«Παραλαμβάνει
ο Ιησούς τον Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην τον αδελφόν αυτού και αναφέρει
αυτούς εις όρος υψηλόν κατ’ ιδίαν· και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών». (Ματθ. ιζ,
1 – 2)
Όταν εκείνος ο γαληνότατος οφθαλμός του ουρανού, ο πατήρ
των αστέρων και της οικουμένης όλης ο αειλαμπέστατος λύχνος, ο αισθητός, λέγω,
και λαμπρότατος ήλιος, με τας χρυσοειδείς και πορφυροχρώμους ακτίνας του
στολίζη την κυκλοτερή αυτού και χαριεστάτην ουσίαν, ευθύς ζωγραφίζει με τας
παγχρύσους ανταυγείας του εις το πρόσωπον της οικουμένης πανευφρόσυνον
αγαλλίασιν και υπερβολικήν χαράν· διότι με το
εξαστράπτον αυτού φως και τας αγλαοπυρσεύτους ακτίνάς του κλαμνει να κρύπτεται
με την παρουσίαν του το ζοφωμένον σκότος της νυκτός, και ανατέλλει το
χαριέστατον φως της ημέρας·
σβένει τους ανημμένους άνθρακας των λοιπών αστέρων
του ουρανού με την ανυπέρβλητον λάμψιν του, και μόνος αναδείκνυται βασιλεύς με
την φεγγοβόλον αλουργίδα του, στολίζει τα φυτά όλα με πρασινοποικιλόχρουν
μορφήν, και χαρίζει επί τας κορυφάς των δένδρων ανθοποικιλόμορφον στέφανον·
καθαρίζει τα δάκρυα από τους οφθαλμούς των τρυφερωτάτων βλασταρίων, τα οποία
έσταξεν η κρυσταλλώδης αυγή της νυκτός, και ευθύς ενθερμαίνει τα σπλάγχα των,
ίνα δώσωσι γλυκυτάτους και ωρίμους καρπούς, εις τροφήν και αγαλλίασιν των
ανθρώπων· διώκει με τας αστραπάς των ακτίνων του όλα τα άγρια θηρία, έως ότου
να τα αποκρύψη μέσα εις τα σκότη της ερημίας· εγείρει τα ωδικά των ορνέων εις
μουσικόλαλον φωνήν, δια να αναστήσουν τα λογικά ζώα από την στρωμνήν· λάμπει
παρευθύς με την αργυροχρυσοσύνθετον εικόνα του προσώπου του, δια να διώξη από
αυτά κάθε αμέλειαν και οκνηρίαν, δια να εγείρη τους ανθρώπους και να τους
αποδείξη προθυμοτέρους εις την εργασίαν. Το ψάλλει μεγαλοφώνως η πολύφθογγος
λύρα του Δαβίδ· «Ανέτειλεν ο ήλιος και συνήχθησαν, και εις τας μάνδρας αυτών
κοιτασθήσονται· εξελεύσεται άνθρωπος επί το έργον αυτού και επί την εργασίαν
αυτού έως εσπέρας». Αν όμως προξενή τόσην αγαλλίασιν και χαράν εις το πρόσωπον
της οικουμένης το λαμπρότατον φως του ηλίου, πολύ περισσότερον μάλιστα και
ασύγκριτον προξενεί σήμερον εις τον σύμπαντα κόσμον το παμπόθητον και ανέσπερον
φως του μεταμορφουμένου Ιησού, του μυστικού Ηλίου, όστις λάμπει από το Θαβώριον
όρος. Αν ο ήλιος, όστις είναι κτίσμα και ποίημα του μεγάλου φωστήρος Θεού,
παρέχη τόσην ευφροσύνην και χαράν εις όλον το υπ’ αυτού πλασθέν ενδιαίτημα,
πόσην χαράν νομίζετε ότι παρέχει σήμερον ο Υιός του Θεού εις όλην την κτίσιν;
Εκρύβη μάλιστα ο ήλιος όταν απήστραψαν αι ακτίνες της Θεότητος επάνω εις το
Θαβώριον όρος· διότι, αν ο ήλιος με την παρουσίαν του κρύπτη τους άλλους
πλανήτας του ουρανού, μη δυναμένους αντοφθαλμήσαι εις το πρόσωπον αυτού, πόσον
μάλλον αυτός δεν θα εκρύπτετο όταν είδε μεταμορφούμενον τον Ιησούν μου; Το
ψάλλει χαρμοσύνως η Εκκλησία· «υπεκρύβη ακτίσι θεότητος αισθητός ήλιος, ως εν
όρει Θαβωρίω είδέ σε μεταμορφούμενον, Ιησού μου». Αυτός λοιπόν όστις είναι ο
παντέφορος οφθαλμός του παντός, ο δημιουργός της ορατής και αοράτου φύσεως, η
ανεξάντλητος πηγή του φωτός, ο κτίστης του ηλίου και των αστέρων, δεν χαρίζει
σήμερον ασύγκριτον ευφροσύνην και χαράν εις όλην την δημιουργίαν του; Σήμερον,
ότε αμφιέννυται με τας πυρφόρους λάμψεις της θείας του δόξης, με τας
χρυσοειδείς ακτίνας της θείας του μορφής, και με το ανεκλάλητον φως της
παντοδυναμίας του, δεν κρύπτει το εζοφωμένον σκότος των απίστων αιρετικών, και
ανατέλλει το αγλαότατον φως της ορθοδόξου πίστεως; Δεν σβένει τους πεπυρωμένους
άνθρακας των πολυθέων ειδώλων με την λάμψιν της Μεταμορφώσεώς του, και μόνος
αναδείκνυται Βασιλεύς του ουρανού και της γης με τας χρυσολαμπροπολυφώτους
αστραπάς των ιματίων του, κάμνων να τον προσκυνή όλον το πλάσμα του, ένα Θεόν
κατά την ουσίαν, και τρεις κατά τας υποστάσεις; Δεν καταδιώκει με τας φλόγας,
αι οποίαι αστράπτουν από την θείαν του μορφήν, όλα τα άγρια θηρία, τους
απίστους, όσα δεν τον πιστεύουν ως Θεόν αληθινόν, έως ότου τους κλείση μέσα εις
τα βαθύτατα σπήλαια της κολάσεως; Και δεν εγείρει τα ωδικά των ορνέων, τους
πολυφθόγγους ρήτορας και διδασκάλους με την σάλπιγγα το Ευαγγελίου του, δια να
αναστήσουν τα λογικά ζώα, τους ανθρώπους, από τον ύπνον της αμαρτίας, δια να
ίδωσι τον μεταμορφωθέντα Ιησούν με τους νοητούς οφθαλμούς της ψυχής, και να τον
δοξολογούν ως Θεόν αληθινόν, ένα τη υποστάσει και δύο ταις φύσεσι και
ενεργείαις; Ω ανεκλάλητος δόξα της σημερινής μας εορτής! Ω πάντερπνος
ευφροσύνη, ήτις χαρίζεται εις τους ανθρώπους από τον μεταμορφούμενον Χριστόν! Ω
αγλαότατον φως του μυστικού Ηλίου, του Θεού, το οποίον επιποθούντες και οι
Απόστολοι να ίδωσιν, έλεγον εις αυτόν· «Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι».
Αυτήν την υπερβάλλουσαν δόξαν και χαράν, την οποίαν απηλαύσαμεν, ακροαταί, από
την Μεταμόρφωσιν του Χριστού, έρχομαι σήμερον να αποδείξω πόσον είναι μεγάλη
και υψηλή, και δια τούτο, όποιος δεν την πιστεύει, είναι ασεβής και παράνομος.
Πρώτον όμως παρακαλώ εσέ τον μυστικόν Ήλιον της δικαιοσύνης, τον ακτινοβολούντα
τοις Μαθηταίς την θείαν σου δόξαν, το ανέσπερον φως του αναιτίου φωτός, το
απαύγασμα του συναϊδίου Πατρός, όπως αναβιβάσης και ημάς από τας περιπλοκάς των
γηϊνων φροντίδων επάνω εις το όρος της Μεταμορφώσεώς σου, δια να λαμπρυνθώμεν
με την δόξαν της θεϊκής σου μορφής, δια να φωταγωγηθώμεν με την αίγλην του
θείου σου χαρακτήρος, και να οδηγηθώμεν εις τας εντολάς Σου του Θεού και
Σωτήρος· έγειρον και ημάς από τας του κόσμου ιδέας εις την του προανάρχου σου
Πατρός, και συναϊδίου Σου του μεταμορφωθέντος Υιού, και του παναγίου και
τελεταρχικού Πνεύματος, της μακαρίας και αδιαιρέτου Τριάδος, του ενός και μόνου
Θεού θεωρίαν· ναι, ω Υιέ και Λόγε του Θεού, λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς το
φως σου το αϊδιον, και χύσον εις την αμαρτωλήν μου ψυχήν μίαν ακτίνα της θείας
σου ελλάμψεως, δια να ανοίξω το ρυπαρόν στόμα μου εν αινέσει του τιμίου σου
ονόματος· εξαπόστειλον το πανάγιόν σου Πνεύμα, την
πηγήν της σοφίας και της χάριτος, όπως χαρίση μοι λόγον σοφίας, λόγον γνώσεως,
λόγον πίστεως και λόγον θεολογίας, δια να κηρύξω σήμερον εις τους ακροατάς μου
την άμετρον δόξαν και χαράν, την οποίαν απηλαύσαμεν από την θείαν σου
Μεταμόρφωσιν· ιδού γαρ θαρρών σοι προσέρχομαι τω ειπόντι· «ο αιτών λαμβάνει,
και ο ζητών ευρίσκει, και τω κρούοντι ανοιγήσεται»· άνοιξον και ημίν την θύραν
του ελέους σου. Πρώτη, ανείκαστος και υπερβάλλουσα δόξα, την οποίαν προξενεί
σήμερον εις τους ευσεβείς Χριστιανούς η Μεταμόρφωσις του Χριστού, είναι το να
πιστεύωμεν αυτό το μυστήριον της ομοουσίου και αδιαιρέτου και μακαρίας Τριάδος,
ως εμφαίνει τηλαυγώς ημίν πάσι τοις ορθοδόκοις, αυτήν την Αγίαν Τριάδα. Πατέρα,
«Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός· αυτού ακούετε». Υιόν, αυτόν τον
μεταμορφούμενον Λόγον του Θεού· Πνεύμα, «και ιδού νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν
αυτούς». Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, τον ένα και μόνον Θεόν, καθώς μας
διδάσκει και ο θεολόγος Ιωάννης εις την καθολικήν του επιστολήν (κεφ. ε:7)
«Τρεις εισιν οι μαρτυρούντες εν τω ουρανώ, ο Πατήρ, ο Λόγος και το Άγιον Πνεύμα·
και ούτοι οι τρεις εν εισι»· τοιαύτην δόξαν απηλαύσαμεν σήμερον οι Ορθόδοξοι
από την Μεταμόρφωσιν του Χριστού· διότι μας φωτίζει με το θείον του φως, ίνα
πιστεύωμεν και ομολογώμεν αυτήν την Αγίαν Τριάδα, μίαν παντελείαν αρχήν, μίαν
υπερτελεστάτην ουσίαν, μίαν δύναμιν, μίαν θέλησιν, μίαν ενέργειαν, μίαν
εξουσίαν, μίαν κυριότητα, μίαν Βασιλείαν, εις τρεις τελείας υποστάσεις
γνωριζομένην και προσκυνουμένην με μίαν προσκύνησιν, πιστευομένην και λατρευομένην
υπό πάσης λογικής κτίσεως, ασυγχύτως ηνωμένην, και αδιστάκτως διαιρουμένην· το οποίον και φαίνεται μυστήριον των μυστηρίων,
ακατανόητον και ανερμήνευτον βάθος της πίστεως. Τοιαύτην δόξαν απηλαύσαμεν οι
Ορθόδοξοι από την Μεταμόρφωσιν του Χριστού, διότι μας λαμπρύνει την διάνοιαν ο
ακτινολαμπροπολύφωτος ούτος ήλιος με το θείον του φως, το οποίον φέγγει από την
κορυφήν του Θαβωρίου όρους, ίνα καταλαμβάνωμεν αυτήν την Αγίαν Τριάδα, άναρχον,
ατελεύτητον, αιώνιον, αϊδιον, άκτιστον, άτρεπτον, αναλλοίωτον, απλήν,
ασύνθετον, ασώματον, αόρατον, αναφή, απερίγραπτον, άπειρον, απειροδύναμον,
απερινόητον, ακατάληπτον, αγέννητον, άρρευστον, απαθή και αθάνατον. Τοιαύτην
δόξαν απηλαύσαμεν οι Ορθόδοξοι από την Μεταμόρφωσιν του Χριστού, διότι
φωταγωγεί τας ψυχάς μας με το άκτιστον και ανέσπερον φως, όπερ αστράπτει από
τον σεβάσμιον χαρακτήρα του προσώπου του, ίνα κηρύττωμεν αυτήν την Αγίαν
Τριάδα, πηγήν πάσης αγαθότητος και δικαιοσύνης, φως νοερόν, απρόσιτον
παντοδυναμίαν, πάντων κτισμάτων ορατών τε και αοράτων ποιητικήν, πάντων
συνεκτικήν και συντηρητικήν, πάντων προνοητικήν, πάντων κρατούσαν και άρχουσαν
και βασιλεύουσαν με ατελεύτητον και αθάνατον Βασιλείαν, πάντα πληρούσαν και υπ’
ουδενός περιεχομένην, αλλά μάλλον αυτήν περιέχουσαν τα σύμπαντα, και συνέχουσαν
και προέχουσαν πάντων των αϋλων και υλικών ουσιών. Τοιαύτην δόξαν απηλαύσαμεν
οι Ορθόδοξοι από την Μεταμόρφωσιν του Χριστού, διότι μας αυγάζει τον νουν με το
απρόσιτον φως ο μεταμορφούμενος Ιησούς, ίνα πιστεύωμεν εις ένα Θεόν, Πατέρα
παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων, αρχήν και
αιτίαν πάντων των όντων, αναίτιον, αγέννητον, Πατέρα άναρχον και προαιώνιον του
μονογενούς Υιού αυτού του μεταμορφουμένου, Κυρίου δε και Θεού και Σωτήρος ημών
Ιησού Χριστού, και προβολέα του Αγίου Πνεύματος. Τοιαύτην δόξαν απηλαύσαμεν οι
Ορθόδοξοι από την Μευαμόρφωσιν του Χριστού, διότι μας λαμπαδουχεί με το άπλετον
φως ο αυγαζόμενος θείος Λόγος, ίνα πιστεύωμεν και εις ένα Υιόν του Θεού, τον
μονογενή, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ
πάντων των αιώνων, φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού γεννηθέντα, ου
ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι’ ου τα πάντα εγένετο· τον Υιόν του Θεού προ
των αιώνων, και Υιόν της Παρθένου επ’ εσχάτων των χρόνων, των απαθώς και
αρρεύστως δι’ ημάς σαρκωθέντα, ευδοκία του Πατρός, και συνεργεία του Αγίου
Πνεύματος· το συναϊδιον απαύγασμα της θείας δόξης, τον χαρακτήρα του ουρανίου
Πατρός, την ζώσαν σοφίαν και δύναμιν, τον ενυπόστατον Λόγον τον φέροντα μίαν
την υπόστασιν και δύο τας φύσεις και ενεργείας, τον απαθή μεν τη θεότητι,
παθητόν δε τη ανθρωπότητι. Τοιαύτην δόξαν απηλαύσαμεν οι Ορθόδοξοι από την
Μεταμόρφωσιν του Χριστού, διότι μας ζωγραφίζει εις τας ψυχάς και καρδίας με το
σημερινόν φως, όπερ απαστράπτει εν τω Θαβωρίω ο γλυκύς Ιησούς, ίνα πιστεύωμεν
και εις εν Άγιον Πνεύμα, το κύριον, το ζωοποιόν, το εκ του Πατρός
εκπορευόμενον, και εν Υιώ αναπαυόμενον, το λαλήσαν δια των Προφητών, τω Πατρί
και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, ως ομοούσιον τε και συναϊδιον· το
του Θεού Πνεύμα, το ευθές, το ηγεμονικόν, την πηγήν της σοφίας και της ζωής και
του αγιασμού· Θεόν συν Πατρί και Υιώ υπάρχον και προσαγορευόμενον, άκτιστον,
πλήρες, δημιουργόν, παντοκρατορικόν, παντουργόν, παντοδύναμον, απειροδύναμον,
δεσπόζον πάσης της κτίσεως, ου δεσποζόμενον· θεούν, ου θεούμενον· μετέχον, ου
μετεχόμενον· αγιάζον, ουχ αγιαζόμενον· παράκλητον,
ως τας παρακλήσεις των όλων δεχόμενον· ενυπόστατον, κατά πάντα όμοιον Θεόν τω
Πατρί και τω Υιώ τη φύσει και τη ουσία, αλλ’ τη υποστάσει. Πατήρ γαρ αγέννητος,
Υιός δε γεννητός, Πνεύμα δε το Άγιον εκ μόνου του Πατρός εκπορευτόν. Τοιαύτη
είναι η δόξα και η χαρά, χαροποιοί μου αδελφοί, την οποίαν απηλαύσαμεν από την
Μεταμόρφωσιν του Χριστού, τοιούτον το μεγαλώτατον φως της Μεταμορφώσεως του
Χριστού εφωταγώγησε τας ψυχάς μας, ώστε εγνωρίσαμεν το μυστήριον της Αγίας
Τριάδος, ίνα προσκυνώμεν Πατέρα αγέννητον, Υιόν γεννητόν, και Πνεύμα Άγιον
εκπορευτόν εκ του Πατρός, ένα και μόνον Θεόν του παντός εν τρισίν προσώποις.
Και λοιπόν, αν απηλαύσαμεν τοιαύτην δόξαν της θεογνωσίας, αν εδιδάχθημεν
τοιαύτα μυστήρια της πίστεως, ώστε ανέβημεν με τον νουν επάνω εις την δόξαν της
μακαρίας Τριάδος, καθώς ηκούσαμεν, ημπορούμεν τάχα να είπωμεν ότι ελαμπρύναμεν
την ψυχήν μας από κανένα άλλο φως, παρά από την Μεταμόρφωσιν του Χριστού;
Εδιδάχθημεν τάχα τοιαύτην διδασκαλίαν, τοιαύτην μύησιν της Αγίας και Ομοουσίου
Τριάδος από άλλον τινά παρά από εκείνον τον πάμφωτον Ήλιον, όστις εξαπλώνει τας
ακτίνας του σήμερον επάνω εις το Θαβώριον όρος, και φωταγωγεί όλον τον
κυκλοτετραπέρατον κόσμον; Ειπέ μοι· αν ο Ιησούς Χριστός, όστις μεταμορφώνεται
σήμερον και δεικνύει την δόξαν της θείας αυτού μορφής έμπροσθεν των Αγίων του
Μαθητών, έμπροσθεν των Αγίων του Προφητών, δεν ήθελε σαρκωθή δια την σωτηρίαν
μας, και να λάμψη την δόξαν του εις το Θαβώριον όρος, εφωταγωγούσαμεν τάχα
ημείς την ψυχήν μας με τοιούτον τιμαλφέστατον φως της Αγίας Τριάδος;
Ελαμβάνομεν τοιαύτην δόξαν, τοιαύτην χαράν όσην έχομεν τώρα, καθώς εκείνην την
οποίαν είχον και οι Απόστολοι σήμερον; Όχι βέβαια· ουδείς αντερεί μου τον λόγον·
έχω μάρτυρα αληθέστατον τον θεολογικώτατον Κοσμάν εν τη έκτη ωδή της σημερινής
εορτής, όστις λέγει· «Λαμπηδόνος πλέον, ηλίου φως τρανότερον, εν Θαβώρ εκλάμψαν·
ο Χριστός ημάς εφώτισεν». Ο Χριστός λοιπόν, όστις μεταμορφώνεται σήμερον, πλέον
από τας λαμπηδόνας του ηλίου μας εφώτισε με το ίδιον φως, όπερ έδειξεν εις τους
Αγίους του Μαθητάς, ίνα έλθωμεν εις τοιαύτην δόξαν της ακαταλήπτου Τριάδος, και
όχι άλλος τις· εις τοιαύτην δόξαν ανεβιβάσθημεν, Χριστιανοί, με την λάμψιν του
μεταμορφουμένου Ιησού, ώστε εγείναμεν, από εκεί όπου είμεθα πρώτον άνθρωποι
θνητοί, ύστερον κατά χάριν θεοί αθάνατοι. Και ακούσατε πάλιν την αυτήν θεολόγον
γλώτταν χαρμοσύνως βοώσαν· «Εν τη απροσίτω δόξη κατ’ όρος εκφανθέν απορρήτως
Θαβώρ, το άσχετον και άδυτον φως, του Πατρός το απαύγασμα, το την κτίσιν
φαιδρύναν, τους ανθρώπους εθέωσε μέλποντας». Ω λοιπόν αγία ημέρα της
Μεταμορφώσεως του Χριστού μας, και πως να σε ονομάσωμεν, όταν μας εχάρισες την
απέραντον δόξαν της θεώσεώς μας; Ω χαρμόσυνον τούτο φως, όπερ λάμπεις από το
Θαβώριον, πως να σε εγκωμιάσωμεν; Διατί εφώτισας τας ψυχάς μας, ίνα γνωρίσωμεν
το μυστήριον της Αγίας Τριάδος. Ω λαμπρότατε Ήλιε της δικαιοσύνης, ποίαν
ευχαριστίαν να σου προσφέρωμεν οι αμαρτωλοί, διότι ήστραψας σήμερον τόσον
υπερβολικήν χαράν εις τας τεθλιμμένας καρδίας μας; Ποίαν δόξαν να σου
προσφέρωμεν σήμερον, λαμπρότατε Χριστέ, διότι μας έκαμες κατά χάριν από
ανθρώπους θεούς, από θνητούς αθανάτους, από αιχμαλώτους αυθέντας και από
δούλους βασιλείς; Ποίαν δόξαν, ποίαν προσκύνησιν, ποίαν λατρείαν να σου δώσωμεν
σήμερον, γλυκύτατε Ιησού, διότι μας έκαμες από απίστους πιστούς, από ασεβείς
ορθοδόξους, από αδόξους δεδοξασμένους και από αμαθείς σοφούς; Αγλαώτατε Ήλιε,
όστις φέγγεις το χαρμόσυνον φως πάσι τοις ορθοδόξοις, ποίαν δοξολογίαν και
ύμνον να σου προσφέρωμεν οι δούλοι σου, διότι μας ήγειρας από τα γήϊνα εις τα
ουράνια, από το σκότος της ασεβείας εις το φως της ορθοδοξίας, από την
πολυθεϊαν εις την τρισυπόστατον Θεότητα και από την κόλασιν εις την Βασιλείαν
σου; Ημείς δεν ηξεύρομεν ποίον ύμνον να σου προσφέρωμεν, διότι βλέπομεν ταύτη
τη ώρα Μωϋσήν και Ηλίαν, των προφητών τους ακρέμονας, να σε προσκυνώσι με φόβον
και τρόμον· δεν ηξεύρομεν ποίαν δόξαν να σου δώσωμεν, διότι βλέπομεν Πέτρον και
Ιωάννην και Ιάκωβον, των Μαθητών τους προκρίτους, πίπτοντες έως εδάφους της
γης, να προσκυνώσι την δόξαν της Βασιλείας σου· όθεν φοβούμενοι πλέον ημείς δια
την αναξιότητά μας, δια τα πλήθη των αμαρτιών μας, να εγγίσωμεν πλησίον, να
προσφέρωμεν λατρείας και δεήσεις, αφήνομεν προς ώραν την προσκύνησιν, και
αρχόμεθα πάλιν δια να ίδωμεν τους τύπους και τα παραδείγματα δια των οποίων μας
εζωγράφησας, με την ανερμήνευτον σοφίαν σου, την μακαρίαν Τριάδα. Αυτήν την
μακαρίαν και ζωοποιόν και αδιαίρετον Τριάδα, θέλων να μας εντυπώση σαφέστερον ο
μεταμορφούμενος θείος Λόγος δια να έλθωμεν εις την δόξαν της τοιαύτης
ακαταλήπτου θεωρίας πλέον εμφαντικώτερον, την εζωγράφησεν εις πολλούς τόπους
της δημιουργίας του· όμως εμείς, δια να μη πνιγώμεν εις το πέλαγος των
παραδειγμάτων, δύο ή τρία μόνον θέλομεν σας παραστήσει δια περισσοτέραν
κατάληψιν της δόξης την οποίαν απηλαύσαμεν από την θείαν του Μεταμόρφωσιν, και
τα άλλα θα τα αφήσωμεν εις τους πλέον θεοσόφους διδασκάλους και θεολόγους της
Εκκλησίας μας να τα θεολογήσωσι. Πρώτον λοιπόν της Αγίας Τριάδος παράδειγμα
έχομεν την φύσιν των αϋλων Αγγέλων· διότι είναι εννέα τάγματα (κατά τον
ιερομύστην Διονύσιον) και εις τρεις τάξεις διηρημένα. Αναγκαίως κάθε μία τάξις,
έχουσα τρεις χορούς, μας φανερώνει τον τύπον της μακαρίας Τριάδος· πάλιν κάθε
ένας από αυτούς τους Αγίους Αγγέλους εντυποί την Αγίαν Τριάδα· διότι ως νοερόν
πράγμα μας κηρύττει τον άναρχον Νουν και υπερούσιον Πατέρα· πάλιν ως λογικός
και σοφός μας φανερώνει τον ενυπόστατον Λόγον και την ζωντανήν σοφίαν, ήτις
ευρίσκεται εις τον μεγάλον Νουν, τον Πατέρα· έχων πάλιν ο Άγγελος την ζωήν, και
διάφορα χαρίσματα φωτισμού, μας φανερώνει την ενυπόστατον δύναμιν, το Πανάγιον
Πνεύμα, την ζωοποιόν και αγιαστικήν, την βρύσιν όλων των χαρισμάτων. Καθώς
λοιπόν, ακροατά, λέγεις τον Άγγελον, ότι είναι ένας και μόνος κατά την ουσίαν,
αλλ’ έχει τρία πρόσωπα κατά τας υποστάσεις, Νουν, Λόγον και ζωήν, έτσι λέγεις
και τον Θεόν ότι είναι και μόνος κατά την ουσίαν, αλλ’ έχει τρία πρόσωπα κατά
τας υποστάσεις. Νουν, Λόγον και Πνεύμα· ον τρόπον λοιπόν δεν ημπορείς να
ονομάσης τον Άγγελον τρεις Αγγέλους, μολονότι έχει τρία πρόσωπα, αλλ’ ένα
μόνον, ούτω και τον Θεόν, δεν ημπορείς να τον ονομάσης τρεις Θεούς, διότι έχει
τρία πρόσωπα, αλλ’ ένα και μόνον· και πάλιν, καθώς ονομάζεις ένα Άγγελον, αλλά
δεν αρνείσαι τα τρία πρόσωπα τα οποία έχει, ούτω ονομάζεις και ένα Θεόν, αλλά
δεν αρνείσαι τα τρία πρόσωπα, τα οποία είπομεν ότι έχει. Τέτοιας λογής είναι η
Αγία Τριάς εις την οποίαν πιστεύεις, Χριστιανέ, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα,
εις Θεός αληθινός, αύτη είναι η υπερθαύμαστος δόξα, την οποίαν έλαβες από τον
μεταμορφούμενον Χριστόν, να γνωρίζης με το παράδειγμα των Αγίων Αγγέλων τον
ακατάληπτον Θεόν. Δεύτερον παράδειγμα της Αγίας Τριάδος είσαι συ, Χριστιανέ,
όστις επλάσθης από τον Θεόν κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν αυτού· διότι, καθώς
συ είσαι και λέγεσαι ένας άνθρωπος κατά την ουσίαν και φύσιν, αλλά έχεις Νουν,
Λόγον και Πνοήν, τοιουτοτρόπως και ο Θεός είναι ένας και μόνος κατά την θείαν
του φύσιν, αλλά έχει Νουν, Λόγον και Πνεύμα· ο Νους λοιπόν της ψυχής σου, όστις
δεν εγεννήθη από άλλον, σημειοί τον αγέννητον Πατέρα· ο Λόγος πάλιν της ψυχής
σου, όστις γεννάται από αυτήν, σημαίνει τον Υιόν και Λόγον του Πατρός, όστις
γεννάται από αυτόν· πάλιν η Πνοή, ήτις εκπορεύεται από την ψυχήν σου, σημαίνει
το Πανάγιον Πνεύμα, όπερ εκπορεύεται από τον Πατέρα. Πηγή και αρχή και ρίζα
μόνη η ψυχή του λόγου και της πνοής σου, πηγή τον αυτόν τρόπον και αρχή και
ρίζα του Λόγου και Αγίου Πνεύματος, ο Πατήρ· και πάλιν λέγω, ψυχή και λόγος και
πνοή, εν και ου πολλά κατά την ουσίαν και φύσιν, διότι δεν χωρίζεται το ένα από
το άλλο, αλλ’ όπου είναι, λόγου χάριν, η ψυχή, είναι και ο λόγος και η πνοή,
κατά τον ίδιον τρόπον, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, εν και ου πολλά κατά την
ουσίαν και φύσιν, διότι δεν χωρίζεται ούτε ο Πατήρ από τον Υιόν και το Πνεύμα,
ούτε ο Υιός από τον Πατέρα και το Πνεύμα, ούτε πάλιν το Πνεύμα από τον Πατέρα
και από τον Υιόν. Τώρα ημπορώ εγώ, Χριστιανέ μου, μολονότι έχεις νουν, λόγον
και πνοήν, τρία πρόσωπα, να σε ονομάσω τρεις ανθρώπους; Ή μολονότι είσαι ένας
άνθρωπος, ημπορώ να είπω ότι δεν έχεις τρία πρόσωπα, νουν, λόγον και πνοήν; Όχι
βέβαια· αλλά σε λέγω ένα άνθρωπον, όστις έχεις τρία πρόσωπα, νουν, λόγον και
πνοήν· έτσι λέγω και τον Θεόν ένα και μόνον, αλλά έχει τρία πρόσωπα, Πατέρα,
Υιόν και Άγιον Πνεύμα· και ούτε διότι έχει τρία πρόσωπα, τον ονομάζω τρεις
Θεούς, ούτε με το να λέγω ένα μόνον Θεόν, αρνούμαι τα τρία πρόσωπα. Αν λοιπόν,
Χριστιανέ, και η ψυχή σου, ήτις εκτίσθη από τον Θεόν, είναι μία και τριμερής,
πολλώ μάλλον ο κτίστης και Θεός είναι ένας και τρισυπόστατος· αυτή είναι πάλιν
η δόξα, την οποίαν έλαβες από τον μεταμορφούμενον Χριστόν, να γνωρίζης με το
παράδειγμα της ψυχής σου τον τρισυπόστατον Θεόν όστις σε έπλασε. Τρίτον
παράδειγμα της Αγίας Τριάδος είναι ο αισθητός ήλιος με τον οποίον ο νοητός
Ήλιος της δικαιοσύνης εφωταγώγησε τον ουρανόν· διότι, καθώς αυτός ο ήλιος είναι
ένας κατά την ουσίαν, όμως έχει τρία πρόσωπα, δίσκον, ακτίνα και φως, κατά τον
ίδιον τρόπον και ο Θεός είναι ένας κατά την φύσιν, αλλά είναι τρισυπόστατος·
λοιπόν τύπον του Πατρός, Χριστιανέ, γνώριζε τον δίσκον του ηλίου, την δε ακτίνα
τύπον του Υιού, το δε φως τύπον του Αγίου Πνεύματος· και καθώς εις τον ήλιον
δεν ήθελες ειπή ποτέ τρεις ηλίους, διότι έχει τρία πρόσωπα, τοιουτοτρόπως και
επί Θεού δεν ημπορείς να είπης τρεις Θεούς, διότι έχει τρεις υποστάσεις· και
πάλιν, καθώς από τον ήλιον είναι αχώριστος ο δίσκος και η ακτίς και το φως,
όθεν και τα τρία εις λέγεται ήλιος, κατά τον ίδιον τρόπον και εις τον Θεόν, εις
Θεός η Αγία Τριάς, διότι δεν χωρίζονται μεταξύ των τα τρία πρόσωπα. Πάλιν,
καθώς ο ηλιακός δίσκος γεννά την ακτίνα και εκπορεύει το φως, κατά τον ίδιον
τρόπον και ο Πατήρ γεννά τον Υιόν, και εκπορεύει το Άγιον Πνεύμα. Πάλιν, καθώς
η ακτίς του ηλίου καταβαίνει από τον ουρανόν εις την γην, αλλά από τον ηλιακόν
δίσκον δεν χωρίζεται, επειδή όλη είναι και εις τον δίσκον και εις την γην, κατά
τον όμοιον τρόπον και ο Υιός του Θεού, γενόμενος άνθρωπος, δεν εχωρίσθη από το
Πνεύμα, αλλά ολόκληρος ήτο και εις τον Πατέρα και εις το Πνεύμα, και εις την
γην, και εις τον Άδην, και εις τον Παράδεισον, και πανταχού ως Θεός· όθεν
ψάλλει η Εκκλησία μας· «Εν τάφω σωματικώς, εν Άδη δε μετά ψυχής ως Θεός, εν
Παραδείσω δε μετά ληστού, και εν θρόνω υπήρχες, Χριστέ, μετά Πατρός και
Πνεύματος, πάντα πληρών ο απερίγραπτος». Πάλιν, καθώς καταβαίνει από τον δίσκον
το φως του ηλίου επάνω εις την γην, και λάμπει εις όλον τον κόσμον, ζωογονούν
και ζώα και ανθρώπους και φυτά, αλλά από τον ήλιον είναι αχώριστον, έτσι και το
Πανάγιον Πνεύμα καταβαίνει από τον ουρανόν εις την γην, και φωτίζει όλους τους
ευσεβείς, εξαπλώνον και διαμοιράζον τα χαρίσματα εις βασιλείς, Αρχιερείς,
Ιερείς, Προφήτας, Διδασκάλους, Θεολόγους, Αποστόλους, πάντα δε ταύτα ενεργεί το
εν και το αυτό Πνεύμα, αλλά ολόκληρον είναι και εις τον Πατέρα, και εις τον
Υιόν, και εις την γην, και απανταχού ως Θεός· όθεν πάλιν χαρμοσύνως η Εκκλησία
ψάλλει· «Βασιλεύ ουράνιε, παράκλητε, το Πνεύμα της
αληθείας, ο πανταχού παρών, και τα πάντα πληρών, ο θησαυρός των αγαθών, και
ζωής χορηγός». Αυτό είναι το μυστήριον της Αγίας Τριάδος, με το οποίον
εφωτίσθημεν από την λάμψιν του μεταμορφουμένου Ιησού· αυτή είναι η μεγαλωτάτη
δόξα και χαρά, την οποίαν απηλαύσαμεν από την δόξαν της σημερινής εορτής,
ακροαταί, διότι μας ανεβίβασεν έως τον ουρανόν, ίνα θεωρήσωμεν το μυστήριον της
Αγίας Τριάδος με το παράδειγμα του ηλίου. Αλλά ποίος είναι εκείνος,
ευσεβέστατοι ακροαταί μου, όστις αμφιβάλλει, ότι εδιδάχθημεν τοιαύτην
διδασκαλίαν περί της Αγίας Τριάδος από τον μεταμορφούμενον Χριστόν; Ότι
ελάβομεν τοιαύτην δόξαν της πίστεως, ως και οι Απόστολοι, από τον
μεταμορφούμενον Χριστόν; Ο Χριστός δεν λέγει, «ο εωρακός εμέ, εώρακε τον
Πατέρα; Και ει εγνώκειτέ με, εγνώκειτε αν τον αποστείλαντά με; Και ο αθετών
εμέ, αθετεί τον αποστείλαντά με»; Πως λοιπόν να μη πιστεύωμεν, ότι εδιδάχθημεν
τοιαύτην πίστιν από τον μεταμορφούμενον Χριστόν; «έθελξας ημάς (λέγει και ο
Άγιος Μητροφάνης εις τα Τριαδικά του) εις αγάπην σην πολυέλεε, Λόγε του Θεού,
δι’ ημάς σωματωθείς ατρέπτως, και τρίφωτον την μίαν Θεότητα μυσταγωγήσας, όθεν
σε δοξάζομεν». Εμυσταγωγήθημεν όντως την Αγίαν Τριάδα από τον Υιόν του Θεού,
όστις μεταμορφώνεται σήμερον, και διότι εγνωρίσαμεν τον Πατέρα δια του Υιού και
διότι εγνωρίσαμεν το Πνεύμα το Άγιον πάλιν δια του Υιού. Λοιπόν, Χριστιανοί, αν
ημείς εφωτίσθημεν τόσον από την Μεταμόρφωσιν του Ιησού, αν απηλαύσαμεν τοιαύτην
δόξαν της μακαρίας Τριάδος, αν εμισήσαμεν την ασέβειαν, προστρέχοντες όλη ψυχή
εις την ευσέβειαν, δεν πρέπει να αγαλλώμεθα; Δεν πρέπει να σκιρτώμεν, διότι
εδιδάχθημεν τοιαύτην Αγίαν Ορθοδοξίαν; Διότι επιστεύσαμεν τοιαύτην Αγίαν
Τριάδα, Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, τον ένα και μόνον Θεόν, εις του οποίου
το όνομα εβαπτίσθημεν και ηγιάσθημεν; Εις του οποίου το Ευαγγέλιον πιστεύομεν;
Του οποίου το σώμα και το αίμα μεταλαμβάνομεν; Εις του οποίου την βασιλείαν
ελπίζομεν να σωθώμεν; Βέβαια· δια τούτο, χαίρετε, χαίρετε, ευσεβέστατοι
Χριστιανοί, χαίρετε διότι ηξιώθητε τοιαύτης δόξης, να γνωρίσητε την μακαρίαν
και ζωοποιόν Τριάδα· χαίρετε, διότι πιστεύετε την σάρκωσιν του Χριστού, και την
θείαν του Μεταμόρφωσιν, και δια τούτο θα σας φωταγωγήση και εις την Βασιλείαν
του με το φως όπερ αστράπτει ενώπιον των Μαθητών του· χαίρετε, διότι ομολογείτε
τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, γεννηθέντα εκ της Αγίας Θεοτόκου δια την
σωτηρίαν μας, και δια τούτο είσθε από τον Θεόν, και εις τον Θεόν θέλετε υπάγει·
το ευαγγελίζει ο Θεολόγος Ιωάννης· «Παν πνεύμα, ο ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν
σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού εστι· και παν πνεύμα, ο μη ομολογεί Ιησούν Χριστόν
εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού ουκ έστι». Αλλά ποία πνεύματα είναι αυτά, τα
οποία δεν πιστεύουν τον Υιόν του Θεού εν σαρκί εληλυθότα, Χριστιανοί; Ποίοι δεν
πιστεύουν ότι εγεννήθη, ότι μετεμορφώθη, αλλά μόνον κατά φαντασίαν τοιαύτα
μυστήρια ασυνέτως ομολογούσιν; Οι άθλιοι Εβραίοι, οι τρισάθλιοι Αγαρηνοί, οι
τετυφλωμένοι Αρμένιοι, οι ασεβείς εκείνοι, οίτινες λέγουν το σημερινόν Φως του
Χριστού φάντασμα, και όχι θείον και αληθινόν Φως, και έτερα διάφορα έθνη, τα
οποία διαφόρως βλασφημούσιν εις την Αγίαν Τριάδα, και εις την σάρκωσιν του
Χριστού· αυτοί οι οποίοι αρνούνται τα μυστήρια, οι οποίοι δεν πιστεύουν Θεόν
αληθινόν, αλλά πιστεύουν εις τον Αντίχριστον· αυτοί λοιπόν είναι άπιστοι, αυτοί
ασεβείς, αυτοί αιρετικοί, αυτοί λατρευταί του δοαβόλου, και δια τούτο θέλουν
γίνει και κληρονόμοι του εις την αιώνιον κόλασιν. Διότι όστις δεν πιστεύει την
Σάρκωσιν του Χριστού, την θείαν του Μεταμόρφωσιν, και όλα τα θεία αυτού Πάθη,
ούτε τον ουράνιον αυτού Πατέρα πιστεύει, ούτε και γνωρίζει ποίον Θεόν λατρεύει·
το λέγει και τούτο εις το πέμπτον κεφάλαιον ο Θεολόγος Ιωάννης· «Ίνα πάντες
τιμώσι τον Υιόν, καθώς τιμώσι τον Πατέρα. Ο μη τιμών τον Υιόν, ου τιμά τον
Πατέρα τον πέμψαντα αυτόν». (Ιωάν. Ε΄ ,
23). Ο δε θείος Παύλος λέγει δια τους τοιούτους· «Ει τις ου φιλεί τον
Κύριον Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα· μαράν αθά». (Α΄ Κορ. ιστ: 22). Αλλ’ ω
ευσεβέστατοι Χριστιανοί, όσοι εφωταγωγήθητε σήμερον από την Μεταμόρφωσιν του
Κυρίου μου, και εδιδάχθητε την δόξαν της Ορθοδοξίας, όσοι ελάβετε αυτόν τον
Υιόν του Θεού, και πιστεύετε την θείαν του Σάρκωσιν και την θείαν αυτού
Μεταμόρφωσιν, και δια τούτο σας έδωκεν εξουσίαν να γίνετε τέκνα Θεού, καθώς σας
φανερώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, πιστεύετε και λατρεύετε αυτόν τον
μεταμορφούμενον θείον Λόγον, δια να σας αξιώση να ίδητε την αστραπηφόρον μορφήν
του εις την Βασιλείαν του, καθώς την είδον και σήμερον οι Απόστολοι επί το
Θαβώριον όρος· όσοι εβαπτίσθητε και ηγιάσθητε με το
θείον του Βάπτισμα, όσοι εθρέψατε και εποτίσατε την ψυχήν σας με το άχραντον
Σώμα και Αίμα του, όσοι εδιδάχθητε το μυστήριον της Αγίας Τριάδος με το
παράδειγμα των Αγίων Αγγέλων, με την λογικήν σας ψυχήν, και με τον λαμπρότατον
ήλιον του ουρανού, πιστεύετε και προσκυνείτε αυτόν τον τρισυπόστατον Θεόν, δια
να σας αξιώση να απολαύσητε και την Βασιλείαν του. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου