Θεοφάνεια τα Άγια του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
εορτάζομεν σήμερον εν πάσαις ταις αγίαις του Θεού Εκκλησίαις, την αγρυπνίαν
τελούντες αφ’ εσπέρας. Επειδή, αφού παρήλθον τα τριάκοντα έτη της ηλικίας του,
ηθέλησεν ο Κύριος να φανερωθή εις τους ανθρώπους, ότι είναι Θεός εν σώματι, και
όταν ο Κύριος εβαπτίζετο από τον Ιωάννην, εμαρτυρήθη άνωθεν από τον Θεόν και Πατέρα
με την φωνήν και την επέλευσιν του Αγίου Πνεύματος, ότι είναι Υιός γνήσιος και
ομοούσιος αυτού, έκτοτε λοιπόν εγνωρίσθη εις όλους δια των θαυμάτων και της
υψηλής του διδασκαλίας, ότι αυτός είναι βεβαίως ο Θεός των πατέρων ημών ο δια
των Προφητών φανερώς κηρυττόμενος. Ήλθε δε εις το Βάπτισμα δι’ αιτίαν τοιαύτην.
Όταν ο Κύριος έγινεν άνθρωπος δι’ ημάς, επλήρωσεν όλον τον Νόμον καθ’ όλον το διάστημα της ζωής του. Επειδή δε ο Ιωάννης ήλθεν εκ της ερήμου και εβάπτιζεν εις τον Ιορδάνην, κατά το γενόμενον εις αυτόν ρήμα του Θεού, ήτοι κατά το πρόσταγμα και τον Νόμον του Θεού, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκά γ:2), θέλων ο Κύριος να πληρώση και το ρήμα τούτο ως θείον Νόμον, προσήλθε μετά το τριακοστόν της ηλικίας του έτος εις τον Βαπτιστήν Ιωάννην ίνα βαπτισθή, ως οι λοιποί άνθρωποι, μολονότι δεν είχε χρείαν βαπτίσματος, καθό αναμάρτητος ων. Ο δε Ιωάννης, ευλαβούμενος τον Κύριον, και την ιδικήν του αναξιότητα λογιζόμενος, έλεγεν· «Εγώ χρείαν έχω υπό σου βαπτισθήναι, και συ έρχη προς με;» Αλλ’ ο Κύριος θαρσοποιεί και παρακινεί τον Ιωάννην εις το να τον βαπτίση, δεικνύων εις αυτόν, ότι εκείνο το οποίον νομίζει απρεπές, αυτό μάλιστα είναι πρέπον, δηλαδή το να βαπτισθή ο Δεσπότης από τον δούλον. Δια τούτο και λέγει εις αυτόν· «Άφες άρτι, ούτω γαρ πρέπον ημίν εστι, πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην». Δικαιοσύνην δε εδώ ονομάζει ο Κύριος την πλήρωσιν όλων των εντολών, κατά τον θείον Χρυσόστομον (λόγος εις το Βάπτισμα), ωσάν να έλεγεν· «Επειδή εγώ επλήρωσα όλας τας άλλας εντολάς του θείου Νόμου, αύτη δε μόνη έμεινε, δια τούτο πρέπει να πληρώσω και ταύτην». Τότε λοιπόν έπαυσε από του να ανθίσταται ο Ιωάννης· όθεν βαπτισθείς υπ’ αυτού ο Κύριος, ευθύς ανέβη από του ύδατος, και ιδού ηνεώχθησαν αυτώ οι Ουρανοί, και είδεν ο Ιωάννης το Πνεύμα του Θεού καταβαίνον ωσεί περιστεράν, και ερχόμενον εις τον Ιησούν· αλλά και φωνή εκ των Ουρανών ηκούσθη λέγουσα· «Ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ηυδόκησα». Εκ τούτου λοιπόν εφανερώθη εις τους Ιουδαίους, ότι δεν ήτο ο Ιωάννης μεγαλύτερος του Χριστού, κατά την εσφαλμένην γνώμην, την οποίαν παρεδέχοντο περί αυτού το πλείστον μέρος, αλλά ήτο ασυγκρίτως πολύ κατώτερος του Χριστού και δούλος και υποχείριος αυτού. Δια τούτο και το Πνεύμα κατελθόν, απηύθυνε την φωνήν του Πατρός εις τον Ιησούν και οιονεί δακτυλοδεικτούν εφανέρωσεν ότι το «Ούτος εστιν ο Υιος μου ο αγαπητός» δεν ερρέθη δια τον Βαπτιστήν Ιωάννην, μολονότι αυτός είχε παρά πάσι πολλήν την δόξαν και το αξίωμα, αλλ’ ερρέθη δια τον βαπτιζόμενον Ιησούν. Τελειώσας λοιπόν ο Κύριος και τούτο το νομικόν πρόσταγμα του Βαπτίσματος, έλυσε την κατάραν, η οποία εδόθη εις τον Αδάμ δια την παράβασιν του Θείου Νόμου· και λυτρώσας ημάς εκ της καταδίκης, έπαυσεν εις το εξής πάντα νόμον τελετουργικόν, αναβιβάσας αυτόν εις το πνευματικώτερον και τελειότερον. Ακολούθως δε έπαυσε και το Ιουδαϊκόν βάπτισμα, και παρέδωκεν εις ημάς τους πιστεύοντας να βαπτιζώμεθα με το εις τρεις αναδύσεις και καταδύσεις γινόμενον Βάπτισμα, το οποίον έχει την χάριν του Αγίου Πνεύματος, της οποίας εστερείτο το Βάπτισμα του Ιωάννου. Βαπτισθείς δε ο Κύριος εις ένα και τον αυτόν ποταμόν, εις τον οποίον εβάπτιζε και ο Ιωάννης, επλήρωσε μεν το σκιώδες και ατελές Βάπτισμα, ήνοιξε δε τας θύρας του πνευματικού και θείου της Εκκλησίας Βαπτίσματος· το οποίον ημείς, αφ’ ου εβαπτίσθημεν, χρεωστούμεν εις το εξής να φυλάττωμεν την αυτού καθαρότητα άσπιλον και αμόλυντον από αμαρτίας δια της πληρώσεως των ζωοποιών εντολών, ίνα και της Βασιλείας των Ουρανών αξιωθώμεν.
Όταν ο Κύριος έγινεν άνθρωπος δι’ ημάς, επλήρωσεν όλον τον Νόμον καθ’ όλον το διάστημα της ζωής του. Επειδή δε ο Ιωάννης ήλθεν εκ της ερήμου και εβάπτιζεν εις τον Ιορδάνην, κατά το γενόμενον εις αυτόν ρήμα του Θεού, ήτοι κατά το πρόσταγμα και τον Νόμον του Θεού, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκά γ:2), θέλων ο Κύριος να πληρώση και το ρήμα τούτο ως θείον Νόμον, προσήλθε μετά το τριακοστόν της ηλικίας του έτος εις τον Βαπτιστήν Ιωάννην ίνα βαπτισθή, ως οι λοιποί άνθρωποι, μολονότι δεν είχε χρείαν βαπτίσματος, καθό αναμάρτητος ων. Ο δε Ιωάννης, ευλαβούμενος τον Κύριον, και την ιδικήν του αναξιότητα λογιζόμενος, έλεγεν· «Εγώ χρείαν έχω υπό σου βαπτισθήναι, και συ έρχη προς με;» Αλλ’ ο Κύριος θαρσοποιεί και παρακινεί τον Ιωάννην εις το να τον βαπτίση, δεικνύων εις αυτόν, ότι εκείνο το οποίον νομίζει απρεπές, αυτό μάλιστα είναι πρέπον, δηλαδή το να βαπτισθή ο Δεσπότης από τον δούλον. Δια τούτο και λέγει εις αυτόν· «Άφες άρτι, ούτω γαρ πρέπον ημίν εστι, πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην». Δικαιοσύνην δε εδώ ονομάζει ο Κύριος την πλήρωσιν όλων των εντολών, κατά τον θείον Χρυσόστομον (λόγος εις το Βάπτισμα), ωσάν να έλεγεν· «Επειδή εγώ επλήρωσα όλας τας άλλας εντολάς του θείου Νόμου, αύτη δε μόνη έμεινε, δια τούτο πρέπει να πληρώσω και ταύτην». Τότε λοιπόν έπαυσε από του να ανθίσταται ο Ιωάννης· όθεν βαπτισθείς υπ’ αυτού ο Κύριος, ευθύς ανέβη από του ύδατος, και ιδού ηνεώχθησαν αυτώ οι Ουρανοί, και είδεν ο Ιωάννης το Πνεύμα του Θεού καταβαίνον ωσεί περιστεράν, και ερχόμενον εις τον Ιησούν· αλλά και φωνή εκ των Ουρανών ηκούσθη λέγουσα· «Ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ηυδόκησα». Εκ τούτου λοιπόν εφανερώθη εις τους Ιουδαίους, ότι δεν ήτο ο Ιωάννης μεγαλύτερος του Χριστού, κατά την εσφαλμένην γνώμην, την οποίαν παρεδέχοντο περί αυτού το πλείστον μέρος, αλλά ήτο ασυγκρίτως πολύ κατώτερος του Χριστού και δούλος και υποχείριος αυτού. Δια τούτο και το Πνεύμα κατελθόν, απηύθυνε την φωνήν του Πατρός εις τον Ιησούν και οιονεί δακτυλοδεικτούν εφανέρωσεν ότι το «Ούτος εστιν ο Υιος μου ο αγαπητός» δεν ερρέθη δια τον Βαπτιστήν Ιωάννην, μολονότι αυτός είχε παρά πάσι πολλήν την δόξαν και το αξίωμα, αλλ’ ερρέθη δια τον βαπτιζόμενον Ιησούν. Τελειώσας λοιπόν ο Κύριος και τούτο το νομικόν πρόσταγμα του Βαπτίσματος, έλυσε την κατάραν, η οποία εδόθη εις τον Αδάμ δια την παράβασιν του Θείου Νόμου· και λυτρώσας ημάς εκ της καταδίκης, έπαυσεν εις το εξής πάντα νόμον τελετουργικόν, αναβιβάσας αυτόν εις το πνευματικώτερον και τελειότερον. Ακολούθως δε έπαυσε και το Ιουδαϊκόν βάπτισμα, και παρέδωκεν εις ημάς τους πιστεύοντας να βαπτιζώμεθα με το εις τρεις αναδύσεις και καταδύσεις γινόμενον Βάπτισμα, το οποίον έχει την χάριν του Αγίου Πνεύματος, της οποίας εστερείτο το Βάπτισμα του Ιωάννου. Βαπτισθείς δε ο Κύριος εις ένα και τον αυτόν ποταμόν, εις τον οποίον εβάπτιζε και ο Ιωάννης, επλήρωσε μεν το σκιώδες και ατελές Βάπτισμα, ήνοιξε δε τας θύρας του πνευματικού και θείου της Εκκλησίας Βαπτίσματος· το οποίον ημείς, αφ’ ου εβαπτίσθημεν, χρεωστούμεν εις το εξής να φυλάττωμεν την αυτού καθαρότητα άσπιλον και αμόλυντον από αμαρτίας δια της πληρώσεως των ζωοποιών εντολών, ίνα και της Βασιλείας των Ουρανών αξιωθώμεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου