Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

Τη ΚΔ΄ (24η) Δεκεμβρίου, ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ και μνήμη της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος ΕΥΓΕΝΙΑΣ.

Ευγενία η ένδοξος Οσιοπαρθενομάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Κομμόδου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 180- 192. Ο πατήρ της ωνομάζετο Φίλιππος και ήτο έπαρχος Αλεξανδρείας, επιφανής και πλουσιώτατος, η δε μήτηρ της εκαλείτο Κλαυδία, είχε δε και αδελφούς δύο Αβίταν και Σέργιον καλουμένους. Ήτο δε η μακαρία Ευγενία κατά το όνομα και την ψυχήν ευγενεστάτη, εις το κάλλος ωραία και πάγκαλος και εις την πολιτείαν θαυμάσιος.
Ο δε Φίλιππος έχων την εξουσίαν πάσης της Αιγύπτου, αν και ήτο ειδωλολάτρης, όμως είχε γνώμην καλήν και εκυβέρνα τον λαόν δικαίως· ηγάπα τους καλούς ανθρώπους, τους δε κακούς επαίδευεν αυστηρώς και μάλιστα τους μάντεις και τους Ιουδαίους, τους οποίους ουδόλως ήθελε να ακούση, αλλά τους εδίωκεν από όλην την επαρχίαν του και πολλούς δικαίως εφόνευσε, τους δε Χριστιανούς δεν εμίσει τόσον, διότι εγνώριζεν ότι ήσαν σώφρονες και ενάρετοι, και δι΄ αυτό τους ηυλαβείτο· όμως δια το πρόσταγμα του βασιλέως δεν τους άφηνε να κατοικώσιν εντός της πόλεως, μόνον δε έξω του τείχους τούς είχεν αφήσει τόπον τινά, εις τον οποίον διέμενον και επορεύοντο ως ήθελαν. Έβαλε λοιπόν ο πατήρ της την Ευγενίαν εις τα γράμματα ως φιλάρετος και εμάνθανε Ρωμαϊκά και Ελληνικά, ήτο δε αύτη τόσον ευφυής εις τον νουν, ώστε όταν έφθασεν εις το δέκατον πέμπτον έτος έγινε σοφωτάτη και όλοι την εθαύμαζον. Ακούων δε την αγαθήν αυτής φήμην εις ευγενέστατος και ένδοξος άρχων, όστις ήτο ύπατος την αξίαν εις την Ρώμην, ονομαζόμενος Ακυλίνος, εζήτησεν από τον πατέρα της να του την δώση δια γυναίκα, εκείνος δε ηρώτησεν αυτήν να είπη την γνώμην της, εάν έστεργε να κάμουν τους γάμους. Η δε απεκρίθη, ότι δεν ήθελε να φθείρη την παρθενίαν της, αλλ΄ επόθει να μείνη έως τέλους σώφρων και άμωμος· επειδή δε ήτο φιλομαθής, ανεγίνωσκε πολλάκις και τα των Χριστιανών βιβλία και της εφαίνοντο αληθέστερα από των ειδωλολατρών. Ημέραν δε τινα έτυχον εις τας χείρας της αι επιστολαί του Αποστόλου Παύλου, τας οποίας ανέγνωσεν επιμελώς και κατενύχθη πολύ, διότι εγνώρισεν ότι εις είναι ο αληθής Θεός, όστις εδημιούργησε τον κόσμον όλον εκ του μη όντος· όθεν επίστευσεν εις αυτόν πεφωτισμένη εκ θείου Πνεύματος. Εις το φανερόν όμως δεν επεδείκνυε την γνώμην της δια τον φόβον των γονέων της. Ημέραν δε τινα παρεκάλεσε τούτους να την αφήσουν να υπάγη έξωθεν της πόλεως να ίδη τους τόπους των, δια να λάβη ολίγην άνεσιν. Μη έχοντες δε εις αυτήν υποψίαν τινά οι γονείς της, της έδωσαν άδειαν να υπάγη όπου επεθύμει. Ανέβη λοιπόν εις άμαξαν ομού με τους ευνούχους αυτής Πρωτάν και Υάκινθον, οίτινες ήσαν εις τα Ελληνικά γράμματα πεπαιδευμένοι, διότι ακολουθούντες και φυλάττοντες την Αγίαν ήσαν μετ΄ αυτής ανά πάσαν ώραν και ήκουον τα μαθήματα. Αφού δε εξήλθον της πόλεως επήγαν εις τόπον τινά, εις τον οποίον είχον οι Χριστιανοί Εκκλησίαν και έψαλλον, κατ΄ ευδοκίαν δε Θεού έτυχον εκεί όταν έλεγον το εξής ρητόν του Προφήτου· «Πάντες οι θεοί των εθνών δαιμόνια. Ο δε Κύριος τους ουρανούς εποίησεν». Ακούσασα ταύτα η Ευγενία εστέναξεν εκ βάθους καρδίας δια την πατρώαν πλάνην, έπειτα λέγει προς τους ευνούχους· «Αδελφοί μου ηγαπημένοι, γνωρίζω ότι και σεις είσθε πεπαιδευμένοι ικανώς εις τα δόγματα του Αριστοτέλους, του Πλάτωνος και των λοιπών φιλοσόφων και ποιητών, πλην αυτά όλα είναι μυθολογίαι, επειδή άλλοι εξ αυτών λέγουν ότι δεν υπάρχει Θεός, άλλοι δε πάλιν, ότι είναι πολλοί θεοί άλλοι μεγαλύτεροι και άλλοι μικρότεροι, φλυαρήματα δηλαδή, από τα οποία δύναται να γνωρίζη έκαστος φρόνιμος άνθρωπος, ότι όλοι όσοι πιστεύουσιν εις αυτά πλανώνται, και μόνον ούτοι οι Χριστιανοί γνωρίζουν την αλήθειαν καθώς φαίνεται και εις τα βιβλία των με μαρτυρίας αξιοπίστους, το βεβαιώνουν δε και με την πολιτείαν αυτών την ουράνιον, διάγοντες με σωφροσύνην, πτωχείαν και ταπείνωσιν. Δια τους λόγους λοιπόν τούτους θέλω και εγώ να γίνω Χριστιανή και αν σας φαίνεται εύλογον, συγκοινωνήσατε και σεις εις την γνώμην μου, εάν ποθείτε την σωτηρίαν σας, εγώ δε θέλω σας έχω όχι ως δούλους, αλλά ως ηγαπημένους μου αδελφούς, να έχωμεν ένα ποιμένα τον κοινόν Δεσπότην και Πατέρα Θεόν, τον δημιουργόν πάσης της κτίσεως». Αυτά και έτερα πλείονα λέγουσα, εύρεν ετοίμους και αυτούς εις την σωτήριον αυτήν συμβουλήν και εδέχθησαν, υποσχόμενοι να μη αποχωρισθούν ποτέ απ΄ αυτής. Αφού λοιπόν ενύκτωσε, κατέβησαν ησύχως εκ της αμάξης και ανεχώρησαν. Οι δε δούλοι, οίτινες προεπορεύοντο της αμάξης, δεν τους ηννόησαν ένεκεν του σκότους της νυκτός ή και κατ΄ οικονομίαν Θεού, αλλ΄ επήγαιναν έμπροσθεν ανύποπτοι, τα δε ζώα ηκολούθουν αυτούς. Αφού δε η Ευγενία μετά των ευνούχων της περιεπάτησεν ικανώς και έφθασαν εις τόπον τινά ήσυχον, είπε προς αυτούς· «Ήκουσα ότι εδώ πλησίον υπάρχει Μοναστήριον και είναι συνηγμένοι πολλοί Χριστιανοί, έχοντες Επίσκοπόν τινα ονόματι Έλενον πολύ ενάρετον, όστις έχει ορίσει προεστώτα τινα, Θεόδωρον το όνομα, να κυβερνά την Μονήν και να οδηγή τους αδελφούς εις την οδόν της σωτηρίας, έκαμαν δε αμφότεροι απείρους θαυματουργίας εις ασθενείς και τελούσι πολλάκις αγρυπνίας ολονυκτίους εις ψαλμωδίαν και δόξαν Θεού, αλλά γυναίκα ουδόλως συγχωρούσι να εισέλθη εις την Μονήν. Λοιπόν κουρεύσατέ μου την κόμην, να ενδυθώ δε και ανδρικά ενδύματα και να υπάγωμεν ομού να μας συναριθμήσουν με την αγίαν ταύτην αδελφότητα». Ο λόγος ούτος της Αγίας ήρεσεν εις αυτούς και ευθύς εξετέλεσαν το πρόσταγμα. Πηγαίνοντες δε προς την Μονήν αυτήν του Θεοδώρου, βλέπουν τον Επίσκοπον Έλενον, όστις ήρχετο από την Ηλιούπολιν της Αιγύπτου με πλήθος πολύ Χριστιανών ψάλλοντες ταύτα· «Η οδός των δικαίων κατηυθύνθη· η οδός των Αγίων ητοιμάσθη». Τούτο ηύθησε τον πόθον της κόρης και εθερμάνθη εις θείον έρωτα περισσότερον· όθεν ενωθείσα με τους Χριστιανούς, επορεύετο προς την προαναφερθείσαν Μονήν. Ηρώτησε δε και τινα, Ευτρόπιον ονόματι, ποίος ήτο ο γηραιός, όστις εβάδιζεν έμπροσθεν από τους άλλους. Ο δε απεκρίνατο· «Αυτός είναι ο αγιώτατος Έλενος, όστις έχει κάμει πολλάς θαυματουργίας, εβάστα δε πολλάκις και ανημμένα κάρβουνα εις τα ενδύματά του, τα οποία ουδόλως εβλάβησαν υπό του πυρός, προ ολίγων δε ημερών ευρέθη μάντις τις Ζαρέας καλούμενος, όστις παρεπλάνει τον λαόν λέγων ότι ήτο απεσταλμένος από τον Θεόν δια να διδάσκη και να ευεργετή τους ανθρώπους, εκατηγόρει δε τον Έλενον ότι είναι ψεύστης. Ταύτα έλεγεν ο πανούργος δια να διαστρέφη τους Χριστιανούς από την ευθείαν οδόν εις την απώλειαν, αφαιρών απ΄ αυτών την προς τον Προεστώτα ευλάβειαν. Είπον δε τινες εκ του λαού προς τον Έλενον· «Δέσποτα ή δέξου τον Ζαρέαν συγκοινωνόν, εφ΄ όσον λέγει ότι είναι απεσταλμένος από τον Δεσπότην Χριστόν ή έλεγξον αυτόν να καταισχυνθή ενώπιον πάντων». Συνδιελέχθησαν λοιπόν ημέραν τινά και βλέπων ο Αρχιερεύς Έλενος, ότι ο Ζαρέας με αυθάδειαν και αναισχυντίαν εφιλονίκει οξέως κατά της αληθείας, εναντιούμενος με στροφάς λόγων και πανουργεύματα, προσέταξε και ήναψαν μεγάλην πυράν, είπε δε προς τον Ζαρέαν· «Ας εισέλθωμεν αμφότεροι εις το πυρ, και όστις από τους δύο μείνη άφλεκτος υπό του πυρός, εκείνον να πιστεύσωμεν ότι είναι απεσταλμένος παρά Χριστού του Θεού». Ο δε Ζαρέας είπε προς αυτόν· «Είσελθε πρώτος συ, όστις το επρότεινες, και έπειτα εισέρχομαι και εγώ». Προσευξάμενος λοιπόν ο Έλενος και σφραγίσας εαυτόν, εισήλθεν αφόβως εις το μέσον του πυρός και ίστατο ώραν πολλήν, χωρίς να καή ουδόλως ούτε καν τρίχα της κεφαλής αυτού. Ο δε Ζαρέας έφριξε και εφοβήθη ταύτα βλέπων και προσεπάθει να φύγη· αλλά τον ήρπασεν ο λαός και τον έρριψαν εις την φλόγα· όθεν ευθύς ήρχισε να καταφλέγεται και εβόα μετά δακρύων τόσον, ώστε τον ελυπήθη ο Άγιος και τον εξέβαλεν ημιθανή από της πυράς, αποδιώξας αυτόν κατησχυμμένον έξω της πόλεως. Ταύτα η Ευγενία ακούσασα εχάρη και εξεπλήττετο, παρεκάλεσε δε τον Ευτρόπιον να είπη του Επισκόπου να τους δεχθή και αυτούς εις την αγίαν του ποίμνην να γίνουν Μοναχοί. Ο δε είπε προς αυτήν· «Άφες να αναπαυθή ολίγον, διότι είναι κατάκοπος από την οδοιπορίαν και κατόπιν του ομιλούμεν». Αφού λοιπόν έφθασαν εις το Μοναστήριον και ελειτούργησεν ο Έλενος, εκοιμήθη και βλέπει καθ΄ ύπνον γλυπτόν είδωλον γυναικός, το οποίον ετίμων οι άνθρωποι και το προσεκύνουν ως θεόν. Ο δε Έλενος, λυπηθείς, είπε προς το είδωλον· «Συ είσαι κτίσμα και δούλη Θεού ως και ημείς, διατί λοιπόν δέχεσαι να σε προσκυνώσιν οι άνθρωποι ως θεάν»; Η δε γυνή εκείνη ακούσασα ταύτα, έφυγεν από τους ανθρώπους, οίτινες την εσήκωναν και πλησιάσασα τον Έλενον είπε προς αυτόν· «Δεν αποχωρίζομαι από σου, έως να με υπάγης εις τον Κτίστην μου». Ταύτα ιδών καθ΄ ύπνον ο Έλενος, διεγερθείς εθαύμαζε. Τότε φθάνει και ο Ευτρόπιος και λέγει προς αυτόν· «Τρεις άνδρες αδελφοί κατά τε την ψυχήν και το σώμα απηρνήθησαν τα είδωλα και παρακαλούν να τους βαπτίσης και να τους κουρεύσης, δια να μείνουν εις την ποίμνην σου ταύτην έως θανάτου. Επειδή όμως είναι πολύ νέοι εις την ηλικίαν και έχουν μεγάλην αγάπην προς αλλήλους, σε παρακαλούν μετά δακρύων να μη τους χωρίσης ποσώς, αλλά να είναι ομού πάντοτε εις πάσαν υπηρεσίαν». Ταύτα ο μακάριος Έλενος ακούσας, ηννόησε το όνειρον και λέγει εις τον Ευτρόπιον να φέρη προς αυτόν τους νέους. Ιδών δε αυτούς ηρώτησε πόθεν ήσαν και τι εζήτουν. Η δε Ευγενία απεκρίνατο· «Από την Ρώμην είμεθα, αγιώτατε Πάτερ, αδελφοί κατά σάρκα· ο εις καλείται Πρωτάς, ο άλλος Υάκινθος και εγώ Ευγένιος». Ακούσας ταύτα ο Έλενος εκοίταξε την Αγίαν με ιλαρόν νεύμα και της λέγει· «Ευλόγως ωνομάσθης Ευγένιος, επειδή έχεις γνώμην και φρόνημα ανδρικόν και αρρενωπόν εις την πράξιν, ο Κύριος να σε αξιώση να νικήσης την φύσιν με την πρόθεσιν και να σε ενδυναμώση να τελειώσης εις την καλήν αυτήν γνώμην, επειδή δια την αγάπην του ήλλαξες σχήμα και όνομα και φαίνεσαι άνδρας, γυνή ούσα εκ φύσεως. Ταύτα σοι είπον, όχι δια να καταφρονήσω την γυναικείαν φύσιν, ούτε δια να φανερώσω το μυστήριόν σου, αλλά δια να γνωρίσης ότι ο Θεός φροντίζει περί της σωτηρίας σου και μου απεκάλυψε όλην την αλήθειαν. Αγωνίσου λοιπόν να δείξης το ευγενές της ψυχής μάλλον ή του σώματος, διότι και τούτο μου απεκάλυψεν ο Κύριος, ότι προητοίμασες τον εαυτόν σου καθαρόν δοχείον, τηρούσα την παρθενίαν σου άσπιλον και άμωμον την καρδίαν σου, την μεν δόξαν του βίου αδοξίαν νομίζουσα, τον δε πλούτον πενίαν και λύπας τας ηδονάς, μόνην ποθήσασα του Παραδείσου την αιώνιον ευφροσύνην και αγαλλίασιν». Προς δε τον Πρωτάν και τον Υάκινθον είπεν· «Ο Κύριος μού εφανέρωσε και δια σας, ότι είσθε δούλοι την τύχην, την δε γνώμην ελεύθεροι και διατηρείτε αδέσποτον της ψυχής το αξίωμα· όθεν και ο Χριστός λέγει προς σας· Ουκέτι υμάς λέγω δούλους, αλλά φίλους (Ιωάν. ιε: 15). Μακάριοι σεις ότι δεν ημποδίσατε την κυρίαν σας από τον καλόν σκοπόν, αλλά την συνωδεύσατε προθύμως· διο και τους στεφάνους θέλετε λάβει εκ Θεού ίσους και οι τρεις να συνευφραίνεσθε πάντοτε εις την Βασιλείαν αυτού την ουράνιον». Ταύτα είπεν ο Έλενος προς αυτούς μυστικά χωρίς να το ακούση άλλος τις, ούτε καν ο Ευτρόπιος, βαπτίσας δε και τους τρεις τους έκαμε και Μοναχούς, και τους κατέταξεν εις το Μοναστήριον. Όταν δε επέστρεψεν η άμαξα εις το παλάτιον, έδραμον όλοι οι δούλοι και οι συγγενείς να προϋπαντήσουν την κυρίαν αυτών, και ανελθόντες εις την άμαξαν βλέπουσι ταύτην έρημον της κόρης και την καθέδραν κενήν. Τότε ήρχισαν τα δάκρυα, έτυπτον τας όψεις και ωλοφύροντο. Έκλαιον πάντες οι δούλοι και οι γνωστοί της, και μάλιστα οι γονείς και οι αδελφοί της εφώναζον ελεεινώς, έξαινον τας παρειάς, έβαλλον κόνιν εις την κεφαλήν των, έπιπτον εις την γην, τύπτοντες το στήθος και βοώντες πικρώς οι γονείς την θυγατέρα, οι αδελφοί την αδελφήν, οι δούλοι την δέσποιναν. Ουδείς παρέμεινεν άτρωτος από την λύπην, ουδείς από θλίψεως ελεύθερος· άπασα η Αλεξάνδρεια εθρήνει απαραμύθητα. Επειδή δε έβλεπον τα δάκρυα ανωφελή, έστειλαν πανταχού ανθρώπους να την εύρωσιν· ηρώτησαν γεωργούς, πραγματευτάς, μάντεις, εγγαστριμύθους και πάντα άνθρωπον, αλλ΄ άπασαι αι προσπάθειαι αυτών απέβησαν εις μάτην. Βλέπων ο Φίλιππος ότι η θυγάτηρ του δεν ανευρίσκετο, εκάλεσε τους ιερείς των ειδώλων και τους προσέταξε να κάμουν δέησιν εις τους θεούς, να τους φανερώσουν τι έγινε, ειπών ότι, εάν την εύρωσι, θα τους δώση μεγάλας δωρεάς και χαρίσματα, ει δ΄ άλλως, εάν γνωρίσωσι που ευρίσκεται και δεν του ειπούν την αλήθειαν, θα τους θανατώση ανηλεώς. Βλέποντες εκείνοι ότι εκοπίαζον εις μάτην και ανωφελώς, συνεφώνησαν όλοι και είπον, ότι οι θεοί, ορεχθέντες το κάλλος της, την ήρπασαν εις τους ουρανούς και την εθέωσαν. Ταύτα πιστεύσας ο έπαρχος επαρηγορήθη και προσέταξεν ευθύς και της έκαμαν άγαλμα χρυσούν, ήτοι είδωλον και όλοι την επροσκύνουν ως νέαν θεάν, κάμνοντες εις αυτήν και θυσίαν οι άγνωστοι. Η δε μακαρία Ευγενία, λαβούσα το άγιον Σχήμα, είχε τοσαύτην αρετήν εις την ψυχήν, ώστε υπερέβη όλους τους αδελφούς εις την άσκησιν καθώς και εις την αξίαν και ευγένειαν της σαρκός ήτο υπερτέρα η αοίδιμος. Εις την ακολουθίαν και σύναξιν εισήρχετο πρώτη πάντων και εξήρχετο υστερωτέρα. Είχεν αγάπην προς πάντας και άκραν ταπείνωσιν, και απλώς ετήρει πάσας τας δεσποτικάς εντολάς και υποσχέσεις της μοναδικής Πολιτείας απαρασαλεύτως, δια τας οποίας αρετάς της την ηξίωσεν ο παντοδύναμος Θεός εις ολίγον καιρόν να κάμνη θαυματουργίας και τέρατα, θεραπεύουσα πάσαν νόσον και πάσαν κάκωσιν από τους πάσχοντας, όσοι δε ασθενείς ήρχοντο εις την Μονήν εκείνην ελάμβανον την ποθουμένην υγείαν. Οι δε Πρωτάς και Υάκινθος όσον ηδύναντο ηγωνίζοντο εις την αρετήν να την μιμηθώσι. Κατά δε το τρίτον έτος της εις την Μονήν προσελεύσεως της Αγίας ετελεύτησεν ο Προεστώς της Μονής και πάντες οι αδελφοί, βλέποντες τας αρετάς αυτής και αγνοούντες το κρυπτόμενον, την περεκάλουν να γίνη Ηγούμενος αυτών. Η δε εφοβείτο να λάβη την αξίαν καθό γυνή υπάρχουσα και πάλιν εδειλία να γίνη παρήκοος απάσης της αδελφότητος. Εφάνη λοιπόν εις αυτήν εύλογον να ανοίξη το ιερόν Ευαγγέλιον να συμβουλευθή τι να κάμη. Εύρε λοιπόν ευθύς ως το ήνοιξε τον λόγον εκείνον, τον οποίον είπεν εις τους Αποστόλους ο Κύριος· «Ει τις θέλει να είναι πρώτος εις σας, ας γίνη μικρότερος και πάντων διάκονος» (Μαρκ. Θ: 35). Ταύτα ιδούσα εδέχθη την προστασίαν· αλλά έκαμνε πάλιν όλας τας ευτελεστέρας υπηρεσίας· έφερεν ύδωρ, εσάρωνε την Μονήν, έκοπτε ξύλα και έκαμνεν όσα ήσαν διακονήματα των μικροτέρων. Είχε δε την κέλλαν αυτής πλησίον εις την θύραν δια ταπείνωσιν και ούτε εις τας σωματικάς υπηρεσίας εβαρύνετο, ούτε ημέλει τας ψυχικάς, αλλ΄ εκυβέρνα την ποίμνην θαυμασιώτατα και τοσαύτας ανδραγαθίας και αγώνας θεαρέστους ετέλεσεν, ώστε είναι αδύνατον να τους γράψωμεν· μόνον ένα να είπωμεν, όστις ήτο αιτία και εγνωρίσθη, τα δε άλλα ας αφήσωμεν, διότι μακραίνομεν πολύ την διήγησιν. Ήτο εις την Αλεξάνδρειαν γυνή τις ονόματι Μελανθία, πλουσία πολύ και πολυτάλαντος από χρηματικήν περιουσίαν, από δε αρετήν και φόβοβ Θεού πτωχή τε και άπορος· αύτη ησθένησε βαρέως από τεταρταίον ρίγος, και ακούσασα την φήμην του Ευγενίου, ότι ήτο ενάρετος και αξιοθαύμαστος άνθρωπος, θεραπεύων πάσαν ασθένειαν, απήλθεν εις το Μοναστήριον και προσπεσούσα εζήτει θερμώς την ελευθερίαν  από της μάστιγος. Ευσπλαγχνισθείσα λοιπόν αυτήν η Οσία, την ήλειψεν άγιον έλαιον και παρευθύς εθεραπεύθη και όλη υγιής ανεχώρησεν· απελθούσα δε εις εν κτήμα αυτής ευρισκόμενον πλησίον του Μοναστηρίου, εγέμισε δια χρυσών νομισμάτων τρία αργυρά ποτήρια και τα έστειλεν εις την Ευγενίαν ως δώρα προς την Μονήν δια ευχαριστίαν της ευεργεσίας. Η Αγία όμως επέστρεψε ταύτα εις την Μελανθίαν , λέγουσα ότι δεν είναι ωφέλιμον εις τους Μοναχούς να έχουν αργύρια· όθεν ας τα διαμοιράση εις πτωχούς και πένητας. Τότε η Μελανθία επήγε μόνη της εις την Μονήν, και παρεκάλεσε πολύ την Οσίαν να αποδεχθή τα δώρα της, αύτη δε δια να μη την λυπήση εδέχθη το χάρισμα. Από τότε επήρε συνήθειαν η Μελανθία να συχνάζη εις την Μονήν, από την πολλήν ευλάβειαν και αγάπην, την οποίαν είχε προς τον Ηγούμενον, τον οποίον βλέπουσα πολλάκις και νομίζουσα (καθώς ενόμιζον και πάντες οι αδελφοί) ότι ήτο άνδρας, μετέβαλε την πνευματικήν αγάπην εις σαρκικόν έρωτα, νικηθείσα υπό του κάλλους και της νεότητος αυτής. Κατά μικρόν λοιπόν εθέλγετο την ψυχήν η Μελανθία, και όσον παρήρχοντο αι ημέραι, τοσούτον ήναπτεν εντός αυτής η φλόγα της επιθυμίας περισσότερον. Όθεν διελογίζετο τι να κάμη δια να επιτύχη του πόθου της, νομίζουσα ότι δεν ήτο δυνατόν να την καταφρονήση ο νομιζόμενος Ευγένιος, εάν του φανερώση την προς αυτόν έρωτά της, αλλ΄ ως άνθρωπος και αυτός σάρκα φορών θέλει συγκαταβή εις την αμαρτίαν. Προσποιείται όθεν και πάλιν ασθένειαν, νομίζουσα ότι δεν την εθεράπευσεν ο Ευγένιος δια της αρετής και της αγιότητος αυτού, αλλά με τέχνην μαντείας και βότανα. Έστειλε λοιπόν άνθρωπον από το προαναφερθέν κτήμα της, το οποίον ήτο πλησίον της Μονής, ως ανωτέρω είπομεν, εγχειρίσασα εις αυτόν και επιστολήν προς τον Ηγούμενον, εις την οποίαν έγραφε μετά πολλής ικεσίας και παρακλήσεως να κοπιάση έως εκεί, να ίδη την ασθένειάν της. Η Αγία,θέλουσα να τηρήση την εντολήν του Θεού και την προς τον πλησίον αγάπην και μη εννοήσασα τον δόλον και την πανουργίαν αυτής, απήλθε προς επίσκεψίν της. Αφού δε εισήλθεν εις το δωμάτιον, εξέβαλεν έξω τους δούλους της η Μελανθία, είτα δε λέγει προς τον Ευγένιον· «Φίλτατε και ηγαπημένε μου Ευγένιε, γνώριζε, ότι από την ώραν εκείνην, όπου εθεράπευσες την ασθένειάν μου, ετρώθη η καρδία μου εις τον έρωτά σου. Όθεν μη δυναμένη να εύρω άλλην βοήθειαν, ετόλμησα να σου φνερώσω το πάθος μου, και αν σου αρέση λάβε με εις γυναίκα σου και κατά τον νόμον θέλεις κυριεύσει όλον τον πλούτον μου, χρυσόν, άργυρον, αγρούς, κτήνη και σκλάβους πολλούς, με τους οποίους θέλεις έχει και εμέ δούλην σου, επειδή είμαι έρημος ανδρός και παίδων και συγγενών, να απολαύσης δε και συ την ηδονήν της σαρκός, και να μη απολέσης, με την νηστείαν και άσκησιν, τοσούτον κάλλος και ωραιότητα». Αυτά και περισσότερα λέγουσα η Μελανθία και εσκοτισμένη υπάρχουσα τον νουν, όπως και κατά το όνομα, έπασχε να μολύνη την άμωμον. Η δε Ευγενία, μετά θυμού πολλού απεκρίνατο· «Παύσαι, ω γύναι, μη ξερνάς τον ιόν του παλαιού δράκοντος, διότι εγώ δεν θέλω φθείρει την παρθενίαν μου ουδέποτε. Όχι, Παναγία μου Δέσποινα Θεοτόκε, δεν ψεύδομαι εις τας συνθήκας, τας οποίας σου έδωσα. Ο γάμος μου είναι ο πόθος του Χριστού, ο πλούτος μου τα ουράνια αγαθά, και η γνώσις της αληθείας η κτήσις μου». Ταύτα ακούσασα η άσεμνος Μελανθία εθυμώθη πολύ ότι την κατεφρόνησε, και εφοβήθη μήπως και δημοσιεύση την αναισχυντία αυτής ο Ευγένιος· όθεν έδραμεν ευθύς εις την Αλεξάνδρειαν, και απελθούσα εις τον έπαρχον Φίλιππον, διέβαλε την ανεύθυνον, ειπούσα αντιστρόφως την υπόθεσιν, ότι δηλαδή «Νεανίας τις την μεν όψιν περικαλλής, τον δε τρόπον λίαν ασελγής, και υποκρινόμενος ευλάβειαν Χριστιανικήν, ήλθε προς με, νομίσας ότι είμαι καμμία άσεμνος, και πρώτον μεν εδοκίμασε με λόγια δολερά, έπειτα έβαλε και τας χείρας επάνω μου να με βιάση ο πάντολμος, και εάν δεν εφώναζα να έλθη μία εκ των δούλων μου δρομαίως, ήθελε μιάνει και εμέ ο ανόσιος, καθώς και άλλας πολλάς εξηπάτησεν». Ούτως η αναιδής Μελανθία ετόλμησε να κατηγορήση αδίκως εκείνην, ήτις δεν έπταισεν. Ακούσας ταύτα ο έπαρχος εθυμώθη καταπολλά και προστάσσει να φέρωσι δεδεμένους, όχι μόνον τον Προεστώτα, αλλά και πάντας τους αδελφούς της Μονής, οίτινες ήσαν τον αριθμόν τριακόσιοι και πάντας τους εφυλάκισαν, έως να δώση κατ΄ αυτών την απόφασιν να τους θανατώσωσιν. Αύτη η φήμη απήλθεν εις τα περίχωρα και συνήχθησαν από διαφόρους τόπους άνδρες τε και γυναίκες να ίδουν τον πανώδυνον αυτών θανατον. Όταν λοιπόν ήλθεν η ωρισμένη ημέρα, και ήσαν άπαντες εις το θέατρον, έφεραν τον Ηγούμενον δεδεμένον με βαρυτάτας αλύσεις, εφώναζον δε όλοι κοινώς ότι ήτο άξιος θανάτου. Ητοίμαζον μάλιστα θηρία, στρέβλας, τροχούς, πυρ και διάφορα άλλα κολαστήρια. Τότε λέγει προς αυτόν ο έπαρχος· «Τοιαύτας πράξεις κελεύει ο Χριστός σας να κάμνετε, πάντων ανθρώπων ανοσιώτατε, όχι μόνον μυστικά και απόκρυφα, αλλά και εις το φανερόν να πορνεύετε, δυναστεύοντες τας τιμίας γυναίκας; Ποίαν ψυχήν και καρδίαν είχες, πάντολμε, όταν ενώ εισήλθες ως ιατρός και αυτουργός θαυμάτων εις την οικίαν τοιαύτης γυναικός ευγενεστάτης και σώφρονος, έπειτα απεπειράθης να την βιάσης με τοσαύτην αναισχυντίαν, ως να ήτο μία των επί της σκηνής καταφρονημένη και άσεμνος»; Ταύτα ειπόντος του επάρχου μετά θυμού απεκρίθη προς αυτόν η Οσία και είπε· «Δεν προστάσσει ο Θεός μου τοιαύτα, αλλά μάλλον νομοθετεί υψηλά και αξιέραστα πράγματα, ωκονόμησε δε να συγκατοικώ με τούτους τους εναρέτους άνδρας, δια να φυλάξω την παρθενίαν μου άσπιλον, καθώς έως την σήμερον ευρίσκομαι, ως θέλετε γνωρίσει τούτο εντός ολίγου· πλην έπρεπεν, ω έπαρχε, να μη πιστεύσης την κατηγορίαν τοσούτον εύκολα, μήτε να κάμης ευθύς την κατάκρισιν, αλλά πρώτον να ακούσης τα δύο μέρη, και κατόπιν να αποφασίσης κατά το δίκαιον· όμως πριν αντιπαραταχθώμεν με την κατήγορον, δέομαι και παρακαλώ την ευγένειάν σου να μου κάμης την χάριν ταύτην· εάν μεν εγώ έπταισα εις αυτό το οποίον εγκαλούμαι, δος μοι την πρέπουσαν παίδευσιν· ει δε και φανή ψευδής η συκοφαντία, και η Μελανθία πταίσασα, να μη της δώσης ουδεμίαν τιμωρίαν, διότι ο νόμος μας κελεύει να μη αποδώσωμεν κακόν αντί κακού, αλλά μάλιστα να ευεργετώμεν τους θλίβοντας· δια τούτο λοιπόν σε παρακαλώ, εάν θέλης να μάθης την αλήθειαν, να μου υποσχεθής αυτό το οποίον σου ζητώ, και τότε μόνον του το πράγμα θέλει μαρτυρήσει σαφώς και θα γνωρίσετε οφθαλμοφανώς άπαντες την αλήθειαν». Τότε ο έπαρχος ώμοσε λέγων· «Μα την σωτηρίαν των θεών και την δόξαν και μεγαλοπρέπειαν των αυτοκρατόρων μου, υπόσχομαι να φυλάξω την αίτησιν». Στραφείσα τότε η Ευγενία προς την Μελανθίαν είπε προς αυτήν· «Εάν, ω γύναι, λανθάνης τους ανθρώπους, άραγε θα δυνηθής να ψευσθής και ενώπιον του Θεού, όστις κολάζει την συκοφαντίαν και φανερώνει την αλήθειαν; Δεν σε τύπτει καν η συνείδησίς σου να κάμης τόσους φόνους δια την κακήν σου επιθυμίαν, να απολεσθούν οι ανεύθυνοι»; Η δε Μελανθία δεν μετενόησεν ουδόλως, ούτε την θείαν δίκην εφοβείτο, αλλά έφερε και τινα δούλην της εις μαρτυρίαν, η οποία εβεβαίωσεν όσα είπεν η κυρία της. Ο δε έπαρχος διαταραχθείς, ωνείδισε μεγάλως την Ευγενίαν, και της λέγει μετ΄ οργής και ύβρεως· «Τι αποκρίνεσαι εις τοσαύτας κατηγορίας, αναίσχυντε»; Βλέπουσα τότε η Αγία ότι όλοι επίστευον εις τους λόγους της Μελανθίας και ήθελον να θανατώσουν αδίκως τοσούτους δικαίους και ανευθύνους Ασκητάς, έτι δε διαλογιζομένη και την μορφήν ήτις προσήπτετο εις το άγιον Σχήμα των Μοναχών, είπε ταύτα μεγαλοφώνως· «Καιρός είναι να φανερωθή η αλήθεια· εγώ είχα πόθον, μάρτυς μου ο Θεός, να υπομείνω τον πειρασμόν τούτον έως τέλους και να μη ομολογήσω την αλήθειαν δια να λάβω τον στέφανον της υπομονής από τον Δεσπότην Χριστόν την ημέραν της Κρίσεως· αλλά δια να μη καταισχυνθή το άγιον Σχήμα, θα ομολογήσω εκείνο, το οποίον ουδείς γνωρίζει, ειμή μόνον ο Κύριος. Τοσαύτη είναι η δύναμις του Χριστού, ώστε και γυναίκες πολλαί ενίκησαν την γυναικείαν φύσιν, και εδούλευσαν εις τον Κύριον με ανδρικόν σχήμα, δια να πολεμήσουν τον δαίμονα ευκολώτερα. Αυτάς εμιμήθην και εγώ και ενεδύθην ανδρώαν στολήν, δια να φύγω τας ενέδρας του κόσμου». Ούτως είπε και έσχισε το ιμάτιον αυτής άνωθεν έως την μέσην, επιδείξασα φανερώς ότι ήτο γυνή κατά αλήθειαν. Έπειτα λέγει προς τον Φίλιππον· «Γνώριζε, ότι είμαι η θυγάτηρ σου Ευγενία, συ δε ο πατήρ μου, και η γυνή σου Κλαυδία η μήτηρ μου, αδελφοί μου δε οι συγκάθεδροί σου Αβίτας και Σέργιος, ούτοι δε είναι οι ευνούχοι Πρωτάς και Υάκινθος, οίτινες συνεκοινώνησαν εις την γνώμην μου και απηρνήθημεν πάσαν δόξαν του κόσμου και σαρκικήν ηδυπάθειαν, ως και σας τους φιλτάτους γονείς μου δια την αγάπην του Κτίστου μου». Πόσην χαράν και αγαλλίασιν νομίζετε, ω ακροαταί, να έλαβον την ώραν εκείνην όχι μόνον οι συγγενείς της, αλλά και πάσα η Αλεξάνδρεια; Τολμώ ειπείν, ότι και οι λίθοι από την χαράν των εδάκρυσαν. Έπεσον επί τον τράχηλον αυτής οι γονείς της Φίλιππος και Κλαυδία και οι αδελφοί της Αβίτας και Σέργιος εκχέοντες κρουνούς δακρύων, και λέγοντες· «Αυτή είναι η θυγάτηρ ημών, το φως των οφθαλμών μας, η ηδονή και η αγαλλίασις της ψυχής μας, την οποίαν ενομίζομεν καθώς μας είπον οι ψευδοϊερείς των ειδόλων ότι ήρπασαν οι θεοί και είχομεν πολλήν θλίψιν δια την υστέρησιν αυτής». Ταύτα ειπόντες την ανεβίβασαν εις την αρχοντικήν καθέδραν, και εβόησαν άπαντες· «Εις είναι ο αληθής Θεός, ο Χριστός». Τότε όσοι Χριστιανοί ήσαν εκεί συνηγμένοι δια να ενταφιάσουν τα Λείψανα των Οσίων, τους οποίους ήθελον να θανατώσουν οι ειδωλολάτραι, ακούοντες τα γενόμενα, επήδησαν εις το μέσον, και μεγαλοφώνως εκραύγαζον· «Τις θεός μέγας, ως ο Θεός ημών, ο ανακαλύπτων απόκρυφα και τους σοφούς δια της ιδίας αυτών πανουργίας καταισχύνων»; Ο δε έπαρχος, ενδύσας την Αγίαν βιαίως στολήν λαμπράν χρυσοϋφαντον, την ανεβίβασεν εις θρόνον υψηλόν, να την ίδουν όλοι να ευφρανθώσι τω πνεύματι. Εν ω δε χρόνω ταύτα εγίνοντο, ο παντοδύναμος και δικαιοκρίτης Θεός, ο εν υψηλοίς κατοικών και τα ταπεινά εφορών, ρίψας πυρ ουρανόθεν κατέκαυσε την Μελανθίαν και όλον τον οίκον της εκ θεμελίων· όθεν πολλοί επίστευσαν εις τον Χριστόν δια τούτο το θαυμάσιον. Έγινε λοιπόν εορτή και πανήγυρις πανευφρόσυνος υπό των Χριστιανών, διότι  έπαρχος εβαπτίσθη και έδωκε διαταγήν να κατοικούν οι Χριστιανοί ανεμποδίστως εντός της πόλεως και να έχωσι τους Ναούς, την τιμήν και τα εισοδήματα, τα οποία είχον πρότερον, δια να συγκατατεθούν δε οι βασιλείς και να βεβαιώσουν το πρόσταγμα τούτο, τους έγραψεν ότι πολλήν ωφέλειαν και μεγάλον κέρδος θέλει έχει το κράτος από τους Χριστιανούς εκ των φόρων και των εν γένει εμπορικών συναλλαγών, εάν τους επιτρέψουν να κατοικώσιν εντός της πόλεως. Οι δε Σεβήρος και Αντωνίνος οι βασιλείς επεκύρωσαν το πρόσταγμα του Φιλίπου. Ούτω λοιπόν οι Χριστιανοί αφέθησαν ελεύθεροι και η Αλεξάνδρεια ήνθει πάλιν εις την ευσέβειαν. Ο εχθρός όμως της αληθείας φθονήσας ηρέθισεν ειδωλολάτρας τινάς της πόλεως να διαβάλουν προς τους βασιλείς τον Φίλιππον και ούτως εποίησαν. Απήλθον εις την Ρώμην και λέγουν προς αυτούς· «Ο έπαρχος της Αλεξανδρείας Φίλιππος εκυβέρνα επί δέκα έως σήμερον έτη καλά και θεάρεστα τον λαόν, τώρα όμως δεν γνωρίζομεν τι έπαθε και αφήσας το πάτριον σέβας των μεγίστων θεών, προσκυνεί αυτόν, τον οποίον εσταύρωσαν οι Ιουδαίοι, τιμά δε περισσότερον τους Χριστιανούς παρά ημάς τους λατρευτάς των μεγίστων θεών. Όθεν κινδυνεύει να απολεσθή η θρησκεία μας, εάν δεν βοηθήσετε σύντομα». Ταύτα οι βασιλείς ακούσαντες, έγραψαν ούτω προς τον Φίλιππον· «Ο προ ημών θειότατος Αύγουστος, γνωρίζων σε θεραπευτήν των θεών σπουδαίον και επιμελέστατον, σου εχάρισεν αυτήν την αρχήν να την έχης αδιαδόχως εις όλην την ζωήν σου και σε ετίμησεν ως βασιλέα μάλλον ή ως έπαρχον, να εξουσιάζης όλην την Αίγυπτον, και πάλιν ημείς σε εστερεώσαμεν δίδοντές σου τιμήν μεγαλυτέραν· αλλά ταύτα τα αξιώματα ωρίσαμεν να έχης, έως ότου ήσουν φίλος των θεών, τώρα όμως όπου ηλούσαμεν ότι έγινες καταφρονητής αυτών και ημών παρήκοος, προστάσσομεν ή να τιμάς τους θεούς ως το πρότερον ή να είσαι εστερημένος πάσης αξίας και να ζημιωθής όλον τον πλούτον σου». Ταύτα αναγινώσκων ο Φίλιππος προσεποιήθη ότι ησθένησε και πωλήσας όλα του τα υπάρχοντα, διεμοίρασεν εις δύο τα χρήματα, δίδων τα ημίση εις Εκκλησίας και Μοναστήρια και τα άλλα ημίση εις τους πένητας. Ήτο δε ο Φίλιππος εις την Ελληνικήν γλώσσαν πεπαιδευμένος, αλλά και εις τον βίον θεοφιλέστατος και φιλοσοφώτατος και εις την πίστιν στερεός και θερμότατος· όθεν κοινή γνώμη όλων των Χριστιανών της Αλεξανδρείας εχειροτόνησαν αυτόν Επίσκοπον. Ταύτα μαθόντες οι βασιλείς έστειλαν άλλον έπαρχον ονόματι Τερέντιον και του παρήγγειλαν, εάν δυνηθή με τρόπον απόκρυφον να φονεύση τον Φίλιππον, δια να μη γίνη εις τον λαόν σύγχυσις. Λαβών λοιπόν την αρχήν ο Τερέντιος έδωκε χρήματα εις ανθρώπους τινάς, να προσποιηθώσιν ότι είναι Χριστιανοί, και να τον φονεύσωσιν, εκείνοι δε εισελθόντες εις τον Ναόν, εις τον οποίον ήτο, έσφαξαν αυτόν προσευχόμενον. Τότε ο έπαρχος φοβηθείς να μη τον φονεύση ο λαός, εφυλάκισε τους φονείς εκείνους, προσποιούμενος, ότι δεν ήτο εις τούτο αίτιος. Έπειτα όμως από ολίγον ήλθον βασιλικά γράμματα και τους ηλευθέρωσεν. Ο δε μακάριος Φίλιππος έζησε μετά την πληγήν τρεις ημέρας, καθώς εδεήθη του Θεού, δια να στερεώση μάλλον εις την Πίστιν τούς αρχαρίους, τους οποίους και εδίδαξεν ικανώς, και ούτω παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, ζήσας μετά την χειροτονίαν εν έτος και μήνας τρεις και τον ενεταφίασαν εντίμως έσω της πόλεως εις μίαν Εκκλησίαν, την οποίαν είχεν ο ίδιος οικοδομήσει. Η δε μακαρία Κλαυδία έκτισεν εκεί πλησίον ξενοδοχείον και αφιέρωσεν άπειρα χρήματα εις ανάρρωσιν των ασθενούντων και κυβέρνησιν των ξένων. Είτα λαβούσα τους παίδας αυτής και την Ευγενίαν απήλθεν εις την πατρίδα των. Οι δε Ρωμαίοι τους υπεδέχθησαν ευμενώς και εχειροτόνησαν τον μεν Αβίταν ανθύπατον της Καρθαγένης, τον δε Σέργιον βικάριον της Αφρικής. Η δε Κλαυδία με την Ευγενίαν, τον Πρωτάν και τον Υάκινθον έμειναν εις την οικίαν αυτών, εναρέτως διάγοντες εν προσευχή και νηστεία. Ήρχοντο δε προς αυτούς και αι θυγατέρες των αρχόντων, τας οποίας ενουθέτει η Ευγενία προς παρθενίαν και θεοσέβειαν, και πολλάς προς σωτηρίαν ωδήγησεν. Ήτο δε τότε και τις νεάνις θαυμαστή εις το κάλλος, από γένος βασιλικόν, Βασίλλα ονόματι, μεμνηστευμένη με μέγαν τινά άρχοντα Πομπήϊον καλούμενον. Αύτη η νεάνις είχεν πόθον πολύν να συναντήση την Ευγενίαν, διότι ήκουσε την θεάρεστον αυτής πολιτείαν και επεθύμει να γίνη Χριστιανή. Οι δε συγγενείς αυτής την εφύλαττον ακριβώς και δεν την άφηναν να εξέλθη ουδόλως έξω της οικίας έως να την λάβη ο άνδρας της. Έστειλε λοιπόν γράμμα η Βασίλλα προς την Ευγενίαν κρυφίως με δούλον της πιστόν, Πορθμέα καλούμενον, παρακαλούσα και ικετεύουσα, όπως αποστείλη εις αυτήν γραπτώς τα Άρθρα της Πίστεως. Η δε Ευγενία γνωρίζουσα πόση διαφορά υπάρχει από την γραφήν, έως την ζώσαν φωνήν, έστειλε τον Πρωτάν και τον Υάκινθον με δουλικόν σχήμα ως δώρον προς αυτήν ή μάλλον ειπείν επιστολήν έμψυχον, δια να την καθοδηγήσουν προς την ευσέβειαν. Τούτους υποδεξαμένη η Βασίλλα ασμένως, τους προσεκύνει ως Αποστόλους Κυρίου. Μαθών δε τα κατ΄ αυτήν Κορνήλιος ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ρώμης απήλθε νύκτα τινά κρυφίως και την ηξίωσε του θείου Βαπτίσματος. Ούτω λοιπόν η Βασίλλα και η Ευγενία συνεδέθησαν εις φιλίαν δια Χριστόν με δεσμόν αχώριστον, και μη δυνάμεναι να συναντώνται σωματικώς, συνωμιλούσαν νοερώς καθ΄ εκάστην και συνευφραίνοντο. Ω! πόσας των παρθένων η Βασίλλα και η Ευγενία και πόσας χήρας η σεμνή Κλαυδία και πόσους άνδρας οι Πρωτάς και Υάκινθος προσήγαγον εις τον Χριστόν! Κατ΄ εκείνας τας ημέρας έγιναν βασιλείς οι Βαλλεριανός και Γαλλιηνός, οίτινες εκίνησαν διωγμόν μέγαν κατ΄των Χριστιανών και δεν ετόλμα να φανερωθή ο Αρχιεπίσκοπος Άγιος Κορνήλιος (251-253), μόνον δε απόκρυφα απήρχετο και εκοινώνει την Βασίλλαν και την Ευγενίαν, αίτινες έκαμαν τρόπον και συνηντήθησαν και ηυφράνθησαν εν Κυρίω. Έπειτα λέγει η Ευγενία· «Γνώριζε, φιλτάτη μου αδελφή, ότι εις ολίγας ημέρας λαμβάνεις του Μαρτυρίου τον στέφανον». Ομοίως και η Βασίλλα είπε προς αυτήν· «Χθες μου απεκάλυψε της αναξίας ο Δεσπότης μας Χριστός, ότι έχει δια σε ητοιμασμένα δύο στέφανα, εν δια τους πολλούς αγώνας και κινδύνους, τους οποίους διήλθες εις την Αίγυπτον, και έτερον δια τον θάνατον, τον οποίον μέλλεις να λάβης εδώ εις την πατρίδα σου δι΄ αγάπην του». Ταύτα ειπούσα ησπάσθησαν αλλήλας και μετά δακρύων πολλών απεχαιρετίσθησαν. Επειδή λοιπόν έμελλε να λάβη τέλος η πρόρρησις των Αγίων, απήλθε μία δούλη της Βασίλλας και λέγει προς τον Πομπήϊον· «Γνώριζε, ότι εάν δεν σπεύσης το ταχύτερον να λάβης με βασιλικήν εξουσίαν την αρραβωνιαστικήν σου Βασίλλαν, δεν την βλέπεις πλέον να έλθη εις την οικίαν σου, διότι έγινε Χριστιανή αυτή και ο θείος της Έλενος από τους λόγους της Ευγενίας, ήτις έστειλε προς αυτήν δύο ευνούχους εις δουλικόν σχήμα και αυτοί την διέστρεψαν και εμάγευσαν τόσον, ώστε τους έχει ως θεούς και τους σέβεται». Ταύτα ακούσας από την πονηράν δούλην ο Πομπήϊος, εθυμώθη και δραμών παρευθύς εις τον θείον τής Βασίλλας λέγει προς αυτόν· «Πρέπει να κάμωμεν τους γάμους το γρηγορώτερον, δια να λάβω την γυναίκα μου· ει δ΄ άλλως γνώριζε, ότι έχεις αντίδικον και εχθρόν σου θανάσιμον εμέ και τους καίσαρας». Ο δε Έλενος απεκρίνατο· «Εγώ ήμην επίτροπος της κόρης έως ου αύτη ήτο ανήλικος· εφ΄ όσον όμως τώρα ήλθεν εις ηλικίαν νόμιμον, δεν είναι πλέον εις το θέλημά μου, αλλά κάμνει ό,τι βούλεται». Ταύτα ακούσας ο Πομπήϊος έδραμεν εις τον οίκον της Βασίλλας και κρούσας την θύραν εζήτει να εισέλθη. Αυτή δε του εμήνυσε με την δούλην της να υπάγη εις την οδόν αυτού, διότι εκείνη δεν συγκατατίθεται να υπανδρευθή, αλλά θα μείνη παρθένος έως τέλους αυτής. Ταύτην την απροσδόκητον απόφασιν ακούων ο Πομπήϊος εδαιμονίσθη από τον θυμόν και πρώτον μεν έδραμεν εις τους συμβούλους και τους επήρε να υπάγουν ομού εις τους βασιλείς και πεσών εις τους πόδας αυτών, ωλοφύρετο την συμφοράν αυτού, ως να ήτο κοινή απάσης της πόλεως, λέγων ταύτα· «Εγέρθητε, θειότατοι αύγουστοι, ίνα μη απολεσθήτε σεις και οι θεοί σας και αποδιώξετε τον νεώτερον Θεόν, τον οποίον έφερεν η Ευγενία από την Αίγυπτον, διότι κινδυνεύει να αφανισθή η δόξα σας, επειδή οι Χριστιανοί καταφρονούσι τους βασιλείς και τους νόμους, τους δε ευμενείς και σωτήρας θεούς ατιμάζουσιν· όχι δε μόνον τούτο, αλλά και το χειρότερον πάντων, εμποδίζουσι τους νόμους των γάμων και κωλύουσι τας συζυγίας, χωρίσαντες τας νυμφευθείσας γυναίκας από τους άνδρας των. Λοιπόν τι άλλο μέλλει να γίνη εις ολίγον καιρόν, εάν στερεωθή ο νόμος αυτός, παρά να αφανισθώσιν αι επαρχίαι και τα βασίλεια»; Τους λόγους τούτους του Πομπηϊου εβεβαίωνον και οι σύμβουλοι· ως εκ τούτου εθυμώθη ο βασιλεύς και δίδει ευθύς γραφικώς την απόφασιν, ότι «ή να λάβη η Βασίλλα τον Πομπηϊον άνδρα της ή να την θανατώσωσιν. Η δε Ευγενία ή να θυσιάση εις τους θεούς, ή να αποθάνη αυτή και πάντες οι Χριστιανοί με διάφορα κολαστήρια». Ταύτην την απόφασιν ακούσασα η όντως βασίλισσα εκείνη εις την ψυχήν και το όνομα Βασίλλα, η εκλεκτή νύμφη του Χριστού, εβόησε λέγουσα· «Εγώ ενυμφεύθην τον Βασιλέα των βασιλευόντων και Δημιουργόν των απάντων· όθεν δεν καταδέχομαι να συγκοινωνήσω με φθαρτόν άνθρωπον, ούτε υποτάσσομαι εις βασιλικόν πρόσταγμα». Ταύτα της Αγίας ειπούσης απέκοψαν ευθύς οι απεσταλμένοι την τιμίαν αυτής κεφαλήν και ούτω παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού. Μετά ταύτα λαβόντες οι δήμιοι τον Πρωτάν και τον Υάκινθον τους επήγαν βιαίως εις τον ναόν του Διός να κάμουν θυσίαν. Ενώ δε αυτοί ίσταντο προσευχόμενοι εις τον αληθινόν Θεόν, έπεσε το είδωλον έμπροσθεν αυτών και συνετρίβη· όθεν προστάσσει ο έπαρχος της Ρώμης Νικίτιος και έκοψαν τας κεφαλάς των. Τότε έφεραν την Ευγενίαν και της λέγει · «Πόθεν εμάθετε ακριβώς την μαγικήν τέχνην να εξουσιάζετε τους μεγάλους θεούς»; Η δε απεκρίνατο· «Αληθώς είπες, ω έπαρχε, ότι ημείς οι Χριστιανοί εν ευκολία κυριεύομεν τους θεούς σας, το δε ότι με τέχνην μαντείας πράττομεν τα θαυμάσια είναι ψεύδος, διότι ημείς με την άμαχον δύναμιν του μόνου Θεού τελούμεν όσα βουλόμεθα· αλλ΄ οι θεοί σας είναι πονηροί δαίμονες και δεν δύνανται να ευεργετήσουν εκείνους οίτινες τους σέβονται, ούτε να κακοποιήσουν ημάς οι οποίοι τους υβρίζομεν». Τότε κελεύει ο έπαρχος να την υπάγουν εις τον ναόν της Αρτέμιδος, να ακολουθή δε και ο δήμιος με την σπάθην και εάν δεν προσκυνήση, να την θανατώση το συντομώτερον. Φθάσασα η Ευγενία εις τον ναόν εστάθη προ των ειδώλων εις σχήμα προσευχής λέγουσα· «Ο Θεός ο αιώνιος, όστις με ηξίωσες να γεννηθώ, να ανατραφώ και να διαφυλαχθώ παρθένος νύμφη του Μονογενούς σου Υιού έως σήμερον, αυτός και τώρα τέλεσον παράδοξα, δια να δοξασθώσιν οι δούλοι σου και να αισχυνθώσιν οι προσκυνούντες γλυπτά βδελύγματα». Ταύτα της Αγίας προσευχομένης, έγινε σεισμός μέγας και έπεσεν όλος ο ναός, το είδωλον της Αρτέμιδος συνετρίβη και τα άλλα εξετινάχθησαν εδώ και εκεί. Εξίσταντο οι ορώντες και οι μεν γνωστικοί έλεγον, ότι ήτο θαυματουργία και έργον θείας δυνάμεως, οι δε άφρονες μαντείαν ενόμιζον τα γενόμενα. Μαθών ταύτα ο βασιλεύς, εκέλευσε να δέσουν εις τον τράχηλον της Αγίας λίθον μέγαν και να την ρίψουν εις τον βυθόν του Τιβέρεως. Τούτου γενομένου, ο μεν λίθος ελύθη, η δε Αγία περιεπάτει ως ποτε ο μέγας Πέτρος επάνω εις τα ύδατα. Τότε την έρριψαν εις μίαν ανημμένην κάμινον, αλλ΄ εις μάτην εκοπίαζον, διότι το ομόδουλον πυρ έχασε την φύσιν του και εδρόσιζε μάλλον αυτήν και αβλαβή διεφύλαξε. Μη γνωρίζοντες λοιπόν οι δυσσεβείς με ποίον τρόπον οδυνηρόν να θανατώσωσι την Αγίαν, την έβαλαν εις φυλακήν σκοτεινήν και βαθυτάτην, έως να τελευτήση από την πείναν, αγνοούντες οι μάταιοι, ότι μετ΄ αυτής ήτο ο Κύριος του φωτός και εξήστραπτεν όλον το δεσμωτήριον, της προσεκόμιζον δε οι Άγγελοι τροφήν ουράνιον, καθ΄ ημέραν ένα άρτον γλυκύτερον της αμβροσίας και της χιόνος λευκότερον και (το μεγαλύτερον) ήλθε και αυτός ο Βασιλεύς των Αγγέλων να την επισκεφθή, και της λέγει· «Ευγενία, εγώ είμαι ο καταδεχθείς Σταυρόν και θάνατον δια σε, καθώς και συ δι΄ αγάπην μου υπομένεις τοιαύτα δεινά κολαστήρια· όθεν πολλών χαρίτων και μεγίστης δόξης θέλω σε αξιώσει εις την αιώνιον Βασιλείαν μου. Έχε δε και τούτο σύμβολον της τιμής, την οποίαν θέλεις απολαύσει εις τους ουρανούς, να χωρίσης από τον πρόσκαιρον αυτόν και επίκηρον κόσμον και να έλθης εις την άνω ζωήν κατ΄ αυτήν ταύτην την ημέραν κατά την οποίαν εγεννήθην ως άνθρωπος». Ταύτα ειπών ο Δεσπότης ανήλθεν εις ουρανούς. Οι δε ασεβείς απέστειλαν τον δήμιον, όστις κατέσφαξε την Αγίαν εντός της φυλακής τη κε΄ (25) του Δεκεμβρίου, κατ΄ αυτήν την κυρίαν ημέραν της του Χριστού Γεννήσεως. Η δε μήτηρ και οι αδελφοί της ενεταφίασαν εντίμως το ιερόν αυτής Λείψανον εις εν εκ των αγρών των έξωθεν της πόλεως εις τόπον καλούμενον Ρωμαίαν Οδόν, εις τον οποίον αυτή πρότερον είχε τεθαμμένα ΄λλων Αγίων Λείψανα. Ούτω λοιπόν η Ευγενία σεμνώς και ευγενώς ζήσασα με θαυμαστήν και αξιέπαινον πολιτείαν ηξιώθη και μεγίστης δόξης παρ΄του Κυρίου και Θεού Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Η δε μήτηρ της Αγίας ίστατο κλαίουσα εις τον τάφον ημέρας πολλάς, νύκτα δε τινα εμφανίζεται εις το όραμα της μητρός της τοσούτον λελαμπρυσμένη και εστολισμένη, ώστε δεν ηδύνατο η Κλαυδία να την ίδη εις το πρόσωπον· ήσαν δε και άλλαι παρθένοι εις την συνοδείαν αυτής, και της λέγει· «Διατί κλαίεις και κόπτεσαι, μήτερ μου, δι΄ ημάς και δεν ευφραίνεσαι μάλλον και αγάλλεσαι; Γνώριζε, ότι εις πολλήν και άπειρον ευφροσύνην με ηξίωσεν ο Κύριος και ευρίσκομαι με τους Αγίους Μάρτυρας μαζί με τον πατέρα μου Φίλιππον συμβασιλεύοντες μετά του Χριστού, όστις εις ολίγας ημέρας λμβάνει και σε εις την συνοδείαν μας· παρακίνησον δε τους αδελφούς μου να φυλάξουν ακριβώς την πίστιν του Χριστού, δια να σώσουν και αυτοί την ψυχήν των». Ταύτα ακούσασα η μήτηρ και ιδούσα τους Αγίους Αγγέλους, οίτινες συνώδευον την Ευγενίαν, εχάρη λίαν και ηυχαρίστησε τον Θεόν. Καλώς λοιπόν οικονομήσασα τα εαυτής πάντα και διαμοιράσασα εις τους πτωχούς τα υπάρχοντά της, ανεπαύσατο και αυτή εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου