Ιγνάτιος ο θείος και θεοφόρος Πατήρ ημών ήτο Επίσκοπος εις την
Αντιόχειαν κατά τον καιρόν του βασιλέως Τραϊανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη
98-117. Τούτον λέγουσί τινες, ότι έλαβεν ο Δεσπότης Χριστός εις τας αγίας του
χείρας, όταν ήτο ακόμη βρέφος μικρόν, και διδάσκων τον λαόν εις Ιεροσόλυμα,
είπε προς αυτούς· «όστις ουν ταπεινώσει εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτος εστίν
ο μείζων εν τη Βασιλεία των ουρανών· και ος εάν δέξηται παιδίον τοιούτον εν επί
τω ονόματί μου εμέ δέχεται» (Ματθ. ιη: 4-5). Ταύτα λέγων ο Δεσπότης Χριστός
εφανέρωσε σαφέστατα την μέλλουσαν προκοπήν του παιδός, εις την Αποστολικήν
διδασκαλίαν.
Ούτος λοιπόν ο μακάριος Ιγνάτιος έγινε μαθητής του θείου Ευαγγελιστού Ιωάννου ομού με τον ιερόν Πολύκαρπον, όστις έγινεν Επίσκοπος Σμύρνης. Χειροτονηθείς δε ο θείος Ιγνάτιος Ιερεύς από τους ιερούς Αποστόλους, εψηφίσθη υπό τούτων και Αντιοχείας Επίσκοπος και εξεπαιδεύθη παρά των ιδίων εις πάσαν αρετήν εμπρέπουσαν εις τους Ιερείς· συνεκοπίασε δε και ούτος πολύ και εβασανίσθη να κηρύττη τον λόγον της Πίστεως και συνεκακοπάθησεν ως ζηλωτής των Αποστόλων, διδάσκων τα έθνη και τέλειος διάκονος των του Χριστού μυστηρίων αναφανείς. Τον καιρόν εκείνον, νικήσας ο Τραϊανός τους Τατάρους, εκενοδόξησε και εκίνησε και κατά των Χριστιανών πόλεμον αγριώτατον, δια να τους εξαναγκάση να προσκυνήσουν τους θεούς του, περί των οποίων ενόμιζεν ότι τον εβοήθησαν και ενίκησεν. Έστειλε λοιπόν εις όλας τας πόλεις γράμματα, ότι όσοι Χριστιανοί δεν θέλουσι να θυσιάσωσι, να τους παιδεύουν πρώτον δριμύτατα και κατόπιν να τους θανατώνουν ανηλεώς. Ήτο δε τότε ο Τραϊανός εις την Αντιόχειαν και ητοιμάζετο εις πόλεμον και κατά των Περσών· ανήγγειλαν δε τινες εις αυτόν δια τον Ιγνάτιον, ότι εδίδασκε τους ανθρώπους να προσκυνώσι Θεόν νεώτερον εσταυρωμένον και κακοθάνατον, να φυλάττωσι παρθενίαν και να μισώσι πάσαν τρυφήν και ευμάρειαν του βίου τούτου, το δε χειρότερον, να καταφρονούν τους θεούς και τα δόγματα των βασιλέων. Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς προσέταξε να φέρουν τον Άγιον εις το θέατρον, τούτου δε γενομένου λέγει προς αυτόν· «Συ είσαι ο Ιγνάτιος εκείνος, όστις καταφρονείς τα προστάγματά μας και διαστρέφεις με την διδαχήν σου την Αντιόχειαν, παρακινών τους ανθρώπους να σέβωνται τον Χριστόν και να καταφρονώσι τους θεούς, αναιδέστατε»; Του λέγει ο Άγιος· «Φευ, πως ονομάζεις θεούς τα άψυχα είδωλ; Εις είναι ο αληθής Θεός, ο Ιησούς Χριστός, ο μονογενής Υιός του Θεού και Πατρός, όστις όλον τον κόσμον εδημιούργησε και ο οποίος, εάν τον εγνώριζες, βασιλεύς, ήθελε στερεώσει τον θρόνον της βασιλείας σου και ήθελε λαμπρύνει το διάδημα της κεφαλής σου». Ακούσας ταύτα ο Τραϊανός λέγει προς τον Άγιον· «Ας αφήσωμεν την πολυλογίαν και προσκύνησον τους αθανάτους θεούς, να σε κάμω αρχιερέα του μεγάλου Διός, να σε ονομάσω πατέρα της βουλής και να σε τιμούν άπαντες». Λέγει ο Άγιος· «Θαυμαστή σου η επαγγελία και μεγαλόδωρος. Αλλά ποίαν ανάγκην έχω εγώ τοιαύτης τιμής, εφ΄ όσον είμαι Ιερεύς του Θεού του υψίστου και προσφέρω εις Αυτόν καθ΄ εκάστην θυσίαν αινέσεως; Είμαι δε έτοιμος να θυσιάσω δι΄ Αυτόν και τον εαυτόν μου ακόμη, λαμβάνων δια την αγάπην του θάνατον, καθώς αυτός ο αθάνατος εκουσίως έπαθε δι΄ εμέ. Λοιπόν καν εις θηρία με παραδώσης καν εις ξίφος, ή εις τον σταυρόν με προσηλώσης, ή εις άλλον πικρότερον θάνατον, ποτέ δεν θέλω προσκυνήσει τους δαίμονας, ουδέ θάνατον φοβούμαι ποσώς, ούτε ποθώ πράγματα πρόσκαιρα· αλλά μόνον τα μέλλοντα ως μένοντα επιποθώ, και αυτά μόνον ορέγομαι· όλη μου δε η σπουδή είναι να υπάγω προς τον ποθούμενον Χριστόν με πικρόν και επώδυνον θάνατον, επειδή και αυτός απέθανε δι΄ αγάπην μου». Τότε η σύγκλητος όλη είπε προς αυτόν δι΄ εμπαιγμόν· «Τι λέγεις; Ομολογείς και συ μεθ΄ ημών ότι ο Θεός σου απέθανε; Αφού λοιπόν αυτός έλαβεν επονείδιστον και κατησχυμμένον θάνατον, πως ημπορεί να ωφελήση τους δούλους του»; Πλήρης τότε πίστεως θερμοτάτης και Πνεύματος Αγίου ο θείος Ιγνάτιος απεκρίνατο· «Ο Ιησούς Χριστός ο Θεός μου και Κύριος, πρώτον μεν έγινεν άνθρωπος, και δια την σωτηρίαν ημών υπέμεινεν εκουσίως σταυρόν και θάνατον· αλλά την τρίτην ημέραν ανέστη, καταλύσας του διαβόλου την δύναμιν, και συναναστήσας ημάς από το πτώμα της αμαρτίας και αναβάς θεοπρεπώς εις τους ουρανούς (από τους οποίους κατέβη το πρότερον) συνανύψωσε και ημάς και μας εχάρισεν αγαθά περισσότερα. Οι ιδικοί σας όμως θεοί, ως κακούργοι και πονηροί, δεν δύνανται να σας δώσουν κανέν καλόν· μάλιστα δε σας έδωσαν πολλά βλαβερά και επιζήμια πράγματα· επειδή αυτοί δεν είναι θεοί, αλλά φθορείς και αμαρτωλοί άνθρωποι, οίτινες διήλθον την ζωήν των αισχρώς και ατίμως, και ως αίτιοι πολλών θανάτων παρεδόθησαν εις αθάνατον θάνατον. Καθώς εις τας βίβλους σας φαίνεται, ο μεν πρώτος από τους θεούς σας, κατά την πλάνην σας, ο και μεγαλύτερος νομιζόμενος, απέθανε εις την Κρήτην, και τον ενεταφίασαν εις εν όρος πλησίον του μεγάλου Κάστρου, το οποίον όρος έως την σήμερον δια τον τάφον αυτού ονομάζεται του Διός. Ο δε Ασκληπιός από αστραπήν κατακαυθείς εξέψυξε. Της Αφροδίτης ο τάφος εις την Πάφον έως την σήμερον φαίνεται και ο Ηρακλής υπό πυρός κατεκάη, ούτω δε και οι λοιποί διαφόρως ως φθορείς κκοί καώς απωλέσθησαν». Ταύτα του Θεοφόρου Ιγνατίου διηγουμένου, ο βασιλεύς και η σύγκλητος εφοβήθησαν μήπως εξελεγχθή η πλάνη αυτών περισσότερον, βεβαιωθή δε το σέβας του Χριστού. Όθεν προστάσσουν να τον φυλακίσουν έως της επομένης εξετάσεως. Καθ΄ όλην δε την νύκτα ο βασιλεύς διελογίζετο κατά ποίον τρόπον να λυτρωθή από τον Ιγνάτιον, δια να μη προσελκύση και άλλους Έλληνας εις την ιδικήν του Πίστιν ως λόγιος. Αποφασίζει όθεν να τον δώση εις τα θηρία να τον φ΄γωσι, δια να λάβουν από τούτον και άλλοι παράδειγμα. Την πρωϊαν ανεκοίνωσε την απόφασίν του ταύτην εις την σύγκλητον και όλοι επήνεσαν την βουλήν του βασιλέως, εζήτησαν όμως όπως αποσταλή εις την Ρώμην δεδεμένος και να τον ρίψουν βοράν εις τα εκεί θηρία, δια δύο αιτίας. Πρώτον μεν δια μα μη τον θανατώσουν εκεί εις την Αντιόχειαν και τον δοξάζουν οι φίλοι του, έχοντες τα οστά του εις αγιασμόν κατά την τάξιν και συνήθειαν αυτών. Δεύτερον δε δια να λάβη από την τοσαύτην οδοιπορίαν ταλαιπωρίαν και κακοπάθειαν, έτι δε να θνατωθή εις ξένην γην ως κακούργος και να μη αξιωθή επιμελείας τινός, ούτε και μετά την τελείωσιν μικράς ενθυμήσεως. Εξέβαλον λοιπόν αυτόν από την φυλακήν και πρώτον μεν εδοκίμασε πάλιν ο βασιλεύς με επαγγελίας αγαθών, με δωρεάς και χαρίσματα και με απειλάς τιμωριών και κολάσεων να μεταστρέψη την γνώμην του. Μη δυνάμενος όμως να σαλεύση ποσώς τον πύργον της ομολογίας του, έγραψεν ως άνωθεν την τελευταίαν απόφασιν. Δέσαντες λοιπόν αυτόν και με άλλας ακόμη αλύσεις, τον παρέδωκεν ο Τραϊανός εις εν στρατιωτικόν τάγμα, με την εντολήν να τον υπάγουν εις το θέατρον της Ρώμης, και όταν θα είχον μεγάλην πανήγυριν και θα ήτο λαός πολύς συνηγμένος εις αυτό, να τον ρίψουν εις τα άγρια θηρία, ούτως ώστε ενώπιον πάντων να τον σπαράξωσι. Ταύτα προστάξας δια τον Άγιον Ιγνάτιον ο βασιλεύς, ανεχώρησεν εκείθεν εκστρατεύσας κατά της Περσίδος. Λαβών ο θείος Ιγνάτιος την τελευταίαν εκείνην απόφασιν, ηυχαρίστει μεγαλοφώνως τον Κύριον και κάμνων προσευχήν παρεκάλεσε δια την Εκκλησίαν και παρέδωκεν εις τον Θεόν την ποίμνην του μετά δακρύων δεόμενος να τους περισκέπη και να τους διαφυλάττη έως τέλους εις την ευσέβειαν· έπειτα ηκολούθει τους στρατιώτας αγαλλιώμενος. Φθάσαντες δε εις την Σελεύκειαν εισήλθον εις πλοίον και διερχόμενοι από την Σμύρνην εχαιρέτησε τον ιερόν Πολύκαρπον και τους λοιπούς Επισκόπους και Ιερείς, οίτινες συνήχθησαν από πάσαν Εκκλησίαν της Ασίας, με τον σκοπόν να τον ίδουν και να απολαύσουν της γλυκυτάτης διδασκαλίας του, ασπαζόμενος δε άπαντας, τους παρήγγειλε να εύχωνται δι΄ αυτόν, όπως μη εμποδισθή ο δρόμος της αθλήσεώς του, αλλά να αξιωθή να τον φάγουν τα θηρία, δια να υπάγη ταχέως προς τον ποθούμενον. Ταύτα είπεν ο πάνσοφος, δια να γνωρίσουν τον πόθον τον οποίον είχε να λάβη τον θάνατον, να μη πικραίνωνται, διότι τους έβλεπεν ότι ήσαν περίλυποι και εφοβείτο μη στασιάσουν και τον αρπάσουν από τους στρατιώτας, εμποδίσουν δε ούτω την ποθουμένην οδοιπορίαν του· το αυτό εφοβείτο να μη κάμουν και εις την Ρώμην οι ευσεβείς. Όθεν προέλαβε και έστειλε και εις εκείνους επιστολήν. Αφού δε έστειλε την επιστολήν τον επήραν οι στρατιώται και επήγαιναν δια ξηράς, διαβαίνοντες πεζή από την Τρωάδα, Νεάπολιν, Φιλίππους, Μακεδονίαν και άλλας χώρας, εις τας οποίας εδίδασκε τον λόγον του Θεού, στηρίζων τους Επισκόπους και τους Πρεσβυτέρους, νουθετών τους νεωτέρους και πάντας διασφαλίζων εις την ευσέβειαν. Διαπλεύσας λοιπόν ο Άγιος το Ανδριατικόν και Τυρρηνικόν πέλαγος έφθασεν εις την Ρώμην και παρεδόθη υπό των στρατιωτών εις τον έπαρχον της πόλεως, όστις ιδών τα γράμματα του βασιλέως, εφυλάκισεν επιμελώς τον Άγιον. Όταν δε είχον μεγάλην πανήγυριν, κατά την οποίαν ήσαν συνηγμένοι όλοι της πόλεως, όχι μόνον δια την εορτήν, αλλά και δια να ίδωσι τον Άγιον, διότι πανταχού περιέτρεχε η φήμη, ότι έφεραν τον Αρχιεπίσκοπον Αντιοχείας να τον φάγωσι τα θηρία και δι΄ αυτό είχον συναχθή λαός αναρίθμητος να τον ίδουν, τότε φέροντες αυτόν οι στρατιώται, παρέστησαν εις το θέατρον. Στραφείς δε ο Άγιος προς το πλήθος του λαού είπε προς αυτούς με γενναίον και άτρεπτον φρόνημα· «Ω άνδρες Ρωμαίοι και θεαταί του αγώνος μου, να γνωρίζετε, ότι δεν έπραξα καμμίαν κακουργίαν, αλλ΄ ούτε και εις τίποτα έπταισα, δια να είμαι άξιος θανάτου· λαμβάνω όμως τούτον σήμερον εκουσίως χαίρων και αγαλλόμενος, δια να επιτύχω τον αληθή Θεόν, τον οποίον διψώ και επιποθώ να απολαύσω. Επειδή δε είμαι σίτος αυτού, αλέθομαι από τους οδόντας των θηρίων, δια να γίνω άρτος καθαρός και άμωμος». Ταύτα ειπόντος του Αγίου, αφήκαν τους λέοντας και τον κατέφαγον όλον, καθώς αυτός επόθει και παρεκάλεσεν. Αφήκαν μόνον τα μεγαλύτερα οστά, τα οποία, αφού διελύθη το θέατρον και ανεχώρησαν οι άνθρωποι, λαβόντες οι Χριστιανοί ενεταφίασαν εντίμως και ευλαβώς εις τόπον επίσημον τη εικοστή του Δεκεμβρίου μηνός, περί το έτος 113, ύστερον δε πάλιν μετά καιρόν, τα επήγαν εις Αντιόχειαν. Λέγεται δε ότι μετά την αγίαν αυτού τελείωσιν έκλαιον οι πιστοί εις την στέρησιν αυτού και εθρήνουν απαρηγόρητα, σχολάζοντες εις τον τάφον του, αγρυπνούντες και υμνούντες αυτόν ακατάπαυστα. Ο δε Άγιος εφάνη εις αυτούς εν οράματι και ασπασάμενος αυτούς τους παρηγόρησε, λέγων να μη θρηνώσιν, αλλά μάλλον να χαίρωνται· ούτω δε κατεπράϋνε την οδύνην των. Άλλοι πάλιν τον είδον ιδρωμένον καθώς ήτο κατά τον αγώνα της αθλήσεως, να προσεύχεται δια την σωτηρίαν της πόλεως και δια τους Χριστιανούς άπαντας. Τοιούτος ήτο ο δια Χριστόν θείος έρως του Θεοφόρου Πατρός ημών Ιγνατίου, ως και οι δια τον Χριστόν αγώνες και το τέλος αυτού. Μαρτυρεί δε και ο Ειρηναίος ο Επίσκοπος Λουγδούνων, άνθρωπος πιστός και αξιόλογος, όστις τον ευφημίζει πολλά εις τα συγγράμματά του. Έτι δε και ο Ιερομάρτυς Επίσκοπος Σμύρνης Άγιος Πολύκαρπος εις μίαν Επιστολήν του γράφει ταύτα· «Παρακαλώ σας, αδελφοί, να έχετε υπακοήν και υπομονήν, καθώς είδετε εις τον μακάριον Ιγνάτιον και εις άλλους πολλούς, ως και εις αυτόν τον διδάσκαλον Παύλον και τους λοιπούς, οίτινες επίστευσαν· και δεν ηγωνίσθησαν μάταια, αλλά εις την πίστιν και δικαιοσύνην του Θεού εκοπίασαν, δεν ηγάπησαν δε τούτον τον απατεώνα κόσμον, αλλά τον Δεσπότην Χριστόν, με τον οποίον συνέπαθον. Όθεν και παρ΄ αυτού εδοξάσθησαν». Ούτω λοιπόν ο θείος Ιγνάτιος επιθυμήσας να γίνουν τα θηρία τάφος του, κατώκησε μάλιστα εις τας ψυχάς των φιλοθέων ανδρών και όλοι τον είχον εις μεγάλην ευλάβειαν. Έτι δε και ο βασιλεύς Τραϊανός ακούων μετά ταύτα τας αρετάς του Θεοφόρου Ιγνατίου και ότι γενναίως υπέμεινε το Μαρτύριον, με ιλαρόν και πασίχαρον πρόσωπον, ευχαριστών αυτόν διότι του έδωκε τοιαύτην ψήφον, να γίνη βορά των θηρίων, ηυλαβήθη πολύ όχι μόνον τον Ιγνάτιον, αλλά και πάντας τους Χριστιανούς, διότι εγκρατεύοντο από πάσαν πράξιν αισχράν, ενήστευον, προσηύχοντο όλην την νύκτα και άλλας αρετάς ετελούσαν οι αξιέπαινοι· ένεκα των οποίων μετενόησε δι΄ όλας τας προλαβούσας πράξεις του και έγραψε νόμον, να μη φονεύση πλέον Χριστιανόν κανείς από τους ηγεμόνας και άρχοντας αυτού. Όθεν όχι μόνον ζων ήτο ωφέλιμος εις τους Χριστιανούς ο θείος Ιγνάτιος, αλλά και μετά την τελευτήν αυτού έγινε καύχημα της εν Χριστώ ημών Πίστεως, ως ευσεβείας επίδοσις, τεθλιμμένων παράκλησις και προσκαίρου ζωής καταφρόνησις, εγκράτεια των βλαβερών, βίου καθαρότης και σφαλμάτων διόρθωσις, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ΄ ου δόξα τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ούτος λοιπόν ο μακάριος Ιγνάτιος έγινε μαθητής του θείου Ευαγγελιστού Ιωάννου ομού με τον ιερόν Πολύκαρπον, όστις έγινεν Επίσκοπος Σμύρνης. Χειροτονηθείς δε ο θείος Ιγνάτιος Ιερεύς από τους ιερούς Αποστόλους, εψηφίσθη υπό τούτων και Αντιοχείας Επίσκοπος και εξεπαιδεύθη παρά των ιδίων εις πάσαν αρετήν εμπρέπουσαν εις τους Ιερείς· συνεκοπίασε δε και ούτος πολύ και εβασανίσθη να κηρύττη τον λόγον της Πίστεως και συνεκακοπάθησεν ως ζηλωτής των Αποστόλων, διδάσκων τα έθνη και τέλειος διάκονος των του Χριστού μυστηρίων αναφανείς. Τον καιρόν εκείνον, νικήσας ο Τραϊανός τους Τατάρους, εκενοδόξησε και εκίνησε και κατά των Χριστιανών πόλεμον αγριώτατον, δια να τους εξαναγκάση να προσκυνήσουν τους θεούς του, περί των οποίων ενόμιζεν ότι τον εβοήθησαν και ενίκησεν. Έστειλε λοιπόν εις όλας τας πόλεις γράμματα, ότι όσοι Χριστιανοί δεν θέλουσι να θυσιάσωσι, να τους παιδεύουν πρώτον δριμύτατα και κατόπιν να τους θανατώνουν ανηλεώς. Ήτο δε τότε ο Τραϊανός εις την Αντιόχειαν και ητοιμάζετο εις πόλεμον και κατά των Περσών· ανήγγειλαν δε τινες εις αυτόν δια τον Ιγνάτιον, ότι εδίδασκε τους ανθρώπους να προσκυνώσι Θεόν νεώτερον εσταυρωμένον και κακοθάνατον, να φυλάττωσι παρθενίαν και να μισώσι πάσαν τρυφήν και ευμάρειαν του βίου τούτου, το δε χειρότερον, να καταφρονούν τους θεούς και τα δόγματα των βασιλέων. Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς προσέταξε να φέρουν τον Άγιον εις το θέατρον, τούτου δε γενομένου λέγει προς αυτόν· «Συ είσαι ο Ιγνάτιος εκείνος, όστις καταφρονείς τα προστάγματά μας και διαστρέφεις με την διδαχήν σου την Αντιόχειαν, παρακινών τους ανθρώπους να σέβωνται τον Χριστόν και να καταφρονώσι τους θεούς, αναιδέστατε»; Του λέγει ο Άγιος· «Φευ, πως ονομάζεις θεούς τα άψυχα είδωλ; Εις είναι ο αληθής Θεός, ο Ιησούς Χριστός, ο μονογενής Υιός του Θεού και Πατρός, όστις όλον τον κόσμον εδημιούργησε και ο οποίος, εάν τον εγνώριζες, βασιλεύς, ήθελε στερεώσει τον θρόνον της βασιλείας σου και ήθελε λαμπρύνει το διάδημα της κεφαλής σου». Ακούσας ταύτα ο Τραϊανός λέγει προς τον Άγιον· «Ας αφήσωμεν την πολυλογίαν και προσκύνησον τους αθανάτους θεούς, να σε κάμω αρχιερέα του μεγάλου Διός, να σε ονομάσω πατέρα της βουλής και να σε τιμούν άπαντες». Λέγει ο Άγιος· «Θαυμαστή σου η επαγγελία και μεγαλόδωρος. Αλλά ποίαν ανάγκην έχω εγώ τοιαύτης τιμής, εφ΄ όσον είμαι Ιερεύς του Θεού του υψίστου και προσφέρω εις Αυτόν καθ΄ εκάστην θυσίαν αινέσεως; Είμαι δε έτοιμος να θυσιάσω δι΄ Αυτόν και τον εαυτόν μου ακόμη, λαμβάνων δια την αγάπην του θάνατον, καθώς αυτός ο αθάνατος εκουσίως έπαθε δι΄ εμέ. Λοιπόν καν εις θηρία με παραδώσης καν εις ξίφος, ή εις τον σταυρόν με προσηλώσης, ή εις άλλον πικρότερον θάνατον, ποτέ δεν θέλω προσκυνήσει τους δαίμονας, ουδέ θάνατον φοβούμαι ποσώς, ούτε ποθώ πράγματα πρόσκαιρα· αλλά μόνον τα μέλλοντα ως μένοντα επιποθώ, και αυτά μόνον ορέγομαι· όλη μου δε η σπουδή είναι να υπάγω προς τον ποθούμενον Χριστόν με πικρόν και επώδυνον θάνατον, επειδή και αυτός απέθανε δι΄ αγάπην μου». Τότε η σύγκλητος όλη είπε προς αυτόν δι΄ εμπαιγμόν· «Τι λέγεις; Ομολογείς και συ μεθ΄ ημών ότι ο Θεός σου απέθανε; Αφού λοιπόν αυτός έλαβεν επονείδιστον και κατησχυμμένον θάνατον, πως ημπορεί να ωφελήση τους δούλους του»; Πλήρης τότε πίστεως θερμοτάτης και Πνεύματος Αγίου ο θείος Ιγνάτιος απεκρίνατο· «Ο Ιησούς Χριστός ο Θεός μου και Κύριος, πρώτον μεν έγινεν άνθρωπος, και δια την σωτηρίαν ημών υπέμεινεν εκουσίως σταυρόν και θάνατον· αλλά την τρίτην ημέραν ανέστη, καταλύσας του διαβόλου την δύναμιν, και συναναστήσας ημάς από το πτώμα της αμαρτίας και αναβάς θεοπρεπώς εις τους ουρανούς (από τους οποίους κατέβη το πρότερον) συνανύψωσε και ημάς και μας εχάρισεν αγαθά περισσότερα. Οι ιδικοί σας όμως θεοί, ως κακούργοι και πονηροί, δεν δύνανται να σας δώσουν κανέν καλόν· μάλιστα δε σας έδωσαν πολλά βλαβερά και επιζήμια πράγματα· επειδή αυτοί δεν είναι θεοί, αλλά φθορείς και αμαρτωλοί άνθρωποι, οίτινες διήλθον την ζωήν των αισχρώς και ατίμως, και ως αίτιοι πολλών θανάτων παρεδόθησαν εις αθάνατον θάνατον. Καθώς εις τας βίβλους σας φαίνεται, ο μεν πρώτος από τους θεούς σας, κατά την πλάνην σας, ο και μεγαλύτερος νομιζόμενος, απέθανε εις την Κρήτην, και τον ενεταφίασαν εις εν όρος πλησίον του μεγάλου Κάστρου, το οποίον όρος έως την σήμερον δια τον τάφον αυτού ονομάζεται του Διός. Ο δε Ασκληπιός από αστραπήν κατακαυθείς εξέψυξε. Της Αφροδίτης ο τάφος εις την Πάφον έως την σήμερον φαίνεται και ο Ηρακλής υπό πυρός κατεκάη, ούτω δε και οι λοιποί διαφόρως ως φθορείς κκοί καώς απωλέσθησαν». Ταύτα του Θεοφόρου Ιγνατίου διηγουμένου, ο βασιλεύς και η σύγκλητος εφοβήθησαν μήπως εξελεγχθή η πλάνη αυτών περισσότερον, βεβαιωθή δε το σέβας του Χριστού. Όθεν προστάσσουν να τον φυλακίσουν έως της επομένης εξετάσεως. Καθ΄ όλην δε την νύκτα ο βασιλεύς διελογίζετο κατά ποίον τρόπον να λυτρωθή από τον Ιγνάτιον, δια να μη προσελκύση και άλλους Έλληνας εις την ιδικήν του Πίστιν ως λόγιος. Αποφασίζει όθεν να τον δώση εις τα θηρία να τον φ΄γωσι, δια να λάβουν από τούτον και άλλοι παράδειγμα. Την πρωϊαν ανεκοίνωσε την απόφασίν του ταύτην εις την σύγκλητον και όλοι επήνεσαν την βουλήν του βασιλέως, εζήτησαν όμως όπως αποσταλή εις την Ρώμην δεδεμένος και να τον ρίψουν βοράν εις τα εκεί θηρία, δια δύο αιτίας. Πρώτον μεν δια μα μη τον θανατώσουν εκεί εις την Αντιόχειαν και τον δοξάζουν οι φίλοι του, έχοντες τα οστά του εις αγιασμόν κατά την τάξιν και συνήθειαν αυτών. Δεύτερον δε δια να λάβη από την τοσαύτην οδοιπορίαν ταλαιπωρίαν και κακοπάθειαν, έτι δε να θνατωθή εις ξένην γην ως κακούργος και να μη αξιωθή επιμελείας τινός, ούτε και μετά την τελείωσιν μικράς ενθυμήσεως. Εξέβαλον λοιπόν αυτόν από την φυλακήν και πρώτον μεν εδοκίμασε πάλιν ο βασιλεύς με επαγγελίας αγαθών, με δωρεάς και χαρίσματα και με απειλάς τιμωριών και κολάσεων να μεταστρέψη την γνώμην του. Μη δυνάμενος όμως να σαλεύση ποσώς τον πύργον της ομολογίας του, έγραψεν ως άνωθεν την τελευταίαν απόφασιν. Δέσαντες λοιπόν αυτόν και με άλλας ακόμη αλύσεις, τον παρέδωκεν ο Τραϊανός εις εν στρατιωτικόν τάγμα, με την εντολήν να τον υπάγουν εις το θέατρον της Ρώμης, και όταν θα είχον μεγάλην πανήγυριν και θα ήτο λαός πολύς συνηγμένος εις αυτό, να τον ρίψουν εις τα άγρια θηρία, ούτως ώστε ενώπιον πάντων να τον σπαράξωσι. Ταύτα προστάξας δια τον Άγιον Ιγνάτιον ο βασιλεύς, ανεχώρησεν εκείθεν εκστρατεύσας κατά της Περσίδος. Λαβών ο θείος Ιγνάτιος την τελευταίαν εκείνην απόφασιν, ηυχαρίστει μεγαλοφώνως τον Κύριον και κάμνων προσευχήν παρεκάλεσε δια την Εκκλησίαν και παρέδωκεν εις τον Θεόν την ποίμνην του μετά δακρύων δεόμενος να τους περισκέπη και να τους διαφυλάττη έως τέλους εις την ευσέβειαν· έπειτα ηκολούθει τους στρατιώτας αγαλλιώμενος. Φθάσαντες δε εις την Σελεύκειαν εισήλθον εις πλοίον και διερχόμενοι από την Σμύρνην εχαιρέτησε τον ιερόν Πολύκαρπον και τους λοιπούς Επισκόπους και Ιερείς, οίτινες συνήχθησαν από πάσαν Εκκλησίαν της Ασίας, με τον σκοπόν να τον ίδουν και να απολαύσουν της γλυκυτάτης διδασκαλίας του, ασπαζόμενος δε άπαντας, τους παρήγγειλε να εύχωνται δι΄ αυτόν, όπως μη εμποδισθή ο δρόμος της αθλήσεώς του, αλλά να αξιωθή να τον φάγουν τα θηρία, δια να υπάγη ταχέως προς τον ποθούμενον. Ταύτα είπεν ο πάνσοφος, δια να γνωρίσουν τον πόθον τον οποίον είχε να λάβη τον θάνατον, να μη πικραίνωνται, διότι τους έβλεπεν ότι ήσαν περίλυποι και εφοβείτο μη στασιάσουν και τον αρπάσουν από τους στρατιώτας, εμποδίσουν δε ούτω την ποθουμένην οδοιπορίαν του· το αυτό εφοβείτο να μη κάμουν και εις την Ρώμην οι ευσεβείς. Όθεν προέλαβε και έστειλε και εις εκείνους επιστολήν. Αφού δε έστειλε την επιστολήν τον επήραν οι στρατιώται και επήγαιναν δια ξηράς, διαβαίνοντες πεζή από την Τρωάδα, Νεάπολιν, Φιλίππους, Μακεδονίαν και άλλας χώρας, εις τας οποίας εδίδασκε τον λόγον του Θεού, στηρίζων τους Επισκόπους και τους Πρεσβυτέρους, νουθετών τους νεωτέρους και πάντας διασφαλίζων εις την ευσέβειαν. Διαπλεύσας λοιπόν ο Άγιος το Ανδριατικόν και Τυρρηνικόν πέλαγος έφθασεν εις την Ρώμην και παρεδόθη υπό των στρατιωτών εις τον έπαρχον της πόλεως, όστις ιδών τα γράμματα του βασιλέως, εφυλάκισεν επιμελώς τον Άγιον. Όταν δε είχον μεγάλην πανήγυριν, κατά την οποίαν ήσαν συνηγμένοι όλοι της πόλεως, όχι μόνον δια την εορτήν, αλλά και δια να ίδωσι τον Άγιον, διότι πανταχού περιέτρεχε η φήμη, ότι έφεραν τον Αρχιεπίσκοπον Αντιοχείας να τον φάγωσι τα θηρία και δι΄ αυτό είχον συναχθή λαός αναρίθμητος να τον ίδουν, τότε φέροντες αυτόν οι στρατιώται, παρέστησαν εις το θέατρον. Στραφείς δε ο Άγιος προς το πλήθος του λαού είπε προς αυτούς με γενναίον και άτρεπτον φρόνημα· «Ω άνδρες Ρωμαίοι και θεαταί του αγώνος μου, να γνωρίζετε, ότι δεν έπραξα καμμίαν κακουργίαν, αλλ΄ ούτε και εις τίποτα έπταισα, δια να είμαι άξιος θανάτου· λαμβάνω όμως τούτον σήμερον εκουσίως χαίρων και αγαλλόμενος, δια να επιτύχω τον αληθή Θεόν, τον οποίον διψώ και επιποθώ να απολαύσω. Επειδή δε είμαι σίτος αυτού, αλέθομαι από τους οδόντας των θηρίων, δια να γίνω άρτος καθαρός και άμωμος». Ταύτα ειπόντος του Αγίου, αφήκαν τους λέοντας και τον κατέφαγον όλον, καθώς αυτός επόθει και παρεκάλεσεν. Αφήκαν μόνον τα μεγαλύτερα οστά, τα οποία, αφού διελύθη το θέατρον και ανεχώρησαν οι άνθρωποι, λαβόντες οι Χριστιανοί ενεταφίασαν εντίμως και ευλαβώς εις τόπον επίσημον τη εικοστή του Δεκεμβρίου μηνός, περί το έτος 113, ύστερον δε πάλιν μετά καιρόν, τα επήγαν εις Αντιόχειαν. Λέγεται δε ότι μετά την αγίαν αυτού τελείωσιν έκλαιον οι πιστοί εις την στέρησιν αυτού και εθρήνουν απαρηγόρητα, σχολάζοντες εις τον τάφον του, αγρυπνούντες και υμνούντες αυτόν ακατάπαυστα. Ο δε Άγιος εφάνη εις αυτούς εν οράματι και ασπασάμενος αυτούς τους παρηγόρησε, λέγων να μη θρηνώσιν, αλλά μάλλον να χαίρωνται· ούτω δε κατεπράϋνε την οδύνην των. Άλλοι πάλιν τον είδον ιδρωμένον καθώς ήτο κατά τον αγώνα της αθλήσεως, να προσεύχεται δια την σωτηρίαν της πόλεως και δια τους Χριστιανούς άπαντας. Τοιούτος ήτο ο δια Χριστόν θείος έρως του Θεοφόρου Πατρός ημών Ιγνατίου, ως και οι δια τον Χριστόν αγώνες και το τέλος αυτού. Μαρτυρεί δε και ο Ειρηναίος ο Επίσκοπος Λουγδούνων, άνθρωπος πιστός και αξιόλογος, όστις τον ευφημίζει πολλά εις τα συγγράμματά του. Έτι δε και ο Ιερομάρτυς Επίσκοπος Σμύρνης Άγιος Πολύκαρπος εις μίαν Επιστολήν του γράφει ταύτα· «Παρακαλώ σας, αδελφοί, να έχετε υπακοήν και υπομονήν, καθώς είδετε εις τον μακάριον Ιγνάτιον και εις άλλους πολλούς, ως και εις αυτόν τον διδάσκαλον Παύλον και τους λοιπούς, οίτινες επίστευσαν· και δεν ηγωνίσθησαν μάταια, αλλά εις την πίστιν και δικαιοσύνην του Θεού εκοπίασαν, δεν ηγάπησαν δε τούτον τον απατεώνα κόσμον, αλλά τον Δεσπότην Χριστόν, με τον οποίον συνέπαθον. Όθεν και παρ΄ αυτού εδοξάσθησαν». Ούτω λοιπόν ο θείος Ιγνάτιος επιθυμήσας να γίνουν τα θηρία τάφος του, κατώκησε μάλιστα εις τας ψυχάς των φιλοθέων ανδρών και όλοι τον είχον εις μεγάλην ευλάβειαν. Έτι δε και ο βασιλεύς Τραϊανός ακούων μετά ταύτα τας αρετάς του Θεοφόρου Ιγνατίου και ότι γενναίως υπέμεινε το Μαρτύριον, με ιλαρόν και πασίχαρον πρόσωπον, ευχαριστών αυτόν διότι του έδωκε τοιαύτην ψήφον, να γίνη βορά των θηρίων, ηυλαβήθη πολύ όχι μόνον τον Ιγνάτιον, αλλά και πάντας τους Χριστιανούς, διότι εγκρατεύοντο από πάσαν πράξιν αισχράν, ενήστευον, προσηύχοντο όλην την νύκτα και άλλας αρετάς ετελούσαν οι αξιέπαινοι· ένεκα των οποίων μετενόησε δι΄ όλας τας προλαβούσας πράξεις του και έγραψε νόμον, να μη φονεύση πλέον Χριστιανόν κανείς από τους ηγεμόνας και άρχοντας αυτού. Όθεν όχι μόνον ζων ήτο ωφέλιμος εις τους Χριστιανούς ο θείος Ιγνάτιος, αλλά και μετά την τελευτήν αυτού έγινε καύχημα της εν Χριστώ ημών Πίστεως, ως ευσεβείας επίδοσις, τεθλιμμένων παράκλησις και προσκαίρου ζωής καταφρόνησις, εγκράτεια των βλαβερών, βίου καθαρότης και σφαλμάτων διόρθωσις, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ΄ ου δόξα τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου