Αντώνιος ο Άγιος Νεομάρτυς
κατήγετο από τας περιφήμους Αθήνας. Οι γονείς αυτού ήσαν πτωχοί και αφανείς,
Δημήτριος και Καλομοίρα ονομαζόμενοι. Ανατραφείς ο Άγιος υπ’ αυτών θεοσεβώς και
μαθών τα ιερά γράμματα, ότε έγινε δώδεκα ετών, μη υποφέρων να βλέπη την μεγάλην
πτωχείαν των γονέων του, επειδή άλλην τέχνην δεν εγνώριζεν, εδούλευε με μισθόν
εις τινας Τουρκαλβανούς, οι οποίοι έτυχον τότε εις τας Αθήνας και με τον μισθόν
αυτόν εβοήθει και τους γονείς του. Όταν έγινεν ετών δεκαέξ, ήλθεν ο Ρωσικός
στόλος εις την Πελοπόννησον και επειδή οι αυθένται του επήγαν δια να
λεηλατήσουν και να αιχμαλωτίσουν τους εν Πελοποννήσω Χριστιανούς, τους
ηκολούθησε και ο Αντώνιος. Μεταβάς εκεί ο Άγιος επωλήθη ως αιχμάλωτος από τους
κυρίους του Αλβανούς εις τινας Αγαρηνούς εμίρηδες, οι οποίοι, αφ’ ου τον
ηγόρασαν, προσεπάθησαν να τον τουρκεύσουν μεταχειρισθέντες διάφορα είδη
βασάνων, αλλά δεν ηδυνήθησαν. Τον επήραν λοιπόν μαζί των εις το στράτευμα το
τουρκικόν, το οποίον ευρίσκετο τότε εις τον Δούναβιν ποταμόν και εκεί επωλήθη ο
ευλογημένος πεντάκις, από σκληρούς κυρίους, εις άλλους σκληροτέρους,
μεταπωλούμενος και μεταγοραζόμενος, όλοι δε ούτοι εδοκίμασαν να ελκύσουν τον
Άγιον εις την θρησκείαν των, πότε με κολακείας και υποσχέσεις, πότε με απειλάς
και πότε με διαφόρους παιδείας.
Αλλ’ εις μάτην εκοπίασαν, επειδή ο γενναίος
Αντώνιος ήτο καλώς στερεωμένος εις την ευσέβειαν· τελευταίον δε επωλήθη εις
Ορθόδοξον τινα Χριστιανόν, καζάκην την τέχνην, δια γρόσια τετρακόσια, με τον
οποίον επήγε μαζί εις Κωνσταντινούπολιν όπου αυτός είχεν οίκον, γυναίκα και
εργαστήριον. Εκεί ευρισκόμενος ο Άγιος επήγεν εις Πνευματικόν πατέρα και
εξωμολογήθη τας αμαρτίας του και με κατάνυξιν και συντριβήν καρδίας εκοινώνησε
των Αχράντων Μυστηρίων εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου, εις τόπον καλούμενον
Τζουμπαλί, και από τότε υπηρέτει προθύμως εις τον κύριόν του ως ευγνώμων
δούλος. Εν μια των ημερών βλέπει ο Άγιος ενύπνιον, όπερ τον παρώτρυνε και τον
ενεδυνάμωνεν εις Μαρτύριον. Του εφάνη δηλαδή γυνή τις ωραία εις το είδος, ήτις
υπέσχετο εις αυτόν, ότι θέλει του δώσει βοήθειαν και δύναμιν εις κάθε κίνδυνον
και του έλεγε να μη φοβήται, αλλά να ίσταται ανδρείος· και ταύτα ειπούσα τον
εσκέπασε με το ένδυμά της. Εγερθείς ο Αντώνιος διηγήθη το όραμα εις την κυρίαν
του και συνεπέρανεν εκ τούτου, ότι έχει να μαρτυρήση δια τον Χριστόν, εκείνη δε
του έλεγε να μη πιστεύη εις όνειρα. Πρωϊας γενομένης, επήγεν ο Άγιος εις το
εργαστήριον του κυρίου του, κατά την συνήθειαν, εκεί δε όπου εκάθητο, συνέπεσε
να διέλθη ο τελευταίος κύριός του Αγαρηνός (όστις ήτο χιλίαρχος)· τον εγνώρισε
και παρευθύς ήρχισε να φωνάζη δια τον Άγιον λέγων ψευδώς ότι έφυγεν απ’ αυτόν
χωρίς την θέλησίν του και ότι ήτο Τούρκος πρότερον και τώρα έγινε Χριστιανός,
παρευθύς δε έφερεν εις τούτο και πολλούς ψευδομάρτυρας· όθεν ορμήσαντες κατ’
επάνω του και κτυπώντες αυτόν ανηλεώς, τον επήγαν εις τον τότε διοικητήν της
Ρούμελης, Μουράτ Μουλάν, καταμαρτυρούντες δι’ αυτόν ότι αληθώς ετούρκευσεν. Ο
δε κριτής ηρώτησε τον Άγιον, αν είναι αληθή τα κατ’ αυτού λεγόμενα. Τότε ο του
Χριστού Μάρτυς, χωρίς τελείως να δειλιάση, με θάρρος απεκρίθη, ότι εγεννήθη από
Χριστιανούς γονείς και είναι Χριστιανός και ότι δεν ηρνήθη τον Χριστόν, αλλά
μάλιστα είναι έτοιμος να λάβη, αν είναι δυνατόν, μυρίους θανάτους δια τον
Χριστόν. Ταύτα ακούσας ο κριτής ήρχισε πρώτον να τον δοκιμάζη με υποσχέσεις,
λέγων εις αυτόν ότι αν δεχθή την πίστιν του Μωάμεθ, έχει να αποκτήση πλούτον
και τιμάς παρά του βασιλέως. Επειδή δε έβλεπε τον Άγιον, ότι ταύτα πάντα
καταγελά και περιπαίζει ως όνειρα, ήρχισε να τον απειλή με άγριον βλέμμα, λέγων
προς αυτόν, ότι θέλει δώσει εις αυτόν βάσανα ανυπόφορα και ελεεινότατον
θάνατον. Ο δε γενναίος του Χριστού Μάρτυς απεκρίθη προς αυτόν· «Μη νομίζης, ω
κριτά, ότι θέλεις με διαστρέψει από την πίστιν του Χριστού με τας τοιαύτας
απειλάς σου· δια τούτο βασάνιζε, μάστιζε και κατάκοπτε το σώμα μου και
επινόησον και κανένα άλλον νέον και οδυνηρότατον θάνατον δι’ εμέ, επειδή
ευκολώτερον είναι να γίνης συ Χριστιανός, παρά εγώ να αρνηθώ τον Χριστόν και να
μη ομολογώ τούτον Υιόν Θεού και αληθινόν Θεόν». Ταύτα ο κριτής ακούων και
θαυμάζων την παρρησίαν του Αγίου, αντί να θυμώση κατ’ αυτού, εθύμωσε κατά των
ψευδομαρτύρων Αγαρηνών, ονομάζων αυτούς πονηρούς και ψεύστας, ότι βιάζουσι τους
ανθρώπους να γίνωνται Τούρκοι με διαβολάς και ψεύδη. Επειδή δε εκείνοι επέμενον
καταμαρτυρούντες και φωνάζοντες να θανατώση τον Μάρτυρα, ο κριτής, χωρίσας τον
Άγιον από τους άλλους, του λέγει κατά μόνας· «Λυπήσου, ω νέε, την νεότητά σου
και κατά μεν το παρόν αρνήσου την πίστιν σου και ύστερον όπου θέλεις ύπαγε και
έχε πάλιν την πίστιν σου». Ο δε Μάρτυς του Χριστού, φοβούμενος τον λόγον του
Κυρίου: «όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ
έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. 33), ουδέ με λόγον μόνον ψιλόν
εδέχθη να αρνηθή τον Χριστόν, αλλ’ εφώναζεν, ότι είναι Χριστιανός και προτιμά
να αποθάνη δια τον Χριστόν. Τέλος, βλέπων ο κριτής, ότι ούτε από τους
ψευδομάρτυρας εκείνους δύναται να απαλλαχθή, ούτε τον Μάρτυρα να μεταβάλη από
την πίστιν του Χριστού, θέλων και μη θέλων έδωκε την κατά του Αγίου έγγραφον απόφασιν,
την οποίαν έστειλε κρυφίως εις τον τότε βεζύρην Μεχμέτ Μελέκ πασάν, με άνθρωπον
πιστόν ιδικόν του, φανερώνων εις αυτόν ότι η τοιαύτη απόφασις είναι άδικος και
ότι αναγκαζόμενος την έδωκεν. Παραστήσας λοιπόν ο βεζύρης έμπροσθέν του τον
Μάρτυρα και τα αυτά ερωτήσας και παρακινήσας αυτόν εις το να δεχθή την
τουρκικήν πίστιν, πότε με υποσχέσεις και πότε με απειλάς και ακούσας απ’ αυτόν
εκείνα όπου και ο μουλάς πρότερον ήκουσεν, εννόησεν ότι όλα εκείνα, όσα οι
κατήγοροί του έλεγον και εμαρτύρουν, ήσαν ψεύδη και διαβολαί· και έκρινε μεν
δίκαιον να ελευθερώση τον δίκαιον, φοβούμενος όμως την βαρβαρότητα και ορμήν
του πλήθους των Αγαρηνών, οι οποίοι άνω και κάτω δύνανται να κάμουν τα πράγματα
δια την δεισιδαιμονίαν της θρησκείας των, δια ταύτα, λέγω, έβαλε τον Άγιον εις
την φυλακήν του μουχζουραγά, κατά μεν το φαινόμενον δια να τον εξετάση και
δεύτερον, κατ’ αλήθειαν δε δια να τον ελευθερώση από τον κίνδυνον. Ο δε
μακάριος Μάρτυς, ευρισκόμενος εις την φυλακήν, εδίδασκε τους συγκρατουμένους
του Χριστιανούς να έχουν υπομονήν εις τας θλίψεις και πειρασμούς και δια την
ευσέβειαν και τον Χριστόν να προτιμούν θάνατον. Έδιδε δε ο χριστομίμητος και
εις τους πτωχούς φυλακισμένους Χριστιανούς χρήματα, από εκείνα τα ολίγα όπου
είχεν, εις δε τον κύριόν του Χριστιανόν έστειλεν επιστολήν εις την οποίαν
πρώτον εζήτει από όλους τους Χριστιανούς συγχώρησιν και τας ευχάς των Ιερέων
δια να τον ενδυναμώσουν εις το Μαρτύριον, δεύτερον ηυχαρίστει τον κύριόν του,
διότι εκείνος μεν έδωκε τόσα χρήματα και τον εξηγόρασεν από τους βαρβάρους,
αυτός όμως δεν ηδυνήθη να τον υπηρετήση και να του προσφέρη καμμίαν αμοιβήν της
τοιαύτης χάριτος και ευεργεσίας· τρίτον, επαρηγόρει αυτόν να έχη θάρρος, ότι
δεν θέλει αρνηθή την ευσέβειαν, τέταρτον παρεκάλει, ότι αφ’ ου δια τον Χριστόν
αποθάνη, να του κάμουν τα συνήθη εις τους κοιμηθέντας μνημόσυνα και πέμπτον ότι
να μηνύση εις τους γονείς του το μακάριον τέλος όπου έλαβεν ο υιός των, δια να
παρηγορηθούν. Ο μεν λοιπόν Μάρτυς τόσην χαράν είχε δια να αποθάνη υπέρ της
ευσεβείας, οι δε κατήγοροι εκείνοι και ψευδομάρτυρες επήγαινον συχνάκις εις τον
βεζύρην, ζητούντες να θανατώση τον Άγιον· βλέποντες δε ότι αυτός κλίνει εις την
φιλανθρωπίαν και δίδει αναβολήν καιρού εις το πράγμα, εθυμώθησαν και δίδουν
αναφοράν εις τον βασιλέα σουλτάν Αβδούλ Χαμίτ κατηγορούντες τον Μάρτυρα, ότι
ηρνήθη την πίστιν του και αυτόν τον βεζύρην ότι έλαβε χρήματα και θέλει να τον
ελευθερώση. Ο βασιλεύς, φοβηθείς την ταραχήν του πλήθους, στοχαζόμενος δε και
τα πολιτικά πράγματα της βασιλείας του, ότι κατ’ εκείνον τον καιρόν ήσαν αδύνατα,
ασταθή και γεμάτα από υποψίας δια τον φόβον επαπειλουμένου ρωσοτουρκικού
πολέμου, έδωκεν απόφασιν κατά του Μάρτυρος: ή Τούρκος να γίνη, ή να θανατωθή.
Τότε ο βεζύρης, θέλων και μη θέλων, εκβάλλει τον Άγιον από την φυλακήν και τον
ερωτά με στενήν ερώτησιν, ή να αποδεχθή τον Μωάμεθ ως προφήτην θεού ή να
ακολουθήση τον δήμιον και να αποκεφαλισθή· τότε ο του Χριστού αληθής Μάρτυς
Αντώνιος, ευφρανθείς εις το πράγμα, καθώς χαίρουσιν οι ευρίσκοντες θησαυρόν,
εδέθη οπίσω τας χείρας, και με χαροποιόν πρόσωπον έτρεχεν εις τον θάνατον, ως
εις πανήγυριν και πηγαίνων εις το Ακ- Σαράϊ κλίνει την κεφαλήν και ειπών·
«Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου», αποκεφαλίζεται, τρις του
δημίου κτυπήσαντος με το ξίφος τον ιερόν αυτού τράχηλον, ίνα, μη υποφέρων τον
πόνον, προδώση την ευσέβειαν· βλέπων δε ότι ματαίως κοπιάζει έσφαξεν αυτόν ο
αλιτήριος ώσπερ πρόβατον και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος τον του μαρτυρίου άφθαρτον
στέφανον· οι δε Χριστιανοί της Βλάγκας ηγόρασαν το λείψανον αυτού αντί
εβδομήκοντα γροσίων και λαμβάνοντες αυτό με μεγάλην προπομπήν και παρρησίαν και
άσματα επινίκεια, επήγαν έξω εις την Ζωοδόχον Πηγήν και το ενεταφίασαν· ου ταις
πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου