον ιατρεύεις συ με την μαγγανείαν σου;
Δύνασαι συ, όταν είναι ορισμός του Θεού να αποθάνη ο άνθρωπος, να τον κάμης να
μην αποθάνη; Εάν είναι να θεραπευθή, θεραπεύεται και χωρίς την μαγγανείαν σου·
εάν δε είναι να αποθάνη ο άνθρωπος εκείνος, εις τίποτε δεν δύνασαι να τον
βοηθήσης. Τι δύναται να κάμη ένα κομμάτι σχοινί κανάβινον, ή νερόν, ή
μαυρομάνικον μαχαίρι, ή τεμάχιον ενδύματος ή και οία δήποτε άλλη ενέργεια
δαιμονική, από αυτάς όπου κάμετε σεις οι γόητες και πλάνοι; Δύνανται αυτά να
ωφελήσωσι τον ασθενή; Ο δαίμων, θέλων να κάμη τους ανθρώπους να πιστεύουν εις
αυτά, πολλάκις φαίνεται ότι κάμνει ιατρείαν εις τους ασθενημένους. Ίσως θέλεις
ειπεί: τι κακόν κάμνω όταν εξορκίζω; Εγώ το όνομα του Χριστού, της Παναγίας,
των Αγίων Αναργύρων και άλλων Αγίων ονόματα αναφέρω εις τους εξορκισμούς μου·
βλάπτουσιν οι Άγιοι, ή τα ονόματά των, όταν τα αναφέρω εκεί που εξορκίζω;
Άκουσον, γύναι. Ο ψαράς, όταν θέλη να υπάγη εις την θάλασσαν να ψαρεύση, δεν
ρίπτει το άγκιστρόν του γυμνόν εις την θάλασσαν, διότι όταν τα οψάρια ιδούν γυμνόν
το σίδερον φεύγουν· δι’ αυτό βάζει δόλωμα εις το άγκιστρον. Ούτω και ο
διάβολος, δια να δελεάζη και να εξαπατά τους ανθρώπους, αναφέρει τα ονόματα των
Αγίων· διότι εάν ανέφερε δαιμονικά ονόματα, κανείς Χριστιανός δεν θα εδέχετο να
του κάμωσι μαγικά ή εξορκισμούς ή μαγγανείας ή γοητείας ή όπως αλλέως και αν
ονομάζουν τα δαιμονικά αυτά τεχνάσματα. Άπρεπον πράγμα είναι η ποικιλώνυμος και
πολυειδής μαγεία, ευλογημένοι Χριστιανοί. Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις το θείον και
ιερόν Ευαγγέλιον, δια να γνωρίσωμεν πως η σωφρονεστάτη Άννα από την καθαρότητά
της και την νηστείαν της ηξιώθη να προφητεύση και ποίους προφητικούς λόγους
είπε, και πως εγνώρισεν ότι το θείον εκείνο Βρέφος ήτο Θεός δια το οποίον και
την ονομάζει ο Ευαγγελιστής Προφήτιν. «Και αύτη αυτή τη ώρα επιστάσα
ανθωμολογείτο τω Κυρίω και ελάλει περί Αυτού πάσι τοις προσδεχομένοις λύτρωσιν
εν Ιερουσαλήμ». Η Άννα δηλαδή, η χήρα εκείνη, κατ’ αυτήν ταύτην την στιγμήν
κατά την οποίαν ο ευλαβής Συμεών εδέχθη τον Χριστόν ως Βρέφος εις τας αγκάλας
του, αύτη εστάθη και ελάλησε προς τον Κύριον και προς όσους ευρέθησαν εκεί και
ανέμενον να ακούσουν λόγον τινά δια την σωτηρίαν των, μεγάλα και παράδοξα
πράγματα. Δια να διηγηθώμεν λεπτομερώς εκείνα τα οποία έλεγεν εκεί η Άννα
έχομεν ανάγκην χρόνου πολλού· πλην μόνον ολίγα τινά να είπωμεν εν συντομία.
«Βλέπετε, έλεγεν, ω άνθρωποι, όπου ευρέθητε εδώ σήμερον; Τούτο το μικρόν Βρέφος
εστερέωσε τον Ουρανόν και την γην· τούτο το μικρόν Βρέφος είναι ο Ποιητής του
Κόσμου όλου. Βλέπετε το μικρόν Βρέφος αυτό; Αυτό έκαμε τους Αγγέλους· αυτό
έκαμε τον αέρα, δια να αναπνέωμεν· αυτό έκαμε τον αιθέρα, δια να θερμαινώμεθα·
αυτό προσέταξε και έγινε το ύδωρ, δια να πίνωμεν ημείς· αυτό ώρισε και στέκει η
γη επάνω εις το ύδωρ· αυτό προσέταξε και έγιναν δένδρα, ξύλα καρποφόρα και
άκαρπα· ζώα, κήτη εις την θάλασσαν, τετράποδα και ερπετά εις την γην, πετεινά
εις τον αέρα και εν συντομία αυτό είναι ο Ποιητής του κόσμου όλου· αυτό έπλασε
και τον πρώτον άνθρωπον, τον Αδάμ· αυτό το Βρέφος έδωκεν εις αυτόν πνοήν και
ψυχήν ζώσαν· αυτό και τους Προπάτορας ημών εδικαίωσε· αυτό τον Αβραάμ ηύξησε·
αυτό τον Ισαάκ επλήθυνεν· αυτό τον Ιακώβ επλάτυνεν· αυτό εφύλαξε τον Μωϋσήν από
τας χείρας του Φαραώ· αυτό έδειξε θαύματα· αυτό έσχισε την θάλασσαν, αυτό
κατεπόντισε τους Αιγυπτίους τους εχθρούς μας». «Βλέπετε, ω άνθρωποι, το μικρόν
αυτό Βρέφος, το οποίον βαστά ο Συμεών εις τας αγκάλας του; Αυτό ηλευθέρωσε τους
πατέρας ημών από την δουλείαν της Αυγύπτου· αυτό τους διεπέρασεν από την
Ερυθράν θάλασσαν· αυτό τους εφώτιζε την νύκτα και επεριπατούσαν· αυτό τους
εσκίαζε την ημέραν με νέφος και δεν εκαίοντο· αυτό τους έθρεψε τεσσαράκοντα
χρόνους εις την έρημον· αυτό τους διεφύλαξεν ατρώτους από τους εχθρούς των,
αυτό ανέβλυσεν ύδωρ από την ακρότομον πέτραν· αυτό εγλύκανε το ύδωρ της Μερράς,
όπερ ήτο πικρόν· αυτού του Βρέφους η δύναμις εφόνευσε τους εναντίους του
Μωϋσέως βασιλείς· αυτού η δύναμις εκρήμνισε τα τείχη της Ιεριχούς· αυτό το
Βρέφος ενεδυνάμωσε τον Ιησούν του Ναυή· αυτό το Βρέφος συνέτριψε φρούρια οχυρά
και βασιλείας κραταιάς· αυτό το Βρέφος έφερε τους πατέρας ημών εις την Γην
ταύτην της Επαγγελίας· αυτό έδιωξε τα έθνη τα οποία ήσαν πρότερον εδώ και
εγκατέστησε τους προπάτορας ημών». «Το Βρέφος αυτό εφύλαξε τους Τρεις Παίδας
από την φλόγα της καμίνου· αυτό το Βρέφος, το μικρόν, ελύτρωσε τον Δανιήλ από
τα στόματα των λεόντων· αυτό ύψωσε το γένος μας· αυτό εμεγάλυνε το πλήθος των
Ιουδαίων· αυτό και δια την σωτηρία μας κατήλθεν εκ των ουρανών και ενεδύθη
σάρκα εκ της Αγίας αυτής Παρθένου· αυτό το Βρέφος, το οποίον φέρει ο Συμεών εις
τας αγκάλας του, αυτό, ο ουρανός όλος και η γη όλη δεν δύναται να χωρέση, αλλ’
αυτό εχωρήθη εις την κοιλίαν αυτής της Παρθένου Μητρός του δια τας ιδικάς μας
αμαρτίας. Αυτό το Βρέφος υμνούσιν οι Άγγελοι, αυτό δοξάζουσιν οι Αρχάγγελοι,
αυτό το Βρέφος λατρεύουσι τα Χερουβίμ, τα Σεραφίμ, οι Θρόνοι, αι Κυριότητες, αι
Εξουσίαι, αι Αρχαί, αι Δυνάμεις· αυτό και ημείς ας προσκυνήσωμεν· αυτό και
ημείς ας δοξάσωμεν ως Θεόν αληθινόν. Ούτοι είναι οι λόγοι της σωφρονεστάτης
Άννης· αύται αι προφητείαι την ωνόμασαν Προφήτιν· δια τούτους τους λόγους ο
Ευαγγελιστής Λουκάς ονομάζει Προφήτιν την Άνναν αυτήν. Και ο μεν λόγος περί της
Άννης ας έχη τέλος, ας είπωμεν δε και το επίλοιπον του θείου και ιερού
Ευαγγελίου. «Και ως ετέλεσαν άπαντα τα κατά τον νόμον Κυρίου, επέστρεψαν εις
την Γαλιλαίαν, εις την πόλιν αυτών Ναζαρέτ. Το δε παιδίον ηύξανε και
εκραταιούτο Πνεύματι, πληρούμενον σοφίας, και χάρις Θεού ην επ’ αυτό». Έως εδώ
είναι το σημερινόν Ευαγγέλιον, ερμηνεύεται δε ως εξής· ως ετελειώθησαν όλα όσα
επρόσταζεν ο Νόμος, επέστρεψαν εις την πατρίδα των, την πόλιν της Γαλιλαίας
Ναζαρέτ. Το δε παιδίον, δηλαδή ο Χριστός, ηύξανε και ενεδυναμούτο εν Πνεύματι
Αγίω και επληρούτο σοφίας και Χάρις Θεού ήτο επ’ αυτό. Ποία δε ήσαν τα υπό του
Νόμου προστασσόμενα; Να υπάγωσι δύο περιστεράς ή τρυγόνας εις τον Ναόν, και να
λάβη ο ιερεύς το παιδίον εις τας χείρας του, να το εισαγάγη εις το Ιερόν και να
το αφιερώση εις τον Ναόν. Ποία δε ήτο η Γαλιλαία και η Ναζαρέτ; Γαλιλαία
ωνομάζετο κατά την εποχήν του Χριστού η βορείως της Σαμαρείας χώρα της
Παλαιστίνης, η κατοικουμένη από τας φυλάς Νεφθαλείμ, Ασήρ, Ζαβουλών και
Ισσάχαρ, εχωρίζετο δε εις Άνω και Κάτω Γαλιλαίαν· η δε Ναζαρέτ ήτο μικρά και
ασήμαντος πόλις της Γαλιλαίας, εις την οποίαν ανετράφη ο Χριστός και εκ της
οποίας ωνομάσθη Ναζωραίος, καθώς προεφήτευσαν οι Προφήται, κατά την μαρτυρίαν
του θείου Ευαγγελιστού Ματθαίου λέγοντος· «Ναζωραίος κληθήσεται» (Ματθ. β΄ 23).
Επειδή δε γεωγραφικώς τα Ιεροσόλυμα ευρίσκονται εις θέσιν υψηλοτέραν από την
της Ναζαρέτ, δια τούτο ο Ευαγγελιστής Λουκάς λέγει εις την αρχήν του σημερινού
Ευαγγελίου· «ανήγαγον αυτόν εις τα Ιεροσόλυμα», δηλαδή ανεβίβασαν τον Χριστόν
εις τα Ιεροσόλυμα, ως Βρέφος μικρόν όπου ήτο τότε. Αλλά πως λέγεις Ευαγγελιστά·
«το δε παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο Πνεύματι πληρούμενον σοφίας και χάρις
Θεού ην επ’ αυτό»; Αυτός ήτο Θεός, αυτός ήτο σοφία, αυτός ήτο το φως και η
αλήθεια, καθώς ο ίδιος περί εαυτού λέγει· «Εγώ ειμί το φως του κόσμου» (Ιωάν.
η΄ 12), «Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάν. ιδ΄ 6). Αφού λοιπόν
αυτός ήτο η σοφία, καθώς τούτο και ο θείος Παύλος επιβεβαιοί λέγων· «εν Χριστώ
Ιησού, ος εγενήθη ημίν σοφία από Θεού» (Α΄ Κορ. α΄ 30), αφού αυτός ήτο τέλειος
και υπερτέλειος, πως συ λέγεις ότι ηύξανε και ενεδυναμούτο Πνεύματι και
επληρούτο σοφίας; Περί την ερμηνείαν του ρητού αυτού πολλαί αιρέσεις έγιναν,
ευλογημένοι Χριστιανοί, και μάλιστα των Αρειανών· αλλά προσέξατε να εννοήσητε
την αλήθειαν. Ο Χριστός Θεός αληθινός ήτο, αλλά επειδή έγινεν άνθρωπος και
ενεδύθη σάρκα καθώς ημείς, έπρεπε και ως άνθρωπος να αναπτύσσεται ολίγον κατ’
ολίγον· διότι εάν δεν ανεπτύσσετο ολίγον κατ’ ολίγον θα είχον οι αιρετικοί
αφορμήν να λέγουν, ότι δεν έγινεν άνθρωπος κατ’ αλήθειαν, αλλά κατά φαντασίαν·
θέλω λοιπόν να είπω ότι ούτε ο Ευαγγελιστής σφάλλει, διότι αληθώς ηύξανε το
παιδίον, αλλά ως άνθρωπος, όχι ως Θεός· επειδή η Θεότης ούτε αυξάνεται, ούτε
ελαττούται. Ο Χριστός δεν ανεπτύσσετο ως Θεός, επειδή η Θεότης ούτε μήκος έχει,
ούτε πλάτος, ολυτε βάθος, ούτε αυξάνει από ολίγον εις πολύ, διότι είναι τελεία
εις όλα και ουδέν ελλιπές έχει εν εαυτή. Κατά το ανθρώπινον λοιπόν λέγει ο
θείος Ευαγγελιστής Λουκάς, ότι ηύξανεν ο Χριστός. Σοφίαν δε λέγει, όχι την
ευτελή των ανθρώπων, αλλά την θείαν σοφίαν την οποίαν είχεν έμψυχον ο Χριστός,
επειδή ο Χριστός από ανθρώπους σοφίαν και γνώσιν δεν εχρειάζετο, εφ’ όσον αυτός
ήτο η αυτοσοφία. Τι θέλει λοιπόν να δείξη εις ημάς ο Ευαγγελιστής με τον λόγον
αυτόν; Θέλει να μας είπη ότι όσον ηύξανε κατά το σώμα, επί τοσούτον εφαίνετο
ότι ηύξανε και η σοφία και η γνώσις αυτού, διότι ο Χριστός ακολουθών την περί
των παιδίων αντίληψιν των ανθρώπων, απεκάλυπτεν ολίγον κατ’ ολίγον την εις
αυτόν ενοικούσαν θείαν σοφίαν. Ιδού λοιπόν, ευλογημένοι Χριστιανοί, όσα ήσαν
αρμόζοντα περί της Αγίας εορτής, ως ηδυνήθημεν, ερμηνεύσαμεν εις την αγάπην
σας. Όθεν ας προσπαθήσωμεν του λοιπού να διορθώσωμεν ο καθείς τον εαυτόν του·
και τας μεν αμαρτίας να μισήσωμεν, τας δε αρετάς να αγαπήσωμεν· ας μη φαινώμεθα
αχάριστοι και αγνώμονες προς τον ευεργέτην μας Θεόν. Αυτός Θεός ήτο και
κατεδέχθη τόσα δια τας αμαρτίας τας ιδικάς μας, ημείς δε καθ’ εκάστην ημέραν
και ώραν τον καταπικραίνομεν, τον λυπούμεν, τον υβρίζομεν, καταφρονούμεν τους
λόγους του και καταπατούμεν τα προστάγματα του Ευαγγελίου του. Είπατέ μοι· εάν
ήτο κάποιος βασιλεύς, όστις επολέμησε και εκινδύνευσε να χάση την βασιλείαν του
δι’ αγάπην ενός δούλου του, αγωνιζόμενος πώς να τιμήση αυτόν, έπειτα ο δούλος
εκείνος, αντί να ευχαριστή τον βασιλέα όπου τον ετίμησε, τον ονειδίζει και τον
υβρίζει και δεν έχει ουδεμίαν ευγνωμοσύνην προς αυτόν, άραγε τι κακόν πρέπει να
πάθη ο κακός δούλος εκείνος; Άλλο δεν του αξίζει, ειμή να κερδήση δικαίως τον
θάνατον. Τούτο, αδελφοί, συμβαίνει και εις ημάς τους αχαρίστους ανθρώπους, τους
Χριστιανούς. Θεός ήτο και Βασιλεύς όλου του κόσμου ο Χριστός· οι Άγγελοι τον
υμνούσαν· οι Αρχάγγελοι τον εδοξολογούσαν· παν γένος ανθρώπων ως Θεόν τον
επροσκυνούσαν· αλλά δια την ιδικήν μας σωτηρίαν, δια την ιδικήν μας τιμήν, δια
το ιδικόν μας καλόν, ήλθε και εσαρκώθη εκ της Αγίας Παρθένου και Παναχράντου
Μαρίας, και έγινεν άνθρωπος και ενεδύθη σάρκα και επείνασε και εδίψησε και όλα
τα σωματικά έλαβεν, εκτός του θυμού και της επιθυμίας· εδιώχθη από εχθρούς,
ωνειδίσθη ως ξένος, ερραπίθη, ενεπαίχθη, υβρίσθη, ενεπτύσθη· και όλας τας
εξουθενώσεις και ταπεινώσεις υπέμεινε, τέλος δε εσταυρώθη και απέθανε και
ετάφη, μόνον δια την ιδικήν μας σωτηρίαν. Ημείς δε, οι αγνώμονες και άθλιοι,
ουδεμίαν ανταμοιβήν αποδίδομεν προς Αυτόν, ουδέν καλόν του προσφέρομεν, δια
τούτο θέλομεν καταδικασθή εις την αιώνιον κόλασιν. Μη όμως ούτω πράττομεν,
αδελφοί μου Χριστιανοί· αλλά ας προσπαθήσωμεν, ας φροντίσωμεν, ας αγωνισθώμεν
νύκτα και ημέραν, ότι ο Θεός είναι εύσπλαγχνος και δέχεται τους μετανοούντας.
Και ημείς λοιπόν ας μετανοήσωμεν, ας κλαύσωμεν, ας θρηνήσωμεν δια τας πολλάς
και μεγάλας αμαρτίας μας, δια να μας λυπηθή και να μας ελεήση ο Κύριος ημών
Ιησούς Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός, ο συναϊδιος και συνάναρχος τω Πατρί· Ω
πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις, συν τω προανάρχω και αγεννήτω Πατρί
και τω εκπορευτώ και Παναγίω και ζωαρχικώ Πνεύματι, πάντοτε· και νυν και αεί
και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
ΛΟΓΟΣ Πανηγυρικός εις την ΥΠΑΠΑΝΤΗΝ
του Σωτήρος ΧΡΙΣΤΟΥ.
«Και αυτός εδέξατο Αυτό εις τας αγκάλας αυτού και ευλόγησε τον Θεόν και
είπε· ΄Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη ότι
είδον οι οφθαλμοί μου το Σωτήριόν σου» (Λουκά κεφ. β΄)
Ανατέλει και σήμερον, ένδον του μυστικωτάτου ουρανού της Εκκλησίας, η
χρυσάκτινος και μυριόαστρος αύτη αυγή, η πανακήρατος Μαριάμ, πεφωτισμένη
λαμπρώς από τον αγλαότατον Ήλιον Ιησούν, όστις φωταγωγεί δια των
χρυσολαμπηδόνων ακτίνων του τα σύμπαντα από του καθαρωτάτου ουρανού, της
κοιλίας Αυτής. Ανατέλλει η γλυκυτάτη αυγή, η Θεοτόκος, και φέρουσα εις τας
παρθενικάς αυτής αγκάλας τον πάμφωτον Ήλιον Ιησούν, τον εγχειρίζει από τους
ιδικούς της κόλπους εις τους κόλπους ενός προβεβηκότος αστέρος, του Συμεών, ίνα
διώξη εξ αυτού το νέφος της απιστίας και φέρη αυτόν εις το φως της θεογνωσίας.
Παρέχει η Παρθένος από τας τρυφεράς αυτής αγκάλας το ευωδέστατον άνθος της, τον
γλυκύτατον, λέγω, Ιησούν, εις τας γηραλέας αγκάλας του Συμεών, ίνα ευωδιάση τον
ναόν της ψυχής αυτού και ποτίση αυτόν το γλυκύτατον νέκταρ, το οποίον ανέβρυσεν
εκ των παρθενικών αυτής και ασπίλων αιμάτων, καθαρίζον τελείως τους κλώνους της
αμφιβολίας και εμπιπλών τούτους από τον ώριμον και γλυκύτατον καρπόν της
ευπιστίας. Τον εγχειρίζει όχι πλέον ίνα απιστή, αλλ’ ίνα ομολογή συμφώνως μετά
του Προφήτου Ησαϊου: «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και
καλέσουσι το όνομα αυτού Ιησούν». Εάν λοιπόν και αμφέβαλλέ ποτε εις τον άσπορον
τούτον καρπόν της Παρθένου ο δίκαιος ούτος Συμεών, και ηπίστει εις τον
κατάκωμον τούτον βλαστόν της νεοθαλούς ταύτης ρίζης, εις τον ανθομύριστον
τούτον όρπηκα της Μητροπαρθένου Βασιλίσσης και δεν επότιζε την ψυχήν αυτού εκ
του γλυκορρόου τούτου γάλακτος της Θεομήτορος Κόρης, το οποίον δια του Προφήτου
Ησαϊου πρότερον κρουνηδόν επλημμύρει, «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει», σήμερον
τέλος πάντων, βλαστήσας εν μέσω των γεγηρακότων αυτού κλώνων ο ανθοβλαστοποικιλόμορφος
ούτος καρπός της Παρθένου, το τρυφερώτατον τούτον φυτόν της ευλογημένης Μαρίας,
ο Ιησούς δηλαδή, και πλημμυρίσας εκ των μαστών της Κεχαριτωμένης Κόρης το
καθαρώτατον τούτο γάλα ο Θεάνθρωπος Κύριος, επί το στήθος του πρεσβύτου,
απορρίπτει συντόμως όλην την προτέραν αυτού απιστίαν και μεγαλοφώνως βοά την
παρούσαν ευχαριστίαν· «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου
εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το Σωτήριόν σου». Ω ασματική και
ευφρόσυνος αύτη δοξολογία! Ω μεγάλη του πρώην απίστου ευπιστία! Όθεν, εάν
σήμερον, ω ευλαβέστατοι και Ορθόδοξοι πανηγυρισταί της σεβασμίας ταύτης εορτής,
η Πανάφθορος αύτη και ακήρατος Μαριάμ προσφέρη εις τον Ναόν τον Μονογενή αυτής
Υιόν, ίνα εγχειρίση αυτόν εις τας χείρας του πρεσβύτου Συμεών και χαρίζη εις
τας πρεσβυτικάς αυτού αγκάλας τον μυρίπνοον αυτής ανθόν, ίνα ευωδιάση την
διψασμένην αυτού ψυχήν και βαστάξη το ουράνιον αυτής τέκνον, ίνα δεχθή αυτό ο
Συμεών, έρχομαι καγώ σήμερον εις τούτον τον Ναόν, ίνα ραντίσω τας ευλαβείς ημών
καρδίας από τα μυρίπνοα αυτά άνθη της παγκοσμίου ταύτης εορτής. Έρχομαι και
δεχόμενος την λάμψιν της διδασκαλίας από την πηγήν της σοφίας, την Πανάχραντον,
λέγω, Θεοτόκον, επειδή είναι το πέλαγος πάσης γνώσεως και επιστήμης, υπόσχομαι,
ίνα φανερώσω προς την υμετέραν αδελφικήν αγάπην, κατά την χαρμόσυνον ταύτην
πανήγυριν, ότι η Παναγία Παρθένος, επειδή είναι φυσική Μήτηρ Θεού και Μήτηρ
θετή ημών των Χριστιανών, εγχειρίζει σήμερον τον κατά φύσιν Υιόν αυτής τον
Μονογενή εις τας χείρας του Συμεών, ίνα ανοίξη τας παναγίας αυτής χείρας και
λάβη εις τας αγκάλας της ημάς τα θετά αυτής τέκνα, όπου την επιστεύσαμεν Μητέρα
Θεού και ποιήση ημάς κατά Χάριν θεούς. Αύτη είναι η υπόθεσις της σημερινής
εορτής, ω χριστιανικά και Ορθόδοξα τέκνα της Θεοτόκου, την οποίαν θέλετε μάθει
συντόμως μετ’ ευφροσύνης και θεολογικής αποδείξεως και αληθείας, αν λάβω και
εγώ από υμάς πρόθυμον την φιληκοϊαν. Το άναρχον και προαιώνιον τούτο παιδίον, ο
Ιησούς, ο προ των αιώνων επαναπαυόμενος εις τους κόλπους του προανάρχου αυτού
Πατρός, κατά δε την σήμερον ως Βρέφος τεσσαρακονθήμερον βασταζόμενον εις τους
κόλπους της Πανάγνου αυτού Μητρός, το αθάνατον τούτο νήπιον και άχρονον, ο
θνητός ούτος Θεός και χρονικός (κατά τον της αντιδόσεως τρόπον του κορυφαίου
των Θεολόγων Ιωάννου του Δαμασκηνού), αυτό το μικρόν Βρέφος το αχώρητον εις τον
ουρανόν και εις όλην την ορατήν και αόρατον κτίσιν, επειδή είναι μέγα και
άπειρον κατά την Θεότητα· ούτος ο μέγας και υψηλός Θεός, όστις χωρείται εις τας
αγκάλας της Θεοτόκου, επειδή είναι μικρός τεσσαράκοντα ημερών κατά την ανθρωπότητα,
επειδή εσαρκώθη δι’ άκραν αυτού ευσπλαγχνίαν, όλην την φύσιν της ανθρωπότητος
λαβών εις την εαυτού υπόστασιν, εκ των παρθενικών αιμάτων της Παναχράντου
Μητρός αυτού Θεοτόκου Μαρίας, όλην συνέμιξε τοις ανθρώποις την εαυτού ουσίαν
της Θεότητος. Άρρητος ούτος ο τρόπος της ασυγχύτου αυτής ενώσεως των δύο φύσεων
Θεότητος και ανθρωπότητος· αλλ’ ούτως ηυδόκησεν, ίνα ανεβάση εις την προτέραν
δόξαν την πεσούσαν των ανθρώπων ουσίαν υπό της βασκανίας του χαιρεκάκου
διαβόλου. Αυτό λοιπόν, ω Ορθόδοξα τέκνα της Ανατολικής Εκκλησίας, αυτό το
γαλακτοτροφούμενον Νήπιον, το οποίον τρέφεται και ζωογονείται από το γάλα της
κεχαριτωμένης Μητρός του, αυτό τρέφει και ζωογονεί την σύμπασαν φύσιν δια της
παντοδυναμίας αυτού. Αυτό όπου εδημιουργήθη επί της γης τέλειος άνθρωπος, εδημιούργησε,
λόγω μόνω, δια της σοφίας αυτού, ορατά και αόρατα, ουράνια και επίγεια, υλικά
τε και άϋλα, ως τέλειος Θεός. Αυτό το Νήπιον όπου τρέμουσιν όλα τα στοιχεία και
φρίττει όλος ο κόσμος, ίνα ποιήση τον άνθρωπον Θεόν, γέγονε νήπιον μικρόν· το
κηρύττουσιν εν μέσω της Εκκλησίας μετά του ασματογράφου Ιωσήφ αι των Θεολόγων
ανδρών ευηχέστεραι σάλπιγγες· «Ίνα θεόν τον άνθρωπον απεργάση, βροτός γέγονας
υπεράγαθε». Αυτή την ενανθρώπησιν του Θεού και την θέωσιν του ανθρώπου,
αγαπητοί, δυνάμεθα να εννοήσωμεν δια του πεπυρακτωμένου σιδήρου όπου βγάζει ο
χαλκεύς εκ της καμίνου· επειδή, καθώς μίγνυται η φλοξ μετά του σιδήρου όπου
βράζει εις την κάμινον και γίνονται τα δύο εν μίγμα και ούτε την φλόγα δύνασαι
να είπης πως είναι μοναχόν πυρ, επειδή είναι μεμιγμένη με τον σίδηρον, αλλ’
ούτε πάλιν τον σίδηρον μοναχόν, επειδή είναι συγκεκραμένος με την φλόγα, αλλ’
ένα και μόνον πεπυρακτωμένον σίδηρον ονομάζεις και τας δύο φύσεις σιδήρου τε
και πυρός, ούτω και εις την σάρκωσιν τούτου του Νηπίου, το οποίον βαστάζει
σήμερον η άνυμφος Μήτηρ, δεν δύνασαι να είπης εις αυτό πως είναι μοναχή η
Θεότης, επειδή είναι μετά της σαρκός· ούτε πάλιν η σάρξ μοναχή, επειδή είναι
ηνωμένη μετά της Θεότητος· αλλ’ ένα και μόνον Θεάνθρωπον Ιησούν ονομάζεις και
τας δύο ταύτας φύσεις, την Θεότητα δηλαδή και την ανθρωπότητα, επειδή ο
προάναρχος εκείνος Πατήρ, ο κτίστης και δημιουργός πάσης φύσεως, καταβιβάσας
αφράστως και ανερμηνεύτως εκ της θείας ουσίας και φύσεως αυτού την φλόγα της
Θεότητος, ήτοι τον συνάναρχον και ομοούσιον αυτού Υιόν, μέσα εις την κάμινον,
ήτοι την κοιλίαν της Παρθενομήτορος ταύτης Νύμφης, ήνωσεν όλην την της Θεότητος
φλόγα με τον σίδηρον της Παρθένου, ήτοι την Παναγίαν και πανάσπιλον αυτής σάρκα
και ούτω πανσόφως ο σοφός ένα κατεσκεύασε σίδηρον πεπυρακτωμένον, τον
θεάνθρωπον Ιησούν, όλον Θεόν και όλον άνθρωπον, εν κράμα· ασυγχύτως όμως και
ατρέπτως, σωζομένων εν αυτώ τω των ιδιοτήτων εκάστης των δύο Αυτού φύσεων.
Λοιπόν, αγαπητέ μου ακροατά, δύνασαι να είπης εις το μυστήριον τούτο, εις το
μικρόν τούτο Βρέφος το οποίον βαστάζει την σήμερον η Παναγία Παρθένος, επειδή
ηνώθη η φλοξ της Θεότητος με τον σίδηρον της ανθρωπότητος, ο Θεός δηλαδή
γέγονεν άνθρωπος και ο άνθρωπος Θεός·
«ίνα Θεόν τον άνθρωπον απεργάση, βροτός γέγονας, υπεράγαθε». Ούτως ομιλεί ο των
εκκλησιαστικών ύμνων μελωδικός ασματογράφος Ιωσήφ· και πάλιν εις έτερον μέρος·
«Ίνα θεώση τον άνθρωπον, εκ σου, Παρθένε, τίκτεται Θεός». Ονομάζομεν λοιπόν τον
πεπυρακτωμένον σίδηρον του ουρανίου χαλκέως και Πατρός, την της Θεότητος φλόγα,
τον Υιόν του Θεού και τον της σαρκός σίδηρον, τον Υιόν της Παρθένου, την φύσιν
του Θεού και την φύσιν των ανθρώπων, ένα και μόνον Θεάνθρωπον Χριστόν· επειδή
όλη η φλοξ της Θεότητος, όλος δηλαδή ο Θεός Λόγος, ηνώθη με όλον τον σίδηρον
της σαρκός, με όλην την ανθρώπινον φύσιν και όλος ο σίδηρος και ανθρώπινος
φύσις συνεκράθη με όλην την φλόγα, με όλον δηλαδή τον Θεόν και γέγονεν εν
κράμα, η φύσις του Θεού και η φύσις των ανθρώπων, καθώς μίγνυται η φύσις της
φλογός με την φύσιν του σιδήρου και γίνονται και τα δύο εν μεμιγμένον κράμα. Ο
κορυφαίος των θεολόγων Δαμασκηνός εν τη ασματική Θεολογία βιβλ. Γ΄ κεφ. στ΄,
θεοφθόγγοις χείλεσι θεολογεί· «Εν τη ενανθρωπήσει του ενός της Αγίας Τριάδος
Θεού λόγου, φαμέν πάσαν και τελείαν την φύσιν της Θεότητος, εν μια των αυτής
υποστάσεων, ενωθήναι πάση τη ανθρωπίνη φύσει και ου μέρος μέρει· όλον γαρ όλος
ανέλαβέ με και όλος όλω ηνώθη, ίνα όλω την σωτηρίαν χαρίσηται». Ποίος νυν εκ
των Χριστιανών, οίτινες πιστεύουσιν εις τον μονογενή Υιόν του Θεού και
εγεννήθησαν τέκνα θετά της Μητρός του Χριστού, δεν ομολογεί πως η Παναγία
Παρθένος, η άσπιλος Νύμφη και καθαρά, η Βασίλισσα του Ουρανού και της γης, η
φυσική Μήτηρ του Θεού και Μήτηρ κατά Χάριν ημών των Χριστιανών, είναι εκείνη
όπου έδωκε την παναγίαν νηδύν, την πανάσπιλον αυτής κοιλίαν, ωσάν μίαν κάμινον,
όπου έχυσεν εις αυτήν ο ουράνιος χαλκεύς και δημιουργός, ο άναρχος δηλαδή και
αγέννητος Πατήρ, την φλόγα της Θεότητος αυτού, τον συνάναρχον και ομοούσιον
Υιόν αυτού, ίνα ενώση τας δύο φύσεις, Θεού τε και ανθρώπου; Ποίος αρνείται πως
δεν εξήλθεν από την κάμινον της κοιλίας αυτής ο πεπυρακτωμένος ούτος σίδηρος, ο
Θεάνθρωπος Ιησούς, ο οποίος φωταγωγεί εις τας αγκάλας αυτής με την φλόγα της
Θεότητος και αστράπτει με τον σίδηρον της ανθρωπότητος; Ποίος δεν πιστεύει εις
το μικρόν τούτο Βρέφος, όπου κρέμαται εις τας αγκάλας της Κεχαριτωμένης αυτού
Μητρός και θηλάζει το γάλα των μαστών αυτής, πως έλαβε τον σίδηρον της σαρκός
από τα καθαρώτατα αίματα της κοιλίας αυτής, ίνα συμμίξη εις την ημετέραν φύσιν
την θείαν αυτού φύσιν; Ναι, όλοι συμφώνως, όσοι εις Πατέρα και Υιόν και Άγιον
Πνεύμα τον ένα Θεόν εβαπτίσθημεν, ομολογούμεν και κηρύττομεν ότι η Παναγία
Παρθένος έδωκε την κάμινον της κοιλίας αυτής, όπου εχύθη εις αυτήν όλη η
υποστατική φλοξ της Θεότητος και ούτως εξήλθεν εξ αυτής ο πεπυρακτωμένος
σίδηρος, ο Ιησούς Χριστός. Όλοι όσοι ελπίζομεν Βασιλείαν ουρανών, δια μέσου
αυτής της, κατά Χάριν, γλυκυτάτης Μητρός ημών, όσοι και εις αυτήν και εις τον
ηγαπημένον αυτής Υιόν επιστεύσαμεν, ψάλλομεν μετά των θεολογικών διδασκάλων της
Εκκλησίας ημών και ευφραινόμενοι λέγομεν· «Ίνα θεώση ημάς ο Θεός εσαρκώθη εξ
αγνών σου αιμάτων και εγένετο βροτός, Παρθένε Θεοτόκε». Ούτως ημείς, οίτινες
εβαπτίσθημεν, ω γλυκεία Παρθένε Μαρία, ούτως ημείς οίτινες ηξιώθημεν να σε
απολάβωμεν κατά Χάριν Μητέρα ημών, επειδή επιστεύσαμέν σε μητέρα Θεού· ούτως
ημείς οι αμαρτωλοί, οίτινες σε έχομεν Μεσίτριαν καθ’ εκάστην εις τον Μονογενή
σου Υιόν, πιστεύομεν και ομολογούμεν ότι αυτό το μικρόν Βρέφος, όπου βαστάζεις
σήμερον εν τω Ναώ, εσαρκώθη εκ της παναγίας σου γαστρός, ίνα ποιήση άνθρωπον
τον Θεόν και τον άνθρωπον κατά Χάριν Θεόν. Όθεν και αγαλλόμενοι σήμερον οι
υμνωδοί σου, βοώμεν μετά των πολυφθόγγων ρητόρων· «Ίνα θεώση τον άνθρωπον, εκ
σου, Παρθένε, τίκτεται Θεός». Ω μελωδική αίνεσις και δοξολογία της Παρθένου! Ω
θεοποίησις ανερμήνευτος της ανθρωπίνης φύσεως! Και λοιπόν έως του νυν
ομολογούμεν, Χριστιανοί, ότι η Παναγία Παρθένος εστάθη με την παναγίαν αυτής
νηδύν ωσάν μία κάμινος, ήτις εδέχθη την φλόγα της Θεότητος και εγέννησεν όλον
Θεόν και όλον άνθρωπον, ώστε ηνώθη ασυγχύτως και ατρέπτως η φύσις του Θεού μετά
της φύσεως των ανθρώπων και έγιναν και αι δύο αυταί φύσεις εν και μόνον κράμα·
δυνάμεθα εντεύθεν να μη ομολογήσωμεν πως η Παρθένος εστάθη αιτία της των πάντων
θεώσεως; Πως αν το κηρύττη χαρμοσύνως η Εκκλησία, «θεοί με Θεός, εν σοι
σκηνώσας», διατί να μη το κηρύττωμεν και ημείς; Πως αν το ψάλλωσι μετ’
αγαλλιάσεως αι πολύφθογγοι μούσαι των ιερών διδασκάλων, «Παστάς του Λόγου,
αμόλυντε, αιτία της των πάντων θεώσεως, χαίρε Πανάχραντε» διατί να μη ψάλλωμεν
αυτό και ημείς μετά χαράς; Πως δεν θέλομεν κηρύττει, ω ηγαπημένη Μήτηρ του Θεού
φυσική και Μήτηρ θετή ημών των Χριστιανών, ότι εστάθης η αιτία της Σωτηρίας,
της απολυτρώσεως και της θεώσεως ημών; Πως δεν πρέπει, ω Πανάφθορε Κόρη, ίνα
αποβλέπωμεν εις σε, την Μητέρα του Θεού, όπου εισέρχεσαι σήμερα εν τω Ναώ
φέρουσα εις τους κόλπους σου το μικρόν τούτο Βρέφος, τον Ιησούν, ίνα παρέξης
αυτό εις τας χείρας του Συμεών και ποιήσης κατά Χάριν θεούς ημάς, τα θετά σου
παιδία; Βέβαια ούτως ομολογούμεν, ω αδελφοί μου ηγαπημένοι, δια την Μητέρα ημών
την Παναγίαν, ήτις παρέχει σήμερον τον φυσικόν αυτής Υιόν εις τας αγκάλας του
Συμεών, ίνα δεχθή εις τας αγίας αυτής αγκάλας ημάς τα θετά αυτής τέκνα, τα
οποία την επιστεύσαμεν Θεοτόκον, ποιήση δε ημάς κατά Χάριν θεούς, επειδή αν
ημείς εν αληθεία εβαπτίσθημεν και επιστεύσαμεν εις την αληθινήν πίστιν του Υιού
αυτής και αν ημείς μετέσχομεν της μακαρίας Θεότητος δι αυτής της γενομένης
καταλλαγής του Θεού προς ημάς και απηλαύσαμεν της ουρανών Βασιλείας, ην
εστερήθημεν δια της παρακοής των προπατόρων ημών και εγίναμεν τέλος πάντων κατά
Χάριν τέκνα της, όμως εξεμακρύναμεν τελείως από την Θεότητα δια την της
αμαρτίας παχύτητα· δια τούτο λοιπόν, επειδή είναι Μήτηρ του Θεού φυσική και
Μήτηρ κατά Χάριν ημών των Χριστιανών, επειδή είναι φιλεύσπλαγχνος Μήτηρ του
Παντελεήμονος και ανεξάντλητος πηγή του ελέους και ελεεί και οικτίρει ημάς τα
τέκνα αυτής, όπου ζητούμεν την σκέπην αυτής και βοήθειαν, επιστρέφει το
Πανάγιον αυτής πρόσωπον εις ημάς, τα κρημνισμένα τέκνα της, από το ύψος της
ουρανών Βασιλείας, κάτω εις τα βάραθρα της κολάσεως και λυπουμένη εις τας
συμφοράς και τους κινδύνους και μη υποφέρουσα, ίνα βλέπη ημάς πόρρω αυτής και
του Υιού της, αιχμαλωτισμένους υπό της αμαρτίας και του διαβόλου, παρέχει την
Παντοδύναμον δεξιάν της και σύρει ημάς από τα βάθη του Άδου, επάνω εις το ύψος
της θεώσεως του Υιού αυτής. Όθεν και η Αγία ημών Εκκλησία, βλέπουσα την
Παντάνασσαν, ίνα χαρίζη ημίν τοιαύτην Σωτήριον δόξαν και Μακαριότητα του
Παραδείσου, ψάλλει μετ’ ευφροσύνης και μελωδεί καθ’ εκάστην· «Ύψωσας ημάς τω
υψηλώ σου τόκω, βαράθρων συμπτώσεως, Θεοχαρίτωτε» και, «Παστάς του Λόγου
αμόλυντε, αιτία της των πάντων θεώσεως, χαίρε Πανάχραντε». Ω αγαλλίασις του
ανθρωπίνου γένους, εις την σεβασμίαν ταύτην πανήγυριν της Δεσποίνης ημών! Ω
θεία ανάβασις εις την προτέραν ημών αθανασίαν και Μακαριότητα! Ανοίγει λοιπόν η
χαριτόβρυτος Μαριάμ, ω αδελφοί μου Χριστιανοί, τας παναγίας αυτής χείρας, ίνα
θέση ημάς εις τας παρθενικάς αυτής αγκάλας, ίνα εγείρη ημάς εκ του βυθού της
αμαρτίας, ίνα υψώση ημάς επάνω εις την δόξαν της ουρανίου Ιεραρχίας, ίνα ποιήση
ημάς τέκνα φωτός και κληρονόμους της Βασιλείας του Υιού αυτής και ίνα κάμη
ημάς, τέλος πάντων, κατά Χάριν θεούς, καθώς εγεννήθημεν και υιοί Θεού δια του
Αγίου Βαπτίσματος. Όθεν και αοράτως φαίνεται μετ’ ευσπλαγχνίας ταύτη τη ώρα,
ίνα ανοίγη το πανάγιον αυτής στόμα, αναζητούσα ημάς τα κατά Χάριν τέκνα αυτής
και λέγουσα· «Ω τέκνα μου Χριστιανοί, οι οποίοι εβαπτίσθητε και επιστεύσατε εις
τούτο το βρέφος Ιησούν, τον οποίον εγέννησα από την κάμινον της καθαρωτάτης μου
κοιλίας, όλον Θεόν και όλον άνθρωπον, φέροντα εις μίαν υπόστασιν την φύσιν του
Θεού και την φύσιν των ανθρώπων, διατί απεμακρύνθητε τόσον πολύ και εξ εμού της
Μητρός σας, και εκ τούτου μου του ηγαπημένου Υιού δια των έργων της αμαρτίας;
Εάν ο Υιός μου κατεδέχθη, ίνα γεννηθή εκ της μήτρας μου, όλος Θεός και όλος
άνθρωπος, μόνον ίνα πυρώση τον κατάψυχρον σίδηρον της σαρκός υμών με την φλόγα
της Θεότητος αυτού, διατί υμείς ίστασθε εισέτι εις το ψύχος και τον παγετόν των
πονηρών έργων και πράξεων; Εάν ο Μονογενής μου Υιός, δι’ άκραν αυτού
ευσπλαγχνίαν εφόρεσε το ένδυμα της σαρκός σας, ίνα στολίση υμάς με την
βασιλικήν αυτού αλουργίδα της Θεότητος, διατί σεις είσθε γυμνοί και εστερημένοι
από την θείαν αυτού και παντοδύναμον Χάριν; Εάν ο ηγαπημένος μου Υιός ηθέλησεν,
ίνα ενώση την ιδικήν σας φθαρτήν φύσιν μετά της αφθάρτου και αϊδίου αυτού θείας
φύσεως, ίνα αφθαρτίση υμάς και πάλιν, καθώς και προ της παρακοής, χαρίση εις
υμάς την ουράνιον αυτού Βασιλείαν, διατί σεις «χωλανείτε επ’ αμφοτέραις ταις
ιγνύαις»; (Γ΄ Βασ. ιη, 21) διατί σεις σκοντάπτετε εις τα σκότη των αμαρτιών και
δεν εγείρεσθε πλέον εκ του πηλού και του βορβόρου του διαβόλου»; «Όχι, όχι, δεν
υποφέρω εγώ, ίνα βλέπω υμάς, τα κατά Χάριν τέκνα μου, κεχωρισμένα από τον
Μονογενή μου Υιόν, από την φύσιν της αυτού Θεότητος· επειδή, ως Μήτηρ Θεού
φυσική και Μήτηρ κατά Χάριν υμών των Χριστιανών, θέλω ίνα είσθε και πάντοτε
ηνωμένοι μετά του Υιού μου δια της εργασίας των θείων αυτού εντολών· θέλω όπως
γενήτε κατά Χάριν Θεοί, εγερθέντες από τα βάθη των αμαρτιών υμών, ίνα θέσω υμάς
επάνω εις αυτάς τας αγκάλας όπου βαστάζω τον γλυκύτατόν μου Υιόν, ίνα μεθέξητε
πάλιν της θείας Χάριτος, της προτέρας τιμής και προτέρας βασιλείας και της
προτέρας αθανασίας και δόξης του Υιού μου. Έλθετε λοιπόν, όσοι εβαπτίσθητε εις
το όνομα της Αγίας Τριάδος, Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος, όσοι επιστεύσατε
την σάρκωσιν του Μονογενούς μου Υιού και κηρύττετε αυτόν όλον Θεόν και όλον
άνθρωπον, εις μίαν μόνην υπόστασιν, όσοι ομολογείτε εμέ την Μητέρα αυτού
Παρθένον και Θεοτόκον. Έλθετε, διότι ως Μήτηρ Θεού έχω και μεγάλην την δύναμιν
εκ του Παντοδυνάμου Υιού μου, ίνα ποιήσω υμάς κατά Χάριν θεούς. «Εποίησέ μοι
μεγαλεία ο δυνατός και Άγιον το όνομα αυτού» (Λουκά α΄ 49). «Έλθετε, όσοι
εβαρύνετε την ψυχήν σας με την σκωρίαν του σιδήρου, ήτοι με την αμαρτίαν της
σαρκός σας, όσοι εφυτρώσατε εντός του παραδείσου της Χριστιανικής πίστεως, αλλά
δια της επιβουλής του διαβόλου εβλαστήσατε ξηράδια και φύλλα και όχι καρπούς
και άνθη. Έλθετε, όσοι προσκυνείτε τον Υιόν μου και δοξάζετε εμέ την Μητέρα
αυτού, ίνα ανεβάσω υμάς με τας χείρας μου όθεν εξεπέσετε, επάνω εις το ύψος της
υιοθεσίας, της ουρανίου Βασιλείας». «Δύναμαι, ως Μήτηρ Θεού, μόνον να με
επικαλεσθήτε, μόνον να με παρακαλέσητε, ίνα βάλω υμάς επάνω εις τας αγκάλας μου
και ποιήσω υμάς κατά Χάριν θεούς. Έλθετε, εις εμέ την Παρθένον, την αγνήν, την
καθαρωτέραν, την πλατυτέραν, την Βασίλισσαν, την Μητέρα του Θεού. Έλθετε και μη
φοβείσθε οι πόρνοι, οι βέβηλοι, οι εναγείς και δούλοι των παθών της αμαρτίας.
Έλθετε και μη δειλιάτε, διότι εγώ ως Παρθένος δύναμαι ίνα ποιήσω υμάς
παρθένους, ως αγνή, αγνούς, ως αγιωτέρα, αγίους, ως καθαρωτέρα, καθαρούς· ως
Βασίλισσα βασιλείς, ως Πλατυτέρα, να χωρέσω άπαντας υμάς εις τας αγκάλας μου·
και τέλος, καθ’ ο Μήτηρ Θεού, δύναμαι, ίνα ποιήσω υμάς κατά Χάριν θεούς. Τι
λυπείσαι συ ο μαθητής, όστις διατρίβεις εις τα σχολεία; Δράμε μόνον μετ’
ευλαβείας εις εμέ την Μητέρα του Θεού, και εγώ παρευθύς δύναμαι ίνα σοι στάξω
εις τα χείλη το γλυκύτατον γάλα, το οποίον τρέχει πλουσιοπαρόχως από τους
μαστούς των χαρίτων μου και εκμυζήσης εκ της γαλακτομελιρρεούσης γλώσσης μου
όλην την ουράνιον φιλοσοφίαν, την οποίαν έβρεξεν εις εμέ ο Υιός μου. Τι
λυπείσαι συ ο άρρωστος, όστις κατάκεισαι παράλυτος εις την κλίνην δια τας
αμαρτίας, τας οποίας έπραξας; Δράμε μόνον εις εμέ, την Μητέρα του Θεού, και
παρευθύς δύναμαι, ίνα σε ποτίσω με το ακεσώδυνον φάρμακον της βοηθείας μου και
να σε εγείρω εκ της πολυχρονίου ταύτης αρρωστίας σου». «Τι λυπείσαι συ όστις
καταποντίζεσαι υπό μεγάλου κλύδωνος ένδον της θαλάσσης και πνίγεσαι; Δράμε
μόνον ευλαβώς εις εμέ την Μητέρα του Θεού και πάραυτα δύναμαι, ίνα σε σύρω εκ
του βυθού της θαλάσσης επάνω εις τας αγκάλας μου, με την ανίκητον δύναμιν της
δεξιάς μου. Τι λυπείσαι συ ο πτωχός, ο δούλος, ο ξένος, ο ορφανός, ο αδύνατος,
ο φυλακισμένος, ο τυφλός, ο χωλός; Τι λυπείσθε οι πάντες; Τι; Δράμετε μόνον εις εμέ, την Μητέρα του
Θεού, μετ’ ευλαβείας, Παναγία, κράξατε μόνον. Παναγία, Σκέπη, Καταφυγή και
Μεσίτρια των Χριστιανών· και παρευθύς ετοίμη είμαι, ίνα εισακούσω της δεήσεως
ημών, ίνα προφθάσω εις την ανάγκην υμών, ίνα ανοίξω τας αγκάλας μου και ποτίσω
υμάς το αίμα του Υιού μου, θρέψω δε υμάς με την σάρκα αυτού την αθάνατον
βρώσιν, την τράπεζαν της τρυφής, τον ουράνιον άρτον και ψωμίσω υμάς τούτο το
ουράνιον Βρέφος, το οποίον εγέννησα από τα αίματα και την μήτραν μου χωρίς
πείραν ανδρός· τούτο μου το Βρέφος, όπου τρέφω με το γάλα των μαστών μου, όπου
τρέφει τον κόσμον όλον δια της Χάριτός του· τούτο μου το Βρέφος, όπου το
σφάζουσιν εκουσίως και δεν νεκρούται, αλλά ζωοποιεί τους θυσιάζοντας αυτό·
τούτο μου το Βρέφος, όπου το κόπτουσι και μένει αχώριστον· όπου το σφάζουσι και
μένει αθάνατον· όπου το μερίζουσι και δεν διαιρείται· όπου το τρώγουσι και
ουδέποτε δαπανάται· όπου κάθεται εις τας αγκάλας μου και είναι εις τους κόλπους
του ουρανίου Πατρός· όπου χωρείται εις τας αγκάλας μου και είναι αχώρητον εις
όλον τον κόσμον· όπου θεωρείτε αυτό και είναι αόρατον· όπου πιάνετε αυτό και
είναι άϋλον· τούτο μου το Βρέφος όπου αγιάζει και θεοποιεί τους τρώγοντας αυτό.
Έλθετε λοιπόν εις εμέ την Μητέρα του Θεού, ίνα ανεβάσω υμάς εις τας αγκάλας
μου, ίνα κοινωνήσω υμάς την Σάρκα του Υιού μου· και τοιουτοτρόπως ενώνουσα την
θείαν ουσίαν του Υιού μου, μετά της υμετέρας ουσίας, ίνα ποιήσω υμάς κατά Χάριν
θεούς και κληρονόμους της Βασιλείας Αυτού». Ω πλουσιόδωρον έλεος της Ελεούσης!
Ω ηγαπημένη Μήτερ φυσική του Θεού και ηγαπημένη Μήτερ κατά Χάριν ημών των
Χριστιανών! Ω κεχαριτωμέναι αγκάλαι της Θεοτόκου, αίτινες κρατούσιν ημάς! Ω
ουράνιος τροφή της ευλογημένης Μητρός, ήτις τρέφει ημάς καθ’ εκάστην.
Χριστιανοί, τέκνα κατά Χάριν της ευλογημένης Μαρίας, τι αποφασίζετε; Στέργετε
ίνα προσκαλή υμάς την σήμερον ημέραν η Παναγία Παρθένος, ίνα αγιάση υμάς δια
της Χάριτός της, ίνα καθαρίση υμάς δια της καθαρότητος αυτής, ίνα ποιήση υμάς
αγίους δια της αγιότητός της, ίνα θρέψη υμάς με το σώμα και αίμα του Βρέφους
αυτής και υμείς να μη υπακούητε; Στέργετε ίνα αγωνίζηται, επειδή είναι Μήτηρ
Θεού φυσική και Μήτηρ κατά Χάριν ημών των Χριστιανών, ίνα ποιήση υμάς εν κράμα
μετά του Θεού, ωσάν ένα πεπυρακτωμένον σίδηρον, ίνα αναλάβη υμάς εις τας αγίας
αυτής αγκάλας και ποιήση υμάς κατά Χάριν θεούς, υμείς δε να μη τρέχητε εις αυτήν,
αλλ’ επιμένητε εις τας ασωτείας και τας πονηρίας; Ω! τούτο δεν είναι άλλο, παρά
μία τύφλωσις του διαβόλου, όστις σφαλίζει τα όμματα της διανοίας υμών και
βουλώνει τα ώτα της ψυχής σας, ίνα μη βλέπετε την Παντάνασσαν, ήτις κράζει υμάς
εις την βοήθειαν αυτής, να μη ακούητε δε της Μητρός σας της Παναγίας, ήτις
προσκαλεί υμάς εις την Σκέπην αυτής και μη βλέπητε, τέλος πάντων, τας παναγίας
αυτής χείρας, τας οποίας εξαπλώνει σήμερον, ίνα θέση υμάς εις τας παρθενικάς
αυτής αγκάλας, φυλάξη δε υμάς από τα δίκτυα του εχθρού υμών και ποιήση κατά
Χάριν θεούς· υμείς ή δεν πιστεύετε πως είναι κατά Χάριν Μήτηρ σας και σπουδάζει
ίνα λυτρώση υμάς εκ των αμαρτιών υμών, ανεβάση δε επάνω εις τας αγίας αυτής
αγκάλας και ποιήση κατά Χάριν θεούς και δια τούτο δεν υπακούετε ίνα τρέξητε, ή
το πιστεύετε, αλλ’ επιμένετε πάλιν εις τας κακίας σας, με αναβολήν του καιρού,
κυλίεσθε ανοήτως εις τον βόρβορον των αμαρτιών υμών και δια τούτο αναβάλλετε,
επιμένοντες σήμερον και αύριον και μεθαύριον εις το πείσμα και την αμετανοησίαν
σας και δεν τρέχετε ταχέως εις τας αγκάλας, εις την Σκέπην και καταφυγήν αυτής·
και λοιπόν ή δια το εν, ή δια το άλλο, εκείνη η Μήτηρ, ήτις σας κράζει πολλάκις
και δεν υπακούετε αυτής, ίνα μισήσητε τας αμαρτίας και δράμετε εις αυτήν, θέλει
παροξυνθή ποτέ, ίνα σας μισήση και σφαλίση τας αγκάλας αυτής και τότε,
αλλοίμονον! Θα πέσητε κάτω εις τον κρημνόν της κολάσεως, διότι δεν εισακούετε
αυτής. Αλλ’ ω Παρθενομήτορ Μαρία Παντάνασσα, Σκέπη και καταφυγή του
Χριστιανικού γένους, αν και έως τώρα αυτοί τους οποίους κράζεις την σήμερον,
ίνα ανεβάσης επάνω εις τας παρθενικάς σου αγκάλας και ποιήσης αυτούς κατά Χάριν
θεούς, εμποδίζωνται από μίαν κακήν των συνήθειαν, αν και αυτά τα κατά Χάριν
τέκνα σου κρέμωνται από την επιβουλήν του μισοκάλου διαβόλου, κάτω εις τον
βυθόν της αμαρτίας και δια τούτο κωλύονται μέχρι του νυν, ίνα υπακούσωσι των
μητρικών σου φωνών και ευσπλάγχνων αναζητήσεων, μη αποκάμης, δεόμεθα, εις την
αμετανόητον καρδίαν των δούλων σου. Εξαπόστειλον την Χάριν σου επί τα τέκνα σου
ταύτα, ίνα ακούσωσι της συμπαθεστάτης αυτών Μητρός. Κατάπεμψον, παρακαλώ, το
μέγα σου έλεος εις ημάς τους αμαρτωλούς δούλους σου· διότι, αν και εβυθίσθημεν
από τα βάρη των αμαρτιών ημών εις τον μυχιαίτατον τόπον του άδου, αλλά πάλιν
ελπίζομεν, ίνα αναλάβης ημάς εις τας αγίας σου αγκάλας, χαρίσης εις ημάς την
πρώτην υιοθεσίαν, την αθανασίαν, και την ουράνιον δόξαν του ηγαπημένου σου
Υιού. Πέμψον μίαν ακτίνα των Χαρίτων σου εις την εζοφωμένην καρδίαν ημών, ίνα
τρέχωμεν όλοι προθύμως εις Σε την Μητέρα ημών, όπως φιλούμεν τους αχράντους σου
πόδας και φυλαττώμεθα πάντες υπό της ακαταμαχήτου Σκέπης σου. Ω γλυκεία Μαρία,
ικετεύομεν άπαντες και παρακαλούμεν την Χάριν σου, ίνα σβέσης την άσβεστον
φλόγα της ψυχής ημών, την οποίαν ανήψεν ο ολοθρευτής μας· λύτρωσαι ημάς,
οίτινες εβάφημεν με το αίμα του Βρέφους σου, από όλους τους ορατούς και
αοράτους εχθρούς ημών, οίτινες αγωνίζονται, ως άγριοι λέοντες ίνα ρίψωσι και
πνίξωσιν εντός της αβύσσου. Οράς, Παρθένε, τους κινδύνους και πειρασμούς όπου
μας έστησαν, ωρυόμενοι ως λύκοι, ίνα καταξεσχίσωσιν ημάς τους αθλίους και δια
τούτο απόρριψον αφ’ ημών πάντα εχθρόν και πολέμιον· βλέπεις την αδυναμίαν μας
και δια τούτο δος χείρα εις τους δεομένους, πάρεξον βοήθειαν εις τους
επικαμπτομένους. Ομολογούμεν σε Θεοτόκε
και Δέσποιναν, αν και αμαρτωλοί είμεθα, όμως ελπίζομεν εις την κραταιάν σου
βοήθειαν, όχι μόνον από τούτους τους κύκλωπας, όπου βρυχώνται, ίνα λυτρώσης
ημάς, αλλά και από εκείνους τους δράκοντας όπου χάσκουσι να μας ελευθερώσης·
κηρύττομεν ότι καθ’ εκάστην διαφυλάττεις ημάς, και περισκέπεις εκ παντός
εναντίου της ψυχής και του σώματος. Οίδαμεν, ω Ελεούσα Βασίλισσα, την
ευσπλαγχνίαν και το έλεος όπου χύνεις πάντοτε εις ημάς τους αμαρτωλούς, και ότι
διψάς την σωτηρίαν μας, επιποθούσα ίνα αξιωθώμεν ημείς της ουρανίου Βασιλείας·
και λοιπόν καίτοι βλέπομεν τας μυριοβρύτους σου Χάριτας και να μη φθάνη ποτέ η
γλώσσα μας, δια το πέλαγος τούτων, ίνα επαινέση ή και θαυμάση κατ’ αξίαν την
μεγαλοπρέπειαν του ελέους σου, καίτοι σκοτίζεται μάλιστα και θολούται ο
εζοφωμένος ημών νους, μόλις συλλογισθή το άπειρον έλεος του Θεού, όπερ βρέχεις
ακαταπαύστως εις την αυχμηράν ημών και κατάξηρον ταύτην ψυχήν και δια τούτο
αμηχανούμεν εις τους επαίνους σου και εξύμνια άπερ οφείλομεν εις την ιδικήν σου
Μεγαλειότητα, μ’ όλον τούτο γιγνώσκεις, Κυρία ημών, τον πόθον και την προθυμίαν
μας. Δια τούτο λοιπόν πρόσδεξαι, παρακαλούμεν, Πανάχραντε Δέσποινα, την πίστιν
και ευλάβειαν, την οποίαν σώζομεν εις το όνομά σου το άγιον και λύτρωσε ημάς,
τα φιλόστοργα τέκνα σου, όπου προσκυνούμεν την άχραντον Εικόνα σου, εκ πάσης
ανάγκης και πειρασμού ορατού και αοράτου. Αξίωσον ημάς, ω Θεοτόκε Μαρία, καθώς
εδώ εις τον επίγειον τούτον Ναόν βλέπομεν τον χαρακτήρα του προσώπου σου, ούτω
και επάνω εις το υπερουράνιον θυσιαστήριον, ίνα ίδωμεν την δόξαν σου, όπως υμνώμεν και δοξάζωμεν το
πανυπερύμνητον όνομά σου της καταφυγής ημών, εις αιώνα αιώνος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου