Φλώρος και Λαύρος
οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν μεν αδελφοί δίδυμοι, λιθοξόοι την τέχνην, εκμαθόντες
αυτήν παρά του Αγίου Πατρόκλου και του Αγίου Μαξίμου, μαρτυρησάντων και αυτών
δια τον Χριστόν. Αφού δε οι διδάσκαλοι ούτοι εμαρτύρησαν, αφήκαν την εν
Βυζαντίω διατριβήν και απήλθον εις το Ιλλυρικόν (την Σλαβονίαν), εις την χώραν
της Δαρδανίας και εις πόλιν Ουλπιανά καλουμένην· εκεί δε ευρισκόμενοι ηρεύνων
ίνα εύρωσι μεταλλικάς πέτρας, παρά τω ηγεμόνι Λουκίωνι, όπου και ειργάζοντο την
τέχνην των.
Είτα αστάλησαν παρ’ αυτού εις τον Λικίνιον, ο οποίος ήτο υιός της βασιλίσσης Ελπιδίας· ο δε, δώσας χρήματα εις τους Αγίους, διέταξεν αυτούς να κτίσωσι ναόν των ειδώλων, τον οποίον εσχεδίασεν επί διαγράμματος και χάρτου. Λαβόντες δε τα χρήματα οι Άγιοι, τα διεμοίρασαν εις τους πτωχούς, και την μεν νύκτα κατεγίνοντο εις την προς Θεόν προσευχήν, την δε ημέραν εργαζόμενοι την τέχνην των κατεσκεύαζον μετά σπουδής τον ναόν. Αφού δε εις ολίγας ημέρας επερατώθη το έργον, συμβοηθούντος εις τους Αγίους θείου Αγγέλου και ενδυναμώνοντος αυτούς, τότε ο ιερεύς των ειδώλων Μερέντιος επίστευσεν εις τον Χριστόν· τούτου δε ο υιός Αθανάσιος είχε πιστεύσει πρότερον, επειδή οι Άγιοι ήνοιξαν τον τυφλόν οφθαλμόν του. Συναθροίσαντες δε οι Άγιοι τους πτωχούς εκείνους εις τους οποίους είχον διανείμει τα χρήματα, έδεσαν δια της βοηθείας εκείνων τα είδωλα από του τραχήλου με σχοινία και τα εκρήμνισαν εις την γην. Είτα μετατρέψαντες τον ναόν των ειδώλων εις Ναόν άγιον του αληθινού Θεού και ανάψαντες φώτα πολλά, ενεκαινίασαν αυτόν και αφιέρωσαν εις τον Χριστόν, επιλέγοντες και το Τροπάριον των εγκαινίων, «Δόξα σοι Χριστέ ο Θεός, Αποστόλων καύχημα, Μαρτύρων αγαλλίαμα, Τριάς η ομοούσιος» προπορευομένου και του Τιμίου Σταυρού. Ταύτα μαθών ο Λικίνιος προσέταξε να αναφθή κάμινος, εντός της οποίας να ριφθώσιν όσοι πτωχοί άλαβον τα χρήματα και συνέτριψαν τα είδωλα· όθεν ριφθέντες οι μακάριοι εις αυτήν παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και έλαβον του Μαρτυρίου τους στεφάνους. Οι δε Άγιοι Φλώρος και Λαύρος εδέθησαν εις τροχόν αμάξης, και εδάρησαν· έπειτα έστειλεν αυτούς ο Λικίνιος εις τον ηγεμόνα Λύκωνα, ο οποίος, δεξάμενος τους Μάρτυρας, τους έκλεισεν εντός βαθέος και ανύδρου φρέατος. Κλεισθέντες δε εν αυτώ οι Άγιοι, πρώτον μεν παρεκάλεσαν τον Θεόν υπέρ των Χριστιανών όσοι θα τους ενθυμώνται και θα τους εορτάζωσι, δεύτερον δε υπέρ ευσταθείας και ειρήνης του κόσμου, και τρίτον ίνα παύση ο κατά των Χριστιανών διωγμός· μετά δε ταύτα παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού και ανέβησαν νικηφόροι εις τα ουράνια. Αφού δε παρήλθε χρόνος πολύς ανεκομίσθησαν εκ του φρέατος τα τίμια αυτών λείψανα και εναπετέθησαν με τιμήν εντός θηκών· αναβλύζουσι δε μύρα και διάφορα θαύματα ενεργούσιν εις τους μετά πίστεως τούτοις προστρέχοντας. Τελείται δε η των Αγίων τούτων σύναξις και εορτή εις τον Άγιον αυτών Ναόν, τον ευρισκόμενον εν τω Ναώ του Αγίου ενδόξου Αποστόλου Φιλίππου εν Κωνσταντινουπόλει.
Είτα αστάλησαν παρ’ αυτού εις τον Λικίνιον, ο οποίος ήτο υιός της βασιλίσσης Ελπιδίας· ο δε, δώσας χρήματα εις τους Αγίους, διέταξεν αυτούς να κτίσωσι ναόν των ειδώλων, τον οποίον εσχεδίασεν επί διαγράμματος και χάρτου. Λαβόντες δε τα χρήματα οι Άγιοι, τα διεμοίρασαν εις τους πτωχούς, και την μεν νύκτα κατεγίνοντο εις την προς Θεόν προσευχήν, την δε ημέραν εργαζόμενοι την τέχνην των κατεσκεύαζον μετά σπουδής τον ναόν. Αφού δε εις ολίγας ημέρας επερατώθη το έργον, συμβοηθούντος εις τους Αγίους θείου Αγγέλου και ενδυναμώνοντος αυτούς, τότε ο ιερεύς των ειδώλων Μερέντιος επίστευσεν εις τον Χριστόν· τούτου δε ο υιός Αθανάσιος είχε πιστεύσει πρότερον, επειδή οι Άγιοι ήνοιξαν τον τυφλόν οφθαλμόν του. Συναθροίσαντες δε οι Άγιοι τους πτωχούς εκείνους εις τους οποίους είχον διανείμει τα χρήματα, έδεσαν δια της βοηθείας εκείνων τα είδωλα από του τραχήλου με σχοινία και τα εκρήμνισαν εις την γην. Είτα μετατρέψαντες τον ναόν των ειδώλων εις Ναόν άγιον του αληθινού Θεού και ανάψαντες φώτα πολλά, ενεκαινίασαν αυτόν και αφιέρωσαν εις τον Χριστόν, επιλέγοντες και το Τροπάριον των εγκαινίων, «Δόξα σοι Χριστέ ο Θεός, Αποστόλων καύχημα, Μαρτύρων αγαλλίαμα, Τριάς η ομοούσιος» προπορευομένου και του Τιμίου Σταυρού. Ταύτα μαθών ο Λικίνιος προσέταξε να αναφθή κάμινος, εντός της οποίας να ριφθώσιν όσοι πτωχοί άλαβον τα χρήματα και συνέτριψαν τα είδωλα· όθεν ριφθέντες οι μακάριοι εις αυτήν παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και έλαβον του Μαρτυρίου τους στεφάνους. Οι δε Άγιοι Φλώρος και Λαύρος εδέθησαν εις τροχόν αμάξης, και εδάρησαν· έπειτα έστειλεν αυτούς ο Λικίνιος εις τον ηγεμόνα Λύκωνα, ο οποίος, δεξάμενος τους Μάρτυρας, τους έκλεισεν εντός βαθέος και ανύδρου φρέατος. Κλεισθέντες δε εν αυτώ οι Άγιοι, πρώτον μεν παρεκάλεσαν τον Θεόν υπέρ των Χριστιανών όσοι θα τους ενθυμώνται και θα τους εορτάζωσι, δεύτερον δε υπέρ ευσταθείας και ειρήνης του κόσμου, και τρίτον ίνα παύση ο κατά των Χριστιανών διωγμός· μετά δε ταύτα παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού και ανέβησαν νικηφόροι εις τα ουράνια. Αφού δε παρήλθε χρόνος πολύς ανεκομίσθησαν εκ του φρέατος τα τίμια αυτών λείψανα και εναπετέθησαν με τιμήν εντός θηκών· αναβλύζουσι δε μύρα και διάφορα θαύματα ενεργούσιν εις τους μετά πίστεως τούτοις προστρέχοντας. Τελείται δε η των Αγίων τούτων σύναξις και εορτή εις τον Άγιον αυτών Ναόν, τον ευρισκόμενον εν τω Ναώ του Αγίου ενδόξου Αποστόλου Φιλίππου εν Κωνσταντινουπόλει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου