Δαλμάτος, Φαύστος και Ισάκιος οι Όσιοι Πατέρες ήκμασαν κατά τον Δ΄
αιώνα. Εκ τούτων, ο μεν Δαλμάτος ήτο στρατιώτης εις το δεύτερον στρατιωτικόν
σχολείον, κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου του Μεγάλου, εν έτει τοθ΄
(379) ζων ευσεβώς και θεαρέστως· ύστερον δε εγκαταλείψας γυναίκα, τέκνα και όλα
τα κοσμικά πράγματα, και παραλαβών μεθ΄εαυτού μόνον τον υιόν του Φαύστον,
επήγεν εις τον Άγιον Ισαάκιον, και εκεί γενόμενος Μοναχός έφθασεν εις βαθμόν
αρετής. Ο δε θαυμαστός ούτος Ισάκιος κατώκησεν εις την έρημον και ησυχίαν, από
της νεαράς του ηλικίας μεταχειριζόμενος παν είδος αρετής, και διότι ήτο εστολισμένος
με ζωήν ενάρετον, δια τούτο και ο λόγος του ήτο λαμπρότατος.
Όταν δε ο βασιλεύς Ουάλης ο Αρειανός εξήλθεν όπως πολεμήση τους Σκύθας και Γότθους, προσελθών εις αυτόν ο Ισάκιος τω είπεν· «Άνοιξον, ω βασιλεύ, τας Εκκλησίας εις τους Ορθοδόξους, και θέλεις νικήσει εις τον πόλεμον». Ο δε βασιλεύς όχι μόνον δεν επείθετο, αλλά μάλιστα οργισθείς είπεν εις τον Όσιον· «Όταν επανέλθω εκ του πολέμου, θέλω σε τιμωρήσει δια τους λόγους σου τούτους». Ο δε Όσιος είπεν· «Εάν συ επανέλθης εκ του πολέμου, δεν ελάλησεν εις εμέ Κύριος ο Θεός, διότι θα συνάψης μεν μάχην, αλλά θα φύγης έμπροσθεν των εχθρών σου, και μέλλεις να κατακαής ζων». Τούτο δε και έγινε, διότι κλεισθείς ούτος εις αχυρώνα, εκεί κατεκάη. Ούτος λοιπόν ο Όσιος, μέλλων να απέλθη προς Κύριον, κατέστησεν Ηγούμενον του Μοναστηρίου τον Δαλμάτον, όταν ήτο Πατριάρχης εις την Κωνσταντινούπολιν ο Άγιος Αττικός. Ο δε Όσιος Δαλμάτος διαπρέψας εν τη ασκήσει, έμεινε νήστις τεσσαράκοντα ημέρας, και εις άλλας τόσας ήλθεν εις έκστασιν· όθεν έγινεν αιδέσιμος και σεβάσμιος εις τε τους βασιλείς και την Σύγκλητον, ως και εις τους Αγίους Πατέρας τους εν Εφέσω συνελθόντας κατά την τρίτην Σύνοδον εν έτει υλα΄ (431), οι οποίοι εψήφισαν αυτόν Αρχιμανδρίτην, και τους μεταγενεστέρους αυτού διώρισαν παντοτεινούς εξουσιαστάς του Μοναστηρίου του. Εις ταύτα διαπρέψας ο αοίδιμος, προς Κύριον εξεδήμησε, και κατετέθη εις το Μοναστήριον αυτού.
Όταν δε ο βασιλεύς Ουάλης ο Αρειανός εξήλθεν όπως πολεμήση τους Σκύθας και Γότθους, προσελθών εις αυτόν ο Ισάκιος τω είπεν· «Άνοιξον, ω βασιλεύ, τας Εκκλησίας εις τους Ορθοδόξους, και θέλεις νικήσει εις τον πόλεμον». Ο δε βασιλεύς όχι μόνον δεν επείθετο, αλλά μάλιστα οργισθείς είπεν εις τον Όσιον· «Όταν επανέλθω εκ του πολέμου, θέλω σε τιμωρήσει δια τους λόγους σου τούτους». Ο δε Όσιος είπεν· «Εάν συ επανέλθης εκ του πολέμου, δεν ελάλησεν εις εμέ Κύριος ο Θεός, διότι θα συνάψης μεν μάχην, αλλά θα φύγης έμπροσθεν των εχθρών σου, και μέλλεις να κατακαής ζων». Τούτο δε και έγινε, διότι κλεισθείς ούτος εις αχυρώνα, εκεί κατεκάη. Ούτος λοιπόν ο Όσιος, μέλλων να απέλθη προς Κύριον, κατέστησεν Ηγούμενον του Μοναστηρίου τον Δαλμάτον, όταν ήτο Πατριάρχης εις την Κωνσταντινούπολιν ο Άγιος Αττικός. Ο δε Όσιος Δαλμάτος διαπρέψας εν τη ασκήσει, έμεινε νήστις τεσσαράκοντα ημέρας, και εις άλλας τόσας ήλθεν εις έκστασιν· όθεν έγινεν αιδέσιμος και σεβάσμιος εις τε τους βασιλείς και την Σύγκλητον, ως και εις τους Αγίους Πατέρας τους εν Εφέσω συνελθόντας κατά την τρίτην Σύνοδον εν έτει υλα΄ (431), οι οποίοι εψήφισαν αυτόν Αρχιμανδρίτην, και τους μεταγενεστέρους αυτού διώρισαν παντοτεινούς εξουσιαστάς του Μοναστηρίου του. Εις ταύτα διαπρέψας ο αοίδιμος, προς Κύριον εξεδήμησε, και κατετέθη εις το Μοναστήριον αυτού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου