Κοσμάς
ο Άγιος Ιερομάρτυς και Ισαπόστολος, ο αληθώς άνθρωπος του Θεού, διδάσκαλος και
κήρυξ του θείου Ευαγγελίου, κατήγετο από το μικρόν χωρίον της Αιτωλίας το
ονομαζόμενον Μέγα Δένδρον. Ήτο υιός γονέων ευσεβών, παρά των οποίων ανετράφη
και εξεπαιδεύθη εις τα γράμματα εν νουθεσία Κυρίου, κατά τον θείον Απόστολον.
Όταν δε ήλθεν εις ηλικίαν περίπου είκοσιν ετών, ήρχισε να διδάσκεται από τον
Ιεροδιάκονον Ανανίαν, τον καλούμενον Δερβισάνον. Επειδή όμως κατά τους χρόνους
εκείνους ήρχισε να ακμάζη και να φημίζεται μεγάλως και το σχολείον του
Βατοπαιδίου εις το Άγιον Όρος, μετέβη εκεί, ίνα φοιτήση εις τούτο με άλλους
αρκετούς συμπατριώτας του. Εκεί συνεπλήρωσε την μάθησιν υπό διδάσκαλον τον
Παναγιώτην Παλαμάν. Μετά δε ταύτα εδιδάχθη και την Λογικήν από τον εκ Μετσόβου
διδάσκαλον Νικόλαον Τζαρτζούλιον, όστις ήτο εκεί σχολάρχης μετά τον σοφώτατον
Ευγένιον. Ήτο δε ούτος ο Ιερομάρτυς Κοσμάς ακόμη τότε λαϊκός, καλούμενος
Κώνστας.
Αλλά αν και το σχήμα των λαϊκών έφερεν, εφαίνετο σεμνός, ως να έφερε το μοναχικόν σχήμα και κατά πάντα τρόπον ηγωνίζετο και ήσκει εαυτόν έως της τελειότητος. Επειδή δε κακή τη τύχη η σχολή εκείνη ηρημώθη, αναχωρησάντων των διδασκάλων, τότε και ο καλός και ενάρετος Κώνστας μετέβη εις την Ιεράν Μονήν του Φιλοθέου. Εκεί κατά πρώτον εκάρη Μοναχός λαβών το όνομα Κοσμάς, υπετάγη δε εις την άσκησιν και τους βαρυτάτους κόπους της μοναχικής πολιτείας μετά πάσης προθυμίας. Μετά δε ταύτα, εχούσης της Μονής ταύτης την ανάγκην εφημερίου, υπακούσας εις την σφοδράν προτροπήν των πατέρων και τας παρακλήσεις αυτών, εχειροτονήθη ιερομόναχος. Εξ αρχής δε ο μακάριος ούτος ανήρ, και έτι κοσμικός ων, πόθον είχε πολύν να ωφελήση τους αδελφούς Χριστιανούς με εκείνα τα οποία εδιδάχθη και έμαθε. Διο πολλάκις έλεγεν, ότι οι αδελφοί μας Χριστιανοί μεγάλην έχουσιν ανάγκην από λόγον Θεού. Και ότι χρέος βαρύτατον έχουν εκείνοι, οίτινες σπουδάζουν, να μη προστρέχουν εις τα παλάτια των αρχόντων και τας αυλάς των μεγιστάνων δια να αποκτήσωσι πλούτον και αξιώματα, αλλά πρωτίστως να διδάσκωσι τας χριστιανικάς αληθείας εις τους απλοϊκούς ανθρώπους, οίτινες ζώσιν εις την απαιδευσίαν και την άγνοιαν, δια να αποκτήσουν ούτω μισθόν ουράνιον και αμάραντον δόξαν. Αλλά αν και ο μακάριος Κοσμάς τοιαύτα επόθει και ζήλος πολύς εθέρμαινε την ιεράν αυτού καρδίαν, ίνα ωφελήση τους πολλούς, όμως, συλλογιζόμενος το πόσον είναι μέγα και δύσκολον το έργον του Αποστολικού κηρύγματος, ως ταπεινόφρων και μέτριος δεν ετόλμησε μόνος να αναλάβη το τοιούτον βαρύτατον έργον χωρίς να έχη την συγκατέθεσιν της θείας βουλήσεως. Όθεν, θέλων να δοκιμάση αν είναι τούτο θέλημα Θεού, ήνοιξε την Θείαν Γραφήν. Και, ω του θαύματος! Εύρεν ευθύς ενώπιόν του τον λόγον του Αποστόλου, λέγοντος: «Μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά και το του ετέρου έκαστος» (Α΄ Κορ. ι:24). Ήτοι ας μη ζητή τις μόνον το ιδικόν του συμφέρον, αλλά και το συμφέρον του αδελφού του. Φωτισθείς όθεν εκ τούτου και αποκαλύψας τον σκοπόν του και προς τους άλλους πνευματικούς πατέρας και λαβών παρ’ αυτών συγχώρησιν, ανεχώρησεν εις Κωνσταντινούπολιν, ίνα συναντήση εκεί και τον αυτάδελφόν του διδάσκαλον Χρύσανθον. Ούτος εδίδαξεν εις τον μακάριον Κοσμάν και ολίγην ρητορικήν τέχνην, ίνα ομιλή με ποιάν τινα μέθοδον. Αποκαλύψας όθεν τον λογισμόν του και εις τους εκεί ευλαβεστάτους Αρχιερείς και διδασκάλους και ευρών πάντας αυτούς παρακινούντας τούτον συμφώνως προς το θείον τούτο έργον, έλαβεν έγγραφον προς τούτο άδειαν παρά του τότε πατριαρχεύοντος Σεραφείμ του εκ Δελβίνου. Ούτως ο μακάριος ούτος Ιερομάρτυς Κοσμάς ήρχισε να κηρύττη το Ευαγγέλιον της Βασιλείας των Ουρανών κατ’ αρχήν μεν εις τας εκκλησίας και τα χωρία της Κωνσταντινουπόλεως, εκείθεν δε μετέβη εις Ναύπακτον, Βραχώρι, Μεσολόγγιον και άλλους τόπους και πάλιν επέστρεψεν εις Κωνσταντινούπολιν. Όπου και συμβουλευθείς τον τότε Πατριάρχην Σωφρόνιον και λαβών παρ’ αυτού νέαν άδειαν και ευλογίαν ήρχισε και πάλιν να κηρύττη τον λόγον του Ευαγγελίου με περισσοτέραν θερμότητα και ζήλον. Περιελθών, όθεν, άπαντα σχεδόν τα Δουκάνησα και διδάξας τους Χριστιανούς να μετανοούν και να πράττουν έργα άξια της μετανοίας, επέστρεψεν εκείθεν εις το Άγιον Όρος. Ήτο δε τότε το έτος 1775. Αφού δε περιήλθεν όλας τας εκεί Μονάς και Σκήτας και εδίδαξε τους εις αυτάς ασκουμένους πατέρας, παρέμεινεν εκεί ολίγον καιρόν αναγιγνώσκων τα θεία βιβλία. Μη δυνάμενος δε ο Άγιος να παραμείνη περισσότερον εξ αιτίας της αγάπης, ήτις εθέρμαινε την καρδίαν του δια την ωφέλειαν των Χριστιανών, καθώς πολλάκις ο ίδιος έλεγε τούτο εις τους πατέρας, ανεχώρησεν από το Άγιον Όρος και εκκινήσας από τα έξω του Όρους χωρία, έφθασε κηρύττων εις την Θεσσαλονίκην, την Βέροιαν και εις ολόκληρον σχεδόν την Μακεδονίαν. Επροχώρησε δε έως τα μέρη της Χειμάρρας, της Ακαρνανίας, της Αιτωλίας και έως και αυτής της Άρτης και της Πρεβέζης. Εκείθεν δε έπλευσεν εις την Αγίαν Μαύραν και εις την Κεφαλληνίαν. Οπόθεν δε και αν διήρχετο ή όπου μετέβαινεν, εγίνετο μεγάλη σύναξις των Χριστιανών, οίτινες ήκουον μετά κατανύξεως και ευλαβείας την χάριν και την γλυκύτητα των λόγων του και ακολούθως εγένετο συνομιλία, εκ της οποίας επήρχετο μεγάλη η ωφέλεια των ψυχών. Ήτο δε η διδασκαλία αυτού, καθώς ημείς αυτήκοοι εγενόμεθα, απλουστάτη, ως εκείνη των αλιέων· ήτο γαλήνιος και ήσυχος και εφαίνετο πλήρης της χάριτος, της ιλαρότητος και της ενθέου γλυκύτητος του Αγίου Πνεύματος. Μάλιστα δε εις την Κεφαλληνίαν μέγαν καρπόν ψυχικής ωφελείας απέδωσεν ο ιερός ούτος διδάσκαλος με τον σπόρον της θείας διδασκαλίας του. Αλλά και ο Θεός, ο τα πάντα κυβερνών και οικονομών, συνήργει άνωθεν και εβεβαίωνε τους λόγους του Αγίου Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου Κοσμά, με τα ακόλουθα σημεία και θαύματα, καθώς άλλοτε δια των τοιούτων θαυμάτων εβεβαίου το κήρυγμα των θείων αυτού Αποστόλων. Ούτω εις την νήσον ταύτην έζη πτωχός τις ράπτης, όστις είχε την δεξιάν του χείρα από χρόνων πολλών ακίνητον και άχρηστον. Ούτος όθεν, καταφυγών εις τον Άγιον, παρεκάλει να τον ιατρεύση. Ο Άγιος τότε παρεκίνησεν αυτόν να προστρέξη με ευλάβειαν εις την διδασκαλίαν του και ο Θεός θέλει τον ευσπλαγχνισθή. Υπήκουσεν ο πτωχός ράπτης και αφού ήκουσεν ευλαβώς της διδασκαλίας αυτού, ω του θαύματος! Την επομένην ημέραν ιατρεύθη τελείως. Άλλος πάλιν παράλυτος, μαθών τούτο το παράδοξον, παρεκάλει και τον μετέφερον επί της κλίνης του, κατά την ώραν της διδασκαλίας του Αγίου. Και ούτος, ω του θαύματος! Μετ’ ολίγας ημέρας ιάθη τελείως και εδόξαζε τον Θεόν και ηυχαρίστει τον Άγιον. Εις το κάστρον της Άσσου διέμενεν εις ευγενής, όστις είχε δεινήν ασθένειαν των ώτων και επί πολλούς χρόνους ήτο τελείως κωφός. Ούτος μεταβαίνων με ευλάβειαν και πίστιν εκεί όπου εδίδασκεν ο Άγιος, ήρχισεν ευθύς να ακούη, ιαθείς τελείως. Εις την Κεφαλληνίαν υπάρχει χωρίον, ονομαζόμενον Κουρουνός. Εκ του χωρίου τούτου διερχόμενος ο Άγιος εν καιρώ θέρους, εδίψασε και εζήτησεν ύδωρ δια να πίη από εν ξηροπήγαδον. Οι άνθρωποι είπον εις τον Άγιον ότι δεν ήτο εύκολον, διότι το ξηροπήγαδον δεν είχεν ύδωρ. Αλλά δια να κάμουν υπακοήν, ανέσυραν από το βάθος του πηγαδίου ύδωρ γεμάτον λάσπην. Και ευθύς ως ο Άγιος έφερε τούτο εις το στόμα του και έπιεν ολίγον, ευθύς το ξηροπήγαδον τούτο παραδόξως ανέβλυσεν ύδωρ καθαρόν και άφθονον και έκτοτε είναι πάντοτε πλήρες καθ’ όλον τον χρόνον και ιαματικόν δια ασθενείας. Εξ αιτίας του πλήθους του λαού, το οποίον συνηθροίζετο κατά τας διδασκαλίας του Αγίου, ουδεμία Εκκλησία εχώρει και ούτω εξ ανάγκης εδίδασκεν εις τας πεδιάδας. Εις τον τόπον λοιπόν όπου έμελλε να διδάξη, έλεγε πρώτον και κατεσκεύαζαν ένα μεγάλον ξύλινον Σταυρόν. Κατόπιν ακουμβούσεν επί του στηθέντος Σταυρού το σκαμνίον, το οποίον, ως λέγουσιν, κατεσκεύασε δι’ αυτόν, ως θρονίον, ο Κουρτ πασάς, επί του οποίου ανερχόμενος εδίδασκεν. Και μετά το πέρας της διδασκαλίας το μεν σκαμνίον διέλυε και το έφερε μεθ’ εαυτού, όπου και αν μετέβαινεν, ο δε Σταυρός έμενεν εκεί εις παντοτεινήν ενθύμησιν του κηρύγματός του. Και εις τους τόπους, όπου ήσαν στημένοι οι Σταυροί, ο Θεός ενήργει πολλά θαύματα. Ούτω εις το μέσον της αγοράς του Αργοστολίου, πόλεως της Κεφαλληνίας, όπου ο Άγιος έστησεν ένα τοιούτον Σταυρόν, ανέβλυσεν ύδωρ θαυμάσιον και άφθονον, το οποίον εξακολουθεί να φαίνεται έως την σήμερον, χωρίς ποτέ να ολιγοστεύη. Από της Κεφαλληνίας ο Άγιος έπλευσεν εις την Ζάκυνθον, συνοδευόμενος από δέκα καϊκια, πλήρη ευλαβών Κεφαλλήνων. Και αφού εδίδαξεν εκεί έως ολίγον, δεν ηυτύχησεν ο ευλογημένος. Όθεν επέστρεψε πάλιν εις την Κεφαλληνίαν και εκείθεν μετέβη εις Κορυφούς, όπου εδεξιώθησαν αυτόν πανδήμως και μάλιστα ο ηγεμών. Επειδή όμως πλήθος πολύ συνηθροίσθη εκ των χωρίων, ίνα ακούσουν την διδασκαλίαν του Αγίου, οι της πόλεως προεστώτες, τον φθόνον φοβούμενοι, παρεκάλεσαν τον Άγιον να αναχωρήση το ταχύτερον. Και ούτω ο ενάρετος και ευλογημένος Άγιος Κοσμάς, ίνα μη γίνη αίτιος σκανδάλων και ταραχών, αναχωρήσας εκείθεν μετέβη εις το αντίκρυ της Κερκύρας μέρος της Στερεάς, ήτοι της Αλβανίας, ονομαζόμενον Άγιοι Σαράντα. Εκεί εδίδασκε τους Χριστιανούς περιπατών και διερχόμενος από τας βαρβάρους εκείνας επαρχίας, όπου εκινδύνευε να απολεσθή τελείως η ευσέβεια και η χριστιανική ζωή ένεκα της αμαθείας, εις την οποίαν ευρίσκοντο οι εκεί Χριστιανοί, αλλά και από τα πολλά κακά τα οποία είχον καταπνίξει τούτους, ήτοι φόνους, κλοπάς και άλλας μυρίας παρανομίας, τόσον ώστε παρ’ ολίγον να ήσαν χειρότεροι κατά τας κακίας και τα αμαρτήματα από τους ασεβείς. Και εις τούτων των Χριστιανών τας διεφθαρμένας και εξηγριωμένας καρδίας εμφυτεύσας τον σπόρον του θείου λόγου ο ιερός Κοσμάς, κατώρθωσε, συνεργούσης της θείας χάριτος, να επιτύχη καρπόν αγλαόν. Διότι τους αγρίους αυτούς ημέρευσε, τους ληστάς κατεπράϋνε, τους ασπλάγχνους και ανελεήμονας ανέδειξεν ευσπλάγχνους και ελεήμονας, τους ανευλαβείς μετέφερεν εις την ευσέβειαν, τους αμαθείς και αγροίκους εμόρφωσεν εις τα θεία γράμματα και ενουθέτησε να προσέρχωνται εις τας ιεράς Ακολουθίας και άπαντας εν γένει τους αμαρτωλούς επέστρεψεν εις βαθείαν μετάνοιαν και τελειοποίησιν, εις σημείον ώστε άπαντες οι Χριστιανοί έλεγον, ότι εις τον καιρόν των ανεφάνη εις νέος Απόστολος. Παντού δε οπόθεν διήλθεν ίδρυσε σχολεία δια του μέσου της διδασκαλίας αυτού, τόσον ανώτερα όσον και κοινά, ίνα φοιτούν εις αυτά τα παιδία και μανθάνουν δωρεάν τα ιερά γράμματα και εκ τούτων να εδραιώνωνται εις την πίστιν και την ευσέβειαν, ως και να καθοδηγούνται εις την ενάρετον ζωήν και πολιτείαν. Κατέπεισε δε τους πλουσίους και ηγόρασαν υπέρ τας τέσσαρας χιλιάδας χαλκίνας κολυμβήθρας και αφιέρωσε ταύτας εις τας Εκκλησίας εις μνημόσυνόν των, ίνα βαπτίζωνται κατά τον τύπον του Μυστηρίου τα παιδιά των Χριστιανών. Ομοίως κατέπεισε τους έχοντας τα μέσα και ηγόρασαν βιβλία Πατερικά και τοιαύτα με χριστιανικάς διδασκαλίας, κομβοσχοίνια, μικρούς σταυρούς, καλύμματα της κεφαλής και κτένια, εκ των οποίων τα μεν βιβλία διένειμεν εις εκείνους, οίτινες επεθύμουν την μάθησιν, τα δε καλύμματα, υπέρ τας τεσσαράκοντα χιλιάδας, εις τας γυναίκας, ίνα σκεπάζουν την κεφαλήν των και τα κτένια εις εκείνους, οίτινες υπέσχοντο να αφήσουν το γένειον και να διάγωσι βίον ενάρετον και χριστιανικόν. Τα δε κομβοσχοίνια και σταυρίδια διένειμεν εις τον πολύν λαόν δια να συγχωρώσι τους αγοράσαντας. Είτα δε ο Άγιος μεθ’ εαυτού τεσσαράκοντα έως πεντήκοντα Ιερείς, οίτινες ηκολούθουν αυτόν και όταν έφθανεν εις τινα τόπον παρήγγελλε κατά πρώτον εις τους Χριστιανούς να εξομολογηθούν, να νηστεύουν και να τελούν αγρυπνίαν με μεγάλην λαμπρότητα και φωτοχυσίαν. Διότι είχεν επίτηδες κατεσκευασμένα ξύλινα μανουάλια, χωρούντα έκαστον εκατόν κηρία και κατόπιν διένειμε δωρεάν εις άπαντας κηρία. Μεθ’ ο παρήγγελλεν εις τους Ιερείς και ανεγίγνωσκον το Άγιον Ευχέλαιον και εχρίοντο πάντες οι Χριστιανοί, εις το τέλος δε έκαμνε διδασκαλίαν. Επειδή δε ηκολούθουν τον Άγιον λαός πολύς, έως και δύο και τρεις χιλιάδες ψυχών, επρόσταζεν αφ’ εσπέρας και ητοίμαζον σάκκους πλήρεις άρτου και μεγάλας χύτρας με εβρασμένον σίτον και μετέφερον ταύτα εις τον δρόμον, οπόθεν ήθελε διέλθει το πλήθος των ανθρώπων και εκείθεν έτρωγον πάντες και συνεχώρουν ζώντας και τεθνεώτας. Ενήργησε δε ο Θεός δια του Αγίου αυτού Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου Κοσμά, και εκεί εις την Αλβανίαν, καθώς και εις άλλους τόπους, τοιαύτα θαυμάσια. Τούρκος τις αξιωματικός, παρακινούμενος υπό Εβραίων ή ομοφύλων του, ή υπό του διαβόλου, τόσον μίσος ησθάνθη κατά του Αγίου, ώστε μίαν ημέραν ίππευσε τον ίππον του και έτρεχεν ίνα προλάβη τον Άγιον και τον κακοποιήση. Αλλά ο ίππος καλπάζων έρριψε τούτον χαμαί, εξ ου και συνετρίβη ο δεξιός του πους. Επιστρέψας δε κακήν κακώς εις την οικίαν του, εύρε τον υιόν του νεκρόν. Μετανοήσας όθεν πικρώς έγραψεν επιστολήν εις τον Άγιον εις την οποίαν ωμολόγει το σφάλμα του και εζήτει παρ’ αυτού συγχώρησιν. Οι πρώτοι αγάδες των Φιλιατών, εκ της μεγάλης φήμης του Αγίου υποκινούμενοι, μετέβησαν ίνα ίδουν αυτόν και ακούσουν την διδασκαλίαν του. Επειδή δε ήτο καιρός του θέρους, εκοιμήθησαν έξω εις τον κάμπον. Και περί το μεσονύκτιον είδον φως λαμπρότατον, ουράνιον, ως νέφος, το οποίον εσκέπασε τον τόπον εκείνον όπου εκάθητο ο Άγιος, σημείον το οποίον διηγήθησαν εις τους Χριστιανούς. Όθεν το πρωϊ εζήτησαν από τον Άγιον να δώση εις αυτούς την ευχήν του από την καρδίαν του και όχι μόνον από τα χείλη του. Άλλος Τούρκος αξιωματικός εκ Καβαϊας υπέφερεν από δεινήν ασθένειαν, εκ της οποίας δεν ηδύνατο να ουρήση. Ούτος μαθών τα υπό του Αγίου τελούμενα θαυμάσια έστειλε προς αυτόν τον υπηρέτην του, παρακαλών όπως ο Άγιος τον επισκεφθή, ίνα, τη τούτου μεσιτεία, ο Θεός τον ιατρεύση. Αλλ’ ο Άγιος δεν ηθέλησε να μεταβή, ονομάζων εαυτόν αμαρτωλόν. Ο Τούρκος όμως και πάλιν απέστειλε τον υπηρέτην του με έν αγγείον πλήρες ύδατος, παρακαλών τον Άγιον να ευλογήση το ύδωρ. Τότε ο Άγιος, βλέπων την μεγάλην του Τούρκου ευλάβειαν, διεμήνυσεν εις αυτόν να υπακούση εις δύο συμβουλάς του: Να μη πίνη ρακί και να διανείμη το δέκατον του πλούτου του εις τους πτωχούς. Αφού δε ο Τούρκος υπεσχέθη ότι θα πράξη ταύτα, ο Άγιος ηυλόγησε το ύδωρ, το οποίον πίνων ο ασθενών ιατρεύθη τελείως εις τέσσαρας ημέρας. Όθεν έκτοτε έκαμνε μεγάλας ελεημοσύνας εις τους πτωχούς. Προς το Φανάρι, εις τόπον λεγόμενον Λυκουρίσι, ο Τούρκος εξουσιαστής ιδών τον Σταυρόν, τον οποίον αφήκεν εκεί ο Άγιος, όταν εδίδαξεν, ως προείπομεν, ανέσυρεν αυτόν και τον μετέφερεν εις την οικίαν του με σκοπόν να υποστηλώση τον ξύλινον σκελετόν της κλίνης του, που είχεν εις το φυλάκιον του αγρού του. Αλλ’ ευθύς ως ανέσυρε τον Σταυρόν, ω του θαύματος! Εγένετο ωσάν φοβερός σεισμός και ο εξουσιαστής, μη δυνάμενος να σταθή εις τους πόδας του, έπεσε κατά γης κυλιόμενος επί ώραν πολλήν, αφρίζων και τρίζων τους οδόντας ως δαιμονιζόμενος. Μετά δε ώραν πολλήν ανεσηκώθη από δύο Τούρκους εκείθεν διερχομένους, και αφού συνήλθεν ηννόησεν, ότι τούτο το σημείον ήτο οργή Θεού δια την αφροσύνην του να εκριζώση τον Σταυρόν. Ευθύς τότε μετέβη μόνος του και εστερέωσε και πάλιν τον Τίμιον Σταυρόν εις τον τόπον όπου ευρίσκετο πρότερον, καθ’ εκάστην δε μετέβαινεν και ησπάζετο αυτόν με βαθείαν ευλάβειαν. Όταν δε αργότερον ο Άγιος διήλθε και πάλιν εκείθεν, έτρεξεν ούτος ο Τούρκος και προσεκύνησεν αυτόν, διηγούμενος δε το θαύμα παρουσία πάντων εζήτει ταπεινώς συγχώρησιν. Ο Άγιος ήλεγχε τας γυναίκας εκείνας που φέρουν στολίδια και επιτηδεύονται εις το να επιδεικνύωνται, συν τω χρόνω δε κατέπεισε ταύτας δια των διδασκαλιών του να απορρίψουν ταύτα και να σωφρονούν, τόσον ώστε μερικαί εξ αυτών εφόρουν πλέον μελανά ενδύματα. Όμως γυνή τις πλουσία εις την Κόριτζαν είχε παιδίον του οποίου την κεφαλήν εστόλιζε με πολλά φλωριά και άλλα περιττά κοσμήματα. Την γυναίκα ταύτην πολλάκις συνεβούλευσεν ο Άγιος να διαμοιράση ταύτα εις τα πτωχά παιδιά, εάν θέλη να ζήση το τέκνον της. Αλλ’ εκείνη δεν υπήκουσεν εις την τοιαύτην συμβουλήν, ότε ο Άγιος είπεν εις αυτήν, ότι εάν δεν παύση να στολίζη το τέκνον της με αυτά τα περιττά και ανόητα πράγματα, θέλει στερηθή τούτο ταχέως. Και επειδή και εις την τοιαύτην συμβουλήν εκείνη δεν συνεμορφώθη, την επομένην ημέραν εύρε το τέκνον της νεκρόν εις την κλίνην του. Και τότε εγνώρισεν, ότι δια την απείθειάν της ο Θεός την ετιμώρησεν. Εκεί οπόθεν διήρχετο ο Άγιος εδίδασκε τους Χριστιανούς να μη κάμνουν εμπόριον την Κυριακήν, ούτε άλλας εργασίας, αλλά να προσέρχωνται προθύμως εις τας Εκκλησίας δια να ακούουν τας ιεράς Ακολουθίας και τους θείους λόγους. Πλην όμως πολλοί, παρακούσαντες εις την τοιαύτην του Αγίου συμβουλήν, ετιμωρήθησαν παρά Θεού με διαφόρους τιμωρίας. Ούτω, εις τόπον λεγόμενον Χαλκιάδες, έως μιας ώρας απόστασιν από της Άρτης, πραγματευτής τις, όστις παρήκουσε και ετόλμησε να εμπορευθή Κυριακήν, έπαθε την χείραν του, ήτις εξηράνθη και έμεινε παράλυτος. Σπεύσας δε προς τον Άγιον και ζητήσας συγχώρησιν δια την αμαρτίαν, έτυχε ταύτης και μετ’ ολίγας ημέρας η χειρ του ιατρεύθη. Ομοίως και εις την Πάργαν καταστηματάρχης τις, θελήσας να πωλήση μερικόν εμπόρευμα την Κυριακήν, έπαθε παράλυσιν της χειρός του, αφού δε ωμολόγησε την αμαρτίαν του ενώπιον του Αγίου, είδε την ποθουμένην της χειρός του ίασιν. Εις το Ξηρόμερον μία γυνή εζύμωσε την Κυριακήν. Αφού δε εξήγαγεν από τον φούρνον της εψημένους τους άρτους είδε τούτους ερυθρούς, ωσάν να τους είχε ζυμώσει με αίμα. Όθεν προσδραμούσα εις τον Άγιον και πεσούσα προ των ποδών αυτού έλαβε την συγχώρησιν, και έκτοτε δεν ειργάζετο πλέον ημέραν Κυριακήν. Εις άλλα δε μέρη, όπου δεν εδόθη ο πρέπων σεβασμός εις την τοιαύτην εντολήν του Αγίου, πολλά σημεία εγένοντο. Και βους έθανε τινός παρακούσαντος και ημίονος άλλου τινός και έτερος εδαιμονίσθη, άλλος δε εύρε το τέκνον του νεκρόν. Εις χωρίον της Καστοριάς, ονομαζόμενον Σέλτζα, μία γυνή, τρέφουσα ευλάβειαν προς τον Άγιον, έλαβε το ύδωρ δια του οποίου ένιψε ποτε το πρόσωπόν του ο Άγιος και διεφύλαξεν αυτό εντός υαλίνου δοχείου. Και ω του θαύματος! Επ’ αυτού του ύδατος εφύτρωσεν εν χόρτον με δύο μόνον φύλλα, το οποίον ηυξήθη και ηπλώθη εις όλην την επιφάνειαν του ύδατος τούτου χωρίς να έχη ρίζαν. Και το χρώμα αυτού ουδόλως ήλλαξεν, αλλ’ έμεινε δροσερόν επί ένα ολόκληρον χρόνον, πάντες δε όσοι το έβλεπον, εθαύμαζον. Και το ύδωρ πολλούς ασθενείς εθεράπευσεν, όπως έλεγεν η γυνή αύτη. Τοιαύτα και άλλα πάμπολλα θαυμάσια ενήργησε ο Θεός δια του Αγίου αυτού Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου Κοσμά, όστις κατά τους τότε καιρούς της ζοφεράς του Έθνους δουλείας περιώδευεν απανταχού της Ελλάδος στηρίζων τους Χριστιανούς εις την Ορθόδοξον πίστιν, ώστε και η ιδέα της ελευθέρας πατρίδος να αναθερμαίνεται. Έλεγε δε πολλάκις ο Άγιος εις τας διδασκαλίας του, ότι προσεκλήθη δια το κήρυγμα του Ευαγγελίου από τον ίδιον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και ότι δια την αγάπην του προς αυτόν μέλλει να χύση το αίμα του. Η δε πρόρρησίς του αύτη επραγματοποιήθη ως ακολούθως. Ο αποστολικός ούτος διδάσκαλος ποτέ δεν ήνοιξε το στόμα αυτού δια να είπη λόγον εναντίον των Εβραίων, ούτε εις την Θεσσαλονίκην, ούτε εις την Καστοριάν, ούτε εις τα Ιωάννινα ούτε εις άλλον τόπον όπου ήσαν Εβραίοι, μόνον δε τους Χριστιανούς εδίδασκε να πολιτεύωνται ως Χριστιανοί, να καλλιεργούν τας κατά Χριστόν αρετάς, να φυλάττουν προ παντός την αλήθειαν και να έχουν εμπιστοσύνην εις τους ηγήτορας τους οποίους έδωκεν ο Θεός. Καθώς και αυτοί οι Αλβανοί παρακολουθούντες τας διδαχάς του έξω εις τας πεδιάδας όπου εδίδασκε, τον ήκουον να λέγη ταύτα και τον εκήρυττον ως άνθρωπον του Θεού, τόσον ώστε και αυτός ο Κουρτ πασάς, ακούων της καλής του Αγίου φήμης, επρόσταξε και ήλθεν ο Άγιος ενώπιόν του. Τόσον δε ήρεσεν εις τον πασάν η ομιλία του Αγίου, ώστε και το θρονίον εκείνο, ως προείπομεν, εδώρησεν εις τον Άγιον, δια να ανέρχεται υψηλά και από ύψους να διδάσκει και ενέδυσε τούτο με βαρύ βελούδινον ύφασμα. Όμως το μισόχριστον γένος των Εβραίων, καθώς εις τους παρελθόντας καιρούς έδειξε πάντοτε πάσαν κακίαν κατά των Χριστιανών, ούτω και τώρα, δεν ηνείχοντο να κηρύττεται η πίστις και το θείον Ευαγγέλιον του Ιησού Χριστού, και τινες Εβραίοι των Ιωαννίνων είπον εις τον πασάν, ότι ο ιερός ούτος Κοσμάς ήτο απεσταλμένος από τους Μοσκόβους δια να πείση τους υποδούλους Έλληνας να φεύγουν εις την Μοσχοβίαν. Αλλά η θεία Πρόνοια διεφύλαξε τότε τον Άγιον από την επικίνδυνον ταύτην επιβουλήν, όμως μεγάλη χρηματική ζημία εγένετο εις τους Χριστιανούς. Εκ του γεγονότος τούτου όθεν ο ιερός Κοσμάς ήρχισε να στηλιτεύη την πονηρίαν και το αδιάλλακτον μίσος των Εβραίων κατά των Χριστιανών. Και επειδή απεδείχθη ότι η κατηγορία αύτη ήτο πλαστή και συκοφαντία, μετέβη και πάλιν ο Άγιος εις Ιωάννινα. Και κατά πρώτον έπεισε τους Χριστιανούς να μεταφέρουν την λαϊκήν αγοράν από της Κυριακής εις το Σάββατον, πράγμα όπερ επροξένησεν εις τους Εβραίους μεγάλην ζημίαν. Κατόπιν εκήρυξε τούτους ως φανερούς εχθρούς των Χριστιανών και ότι είναι έτοιμοι ανά πάσαν στιγμήν να προξενήσουν κάθε κακόν εις αυτούς. Θέλων δε ο Άγιος να αφήσουν οι Χριστιανοί την συνήθειαν να φέρουν εις την κεφαλήν των τας μακράς φούντας και άλλα διάφορα εξαρτήματα της ενδυμασίας, τα οποία ηγόραζον από τους Εβραίους, συνεβούλευεν αυτούς ότι είναι ακάθαρτοι και ότι εκ τούτου οι θεοκτόνοι μολύνουσι ταύτα, ίνα μολύνωνται και οι Χριστιανοί και να μη αγοράζωσι πλέον ταύτα από τους Εβραίους. Όθεν εκείνοι, μη υποφέροντες πλέον να ακούουν τον Άγιον ελέγχοντα αυτούς, μετέβησαν εις τον Κούρτ πασάν και έδωσαν εις αυτόν πολλά χρυσά νομίσματα, δια να εξαφανίση τον Άγιον. Ο δε Κουρτ πασάς, αφού συνεβουλεύθη μετά του χότζα του, απεφάσισε να θανατώση δι’ αυτού τον ιερόν Κοσμάν, με τοιούτον τρόπον. Συνήθειαν είχεν ο Άγιος Ιερομάρτυς Κοσμάς, όπου και αν μετέβαινε δια να διδάξη να λαμβάνη πρώτον την άδειαν από τον Αρχιερέα του τόπου ή από τους επιτροπεύοντας αυτόν. Συγχρόνως έστελλε Χριστιανούς να λαμβάνουν την άδειαν και από τους εξουσιαστάς του τόπου· ούτως ο Άγιος εκήρυττεν ανεμποδίστως. Μεταβάς, όθεν, εις εν χωρίον της Αλβανίας, λεγόμενον Κολικόντασι, έλαβε την πρέπουσαν άδειαν παρά του Αρχιερέως του τόπου. Αναζητών δε και τους εξουσιαστάς, έμαθεν ότι ο Κουρτ πασάς ώριζε τους τόπους εκείνους και ότι διέμενεν εις τι εκεί πλησίον χωρίον ονομαζόμενον Μπεράτι. Πληροφορηθείς συγχρόνως ότι και ο χότζας του αυτού πασά διέμενεν εκεί πλησίον, απέστειλε Χριστιανόν τινα και έλαβε την άδειαν και εκήρυξε. Πλην όμως δεν έμενεν ευχαριστημένος, αλλ’ ηθέλησε να μεταβή μόνος του εις τον χότζαν, ίνα λάβη την συγκατάθεσιν, δια το ασφαλέστερον. Οι Χριστιανοί τότε προς στιγμήν τον ημπόδισαν, λέγοντες εις τον Άγιον, ότι ποτέ άλλοτε δεν έπραξε τοιούτον τι, να υπάγη δηλαδή εις τους Αγαρηνούς εξουσιαστάς αυτοπροσώπως, ίνα τύχη της αδείας του κηρύγματος. Όμως δεν ηδυνήθησαν να τον εμποδίσουν. Συμβουλεύων δε ούτος ο ένθερμος του Χριστού Μάρτυς να μη εξετάζουν εκείνοι περισσότερον, παρέλαβε μεθ’ εαυτού τέσσαρας Μοναχούς και ένα Ιερέα, ως διερμηνέα, και μετέβη εις συνάντησιν του χότζα. Ο χότζας τότε υπεκρίθη, ότι είχεν έγγραφον διαταγήν από τον Κουρτ πασάν, όστις τον εξουσιάζει, να αποστείλη τον Άγιον εις τον πασάν, δια να συνομιλήσουν μεταξύ των. Ευθύς τότε επρόσταξε τους ανθρώπους του να μη αφήσουν αυτόν να εξέλθη της αυλής του, έως ότου τον αποστείλη εις τον πασάν. Τότε ο ευλογημένος διδάσκαλος του θείου λόγου ηννόησεν ότι μέλλουν να τον θανατώσουν. Όθεν εδόξασε και ηυχαρίστησε τον Δεσπότην Ιησούν Χριστόν, διότι ηξίωσεν αυτόν να περατώση τον δρόμον του Αποστολικού κηρύγματος με μαρτυρικόν θάνατον. Κατόπιν, στραφείς προς τους Μοναχούς, οίτινες συνώδευον αυτόν, είπεν εκείνο το ψαλμικόν: «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν». Καθ’ όλην δε την νύκτα εκείνην εδοξολόγει τον Κύριον ψάλλων, χωρίς να δείξη παντάπασι σημείον λύπης δια την μέλλουσαν στέρησιν της ζωής αυτού, φαινόμενος μάλιστα χαριέστατος, ωσάν να ητοιμάζετο να μεταβή εις χαρμόσυνον και πανηγυρικήν τελετήν. Όταν δε εξημέρωσε, παρέλαβον τον Άγιον επτά Αγαρηνοί δήμιοι, και ανεβίβασαν αυτόν επί ίππου, υποκρινόμενοι, ότι θα οδηγήσουν δήθεν τούτον εις τον Κουρτ πασάν. Αλλ’ ως απεμακρύνθησαν περί τας δύο ώρας απόστασιν, έφερον αυτόν πλησίον ενός μεγάλου ποταμού και καταβιβάσαντες τον Άγιον Ιερομάρτυρα Κοσμάν εκ του ίππου απεκάλυψαν εις αυτόν την προσταγήν του Κουρτ πασά, να τον θανατώσουν. Ο Άγιος τότε εδέχθη μετά χαράς την τοιαύτην κατ’ αυτού απόφασιν και κλίνας τα γόνατα προσηυχήθη εις τον Θεόν, ευχαριστών και δοξάζων, διότι δια την προς Αυτόν αγάπην του ηξιώθη να θυσιάση την ζωήν του, καθώς η ψυχή του διακαώς επεθύμει πάντοτε. Έπειτα, εγερθείς, ηυλόγησε σταυροειδώς τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος και ηυχήθη πάντας τους Χριστιανούς τους φυλάττοντας τας εντολάς του. Οι δε δήμιοι έσυραν αυτόν πλησίον ενός δένδρου και επεχείρησαν να δέσουν τας χείρας του. Ο Άγιος όμως ημπόδισε τους δημίους, ειπών ότι δεν μέλλει να αντισταθή, αλλά να κρατή εσταυρωμένας τας χείρας, ωσάν να ήσαν δεδεμέναι. Κατόπιν έγειρε την ιεράν κεφαλήν του επί του δένδρου και ούτως οι βάρβαροι έδεσαν τον λαιμόν αυτού με σχοινίον. Ευθύς δε ως έσφιξαν τούτο, το θείον αυτού πνεύμα ανήλθε προς τους ουρανούς. Ούτως ο τρισμακάριος Κοσμάς, ο κοινωφελέστατος εκείνος ανήρ και του κόσμου κόσμος ο ευκοσμότατος, ηξιώθη να λάβη διπλούς τους στεφάνους της αθανασίας παρά Κυρίου. Και ως Ισαπόστολος και ως Ιερομάρτυς εις ηλικίαν εξήκοντα πέντε ετών. Γυμνώσαντες δε οι δήμιοι το άγιον αυτού λείψανον, έσυραν τούτο προς τον ποταμόν και αφού έδεσαν μίαν βαρείαν πέτραν εις τον λαιμόν έρριψαν εντός του ύδατος. Οι δε Χριστιανοί, μαθόντες ταύτα, έτρεξαν ευθύς δια να ανασύρουν από τον ποταμόν το άγιον λείψανον. Αλλ’ αν και ηρεύνησαν με δίκτυα και με άλλους τρόπους, δεν ηδυνήθησαν να ανεύρουν τούτο. Πλην όμως, μετά τρεις ημέρας, Ιερεύς τις ευλαβής, παπά-Μάρκος ονομαζόμενος, εφημέριος του Μοναστηρίου της Υπεραγίας Θεοτόκου των Εισοδίων του ονομαζομένου της Αρδευούσης, κειμένου πλησίον του χωρίου Κολικόντασι, εισελθών εις λέμβον και ποιήσας το σημείον του σταυρού, έπλεεν εις τον ποταμόν, ερευνών. Και μετ’ ολίγον, ω του θαύματος! Είδε το άγιον λείψανον, το οποίον έπλεεν επάνω εις τα ύδατα, όρθιον, ωσάν να ήτο ζωντανόν. Όθεν έσπευσεν εν τω άμη, ενηγκαλίσθη τούτο και το ανέσυρεν. Ευθύς δε ως ανεσήκωσε τούτο, αίμα πολύ έρρευσεν από το μελίρρυτον στόμα του Αγίου εντός του ποταμού, ενδύσας δε το σεπτόν αυτού λείψανον με το ράσον του, μετέφερεν αυτό ευλαβώς εις το ως άνω Μοναστήριον της Θεοτόκου και ενεταφίασεν εντίμως όπισθεν του Αγίου Βήματος. Μετά δε την τελευτήν του Αγίου τούτου Νέου Ιερομάρτυρος ταύτα τα θαυμάσια ηκολούθησαν. Ο Κουρτ πασάς μετενόησε βαθέως, διότι εξηπατήθη και δι’ εν μάταιον κέρδος εθανάτωσε τον αθώον τούτον και ειρηνικόν άνθρωπον. Όθεν διεμήνυσεν εις τον χότζαν του να ελευθερώση τους Μοναχούς, οίτινες είχον συνοδεύσει τον Άγιον, τους οποίους εκράτει προς φύλαξιν, και να μεταβούν ούτοι και να διαμένουν εις το, ως ελέχθη, Μοναστήριον της Θεοτόκου. Ούτοι, πράγματι, μεταβάντες εκεί, εύρον ενταφιασμένον το άγιον λείψανον και ίνα λάβουν μεγαλυτέραν την εντύπωσιν εκ του μαρτυρίου αυτού, εξέθαψαν τούτο, ομού μετ’ άλλων Ιερέων και Χριστιανών. Και τότε είδον τούτο το θαυμάσιον. Αν και το άγιον λείψανον ευρίσκετο επί τρεις ημέρας εντός των υδάτων του ποταμού, καθώς ο Ιωνάς εντός της κοιλίας του κήτους, όμως ουδεμίαν αλλοίωσιν ή δυσοσμίαν είχεν, αλλ’ ευωδίαζεν ολόκληρον και εφαίνετο ωσάν να εκοιμάτο. Και αφού ησπάσθησαν τούτο με βαθείαν ευλάβειαν, το ενεταφίασαν πάλιν. Εκείνην δε την στιγμήν έτυχε να ευρίσκεται εκεί δαιμονιζομένη τις γυνή, ήτις από τόπους μακρινούς ηκολούθει τον Άγιον ζώντα, ποθούσα την θεραπείαν της. Ευθύς δε ως είδεν ανοιγόμενον τον τάφον του Αγίου εταράχθη σφόδρα από το δαιμόνιον, μετ’ ολίγον δε ιατρεύθη τελείως, δοξάζουσα τον Θεόν και τον Άγιον. Αγαρηνός τις, εξ εκείνων οίτινες εθανάτωσαν τον Άγιον, έλαβε το επανωκαλύμμαυχον αυτού και επιστρέψας εις τον χότζαν ετοποθέτησε τούτο επί της κεφαλής του, περιγελών τον Άγιον. Ευθύς δε, δαιμονισθείς, απέρριψε τα ενδύματά του και έτρεχε γυμνός, φωνάζων ότι αυτός εθανάτωσε τον ασκητήν. Τούτο μαθών ο πασάς επρόσταξε και τον έκλεισαν εις την φυλακήν, όπου κακήν κακώς ετελεύτησεν. Αφού ο Άγιος έκαμε την τελευταίαν αυτού διδασκαλίαν εις το ως άνω χωρίον Κολικόντασι, αφήκεν εκεί, κατά την συνήθειάν του, ένα Σταυρόν εστημένον εις την γην. Και μετά την τελευτήν αυτού, οι Χριστιανοί έβλεπον καθ’ εκάστην νύκτα φως ουράνιον, το οποίον έλαμπεν άνωθεν του Σταυρού. Όθεν, κατά την ημέραν της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, μετέβησαν οι Ιερείς μετά του πλήθους των Χριστιανών και παρέλαβον τον Σταυρόν εκείνον, τον οποίον λιτανεύσαντες μετ’ ευλαβείας μετέφεραν και έστησαν όπισθεν του αγίου Βήματος της Εκκλησίας του Μοναστηρίου, πλησίον του τάφου του Αγίου εις παντοτεινήν ενθύμησιν του θαύματος. Όταν δε οι μαθηταί αυτού έλαβον την πλήρη ελευθερίαν από τον πασάν, έκαμαν ανακομιδήν του ιερού λειψάνου του Αγίου και τινες εξ αυτών παρέλαβον μέρη τούτου και διεσκορπίσθησαν εις διαφόρους τόπους. Πολλοί τότε ασθενείς εκ των τόπων αυτών έλαβον την ίασιν των ασθενειών των δια των αγίων εκείνων λειψάνων. Δύο δε μαθηταί του Αγίου μεταβάντες εις την νήσον της Ναξίας, ίνα αναγγείλουν τα του μαρτυρίου αυτού εις τον εκεί σχολάρχην ιεροδιδάσκαλον Χρύσανθον, τον αυτάδελφον του Αγίου, έτυχε να έχουν μεθ’ εαυτών ολίγας τρίχας από το γένειον του Αγίου. Τας οποίας μετ’ ευλαβείας λαβούσα γυνή τις εκ του ονομαζομένου Νεοχωρίου, και ήτις υπέφερεν από βαρυτάτην θανατηφόρον ασθένειαν, ω του θαύματος! Ευθύς ησθάνθη παράδοξον δύναμιν και μετ’ ολίγον επανήλθε και πάλιν τελείως η υγεία της. Αλλά και πολλαί στείραι γυναίκες λαμβάνουσαι επί τεσσαράκοντα ημέρας χώμα από τον τάφον του Αγίου μετ’ ευλαβείας και πίστεως επιτυγχάνουν της παρακλήσεως του να γεννούν τέκνα, με την χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και δια πρεσβειών του Αγίου του Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου Κοσμά, ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Αλλά αν και το σχήμα των λαϊκών έφερεν, εφαίνετο σεμνός, ως να έφερε το μοναχικόν σχήμα και κατά πάντα τρόπον ηγωνίζετο και ήσκει εαυτόν έως της τελειότητος. Επειδή δε κακή τη τύχη η σχολή εκείνη ηρημώθη, αναχωρησάντων των διδασκάλων, τότε και ο καλός και ενάρετος Κώνστας μετέβη εις την Ιεράν Μονήν του Φιλοθέου. Εκεί κατά πρώτον εκάρη Μοναχός λαβών το όνομα Κοσμάς, υπετάγη δε εις την άσκησιν και τους βαρυτάτους κόπους της μοναχικής πολιτείας μετά πάσης προθυμίας. Μετά δε ταύτα, εχούσης της Μονής ταύτης την ανάγκην εφημερίου, υπακούσας εις την σφοδράν προτροπήν των πατέρων και τας παρακλήσεις αυτών, εχειροτονήθη ιερομόναχος. Εξ αρχής δε ο μακάριος ούτος ανήρ, και έτι κοσμικός ων, πόθον είχε πολύν να ωφελήση τους αδελφούς Χριστιανούς με εκείνα τα οποία εδιδάχθη και έμαθε. Διο πολλάκις έλεγεν, ότι οι αδελφοί μας Χριστιανοί μεγάλην έχουσιν ανάγκην από λόγον Θεού. Και ότι χρέος βαρύτατον έχουν εκείνοι, οίτινες σπουδάζουν, να μη προστρέχουν εις τα παλάτια των αρχόντων και τας αυλάς των μεγιστάνων δια να αποκτήσωσι πλούτον και αξιώματα, αλλά πρωτίστως να διδάσκωσι τας χριστιανικάς αληθείας εις τους απλοϊκούς ανθρώπους, οίτινες ζώσιν εις την απαιδευσίαν και την άγνοιαν, δια να αποκτήσουν ούτω μισθόν ουράνιον και αμάραντον δόξαν. Αλλά αν και ο μακάριος Κοσμάς τοιαύτα επόθει και ζήλος πολύς εθέρμαινε την ιεράν αυτού καρδίαν, ίνα ωφελήση τους πολλούς, όμως, συλλογιζόμενος το πόσον είναι μέγα και δύσκολον το έργον του Αποστολικού κηρύγματος, ως ταπεινόφρων και μέτριος δεν ετόλμησε μόνος να αναλάβη το τοιούτον βαρύτατον έργον χωρίς να έχη την συγκατέθεσιν της θείας βουλήσεως. Όθεν, θέλων να δοκιμάση αν είναι τούτο θέλημα Θεού, ήνοιξε την Θείαν Γραφήν. Και, ω του θαύματος! Εύρεν ευθύς ενώπιόν του τον λόγον του Αποστόλου, λέγοντος: «Μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά και το του ετέρου έκαστος» (Α΄ Κορ. ι:24). Ήτοι ας μη ζητή τις μόνον το ιδικόν του συμφέρον, αλλά και το συμφέρον του αδελφού του. Φωτισθείς όθεν εκ τούτου και αποκαλύψας τον σκοπόν του και προς τους άλλους πνευματικούς πατέρας και λαβών παρ’ αυτών συγχώρησιν, ανεχώρησεν εις Κωνσταντινούπολιν, ίνα συναντήση εκεί και τον αυτάδελφόν του διδάσκαλον Χρύσανθον. Ούτος εδίδαξεν εις τον μακάριον Κοσμάν και ολίγην ρητορικήν τέχνην, ίνα ομιλή με ποιάν τινα μέθοδον. Αποκαλύψας όθεν τον λογισμόν του και εις τους εκεί ευλαβεστάτους Αρχιερείς και διδασκάλους και ευρών πάντας αυτούς παρακινούντας τούτον συμφώνως προς το θείον τούτο έργον, έλαβεν έγγραφον προς τούτο άδειαν παρά του τότε πατριαρχεύοντος Σεραφείμ του εκ Δελβίνου. Ούτως ο μακάριος ούτος Ιερομάρτυς Κοσμάς ήρχισε να κηρύττη το Ευαγγέλιον της Βασιλείας των Ουρανών κατ’ αρχήν μεν εις τας εκκλησίας και τα χωρία της Κωνσταντινουπόλεως, εκείθεν δε μετέβη εις Ναύπακτον, Βραχώρι, Μεσολόγγιον και άλλους τόπους και πάλιν επέστρεψεν εις Κωνσταντινούπολιν. Όπου και συμβουλευθείς τον τότε Πατριάρχην Σωφρόνιον και λαβών παρ’ αυτού νέαν άδειαν και ευλογίαν ήρχισε και πάλιν να κηρύττη τον λόγον του Ευαγγελίου με περισσοτέραν θερμότητα και ζήλον. Περιελθών, όθεν, άπαντα σχεδόν τα Δουκάνησα και διδάξας τους Χριστιανούς να μετανοούν και να πράττουν έργα άξια της μετανοίας, επέστρεψεν εκείθεν εις το Άγιον Όρος. Ήτο δε τότε το έτος 1775. Αφού δε περιήλθεν όλας τας εκεί Μονάς και Σκήτας και εδίδαξε τους εις αυτάς ασκουμένους πατέρας, παρέμεινεν εκεί ολίγον καιρόν αναγιγνώσκων τα θεία βιβλία. Μη δυνάμενος δε ο Άγιος να παραμείνη περισσότερον εξ αιτίας της αγάπης, ήτις εθέρμαινε την καρδίαν του δια την ωφέλειαν των Χριστιανών, καθώς πολλάκις ο ίδιος έλεγε τούτο εις τους πατέρας, ανεχώρησεν από το Άγιον Όρος και εκκινήσας από τα έξω του Όρους χωρία, έφθασε κηρύττων εις την Θεσσαλονίκην, την Βέροιαν και εις ολόκληρον σχεδόν την Μακεδονίαν. Επροχώρησε δε έως τα μέρη της Χειμάρρας, της Ακαρνανίας, της Αιτωλίας και έως και αυτής της Άρτης και της Πρεβέζης. Εκείθεν δε έπλευσεν εις την Αγίαν Μαύραν και εις την Κεφαλληνίαν. Οπόθεν δε και αν διήρχετο ή όπου μετέβαινεν, εγίνετο μεγάλη σύναξις των Χριστιανών, οίτινες ήκουον μετά κατανύξεως και ευλαβείας την χάριν και την γλυκύτητα των λόγων του και ακολούθως εγένετο συνομιλία, εκ της οποίας επήρχετο μεγάλη η ωφέλεια των ψυχών. Ήτο δε η διδασκαλία αυτού, καθώς ημείς αυτήκοοι εγενόμεθα, απλουστάτη, ως εκείνη των αλιέων· ήτο γαλήνιος και ήσυχος και εφαίνετο πλήρης της χάριτος, της ιλαρότητος και της ενθέου γλυκύτητος του Αγίου Πνεύματος. Μάλιστα δε εις την Κεφαλληνίαν μέγαν καρπόν ψυχικής ωφελείας απέδωσεν ο ιερός ούτος διδάσκαλος με τον σπόρον της θείας διδασκαλίας του. Αλλά και ο Θεός, ο τα πάντα κυβερνών και οικονομών, συνήργει άνωθεν και εβεβαίωνε τους λόγους του Αγίου Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου Κοσμά, με τα ακόλουθα σημεία και θαύματα, καθώς άλλοτε δια των τοιούτων θαυμάτων εβεβαίου το κήρυγμα των θείων αυτού Αποστόλων. Ούτω εις την νήσον ταύτην έζη πτωχός τις ράπτης, όστις είχε την δεξιάν του χείρα από χρόνων πολλών ακίνητον και άχρηστον. Ούτος όθεν, καταφυγών εις τον Άγιον, παρεκάλει να τον ιατρεύση. Ο Άγιος τότε παρεκίνησεν αυτόν να προστρέξη με ευλάβειαν εις την διδασκαλίαν του και ο Θεός θέλει τον ευσπλαγχνισθή. Υπήκουσεν ο πτωχός ράπτης και αφού ήκουσεν ευλαβώς της διδασκαλίας αυτού, ω του θαύματος! Την επομένην ημέραν ιατρεύθη τελείως. Άλλος πάλιν παράλυτος, μαθών τούτο το παράδοξον, παρεκάλει και τον μετέφερον επί της κλίνης του, κατά την ώραν της διδασκαλίας του Αγίου. Και ούτος, ω του θαύματος! Μετ’ ολίγας ημέρας ιάθη τελείως και εδόξαζε τον Θεόν και ηυχαρίστει τον Άγιον. Εις το κάστρον της Άσσου διέμενεν εις ευγενής, όστις είχε δεινήν ασθένειαν των ώτων και επί πολλούς χρόνους ήτο τελείως κωφός. Ούτος μεταβαίνων με ευλάβειαν και πίστιν εκεί όπου εδίδασκεν ο Άγιος, ήρχισεν ευθύς να ακούη, ιαθείς τελείως. Εις την Κεφαλληνίαν υπάρχει χωρίον, ονομαζόμενον Κουρουνός. Εκ του χωρίου τούτου διερχόμενος ο Άγιος εν καιρώ θέρους, εδίψασε και εζήτησεν ύδωρ δια να πίη από εν ξηροπήγαδον. Οι άνθρωποι είπον εις τον Άγιον ότι δεν ήτο εύκολον, διότι το ξηροπήγαδον δεν είχεν ύδωρ. Αλλά δια να κάμουν υπακοήν, ανέσυραν από το βάθος του πηγαδίου ύδωρ γεμάτον λάσπην. Και ευθύς ως ο Άγιος έφερε τούτο εις το στόμα του και έπιεν ολίγον, ευθύς το ξηροπήγαδον τούτο παραδόξως ανέβλυσεν ύδωρ καθαρόν και άφθονον και έκτοτε είναι πάντοτε πλήρες καθ’ όλον τον χρόνον και ιαματικόν δια ασθενείας. Εξ αιτίας του πλήθους του λαού, το οποίον συνηθροίζετο κατά τας διδασκαλίας του Αγίου, ουδεμία Εκκλησία εχώρει και ούτω εξ ανάγκης εδίδασκεν εις τας πεδιάδας. Εις τον τόπον λοιπόν όπου έμελλε να διδάξη, έλεγε πρώτον και κατεσκεύαζαν ένα μεγάλον ξύλινον Σταυρόν. Κατόπιν ακουμβούσεν επί του στηθέντος Σταυρού το σκαμνίον, το οποίον, ως λέγουσιν, κατεσκεύασε δι’ αυτόν, ως θρονίον, ο Κουρτ πασάς, επί του οποίου ανερχόμενος εδίδασκεν. Και μετά το πέρας της διδασκαλίας το μεν σκαμνίον διέλυε και το έφερε μεθ’ εαυτού, όπου και αν μετέβαινεν, ο δε Σταυρός έμενεν εκεί εις παντοτεινήν ενθύμησιν του κηρύγματός του. Και εις τους τόπους, όπου ήσαν στημένοι οι Σταυροί, ο Θεός ενήργει πολλά θαύματα. Ούτω εις το μέσον της αγοράς του Αργοστολίου, πόλεως της Κεφαλληνίας, όπου ο Άγιος έστησεν ένα τοιούτον Σταυρόν, ανέβλυσεν ύδωρ θαυμάσιον και άφθονον, το οποίον εξακολουθεί να φαίνεται έως την σήμερον, χωρίς ποτέ να ολιγοστεύη. Από της Κεφαλληνίας ο Άγιος έπλευσεν εις την Ζάκυνθον, συνοδευόμενος από δέκα καϊκια, πλήρη ευλαβών Κεφαλλήνων. Και αφού εδίδαξεν εκεί έως ολίγον, δεν ηυτύχησεν ο ευλογημένος. Όθεν επέστρεψε πάλιν εις την Κεφαλληνίαν και εκείθεν μετέβη εις Κορυφούς, όπου εδεξιώθησαν αυτόν πανδήμως και μάλιστα ο ηγεμών. Επειδή όμως πλήθος πολύ συνηθροίσθη εκ των χωρίων, ίνα ακούσουν την διδασκαλίαν του Αγίου, οι της πόλεως προεστώτες, τον φθόνον φοβούμενοι, παρεκάλεσαν τον Άγιον να αναχωρήση το ταχύτερον. Και ούτω ο ενάρετος και ευλογημένος Άγιος Κοσμάς, ίνα μη γίνη αίτιος σκανδάλων και ταραχών, αναχωρήσας εκείθεν μετέβη εις το αντίκρυ της Κερκύρας μέρος της Στερεάς, ήτοι της Αλβανίας, ονομαζόμενον Άγιοι Σαράντα. Εκεί εδίδασκε τους Χριστιανούς περιπατών και διερχόμενος από τας βαρβάρους εκείνας επαρχίας, όπου εκινδύνευε να απολεσθή τελείως η ευσέβεια και η χριστιανική ζωή ένεκα της αμαθείας, εις την οποίαν ευρίσκοντο οι εκεί Χριστιανοί, αλλά και από τα πολλά κακά τα οποία είχον καταπνίξει τούτους, ήτοι φόνους, κλοπάς και άλλας μυρίας παρανομίας, τόσον ώστε παρ’ ολίγον να ήσαν χειρότεροι κατά τας κακίας και τα αμαρτήματα από τους ασεβείς. Και εις τούτων των Χριστιανών τας διεφθαρμένας και εξηγριωμένας καρδίας εμφυτεύσας τον σπόρον του θείου λόγου ο ιερός Κοσμάς, κατώρθωσε, συνεργούσης της θείας χάριτος, να επιτύχη καρπόν αγλαόν. Διότι τους αγρίους αυτούς ημέρευσε, τους ληστάς κατεπράϋνε, τους ασπλάγχνους και ανελεήμονας ανέδειξεν ευσπλάγχνους και ελεήμονας, τους ανευλαβείς μετέφερεν εις την ευσέβειαν, τους αμαθείς και αγροίκους εμόρφωσεν εις τα θεία γράμματα και ενουθέτησε να προσέρχωνται εις τας ιεράς Ακολουθίας και άπαντας εν γένει τους αμαρτωλούς επέστρεψεν εις βαθείαν μετάνοιαν και τελειοποίησιν, εις σημείον ώστε άπαντες οι Χριστιανοί έλεγον, ότι εις τον καιρόν των ανεφάνη εις νέος Απόστολος. Παντού δε οπόθεν διήλθεν ίδρυσε σχολεία δια του μέσου της διδασκαλίας αυτού, τόσον ανώτερα όσον και κοινά, ίνα φοιτούν εις αυτά τα παιδία και μανθάνουν δωρεάν τα ιερά γράμματα και εκ τούτων να εδραιώνωνται εις την πίστιν και την ευσέβειαν, ως και να καθοδηγούνται εις την ενάρετον ζωήν και πολιτείαν. Κατέπεισε δε τους πλουσίους και ηγόρασαν υπέρ τας τέσσαρας χιλιάδας χαλκίνας κολυμβήθρας και αφιέρωσε ταύτας εις τας Εκκλησίας εις μνημόσυνόν των, ίνα βαπτίζωνται κατά τον τύπον του Μυστηρίου τα παιδιά των Χριστιανών. Ομοίως κατέπεισε τους έχοντας τα μέσα και ηγόρασαν βιβλία Πατερικά και τοιαύτα με χριστιανικάς διδασκαλίας, κομβοσχοίνια, μικρούς σταυρούς, καλύμματα της κεφαλής και κτένια, εκ των οποίων τα μεν βιβλία διένειμεν εις εκείνους, οίτινες επεθύμουν την μάθησιν, τα δε καλύμματα, υπέρ τας τεσσαράκοντα χιλιάδας, εις τας γυναίκας, ίνα σκεπάζουν την κεφαλήν των και τα κτένια εις εκείνους, οίτινες υπέσχοντο να αφήσουν το γένειον και να διάγωσι βίον ενάρετον και χριστιανικόν. Τα δε κομβοσχοίνια και σταυρίδια διένειμεν εις τον πολύν λαόν δια να συγχωρώσι τους αγοράσαντας. Είτα δε ο Άγιος μεθ’ εαυτού τεσσαράκοντα έως πεντήκοντα Ιερείς, οίτινες ηκολούθουν αυτόν και όταν έφθανεν εις τινα τόπον παρήγγελλε κατά πρώτον εις τους Χριστιανούς να εξομολογηθούν, να νηστεύουν και να τελούν αγρυπνίαν με μεγάλην λαμπρότητα και φωτοχυσίαν. Διότι είχεν επίτηδες κατεσκευασμένα ξύλινα μανουάλια, χωρούντα έκαστον εκατόν κηρία και κατόπιν διένειμε δωρεάν εις άπαντας κηρία. Μεθ’ ο παρήγγελλεν εις τους Ιερείς και ανεγίγνωσκον το Άγιον Ευχέλαιον και εχρίοντο πάντες οι Χριστιανοί, εις το τέλος δε έκαμνε διδασκαλίαν. Επειδή δε ηκολούθουν τον Άγιον λαός πολύς, έως και δύο και τρεις χιλιάδες ψυχών, επρόσταζεν αφ’ εσπέρας και ητοίμαζον σάκκους πλήρεις άρτου και μεγάλας χύτρας με εβρασμένον σίτον και μετέφερον ταύτα εις τον δρόμον, οπόθεν ήθελε διέλθει το πλήθος των ανθρώπων και εκείθεν έτρωγον πάντες και συνεχώρουν ζώντας και τεθνεώτας. Ενήργησε δε ο Θεός δια του Αγίου αυτού Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου Κοσμά, και εκεί εις την Αλβανίαν, καθώς και εις άλλους τόπους, τοιαύτα θαυμάσια. Τούρκος τις αξιωματικός, παρακινούμενος υπό Εβραίων ή ομοφύλων του, ή υπό του διαβόλου, τόσον μίσος ησθάνθη κατά του Αγίου, ώστε μίαν ημέραν ίππευσε τον ίππον του και έτρεχεν ίνα προλάβη τον Άγιον και τον κακοποιήση. Αλλά ο ίππος καλπάζων έρριψε τούτον χαμαί, εξ ου και συνετρίβη ο δεξιός του πους. Επιστρέψας δε κακήν κακώς εις την οικίαν του, εύρε τον υιόν του νεκρόν. Μετανοήσας όθεν πικρώς έγραψεν επιστολήν εις τον Άγιον εις την οποίαν ωμολόγει το σφάλμα του και εζήτει παρ’ αυτού συγχώρησιν. Οι πρώτοι αγάδες των Φιλιατών, εκ της μεγάλης φήμης του Αγίου υποκινούμενοι, μετέβησαν ίνα ίδουν αυτόν και ακούσουν την διδασκαλίαν του. Επειδή δε ήτο καιρός του θέρους, εκοιμήθησαν έξω εις τον κάμπον. Και περί το μεσονύκτιον είδον φως λαμπρότατον, ουράνιον, ως νέφος, το οποίον εσκέπασε τον τόπον εκείνον όπου εκάθητο ο Άγιος, σημείον το οποίον διηγήθησαν εις τους Χριστιανούς. Όθεν το πρωϊ εζήτησαν από τον Άγιον να δώση εις αυτούς την ευχήν του από την καρδίαν του και όχι μόνον από τα χείλη του. Άλλος Τούρκος αξιωματικός εκ Καβαϊας υπέφερεν από δεινήν ασθένειαν, εκ της οποίας δεν ηδύνατο να ουρήση. Ούτος μαθών τα υπό του Αγίου τελούμενα θαυμάσια έστειλε προς αυτόν τον υπηρέτην του, παρακαλών όπως ο Άγιος τον επισκεφθή, ίνα, τη τούτου μεσιτεία, ο Θεός τον ιατρεύση. Αλλ’ ο Άγιος δεν ηθέλησε να μεταβή, ονομάζων εαυτόν αμαρτωλόν. Ο Τούρκος όμως και πάλιν απέστειλε τον υπηρέτην του με έν αγγείον πλήρες ύδατος, παρακαλών τον Άγιον να ευλογήση το ύδωρ. Τότε ο Άγιος, βλέπων την μεγάλην του Τούρκου ευλάβειαν, διεμήνυσεν εις αυτόν να υπακούση εις δύο συμβουλάς του: Να μη πίνη ρακί και να διανείμη το δέκατον του πλούτου του εις τους πτωχούς. Αφού δε ο Τούρκος υπεσχέθη ότι θα πράξη ταύτα, ο Άγιος ηυλόγησε το ύδωρ, το οποίον πίνων ο ασθενών ιατρεύθη τελείως εις τέσσαρας ημέρας. Όθεν έκτοτε έκαμνε μεγάλας ελεημοσύνας εις τους πτωχούς. Προς το Φανάρι, εις τόπον λεγόμενον Λυκουρίσι, ο Τούρκος εξουσιαστής ιδών τον Σταυρόν, τον οποίον αφήκεν εκεί ο Άγιος, όταν εδίδαξεν, ως προείπομεν, ανέσυρεν αυτόν και τον μετέφερεν εις την οικίαν του με σκοπόν να υποστηλώση τον ξύλινον σκελετόν της κλίνης του, που είχεν εις το φυλάκιον του αγρού του. Αλλ’ ευθύς ως ανέσυρε τον Σταυρόν, ω του θαύματος! Εγένετο ωσάν φοβερός σεισμός και ο εξουσιαστής, μη δυνάμενος να σταθή εις τους πόδας του, έπεσε κατά γης κυλιόμενος επί ώραν πολλήν, αφρίζων και τρίζων τους οδόντας ως δαιμονιζόμενος. Μετά δε ώραν πολλήν ανεσηκώθη από δύο Τούρκους εκείθεν διερχομένους, και αφού συνήλθεν ηννόησεν, ότι τούτο το σημείον ήτο οργή Θεού δια την αφροσύνην του να εκριζώση τον Σταυρόν. Ευθύς τότε μετέβη μόνος του και εστερέωσε και πάλιν τον Τίμιον Σταυρόν εις τον τόπον όπου ευρίσκετο πρότερον, καθ’ εκάστην δε μετέβαινεν και ησπάζετο αυτόν με βαθείαν ευλάβειαν. Όταν δε αργότερον ο Άγιος διήλθε και πάλιν εκείθεν, έτρεξεν ούτος ο Τούρκος και προσεκύνησεν αυτόν, διηγούμενος δε το θαύμα παρουσία πάντων εζήτει ταπεινώς συγχώρησιν. Ο Άγιος ήλεγχε τας γυναίκας εκείνας που φέρουν στολίδια και επιτηδεύονται εις το να επιδεικνύωνται, συν τω χρόνω δε κατέπεισε ταύτας δια των διδασκαλιών του να απορρίψουν ταύτα και να σωφρονούν, τόσον ώστε μερικαί εξ αυτών εφόρουν πλέον μελανά ενδύματα. Όμως γυνή τις πλουσία εις την Κόριτζαν είχε παιδίον του οποίου την κεφαλήν εστόλιζε με πολλά φλωριά και άλλα περιττά κοσμήματα. Την γυναίκα ταύτην πολλάκις συνεβούλευσεν ο Άγιος να διαμοιράση ταύτα εις τα πτωχά παιδιά, εάν θέλη να ζήση το τέκνον της. Αλλ’ εκείνη δεν υπήκουσεν εις την τοιαύτην συμβουλήν, ότε ο Άγιος είπεν εις αυτήν, ότι εάν δεν παύση να στολίζη το τέκνον της με αυτά τα περιττά και ανόητα πράγματα, θέλει στερηθή τούτο ταχέως. Και επειδή και εις την τοιαύτην συμβουλήν εκείνη δεν συνεμορφώθη, την επομένην ημέραν εύρε το τέκνον της νεκρόν εις την κλίνην του. Και τότε εγνώρισεν, ότι δια την απείθειάν της ο Θεός την ετιμώρησεν. Εκεί οπόθεν διήρχετο ο Άγιος εδίδασκε τους Χριστιανούς να μη κάμνουν εμπόριον την Κυριακήν, ούτε άλλας εργασίας, αλλά να προσέρχωνται προθύμως εις τας Εκκλησίας δια να ακούουν τας ιεράς Ακολουθίας και τους θείους λόγους. Πλην όμως πολλοί, παρακούσαντες εις την τοιαύτην του Αγίου συμβουλήν, ετιμωρήθησαν παρά Θεού με διαφόρους τιμωρίας. Ούτω, εις τόπον λεγόμενον Χαλκιάδες, έως μιας ώρας απόστασιν από της Άρτης, πραγματευτής τις, όστις παρήκουσε και ετόλμησε να εμπορευθή Κυριακήν, έπαθε την χείραν του, ήτις εξηράνθη και έμεινε παράλυτος. Σπεύσας δε προς τον Άγιον και ζητήσας συγχώρησιν δια την αμαρτίαν, έτυχε ταύτης και μετ’ ολίγας ημέρας η χειρ του ιατρεύθη. Ομοίως και εις την Πάργαν καταστηματάρχης τις, θελήσας να πωλήση μερικόν εμπόρευμα την Κυριακήν, έπαθε παράλυσιν της χειρός του, αφού δε ωμολόγησε την αμαρτίαν του ενώπιον του Αγίου, είδε την ποθουμένην της χειρός του ίασιν. Εις το Ξηρόμερον μία γυνή εζύμωσε την Κυριακήν. Αφού δε εξήγαγεν από τον φούρνον της εψημένους τους άρτους είδε τούτους ερυθρούς, ωσάν να τους είχε ζυμώσει με αίμα. Όθεν προσδραμούσα εις τον Άγιον και πεσούσα προ των ποδών αυτού έλαβε την συγχώρησιν, και έκτοτε δεν ειργάζετο πλέον ημέραν Κυριακήν. Εις άλλα δε μέρη, όπου δεν εδόθη ο πρέπων σεβασμός εις την τοιαύτην εντολήν του Αγίου, πολλά σημεία εγένοντο. Και βους έθανε τινός παρακούσαντος και ημίονος άλλου τινός και έτερος εδαιμονίσθη, άλλος δε εύρε το τέκνον του νεκρόν. Εις χωρίον της Καστοριάς, ονομαζόμενον Σέλτζα, μία γυνή, τρέφουσα ευλάβειαν προς τον Άγιον, έλαβε το ύδωρ δια του οποίου ένιψε ποτε το πρόσωπόν του ο Άγιος και διεφύλαξεν αυτό εντός υαλίνου δοχείου. Και ω του θαύματος! Επ’ αυτού του ύδατος εφύτρωσεν εν χόρτον με δύο μόνον φύλλα, το οποίον ηυξήθη και ηπλώθη εις όλην την επιφάνειαν του ύδατος τούτου χωρίς να έχη ρίζαν. Και το χρώμα αυτού ουδόλως ήλλαξεν, αλλ’ έμεινε δροσερόν επί ένα ολόκληρον χρόνον, πάντες δε όσοι το έβλεπον, εθαύμαζον. Και το ύδωρ πολλούς ασθενείς εθεράπευσεν, όπως έλεγεν η γυνή αύτη. Τοιαύτα και άλλα πάμπολλα θαυμάσια ενήργησε ο Θεός δια του Αγίου αυτού Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου Κοσμά, όστις κατά τους τότε καιρούς της ζοφεράς του Έθνους δουλείας περιώδευεν απανταχού της Ελλάδος στηρίζων τους Χριστιανούς εις την Ορθόδοξον πίστιν, ώστε και η ιδέα της ελευθέρας πατρίδος να αναθερμαίνεται. Έλεγε δε πολλάκις ο Άγιος εις τας διδασκαλίας του, ότι προσεκλήθη δια το κήρυγμα του Ευαγγελίου από τον ίδιον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και ότι δια την αγάπην του προς αυτόν μέλλει να χύση το αίμα του. Η δε πρόρρησίς του αύτη επραγματοποιήθη ως ακολούθως. Ο αποστολικός ούτος διδάσκαλος ποτέ δεν ήνοιξε το στόμα αυτού δια να είπη λόγον εναντίον των Εβραίων, ούτε εις την Θεσσαλονίκην, ούτε εις την Καστοριάν, ούτε εις τα Ιωάννινα ούτε εις άλλον τόπον όπου ήσαν Εβραίοι, μόνον δε τους Χριστιανούς εδίδασκε να πολιτεύωνται ως Χριστιανοί, να καλλιεργούν τας κατά Χριστόν αρετάς, να φυλάττουν προ παντός την αλήθειαν και να έχουν εμπιστοσύνην εις τους ηγήτορας τους οποίους έδωκεν ο Θεός. Καθώς και αυτοί οι Αλβανοί παρακολουθούντες τας διδαχάς του έξω εις τας πεδιάδας όπου εδίδασκε, τον ήκουον να λέγη ταύτα και τον εκήρυττον ως άνθρωπον του Θεού, τόσον ώστε και αυτός ο Κουρτ πασάς, ακούων της καλής του Αγίου φήμης, επρόσταξε και ήλθεν ο Άγιος ενώπιόν του. Τόσον δε ήρεσεν εις τον πασάν η ομιλία του Αγίου, ώστε και το θρονίον εκείνο, ως προείπομεν, εδώρησεν εις τον Άγιον, δια να ανέρχεται υψηλά και από ύψους να διδάσκει και ενέδυσε τούτο με βαρύ βελούδινον ύφασμα. Όμως το μισόχριστον γένος των Εβραίων, καθώς εις τους παρελθόντας καιρούς έδειξε πάντοτε πάσαν κακίαν κατά των Χριστιανών, ούτω και τώρα, δεν ηνείχοντο να κηρύττεται η πίστις και το θείον Ευαγγέλιον του Ιησού Χριστού, και τινες Εβραίοι των Ιωαννίνων είπον εις τον πασάν, ότι ο ιερός ούτος Κοσμάς ήτο απεσταλμένος από τους Μοσκόβους δια να πείση τους υποδούλους Έλληνας να φεύγουν εις την Μοσχοβίαν. Αλλά η θεία Πρόνοια διεφύλαξε τότε τον Άγιον από την επικίνδυνον ταύτην επιβουλήν, όμως μεγάλη χρηματική ζημία εγένετο εις τους Χριστιανούς. Εκ του γεγονότος τούτου όθεν ο ιερός Κοσμάς ήρχισε να στηλιτεύη την πονηρίαν και το αδιάλλακτον μίσος των Εβραίων κατά των Χριστιανών. Και επειδή απεδείχθη ότι η κατηγορία αύτη ήτο πλαστή και συκοφαντία, μετέβη και πάλιν ο Άγιος εις Ιωάννινα. Και κατά πρώτον έπεισε τους Χριστιανούς να μεταφέρουν την λαϊκήν αγοράν από της Κυριακής εις το Σάββατον, πράγμα όπερ επροξένησεν εις τους Εβραίους μεγάλην ζημίαν. Κατόπιν εκήρυξε τούτους ως φανερούς εχθρούς των Χριστιανών και ότι είναι έτοιμοι ανά πάσαν στιγμήν να προξενήσουν κάθε κακόν εις αυτούς. Θέλων δε ο Άγιος να αφήσουν οι Χριστιανοί την συνήθειαν να φέρουν εις την κεφαλήν των τας μακράς φούντας και άλλα διάφορα εξαρτήματα της ενδυμασίας, τα οποία ηγόραζον από τους Εβραίους, συνεβούλευεν αυτούς ότι είναι ακάθαρτοι και ότι εκ τούτου οι θεοκτόνοι μολύνουσι ταύτα, ίνα μολύνωνται και οι Χριστιανοί και να μη αγοράζωσι πλέον ταύτα από τους Εβραίους. Όθεν εκείνοι, μη υποφέροντες πλέον να ακούουν τον Άγιον ελέγχοντα αυτούς, μετέβησαν εις τον Κούρτ πασάν και έδωσαν εις αυτόν πολλά χρυσά νομίσματα, δια να εξαφανίση τον Άγιον. Ο δε Κουρτ πασάς, αφού συνεβουλεύθη μετά του χότζα του, απεφάσισε να θανατώση δι’ αυτού τον ιερόν Κοσμάν, με τοιούτον τρόπον. Συνήθειαν είχεν ο Άγιος Ιερομάρτυς Κοσμάς, όπου και αν μετέβαινε δια να διδάξη να λαμβάνη πρώτον την άδειαν από τον Αρχιερέα του τόπου ή από τους επιτροπεύοντας αυτόν. Συγχρόνως έστελλε Χριστιανούς να λαμβάνουν την άδειαν και από τους εξουσιαστάς του τόπου· ούτως ο Άγιος εκήρυττεν ανεμποδίστως. Μεταβάς, όθεν, εις εν χωρίον της Αλβανίας, λεγόμενον Κολικόντασι, έλαβε την πρέπουσαν άδειαν παρά του Αρχιερέως του τόπου. Αναζητών δε και τους εξουσιαστάς, έμαθεν ότι ο Κουρτ πασάς ώριζε τους τόπους εκείνους και ότι διέμενεν εις τι εκεί πλησίον χωρίον ονομαζόμενον Μπεράτι. Πληροφορηθείς συγχρόνως ότι και ο χότζας του αυτού πασά διέμενεν εκεί πλησίον, απέστειλε Χριστιανόν τινα και έλαβε την άδειαν και εκήρυξε. Πλην όμως δεν έμενεν ευχαριστημένος, αλλ’ ηθέλησε να μεταβή μόνος του εις τον χότζαν, ίνα λάβη την συγκατάθεσιν, δια το ασφαλέστερον. Οι Χριστιανοί τότε προς στιγμήν τον ημπόδισαν, λέγοντες εις τον Άγιον, ότι ποτέ άλλοτε δεν έπραξε τοιούτον τι, να υπάγη δηλαδή εις τους Αγαρηνούς εξουσιαστάς αυτοπροσώπως, ίνα τύχη της αδείας του κηρύγματος. Όμως δεν ηδυνήθησαν να τον εμποδίσουν. Συμβουλεύων δε ούτος ο ένθερμος του Χριστού Μάρτυς να μη εξετάζουν εκείνοι περισσότερον, παρέλαβε μεθ’ εαυτού τέσσαρας Μοναχούς και ένα Ιερέα, ως διερμηνέα, και μετέβη εις συνάντησιν του χότζα. Ο χότζας τότε υπεκρίθη, ότι είχεν έγγραφον διαταγήν από τον Κουρτ πασάν, όστις τον εξουσιάζει, να αποστείλη τον Άγιον εις τον πασάν, δια να συνομιλήσουν μεταξύ των. Ευθύς τότε επρόσταξε τους ανθρώπους του να μη αφήσουν αυτόν να εξέλθη της αυλής του, έως ότου τον αποστείλη εις τον πασάν. Τότε ο ευλογημένος διδάσκαλος του θείου λόγου ηννόησεν ότι μέλλουν να τον θανατώσουν. Όθεν εδόξασε και ηυχαρίστησε τον Δεσπότην Ιησούν Χριστόν, διότι ηξίωσεν αυτόν να περατώση τον δρόμον του Αποστολικού κηρύγματος με μαρτυρικόν θάνατον. Κατόπιν, στραφείς προς τους Μοναχούς, οίτινες συνώδευον αυτόν, είπεν εκείνο το ψαλμικόν: «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν». Καθ’ όλην δε την νύκτα εκείνην εδοξολόγει τον Κύριον ψάλλων, χωρίς να δείξη παντάπασι σημείον λύπης δια την μέλλουσαν στέρησιν της ζωής αυτού, φαινόμενος μάλιστα χαριέστατος, ωσάν να ητοιμάζετο να μεταβή εις χαρμόσυνον και πανηγυρικήν τελετήν. Όταν δε εξημέρωσε, παρέλαβον τον Άγιον επτά Αγαρηνοί δήμιοι, και ανεβίβασαν αυτόν επί ίππου, υποκρινόμενοι, ότι θα οδηγήσουν δήθεν τούτον εις τον Κουρτ πασάν. Αλλ’ ως απεμακρύνθησαν περί τας δύο ώρας απόστασιν, έφερον αυτόν πλησίον ενός μεγάλου ποταμού και καταβιβάσαντες τον Άγιον Ιερομάρτυρα Κοσμάν εκ του ίππου απεκάλυψαν εις αυτόν την προσταγήν του Κουρτ πασά, να τον θανατώσουν. Ο Άγιος τότε εδέχθη μετά χαράς την τοιαύτην κατ’ αυτού απόφασιν και κλίνας τα γόνατα προσηυχήθη εις τον Θεόν, ευχαριστών και δοξάζων, διότι δια την προς Αυτόν αγάπην του ηξιώθη να θυσιάση την ζωήν του, καθώς η ψυχή του διακαώς επεθύμει πάντοτε. Έπειτα, εγερθείς, ηυλόγησε σταυροειδώς τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος και ηυχήθη πάντας τους Χριστιανούς τους φυλάττοντας τας εντολάς του. Οι δε δήμιοι έσυραν αυτόν πλησίον ενός δένδρου και επεχείρησαν να δέσουν τας χείρας του. Ο Άγιος όμως ημπόδισε τους δημίους, ειπών ότι δεν μέλλει να αντισταθή, αλλά να κρατή εσταυρωμένας τας χείρας, ωσάν να ήσαν δεδεμέναι. Κατόπιν έγειρε την ιεράν κεφαλήν του επί του δένδρου και ούτως οι βάρβαροι έδεσαν τον λαιμόν αυτού με σχοινίον. Ευθύς δε ως έσφιξαν τούτο, το θείον αυτού πνεύμα ανήλθε προς τους ουρανούς. Ούτως ο τρισμακάριος Κοσμάς, ο κοινωφελέστατος εκείνος ανήρ και του κόσμου κόσμος ο ευκοσμότατος, ηξιώθη να λάβη διπλούς τους στεφάνους της αθανασίας παρά Κυρίου. Και ως Ισαπόστολος και ως Ιερομάρτυς εις ηλικίαν εξήκοντα πέντε ετών. Γυμνώσαντες δε οι δήμιοι το άγιον αυτού λείψανον, έσυραν τούτο προς τον ποταμόν και αφού έδεσαν μίαν βαρείαν πέτραν εις τον λαιμόν έρριψαν εντός του ύδατος. Οι δε Χριστιανοί, μαθόντες ταύτα, έτρεξαν ευθύς δια να ανασύρουν από τον ποταμόν το άγιον λείψανον. Αλλ’ αν και ηρεύνησαν με δίκτυα και με άλλους τρόπους, δεν ηδυνήθησαν να ανεύρουν τούτο. Πλην όμως, μετά τρεις ημέρας, Ιερεύς τις ευλαβής, παπά-Μάρκος ονομαζόμενος, εφημέριος του Μοναστηρίου της Υπεραγίας Θεοτόκου των Εισοδίων του ονομαζομένου της Αρδευούσης, κειμένου πλησίον του χωρίου Κολικόντασι, εισελθών εις λέμβον και ποιήσας το σημείον του σταυρού, έπλεεν εις τον ποταμόν, ερευνών. Και μετ’ ολίγον, ω του θαύματος! Είδε το άγιον λείψανον, το οποίον έπλεεν επάνω εις τα ύδατα, όρθιον, ωσάν να ήτο ζωντανόν. Όθεν έσπευσεν εν τω άμη, ενηγκαλίσθη τούτο και το ανέσυρεν. Ευθύς δε ως ανεσήκωσε τούτο, αίμα πολύ έρρευσεν από το μελίρρυτον στόμα του Αγίου εντός του ποταμού, ενδύσας δε το σεπτόν αυτού λείψανον με το ράσον του, μετέφερεν αυτό ευλαβώς εις το ως άνω Μοναστήριον της Θεοτόκου και ενεταφίασεν εντίμως όπισθεν του Αγίου Βήματος. Μετά δε την τελευτήν του Αγίου τούτου Νέου Ιερομάρτυρος ταύτα τα θαυμάσια ηκολούθησαν. Ο Κουρτ πασάς μετενόησε βαθέως, διότι εξηπατήθη και δι’ εν μάταιον κέρδος εθανάτωσε τον αθώον τούτον και ειρηνικόν άνθρωπον. Όθεν διεμήνυσεν εις τον χότζαν του να ελευθερώση τους Μοναχούς, οίτινες είχον συνοδεύσει τον Άγιον, τους οποίους εκράτει προς φύλαξιν, και να μεταβούν ούτοι και να διαμένουν εις το, ως ελέχθη, Μοναστήριον της Θεοτόκου. Ούτοι, πράγματι, μεταβάντες εκεί, εύρον ενταφιασμένον το άγιον λείψανον και ίνα λάβουν μεγαλυτέραν την εντύπωσιν εκ του μαρτυρίου αυτού, εξέθαψαν τούτο, ομού μετ’ άλλων Ιερέων και Χριστιανών. Και τότε είδον τούτο το θαυμάσιον. Αν και το άγιον λείψανον ευρίσκετο επί τρεις ημέρας εντός των υδάτων του ποταμού, καθώς ο Ιωνάς εντός της κοιλίας του κήτους, όμως ουδεμίαν αλλοίωσιν ή δυσοσμίαν είχεν, αλλ’ ευωδίαζεν ολόκληρον και εφαίνετο ωσάν να εκοιμάτο. Και αφού ησπάσθησαν τούτο με βαθείαν ευλάβειαν, το ενεταφίασαν πάλιν. Εκείνην δε την στιγμήν έτυχε να ευρίσκεται εκεί δαιμονιζομένη τις γυνή, ήτις από τόπους μακρινούς ηκολούθει τον Άγιον ζώντα, ποθούσα την θεραπείαν της. Ευθύς δε ως είδεν ανοιγόμενον τον τάφον του Αγίου εταράχθη σφόδρα από το δαιμόνιον, μετ’ ολίγον δε ιατρεύθη τελείως, δοξάζουσα τον Θεόν και τον Άγιον. Αγαρηνός τις, εξ εκείνων οίτινες εθανάτωσαν τον Άγιον, έλαβε το επανωκαλύμμαυχον αυτού και επιστρέψας εις τον χότζαν ετοποθέτησε τούτο επί της κεφαλής του, περιγελών τον Άγιον. Ευθύς δε, δαιμονισθείς, απέρριψε τα ενδύματά του και έτρεχε γυμνός, φωνάζων ότι αυτός εθανάτωσε τον ασκητήν. Τούτο μαθών ο πασάς επρόσταξε και τον έκλεισαν εις την φυλακήν, όπου κακήν κακώς ετελεύτησεν. Αφού ο Άγιος έκαμε την τελευταίαν αυτού διδασκαλίαν εις το ως άνω χωρίον Κολικόντασι, αφήκεν εκεί, κατά την συνήθειάν του, ένα Σταυρόν εστημένον εις την γην. Και μετά την τελευτήν αυτού, οι Χριστιανοί έβλεπον καθ’ εκάστην νύκτα φως ουράνιον, το οποίον έλαμπεν άνωθεν του Σταυρού. Όθεν, κατά την ημέραν της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, μετέβησαν οι Ιερείς μετά του πλήθους των Χριστιανών και παρέλαβον τον Σταυρόν εκείνον, τον οποίον λιτανεύσαντες μετ’ ευλαβείας μετέφεραν και έστησαν όπισθεν του αγίου Βήματος της Εκκλησίας του Μοναστηρίου, πλησίον του τάφου του Αγίου εις παντοτεινήν ενθύμησιν του θαύματος. Όταν δε οι μαθηταί αυτού έλαβον την πλήρη ελευθερίαν από τον πασάν, έκαμαν ανακομιδήν του ιερού λειψάνου του Αγίου και τινες εξ αυτών παρέλαβον μέρη τούτου και διεσκορπίσθησαν εις διαφόρους τόπους. Πολλοί τότε ασθενείς εκ των τόπων αυτών έλαβον την ίασιν των ασθενειών των δια των αγίων εκείνων λειψάνων. Δύο δε μαθηταί του Αγίου μεταβάντες εις την νήσον της Ναξίας, ίνα αναγγείλουν τα του μαρτυρίου αυτού εις τον εκεί σχολάρχην ιεροδιδάσκαλον Χρύσανθον, τον αυτάδελφον του Αγίου, έτυχε να έχουν μεθ’ εαυτών ολίγας τρίχας από το γένειον του Αγίου. Τας οποίας μετ’ ευλαβείας λαβούσα γυνή τις εκ του ονομαζομένου Νεοχωρίου, και ήτις υπέφερεν από βαρυτάτην θανατηφόρον ασθένειαν, ω του θαύματος! Ευθύς ησθάνθη παράδοξον δύναμιν και μετ’ ολίγον επανήλθε και πάλιν τελείως η υγεία της. Αλλά και πολλαί στείραι γυναίκες λαμβάνουσαι επί τεσσαράκοντα ημέρας χώμα από τον τάφον του Αγίου μετ’ ευλαβείας και πίστεως επιτυγχάνουν της παρακλήσεως του να γεννούν τέκνα, με την χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και δια πρεσβειών του Αγίου του Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου Κοσμά, ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου