Έρμυλος και
Στρατόνικος οι Άγιοι Μάρτυρες ήκμασαν επί του δυσσεβούς Λικινίου, όστις είχε
πολλήν σπουδήν εις την θυσίαν των ειδώλων ο δόλιος, τους δε Χριστιανούς
εκόλαζεν άσπλαγχνα και διαφόρως αυτούς εβασάνιζεν, ίνα αρνηθούν την ευσέβειαν
και τους εθανάτωνε χαλεπώτατα. Και όστις ήθελε καταμηνύσει προς τον βασιλέα
τινά Χριστιανόν, ελάμβανεν απ’ αυτόν πολλήν την ανταμοιβήν. Όθεν όλοι Έλληνες
εφρόντιζον να εύρουν Χριστιανούς, δια να φανούν προς τον βασιλέα ευγνώμονες και
ευσεβείς προς τα είδωλα. Καθεζόμενος λοιπόν ποτέ εις τον θρόνον του ο δυσσεβής
ούτος Λικίνιος, ήλθεν εις στρατιώτης και λέγει προς αυτόν· «Ηξεύρω ένα
άνθρωπον, όστις είναι εις την τάξιν των Χριστιανών Διάκονος, ονόματι Έρμυλος,
και περιγελά τους θεούς και την βασιλείαν σου».
Ο δε Λικίνιος επρόσταξε να τον φέρωσιν ευθύς εις το θέατρον· και πηγαίνοντες οι στρατιώται, τον εύρον να προσεύχεται. Αναγγείλαντες λοιπόν εις αυτόν το βασιλικόν πρόσταγμα, ευθύς πρόθυμος ηκολούθησεν αυτούς, χωρίς να δείξη σημείον σκυθρωπότητος, μάλιστα δε και έχαιρεν, ότι έμελλε να πάθη δια τον Χριστόν κολαστήρια. Παραστήσαντες λοιπόν αυτόν εις το θέατρον, τον ηρώτησεν ο βασιλεύς, εάν ήτο Χριστιανός· ο δε απεκρίνατο· «Όχι μόνον με φωνήν λαμπράν και γνώμην στερράν ομολογώ, ότι είμαι Χριστιανός, αλλά και ότι αφιερώθην εις τον Θεόν, Διάκονος εκείνου γενόμενος». Λέγει προς αυτόν ο Λικίνιος· «Λοιπόν, διακόνησον εις τους θεούς, ίνα σε τιμήσω ως πρέπει». Ο δε απεκρίνατο· «Κωφός είσαι ή υποκρίνεσαι ότι είσαι μωρός και ανόητος; Εγώ σου είπα ότι είμαι του αοράτου θεού Διάκονος, και συ μου λέγεις να λατρεύσω λίθους και ξύλα κωφά και άψυχα είδωλα, έργα χειρών ανθρώπων, τα οποία όσοι έχουν γνώσιν και φρόνησιν καταφρονούσιν ως άξια γέλωτος, συ δε τα προσκυνείς ως πεπλανημένος και ανόητος;» Εις ταύτα εθυμώθη ο τύραννος και προστάσσει να τον κτυπούν εις τας σιαγόνας με χαλκά όργανα· ο δε κήρυξ έλεγε ταύτα μεγαλοφώνως· «Φύλαττε την γλώσσαν σου, Έρμυλε, και τίμα τον αυτοκράτορα, θυσίασε εις τους θεούς, ίνα αποφύγης τα βάσανα». Ο δε Μάρτυς υπέφερε τας μάστιγας και έχαιρεν ονειδίζων ως νικημένον τον τύραννον, και του έλεγεν· «Εγώ μεν λαμβάνω αυτάς τας μικράς πληγάς πρόσκαιρα, αλλά συ θέλεις κληρονομήσει αιώνιον κόλασιν, διότι αφήκες εκείνον όστις σε έπλασε και προσκυνείς κωφά και άλαλα ξόανα· και το χειρότερον, φθονείς και των άλλων την σωτηρίαν και προσπαθείς να τους ρίψης εις την απώλειαν». Αφού δε τον έδειραν ώραν πολλήν, επέρασεν ο θυμός του τυράννου, και προστάσσει να τον φυλακίσουν έως την τρίτην ημέραν, μήπως και έλθη εις μεταμέλειαν· ο δε Μάρτυς έψαλλε· «Κύριος εμοί βοηθός, και ου φοβηθήσομαι». Όταν δε εισήλθεν εις την φυλακήν έλεγεν· «Ο καθήμενος επί των Χερουβείμ εμφάνηθι, και ελθέ εις το σώσαι ημάς». Και ο μεν Μάρτυς υπέμεινε τα λυπηρά γενναίως δια τον Κύριον, εκείνος δε δεν ημέλησε να του στείλη ως φιλάνθρωπος την εξ ύψους βοήθειαν· και παρακινών αυτόν εις περισσοτέραν ανδρείαν, έστειλεν Άγγελον, και λέγει προς παράκλησίν του· «Έχε θάρρος και μη φοβηθής ποσώς, Έρμυλε· αγωνίζου και μη δειλιάσης, ότι εις ολίγας ημέρας θέλεις νικήσει τας μηχανάς του τυράννου, να λάβης εξ ουρανών λαμπρότερον του μαρτυρίου τον στέφανον». Ούτως οπλίζει ο Κύριος τον δούλον αυτού, δίδων κατά του τυράννου σωτηρίαν και δύναμιν. Μετά δε την τρίτην ημέραν, καθίσας εις το κριτήριον ο Λικίνιος, έφερε τον Μάρτυρα, και λέγει προς αυτόν· «Εσωφρονίσθης ολίγον, Έρμυλε, να προσκυνήσης τους θεούς, να λυτρωθής από τους κινδύνους, ή ακόμη μένεις εις το πρώτον πείσμα σου ως υπερήφανος;» Ο δε απεκρίνατο· «Επειδή σου είπα από την πρώτην αρχήν την γνώμην μου, τι κοπιάς να με δοκιμάζης πάλιν, και χάνεις τον καιρόν άκαρπα; Εγώ τον Θεόν του ουρανού προσκυνώ, και γίνομαι θυσία δι’ αυτόν, από τον οποίον αναμένω μεγάλην βοήθειαν». Τότε είπε προς αυτόν ο τύραννος· «Τώρα θα ίδω εάν είναι δυνατός αυτός τον οποίον προσκυνείς εις τους ουρανούς και αν θα σε βοηθήση». Και ευθύς προστάσσει εξ άνδρας δυνατούς να τον απλώσουν εις την γην και να τον ραβδίζουν ασπλάγχνως. Και οι μεν φονείς εκείνοι έδερον αυτόν ωμότατα, φθαρτού βασιλέως κακώς υπακούοντες, ο δε Μάρτυς προς τον ουράνιον ηύχετο, και υπομένων ανδρείως τας βασάνους έλεγε· «Κύριε ο Θεός μου, όστις εμαστιγώθης από τον Πιλάτον δια την σωτηρίαν μου, αυτός και εμέ πάσχοντα δια την αγάπην σου ενδυνάμωσον, και αξίωσόν με να γίνω κοινωνός του πάθους σου και της σης λαμπρότητος». Ταύτα του Μάρτυρος λέγοντος, φωνή ηκούσθη λέγουσα· «Αμήν, Έρμυλε, μετά τρεις ημέρας θα λυτρωθής από τα λυπηρά και θα έλθης προς με, να σου ανταποδώσω πλουσίως τας αμοιβάς των πόνων σου». Αυτή η φωνή τον μεν Άγιον ενεθάρρυνε και έγινεν ανδρειότερος, τους δε στρατιώτας εφόβισε και έπεσον κατά γης έντρομοι· ομοίως και ο βασιλεύς με τους λοιπούς εδειλίασαν· πλην ως τετυφλωμένος από την ασέβειαν, δεν ηδυνήθη να καταλάβη την αλήθειαν, αλλά πάλιν εφυλάκισε τον Μάρτυρα· ο δε δεσμοφύλαξ, όστις επροστάχθη να φυλάττη τον Άγιον, ήτο φίλος του, ονόματι Στρατόνικος, όστις επίστευεν εις τον Χριστόν κρυφά, όμως δεν ετόλμα να παρρησιασθή το τέλος φοβούμενος, μόνον εσυμπόνει τον Άγιον και τον εβοήθει κρυφίως, ο οποίος έψαλλε πάλιν εις την φυλακήν ταύτα μετά πόθου και πίστεως· «Κύριος φωτισμός μου και Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι;» και τα λοιπά του ψαλμού. Και όταν τον ετελείωσεν, ήλθεν εις αυτόν φως άνωθεν θαυμασίως, δια να βεβαιώση το ψαλλόμενον· φωνή δε πάλιν ηκούετο ως και πρότερον και του έλεγε να μη φοβήται, ότι την τρίτην ημέραν υπάγει προς τα ουράνια. Την άλλην ημέραν καθίσας εις τον θρόνον ο τύραννος, έφερε τον Μάρτυρα, και λέγει προς αυτόν· «Πως σου εφάνη το σκοτεινόν δεσμωτήριον; Μετεμελήθης να κάμης το συμφέρον σου ή ακόμη χρειάζεσαι κολαστήρια;» Ο δε απεκρίθη με γλυκύτητα και φαιδρότητα· «Εμένα το σκοτεινόν εκείνο οικητήριον έγινε φωτός αμέτρου και αγαλλιάσεως πρόξενον, έχει δε εξ αυτού η ψυχή μου ηδονήν και ευφροσύνην απόρρητον, ελπίζων να απολαύσω ζωήν αιώνιον. Όμως εσέ θαυμάζω, ότι δεν αποτινάσσεις το σκότος της ψυχής σου να καταλάβης την αλήθειαν». Λέγει ο τύραννος· «Δεν έμαθες άλλο καλόν ειμή μόνον να υβρίζης, το οποίον είναι της γλώσσης ακολασία και ψυχής υπερηφάνεια άμετρος; Προσκυνείς τους θεούς, ή να σου δώσω ό,τι σου πρέπει, αναίσχυντε;» Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Είπον σοι, ω βασιλεύ, την απόκρισιν, και κάμε ό,τι βούλεσαι». Τότε θυμωθείς ο Λικίνιος προστάσσει να τον απλώσουν εις την γην ανάσκελα, και να δέρουν την κοιλίαν του γυμνήν με ράβδους τριγωνικάς. Αυτή δε η βάσανος είναι σκληρά και επώδυνος, ότι αι γωνίαι των ράβδων ήσαν ως ακονισμένη μάχαιρα, και κατεξέσχιζον τας σάρκας του. Ούτω λοιπόν δερόμενος άσπλαγχνα δεν είχεν άλλην παραμυθίαν, μόνον να λέγη του Χριστού το γλυκύτατον όνομα· «Κύριε, εις το βοηθήσαί μου σπεύσον» και άλλα όμοια. Ο δε Θεός ταχέως επήκουσε και παρεστάθη αοράτως και ανεκούφισε τους πόνους του, ευαγγελιζόμενος εις αυτόν την τελείωσιν. Ο δε τύραννος, όσον έβλεπε τον Μάρτυρα ότι υπέμενε με καρτερίαν την βάσανον, τόσον αυτός εθυμώνετο, ότι δεν ηδύνατο να τον νικήση, και προστάσσει να ξεσχίζουν με όνυχας αετού την κοιλίαν του, έως να φανώσι και τα εντόσθια· αλλά και ταύτην την βάσανον υπέμεινεν ο Άγιος τοιαύτα ευχόμενος· «Η καρδία μου και η σάρξ μου ηγαλλιάσαντο επί Θεόν ζώντα» και άλλα παρόμοια. Ο δε καλός Στρατόνικος παρίστατο εκεί πλησίον, και εσπαράσσετο η καρδία του βλέπων τον φίλον του τοιαύτα πάσχοντα, και μη δυνάμενος να τον βοηθήση έκλαιεν. Όθεν τινές στρατιώται, ιδόντες τούτον ούτω συμπάσχοντα και δακρύοντα, ηννόησαν την αιτίαν και τον επρόδωσαν ως Χριστιανόν εις τον τύραννον, όστις ηρώτησεν αυτόν εάν ήτο φίλος του Ερμύλου και της αυτής γνώμης και πίστεως. Ο δε Στρατόνικος, κρίνων τον καιρόν εύκαιρον και αρμόδιον της ομολογίας, ομολογεί την ευσέβειαν, ελέγχει τον τύραννον αφόβως και περιπαίζει τα είδωλα. Τότε προστάσσει ο βασιλεύς να τον γυμνώσουν και να τον ραβδίζουν έως να ξεψυχήση από τας μάστιγας. Ο δε Στρατόνικος ούτως ασπλάγχνως μαστιγούμενος εκύτταζε προς τον φίλον του και λέγει· «Δεήσου εις τον Χριστόν να μου δώση βοήθειαν, Έρμυλε, ίνα δυνηθώ να νικήσω τον τύραννον και να λάβω τον στέφανον της αθλήσεως». Ταύτα λέγων ήλεγχε τον Λικίνιον, ότι τον εβίαζε να προσκυνήση τυφλούς θεούς και να αφήση τον όντως Θεόν, όστις μέλλει να κρίνη την οικουμένην άπασαν και να κολάση όσους τον αθετήσουν. Ο δε τύραννος, βλέπων ότι ήτο όλον του το σώμα μία πληγή, είπε να τον φυλακίσουν έως την αύριον, ελπίζων μήπως και μεταμεληθή από τον πόνον των πληγών, να προσκυνήση τα είδωλα. Ο δε Άγιος και φυλακισμένος προσηύχετο λέγων· «Κύριε, μη μνησθής ημών ανομιών αρχαίων, βοήθησον ημίν ένεκεν της δόξης του ονόματός σου». Τότε ήλθε φωνή θεία λέγουσα· «Τον δρόμον ετελειώσατε, την πίστιν εφυλάξατε, λοιπόν αύριον να λάβετε της δικαιοσύνης τον στέφανον». Όταν εξημέρωσεν, έφεραν πάλιν τον Έρμυλον εις εξέτασιν, και τον ηρώτα ο τύραννος, εάν ήθελε να θυσιάση εις τα είδωλα. Και αυτός του απεκρίθη τα πρότερα λέγων· «Καίε, τιμώρει, κόπτε, κάμνε ει τι θέλεις, ότι εγώ δεν φοβούμαι εκείνους οι οποίοι φονεύουσι το σώμα, την δε ψυχήν δεν δύνανταινα βλάψουν ουδόλως, αλλά μάλλον ωφέλειαν της δίδουσι». Τότε προστάσσει ο βασιλεύς να τον κρεμάσουν εις το ξύλον, να καταξεσχίζουν τας σάρκας του. Ο δε κατακοπτόμενος προσηύχετο, επικαλούμενος τον Θεόν εις βοήθειαν. Και ούτως ακούει φωνήν άνωθεν λέγουσαν· «Μη φοβείσαι· εγώ είμαι ο Θεός σου και σου δίδω βοήθειαν». Συνταραχθείς λοιπόν και φοβηθείς την φωνήν ο Λικίνιος, κατεβίβασεν από το ξύλον τον Άγιον, και προστάσσει να τον ρίψωσιν εις ένα ποταμόν, Ίστρον καλούμενον, δια να μη εύρουν οι Χριστιανοί το λείψανον, τον δε Στρατόνικον συνεβούλευεν ακόμη και εδοκίμαζε να φέρη εις την ασέβειαν, λέγων προς αυτόν· «Θύσον τουλάχιστον συ εις τους θεούς, να μη πάθης τα όμοια του φίλου σου». Ο Στρατόνικος απεκρίθη· «Εάν εκείνος απέθανε δια τον Χριστόν, πως να γίνω εγώ τόσον άθλιος και ανόητος να κάμω τον λόγον σου;» Λέγει ο τύραννος· «Λοιπόν θέλεις να συναποθάνης και συ με τον Έρμυλον;» Λέγει ο Άγιος· «Ναι, κατ’ αλήθειαν, ότι καθώς έχουν οι φίλοι κοινήν την χαράν και απόλαυσιν, ούτω πρέπει να έχωσι κοινάς και τας θλίψεις και βασάνους, μάλιστα ότι δεν είναι τιμιώτερον πράγμα ούτε γλυκύτερον από το να λάβωμεν δια τον Χριστόν μας θάνατον». Απελπισθείς λοιπόν ο βασιλεύς και δι’ αυτόν, και γνωρίζων ότι δεν αλλάσσειγνώμην, έδωκε την απόφασιν, να θανατώσουν και τους δύο με όμοιον θάνατον εις τα ποτάμια ύδατα, καθώς έμελλον να απολαύσουν εις τον παράδεισον ομοίους στεφάνους και κοινήν αγαλλίασιν. Όταν λοιπόν τους ωδήγουν εις τον θάνατον έλεγον· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Έχαιρον δε ως να ήσαν προσκεκλημένοι εις μεγάλην απόλαυσιν. Φθάσαντες εις τον ποταμόν τους έβαλαν εις μίαν σπυρίδα και τους εβύθισαν. Ο δε Ίστρος υπεδέχθη μεν τα άγια σώματα, δια να αγιασθώσι τα ύδατα αυτού, αλλά πάλιν ύστερον τα εξέβαλεν εις την γην, μη υποφέρων να έχη εις τον βυθόν αυτού κεκρυμμένον τοιούτον θησαυρόν πολύτιμον, ταύτα του παναγάθου Θεού προστάσσοντος, δια να μη ζημιωθούν τούτου του αγαθού οι χριστεπώνυμοι. Μετά την τρίτην ημέραν λοιπόν εύρον τινές άνδρες θεοφιλείς εκείνα τα μαρτυρικά σώματα, και λαβόντες αυτά ευλαβώς έψαλαν ιερούς ύμνους και επιτάφια. Και τελέσαντες εις αυτά όσα ο νόμος διακελεύεται, τα ενεταφίασαν μακράν της πόλεως Σιγηδώνος δέκα οκτώ στάδια, εις ένα τόπον και τα δύο, καθώς και τους άθλους και τον θάνατον κοινούς υπέμειναν εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, μεθ’ ου τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ο δε Λικίνιος επρόσταξε να τον φέρωσιν ευθύς εις το θέατρον· και πηγαίνοντες οι στρατιώται, τον εύρον να προσεύχεται. Αναγγείλαντες λοιπόν εις αυτόν το βασιλικόν πρόσταγμα, ευθύς πρόθυμος ηκολούθησεν αυτούς, χωρίς να δείξη σημείον σκυθρωπότητος, μάλιστα δε και έχαιρεν, ότι έμελλε να πάθη δια τον Χριστόν κολαστήρια. Παραστήσαντες λοιπόν αυτόν εις το θέατρον, τον ηρώτησεν ο βασιλεύς, εάν ήτο Χριστιανός· ο δε απεκρίνατο· «Όχι μόνον με φωνήν λαμπράν και γνώμην στερράν ομολογώ, ότι είμαι Χριστιανός, αλλά και ότι αφιερώθην εις τον Θεόν, Διάκονος εκείνου γενόμενος». Λέγει προς αυτόν ο Λικίνιος· «Λοιπόν, διακόνησον εις τους θεούς, ίνα σε τιμήσω ως πρέπει». Ο δε απεκρίνατο· «Κωφός είσαι ή υποκρίνεσαι ότι είσαι μωρός και ανόητος; Εγώ σου είπα ότι είμαι του αοράτου θεού Διάκονος, και συ μου λέγεις να λατρεύσω λίθους και ξύλα κωφά και άψυχα είδωλα, έργα χειρών ανθρώπων, τα οποία όσοι έχουν γνώσιν και φρόνησιν καταφρονούσιν ως άξια γέλωτος, συ δε τα προσκυνείς ως πεπλανημένος και ανόητος;» Εις ταύτα εθυμώθη ο τύραννος και προστάσσει να τον κτυπούν εις τας σιαγόνας με χαλκά όργανα· ο δε κήρυξ έλεγε ταύτα μεγαλοφώνως· «Φύλαττε την γλώσσαν σου, Έρμυλε, και τίμα τον αυτοκράτορα, θυσίασε εις τους θεούς, ίνα αποφύγης τα βάσανα». Ο δε Μάρτυς υπέφερε τας μάστιγας και έχαιρεν ονειδίζων ως νικημένον τον τύραννον, και του έλεγεν· «Εγώ μεν λαμβάνω αυτάς τας μικράς πληγάς πρόσκαιρα, αλλά συ θέλεις κληρονομήσει αιώνιον κόλασιν, διότι αφήκες εκείνον όστις σε έπλασε και προσκυνείς κωφά και άλαλα ξόανα· και το χειρότερον, φθονείς και των άλλων την σωτηρίαν και προσπαθείς να τους ρίψης εις την απώλειαν». Αφού δε τον έδειραν ώραν πολλήν, επέρασεν ο θυμός του τυράννου, και προστάσσει να τον φυλακίσουν έως την τρίτην ημέραν, μήπως και έλθη εις μεταμέλειαν· ο δε Μάρτυς έψαλλε· «Κύριος εμοί βοηθός, και ου φοβηθήσομαι». Όταν δε εισήλθεν εις την φυλακήν έλεγεν· «Ο καθήμενος επί των Χερουβείμ εμφάνηθι, και ελθέ εις το σώσαι ημάς». Και ο μεν Μάρτυς υπέμεινε τα λυπηρά γενναίως δια τον Κύριον, εκείνος δε δεν ημέλησε να του στείλη ως φιλάνθρωπος την εξ ύψους βοήθειαν· και παρακινών αυτόν εις περισσοτέραν ανδρείαν, έστειλεν Άγγελον, και λέγει προς παράκλησίν του· «Έχε θάρρος και μη φοβηθής ποσώς, Έρμυλε· αγωνίζου και μη δειλιάσης, ότι εις ολίγας ημέρας θέλεις νικήσει τας μηχανάς του τυράννου, να λάβης εξ ουρανών λαμπρότερον του μαρτυρίου τον στέφανον». Ούτως οπλίζει ο Κύριος τον δούλον αυτού, δίδων κατά του τυράννου σωτηρίαν και δύναμιν. Μετά δε την τρίτην ημέραν, καθίσας εις το κριτήριον ο Λικίνιος, έφερε τον Μάρτυρα, και λέγει προς αυτόν· «Εσωφρονίσθης ολίγον, Έρμυλε, να προσκυνήσης τους θεούς, να λυτρωθής από τους κινδύνους, ή ακόμη μένεις εις το πρώτον πείσμα σου ως υπερήφανος;» Ο δε απεκρίνατο· «Επειδή σου είπα από την πρώτην αρχήν την γνώμην μου, τι κοπιάς να με δοκιμάζης πάλιν, και χάνεις τον καιρόν άκαρπα; Εγώ τον Θεόν του ουρανού προσκυνώ, και γίνομαι θυσία δι’ αυτόν, από τον οποίον αναμένω μεγάλην βοήθειαν». Τότε είπε προς αυτόν ο τύραννος· «Τώρα θα ίδω εάν είναι δυνατός αυτός τον οποίον προσκυνείς εις τους ουρανούς και αν θα σε βοηθήση». Και ευθύς προστάσσει εξ άνδρας δυνατούς να τον απλώσουν εις την γην και να τον ραβδίζουν ασπλάγχνως. Και οι μεν φονείς εκείνοι έδερον αυτόν ωμότατα, φθαρτού βασιλέως κακώς υπακούοντες, ο δε Μάρτυς προς τον ουράνιον ηύχετο, και υπομένων ανδρείως τας βασάνους έλεγε· «Κύριε ο Θεός μου, όστις εμαστιγώθης από τον Πιλάτον δια την σωτηρίαν μου, αυτός και εμέ πάσχοντα δια την αγάπην σου ενδυνάμωσον, και αξίωσόν με να γίνω κοινωνός του πάθους σου και της σης λαμπρότητος». Ταύτα του Μάρτυρος λέγοντος, φωνή ηκούσθη λέγουσα· «Αμήν, Έρμυλε, μετά τρεις ημέρας θα λυτρωθής από τα λυπηρά και θα έλθης προς με, να σου ανταποδώσω πλουσίως τας αμοιβάς των πόνων σου». Αυτή η φωνή τον μεν Άγιον ενεθάρρυνε και έγινεν ανδρειότερος, τους δε στρατιώτας εφόβισε και έπεσον κατά γης έντρομοι· ομοίως και ο βασιλεύς με τους λοιπούς εδειλίασαν· πλην ως τετυφλωμένος από την ασέβειαν, δεν ηδυνήθη να καταλάβη την αλήθειαν, αλλά πάλιν εφυλάκισε τον Μάρτυρα· ο δε δεσμοφύλαξ, όστις επροστάχθη να φυλάττη τον Άγιον, ήτο φίλος του, ονόματι Στρατόνικος, όστις επίστευεν εις τον Χριστόν κρυφά, όμως δεν ετόλμα να παρρησιασθή το τέλος φοβούμενος, μόνον εσυμπόνει τον Άγιον και τον εβοήθει κρυφίως, ο οποίος έψαλλε πάλιν εις την φυλακήν ταύτα μετά πόθου και πίστεως· «Κύριος φωτισμός μου και Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι;» και τα λοιπά του ψαλμού. Και όταν τον ετελείωσεν, ήλθεν εις αυτόν φως άνωθεν θαυμασίως, δια να βεβαιώση το ψαλλόμενον· φωνή δε πάλιν ηκούετο ως και πρότερον και του έλεγε να μη φοβήται, ότι την τρίτην ημέραν υπάγει προς τα ουράνια. Την άλλην ημέραν καθίσας εις τον θρόνον ο τύραννος, έφερε τον Μάρτυρα, και λέγει προς αυτόν· «Πως σου εφάνη το σκοτεινόν δεσμωτήριον; Μετεμελήθης να κάμης το συμφέρον σου ή ακόμη χρειάζεσαι κολαστήρια;» Ο δε απεκρίθη με γλυκύτητα και φαιδρότητα· «Εμένα το σκοτεινόν εκείνο οικητήριον έγινε φωτός αμέτρου και αγαλλιάσεως πρόξενον, έχει δε εξ αυτού η ψυχή μου ηδονήν και ευφροσύνην απόρρητον, ελπίζων να απολαύσω ζωήν αιώνιον. Όμως εσέ θαυμάζω, ότι δεν αποτινάσσεις το σκότος της ψυχής σου να καταλάβης την αλήθειαν». Λέγει ο τύραννος· «Δεν έμαθες άλλο καλόν ειμή μόνον να υβρίζης, το οποίον είναι της γλώσσης ακολασία και ψυχής υπερηφάνεια άμετρος; Προσκυνείς τους θεούς, ή να σου δώσω ό,τι σου πρέπει, αναίσχυντε;» Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Είπον σοι, ω βασιλεύ, την απόκρισιν, και κάμε ό,τι βούλεσαι». Τότε θυμωθείς ο Λικίνιος προστάσσει να τον απλώσουν εις την γην ανάσκελα, και να δέρουν την κοιλίαν του γυμνήν με ράβδους τριγωνικάς. Αυτή δε η βάσανος είναι σκληρά και επώδυνος, ότι αι γωνίαι των ράβδων ήσαν ως ακονισμένη μάχαιρα, και κατεξέσχιζον τας σάρκας του. Ούτω λοιπόν δερόμενος άσπλαγχνα δεν είχεν άλλην παραμυθίαν, μόνον να λέγη του Χριστού το γλυκύτατον όνομα· «Κύριε, εις το βοηθήσαί μου σπεύσον» και άλλα όμοια. Ο δε Θεός ταχέως επήκουσε και παρεστάθη αοράτως και ανεκούφισε τους πόνους του, ευαγγελιζόμενος εις αυτόν την τελείωσιν. Ο δε τύραννος, όσον έβλεπε τον Μάρτυρα ότι υπέμενε με καρτερίαν την βάσανον, τόσον αυτός εθυμώνετο, ότι δεν ηδύνατο να τον νικήση, και προστάσσει να ξεσχίζουν με όνυχας αετού την κοιλίαν του, έως να φανώσι και τα εντόσθια· αλλά και ταύτην την βάσανον υπέμεινεν ο Άγιος τοιαύτα ευχόμενος· «Η καρδία μου και η σάρξ μου ηγαλλιάσαντο επί Θεόν ζώντα» και άλλα παρόμοια. Ο δε καλός Στρατόνικος παρίστατο εκεί πλησίον, και εσπαράσσετο η καρδία του βλέπων τον φίλον του τοιαύτα πάσχοντα, και μη δυνάμενος να τον βοηθήση έκλαιεν. Όθεν τινές στρατιώται, ιδόντες τούτον ούτω συμπάσχοντα και δακρύοντα, ηννόησαν την αιτίαν και τον επρόδωσαν ως Χριστιανόν εις τον τύραννον, όστις ηρώτησεν αυτόν εάν ήτο φίλος του Ερμύλου και της αυτής γνώμης και πίστεως. Ο δε Στρατόνικος, κρίνων τον καιρόν εύκαιρον και αρμόδιον της ομολογίας, ομολογεί την ευσέβειαν, ελέγχει τον τύραννον αφόβως και περιπαίζει τα είδωλα. Τότε προστάσσει ο βασιλεύς να τον γυμνώσουν και να τον ραβδίζουν έως να ξεψυχήση από τας μάστιγας. Ο δε Στρατόνικος ούτως ασπλάγχνως μαστιγούμενος εκύτταζε προς τον φίλον του και λέγει· «Δεήσου εις τον Χριστόν να μου δώση βοήθειαν, Έρμυλε, ίνα δυνηθώ να νικήσω τον τύραννον και να λάβω τον στέφανον της αθλήσεως». Ταύτα λέγων ήλεγχε τον Λικίνιον, ότι τον εβίαζε να προσκυνήση τυφλούς θεούς και να αφήση τον όντως Θεόν, όστις μέλλει να κρίνη την οικουμένην άπασαν και να κολάση όσους τον αθετήσουν. Ο δε τύραννος, βλέπων ότι ήτο όλον του το σώμα μία πληγή, είπε να τον φυλακίσουν έως την αύριον, ελπίζων μήπως και μεταμεληθή από τον πόνον των πληγών, να προσκυνήση τα είδωλα. Ο δε Άγιος και φυλακισμένος προσηύχετο λέγων· «Κύριε, μη μνησθής ημών ανομιών αρχαίων, βοήθησον ημίν ένεκεν της δόξης του ονόματός σου». Τότε ήλθε φωνή θεία λέγουσα· «Τον δρόμον ετελειώσατε, την πίστιν εφυλάξατε, λοιπόν αύριον να λάβετε της δικαιοσύνης τον στέφανον». Όταν εξημέρωσεν, έφεραν πάλιν τον Έρμυλον εις εξέτασιν, και τον ηρώτα ο τύραννος, εάν ήθελε να θυσιάση εις τα είδωλα. Και αυτός του απεκρίθη τα πρότερα λέγων· «Καίε, τιμώρει, κόπτε, κάμνε ει τι θέλεις, ότι εγώ δεν φοβούμαι εκείνους οι οποίοι φονεύουσι το σώμα, την δε ψυχήν δεν δύνανταινα βλάψουν ουδόλως, αλλά μάλλον ωφέλειαν της δίδουσι». Τότε προστάσσει ο βασιλεύς να τον κρεμάσουν εις το ξύλον, να καταξεσχίζουν τας σάρκας του. Ο δε κατακοπτόμενος προσηύχετο, επικαλούμενος τον Θεόν εις βοήθειαν. Και ούτως ακούει φωνήν άνωθεν λέγουσαν· «Μη φοβείσαι· εγώ είμαι ο Θεός σου και σου δίδω βοήθειαν». Συνταραχθείς λοιπόν και φοβηθείς την φωνήν ο Λικίνιος, κατεβίβασεν από το ξύλον τον Άγιον, και προστάσσει να τον ρίψωσιν εις ένα ποταμόν, Ίστρον καλούμενον, δια να μη εύρουν οι Χριστιανοί το λείψανον, τον δε Στρατόνικον συνεβούλευεν ακόμη και εδοκίμαζε να φέρη εις την ασέβειαν, λέγων προς αυτόν· «Θύσον τουλάχιστον συ εις τους θεούς, να μη πάθης τα όμοια του φίλου σου». Ο Στρατόνικος απεκρίθη· «Εάν εκείνος απέθανε δια τον Χριστόν, πως να γίνω εγώ τόσον άθλιος και ανόητος να κάμω τον λόγον σου;» Λέγει ο τύραννος· «Λοιπόν θέλεις να συναποθάνης και συ με τον Έρμυλον;» Λέγει ο Άγιος· «Ναι, κατ’ αλήθειαν, ότι καθώς έχουν οι φίλοι κοινήν την χαράν και απόλαυσιν, ούτω πρέπει να έχωσι κοινάς και τας θλίψεις και βασάνους, μάλιστα ότι δεν είναι τιμιώτερον πράγμα ούτε γλυκύτερον από το να λάβωμεν δια τον Χριστόν μας θάνατον». Απελπισθείς λοιπόν ο βασιλεύς και δι’ αυτόν, και γνωρίζων ότι δεν αλλάσσειγνώμην, έδωκε την απόφασιν, να θανατώσουν και τους δύο με όμοιον θάνατον εις τα ποτάμια ύδατα, καθώς έμελλον να απολαύσουν εις τον παράδεισον ομοίους στεφάνους και κοινήν αγαλλίασιν. Όταν λοιπόν τους ωδήγουν εις τον θάνατον έλεγον· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Έχαιρον δε ως να ήσαν προσκεκλημένοι εις μεγάλην απόλαυσιν. Φθάσαντες εις τον ποταμόν τους έβαλαν εις μίαν σπυρίδα και τους εβύθισαν. Ο δε Ίστρος υπεδέχθη μεν τα άγια σώματα, δια να αγιασθώσι τα ύδατα αυτού, αλλά πάλιν ύστερον τα εξέβαλεν εις την γην, μη υποφέρων να έχη εις τον βυθόν αυτού κεκρυμμένον τοιούτον θησαυρόν πολύτιμον, ταύτα του παναγάθου Θεού προστάσσοντος, δια να μη ζημιωθούν τούτου του αγαθού οι χριστεπώνυμοι. Μετά την τρίτην ημέραν λοιπόν εύρον τινές άνδρες θεοφιλείς εκείνα τα μαρτυρικά σώματα, και λαβόντες αυτά ευλαβώς έψαλαν ιερούς ύμνους και επιτάφια. Και τελέσαντες εις αυτά όσα ο νόμος διακελεύεται, τα ενεταφίασαν μακράν της πόλεως Σιγηδώνος δέκα οκτώ στάδια, εις ένα τόπον και τα δύο, καθώς και τους άθλους και τον θάνατον κοινούς υπέμειναν εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, μεθ’ ου τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου