Κύρος και Ιωάννης οι θαυματουργοί Άγιοι
Ανάργυροι ήσουν κατά τους χρόνους του ασεβεστάτου βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει
292 και ο μεν περιφανής και λαμπρότατος αστήρ Κύρος εγεννήθη εις την
περιφανεστάτην πόλιν της Αιγύπτου Αλεξάνδρειαν, την οποίαν ωκοδόμησεν ο Μέγας
Αλέξανδρος και την ωνόμασεν ούτω προς τιμήν του, ο δε Ιωάννης ήτο εκ της
Εδέσσης της Μεσοποταμίας ήτις ονομάζεται τώρα κοινώς Ουρφά. Ήτο δε ο Κύρος
πιστός Χριστιανός από τους γονείς του, εις την πολιτείαν ενάρετος και την
τέχνην ιατρός εμπειρότατος, το δε εργαστήριόν του φαίνεται έως την σήμερον,
γνωστόν εις άπαντας, διότι έκτισαν εις αυτό μετέπειτα ιεράν Εκκλησίαν των Αγίων
Τριών Παίδων, εις την οποίαν τελούνται καθ’ εκάστην θαυμάσια και αι ασθένειαι
θεραπεύονται με την δύναμιν του Θεού, αντί των ιατρικών θεραπειών, αίτινες
εγίνοντο τότε με βότανα της τέχνης και φάρμακα διάφορα. Αυτή δε η μεταβολή
έγινε δια του εξής τρόπου.
Τον καιρόν κατά τον οποίον ήτο Πατριάρχης εις την Αλεξάνδρειαν ο θαυμάσιος και μέγας Απολλινάριος, όχι ο αιρετικός όστις εσύγχυσε την Λαοδίκειαν καταχεών την αισχύνην αυτού, ο τρισάθλιος, αλλά έτερος ευσεβέστατος και της αληθείας εραστής διάπυρος, ούτος είχεν ανεψιόν τινα, τον οποίον ανέθρεψε και τον εδίδασκε την Ορθοδοξίαν και την θεάρεστον πολιτείαν, δια να τον κάμη της αρετής του διάδοχον. Όθεν ο νέος, τοιούτως παιδευθείς, επορεύετο φρόνιμα· ότε δε έφθασεν εις ηλικίαν νόμιμον, είπε προς τον θείον του να τον υπανδρεύση· ο δε Αρχιερεύς εύρε πρόφασιν, λέγων· «Εγώ, τέκνον μου, θέλω να κτίσω Εκκλησίαν των Τριών Παίδων και είναι ανάγκη να είσαι επιστάτης εις την οικοδομήν ταύτην και ύστερον θέλω σε υπανδρεύσει». Ήρχισαν λοιπόν το έργον με μεγάλην σπουδήν και έκτισαν την Εκκλησίαν εις το άνωθεν του Κύρου εργαστήριον, κάμνοντες εις την αυλήν το νοσοκομείον και κατεστάθη το ιατρείον Ναός περίφημος, όστις εις ολίγον καιρόν ετελείωσε. Κατόπιν έστειλεν ο Απολλινάριος εις Βαβυλώνα ενάρετον τινά Ηγούμενον ενός Μοναστηρίου, δίδων εις αυτόν και επιστολήν, εις την οποίαν έγραφεν ικετευτικώς, ως προσευχόμενος εις τους Αγίους Τρεις Παίδας και παρακαλών αυτούς να στέρξουν να πάρη μέρος εκ των αγίων των λειψάνων να το βάλη εις τον Ναόν, τον οποίον έκτισεν εκεί εις την Αλεξάνδρειαν· διότι είχεν εις αυτούς τους Αγίους πολλήν ευλάβειαν και έχων πίστιν εις αυτούς, τους έγραφε την επιστολήν ωσάν να έζων σωματικώς να την ανεγίνωσκον. Απελθών λοιπόν με πολλήν σπουδήν εις την Βαβυλώνα ο ευλαβής Ηγούμενος, εγονάτισεν έμπροσθεν των αγίων λειψάνων μετά δακρύων και πίστεως και εδέετο αυτών να δεχθούν την επιστολήν και να κάμνουν, καθώς ο ευλαβής Πατριάρχης έγραφεν. Τότε ηγέρθη ο εις Άγιος, όστις ήτο εις το μέσον των άλλων, ώσπερ να εκοιμάτο (ω θείας οικονομίας, ω φρικτού διηγήματος!) και απλώσας την χείρα έλαβε την επιστολήν και πάλιν ανεπαύθη χωρίς να ομιλήση ολοτελώς. Ο Ηγούμενος εθαύμασε μεν εις τοιούτον εξαίσιον θέαμα, ελυπείτο όμως διότι δεν επέτυχε της αιτήσεως και έμεινε μίαν εβδομάδα εις τον Ναόν προσευχόμενος· βλέπων δε ότι δεν του έδιδον τίποτε, επέστρεψε περίλυπος, φέρων δάκρυα εις τον Πατριάρχην αντί αγίων λειψάνων, όστις τον έστειλε πάλιν λέγων· «Ύπαγε εκ δευτέρου και παρακάλεσον τους Αγίους θερμότερα και ελπίζω εις τον Θεόν να μη έλθης άπρακτος· εάν δε πάλιν δεν σου δώσουν, φέρε μου την επιστολήν, ήτις έλαβεν αγιασμόν απ’ εκείνους και θα την έχω ως παραμυθίαν». Ο καλός λοιπόν εκείνος Ηγούμενος, ως ταπεινός και υπήκοος, επήγεν εις την Βαβυλώνα με πολύν κόπον και κακοπάθειαν και προσελθών εις τους Αγίους εδέετο μετά δακρύων να λυπηθώσι τον κόπον του, να συγκαταβούν εις την ευλαβή του Πατριάρχου αίτησιν. Ταύτα και πλείστα έτερα πολλάς ημέρας ευχόμενος, δεν είδε κανέν σημείον· όθεν απελπισθείς του ποθουμένου, έσκυψε να πάρη καν την επιστολήν κατά την πρόσταξιν και καθώς έσυρε την επιστολήν, εξεκόλλησεν, ω του θαύματος! η χειρ, ήτις την εκράτει, από το σώμα και την επήρεν εις τας χείρας του χαίρων και έστρεψεν η προτέρα θλίψις εις αγαλλίασιν. Φθάσαντος τούτου εις την Αλεξάνδρειαν, ετέλεσαν όλοι οι πιστοί μεγάλην εορτήν και πανήγυριν και μάλιστα ο Αρχιεπίσκοπος, όστις ενεκαινίασε τον ιερόν Ναόν, εις τον οποίον έθεσαν την αγίαν εκείνην δεξιάν με την επιστολήν, ευχαριστούντες τον Κύριον· έπειτα εχειροτόνησε τον ανεψιόν του Ιερέα, αντί να τον υπανδρεύση, καθώς του έταξε, λέγων προς αυτόν· «Με ταύτην την Εκκλησίαν σε ενύμφευσα, τέκνον μου, και όσην αγάπην ήθελες έχει εις την γυναίκα σου, έχε την εις την Εκκλησίαν να εύρης την σωτηρίαν σου». Και ταύτα μεν περί της οικοδομής του Ναού εκεί όπου ήτο το εργαστήριον του Κύρου επί το προκείμενον όμως επανέλθωμεν. Ο φιλόχριστος Κύρος, ο συμπαθής και ευσπλαγχνος, τόσον ήτο σπουδαίος και επιμελής να θεραπεύη ψυχάς και σώματα, ώστε έγινε πολλών σωτηρίας αίτιος· διότι με την πρόφασιν της ιατρικής εδίδασκε την ευσέβειαν λέγων· «Όστις αγαπά να μη αρρωστήση, ας φυλάγεται αναμάρτητος, επειδή εκ της αμαρτίας έρχεται πολλάκις η ασθένεια». Τους δε αρρώστους ιάτρευεν ο Κύρος όχι με βιβλία των ιατρών Γαληνού και Ιπποκράτους, ουδέ με βότανα και χορτάρια, αλλά με το όνομα του Σωτήρος Χριστού, το παντοδύναμον και σωτήριον, και με τας ιεράς βίβλους της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης, από τας ρήσεις των οποίων τους εδίδασκε· και ούτω τους μεν Έλληνας εις θεογνωσίαν επέστρεφε, τους δε πιστούς εστερέωνε καλύτερα. Όθεν, μη υποφέρων να βλέπη το καλόν ο μισόκαλος, επαρακίνησε τινάς και τον επρόδωσαν ως Χριστιανόν εις τον άρχοντα της πόλεως, ο οποίος ήτο σκληρότατος και απάνθρωπος άνθρωπος, καθώς ήτο και ο αυθέντης του ο Διοκλητιανός, ο δυσσεβής και παράνομος. Προσέταξε λοιπόν ο άρχων να φέρουν τον Κύρον εις το κριτήριον· ούτος όμως έφυγεν εις την Αραβίαν, όχι δια μικροψυχίαν ή δειλίαν, αλλά δια να πληρώση του Κυρίου τον λόγον λέγοντος· «Όταν σας διώκωσιν από την μίαν πόλιν, φεύγετε εις την άλλην»· ή και από θείαν οικονομίαν επήγεν εις την Αραβίαν δια να επιστρέψη και εκεί πολλούς Έλληνας. Φθάσας ο Κύρος εις την αλλοτρίαν γην, αλλάσσει το σχήμα, τον βίον, το επιτήδευμα· κουρεύει την κεφαλήν και γενόμενος Μοναχός αναβαίνει εις υψηλοτέραν θεωρίαν, τελών άπειρα θαυμάσια, ιατρεύων μόνον με το σημείον του Τιμίου Σταυρού πάσαν ασθένειαν. Όθεν εξήλθε πανταχού η φήμη, ότι ο θαυματουργός Κύρος θεραπεύει τους αρρώστους με ένα λόγον, χωρίς βότανον. Ταύτα ακούσας ο ευλαβής Ιωάννης, όστις ήτο τότε στρατιώτης, έβαλε κατά νουν ο πάνσοφος να γίνη στρατιώτης αντί του επιγείου βασιλέως, του ουρανίου και να πολεμή με τους εχθρούς του Χριστού καλύτερα. Όθεν απορρίψας πλούτον, δόξαν, ευημερίαν και πάσαν άλλην σωματικήν ηδυπάθειαν, επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα. Μετά ταύτα ήλθεν πάλιν εις την Αίγυπτον, δια να γίνη του Κύρου σύντροφος, ίνα κηρύττουν ομού την ευσέβειαν και ευρών αυτόν, έμεινεν εις την συνοδείαν του και εμιμείτο όλας τας πράξεις και τους ενθέους αγώνας του. Αυξηθέντος έτι περισσότερον του διωγμού, ήτο σκληρός τις ηγεμών της Συρίας, Συριανός το όνομα, όστις προσέταξε και εφυλάκισαν τρεις κορασίδας με την μητέρα των, Αθανασίαν ονόματι, διότι εκήρυττον τον Χριστόν Θεόν αληθή και τα είδωλα ύβριζον. Ταύτα μαθόντες οι Άγιοι Κύρος και Ιωάννης, εφοβήθησαν μήπως αι τρυφεραί αύται κορασίδες δειλιάσωσι τα κολαστήρια και προδώσουν την ευσέβειαν. Όθεν επήγαν εις την φυλακήν και τας ενουθέτησαν να σταθούν ανδρείαι εις τον πόλεμον, ίνα νικήσουν τον αντίπαλον. Ήσαν δε η μεν πρώτη, Θεοκτίστη ονόματι, χρόνων δεκαπέντε, η Δευτέρα, ονόματι Θεοδότη, χρόνων δεκατριών και η Τρίτη, ονόματι Ευδοξία, ετών ένδεκα· δια τούτο εφοβείτο ο Κύρος μήπως δια την ασθένειαν της γυναικείας φύσεως φοβηθώσι τας βασάνους και χάσουν τον στέφανον. Όθεν, δια την αιτίαν αυτήν, επήγαν οι πάνσοφοι δια να στερεώσουν τας γυναίκας και να λάβουν και αυτοί το μαρτύριον, καθώς και εγένετο, συνεργούσης της θείας χάριτος, διότι βλέποντες αυτούς τινές άπιστοι τους ενεκάλεσαν εις τον τύραννον, ότι συνεβούλευον τας γυναίκας εις την ευσέβειαν και παρεκίνουν αυτάς να μη φοβηθώσι τον θάνατον, αλλά να καταφρονήσουν ανδρείως τα προστάγματα του Καίσαρος. Θυμωθείς δι’ αυτά ο Συριανός προσέταξε να φέρουν ενώπιόν του τους Αγίους και τούτου γενομένου λέγει εις αυτούς· «Σεις είσθε οι εχθροί των μακαρίων θεών, ταλαίπωροι, οίτινες υβρίζετε τον Καίσαρα και τον Χριστόν ευφημίζετε; Σπεύσατε παρευθύς να αρνηθήτε την πίστιν σας και να θυσιάσητε εις τους μεγάλους θεούς, δια να λυτρωθήτε από διάφορα κολαστήρια και να τιμηθήτε ως φίλοι μου, ειδ’ άλλως θα σας κάμω να γνωρίσητε τις είμαι εγώ και ο βασιλεύς Διοκλητιανός και οι θεοί τους οποίους ονειδίζετε». Οι δε Άγιοι απεκρίθησαν· «Ήξευρε, ω ηγεμών, ότι ημείς δεν έχομεν χρείαν τιμής ούτε κολάσεις φοβούμεθα, ούτε τους λίθους και τα ξύλα σεβόμεθα, αλλά τον Χριστόν ομολογούμεν Θεόν αληθέστατον». Ταύτα ακούσας ο τύραννος εθυμώθη τόσον, ώστε έτριζε τους οδόντας λέγων· «Έπρεπε να μετανοήσητε πρότερον, αν είχετε ολίγην γνώσιν, αλαζόνες και υπερήφανοι· αλλά επειδή προτιμάτε βασάνους και κολαστήρια και καταφρονείτε την φιλίαν μας, εγώνα σας δώσω όσα σας πρέπουσι». Τότε προστάσσει να φέρωσι τας γυναίκας εκεί δια να βλέπωσι τα κολαστήρια, τα οποία θα έδιδεν εις τους Μάρτυρας. Δέρων λοιπόν και μαστιγώνων τους Αγίους ασπλάγχνως συνέτριψε και κατέκαυσε και όλα τα μέλη των· έπειτα τους ήλειψε με όξος και άλας δια να αισθάνωνται πόνον δριμύτερον, ύστερον τους έτριψαν εις όλην την σάρκα με σάκκον τρίχινον και έχρισε με πίσσαν βρασμένην τους πόδας των και, απλώς ειπείν, δεν αφήκεν ανενέργητον κανέν κολαστήριον, ο ακόλαστος, εις τους σώφρονας, αλλά τους έδωκε κάθε είδους βάσανον δια να φοβηθώσι και αι γυναίκες να υπακούσουν εις το παράνομον αυτού πρόσταγμα. Αλλ’ οι μεν παρόντες, δια το πλήθος των κολάσεων, έπασχον μόνον με την όρασιν, οι δε Άγιοι, υποφέροντες ανδρείως ταύτα, έχαιρον, ενθυμούμενοι την αιώνιον αντίδοσιν. Τότε προσέταξεν ο απάνθρωπος τύραννος να δείρουν ασπλάγχνως και τας γυναίκας, αίτινες ομοίως ελάμβανον τους ραβδισμούς με πολλήν ανδρείαν και γενναιότητα. Βλέπων ταύτα ο τύραννος απηλπίσθη τελείως και προστάσσει να κόψουν τας κεφαλάς αυτών. Όθεν έφερον αυτάς οι στρατιώται εις τον τόπον της καταδίκης, εκείναι όμως αι μακάριαι δεν έδειξαν σχήμα δειλίας ολότελα, αλλά μετά χαράς έκλινον τον αυχένα και εδέχθησαν το μακαριώτατον τέλος. Μετά ταύτα εδοκίμασε πάλιν τους Μάρτυρας ποικιλοτρόπως ο αλιτήριος τύραννος, πρώτον με κολακείας και πανουργεύματα και ύστερον με απειλάς· βλέπων όμως όλα του τα μηχανήματα άπρακτα, έδωκε τέλος και κατ’ αυτών την δια ξίφους απόφασιν και οδηγηθέντων ως κακούργων των Αγίων εις τον άνωθεν τόπον έκοψαν και αυτών τας κεφαλάς την λα΄ (31) του Ιανουαρίου μηνός· και αι μεν άγιαι και μακάριαι αυτών ψυχαί απήλθον εις τα ουράνια, τα δε σεπτά και τίμια λείψανα έλαβον κρυφίως οι ευσεβείς και φιλόχριστοι και τα ενεταφίασαν εντίμως εις τον Ναόν του Ευαγγελιστού Μάρκου. Αφού δε παρήλθον χρόνοι πολλοί και εξέλιπε τελείως η ειδωλολατρία, εβασίλευε δε ο Αρκάδιος εν έτει υ΄ (400) εφανερώθησαν δια τρόπου θαυμασίου τα άγια αυτών λείψανα και ανακομισθέντα πλείστα όσα θαύματα επετέλεσαν και επιτελούν εις δόξαν Θεού και τιμήν των Αγίων, ων ταις αγίαις πρεσβείαις λυτρωθείημεν και ημείς από πάσης συνεχούσης ημάς ασθενείας και αξιωθείημεν της βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Τον καιρόν κατά τον οποίον ήτο Πατριάρχης εις την Αλεξάνδρειαν ο θαυμάσιος και μέγας Απολλινάριος, όχι ο αιρετικός όστις εσύγχυσε την Λαοδίκειαν καταχεών την αισχύνην αυτού, ο τρισάθλιος, αλλά έτερος ευσεβέστατος και της αληθείας εραστής διάπυρος, ούτος είχεν ανεψιόν τινα, τον οποίον ανέθρεψε και τον εδίδασκε την Ορθοδοξίαν και την θεάρεστον πολιτείαν, δια να τον κάμη της αρετής του διάδοχον. Όθεν ο νέος, τοιούτως παιδευθείς, επορεύετο φρόνιμα· ότε δε έφθασεν εις ηλικίαν νόμιμον, είπε προς τον θείον του να τον υπανδρεύση· ο δε Αρχιερεύς εύρε πρόφασιν, λέγων· «Εγώ, τέκνον μου, θέλω να κτίσω Εκκλησίαν των Τριών Παίδων και είναι ανάγκη να είσαι επιστάτης εις την οικοδομήν ταύτην και ύστερον θέλω σε υπανδρεύσει». Ήρχισαν λοιπόν το έργον με μεγάλην σπουδήν και έκτισαν την Εκκλησίαν εις το άνωθεν του Κύρου εργαστήριον, κάμνοντες εις την αυλήν το νοσοκομείον και κατεστάθη το ιατρείον Ναός περίφημος, όστις εις ολίγον καιρόν ετελείωσε. Κατόπιν έστειλεν ο Απολλινάριος εις Βαβυλώνα ενάρετον τινά Ηγούμενον ενός Μοναστηρίου, δίδων εις αυτόν και επιστολήν, εις την οποίαν έγραφεν ικετευτικώς, ως προσευχόμενος εις τους Αγίους Τρεις Παίδας και παρακαλών αυτούς να στέρξουν να πάρη μέρος εκ των αγίων των λειψάνων να το βάλη εις τον Ναόν, τον οποίον έκτισεν εκεί εις την Αλεξάνδρειαν· διότι είχεν εις αυτούς τους Αγίους πολλήν ευλάβειαν και έχων πίστιν εις αυτούς, τους έγραφε την επιστολήν ωσάν να έζων σωματικώς να την ανεγίνωσκον. Απελθών λοιπόν με πολλήν σπουδήν εις την Βαβυλώνα ο ευλαβής Ηγούμενος, εγονάτισεν έμπροσθεν των αγίων λειψάνων μετά δακρύων και πίστεως και εδέετο αυτών να δεχθούν την επιστολήν και να κάμνουν, καθώς ο ευλαβής Πατριάρχης έγραφεν. Τότε ηγέρθη ο εις Άγιος, όστις ήτο εις το μέσον των άλλων, ώσπερ να εκοιμάτο (ω θείας οικονομίας, ω φρικτού διηγήματος!) και απλώσας την χείρα έλαβε την επιστολήν και πάλιν ανεπαύθη χωρίς να ομιλήση ολοτελώς. Ο Ηγούμενος εθαύμασε μεν εις τοιούτον εξαίσιον θέαμα, ελυπείτο όμως διότι δεν επέτυχε της αιτήσεως και έμεινε μίαν εβδομάδα εις τον Ναόν προσευχόμενος· βλέπων δε ότι δεν του έδιδον τίποτε, επέστρεψε περίλυπος, φέρων δάκρυα εις τον Πατριάρχην αντί αγίων λειψάνων, όστις τον έστειλε πάλιν λέγων· «Ύπαγε εκ δευτέρου και παρακάλεσον τους Αγίους θερμότερα και ελπίζω εις τον Θεόν να μη έλθης άπρακτος· εάν δε πάλιν δεν σου δώσουν, φέρε μου την επιστολήν, ήτις έλαβεν αγιασμόν απ’ εκείνους και θα την έχω ως παραμυθίαν». Ο καλός λοιπόν εκείνος Ηγούμενος, ως ταπεινός και υπήκοος, επήγεν εις την Βαβυλώνα με πολύν κόπον και κακοπάθειαν και προσελθών εις τους Αγίους εδέετο μετά δακρύων να λυπηθώσι τον κόπον του, να συγκαταβούν εις την ευλαβή του Πατριάρχου αίτησιν. Ταύτα και πλείστα έτερα πολλάς ημέρας ευχόμενος, δεν είδε κανέν σημείον· όθεν απελπισθείς του ποθουμένου, έσκυψε να πάρη καν την επιστολήν κατά την πρόσταξιν και καθώς έσυρε την επιστολήν, εξεκόλλησεν, ω του θαύματος! η χειρ, ήτις την εκράτει, από το σώμα και την επήρεν εις τας χείρας του χαίρων και έστρεψεν η προτέρα θλίψις εις αγαλλίασιν. Φθάσαντος τούτου εις την Αλεξάνδρειαν, ετέλεσαν όλοι οι πιστοί μεγάλην εορτήν και πανήγυριν και μάλιστα ο Αρχιεπίσκοπος, όστις ενεκαινίασε τον ιερόν Ναόν, εις τον οποίον έθεσαν την αγίαν εκείνην δεξιάν με την επιστολήν, ευχαριστούντες τον Κύριον· έπειτα εχειροτόνησε τον ανεψιόν του Ιερέα, αντί να τον υπανδρεύση, καθώς του έταξε, λέγων προς αυτόν· «Με ταύτην την Εκκλησίαν σε ενύμφευσα, τέκνον μου, και όσην αγάπην ήθελες έχει εις την γυναίκα σου, έχε την εις την Εκκλησίαν να εύρης την σωτηρίαν σου». Και ταύτα μεν περί της οικοδομής του Ναού εκεί όπου ήτο το εργαστήριον του Κύρου επί το προκείμενον όμως επανέλθωμεν. Ο φιλόχριστος Κύρος, ο συμπαθής και ευσπλαγχνος, τόσον ήτο σπουδαίος και επιμελής να θεραπεύη ψυχάς και σώματα, ώστε έγινε πολλών σωτηρίας αίτιος· διότι με την πρόφασιν της ιατρικής εδίδασκε την ευσέβειαν λέγων· «Όστις αγαπά να μη αρρωστήση, ας φυλάγεται αναμάρτητος, επειδή εκ της αμαρτίας έρχεται πολλάκις η ασθένεια». Τους δε αρρώστους ιάτρευεν ο Κύρος όχι με βιβλία των ιατρών Γαληνού και Ιπποκράτους, ουδέ με βότανα και χορτάρια, αλλά με το όνομα του Σωτήρος Χριστού, το παντοδύναμον και σωτήριον, και με τας ιεράς βίβλους της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης, από τας ρήσεις των οποίων τους εδίδασκε· και ούτω τους μεν Έλληνας εις θεογνωσίαν επέστρεφε, τους δε πιστούς εστερέωνε καλύτερα. Όθεν, μη υποφέρων να βλέπη το καλόν ο μισόκαλος, επαρακίνησε τινάς και τον επρόδωσαν ως Χριστιανόν εις τον άρχοντα της πόλεως, ο οποίος ήτο σκληρότατος και απάνθρωπος άνθρωπος, καθώς ήτο και ο αυθέντης του ο Διοκλητιανός, ο δυσσεβής και παράνομος. Προσέταξε λοιπόν ο άρχων να φέρουν τον Κύρον εις το κριτήριον· ούτος όμως έφυγεν εις την Αραβίαν, όχι δια μικροψυχίαν ή δειλίαν, αλλά δια να πληρώση του Κυρίου τον λόγον λέγοντος· «Όταν σας διώκωσιν από την μίαν πόλιν, φεύγετε εις την άλλην»· ή και από θείαν οικονομίαν επήγεν εις την Αραβίαν δια να επιστρέψη και εκεί πολλούς Έλληνας. Φθάσας ο Κύρος εις την αλλοτρίαν γην, αλλάσσει το σχήμα, τον βίον, το επιτήδευμα· κουρεύει την κεφαλήν και γενόμενος Μοναχός αναβαίνει εις υψηλοτέραν θεωρίαν, τελών άπειρα θαυμάσια, ιατρεύων μόνον με το σημείον του Τιμίου Σταυρού πάσαν ασθένειαν. Όθεν εξήλθε πανταχού η φήμη, ότι ο θαυματουργός Κύρος θεραπεύει τους αρρώστους με ένα λόγον, χωρίς βότανον. Ταύτα ακούσας ο ευλαβής Ιωάννης, όστις ήτο τότε στρατιώτης, έβαλε κατά νουν ο πάνσοφος να γίνη στρατιώτης αντί του επιγείου βασιλέως, του ουρανίου και να πολεμή με τους εχθρούς του Χριστού καλύτερα. Όθεν απορρίψας πλούτον, δόξαν, ευημερίαν και πάσαν άλλην σωματικήν ηδυπάθειαν, επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα. Μετά ταύτα ήλθεν πάλιν εις την Αίγυπτον, δια να γίνη του Κύρου σύντροφος, ίνα κηρύττουν ομού την ευσέβειαν και ευρών αυτόν, έμεινεν εις την συνοδείαν του και εμιμείτο όλας τας πράξεις και τους ενθέους αγώνας του. Αυξηθέντος έτι περισσότερον του διωγμού, ήτο σκληρός τις ηγεμών της Συρίας, Συριανός το όνομα, όστις προσέταξε και εφυλάκισαν τρεις κορασίδας με την μητέρα των, Αθανασίαν ονόματι, διότι εκήρυττον τον Χριστόν Θεόν αληθή και τα είδωλα ύβριζον. Ταύτα μαθόντες οι Άγιοι Κύρος και Ιωάννης, εφοβήθησαν μήπως αι τρυφεραί αύται κορασίδες δειλιάσωσι τα κολαστήρια και προδώσουν την ευσέβειαν. Όθεν επήγαν εις την φυλακήν και τας ενουθέτησαν να σταθούν ανδρείαι εις τον πόλεμον, ίνα νικήσουν τον αντίπαλον. Ήσαν δε η μεν πρώτη, Θεοκτίστη ονόματι, χρόνων δεκαπέντε, η Δευτέρα, ονόματι Θεοδότη, χρόνων δεκατριών και η Τρίτη, ονόματι Ευδοξία, ετών ένδεκα· δια τούτο εφοβείτο ο Κύρος μήπως δια την ασθένειαν της γυναικείας φύσεως φοβηθώσι τας βασάνους και χάσουν τον στέφανον. Όθεν, δια την αιτίαν αυτήν, επήγαν οι πάνσοφοι δια να στερεώσουν τας γυναίκας και να λάβουν και αυτοί το μαρτύριον, καθώς και εγένετο, συνεργούσης της θείας χάριτος, διότι βλέποντες αυτούς τινές άπιστοι τους ενεκάλεσαν εις τον τύραννον, ότι συνεβούλευον τας γυναίκας εις την ευσέβειαν και παρεκίνουν αυτάς να μη φοβηθώσι τον θάνατον, αλλά να καταφρονήσουν ανδρείως τα προστάγματα του Καίσαρος. Θυμωθείς δι’ αυτά ο Συριανός προσέταξε να φέρουν ενώπιόν του τους Αγίους και τούτου γενομένου λέγει εις αυτούς· «Σεις είσθε οι εχθροί των μακαρίων θεών, ταλαίπωροι, οίτινες υβρίζετε τον Καίσαρα και τον Χριστόν ευφημίζετε; Σπεύσατε παρευθύς να αρνηθήτε την πίστιν σας και να θυσιάσητε εις τους μεγάλους θεούς, δια να λυτρωθήτε από διάφορα κολαστήρια και να τιμηθήτε ως φίλοι μου, ειδ’ άλλως θα σας κάμω να γνωρίσητε τις είμαι εγώ και ο βασιλεύς Διοκλητιανός και οι θεοί τους οποίους ονειδίζετε». Οι δε Άγιοι απεκρίθησαν· «Ήξευρε, ω ηγεμών, ότι ημείς δεν έχομεν χρείαν τιμής ούτε κολάσεις φοβούμεθα, ούτε τους λίθους και τα ξύλα σεβόμεθα, αλλά τον Χριστόν ομολογούμεν Θεόν αληθέστατον». Ταύτα ακούσας ο τύραννος εθυμώθη τόσον, ώστε έτριζε τους οδόντας λέγων· «Έπρεπε να μετανοήσητε πρότερον, αν είχετε ολίγην γνώσιν, αλαζόνες και υπερήφανοι· αλλά επειδή προτιμάτε βασάνους και κολαστήρια και καταφρονείτε την φιλίαν μας, εγώνα σας δώσω όσα σας πρέπουσι». Τότε προστάσσει να φέρωσι τας γυναίκας εκεί δια να βλέπωσι τα κολαστήρια, τα οποία θα έδιδεν εις τους Μάρτυρας. Δέρων λοιπόν και μαστιγώνων τους Αγίους ασπλάγχνως συνέτριψε και κατέκαυσε και όλα τα μέλη των· έπειτα τους ήλειψε με όξος και άλας δια να αισθάνωνται πόνον δριμύτερον, ύστερον τους έτριψαν εις όλην την σάρκα με σάκκον τρίχινον και έχρισε με πίσσαν βρασμένην τους πόδας των και, απλώς ειπείν, δεν αφήκεν ανενέργητον κανέν κολαστήριον, ο ακόλαστος, εις τους σώφρονας, αλλά τους έδωκε κάθε είδους βάσανον δια να φοβηθώσι και αι γυναίκες να υπακούσουν εις το παράνομον αυτού πρόσταγμα. Αλλ’ οι μεν παρόντες, δια το πλήθος των κολάσεων, έπασχον μόνον με την όρασιν, οι δε Άγιοι, υποφέροντες ανδρείως ταύτα, έχαιρον, ενθυμούμενοι την αιώνιον αντίδοσιν. Τότε προσέταξεν ο απάνθρωπος τύραννος να δείρουν ασπλάγχνως και τας γυναίκας, αίτινες ομοίως ελάμβανον τους ραβδισμούς με πολλήν ανδρείαν και γενναιότητα. Βλέπων ταύτα ο τύραννος απηλπίσθη τελείως και προστάσσει να κόψουν τας κεφαλάς αυτών. Όθεν έφερον αυτάς οι στρατιώται εις τον τόπον της καταδίκης, εκείναι όμως αι μακάριαι δεν έδειξαν σχήμα δειλίας ολότελα, αλλά μετά χαράς έκλινον τον αυχένα και εδέχθησαν το μακαριώτατον τέλος. Μετά ταύτα εδοκίμασε πάλιν τους Μάρτυρας ποικιλοτρόπως ο αλιτήριος τύραννος, πρώτον με κολακείας και πανουργεύματα και ύστερον με απειλάς· βλέπων όμως όλα του τα μηχανήματα άπρακτα, έδωκε τέλος και κατ’ αυτών την δια ξίφους απόφασιν και οδηγηθέντων ως κακούργων των Αγίων εις τον άνωθεν τόπον έκοψαν και αυτών τας κεφαλάς την λα΄ (31) του Ιανουαρίου μηνός· και αι μεν άγιαι και μακάριαι αυτών ψυχαί απήλθον εις τα ουράνια, τα δε σεπτά και τίμια λείψανα έλαβον κρυφίως οι ευσεβείς και φιλόχριστοι και τα ενεταφίασαν εντίμως εις τον Ναόν του Ευαγγελιστού Μάρκου. Αφού δε παρήλθον χρόνοι πολλοί και εξέλιπε τελείως η ειδωλολατρία, εβασίλευε δε ο Αρκάδιος εν έτει υ΄ (400) εφανερώθησαν δια τρόπου θαυμασίου τα άγια αυτών λείψανα και ανακομισθέντα πλείστα όσα θαύματα επετέλεσαν και επιτελούν εις δόξαν Θεού και τιμήν των Αγίων, ων ταις αγίαις πρεσβείαις λυτρωθείημεν και ημείς από πάσης συνεχούσης ημάς ασθενείας και αξιωθείημεν της βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου