Τιμόθεος
ο Όσιος πατήρ ημών ο και κτίτωρ της εν τω όρει της Πεντέλης της Αττικής
Σεβασμίας Μονής εγεννήθη εν τω χωρίω Κάλαμος της Αττικής κατά το έτος αφι΄
(1510) εξ ευσεβών γονέων. Ο πατήρ του μάλιστα ήτο ιερεύς και εδίδαξεν εις
τούτον τα πρώτα χριστιανικά γράμματα. Κατά την παιδικήν του ηλικίαν ο Άγιος
διεκρίνετο μεταξύ πάντων των συνομηλίκων του δια την ευκοσμίαν του ήθους, τον
αδαμάντινον χαρακτήρα, την προς τα θεία ευλάβειαν και την ευσέβειαν ως και δια
πάσας τας αρετάς με τας οποίας ήτο κεκοσμημένος. Εις τούτο δε συνετέλεσεν η τε
αυστηρά χριστιανική αγωγή του ιερέως πατρός του, αλλά και η αγαθή προαίρεσις
του νέου, όστις πάντοτε τα θεία επόθει και υπό της αγάπης του Σωτήρος Χριστού
ήτο πεπληρωμένη η καρδία του. Τοσαύτη ήτο η αρετή του παιδός, ώστε ουχί μόνον
οι ευσεβείς γονείς του εσεμνύνοντο δια τον πεπληρωμένον πάσης χάριτος βλαστόν
αυτών, αλλά και πάντες οι πρόκριτοι της Εκκλησίας και της πατρίδος αυτού
εθαύμαζον και εχαίροντο δι’ αυτόν.
Ο δε τότε Επίσκοπος Ωρωπού τοσούτον αυτόν ηγάπησε δια τας αρετάς του, εκ των οποίων την μέλλουσαν αυτού κατάστασιν προεγνώρισεν, ώστε δι’ ιδίων αυτού δαπανών απέστειλεν εις Αθήνας δια να σπουδάση τα ιερά γράμματα και να καταστή άξιος δια να ποιμάνη τον λαόν του Θεού τον περιούσιον και να δυνηθή να κατευθύνη τα λογικά πρόβατα του Κυρίου εις νομάς σωτηρίας. Πράγματι με την πρόοδον των σπουδών του ηύξανον και αι αρεταί του νέου και καθημερινώς προέκοπτεν από της μιας αρετής εις την ετέραν και από μαθήσεως εις μάθησιν, διεκρίνετο δε μεταξύ πάντων των συμμαθητών του δια τε την φρόνησιν του νοός και την οξύνοιαν του πνεύματος. Όταν συνεπλήρωσε τας σπουδάς του επέστρεψεν εις Ωρωπόν πλησίον του προστάτου του Επισκόπου, όστις εχειροτόνησεν αυτόν Διάκονον εις την Επισκοπήν του και είχεν αυτόν πάντοτε πλησίον του και ενουθέτει και καθωδήγει αυτόν εις την άσκησιν της θεωρητικής και πρακτικής αρετής, ήτοι την νηστείαν, την αγρυπνίαν, την προσευχήν, την μελέτην της ιεράς Γραφής, την ευποιϊαν, την φιλανθρωπίαν και την αγάπην προς πάντας τους ευσεβείς Χριστιανούς. Όταν έφθασεν εις νόμιμον ηλικίαν τον εχειροτόνησεν Ιερέα, έκτοτε δε κατέστη αχώριστος σύντροφος και βοηθός αυτού εις το δύσκολον έργον της επισκοπικής φροντίδος, παρέμεινε δε εις το έργον τούτο μέχρι της τελευταίας του Επισκόπου πνοής. Όταν δε εκείνος απήλθε προς ον επόθησε Κύριον, όλοι αυτόν υπέδειξαν και εψήφισαν άξιον δια να ποιμάνη την Επισκοπήν. Τεθείς ο Άγιος επί την λυχνίαν, κατά το ευαγγελικόν λόγιον, εφώτισε πάντας τους εν τη οικία και πάντας καθωδήγει εις την οδόν του Κυρίου. Τόσον δε προέκοπτεν εις το επισκοπικόν έργον, ώστε μετ’ ου πολύ εκρίθη άξιος μεγαλυτέρας ποιμαντορικής δικαιοδοσίας και προήχθη εις Αρχιεπίσκοπον Ευρίπου (Χαλκίδος). Ο εχθρός όμως της σωτηρίας των ανθρώπων δεν ηδύνατο να βλέπη τον διαυγέστατον τούτον φωστήρα του νοητού στερεώματος εκπέμποντα εις πάντας τους εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένους τας χρυσαυγείς ακτίνας της ψυχωφελούς καθοδηγήσεώς του. Δι’ ο και μυρίας εξαπέλυσε κατ’ αυτού θύελλας. Επειδή δε το Ελληνικόν έθνος ευρίσκετο τότε εις τον βαθύτατον χειμώνα της ζοφεράς δουλείας, διεβλήθη ο Άγιος ως εχθρός των οθωμανών δυναστών και διωκόμενος, δια την ευσέβειαν και την αλήθειαν υπέρ ης ηγωνίζετο καταφρονών πάντα κίνδυνον, ηναγκάσθη κατά το έτος 1575 να καταφύγη εις την ιδιαιτέραν του πατρίδα, τον Κάλαμον της Αττικής. Δεν ηδύνατο όμως να διαμένη ο αειλαμπέστατος ούτος φωστήρ εις την αφάνειαν. Δι’ ο, καταφλεγομένης της καρδίας του από τον ένθεον έρωτα, ανεχώρησεν εις το όρος της Πεντέλης, ένθα και άλλοι ασκηταί κατά του νοητού και αοράτου εχθρού ηγωνίζοντο. Εκεί δε ασκητικώς αγωνιζόμενος επάλαιε κατά των τριών εχθρών του ανθρώπου, κόσμου, σαρκός και διαβόλου και μόνος μόνω τω Θεώ προσηύχετο. Ουχ ήττον όμως και υπέρ της του πλησίον αγάπης και ψυχικής ωφελείας μεριμνών, ίδρυσε το έτος 1578 την Ιεράν Μονήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ήτις μεταγενεστέρως ετιμήθη και δια του ονόματος του Οσίου τούτου Πατρός. Η Ιερά αύτη Μονή γνωστή τυγχάνει σήμερα με το όνομα Μονή Πεντέλης. Εις την Ιεράν αυτού Μονήν παρέμεινεν ο Άγιος επ’ αρκετόν, νυχθημερόν στηρίζων, καθοδηγών και διδάσκων τους εν αυτή ασκουμένους Μοναχούς και πολλούς εις τας νομάς του Κυρίου καθωδήγησε. Ποθών όμως την ησυχίαν και την αδιάλειπτον μετά του Κυρίου ένωσιν δια της ιεράς προσευχής και αφού δια των αόκνων του προσπαθειών και των ενθέρμων προς τον Κύριον και την Υπεραγίαν Θεοτόκον δεήσεών του εστηρίχθη η Μονή και δι’ ικανής κτηματικής περιουσίας, απεσύρθη εις το προσφιλές του ασκητήριον εν Καρκτώ (Γαργαττώ) και κατόπιν εις το εν Βραώνα, ένθα οίους αγώνας κατέβαλε νυχθημερόν αγωνιζόμενος ο Κύριος οίδεν. Επειδή όμως δια την ησυχαστικήν ασκητικήν του ζωήν φθονών ο μισόκαλος εχθρός εξήγειρε τους κατοίκους των πέριξ χωρίων εναντίον του δια κτηματικάς δήθεν διαφοράς, εγκατέλειψε και το ησυχαστήριόν του τούτο και μετέβη εις την εν Κέα (Τζιάν) Ιεράν Μονήν του Τιμίου Προδρόμου δια του εξής θαυμασίου τρόπου και ακούσατε. Λέμβος μικρά υπήρχε της Μονής δι’ ης ηλίευον, την οποίαν έκαυσαν οι εχθροί του Αγίου δια να τον εκδικηθούν και να τον λυπήσουν, αυτός δε ο θαυμάσιος εγκαταλείπει εις τους εχθρούς του τα υλικά πράγματα και επιβάς εν Βραώνι Αττικής των υπολειμμάτων της κεκαυμένης λέμβου ύψωσεν εν αυτή δια της Αρχιερατικής του ράβδου το ράσον του και, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Πνεύσαντος ουρίου ανέμου έπλευσεν η λέμβος και ωδήγησε τον Άγιον εις Κέαν. Το θαύμα τούτο ως και πλείστα έτερα κατέδειξαν την αγιότητα του ανδρός και την προς Κύριον παρρησίαν αυτού. Ελθών ο Άγιος περί το έτος 1590 εις την νήσον Κέαν και ζήσας εν αυτή τας υπολοίπους ημέρας της ζωής του εν ειρήνη, απήλθε προς Κύριον τη 16η του μηνός Αυγούστου, παραδώσας την αγίαν του ψυχήν εις χείρας του μισθαποδότου Σωτήρος Χριστού, παρ’ ου και τους διπλούς στεφάνους της νίκης εδέξατο δια τε την καλήν ποιμαντορίαν και την ασκητικήν του διαγωγήν. Διασώζεται δε μέχρι σήμερον η αγία αυτού κάρα, μύρον αποπνέουσα και ιάσεις εις τους μετά πίστεως αιτουμένους παρέχουσα, φυλαττομένη εν τη Ιερά Μονή Πεντέλης ως θείον θησαύρισμα και ιερόν προσκύνημα. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Ο δε τότε Επίσκοπος Ωρωπού τοσούτον αυτόν ηγάπησε δια τας αρετάς του, εκ των οποίων την μέλλουσαν αυτού κατάστασιν προεγνώρισεν, ώστε δι’ ιδίων αυτού δαπανών απέστειλεν εις Αθήνας δια να σπουδάση τα ιερά γράμματα και να καταστή άξιος δια να ποιμάνη τον λαόν του Θεού τον περιούσιον και να δυνηθή να κατευθύνη τα λογικά πρόβατα του Κυρίου εις νομάς σωτηρίας. Πράγματι με την πρόοδον των σπουδών του ηύξανον και αι αρεταί του νέου και καθημερινώς προέκοπτεν από της μιας αρετής εις την ετέραν και από μαθήσεως εις μάθησιν, διεκρίνετο δε μεταξύ πάντων των συμμαθητών του δια τε την φρόνησιν του νοός και την οξύνοιαν του πνεύματος. Όταν συνεπλήρωσε τας σπουδάς του επέστρεψεν εις Ωρωπόν πλησίον του προστάτου του Επισκόπου, όστις εχειροτόνησεν αυτόν Διάκονον εις την Επισκοπήν του και είχεν αυτόν πάντοτε πλησίον του και ενουθέτει και καθωδήγει αυτόν εις την άσκησιν της θεωρητικής και πρακτικής αρετής, ήτοι την νηστείαν, την αγρυπνίαν, την προσευχήν, την μελέτην της ιεράς Γραφής, την ευποιϊαν, την φιλανθρωπίαν και την αγάπην προς πάντας τους ευσεβείς Χριστιανούς. Όταν έφθασεν εις νόμιμον ηλικίαν τον εχειροτόνησεν Ιερέα, έκτοτε δε κατέστη αχώριστος σύντροφος και βοηθός αυτού εις το δύσκολον έργον της επισκοπικής φροντίδος, παρέμεινε δε εις το έργον τούτο μέχρι της τελευταίας του Επισκόπου πνοής. Όταν δε εκείνος απήλθε προς ον επόθησε Κύριον, όλοι αυτόν υπέδειξαν και εψήφισαν άξιον δια να ποιμάνη την Επισκοπήν. Τεθείς ο Άγιος επί την λυχνίαν, κατά το ευαγγελικόν λόγιον, εφώτισε πάντας τους εν τη οικία και πάντας καθωδήγει εις την οδόν του Κυρίου. Τόσον δε προέκοπτεν εις το επισκοπικόν έργον, ώστε μετ’ ου πολύ εκρίθη άξιος μεγαλυτέρας ποιμαντορικής δικαιοδοσίας και προήχθη εις Αρχιεπίσκοπον Ευρίπου (Χαλκίδος). Ο εχθρός όμως της σωτηρίας των ανθρώπων δεν ηδύνατο να βλέπη τον διαυγέστατον τούτον φωστήρα του νοητού στερεώματος εκπέμποντα εις πάντας τους εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένους τας χρυσαυγείς ακτίνας της ψυχωφελούς καθοδηγήσεώς του. Δι’ ο και μυρίας εξαπέλυσε κατ’ αυτού θύελλας. Επειδή δε το Ελληνικόν έθνος ευρίσκετο τότε εις τον βαθύτατον χειμώνα της ζοφεράς δουλείας, διεβλήθη ο Άγιος ως εχθρός των οθωμανών δυναστών και διωκόμενος, δια την ευσέβειαν και την αλήθειαν υπέρ ης ηγωνίζετο καταφρονών πάντα κίνδυνον, ηναγκάσθη κατά το έτος 1575 να καταφύγη εις την ιδιαιτέραν του πατρίδα, τον Κάλαμον της Αττικής. Δεν ηδύνατο όμως να διαμένη ο αειλαμπέστατος ούτος φωστήρ εις την αφάνειαν. Δι’ ο, καταφλεγομένης της καρδίας του από τον ένθεον έρωτα, ανεχώρησεν εις το όρος της Πεντέλης, ένθα και άλλοι ασκηταί κατά του νοητού και αοράτου εχθρού ηγωνίζοντο. Εκεί δε ασκητικώς αγωνιζόμενος επάλαιε κατά των τριών εχθρών του ανθρώπου, κόσμου, σαρκός και διαβόλου και μόνος μόνω τω Θεώ προσηύχετο. Ουχ ήττον όμως και υπέρ της του πλησίον αγάπης και ψυχικής ωφελείας μεριμνών, ίδρυσε το έτος 1578 την Ιεράν Μονήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ήτις μεταγενεστέρως ετιμήθη και δια του ονόματος του Οσίου τούτου Πατρός. Η Ιερά αύτη Μονή γνωστή τυγχάνει σήμερα με το όνομα Μονή Πεντέλης. Εις την Ιεράν αυτού Μονήν παρέμεινεν ο Άγιος επ’ αρκετόν, νυχθημερόν στηρίζων, καθοδηγών και διδάσκων τους εν αυτή ασκουμένους Μοναχούς και πολλούς εις τας νομάς του Κυρίου καθωδήγησε. Ποθών όμως την ησυχίαν και την αδιάλειπτον μετά του Κυρίου ένωσιν δια της ιεράς προσευχής και αφού δια των αόκνων του προσπαθειών και των ενθέρμων προς τον Κύριον και την Υπεραγίαν Θεοτόκον δεήσεών του εστηρίχθη η Μονή και δι’ ικανής κτηματικής περιουσίας, απεσύρθη εις το προσφιλές του ασκητήριον εν Καρκτώ (Γαργαττώ) και κατόπιν εις το εν Βραώνα, ένθα οίους αγώνας κατέβαλε νυχθημερόν αγωνιζόμενος ο Κύριος οίδεν. Επειδή όμως δια την ησυχαστικήν ασκητικήν του ζωήν φθονών ο μισόκαλος εχθρός εξήγειρε τους κατοίκους των πέριξ χωρίων εναντίον του δια κτηματικάς δήθεν διαφοράς, εγκατέλειψε και το ησυχαστήριόν του τούτο και μετέβη εις την εν Κέα (Τζιάν) Ιεράν Μονήν του Τιμίου Προδρόμου δια του εξής θαυμασίου τρόπου και ακούσατε. Λέμβος μικρά υπήρχε της Μονής δι’ ης ηλίευον, την οποίαν έκαυσαν οι εχθροί του Αγίου δια να τον εκδικηθούν και να τον λυπήσουν, αυτός δε ο θαυμάσιος εγκαταλείπει εις τους εχθρούς του τα υλικά πράγματα και επιβάς εν Βραώνι Αττικής των υπολειμμάτων της κεκαυμένης λέμβου ύψωσεν εν αυτή δια της Αρχιερατικής του ράβδου το ράσον του και, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Πνεύσαντος ουρίου ανέμου έπλευσεν η λέμβος και ωδήγησε τον Άγιον εις Κέαν. Το θαύμα τούτο ως και πλείστα έτερα κατέδειξαν την αγιότητα του ανδρός και την προς Κύριον παρρησίαν αυτού. Ελθών ο Άγιος περί το έτος 1590 εις την νήσον Κέαν και ζήσας εν αυτή τας υπολοίπους ημέρας της ζωής του εν ειρήνη, απήλθε προς Κύριον τη 16η του μηνός Αυγούστου, παραδώσας την αγίαν του ψυχήν εις χείρας του μισθαποδότου Σωτήρος Χριστού, παρ’ ου και τους διπλούς στεφάνους της νίκης εδέξατο δια τε την καλήν ποιμαντορίαν και την ασκητικήν του διαγωγήν. Διασώζεται δε μέχρι σήμερον η αγία αυτού κάρα, μύρον αποπνέουσα και ιάσεις εις τους μετά πίστεως αιτουμένους παρέχουσα, φυλαττομένη εν τη Ιερά Μονή Πεντέλης ως θείον θησαύρισμα και ιερόν προσκύνημα. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου