Ραβουλάς ο εν Αγίοις Πατήρ ημών υπήρξε κατά τους χρόνους του βασιλέως
Ζήνωνος εν έτει υοστ΄ (476), εγεννήθη δε εις τα Σαμόσατα της Συρίας, ήτις
κοινώς λέγεται Σεμψάτ και είναι τετιμημένη με θρόνον Επισκόπου υπό τον
Μητροπολίτην Εδέσσης· παιδευθείς δε υπό ενδοξοτάτου ανδρός, Βαρυψαβά
καλουμένου, έμαθε την Συριακήν γλώσσαν. Επειδή δε εκ νεαράς ηλικίας
μετεχειρίζετο πάσαν αρετήν δια τούτο έγινε Μοναχός. Όθεν απεμακρύνθη από των
ανθρώπων και κατώκει εις τα όρη και τα σπήλαια μόνος, ως ο μέγας Ηλίας και
Ιωάννης ο Βαπτιστής. Μετά παρέλευσιν δε ολίγων ετών μετέβη εις Φοινίκην ομού με
άλλους τινάς και εκεί, διαλάμψας περισσότερον δια των αρετών, έγινεν εις όλους
αν και μη θέλων φανερός. Όθεν, δια της βοηθείας και οικονομικής ενισχύσεως του
βασιλέως Ζήνωνος και του Επισκόπου της Βηρυτού Ιωάννου, έκτισε Μοναστήριον εν
τω μέσω του όρους.
Τότε λοιπόν ο θείος ούτος Ραβουλάς και οι συν αυτώ ήσαν ανά
μέσον των ειδωλολατρών, καθώς ανά μέσον των Ιουδαίων ήσαν ο Παύλος και ο
Βαρνάβας, ή ο Πέτρος και ο Ιωάννης· δια τούτο άλλοτε μεν ήλεγχον εκείνους,
άλλοτε δε τους ενουθέτουν και ούτω κατώρθωσαν να επιστρέψουν εις θεογνωσίαν
σχεδόν όλους τους εκεί ευρισκομένους Έλληνας. Τούτο υπήρξεν το πρώτον και
εξαίρετον έργον, το οποίον κατώρθωσεν ο μακάριος Ραβουλάς. Αφ’ ου δε απέθανεν ο
Ζήνων και διεδέχθη αυτόν εις την βασιλείαν Αναστάσιος ο Δίκορος εν έτει 491,
δια της βοηθείας τούτου έκτισεν ο Όσιος Ραβουλάς έτερον Μοναστήριον εις την
Κωνσταντινούπολιν, το οποίον εκ του ονόματος αυτού ονομάζεται Ραβουλά· ομοίως
ίδρυσε και πολλά άλλα Μοναστήρια εις διαφόρους τόπους. Ο Όσιος ούτος ήτο καθ’
όλα προσεκτικός και νηφάλιος, διδακτικός και αόργητος, συμπαθής και φιλάδελφος
και εις όλους εύσπλαγχνος· ότε δε ηνώχλει αυτόν ο διάβολος δια τινος πάθους,
αυτός αντέτασσεν εις εκείνο το πάθος το ανάλογον ρητόν της Αγίας Γραφής και
ούτω τον εδίωκε μακράν αυτού, διότι εγνώριζε πολλά ρητά της Παλαιάς και Καινής
Διαθήκης. Έζησε δε ο Όσιος ούτος μέχρι των χρόνων του Ιουστινιανού του
οικοδομήσαντος τον Ναόν της Αγίας του Θεού Σοφίας, όστις εβασίλευσεν εν έτει
φκζ΄ (527). Ότε δε έφθασεν εις το ογδοηκοστόν έτος της ηλικίας του, ήκουσε
φωνής άνωθεν, η οποία έλεγε· «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και
πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. ια: 28). Ασθενήσας όθεν ολίγον
ύστερον, απήλθε προς Κύριον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου