Θεοφάνης ο Όσιος Πατήρ ημών ο Νέος εγεννήθη εις Ιωάννινα περί τας αρχάς
της ΙΣΤ΄ εκατονταετηρίδος μ.Χ. εκ γονέων ευσεβών, υφ ων και ανετράφη εν παιδεία
και νουθεσία Κυρίου. Υπό θείου δε εμπνεόμενος ζήλου, κατά την ενηλικίωσιν αυτού
αποχαιρετήσας τα φθαρτά και γήϊνα μετέβη εις το αγιώνυμον Όρος του Άθωνος, περιελθών
δε τας εν αυτώ Ιεράς Μονάς και Σκήτας των Πατέρων εξέλεξε την Μονήν του
Δοχειαρίου, ένθα γενόμενος Μοναχός διήγεν οσίως και εναρέτως τον βίον του,
φιλαδέλφως δε αγαπών τους συνασκουμένους πατέρας και αδελφούς της Μονής, και
υπ’ αυτών αμοιβαίως ανταγαπώμενος εξελέγη μετ’ ολίγον Ηγούμενος αυτών και της
ιεράς Μονής επιστάτης.
Ποιμαίνων δε θεοφιλώς και σωφρόνως, αλλά και δια του ιδίου αυτού παραδείγματος, ήγαγε τα της Μονής εις ύψιστον βαθμόν ακμής, εκθύμως δια παντοίων ασκητικών κανόνων παροτρύνων εις πολιτείαν όλως θεάρεστον τους υπό την εποπτείαν αυτού συνασκουμένους Μοναχούς, μεταδίδων εις αυτούς τον προς τα θεία διάπυρον ζήλον του. Μετά τινα όμως χρόνον, τη συνεργεία του μισοκάλου δαίμονος, μη ανεχομένου να βλέπη τον ιερόν εκείνον όμιλον των Μοναχών αγωνιζόμενον με ενδελεχείς προσευχάς και νηστείας και με πάσαν αρετήν μετερχόμενον την μετάνοιαν αυτού, αιχμαλωτισθείς ο επ’ αδελφή ανεψιός του Οσίου απάγεται εξ Ιωαννίνων εις Κωνσταντινούπολιν. Τούτο μαθών ο Όσιος και ποθών ίνα προλάβη τον ψυχικόν κίνδυνον του παιδός έδραμεν εις Κωνσταντινούπολιν, ένθα μετά πλείστας υπερανθρώπους προσπαθείας απαλλάξας αυτόν της αιχμαλωσίας, ωδήγησεν εις Άγιον Όρος και έκειρεν, ει και πρωϊμως, Μοναχόν. Βλέπων όμως ότι ανεζητείτο ο παις εις τε την Κωνσταντινούπολιν και αλλαχού, προς αποφυγήν παντός κινδύνου και βλάβης της Μονής εν περιπτώσει ευρέσεως του παιδός εν αυτή, έκρινεν αναγκαίον όπως μετ’ αυτού αποχωρήση εκείθεν, εκβιασθείς άλλως τε προς τούτο παρά των πατέρων. Απελθών όθεν εις Βέροιαν κατέφυγε κρυφίως εις την εκεί Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου, εις την οποίαν συναγαγών πολλούς μιμητάς της εναρέτου πολιτείας αυτού, μετά πόθου και αυθορμήτως ζητησαντας να γίνουν Μοναχοί, και Ναόν περικαλλή ανεγείρας επ’ ονόματι της παναχράντου Θεοτόκου, προεχείρισε και αφήκεν επίτροπον τον ανεψιόν αυτού, ενηλικιωθέντα ήδη αρκούντως, αυτός δε μετέβη εις την πόλιν Νάουσαν, πλησίον της οποίας επί του όρους έκτισε τον ιερόν Ναόν των Αρχαγγέλων και την ομώνυμον ευπρεπή Μονήν, εν τη οποία ουκ ολίγοι ευσεβείς και ενάρετοι εκ των πέριξ καθημερινώς προσερχόμενοι και μετά πόθου το μοναχικόν σχήμα ανταλλάσσοντες ανθ’ όλων των εγκοσμίων αγαθών εγένοντο αδελφοί της Μονής και συνηγωνίζοντο με νηστείας, αγρυπνίας και προσευχάς, αλλά και με κόπους σωματικών έργων εφιλοτιμούντο θεαρέστως δια να φθάσουν εις βίου και αρετής τελειότητα, άριστα παραδειγματιζόμενοι υπό του ευσεβόφρονος και Οσίου τούτου Πατρός, όστις εποίμαινεν αυτούς και καθωδήγει εις νομάς σωτηρίους κατά κοινήν αυτών παράκλησιν. Εις την Μονήν ταύτην κατέφευγον και οι περίοικοι Χριστιανοί, κατά τας δεινάς περιστάσεις των χρόνων εκείνων και εύρισκον παρηγορίαν. Εις την Μονήν ταύτην η ευσέβεια ενισχυομένη εκρατύνετο και τα πλήθη των πιστών ακλόνητα εν τη Ορθοδοξία διέμενον. Μετά τινα χρόνον επανέρχεται εις την εν Βεροία ετέραν Μονήν δια να επισκεφθή και εκ του σύνεγγυς και επί μάλλον παροτρύνη εις τον της σωτηριώδους αρετής θεοφιλή αγώνα τους εκεί ασκουμένους Μοναχούς, τους οποίους δεν έπαυσεν αγαπών και πατρικώς υπέρ αυτών μεριμνών. Ελθών δε εις προβεβηκυίαν ηλικίαν, προεγνώρισεν ότι επέστη ο χρόνος του θανάτου αυτού· εκάλεσε λοιπόν πάντας τους εν τη Μονή πατέρας, τους ενουθέτησε δεόντως, όπως εμπρέπει εις ενάρετον πνευματικόν πατέρα κηδόμενον της ψυχικής σωτηρίας των τέκνων αυτού. Βλέπων δε αυτούς δυσφορούντας και αφθόνως δακρύοντας δια την στέρησιν αυτού, τους επαρηγόρησε και τους εδίδαξεν ικανά περί ζωής και θανάτου, και μάλιστα περί αθανασίας της ψυχής, προς στερέωσιν αυτών εν θεοσεβεία και αρετή, και παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, υμνών, ευχαριστών και δοξάζων Αυτόν, όστις τον κατηξίωσε να αποθέση το φθαρτόν σαρκίον και να τον προσλάβη εις την αιωνίαν μακαριότητα, ένθα ουκ έστι λύπη, ου στεναγμός, αλλά χαρά και βίος αγγελικός. Τοιούτος ο βίος του Οσίου πατρός ημών Θεοφάνους του Νέου, όστις οσίως και θεοπρεπώς διαβιώσας και απρόσβλητος εκ των πειρασμών του μισοκάλου διαμείνας, εκέρδησε την σωτηρίαν της ψυχής αυτού, ανθ’ ης ουδέν αντάλλαγμα εστι πολυτιμότερον εν τω κόσμω. Το δε τίμιον αυτού λείψανον εναποτεθέν εις ευπρεπή λάρνακα ετάφη εις την Μονήν εν τη οποία ετελεύτησεν. Είτα δε η σεβασμία αυτού κάρα μετεφέρθη εις την εν Ναούση Μονήν, εις την οποίαν σώζεται μέχρι σήμερον, ποταμούς ιαμάτων προχέουσα ως ακένωτος πηγή θαυμάτων, τελουμένων άλλοτε μεν υπέρ των μετ’ ευλαβείας και εγκαρδίου πίστεως κατασπαζομένων αυτήν και την του Οσίου βοήθειαν και χάριν επικαλουμένων, άλλοτε δε κατά των κακοβούλων και των θρασυστομούντων κατά της ιεράς και σεβαστής μνήμης αυτού. Εκ των απείρων θαυμάτων, τα οποία ο Όσιος πατήρ ημών Θεοφάνης, και ζών και μετά θάνατον, ετέλεσε και εκ των οποίων εδοξάσθη ως θαυματουργός, θα είπωμεν ενταύθα ολίγα τινά χάριν συντομίας. Του πλοίου, επί του οποίου επέβαινεν ο Όσιος επιστρέφων εκ Κωνσταντινουπόλεως εις Άγιον Όρος, κινδυνεύοντος να καταποντισθή ένεκα της σφοδράς τρικυμίας και του πληρώματος ολοφυρομένου και πάσαν ελπίδαν σωτηρίας αποβαλόντος, ο Άγιος αποσυρθείς προσηυχήθη εις τον Θεόν μετά συντριβής και επανελθών ενεθάρρυνε τους επιβαίνοντας λέγων· «Θαρρείτε, διότι εσώθημεν»· και ω του θαύματος! Κατέπαυσεν αμέσως η τρικυμία και επήλθεν η ευία, ούριος δε έπνευσεν ο άνεμος. Άνθρωπος τις Αγαρηνός ήτο προ ετών λεπρός, καίτοι δε κατηνάλωσε άπασαν την περιουσίαν αυτού εις τους ιατρούς, δεν ηδυνήθη όμως να λάβη θεραπείαν του πάθους του. Αλλά τελευταίον, τη προτροπή φίλων, προσελθών εις την των Ασωμάτων Μονήν ένιψε το σώμα του εις ηγιασμένον ύδωρ εν τω οποίω το του Οσίου άγιον λείψανον ενεβάφη πριν και, ω του θαύματος! Εθεραπεύθη παντελώς εκ της λέπρας και υγιής απήλθεν εις την χώραν του, δοξάζων τον αληθή Θεόν και τον άξιον αυτού θεράποντα, τον Όσιον Θεοφάνην, τον όντως ανάργυρον ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων. Έτερος υπό μανιώδους παραφροσύνης κατεχόμενος εθεραπεύθη εν τω άμα αψάμενος ευλαβώς της κεφαλής του λειψάνου του Οσίου και επέστρεψεν υγιής εις τον οίκον του. Εν τη πόλει Ναούση ενέσκηψέ ποτε φοβερά η λαοφθόρος πανώλης, ήτις μεγίστην φθοράν επέφερεν εις τους κατοίκους, θανατώσασα πλέον του τρίτου αυτών εις ολίγας ημέρας. Ο δε λαός βαρυθυμών δια την πανωλεθρίαν επεδόθη εις παννυχίους προσευχάς και δεήσεις μετά πολλών θρήνων και οδυρμών, επικαλούμενος εξαιρετικώς την αρωγήν και βοήθειαν του Οσίου, του άλλως τε πολιούχου της πόλεως, υπέρ της ταχείας απαλλαγής από της μάστιγος. Περιαχθείσης είτα της τιμίας κεφαλής αυτού εν λιτανεία πέριξ της πόλεως, ω του θαύματος! Η φοβερά επιδημία παραχρήμα εξέλιπε, μη εμφανισθείσα πλέον εις το μετέπειτα χάριτι και πρεσβείαις του Οσίου. Δεινής ανομβρίας γενομένης ποτέ εν τη πόλει, ολίγον δειν και θα κατεστρέφοντο παντελώς τα εσπαρμένα. Οι δε κάτοικοι αθυμούντες επί τω δυστυχήματι, επειδή έμελλον να στερηθούν και αυτών των του ζην αναγκαίων, έσπευσαν να επικαλεσθούν με δεήσεις και ικεσίας την του Οσίου βοήθειαν. Έτι δ’ αυτών λιτανευόντων εις τους αγρούς μετά της τιμίας κάρας αυτού, ω του θαύματος! Επήλθε βροχή δαψιλής, καταζωογονήσασα την αποξηρανθείσαν φύσιν. Πάντες δε, ιδόντες το θαύμα, εδοξολόγησαν τον Θεόν και τον Όσιον, τον αναδειχθέντα παντοτεινόν και πρόθυμον βοηθόν εις τας δυστυχίας αυτών. Κακόβουλός τις λάθρα εισελθών εις την Μονήν, εν τη οποία εφυλάττετο το του Αγίου λείψανον, έκλεψε διάφορα χαλκά αγγεία της μαγειρικής. Αλλά μόλις εξήλθε της Μονής, αι χείρες και οι πόδες αυτού τοσούτον παρέλυσαν, ώστε δεν ηδύνατο να προχωρήση μείνας όλως αναίσθητος. Μετάνοιαν όμως ομολογήσας, και υποσχεθείς ειλικρινώς εις τον Όσιον, ότι θα επιστρέψη διπλάσιον το κλαπέν, ω του θαύματος! Απηλλάγη της κατεχούσης αυτόν παραλύσεως. Γυνή έπασχε από ετών εξ αιμορραγίας, μη δυναμένη να εύρη ουδεμίαν θεραπείαν (καίτοι πάσαν την περιουσίαν αυτής κατηνάλωσεν εις τους ιατρούς)· προσελθούσα όμως εις την Μονήν του Οσίου και μετ’ ευλαβείας ασπασαμένη τα ιερά λείψανα αυτού, ύδωρ δε καθηγιασμένον υπό του ιερού λειψάνου πιούσα, παραχρήμα απηλλάγη του δεινού εκείνου νοσήματος και εν πληρεστάτη υγεία επέστρεψε χαίρουσα εις τον οίκον της. Άλλη τις γυνή, εξ επιληψίας τρυχομένη προ πολλού, προσελθούσα και μετ’ εγκαρδίου πίστεως αψαμένη της τιμίας κεφαλής του λειψάνου, ω του θαύματος! Υγιής εγένετο. Και ου μόνον ταύτα, αλλά και πλείστα έτερα σωτηριώδη ευεργετήματα και χάριτας οι προς τον Όσιον Θεοφάνην καταφεύγοντες απολαμβάνουσιν εκ παντοίων νοσημάτων απαλλαττόμενοι άμα τη ιερά σορώ των λειψάνων αυτού προσερχόμενοι και μετ’ ευλαβείας την σεβασμίαν αυτού κάραν ασπαζόμενοι, και επανέρχονται υγιείς εις τα ίδια αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν· ω η δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Ποιμαίνων δε θεοφιλώς και σωφρόνως, αλλά και δια του ιδίου αυτού παραδείγματος, ήγαγε τα της Μονής εις ύψιστον βαθμόν ακμής, εκθύμως δια παντοίων ασκητικών κανόνων παροτρύνων εις πολιτείαν όλως θεάρεστον τους υπό την εποπτείαν αυτού συνασκουμένους Μοναχούς, μεταδίδων εις αυτούς τον προς τα θεία διάπυρον ζήλον του. Μετά τινα όμως χρόνον, τη συνεργεία του μισοκάλου δαίμονος, μη ανεχομένου να βλέπη τον ιερόν εκείνον όμιλον των Μοναχών αγωνιζόμενον με ενδελεχείς προσευχάς και νηστείας και με πάσαν αρετήν μετερχόμενον την μετάνοιαν αυτού, αιχμαλωτισθείς ο επ’ αδελφή ανεψιός του Οσίου απάγεται εξ Ιωαννίνων εις Κωνσταντινούπολιν. Τούτο μαθών ο Όσιος και ποθών ίνα προλάβη τον ψυχικόν κίνδυνον του παιδός έδραμεν εις Κωνσταντινούπολιν, ένθα μετά πλείστας υπερανθρώπους προσπαθείας απαλλάξας αυτόν της αιχμαλωσίας, ωδήγησεν εις Άγιον Όρος και έκειρεν, ει και πρωϊμως, Μοναχόν. Βλέπων όμως ότι ανεζητείτο ο παις εις τε την Κωνσταντινούπολιν και αλλαχού, προς αποφυγήν παντός κινδύνου και βλάβης της Μονής εν περιπτώσει ευρέσεως του παιδός εν αυτή, έκρινεν αναγκαίον όπως μετ’ αυτού αποχωρήση εκείθεν, εκβιασθείς άλλως τε προς τούτο παρά των πατέρων. Απελθών όθεν εις Βέροιαν κατέφυγε κρυφίως εις την εκεί Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου, εις την οποίαν συναγαγών πολλούς μιμητάς της εναρέτου πολιτείας αυτού, μετά πόθου και αυθορμήτως ζητησαντας να γίνουν Μοναχοί, και Ναόν περικαλλή ανεγείρας επ’ ονόματι της παναχράντου Θεοτόκου, προεχείρισε και αφήκεν επίτροπον τον ανεψιόν αυτού, ενηλικιωθέντα ήδη αρκούντως, αυτός δε μετέβη εις την πόλιν Νάουσαν, πλησίον της οποίας επί του όρους έκτισε τον ιερόν Ναόν των Αρχαγγέλων και την ομώνυμον ευπρεπή Μονήν, εν τη οποία ουκ ολίγοι ευσεβείς και ενάρετοι εκ των πέριξ καθημερινώς προσερχόμενοι και μετά πόθου το μοναχικόν σχήμα ανταλλάσσοντες ανθ’ όλων των εγκοσμίων αγαθών εγένοντο αδελφοί της Μονής και συνηγωνίζοντο με νηστείας, αγρυπνίας και προσευχάς, αλλά και με κόπους σωματικών έργων εφιλοτιμούντο θεαρέστως δια να φθάσουν εις βίου και αρετής τελειότητα, άριστα παραδειγματιζόμενοι υπό του ευσεβόφρονος και Οσίου τούτου Πατρός, όστις εποίμαινεν αυτούς και καθωδήγει εις νομάς σωτηρίους κατά κοινήν αυτών παράκλησιν. Εις την Μονήν ταύτην κατέφευγον και οι περίοικοι Χριστιανοί, κατά τας δεινάς περιστάσεις των χρόνων εκείνων και εύρισκον παρηγορίαν. Εις την Μονήν ταύτην η ευσέβεια ενισχυομένη εκρατύνετο και τα πλήθη των πιστών ακλόνητα εν τη Ορθοδοξία διέμενον. Μετά τινα χρόνον επανέρχεται εις την εν Βεροία ετέραν Μονήν δια να επισκεφθή και εκ του σύνεγγυς και επί μάλλον παροτρύνη εις τον της σωτηριώδους αρετής θεοφιλή αγώνα τους εκεί ασκουμένους Μοναχούς, τους οποίους δεν έπαυσεν αγαπών και πατρικώς υπέρ αυτών μεριμνών. Ελθών δε εις προβεβηκυίαν ηλικίαν, προεγνώρισεν ότι επέστη ο χρόνος του θανάτου αυτού· εκάλεσε λοιπόν πάντας τους εν τη Μονή πατέρας, τους ενουθέτησε δεόντως, όπως εμπρέπει εις ενάρετον πνευματικόν πατέρα κηδόμενον της ψυχικής σωτηρίας των τέκνων αυτού. Βλέπων δε αυτούς δυσφορούντας και αφθόνως δακρύοντας δια την στέρησιν αυτού, τους επαρηγόρησε και τους εδίδαξεν ικανά περί ζωής και θανάτου, και μάλιστα περί αθανασίας της ψυχής, προς στερέωσιν αυτών εν θεοσεβεία και αρετή, και παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, υμνών, ευχαριστών και δοξάζων Αυτόν, όστις τον κατηξίωσε να αποθέση το φθαρτόν σαρκίον και να τον προσλάβη εις την αιωνίαν μακαριότητα, ένθα ουκ έστι λύπη, ου στεναγμός, αλλά χαρά και βίος αγγελικός. Τοιούτος ο βίος του Οσίου πατρός ημών Θεοφάνους του Νέου, όστις οσίως και θεοπρεπώς διαβιώσας και απρόσβλητος εκ των πειρασμών του μισοκάλου διαμείνας, εκέρδησε την σωτηρίαν της ψυχής αυτού, ανθ’ ης ουδέν αντάλλαγμα εστι πολυτιμότερον εν τω κόσμω. Το δε τίμιον αυτού λείψανον εναποτεθέν εις ευπρεπή λάρνακα ετάφη εις την Μονήν εν τη οποία ετελεύτησεν. Είτα δε η σεβασμία αυτού κάρα μετεφέρθη εις την εν Ναούση Μονήν, εις την οποίαν σώζεται μέχρι σήμερον, ποταμούς ιαμάτων προχέουσα ως ακένωτος πηγή θαυμάτων, τελουμένων άλλοτε μεν υπέρ των μετ’ ευλαβείας και εγκαρδίου πίστεως κατασπαζομένων αυτήν και την του Οσίου βοήθειαν και χάριν επικαλουμένων, άλλοτε δε κατά των κακοβούλων και των θρασυστομούντων κατά της ιεράς και σεβαστής μνήμης αυτού. Εκ των απείρων θαυμάτων, τα οποία ο Όσιος πατήρ ημών Θεοφάνης, και ζών και μετά θάνατον, ετέλεσε και εκ των οποίων εδοξάσθη ως θαυματουργός, θα είπωμεν ενταύθα ολίγα τινά χάριν συντομίας. Του πλοίου, επί του οποίου επέβαινεν ο Όσιος επιστρέφων εκ Κωνσταντινουπόλεως εις Άγιον Όρος, κινδυνεύοντος να καταποντισθή ένεκα της σφοδράς τρικυμίας και του πληρώματος ολοφυρομένου και πάσαν ελπίδαν σωτηρίας αποβαλόντος, ο Άγιος αποσυρθείς προσηυχήθη εις τον Θεόν μετά συντριβής και επανελθών ενεθάρρυνε τους επιβαίνοντας λέγων· «Θαρρείτε, διότι εσώθημεν»· και ω του θαύματος! Κατέπαυσεν αμέσως η τρικυμία και επήλθεν η ευία, ούριος δε έπνευσεν ο άνεμος. Άνθρωπος τις Αγαρηνός ήτο προ ετών λεπρός, καίτοι δε κατηνάλωσε άπασαν την περιουσίαν αυτού εις τους ιατρούς, δεν ηδυνήθη όμως να λάβη θεραπείαν του πάθους του. Αλλά τελευταίον, τη προτροπή φίλων, προσελθών εις την των Ασωμάτων Μονήν ένιψε το σώμα του εις ηγιασμένον ύδωρ εν τω οποίω το του Οσίου άγιον λείψανον ενεβάφη πριν και, ω του θαύματος! Εθεραπεύθη παντελώς εκ της λέπρας και υγιής απήλθεν εις την χώραν του, δοξάζων τον αληθή Θεόν και τον άξιον αυτού θεράποντα, τον Όσιον Θεοφάνην, τον όντως ανάργυρον ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων. Έτερος υπό μανιώδους παραφροσύνης κατεχόμενος εθεραπεύθη εν τω άμα αψάμενος ευλαβώς της κεφαλής του λειψάνου του Οσίου και επέστρεψεν υγιής εις τον οίκον του. Εν τη πόλει Ναούση ενέσκηψέ ποτε φοβερά η λαοφθόρος πανώλης, ήτις μεγίστην φθοράν επέφερεν εις τους κατοίκους, θανατώσασα πλέον του τρίτου αυτών εις ολίγας ημέρας. Ο δε λαός βαρυθυμών δια την πανωλεθρίαν επεδόθη εις παννυχίους προσευχάς και δεήσεις μετά πολλών θρήνων και οδυρμών, επικαλούμενος εξαιρετικώς την αρωγήν και βοήθειαν του Οσίου, του άλλως τε πολιούχου της πόλεως, υπέρ της ταχείας απαλλαγής από της μάστιγος. Περιαχθείσης είτα της τιμίας κεφαλής αυτού εν λιτανεία πέριξ της πόλεως, ω του θαύματος! Η φοβερά επιδημία παραχρήμα εξέλιπε, μη εμφανισθείσα πλέον εις το μετέπειτα χάριτι και πρεσβείαις του Οσίου. Δεινής ανομβρίας γενομένης ποτέ εν τη πόλει, ολίγον δειν και θα κατεστρέφοντο παντελώς τα εσπαρμένα. Οι δε κάτοικοι αθυμούντες επί τω δυστυχήματι, επειδή έμελλον να στερηθούν και αυτών των του ζην αναγκαίων, έσπευσαν να επικαλεσθούν με δεήσεις και ικεσίας την του Οσίου βοήθειαν. Έτι δ’ αυτών λιτανευόντων εις τους αγρούς μετά της τιμίας κάρας αυτού, ω του θαύματος! Επήλθε βροχή δαψιλής, καταζωογονήσασα την αποξηρανθείσαν φύσιν. Πάντες δε, ιδόντες το θαύμα, εδοξολόγησαν τον Θεόν και τον Όσιον, τον αναδειχθέντα παντοτεινόν και πρόθυμον βοηθόν εις τας δυστυχίας αυτών. Κακόβουλός τις λάθρα εισελθών εις την Μονήν, εν τη οποία εφυλάττετο το του Αγίου λείψανον, έκλεψε διάφορα χαλκά αγγεία της μαγειρικής. Αλλά μόλις εξήλθε της Μονής, αι χείρες και οι πόδες αυτού τοσούτον παρέλυσαν, ώστε δεν ηδύνατο να προχωρήση μείνας όλως αναίσθητος. Μετάνοιαν όμως ομολογήσας, και υποσχεθείς ειλικρινώς εις τον Όσιον, ότι θα επιστρέψη διπλάσιον το κλαπέν, ω του θαύματος! Απηλλάγη της κατεχούσης αυτόν παραλύσεως. Γυνή έπασχε από ετών εξ αιμορραγίας, μη δυναμένη να εύρη ουδεμίαν θεραπείαν (καίτοι πάσαν την περιουσίαν αυτής κατηνάλωσεν εις τους ιατρούς)· προσελθούσα όμως εις την Μονήν του Οσίου και μετ’ ευλαβείας ασπασαμένη τα ιερά λείψανα αυτού, ύδωρ δε καθηγιασμένον υπό του ιερού λειψάνου πιούσα, παραχρήμα απηλλάγη του δεινού εκείνου νοσήματος και εν πληρεστάτη υγεία επέστρεψε χαίρουσα εις τον οίκον της. Άλλη τις γυνή, εξ επιληψίας τρυχομένη προ πολλού, προσελθούσα και μετ’ εγκαρδίου πίστεως αψαμένη της τιμίας κεφαλής του λειψάνου, ω του θαύματος! Υγιής εγένετο. Και ου μόνον ταύτα, αλλά και πλείστα έτερα σωτηριώδη ευεργετήματα και χάριτας οι προς τον Όσιον Θεοφάνην καταφεύγοντες απολαμβάνουσιν εκ παντοίων νοσημάτων απαλλαττόμενοι άμα τη ιερά σορώ των λειψάνων αυτού προσερχόμενοι και μετ’ ευλαβείας την σεβασμίαν αυτού κάραν ασπαζόμενοι, και επανέρχονται υγιείς εις τα ίδια αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν· ω η δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου