Βαραδάτος
ο Όσιος Πατήρ ημών κατήγετο εξ Αντιοχείας· επειδή δε ηγάπησε την ερημικήν και φιλόσοφον
ζωήν, πρώτον μεν εκλείσθη εντός μικρού κελλίου, εκείθεν δε επήγεν εις εν ύψωμα,
το υψηλότερον της περιοχής, και εκεί κατεσκεύασε κιβώτιον μικρότατον εκ ξύλου,
το οποίον δεν εχώρει ούτε αυτό το σώμα του. Ηναγκάζετο λοιπόν ο αοίδιμος να
κύπτη πάντοτε, επειδή το κιβώτιον δεν είχεν ύψος ανάλογον προς το μέγεθος του
σώματός του· ούτε ήτο συνηρμοσμένον καλώς δια σανίδων, αλλά ήτο χαμηλόν και
όμοιον με τας ανοικτάς κιγκλίδας. Ώστε, ούτε από των βροχών επροστατεύετο
ουδόλως, ούτε από τας καυστικάς φλόγας του ηλίου, αλλά και υπό των δύο προσεβάλλετο
ομοίως. Αφ’ ου λοιπόν έζησε τοιαύτην ταλαιπωρημένην ζωήν επί πολλά έτη εξήλθεν
εκ του κιβωτίου πεισθείς εις τας συμβουλάς του τότε Πατριάρχου Αντιοχείας
Θεοδότου (418-427).
Πλην, αν και εξήλθεν εκείθεν, ίστατο όμως αδιακόπως
εκτείνων τας χείρας του εις τον ουρανόν και δοξολογών μεν τον των όλων Θεόν,
κεκαλυμμένον δε έχων όλον το σώμα του με χιτώνα δερμάτινον· μόνον εις την ρίνα
και το στόμα του αφήκε μικράν οπήν ίνα εκείθεν αναπνέη τον κοινόν αέρα. Ταύτας
δε όλας τας κακουχίας υπέμεινεν ο αοίδιμος, μολονότι δεν είχε σώμα υγιές αλλά
ασθενές και πάσχον. Υπό του θείου όμως έρωτος και υπό ζεούσης προθυμίας
πυρπολούμενος, εβίαζε το σώμα του να κοπιάζη εις εκείνα εις τα οποία δεν
ηδύνατο να κοπιάζη· καίτοι δε ευρίσκετο εις αυτό το ύψος της αρετής, είχεν όμως
φρόνημα ταπεινόν, διότι εγνώριζεν, ως φρόνιμος, πόσην βλάβην προξενεί εις τον
άνθρωπον το υπερήφανον φρόνημα. Με τοιούτον λοιπόν τρόπον διελθών την ζωήν του
ο τρισμακάριστος, εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου