Γεδεών ο
νεοφανής αστήρ του νοητού στερεώματος και νέος Οσιομάρτυς κατήγετο από το
χωρίον Κάπουρνα της επαρχίας της Δημητριάδος, κείμενον πλησίον της Μακρυνίτσας,
κωμοπόλεως της ιδίας Δημητριάδος, γεννηθείς από γονείς ευσεβείς και Ορθοδόξους.
Και ο μεν πατήρ του ωνομάζετο Αυγερινός, η δε μήτηρ του Κυράτζα, είχε δε και
άλλους τρεις αδελφούς κατά σάρκα και τέσσαρας αδελφάς, αλλ΄ αυτός ήτο ο
πρωτότοκος των άλλων, ονομαζόμενος Νικόλαος. Επειδή δε ο πατήρ του Αγίου
περιέπεσεν εις δυστυχίαν λόγω της βαρείας φορολογίας, και δεν ηδύνατο να εξοικονομήση
τα προς το ζην αναγκαία εις την πατρίδα του Κάπουρνα, αναχωρήσας εκείθεν
κατώκησεν εις εν χωρίον ονομαζόμενον Γιερμή με όλην την οικογένειάν του, φέρων
ομού και τον Άγιον, δώδεκα χρόνων ηλικίαν έχοντα τότε.
Επειδή δε η μήτηρ τού Αγίου είχεν ένα εξάδελφον παντοπώλην εις το Βελεστίνον, όστις ιδών τον Άγιον έξυπνον και σπουδαίον εις πάσαν υπηρεσίαν, εζήτησεν αυτόν από την εξαδέλφην του, την μητέρα του Μάρτυρος, δια να τον έχη εις το εργαστήριόν του, πωλούντα και αγοράζοντα κατά την συνήθειαν, εκείνη παρέδωσε τον υιόν της μετά χαράς εις τας χείρας του εξαδέλφου της. Διατρίβων δε εκεί ο Άγιος υπηρετούσεν εις όλας τας υπηρεσίας αόκνως τον θείον του. Εις το εργαστήριον τούτο συνήθιζε να συχνάζη, εις των εν Βελεστίνω Αγαρηνών, Αλής ονόματι, όστις ιδών εκεί τον Άγιον, λέγει προς τον θείον του μίαν ημέραν· «Μπρε Γιάννη, μου δίδεις δι’ ένα έτος αυτό το παιδί, το οποίον επειδή είναι μικρόν θέλω να το βάλω να υπηρετή εις το χαρέμι»; Ο δε θείος του Αγίου του απεκρίθη· «Εγώ δεν ημπορώ να σου το δώσω, αλλ’ αν θέλης ύπαγε εις την μητέρα του και ζήτησον αυτό και εάν σου το δώση, λάβε το». Ο δε Αγαρηνός θυμωθείς ανεχώρησε και μετά επτά ημέρας επιστρέψας ήρπασε βιαίως τον Νικόλαον και ως αρνίον άκακον τον έφερεν αμέσως εις το χαρέμι του. Εκεί ο Νικόλαος υπηρέτει αόκνως και επιδεξίως τους απογόνους της Άγαρ, διότι, ως είπομεν, ήτο εκ φύσεως επιτήδειος. Μετά την πάροδον του έτους ήλθεν ο πατήρ του ζητών επιμόνως να παραλάβη το τέκνον του, ο δε ασεβής είπε προς αυτόν ιλαρώτατα· «Εγώ, μπρε Αυγερινέ, ηξεύρεις καλά ότι έχω το παιδίον μου εις τον πόλεμον· λοιπόν όταν επιστρέψη από τον πόλεμον, τότε έλα να πάρης τον υιόν σου». Μετά δέκα ημέρας ήλθεν ο υιός του, ως δε εκείνος εισήλθεν εις την οικίαν, λέγει ευθύς προς τον πατέρα του· «Άτακτον είναι να ευρίσκεται εις το χαρέμι ένα Ελληνόπουλον· όθεν εγώ λέγω να το περιτμήσω και να γίνω ανάδοχός του, δια να το έχωμεν πάντοτε εις το χαρέμι». Ήρχισε λοιπόν αμέσως ο μιαρός να κολακεύη τον Νικόλαον, αυτός δε ως τρυφερός εις την ηλικίαν ηπατήθη και ηρνήθη (φεύ!) τον γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν τον Σωτήρα του κόσμου και Θεόν ημών. Αφού δε περιέταμον αυτόν οι υπηρέται του διαβόλου, αντί Νικόλαον επωνόμασαν αυτόν Ιμβραϊμ, έμεινε δε μετά ταύτα εις την θρησκείαν του Μωάμεθ ή μάλλον ειπείν εις την πλάνην του διαβόλου, δύο και μόνον μήνας (του Θεού μη συγχωρήσαντος περισσότερον δια την άκραν φιλανθρωπίαν του)· μετά δε την παρέλευσιν τούτων των δύο μηνών, ελθών ο Άγιος εις αίσθησιν και γνωρίσας την αξιοδάκρυτον πτώσιν του μετενόησεν εξ όλης καρδίας του ως ο Πέτρος κλαύσας πικρώς, και φυγών κρυφίως ήλθε δια νυκτός εις τον κατά σάρκα πατέρα του, την συμφοράν αυτού οδυρόμενος. Υποδεχθείς ο πατήρ τον υιόν του έφερε τούτον δια να τον κρύψη εις τι χωρίον ονομαζόμενον Κεραμίδι, εις το οποίον έτυχε κατ’ ευδοκίαν Θεού να έχη ο πατήρ τού Αγίου θείαν τινά Μοναχήν, Σοφίαν ονομαζομένην, ήτις παραλαβούσα τον Άγιον τον παρέδωκεν εις τινας κτίστας μετά των οποίων ειργάζετο. Επειδή δε κατά τας ημέρας εκείνας ανεχώρησαν ούτοι δια την Κρήτην προς εργασίαν, παρέλαβον μεθ’ εαυτών και τον Νικόλαον. Εκεί εις την Κρήτην δουλεύοντες οι τεχνίται έδερον απανθρώπως τον Άγιον· όθεν μετά μήνας τρεις μη υποφέρων αυτούς έλαβε μεθ’ εαυτού μίαν οκάν άλευρον, το οποίον είχον οι τεχνίται και αναχωρήσας εκείθεν εισήλθεν εις δάσος, εις το οποίον κρυβείς εζύμωσε το ολίγον αυτό άλευρον και πλάσας δώδεκα κουλούρια τα έψησεν, εκάθησε δε εκεί ημέρας δώδεκα, έως ότου έφαγεν αυτά. Έπειτα βιασθείς το μεν υπό της πείνης, το δε και υπό του φόβου, ανεχώρησεν εκείθεν και ελθών εις εν εξωκκλήσιον εύρεν εκεί Ιερέα τινά λειτουργούντα κατά την ημέραν εκείνην· ο δε Ιερεύς ιδών τούτον ούτω πως έχοντα ηρώτησεν αυτόν ιλαρώς· «Πόθεν είσαι, τέκνον μου; Και πως είσαι ούτω ανεπιμέλητος και τεταλαιπωρημένος»; Ο δε Άγιος, ποιήσας πρώτον μετάνοιαν έως εδάφους της γης προς τον Ιερέα του Υψίστου, ήρχισεν έπειτα να εξιστορή μετά δακρύων τα συμβάντα του. Ακούσας ο Ιερεύς όλην την ελεεινήν συμφοράν τού Αγίου, στενάξας ως έπρεπε και δακρύσας, είπε· «Παύσον, τέκνον μου, και μη θρηνής· επειδή δε εγώ είχον υιόν μονογενή, όστις προ πέντε ημερών απέθανε, δια τούτο, αν αγαπάς, θέλω σε υιοθετήσει δια παραμυθίαν». Ο Άγιος, ακούσας ταύτα παρ’ ελπίδα, εχάρη, ως αξιωθείς θεόθεν να εύρη τοιούτον Ιερέα ψυχοπατέρα. Αφού λοιπόν εδέχθη, λαμβάνει αυτόν ο θεοφιλέστατος εκείνος Ιερεύς και δώσας εις τας χείρας του τα ιερά του, ήλθον ομού εις την οικίαν του, όπου και η πρεσβυτέρα αυτού εναγκαλισαμένη αυτόν και κλαίουσα τον θάνατον του υιού της, υπεδέχθη αυτόν ως άλλον υιόν της, έκτοτε δε ηγάπα αυτόν και τον περιεποιείτο. Ησυχάσας δε εκεί, μετ’ ολίγας ημέρας ήρχισε να μανθάνη και την υφαντικήν τέχνην, την οποίαν ο Ιερεύς εκείνος εγνώριζεν. Αλλ’ επειδή μετά τρεις χρόνους ετελεύτησεν εν Κυρίω ο χριστομίμητος εκείνος Ιερεύς, συμφωνήσας μεθ’ ετέρου τινός νέου εισήλθον εις πλοίον και ανεχώρησαν από την Κρήτην και μετ’ ολίγας ημέρας Θεού βοηθεία κατευωδόθησαν εις το Άγιον Όρος, εις τον λιμένα τον καλούμενον Δάφνην, εκείθεν δε ανέβησαν εις την Σκήτην των Καρυών, όπου ο Άγιος, διαχωρισθείς από του συνοδοιπόρου του και περιερχόμενος όλον το Άγιον Όρος εις προσκύνησιν των είκοσιν ιερών Μοναστηρίων και των λοιπών Ασκητηρίων, ανεζήτει πανταχού επιμελώς να εύρη Πνευματικόν τινα έμπειρον δια την εξομολόγησίν του και μετάληψιν των αχράντων και ζωοποιών Μυστηρίων. Περιερχόμενος λοιπόν το Άγιον Όρος έφθασε και εις την Ιεράν Μονήν των Αγίων και πανευφήμων Αποστόλων, την καλουμένην του Καρακάλλου· εκεί δε θεωρήσας το ήσυχον του τόπου και το κατανυκτικόν και την καλλονήν του Μοναστηρίου, έμεινεν εις την συνοδείαν των εκείσε Πατέρων, όπου και της ιεράς εξομολογήσεως, κατά τον πόθον του, αξιωθείς, μετά ένα μήνα έλαβε και το μέγα και Αγγελικόν Σχήμα προς περισσοτέραν προθυμίαν και άσκησιν των πνευματικών αγώνων, μετονομασθείς Γεδεών, εφησυχάζων και κλαίων δια παντός την προτέραν ανομίαν μετ’ άκρας υποταγής και ασκήσεως. Βλέποντες δε οι πατέρες του Μοναστηρίου την ευλάβειαν αυτού και υπακοήν εις πάντα τα προστάγματα του Προεστώτος και της λοιπής αδελφότητος, αποκατέστησαν αυτόν νεωκόρον, ήτοι εκκλησιάρχην, προς υπηρεσίαν και φιλοκαλίαν του πανσέπτου Ναού. Εκεί δε ενασκουμένου του Αγίου, τις δύναται να διηγηθή τας νηστείας του, τας γονυκλισίας του, τας αγρυπνίας του και τους λοιπούς ασκητικούς αγώνας του; Μόνος ο καρδιογνώστης Θεός γινώσκει ακριβώς ταύτα· διότι μετά των άλλων ασκήσεων και αγώνων, τους οποίους μετεχειρίζετο προς τήξιν και κακουχίαν του σώματός του, λέγουσιν, ότι είχε και μίαν τανάλιαν δια της οποίας δάκνων τας σάρκας του κατέκοπτεν αυτάς αφειδώς, πράγμα τω όντι άξιον φρίκης! Και φανερούν ότι ο ζήλος αυτού δεν ήτο ολιγώτερος των παλαιών Ασκητών. Ούτω λοιπόν υπηρετών και ευτρεπίζων αόκνως τον θείον εκείνον Ναόν και υπέρ ανθρώπους αγωνιζόμενος, διέτριψεν εκεί εις το Μοναστήριον χρόνους τριάκοντα πέντε. Εν τω μεταξύ δε τούτων των τριάκοντα πέντε ετών, εν έτει 1797, Ιουνίου 6, διωρίσθη παρά της Ιεράς Μονής, ούσης τότε ιδιορρύθμου, μετά του Προηγουμένου Γαβριήλ εις το εν Κρήτη Μετόχιον της θείας Μεταμορφώσεως, δια μίαν εξαετίαν, επιστρέψας δε μετά ταύτα εις την Ιεράν Μονήν, ειργάζετο το μέλι της μοναχικής ζωής εν αμέμπτω πολιτεία και ακατακρίτω συνειδότι. Μετά παρέλευσιν χρόνων ικανών, αφού ήκουσε πολλάς ψυχωφελείς αναγνώσεις και Βίους των Αγίων Μαρτύρων προτρεπτικούς εις το Μαρτύριον και πληροφορηθείς, ότι πολλοί των παλαιών και νέων περιέπεσον (κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος) ως και αυτός εις αυτό τούτο (φεύ!) το παράπτωμα της αρνήσεως της εις Χριστόν πίστεως, και πάλιν εγερθέντες ωμολόγησαν ενώπιον βασιλέων και τυράννων τον πρώην υπ’ αυτών αρνηθέντα Χριστόν, Θεόν αληθινόν και Σωτήρα του κόσμου, ήναψεν από θείον έρωτα και από την αγάπην του Μαρτυρίου· όθεν και άνευ αναβολής τινος και δισταγμού αναχωρήσας γνώμη και αδεία του Προεστώτος από το Ιερόν Μοναστήριον του Καρακάλλου, και εφοδιασθείς δια των ευχών των πατέρων, ώρμησεν εις Ζαγοράν· εκεί δε προσεποιείτο ο μακάριος ως άλλος Σιμεών τον δια Χριστόν σαλόν. Ούτω λοιπόν πολιτευόμενος και περιφερόμενος τήδε κακείσαι, έφθασε και εις το Βελεστίνον όπου το πάλαι εξώμοσε. Κατά δε την Μεγάλην Πέμπτην, φορών εις την κεφαλήν του στέφανον από τριαντάφυλλα και λουλούδια, και προσποιούμενος, ως είπομεν, τον σαλόν, διέβη τοιουτοτρόπως από τον δρόμον εκείνον εις τον οποίον ευρίσκετο η οικία του υποσκελίσαντος αυτόν Τούρκου και γνωρίσας αυτήν, έκρουσε την θύραν μετά μεγάλων πετρών τοσούτον σφοδρώς, ώστε θα την συνέτριβεν, εάν αι δούλαι δεν ήνοιγον αυτήν. Εισελθών λοιπόν εις την οικίαν του Αγαρινού παρουσιάζεται εις αυτόν· εκείνος δε ιδών τούτον ηρώτησε: «Τι ζητείς, Καλόγηρε, και πως έχεις τόσα λουλούδια εις την κεφαλήν σου»; Λέγει ο Άγιος· «Δεν με γνωρίζεις»; Απεκρίθη ο Αγαρηνός· «Πρώτην ήδη φοράν σε βλέπω και απορώ διατί είσαι εις τοιαύτην αθλίαν και ελεεινήν κατάστασιν». Λέγει ο Άγιος· «Εγώ είμαι ο Νικόλαος ο υπό σου εξαπατηθείς και οδηγηθείς εις την πλάνην και την ασέβειαν δια το ατελές τότε της ηλικίας μου, και αρνηθείς (φεύ!) τον γλυκύτατον Ιησούν μου· αλλ’ εγώ πάλιν Χριστιανός είμαι και τον Χριστόν Θεόν αληθινόν ενώπιόν σου ομολογώ, και δια τούτο ήδη παρουσιάσθην, ίνα μοι αποδώσης εκείνο το οποίον με εστέρησας· διότι φέρω την σάρκα περιτετμημένην έχουσα την σφραγίδα του σατανά. Όθεν ήλθον σήμερον ίνα διαλεχθώμεν περί τούτου αμφότεροι». Ταύτα ακούσας ο σεβής, έσπευσεν εν τω άμ και κατήγγειλε τα γενόμενα εις το κριτήριον, αποσταλέντες δε παρευθύς υπηρέται ήρπασαν τον Άγιον και παρέστησαν αυτόν εις τον κριτήν κατά την ημέραν της Μεγάλης Παρασκευής· ο δε Άγιος προσευχόμενος και φορών εκείνον τον εξ ανθέων στέφανον εις την κεφαλήν του, και δύο αυγά κόκκινα βαστάζων εις τας χείρας του, αμέσως εγχειρίζει αυτά εις αυτόν ως δήθεν δωροφορών αυτόν και λέγων· «Χριστός Ανέστη, κριτά, και εις έτη πολλά». Ταύτα ο κριτής ακούσας και νομίσας αυτόν ως φρενόληπτον λέγει· «Σαλός είσαι, μωρέ τρελλοπαπά, ή προσποιείσαι τούτον τον τρόπον»; Ο Άγιος όμως ουδέν απεκρίνατο, αλλ’ εσιώπα. Ο δε κριτής λέγει προς τους υπηρέτας· «Φέρετε εις αυτόν ένα καφέ». Οι υπηρέται αφού έψησαν τον καφέν τον έφερον εις τον Άγιον· αυτός τότε εζήτησε παρά του κριτού ταμβάκον, εκείνος δε εκβαλών την ταμβακέραν του, αργυράν ούσαν, του την προσέφερεν. Επειδή όμως εκράτει αυτήν ο Άγιος εις τας χείρας του και την εξήταζεν ικανήν ώραν, του λέγει ο κριτής· «Βλέπεις πόσα ωραία πράγματα έχομεν ημείς οι Μουσουλμάνοι; Συ δε όστις έχεις τόσους χρόνους εις την θρησκείαν των Μουσουλμάνων, τολμάς σήμερον και λέγεις πως είσαι Χριστιανός και βλασφημείς την θρησκείαν μας, την ως αυτήν την ταμβακέραν την αργυράν εξαστράπτουσαν»; Λέγει ο Άγιος· «Αληθώς είπας, πως η θρησκεία σας αστράπτει ώσπερ την ταμβακέραν σου, διότι όσον αυτήν έξωθεν εξαστράπτει, τόσον έσωθεν μαυρίζει και καταβρωμά· τοιαύτη είναι και η θρησκεία σου, έξωθεν φαίνεται εξαστράπτουσα, αν όμως ανοίξης αυτήν και περιεργασθής έσωθεν ακριβώς, θα εύρης αυτήν μαύρην, βρωμεράν και εβδελυγμένην, καθώς τούτο και εις εμέ γνωστόν τυγχάνει και αναμφίβολον». Ταύτα ειπών ο Άγιος ήρπασεν αίφνης τον καφέν, εκ του δίσκου και τον έρριψεν εις το πρόσωπον του κριτού· εκείνου δε θυμωθέντος κατ’ αυτού και πυρ πνέοντος, δια προσταγής του ήρπασαν αυτόν οι υπηρέται και σπρώχνοντες και δέροντες αυτόν τον κατεβίβασαν κακήν κακώς και τον απεδίωξαν εκ του κριτηρίου, περισσότερον δε ως φαίνεται δεν ήθελον να τον τιμωρήσωσιν ή να τον θανατώσωσι, νομίζοντες αυτόν φρενόληπτον. Φεύγων όμως εκείθεν ο Άγιος ήλθεν εις εν τζαμίον καθ’ ον καιρόν εξήρχετο εκείθεν μία των επισήμων γυναικών των Αγαρηνών μετά τεσσάρων θεραπαινίδων. Ιδών δε αυτήν ο Άγιος την έσπρωξε και την κατεφρόνησε μεγάλως και δια των ποδών του κατελάκτισεν αυτήν τόσον, ώστε έρρευσεν αίμα από το στόμα της. Τούτο δε ως φαίνεται έκαμεν ο Άγιος δια να εξάψη εις θυμόν τους Αγαρηνούς κατ’ αυτού. Όθεν επειδή εφώναζον αι θεραπαινίδες κατέφθασε πλήθος Αγαρηνών, άλλοι μεν μετά ξύλων, άλλοι δε μετά μαχαιρών, και άλλοι μετά λίθων και άπαντες εκτύπων ανηλεώς τον Μάρτυρα, έως ου κτέστησαν αυτόν ημιθανή. Τότε τινές των Χριστιανών μετεκόμισαν αυτόν ούτως έχοντα εις εν χωρίον ονομαζόμενον Ταμπιγλή, απέχον μίαν ώραν από του Βελεστίνου, όπου κατώκει η ύπανδρος αδελφή του Αγίου ονομαζομένη Δάφνη· φέραντες δε εκεί τον Άγιον, έδεσαν τας πληγάς του και άλλα προς θεραπείαν εποίησαν, έμεινε δε κλινήρης και οδυνώμενος εξ εκείνου του ραβδισμού μήνας τρεις. Μετά ταύτα αναλαβών περιεπάτει ολίγον. Κατά συγκυρίαν δε, επειδή διήλθον εκείθεν τρεις στρατιώται του Βελή πασά, εξενοδόχησαν αυτούς οι δημογέροντες του χωρίου εις την οικίαν της αδελφής του Αγίου. Ενώ δε αυτοί εκάθηντο, ο Άγιος ως άλλη τις διψώσα έλαφος παρρησιάζεται ενώπιον αυτών ομολογών τον Χριστόν. Εις δε εκ τούτων λέγει· «Συ, καλόγηρε, μη ων Χριστιανός τέλειος, τολμάς να λέγης τοιαύτας ομιλίας»; Λέγει ο Άγιος· «Και συ εάν είσαι τέλειος Τούρκος, άπλωσον την χείρα σου να βάλω επ’ αυτής πυρ, και όταν υπομείνης, θέλω πιστεύσει εις την θρησκείαν σου». Λέγει ο στρατιώτης· «Αν συ είσαι τέλειος Μοναχός, άπλωσον την χείρα σου, να βάλωμεν ημείς επάνω το πυρ, και αν το αντέξης, τότε επ’ αληθεία θέλομεν σε γνωρίσει ως τοιούτον». Εδέχθη τούτο ο Άγιος μετά χαράς και αφού ήπλωσε την δεξιάν του ατρόμως, έλαβεν ο στρατιώτης εκείνος ένα αναμμένον άνθρακα και τον έβαλεν επάνω αυτής· ο δε του Χριστού Μάρτυς ως άλλου τινός πάσχοντος υπέμεινε την δριμυτάτην εκείνην κατάφλεξιν της χειρός του μεγαλοψύχως· τοσούτον δε η χειρ αυτού κατεφλέχθη, ώστε εφουσκώθη το κρέας όλον κυκλοειδώς και περιέκλεισε το κάρβουνον εντός αυτού, οι δε στρατιώται βλέποντες την καρτερίαν του Μάρτυρος ανεχώρησαν θαυμάζοντες, εις δε ανεψιός του Αγίου, όστις ήτο εκεί παρών, ήρπασε τον άνθρακα και τον έρριψεν εις την γην. Διέμενε δε τότε ο Άγιος εις εν χωρίον Κανάλια λεγόμενον. Όθεν δέσας την κεκαυμένην αυτού δεξιάν επορεύετο εις τα Κανάλια, φθάσας δε εις το χωρίον αυτό και ερωτηθείς υπό τινος Χριστιανού διατί είχε την χείρα του δεδεμένην, απεκρίθη με φαιδρόν πρόσωπον· «Εγώ χθες εδοκιμαζόμην δι’ αυτής, αλλ’ ως φαίνεται πολλά έχει να πάθη αυτή η χειρ». Πολλά δε και διάφορα μέσα μετεχειρίζετο προς ερεθισμόν των Τούρκων ο Άγιος, αλλά κατ’ αρχάς δεν ηρεθίζοντο, αλλ’ εθώπευον αυτόν. Ο δε Άγιος μη επιτυγχάνων εισέτι του σκοπού του απήρχετο εις τα ανωτερικά μέρη του Βελεστίνου και ησύχαζεν εις τι σπήλαιον, μίαν περίπου ώραν απ’ αυτού απέχον, οπόσους δε πνευματικούς αγώνας κατά των δαιμόνων επετέλεσεν εκεί και πόσας παννυχίδας και άλλας ασκήσεις ο Θεός γνωρίζει. Αφού δε πολλάκις παρρησιασθείς ο Άγιος εις τους ασεβείς, διψών το υπέρ Χριστού Μαρτύριον, προς εξάλειψιν της πρότερον υπ’ αυτού γενομένης αρνήσεως, δεν ηξιώνετο του ποθουμένου, λυπηθείς σφόδρα επανέρχεται δι ξηράς εις το Άγιον Όρος· καθ’ όλην δε την οδοιπορίαν του δεν έλειπε να δίδη αφορμάς ίνα επιτύχη του σκοπού του, αλλ’ ίσως δεν ήτο έτι θέλημα Θεού. Όθεν επαναστρέψας εις την μετάνοιάν του, διέτριψεν εκεί ένα ακόμη χρόνον, την αυτήν πολιτείαν διάγων και μετερχόμενος το διακόνημα του εκκλησιάρχου. Μίαν δε νύκτα, ενώ προσηύχετο εις την Εκκλησίαν μόνος κάτωθεν του πολυελαίου, ακούει άνωθεν φωνήν ως από την εικόνα του Παντοκράτορος λέγουσαν· «Όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. ι: 33). Ευθύς τότε άμα τη τοιαύτη αποκαλύψει, λαβών ευλογίαν εκ των επισημοτέρων Πνευματικών και βαλών μετάνοιαν εις τον Προεστώτα και τους λοιπούς αδελφούς, ανεχώρησεν εκείθεν, επιστρέψας και πάλιν προς την Ζαγοράν και το Βελεστίνον. Αφού δε έφθασεν εκεί παρρησιάζεται εις το κριτήριον και ομολογεί λαμπρά τη φωνή την εις Χριστόν πίστιν· δια τούτο πάλιν ραβδίζεται ανηλεώς και πάλιν αποδιώκεται. Όθεν μεταβαίνει εκείθεν εις την Αγριάν και παρρησιάζεται εις τον εκεί διοικητήν, υβρίζει την βδελυράν θρησκείαν του μετά πολλής παρρησίας και ερεθίζει αυτόν εις το να τον θανατώση δια τον Χριστόν. Αλλ’ εκείνος γράφει αμέσως προς τον Βελή πασάν, εις τον Τύρναβον τότε ευρισκόμενον, παροτρύνων αυτόν κατά του Μάρτυρος και εκθέτων όσα κατά της θρησκείας αυτών εκήρυττεν ο ΄Αγιος. Λαβών ο ηγεμών τα κατά του Αγίου γράμματα και αναγνούς ταύτα ενεπλήσθη όλος θυμού και οργής και αποστείλας υπηρέτας παρέστησεν αυτόν εις το κριτήριον και του λέγει· «Τι άνθρωπος είσαι; Πόθεν κατάγεσαι; Και τι είναι αυτά τα οποία ακούω περί σου; Αν συ επαγγέλλεσαι την μοναχικήν πολιτείαν, δεν πρέπει ούτω να πολιτεύησαι». Ο δε Άγιος μετά μεγάλης παρρησίας και ευτολμίας απεκρίθη· «Εγώ, ω ηγεμών, νέος έτι ων την ηλικίαν, απατηθείς υπό τινος των Αγαρινών, ηρνήθην (φεύ!) τον Ιησούν Χριστόν μου και έγινα Τούρκος. Ελθών δε εις εμαυτόν και μετανοήσας, δια το θεοστυγές και ψυχώλεθρον αυτό κίνημα, κατέφυγον εις το Άγιον Όρος, ίνα κλαύσω αξίως την αμαρτίαν μου, αλλ’ εις όλον τούτο το διάστημα της εκεί επιπόνου διατριβής μου, ελεγχόμενος υπό της συνειδήσεώς μου, επέστρεψα εδώ, ίνα μέχρι θανάτου ομολογήσω Θεόν αληθινόν, εκείνον τον οποίον ανοήτως ηρνήθην, τον Ιησούν Χριστόν μου, προς εξάλειψιν του ρύπου της αρνήσεως». Ο δε ηγεμών, την πολλήν παρρησίαν του Μάρτυρος εκπλαγείς, προσέταξεν ευθύς να εμβάλωσιν αυτόν εις το δεσμωτήριον των καταδίκων. Κατά την επομένην έστειλεν ο άρχων και προσεκάλεσε τους εν Λαρίση επισημοτέρους Οθωμανούς, τον μουλάν, τους μπέηδες και τους λοιπούς αξιωματικούς, οίτινες ελθόντες εις Τύρναβον έφεραν τον Άγιον προς εξέτασιν, όστις επί παρουσία πάντων ωμολόγησε το παράπτωμα της αρνήσεώς του ατρόμως και την μετά τούτο εγκάρδιον μεταμέλειάν του· εκείνοι δε κατ’ αρχάς μετεχειρίσθησαν την υπόκρισιν και τας συνήθεις κολακείας των, συμβουλεύοντες δήθεν και υποσχόμενοι προς αυτόν τας ηδονάς τούτου του κόσμου και, αν φυλάξη την πίστιν των, να απολαύση και τα αγαθά του Παραδείσου, κατά την πεπλανημένην αυτών θρησκείαν. Ταύτα εκείνοι έλεγον· ο δε Άγιος, λαμπρά τη φωνή, ενώπιον πάντων απεκρίθη. «Όσα μοι υπόσχεσθε ς τα έχετε σεις, καθώς και πάντα τα αγαθά του κοσμοκράτορος πατρός σας διαβόλου». Συν τούτοις δε τους λέγει και τούτο δια να τους ερεθίση· «Ο ψευδοπροφήτης σας Μωάμεθ εσεληνιάζετο και ήτο κσιδιάρης». Όθεν μη υποφέροντες να ακούωσι τοιαύτα από στόματος Μοναχού, τρίζοντες τους οδόντας εκραύγαζον εις τον ηγεμόνα κατά του Αγίου· «Θανάτωσον αυτόν». Διο και ο ηγεμών εξέδωκε προσταγήν να ξυραφίσωσι την κεφαλήν του και αφού απογυμνώσωσιν αυτόν και βάλωσιν επί της κεφαλής του κοιλίαν προβάτου, να τον αναβιβασωσιν εις όνον και να τον περιφέρωσιν εις όλους τους δρόμους και τας ρύμας του Τυρνάβου, την ουράν του όνου εις χείρας του βαστάζοντα. Τούτων ούτω γενομένων, ο Μάρτυς χαίρων και δοξολογών τον Θεόν εσύρετο πανταχού, εμπιζόμενος και την ύβριν ταύτην ως τιμήν λογιζόμενος. Βλέποντες οι Αγαρηνοί τον Μάρτυρα αγαλλόμενον δια ταύτα όλα, ελυπούντο και εσκυθρώπαζον, την απτόητον παρρησίαν αυτού αισχυνόμενοι. Ο δε Χριστώνυμος λαός, εξεναντίας περιχαρής, ως καταξιωθέντες και εις τους εσχάτους αυτών καιρούς να ίδωσι τοιαύτα θαυμάσια, συνώδευον τον Άγιον και μετά πομπής έφερον αυτόν έως το παλάτιον του ηγεμόνος. Οι δε υπηρέται ως θηρία ανήμερα καταβιβάσαντες από τον όνον τον Μάρτυρα κάτω εις την αυλήν, έβαλον δια προσταγής του ηγεμόνος εν κούτσουρον μεγάλον, έναντι του οικήματος, εις το οποίον ο ηγεμών και οι περί αυτόν ίσταντο θεωρούντες. Ο δε ηγεμών προστάζει να κόψωσι με πέλεκυν τους πόδας και τας χείρας του Μάρτυρος. Κατά την προσταγήν λοιπόν του ηγεμόνος, ο Άγιος ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις τον εαυτόν του, απλώνει κατά πρώτον με μεγάλην γενναιότητα τον αριστερόν του πόδα επάνω εις το ξύλον· ο δε δήμιος, καίτοι ήτο έτοιμος και εβάσταζεν ανά χείρας τον πέλεκυν, ηυλαβείτο να κόψη τον πόδα του Αγίου (διότι ήτο Αιγύπτιος Χριστιανός) και ήθελε ν’ αποφύγη τούτο. Αλλ’ ο Μάρτυς στρεφόμενος προς αυτόν λέγει· «Εκτέλεσον, τέκνον μου, την προσταγήν του ηγεμόνος και μη διστάζης παντελώς». Και ούτως υψώσας τον πέλεκυν ο δήμιος και κτυπήσας εις το οστούν του ποδός δις, απέκοψε τον πόδα αυτού. Είτα βάλλει τον δεξιόν και αφού έκοψαν και αυτόν, βάλλει την αριστεράν του χείρα, και ταύτης αποκοπείσης δια μιας, τελευταίον πάλιν ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού εν όλωτω σώματι, βάλλει επάνω του ξύλου και την δεξιάν του χείρα και έκοψαν και ταύτην. Τούτων ούτω γενομένων, ουδέν σημείον οδύνης και φόβου έδειξεν ο μακάριος Γεδεών, ουδέ ωχ! Ηκούσθη να λαλήση ή η όψις του να α΄΄οιωθή ή το όμμα αυτού να κλείση, ώστε ο ηγεμών και οι περί αυτόν έκθαμβοι εγένοντο δια την αμίμητον ταύτην καρτερίαν του Μάρτυρος. «Ίσασι γαρ, (ως λέγει ο θείος Γρηγόριος), και πολέμιοι ανδρός αρετήν θαυμάζειν». Ω της μεγαλοψυχίς σου και καρτερίας σου γενναίε Αθλητά του Χριστού Γεδεών! Συνέβη δε τότε να γίνη ψύχος υπερβολικόν και ο Μάρτυς ήτο εξηπλωμένος εις την αυλήν του ηγεμόνος, ωσάν εις Παράδεισον ευφραινόμενος· οι δε Αγαρηνοί έλεγον κατ’ αυτού πολλά και εβλασφήμουν, αλλ’ ελάμβανον και παρ’ αυτού τας ανταποκρίσεις αρμοδίας και θείας σοφίας μεστάς· διό και έμενον ναπολόγητοι. Κατ’ αυτήν δε την ιδίαν ημέραν, περί το εσπέρας, προσέταξεν ο ηγεμών και έφερον τέσσαρας Χριστιανούς, οίτινες άραντες τον Μάρτυρα, έτι ζώντα τον έρριψαν εις τα αναγκαία του παλατίου. Περί δε την τετάρτην ώραν της νυκτός, αφού οι εν τω παλατίω εκοιμήθησαν, έκαστος εις τα οικήματά των, τότε νεοφώτιστος τις Χριστιανός εξ Εβραίων προσελθών εις τον Άγιον, λέγει προς αυτόν άνωθεν· «Ευλόγησόν με, Άγιε, και παρακαλώ σε να με αξιώσης της αγίας σου ευχής». Εκείνος δε απεκρίθη προς αυτόν· «Εάν μεν είσαι Ορθόδοξος Χριστιανός, έχε την ευχήν του Ιησού Χριστού· εάν δε είσαι ασεβής, έχε την κατάραν του, εν όσω θα επιμένης εις την ασέβειαν». Ο δε νεοφώτιστος, Κωνσταντίνος ονόματι, παρεκάλει τον Άγιον μετ’ ευλαβείας να δείξη προς αυτόν θαύμα προς πίστωσίν του και ο Οσιομάρτυς περιχαρώς απεκρίθη· «Εγώ υπάρχω αμαρτωλός άνθρωπος ενώπιον του Θεού και ζητείς παρ’ εμού θαυματουργίαν»; Εκείνος δε εντονώτερα παρεκάλει αυτόν δια να θαυματουργήση προς στερέωσίν του εις την Ορθοδοξίαν, καθότι προ ολίγου ηξιώθη του θείου Βαπτίσματος και ως νεοπαγής εκλονίζετο. Ο δε Μάρτυς συγκαταβαίνων εις τας αιτήσεις του νέου, είπε προς αυτόν υπό του Αγίου Πνεύματος· «Τούτο το παλάτιον του ηγεμόνος, πριν να τελειώση ο χρόνος, έχει να γίνη αρχή της παντελούς καταστροφής των Τούρκων». Την προφητείαν ταύτην ακούσας ο νέος παρά του Αγίου, την εκοινολόγησεν εις την ανάδοχόν του ονόματι Ελισάβετ του Ευθυμίου, εκείνη δε έδωκεν εντολήν εις αυτόν να φυλάξη τούτο μυστικόν. Ο δε Άγιος ούτω βασανιζόμενος παρέδωκε το πνεύμα αυτού εις χείρας Θεού ζώντος την 30ην Δεκεμβρίου του έτους 1818, αναδησάμενος τον αμάραντον στέφανον της εις Χριστόν ομολογίας, εν ουρανοίς αγαλλόμενος και υπέρ ημών τον Θεόν αεί δυσωπούμενος. Οι δε Χριστιανοί δωροδοκήσαντες τους τυράννους έλαβον μετά πολλάς περιπετείς το άγιον αυτού Λείψανον και το έφεραν εις την Εκκλησίαν των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων, την εις την πόλιν του Τυρνάβου ευρισκομένην. Τότε ελθόντος και του Μητροπολίτου Λαρίσης, μετά πλήθους Ιερέων, Ιερομονάχων και αρχόντων, έπλυναν ευλαβώς το μαρτυρικόν Λείψανον του Αγίου, και έψαλλον αυτό κατά την τάξιν των Μοναχών. Κατά δε την ώραν εκείνην κατά την οποίαν εκήδευον τον Μάρτυρα, ελθόν εν κοράσιον βαστάζον ανά χείρας μέρος βαμβακίου εζήτει να εμβάψη αυτό εις τα τεθλασμένα και αιματωμένα μέλη του Μάρτυρος, δια να φέρη αυτό προς την κυρίαν της, ήτις κακώς έπασχεν υπό ανιάτου πάθους. Αλλ’ επειδή τινες απεκρίθησαν, ότι παρήλθεν η ώρα, διότι είχον ήδη ράψει το Λείψανον, την ευλάβειαν αυτής τις των περιεστώτων ιδών, σχίζει με το μαχαίριόν του το σάβανον και την αριστεράν χείρα αυτού εκβαλών και προσεγγίσας εις αυτήν το βαμβάκιον εκείνο, ουδεμίαν δε ρανίδα αίματος ευρών έρραψε πάλιν αυτό. Αλλ’ ω των θαυμασίων σου δωρεών, Κύριε! Έκπληκτος ο προρρηθείς εκείνος Χριστιανός, όστις ήτο πρώτος των γραμματέων του ηγεμόνος, το όνομ Ευθύμιος Δούκας, βλέπει αιματωμένον όλον το σάβανον, ωσαύτως κι οι λοιποί Χριστιανοί το παράδοξον τούτο ιδόντες, ότι έρρεεν αίμα θερμόν από τα τεθλασμένα μέλη του τριάκοντα ήδη ώρας μετά από την εκκοπήν των και εικοσιτέσσαρας ώρας από της τελευτής του, έμειναν άπαντες έκθαμβοι και εξίσταντο, δοξάζοντες τον Σωτήρα Χριστόν τον ούτως ευδοκήσντα, ίνα και εις τους εσχάτους εκείνους καιρούς τοιούτον μαρτύριον κατορθωθή και να ρεύση αίμα θερμόν από νεκρόν σώμα υπερφυώς. Οι δε Χριστιανοί έλαβον προς αγιασμόν εκ τούτου του αίματος ευλαβώς· διο και εστάθη το του Αγίου Λείψανον εις τον κράββατον δύο ώρας σχεδόν, έως ότου επλήσθησαν άπαντες λαβόντες εκ του μαρτυρικού εκείνου αίματος, έκαστος μετά πίστεως. Μετά ταύτα ψάλλοντες το ιερόν Λείψανον, ενεταφίασαν αυτό εις καινόν μνημείον όπισθεν του ιερού Βήματος, στήσαντες επ’ αυτού εν μανουάλιον μαρμάρινον και όσοι μετά πίστεως και ευλαβείας προσήρχοντο εις το μνημείον και ήναπτον κηρίον εις εκείνο το μανουάλιον, εκ παντοίας νόσου εθεραπεύοντο, και όχι μόνον τότε, αλλά και μέχρι της σήμερον πλείστα όσα επιτελούνται θαυμάσια. Κατά δε το επόμενον έτος 1819 Μαρτίου δεκάτη Τετάρτη εξωλοθρεύθησαν οι δύο εκείνοι ηγεμόνες, κατά την προφητείαν την οποίαν προείπεν ο Άγιος εις τον νεοφώτιστον Κωνσταντίνον εις το αναγκαίον, ότι πριν τελειώση ο χρόνος έχει να γίνη το παλάτιον του ηγεμόνος αρχή της παντελούς καταστροφής των. Και ούτως έχει η αλήθεια· διότι και αυτόν τον Βελήν και τον πατέρα του Αλήν, τον ηγεμόνα της Ηπείρου, εξωλόθρευσεν ο Σουλτάνος. Έμεινε δε το άγιον Λείψανον εις το μνήμα μέχρι του έτους 1837, ήτοι χρόνους ολοκλήρους δέκα εννέα, ότε και ο ηγουμενεύων εις την Ιεράν Μονήν του Καρακάλλου ονόματι Προκόπιος απέστειλεν Ιερομόναχον τινά, ονόματι Γαβριήλ, εκ της Μακρυνίτσης της Δημητριάδος καταγόμενον, μετά γράμματος του Μοναστηρίου εις Τύρναβον. Ελθών λοιπόν εκείνος εζήτησεν επιμελώς τα άγια Λείψανα του Αγίου, τα οποία ευρέθησαν εις ευλαβή τινα Χριστιανόν Μιτάκον ονομαζόμενον, όστις προ δύο μηνών ήδη είχε κάμει την ανακομιδήν του ιερού Λειψάνου, δι’ αποκαλύψεως του Αγίου. Ούτος ο φιλόχριστος ανήρ έχων την οικίαν του πλησίον του Ιερού Ναού των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων, εις τον οποίον ευρίσκετο και ο πάνσεπτος τάφος του Αγίου, απεφάσιζε πολλάκις την ανακομιδήν του Ιερού αυτού Λειψάνου, πάντοτε όμως ανέβαλλε ταύτην. Επιστάς λοιπόν ο Άγιος κατ΄ όναρ είπε προς αυτόν· «Αύριον ποίησον την ανακομιδήν μου, καθώς σκέπτεσαι τούτο, αλλ’ όμως εμπράκτως ουδέν κατορθώνεις». Έξυπνος δε γενόμενος και εκπλαγείς δεν ετόλμησε να είπη τίποτε εις ουδένα. Κατά δε την επομένην νύκτα εμφανισθείς και πάλιν ο Άγιος προτρέπει αυτόν, ίνα επιχειρισθή την ανακομιδήν αυτού· όθεν παραλαβών ούτος και τους τρεις υιούς του δια νυκτός, εποίησε την ανακομιδήν του Αγίου και μετεκόμισεν ευλαβώς εις την οικίαν του τα άγια Λείψανα, βαλών δε αυτά εις λάρνακα εναπέθεσεν εις εν δωμάτιον της οικίας του, ήναπτε δε τακτικώς και την κανδήλαν. Ο δε Θεός και πάλιν εδόξασε τον δούλον του και ακούσατε. Εισελθών ποτε κατά την συνήθειάν του εις το δωμάτιον ο Χριστιανός εκείνος ίνα προσευχηθή, βλέπει εξαίφνης τον Άγιον πεπληρωμένον φωτός και ευωδίας αρρήτου. Όθεν εκπλαγείς εκάλεσε και τους λοιπούς της οικίας, νομίζων ότι αύτη καίεται. Εκείνοι δε το παράδοξον τούτο θέαμα βλέποντες, εδόξασαν τον Θεόν και τον αυτού Άγιον, ο οίκος δε εκείνος πολλάκις πληρούται αρρήτου ευωδίας. Ο δε προειρημένος Ιερομόναχος Γαβριήλ μετά την ανακομιδήν έλαβε μέρη τινα του Αγίου Λειψάνου, τους πόδας, τας χείρας και την σαγόνα, εκ της θεωρίας των οποίων έντρομος γίνεται ο άνθρωπος. Διότι φαίνονται εισέτι αι συνθλάσεις και αι πληγαί των μαχαιρών υπό των ασεβών κατά τον καιρόν του Μαρτυρίου, άτινα λαβών μετεκόμισεν εις το Ιερόν Μοναστήριον του Καρακάλλου το κατά το Αγιώνυμον Όρος κείμενον. Οι δε Πατέρες δεξάμενοι αυτά χαίροντες, ανέπεμψαν ευχαριστήριον εις τον Θεόν, διότι ηξιώθησαν και εις τους εσχάτους αυτών χρόνους να ίδουν τοιούτον εξαίσιον και θαυμαστόν Μαρτύριον του Αγίου νέου Οσιομάρτυρος Γεδεών. Ου ταις αγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν και ημείς των ψυχικών και σωματικών παθών και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών, μετά των απ’ αιώνος τω Θεώ ευαρεστησάντων. Αμήν.
Επειδή δε η μήτηρ τού Αγίου είχεν ένα εξάδελφον παντοπώλην εις το Βελεστίνον, όστις ιδών τον Άγιον έξυπνον και σπουδαίον εις πάσαν υπηρεσίαν, εζήτησεν αυτόν από την εξαδέλφην του, την μητέρα του Μάρτυρος, δια να τον έχη εις το εργαστήριόν του, πωλούντα και αγοράζοντα κατά την συνήθειαν, εκείνη παρέδωσε τον υιόν της μετά χαράς εις τας χείρας του εξαδέλφου της. Διατρίβων δε εκεί ο Άγιος υπηρετούσεν εις όλας τας υπηρεσίας αόκνως τον θείον του. Εις το εργαστήριον τούτο συνήθιζε να συχνάζη, εις των εν Βελεστίνω Αγαρηνών, Αλής ονόματι, όστις ιδών εκεί τον Άγιον, λέγει προς τον θείον του μίαν ημέραν· «Μπρε Γιάννη, μου δίδεις δι’ ένα έτος αυτό το παιδί, το οποίον επειδή είναι μικρόν θέλω να το βάλω να υπηρετή εις το χαρέμι»; Ο δε θείος του Αγίου του απεκρίθη· «Εγώ δεν ημπορώ να σου το δώσω, αλλ’ αν θέλης ύπαγε εις την μητέρα του και ζήτησον αυτό και εάν σου το δώση, λάβε το». Ο δε Αγαρηνός θυμωθείς ανεχώρησε και μετά επτά ημέρας επιστρέψας ήρπασε βιαίως τον Νικόλαον και ως αρνίον άκακον τον έφερεν αμέσως εις το χαρέμι του. Εκεί ο Νικόλαος υπηρέτει αόκνως και επιδεξίως τους απογόνους της Άγαρ, διότι, ως είπομεν, ήτο εκ φύσεως επιτήδειος. Μετά την πάροδον του έτους ήλθεν ο πατήρ του ζητών επιμόνως να παραλάβη το τέκνον του, ο δε ασεβής είπε προς αυτόν ιλαρώτατα· «Εγώ, μπρε Αυγερινέ, ηξεύρεις καλά ότι έχω το παιδίον μου εις τον πόλεμον· λοιπόν όταν επιστρέψη από τον πόλεμον, τότε έλα να πάρης τον υιόν σου». Μετά δέκα ημέρας ήλθεν ο υιός του, ως δε εκείνος εισήλθεν εις την οικίαν, λέγει ευθύς προς τον πατέρα του· «Άτακτον είναι να ευρίσκεται εις το χαρέμι ένα Ελληνόπουλον· όθεν εγώ λέγω να το περιτμήσω και να γίνω ανάδοχός του, δια να το έχωμεν πάντοτε εις το χαρέμι». Ήρχισε λοιπόν αμέσως ο μιαρός να κολακεύη τον Νικόλαον, αυτός δε ως τρυφερός εις την ηλικίαν ηπατήθη και ηρνήθη (φεύ!) τον γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν τον Σωτήρα του κόσμου και Θεόν ημών. Αφού δε περιέταμον αυτόν οι υπηρέται του διαβόλου, αντί Νικόλαον επωνόμασαν αυτόν Ιμβραϊμ, έμεινε δε μετά ταύτα εις την θρησκείαν του Μωάμεθ ή μάλλον ειπείν εις την πλάνην του διαβόλου, δύο και μόνον μήνας (του Θεού μη συγχωρήσαντος περισσότερον δια την άκραν φιλανθρωπίαν του)· μετά δε την παρέλευσιν τούτων των δύο μηνών, ελθών ο Άγιος εις αίσθησιν και γνωρίσας την αξιοδάκρυτον πτώσιν του μετενόησεν εξ όλης καρδίας του ως ο Πέτρος κλαύσας πικρώς, και φυγών κρυφίως ήλθε δια νυκτός εις τον κατά σάρκα πατέρα του, την συμφοράν αυτού οδυρόμενος. Υποδεχθείς ο πατήρ τον υιόν του έφερε τούτον δια να τον κρύψη εις τι χωρίον ονομαζόμενον Κεραμίδι, εις το οποίον έτυχε κατ’ ευδοκίαν Θεού να έχη ο πατήρ τού Αγίου θείαν τινά Μοναχήν, Σοφίαν ονομαζομένην, ήτις παραλαβούσα τον Άγιον τον παρέδωκεν εις τινας κτίστας μετά των οποίων ειργάζετο. Επειδή δε κατά τας ημέρας εκείνας ανεχώρησαν ούτοι δια την Κρήτην προς εργασίαν, παρέλαβον μεθ’ εαυτών και τον Νικόλαον. Εκεί εις την Κρήτην δουλεύοντες οι τεχνίται έδερον απανθρώπως τον Άγιον· όθεν μετά μήνας τρεις μη υποφέρων αυτούς έλαβε μεθ’ εαυτού μίαν οκάν άλευρον, το οποίον είχον οι τεχνίται και αναχωρήσας εκείθεν εισήλθεν εις δάσος, εις το οποίον κρυβείς εζύμωσε το ολίγον αυτό άλευρον και πλάσας δώδεκα κουλούρια τα έψησεν, εκάθησε δε εκεί ημέρας δώδεκα, έως ότου έφαγεν αυτά. Έπειτα βιασθείς το μεν υπό της πείνης, το δε και υπό του φόβου, ανεχώρησεν εκείθεν και ελθών εις εν εξωκκλήσιον εύρεν εκεί Ιερέα τινά λειτουργούντα κατά την ημέραν εκείνην· ο δε Ιερεύς ιδών τούτον ούτω πως έχοντα ηρώτησεν αυτόν ιλαρώς· «Πόθεν είσαι, τέκνον μου; Και πως είσαι ούτω ανεπιμέλητος και τεταλαιπωρημένος»; Ο δε Άγιος, ποιήσας πρώτον μετάνοιαν έως εδάφους της γης προς τον Ιερέα του Υψίστου, ήρχισεν έπειτα να εξιστορή μετά δακρύων τα συμβάντα του. Ακούσας ο Ιερεύς όλην την ελεεινήν συμφοράν τού Αγίου, στενάξας ως έπρεπε και δακρύσας, είπε· «Παύσον, τέκνον μου, και μη θρηνής· επειδή δε εγώ είχον υιόν μονογενή, όστις προ πέντε ημερών απέθανε, δια τούτο, αν αγαπάς, θέλω σε υιοθετήσει δια παραμυθίαν». Ο Άγιος, ακούσας ταύτα παρ’ ελπίδα, εχάρη, ως αξιωθείς θεόθεν να εύρη τοιούτον Ιερέα ψυχοπατέρα. Αφού λοιπόν εδέχθη, λαμβάνει αυτόν ο θεοφιλέστατος εκείνος Ιερεύς και δώσας εις τας χείρας του τα ιερά του, ήλθον ομού εις την οικίαν του, όπου και η πρεσβυτέρα αυτού εναγκαλισαμένη αυτόν και κλαίουσα τον θάνατον του υιού της, υπεδέχθη αυτόν ως άλλον υιόν της, έκτοτε δε ηγάπα αυτόν και τον περιεποιείτο. Ησυχάσας δε εκεί, μετ’ ολίγας ημέρας ήρχισε να μανθάνη και την υφαντικήν τέχνην, την οποίαν ο Ιερεύς εκείνος εγνώριζεν. Αλλ’ επειδή μετά τρεις χρόνους ετελεύτησεν εν Κυρίω ο χριστομίμητος εκείνος Ιερεύς, συμφωνήσας μεθ’ ετέρου τινός νέου εισήλθον εις πλοίον και ανεχώρησαν από την Κρήτην και μετ’ ολίγας ημέρας Θεού βοηθεία κατευωδόθησαν εις το Άγιον Όρος, εις τον λιμένα τον καλούμενον Δάφνην, εκείθεν δε ανέβησαν εις την Σκήτην των Καρυών, όπου ο Άγιος, διαχωρισθείς από του συνοδοιπόρου του και περιερχόμενος όλον το Άγιον Όρος εις προσκύνησιν των είκοσιν ιερών Μοναστηρίων και των λοιπών Ασκητηρίων, ανεζήτει πανταχού επιμελώς να εύρη Πνευματικόν τινα έμπειρον δια την εξομολόγησίν του και μετάληψιν των αχράντων και ζωοποιών Μυστηρίων. Περιερχόμενος λοιπόν το Άγιον Όρος έφθασε και εις την Ιεράν Μονήν των Αγίων και πανευφήμων Αποστόλων, την καλουμένην του Καρακάλλου· εκεί δε θεωρήσας το ήσυχον του τόπου και το κατανυκτικόν και την καλλονήν του Μοναστηρίου, έμεινεν εις την συνοδείαν των εκείσε Πατέρων, όπου και της ιεράς εξομολογήσεως, κατά τον πόθον του, αξιωθείς, μετά ένα μήνα έλαβε και το μέγα και Αγγελικόν Σχήμα προς περισσοτέραν προθυμίαν και άσκησιν των πνευματικών αγώνων, μετονομασθείς Γεδεών, εφησυχάζων και κλαίων δια παντός την προτέραν ανομίαν μετ’ άκρας υποταγής και ασκήσεως. Βλέποντες δε οι πατέρες του Μοναστηρίου την ευλάβειαν αυτού και υπακοήν εις πάντα τα προστάγματα του Προεστώτος και της λοιπής αδελφότητος, αποκατέστησαν αυτόν νεωκόρον, ήτοι εκκλησιάρχην, προς υπηρεσίαν και φιλοκαλίαν του πανσέπτου Ναού. Εκεί δε ενασκουμένου του Αγίου, τις δύναται να διηγηθή τας νηστείας του, τας γονυκλισίας του, τας αγρυπνίας του και τους λοιπούς ασκητικούς αγώνας του; Μόνος ο καρδιογνώστης Θεός γινώσκει ακριβώς ταύτα· διότι μετά των άλλων ασκήσεων και αγώνων, τους οποίους μετεχειρίζετο προς τήξιν και κακουχίαν του σώματός του, λέγουσιν, ότι είχε και μίαν τανάλιαν δια της οποίας δάκνων τας σάρκας του κατέκοπτεν αυτάς αφειδώς, πράγμα τω όντι άξιον φρίκης! Και φανερούν ότι ο ζήλος αυτού δεν ήτο ολιγώτερος των παλαιών Ασκητών. Ούτω λοιπόν υπηρετών και ευτρεπίζων αόκνως τον θείον εκείνον Ναόν και υπέρ ανθρώπους αγωνιζόμενος, διέτριψεν εκεί εις το Μοναστήριον χρόνους τριάκοντα πέντε. Εν τω μεταξύ δε τούτων των τριάκοντα πέντε ετών, εν έτει 1797, Ιουνίου 6, διωρίσθη παρά της Ιεράς Μονής, ούσης τότε ιδιορρύθμου, μετά του Προηγουμένου Γαβριήλ εις το εν Κρήτη Μετόχιον της θείας Μεταμορφώσεως, δια μίαν εξαετίαν, επιστρέψας δε μετά ταύτα εις την Ιεράν Μονήν, ειργάζετο το μέλι της μοναχικής ζωής εν αμέμπτω πολιτεία και ακατακρίτω συνειδότι. Μετά παρέλευσιν χρόνων ικανών, αφού ήκουσε πολλάς ψυχωφελείς αναγνώσεις και Βίους των Αγίων Μαρτύρων προτρεπτικούς εις το Μαρτύριον και πληροφορηθείς, ότι πολλοί των παλαιών και νέων περιέπεσον (κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος) ως και αυτός εις αυτό τούτο (φεύ!) το παράπτωμα της αρνήσεως της εις Χριστόν πίστεως, και πάλιν εγερθέντες ωμολόγησαν ενώπιον βασιλέων και τυράννων τον πρώην υπ’ αυτών αρνηθέντα Χριστόν, Θεόν αληθινόν και Σωτήρα του κόσμου, ήναψεν από θείον έρωτα και από την αγάπην του Μαρτυρίου· όθεν και άνευ αναβολής τινος και δισταγμού αναχωρήσας γνώμη και αδεία του Προεστώτος από το Ιερόν Μοναστήριον του Καρακάλλου, και εφοδιασθείς δια των ευχών των πατέρων, ώρμησεν εις Ζαγοράν· εκεί δε προσεποιείτο ο μακάριος ως άλλος Σιμεών τον δια Χριστόν σαλόν. Ούτω λοιπόν πολιτευόμενος και περιφερόμενος τήδε κακείσαι, έφθασε και εις το Βελεστίνον όπου το πάλαι εξώμοσε. Κατά δε την Μεγάλην Πέμπτην, φορών εις την κεφαλήν του στέφανον από τριαντάφυλλα και λουλούδια, και προσποιούμενος, ως είπομεν, τον σαλόν, διέβη τοιουτοτρόπως από τον δρόμον εκείνον εις τον οποίον ευρίσκετο η οικία του υποσκελίσαντος αυτόν Τούρκου και γνωρίσας αυτήν, έκρουσε την θύραν μετά μεγάλων πετρών τοσούτον σφοδρώς, ώστε θα την συνέτριβεν, εάν αι δούλαι δεν ήνοιγον αυτήν. Εισελθών λοιπόν εις την οικίαν του Αγαρινού παρουσιάζεται εις αυτόν· εκείνος δε ιδών τούτον ηρώτησε: «Τι ζητείς, Καλόγηρε, και πως έχεις τόσα λουλούδια εις την κεφαλήν σου»; Λέγει ο Άγιος· «Δεν με γνωρίζεις»; Απεκρίθη ο Αγαρηνός· «Πρώτην ήδη φοράν σε βλέπω και απορώ διατί είσαι εις τοιαύτην αθλίαν και ελεεινήν κατάστασιν». Λέγει ο Άγιος· «Εγώ είμαι ο Νικόλαος ο υπό σου εξαπατηθείς και οδηγηθείς εις την πλάνην και την ασέβειαν δια το ατελές τότε της ηλικίας μου, και αρνηθείς (φεύ!) τον γλυκύτατον Ιησούν μου· αλλ’ εγώ πάλιν Χριστιανός είμαι και τον Χριστόν Θεόν αληθινόν ενώπιόν σου ομολογώ, και δια τούτο ήδη παρουσιάσθην, ίνα μοι αποδώσης εκείνο το οποίον με εστέρησας· διότι φέρω την σάρκα περιτετμημένην έχουσα την σφραγίδα του σατανά. Όθεν ήλθον σήμερον ίνα διαλεχθώμεν περί τούτου αμφότεροι». Ταύτα ακούσας ο σεβής, έσπευσεν εν τω άμ και κατήγγειλε τα γενόμενα εις το κριτήριον, αποσταλέντες δε παρευθύς υπηρέται ήρπασαν τον Άγιον και παρέστησαν αυτόν εις τον κριτήν κατά την ημέραν της Μεγάλης Παρασκευής· ο δε Άγιος προσευχόμενος και φορών εκείνον τον εξ ανθέων στέφανον εις την κεφαλήν του, και δύο αυγά κόκκινα βαστάζων εις τας χείρας του, αμέσως εγχειρίζει αυτά εις αυτόν ως δήθεν δωροφορών αυτόν και λέγων· «Χριστός Ανέστη, κριτά, και εις έτη πολλά». Ταύτα ο κριτής ακούσας και νομίσας αυτόν ως φρενόληπτον λέγει· «Σαλός είσαι, μωρέ τρελλοπαπά, ή προσποιείσαι τούτον τον τρόπον»; Ο Άγιος όμως ουδέν απεκρίνατο, αλλ’ εσιώπα. Ο δε κριτής λέγει προς τους υπηρέτας· «Φέρετε εις αυτόν ένα καφέ». Οι υπηρέται αφού έψησαν τον καφέν τον έφερον εις τον Άγιον· αυτός τότε εζήτησε παρά του κριτού ταμβάκον, εκείνος δε εκβαλών την ταμβακέραν του, αργυράν ούσαν, του την προσέφερεν. Επειδή όμως εκράτει αυτήν ο Άγιος εις τας χείρας του και την εξήταζεν ικανήν ώραν, του λέγει ο κριτής· «Βλέπεις πόσα ωραία πράγματα έχομεν ημείς οι Μουσουλμάνοι; Συ δε όστις έχεις τόσους χρόνους εις την θρησκείαν των Μουσουλμάνων, τολμάς σήμερον και λέγεις πως είσαι Χριστιανός και βλασφημείς την θρησκείαν μας, την ως αυτήν την ταμβακέραν την αργυράν εξαστράπτουσαν»; Λέγει ο Άγιος· «Αληθώς είπας, πως η θρησκεία σας αστράπτει ώσπερ την ταμβακέραν σου, διότι όσον αυτήν έξωθεν εξαστράπτει, τόσον έσωθεν μαυρίζει και καταβρωμά· τοιαύτη είναι και η θρησκεία σου, έξωθεν φαίνεται εξαστράπτουσα, αν όμως ανοίξης αυτήν και περιεργασθής έσωθεν ακριβώς, θα εύρης αυτήν μαύρην, βρωμεράν και εβδελυγμένην, καθώς τούτο και εις εμέ γνωστόν τυγχάνει και αναμφίβολον». Ταύτα ειπών ο Άγιος ήρπασεν αίφνης τον καφέν, εκ του δίσκου και τον έρριψεν εις το πρόσωπον του κριτού· εκείνου δε θυμωθέντος κατ’ αυτού και πυρ πνέοντος, δια προσταγής του ήρπασαν αυτόν οι υπηρέται και σπρώχνοντες και δέροντες αυτόν τον κατεβίβασαν κακήν κακώς και τον απεδίωξαν εκ του κριτηρίου, περισσότερον δε ως φαίνεται δεν ήθελον να τον τιμωρήσωσιν ή να τον θανατώσωσι, νομίζοντες αυτόν φρενόληπτον. Φεύγων όμως εκείθεν ο Άγιος ήλθεν εις εν τζαμίον καθ’ ον καιρόν εξήρχετο εκείθεν μία των επισήμων γυναικών των Αγαρηνών μετά τεσσάρων θεραπαινίδων. Ιδών δε αυτήν ο Άγιος την έσπρωξε και την κατεφρόνησε μεγάλως και δια των ποδών του κατελάκτισεν αυτήν τόσον, ώστε έρρευσεν αίμα από το στόμα της. Τούτο δε ως φαίνεται έκαμεν ο Άγιος δια να εξάψη εις θυμόν τους Αγαρηνούς κατ’ αυτού. Όθεν επειδή εφώναζον αι θεραπαινίδες κατέφθασε πλήθος Αγαρηνών, άλλοι μεν μετά ξύλων, άλλοι δε μετά μαχαιρών, και άλλοι μετά λίθων και άπαντες εκτύπων ανηλεώς τον Μάρτυρα, έως ου κτέστησαν αυτόν ημιθανή. Τότε τινές των Χριστιανών μετεκόμισαν αυτόν ούτως έχοντα εις εν χωρίον ονομαζόμενον Ταμπιγλή, απέχον μίαν ώραν από του Βελεστίνου, όπου κατώκει η ύπανδρος αδελφή του Αγίου ονομαζομένη Δάφνη· φέραντες δε εκεί τον Άγιον, έδεσαν τας πληγάς του και άλλα προς θεραπείαν εποίησαν, έμεινε δε κλινήρης και οδυνώμενος εξ εκείνου του ραβδισμού μήνας τρεις. Μετά ταύτα αναλαβών περιεπάτει ολίγον. Κατά συγκυρίαν δε, επειδή διήλθον εκείθεν τρεις στρατιώται του Βελή πασά, εξενοδόχησαν αυτούς οι δημογέροντες του χωρίου εις την οικίαν της αδελφής του Αγίου. Ενώ δε αυτοί εκάθηντο, ο Άγιος ως άλλη τις διψώσα έλαφος παρρησιάζεται ενώπιον αυτών ομολογών τον Χριστόν. Εις δε εκ τούτων λέγει· «Συ, καλόγηρε, μη ων Χριστιανός τέλειος, τολμάς να λέγης τοιαύτας ομιλίας»; Λέγει ο Άγιος· «Και συ εάν είσαι τέλειος Τούρκος, άπλωσον την χείρα σου να βάλω επ’ αυτής πυρ, και όταν υπομείνης, θέλω πιστεύσει εις την θρησκείαν σου». Λέγει ο στρατιώτης· «Αν συ είσαι τέλειος Μοναχός, άπλωσον την χείρα σου, να βάλωμεν ημείς επάνω το πυρ, και αν το αντέξης, τότε επ’ αληθεία θέλομεν σε γνωρίσει ως τοιούτον». Εδέχθη τούτο ο Άγιος μετά χαράς και αφού ήπλωσε την δεξιάν του ατρόμως, έλαβεν ο στρατιώτης εκείνος ένα αναμμένον άνθρακα και τον έβαλεν επάνω αυτής· ο δε του Χριστού Μάρτυς ως άλλου τινός πάσχοντος υπέμεινε την δριμυτάτην εκείνην κατάφλεξιν της χειρός του μεγαλοψύχως· τοσούτον δε η χειρ αυτού κατεφλέχθη, ώστε εφουσκώθη το κρέας όλον κυκλοειδώς και περιέκλεισε το κάρβουνον εντός αυτού, οι δε στρατιώται βλέποντες την καρτερίαν του Μάρτυρος ανεχώρησαν θαυμάζοντες, εις δε ανεψιός του Αγίου, όστις ήτο εκεί παρών, ήρπασε τον άνθρακα και τον έρριψεν εις την γην. Διέμενε δε τότε ο Άγιος εις εν χωρίον Κανάλια λεγόμενον. Όθεν δέσας την κεκαυμένην αυτού δεξιάν επορεύετο εις τα Κανάλια, φθάσας δε εις το χωρίον αυτό και ερωτηθείς υπό τινος Χριστιανού διατί είχε την χείρα του δεδεμένην, απεκρίθη με φαιδρόν πρόσωπον· «Εγώ χθες εδοκιμαζόμην δι’ αυτής, αλλ’ ως φαίνεται πολλά έχει να πάθη αυτή η χειρ». Πολλά δε και διάφορα μέσα μετεχειρίζετο προς ερεθισμόν των Τούρκων ο Άγιος, αλλά κατ’ αρχάς δεν ηρεθίζοντο, αλλ’ εθώπευον αυτόν. Ο δε Άγιος μη επιτυγχάνων εισέτι του σκοπού του απήρχετο εις τα ανωτερικά μέρη του Βελεστίνου και ησύχαζεν εις τι σπήλαιον, μίαν περίπου ώραν απ’ αυτού απέχον, οπόσους δε πνευματικούς αγώνας κατά των δαιμόνων επετέλεσεν εκεί και πόσας παννυχίδας και άλλας ασκήσεις ο Θεός γνωρίζει. Αφού δε πολλάκις παρρησιασθείς ο Άγιος εις τους ασεβείς, διψών το υπέρ Χριστού Μαρτύριον, προς εξάλειψιν της πρότερον υπ’ αυτού γενομένης αρνήσεως, δεν ηξιώνετο του ποθουμένου, λυπηθείς σφόδρα επανέρχεται δι ξηράς εις το Άγιον Όρος· καθ’ όλην δε την οδοιπορίαν του δεν έλειπε να δίδη αφορμάς ίνα επιτύχη του σκοπού του, αλλ’ ίσως δεν ήτο έτι θέλημα Θεού. Όθεν επαναστρέψας εις την μετάνοιάν του, διέτριψεν εκεί ένα ακόμη χρόνον, την αυτήν πολιτείαν διάγων και μετερχόμενος το διακόνημα του εκκλησιάρχου. Μίαν δε νύκτα, ενώ προσηύχετο εις την Εκκλησίαν μόνος κάτωθεν του πολυελαίου, ακούει άνωθεν φωνήν ως από την εικόνα του Παντοκράτορος λέγουσαν· «Όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. ι: 33). Ευθύς τότε άμα τη τοιαύτη αποκαλύψει, λαβών ευλογίαν εκ των επισημοτέρων Πνευματικών και βαλών μετάνοιαν εις τον Προεστώτα και τους λοιπούς αδελφούς, ανεχώρησεν εκείθεν, επιστρέψας και πάλιν προς την Ζαγοράν και το Βελεστίνον. Αφού δε έφθασεν εκεί παρρησιάζεται εις το κριτήριον και ομολογεί λαμπρά τη φωνή την εις Χριστόν πίστιν· δια τούτο πάλιν ραβδίζεται ανηλεώς και πάλιν αποδιώκεται. Όθεν μεταβαίνει εκείθεν εις την Αγριάν και παρρησιάζεται εις τον εκεί διοικητήν, υβρίζει την βδελυράν θρησκείαν του μετά πολλής παρρησίας και ερεθίζει αυτόν εις το να τον θανατώση δια τον Χριστόν. Αλλ’ εκείνος γράφει αμέσως προς τον Βελή πασάν, εις τον Τύρναβον τότε ευρισκόμενον, παροτρύνων αυτόν κατά του Μάρτυρος και εκθέτων όσα κατά της θρησκείας αυτών εκήρυττεν ο ΄Αγιος. Λαβών ο ηγεμών τα κατά του Αγίου γράμματα και αναγνούς ταύτα ενεπλήσθη όλος θυμού και οργής και αποστείλας υπηρέτας παρέστησεν αυτόν εις το κριτήριον και του λέγει· «Τι άνθρωπος είσαι; Πόθεν κατάγεσαι; Και τι είναι αυτά τα οποία ακούω περί σου; Αν συ επαγγέλλεσαι την μοναχικήν πολιτείαν, δεν πρέπει ούτω να πολιτεύησαι». Ο δε Άγιος μετά μεγάλης παρρησίας και ευτολμίας απεκρίθη· «Εγώ, ω ηγεμών, νέος έτι ων την ηλικίαν, απατηθείς υπό τινος των Αγαρινών, ηρνήθην (φεύ!) τον Ιησούν Χριστόν μου και έγινα Τούρκος. Ελθών δε εις εμαυτόν και μετανοήσας, δια το θεοστυγές και ψυχώλεθρον αυτό κίνημα, κατέφυγον εις το Άγιον Όρος, ίνα κλαύσω αξίως την αμαρτίαν μου, αλλ’ εις όλον τούτο το διάστημα της εκεί επιπόνου διατριβής μου, ελεγχόμενος υπό της συνειδήσεώς μου, επέστρεψα εδώ, ίνα μέχρι θανάτου ομολογήσω Θεόν αληθινόν, εκείνον τον οποίον ανοήτως ηρνήθην, τον Ιησούν Χριστόν μου, προς εξάλειψιν του ρύπου της αρνήσεως». Ο δε ηγεμών, την πολλήν παρρησίαν του Μάρτυρος εκπλαγείς, προσέταξεν ευθύς να εμβάλωσιν αυτόν εις το δεσμωτήριον των καταδίκων. Κατά την επομένην έστειλεν ο άρχων και προσεκάλεσε τους εν Λαρίση επισημοτέρους Οθωμανούς, τον μουλάν, τους μπέηδες και τους λοιπούς αξιωματικούς, οίτινες ελθόντες εις Τύρναβον έφεραν τον Άγιον προς εξέτασιν, όστις επί παρουσία πάντων ωμολόγησε το παράπτωμα της αρνήσεώς του ατρόμως και την μετά τούτο εγκάρδιον μεταμέλειάν του· εκείνοι δε κατ’ αρχάς μετεχειρίσθησαν την υπόκρισιν και τας συνήθεις κολακείας των, συμβουλεύοντες δήθεν και υποσχόμενοι προς αυτόν τας ηδονάς τούτου του κόσμου και, αν φυλάξη την πίστιν των, να απολαύση και τα αγαθά του Παραδείσου, κατά την πεπλανημένην αυτών θρησκείαν. Ταύτα εκείνοι έλεγον· ο δε Άγιος, λαμπρά τη φωνή, ενώπιον πάντων απεκρίθη. «Όσα μοι υπόσχεσθε ς τα έχετε σεις, καθώς και πάντα τα αγαθά του κοσμοκράτορος πατρός σας διαβόλου». Συν τούτοις δε τους λέγει και τούτο δια να τους ερεθίση· «Ο ψευδοπροφήτης σας Μωάμεθ εσεληνιάζετο και ήτο κσιδιάρης». Όθεν μη υποφέροντες να ακούωσι τοιαύτα από στόματος Μοναχού, τρίζοντες τους οδόντας εκραύγαζον εις τον ηγεμόνα κατά του Αγίου· «Θανάτωσον αυτόν». Διο και ο ηγεμών εξέδωκε προσταγήν να ξυραφίσωσι την κεφαλήν του και αφού απογυμνώσωσιν αυτόν και βάλωσιν επί της κεφαλής του κοιλίαν προβάτου, να τον αναβιβασωσιν εις όνον και να τον περιφέρωσιν εις όλους τους δρόμους και τας ρύμας του Τυρνάβου, την ουράν του όνου εις χείρας του βαστάζοντα. Τούτων ούτω γενομένων, ο Μάρτυς χαίρων και δοξολογών τον Θεόν εσύρετο πανταχού, εμπιζόμενος και την ύβριν ταύτην ως τιμήν λογιζόμενος. Βλέποντες οι Αγαρηνοί τον Μάρτυρα αγαλλόμενον δια ταύτα όλα, ελυπούντο και εσκυθρώπαζον, την απτόητον παρρησίαν αυτού αισχυνόμενοι. Ο δε Χριστώνυμος λαός, εξεναντίας περιχαρής, ως καταξιωθέντες και εις τους εσχάτους αυτών καιρούς να ίδωσι τοιαύτα θαυμάσια, συνώδευον τον Άγιον και μετά πομπής έφερον αυτόν έως το παλάτιον του ηγεμόνος. Οι δε υπηρέται ως θηρία ανήμερα καταβιβάσαντες από τον όνον τον Μάρτυρα κάτω εις την αυλήν, έβαλον δια προσταγής του ηγεμόνος εν κούτσουρον μεγάλον, έναντι του οικήματος, εις το οποίον ο ηγεμών και οι περί αυτόν ίσταντο θεωρούντες. Ο δε ηγεμών προστάζει να κόψωσι με πέλεκυν τους πόδας και τας χείρας του Μάρτυρος. Κατά την προσταγήν λοιπόν του ηγεμόνος, ο Άγιος ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις τον εαυτόν του, απλώνει κατά πρώτον με μεγάλην γενναιότητα τον αριστερόν του πόδα επάνω εις το ξύλον· ο δε δήμιος, καίτοι ήτο έτοιμος και εβάσταζεν ανά χείρας τον πέλεκυν, ηυλαβείτο να κόψη τον πόδα του Αγίου (διότι ήτο Αιγύπτιος Χριστιανός) και ήθελε ν’ αποφύγη τούτο. Αλλ’ ο Μάρτυς στρεφόμενος προς αυτόν λέγει· «Εκτέλεσον, τέκνον μου, την προσταγήν του ηγεμόνος και μη διστάζης παντελώς». Και ούτως υψώσας τον πέλεκυν ο δήμιος και κτυπήσας εις το οστούν του ποδός δις, απέκοψε τον πόδα αυτού. Είτα βάλλει τον δεξιόν και αφού έκοψαν και αυτόν, βάλλει την αριστεράν του χείρα, και ταύτης αποκοπείσης δια μιας, τελευταίον πάλιν ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού εν όλωτω σώματι, βάλλει επάνω του ξύλου και την δεξιάν του χείρα και έκοψαν και ταύτην. Τούτων ούτω γενομένων, ουδέν σημείον οδύνης και φόβου έδειξεν ο μακάριος Γεδεών, ουδέ ωχ! Ηκούσθη να λαλήση ή η όψις του να α΄΄οιωθή ή το όμμα αυτού να κλείση, ώστε ο ηγεμών και οι περί αυτόν έκθαμβοι εγένοντο δια την αμίμητον ταύτην καρτερίαν του Μάρτυρος. «Ίσασι γαρ, (ως λέγει ο θείος Γρηγόριος), και πολέμιοι ανδρός αρετήν θαυμάζειν». Ω της μεγαλοψυχίς σου και καρτερίας σου γενναίε Αθλητά του Χριστού Γεδεών! Συνέβη δε τότε να γίνη ψύχος υπερβολικόν και ο Μάρτυς ήτο εξηπλωμένος εις την αυλήν του ηγεμόνος, ωσάν εις Παράδεισον ευφραινόμενος· οι δε Αγαρηνοί έλεγον κατ’ αυτού πολλά και εβλασφήμουν, αλλ’ ελάμβανον και παρ’ αυτού τας ανταποκρίσεις αρμοδίας και θείας σοφίας μεστάς· διό και έμενον ναπολόγητοι. Κατ’ αυτήν δε την ιδίαν ημέραν, περί το εσπέρας, προσέταξεν ο ηγεμών και έφερον τέσσαρας Χριστιανούς, οίτινες άραντες τον Μάρτυρα, έτι ζώντα τον έρριψαν εις τα αναγκαία του παλατίου. Περί δε την τετάρτην ώραν της νυκτός, αφού οι εν τω παλατίω εκοιμήθησαν, έκαστος εις τα οικήματά των, τότε νεοφώτιστος τις Χριστιανός εξ Εβραίων προσελθών εις τον Άγιον, λέγει προς αυτόν άνωθεν· «Ευλόγησόν με, Άγιε, και παρακαλώ σε να με αξιώσης της αγίας σου ευχής». Εκείνος δε απεκρίθη προς αυτόν· «Εάν μεν είσαι Ορθόδοξος Χριστιανός, έχε την ευχήν του Ιησού Χριστού· εάν δε είσαι ασεβής, έχε την κατάραν του, εν όσω θα επιμένης εις την ασέβειαν». Ο δε νεοφώτιστος, Κωνσταντίνος ονόματι, παρεκάλει τον Άγιον μετ’ ευλαβείας να δείξη προς αυτόν θαύμα προς πίστωσίν του και ο Οσιομάρτυς περιχαρώς απεκρίθη· «Εγώ υπάρχω αμαρτωλός άνθρωπος ενώπιον του Θεού και ζητείς παρ’ εμού θαυματουργίαν»; Εκείνος δε εντονώτερα παρεκάλει αυτόν δια να θαυματουργήση προς στερέωσίν του εις την Ορθοδοξίαν, καθότι προ ολίγου ηξιώθη του θείου Βαπτίσματος και ως νεοπαγής εκλονίζετο. Ο δε Μάρτυς συγκαταβαίνων εις τας αιτήσεις του νέου, είπε προς αυτόν υπό του Αγίου Πνεύματος· «Τούτο το παλάτιον του ηγεμόνος, πριν να τελειώση ο χρόνος, έχει να γίνη αρχή της παντελούς καταστροφής των Τούρκων». Την προφητείαν ταύτην ακούσας ο νέος παρά του Αγίου, την εκοινολόγησεν εις την ανάδοχόν του ονόματι Ελισάβετ του Ευθυμίου, εκείνη δε έδωκεν εντολήν εις αυτόν να φυλάξη τούτο μυστικόν. Ο δε Άγιος ούτω βασανιζόμενος παρέδωκε το πνεύμα αυτού εις χείρας Θεού ζώντος την 30ην Δεκεμβρίου του έτους 1818, αναδησάμενος τον αμάραντον στέφανον της εις Χριστόν ομολογίας, εν ουρανοίς αγαλλόμενος και υπέρ ημών τον Θεόν αεί δυσωπούμενος. Οι δε Χριστιανοί δωροδοκήσαντες τους τυράννους έλαβον μετά πολλάς περιπετείς το άγιον αυτού Λείψανον και το έφεραν εις την Εκκλησίαν των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων, την εις την πόλιν του Τυρνάβου ευρισκομένην. Τότε ελθόντος και του Μητροπολίτου Λαρίσης, μετά πλήθους Ιερέων, Ιερομονάχων και αρχόντων, έπλυναν ευλαβώς το μαρτυρικόν Λείψανον του Αγίου, και έψαλλον αυτό κατά την τάξιν των Μοναχών. Κατά δε την ώραν εκείνην κατά την οποίαν εκήδευον τον Μάρτυρα, ελθόν εν κοράσιον βαστάζον ανά χείρας μέρος βαμβακίου εζήτει να εμβάψη αυτό εις τα τεθλασμένα και αιματωμένα μέλη του Μάρτυρος, δια να φέρη αυτό προς την κυρίαν της, ήτις κακώς έπασχεν υπό ανιάτου πάθους. Αλλ’ επειδή τινες απεκρίθησαν, ότι παρήλθεν η ώρα, διότι είχον ήδη ράψει το Λείψανον, την ευλάβειαν αυτής τις των περιεστώτων ιδών, σχίζει με το μαχαίριόν του το σάβανον και την αριστεράν χείρα αυτού εκβαλών και προσεγγίσας εις αυτήν το βαμβάκιον εκείνο, ουδεμίαν δε ρανίδα αίματος ευρών έρραψε πάλιν αυτό. Αλλ’ ω των θαυμασίων σου δωρεών, Κύριε! Έκπληκτος ο προρρηθείς εκείνος Χριστιανός, όστις ήτο πρώτος των γραμματέων του ηγεμόνος, το όνομ Ευθύμιος Δούκας, βλέπει αιματωμένον όλον το σάβανον, ωσαύτως κι οι λοιποί Χριστιανοί το παράδοξον τούτο ιδόντες, ότι έρρεεν αίμα θερμόν από τα τεθλασμένα μέλη του τριάκοντα ήδη ώρας μετά από την εκκοπήν των και εικοσιτέσσαρας ώρας από της τελευτής του, έμειναν άπαντες έκθαμβοι και εξίσταντο, δοξάζοντες τον Σωτήρα Χριστόν τον ούτως ευδοκήσντα, ίνα και εις τους εσχάτους εκείνους καιρούς τοιούτον μαρτύριον κατορθωθή και να ρεύση αίμα θερμόν από νεκρόν σώμα υπερφυώς. Οι δε Χριστιανοί έλαβον προς αγιασμόν εκ τούτου του αίματος ευλαβώς· διο και εστάθη το του Αγίου Λείψανον εις τον κράββατον δύο ώρας σχεδόν, έως ότου επλήσθησαν άπαντες λαβόντες εκ του μαρτυρικού εκείνου αίματος, έκαστος μετά πίστεως. Μετά ταύτα ψάλλοντες το ιερόν Λείψανον, ενεταφίασαν αυτό εις καινόν μνημείον όπισθεν του ιερού Βήματος, στήσαντες επ’ αυτού εν μανουάλιον μαρμάρινον και όσοι μετά πίστεως και ευλαβείας προσήρχοντο εις το μνημείον και ήναπτον κηρίον εις εκείνο το μανουάλιον, εκ παντοίας νόσου εθεραπεύοντο, και όχι μόνον τότε, αλλά και μέχρι της σήμερον πλείστα όσα επιτελούνται θαυμάσια. Κατά δε το επόμενον έτος 1819 Μαρτίου δεκάτη Τετάρτη εξωλοθρεύθησαν οι δύο εκείνοι ηγεμόνες, κατά την προφητείαν την οποίαν προείπεν ο Άγιος εις τον νεοφώτιστον Κωνσταντίνον εις το αναγκαίον, ότι πριν τελειώση ο χρόνος έχει να γίνη το παλάτιον του ηγεμόνος αρχή της παντελούς καταστροφής των. Και ούτως έχει η αλήθεια· διότι και αυτόν τον Βελήν και τον πατέρα του Αλήν, τον ηγεμόνα της Ηπείρου, εξωλόθρευσεν ο Σουλτάνος. Έμεινε δε το άγιον Λείψανον εις το μνήμα μέχρι του έτους 1837, ήτοι χρόνους ολοκλήρους δέκα εννέα, ότε και ο ηγουμενεύων εις την Ιεράν Μονήν του Καρακάλλου ονόματι Προκόπιος απέστειλεν Ιερομόναχον τινά, ονόματι Γαβριήλ, εκ της Μακρυνίτσης της Δημητριάδος καταγόμενον, μετά γράμματος του Μοναστηρίου εις Τύρναβον. Ελθών λοιπόν εκείνος εζήτησεν επιμελώς τα άγια Λείψανα του Αγίου, τα οποία ευρέθησαν εις ευλαβή τινα Χριστιανόν Μιτάκον ονομαζόμενον, όστις προ δύο μηνών ήδη είχε κάμει την ανακομιδήν του ιερού Λειψάνου, δι’ αποκαλύψεως του Αγίου. Ούτος ο φιλόχριστος ανήρ έχων την οικίαν του πλησίον του Ιερού Ναού των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων, εις τον οποίον ευρίσκετο και ο πάνσεπτος τάφος του Αγίου, απεφάσιζε πολλάκις την ανακομιδήν του Ιερού αυτού Λειψάνου, πάντοτε όμως ανέβαλλε ταύτην. Επιστάς λοιπόν ο Άγιος κατ΄ όναρ είπε προς αυτόν· «Αύριον ποίησον την ανακομιδήν μου, καθώς σκέπτεσαι τούτο, αλλ’ όμως εμπράκτως ουδέν κατορθώνεις». Έξυπνος δε γενόμενος και εκπλαγείς δεν ετόλμησε να είπη τίποτε εις ουδένα. Κατά δε την επομένην νύκτα εμφανισθείς και πάλιν ο Άγιος προτρέπει αυτόν, ίνα επιχειρισθή την ανακομιδήν αυτού· όθεν παραλαβών ούτος και τους τρεις υιούς του δια νυκτός, εποίησε την ανακομιδήν του Αγίου και μετεκόμισεν ευλαβώς εις την οικίαν του τα άγια Λείψανα, βαλών δε αυτά εις λάρνακα εναπέθεσεν εις εν δωμάτιον της οικίας του, ήναπτε δε τακτικώς και την κανδήλαν. Ο δε Θεός και πάλιν εδόξασε τον δούλον του και ακούσατε. Εισελθών ποτε κατά την συνήθειάν του εις το δωμάτιον ο Χριστιανός εκείνος ίνα προσευχηθή, βλέπει εξαίφνης τον Άγιον πεπληρωμένον φωτός και ευωδίας αρρήτου. Όθεν εκπλαγείς εκάλεσε και τους λοιπούς της οικίας, νομίζων ότι αύτη καίεται. Εκείνοι δε το παράδοξον τούτο θέαμα βλέποντες, εδόξασαν τον Θεόν και τον αυτού Άγιον, ο οίκος δε εκείνος πολλάκις πληρούται αρρήτου ευωδίας. Ο δε προειρημένος Ιερομόναχος Γαβριήλ μετά την ανακομιδήν έλαβε μέρη τινα του Αγίου Λειψάνου, τους πόδας, τας χείρας και την σαγόνα, εκ της θεωρίας των οποίων έντρομος γίνεται ο άνθρωπος. Διότι φαίνονται εισέτι αι συνθλάσεις και αι πληγαί των μαχαιρών υπό των ασεβών κατά τον καιρόν του Μαρτυρίου, άτινα λαβών μετεκόμισεν εις το Ιερόν Μοναστήριον του Καρακάλλου το κατά το Αγιώνυμον Όρος κείμενον. Οι δε Πατέρες δεξάμενοι αυτά χαίροντες, ανέπεμψαν ευχαριστήριον εις τον Θεόν, διότι ηξιώθησαν και εις τους εσχάτους αυτών χρόνους να ίδουν τοιούτον εξαίσιον και θαυμαστόν Μαρτύριον του Αγίου νέου Οσιομάρτυρος Γεδεών. Ου ταις αγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν και ημείς των ψυχικών και σωματικών παθών και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών, μετά των απ’ αιώνος τω Θεώ ευαρεστησάντων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου