Χαράλαμπος ο Άγιος Ιερομάρτυς, ο χαριέστατος και λαμπρότατος του Κυρίου
θύτης και Αθλητής, απάσης της Ελλάδος το καύχημα και των πιστών το αγαλλίασμα,
ήτο από την Μαγνησίαν και ιεράτευεν εις αυτήν επί πολλούς χρόνους, μέχρι των
ημερών του ασεβεστάτου βασιλέως Σεβήρου του κατά τα έτη σκβ΄ -- σλη΄ (222-238)
βασιλεύσαντος και Λουκιανού του ηγεμόνος, ότε συλληφθείς υπ’ αυτών υπέστη τον
δια του Μαρτυρίου θάνατον δια την πίστιν και την αγάπην του Χριστού. Και πως,
ακούσατε:
Ο παμβασιλεύς και Κύριος ημών Ιησούς Χριστός διδάσκει ημάς εις το θείον και Ιερόν Ευαγγέλιον, ότι αν θέλωμεν να ακολουθήσωμεν οπίσω Αυτού πρέπει να απαρνηθώμεν πρότερον τον εαυτόν μας, να σηκώσωμεν και ημείς επί των ώμων τον Σταυρόν μας και ούτω να τον ακολουθήσωμεν. Τούτο κατώρθωσαν πολλοί θαυμάσιοι και αγιώτατοι άνθρωποι, καθώς ήσαν οι Ασκηταί και Ερημίται, οι οποίοι απηρνούντο τον κόσμον και τα εγκόσμια, τας απολαύσεις του σώματος, τον πλούτον και την δόξαν και έφευγον εις τας ερημίας, περί ουδενός άλλου φροντίζοντες, ειμή μόνον περί του πώς να αρέσωσιν εις τον Ποιητήν και Πλάστην των Θεόν. Τοιούτοι εστάθησαν και οι σοφώτατοι Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι ένα και μόνον σκοπόν είχον, πώς να ωφελήσωσι ψυχάς ανθρώπων, πώς να επιστρέψωσι τους πεπλανημένους εις τα ορθά δόγματα της Εκκλησίας, πώς να στερεώσουν τους πιστούς εις την Ορθοδοξίαν. Δεν εφρόντιζον ούτοι ούτε δι’ ανάπαυσιν του σώματος, ούτε δια πλούτον και κτήματα, εξαιρέτως δε εστάθησαν τοιούτοι οι αγιώτατοι Μάρτυρες, οι γενναίοι στρατιώται του επουρανίου Βασιλέως Χριστού, οι καλλίνικοι νικηταί της πλάνης και της ασεβείας και αυτού του κοσμοκράτορος διαβόλου, οι οποίοι όχι μόνον κατεφρόνησαν πλούτη και κτήματα και δόξας, αλλά και αυτό το ίδιον σώμα των παρέδωσαν εις μυρίας τιμωρίας και βασάνους ανηκούστους τόσον, ώστε και αυτήν την γλυκυτάτην ζωήν των κατεφρόνησαν και προέκριναν τον θάνατον. Αυτοί οι Μάρτυρες, βεβαιότατα, απηρνήθησαν τον κόσμον και τον εαυτόν των, επειδή εστερήθησαν την παρούσαν πολυπόθητον ζωήν και εσήκωσαν τον Σταυρόν των φυλάξαντες βεβαίαν και στερεάν την Ορθόδοξον πίστιν και την αγάπην του Χριστού, στοχαζόμενοι ορθώς, ότι δεν είχον ώδε μένουσαν πόλιν και δια τούτο ολοψύχως επεζήτουν την μέλλουσαν. Τούτου χάριν εδοξάσθησαν και ετιμήθησαν υπό του Θεού, όχι δε μόνον απολαμβάνουσι νυν την ουράνιον Βασιλείαν και χαίρουσιν αιωνίως με τον Χριστόν, δια τον οποίον έχυσαν το αίμα των, αλλ’ ακόμη και απανταχού της Οικουμένης τιμώνται και εορτάζονται και θέλουσι δοξασθή εις τον αιώνα τον άπαντα. Τοιούτος καλλίνικος και γενναίος στρατιώτης του Χριστού εστάθη ο σήμερον εορταζόμενος και τιμώμενος, ο Ιερομάρτυς και Μεγαλομάρτυς Χαράλαμπος, ο οποίος, ως είπομεν, ήτο πρότερον Ιερεύς εννομώτατος εις την επαρχίαν Μαγνησίας. Μετά δε ταύτα, όταν εβασίλευσεν εις την Ρώμην ο δυσσεβής Σεβήρος, εις την Μαγνησίαν ήτο ηγεμών ο απηνής και ανήμερος Λουκιανός, όστις εβασάνιζε πολλούς Χριστιανούς δια να αρνηθώσι την ευσέβειαν και να προσκυνήσωσι τα αναίσθητα είδωλα, τότε και ο μακάριος Χαράλαμπος συνελήφθη από τον μιαρόν Λουκιανόν, όστις πληροφορηθείς, ότι εκεί εις την πόλιν της Μαγνησίας ήτο Ιερεύς των Χριστιανών ο Χαράλαμπος, όστις εξουθένει τους θεούς, διδάσκων παρρησία τον λαόν να πιστεύουν εις τον Χριστόν, εθυμώθη και έστειλε στρατιώτας να τον φέρωσι προς αυτόν. Ιδών δε αυτόν τον ηρώτησε διατί, κατεφρόνει τα είδωλα και τα βασιλικά δόγματα. Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Εγώ υπακούω εις τα δίκαια και σωτήρια προστάγματα του επουρανίου Βασιλέως Χριστού, ο δε Σεβήρος γράφει μάταια και ασύνετα λόγια, επειδή προστάζει να προσκυνώμεν δια θεούς αναίσθητα και άψυχα είδωλα και παραδίδει τας ψυχάς σας εις θάνατον· ο Δεσπότης μου όμως Χριστός δίδει ζωήν αιώνιον και μακαριότητα εις τους δούλους του και όστις επικαλεσθή το παντοδύναμον αυτού όνομα, φεύγουν οι δαίμονες, τους οποίους προσκυνείτε ως ανίσχυροι και πάσα ασθένεια ανίατος θεραπεύεται». Λέγει προς αυτόν ο άρχων· «Άφες την περιττολογίαν, γέρον, και κάμε ως φρόνιμος το συμφέρον σου· προσκύνησον τους θεούς πριν δοκιμάσης σκληρά βασανιστήρια». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εάν δεν βασανισθώμεν εδώ πρόσκαιρα, δεν κληρονομούμεν τα αιώνια αγαθά». Ταραχθέντες τότε οι άρχοντες έφερον τα δεινότερα κολαστήρια, λέγοντες· «Θυσίασον εις τους θεούς, κακή κεφαλή». Ο δε Άγιος είπε· «Μη γένοιτο να γίνω τόσον μωρός και ανόητος, να προσκυνήσω τους αναίσθητους δαίμονας, τους οποίους σέβεσθε σεις και οι οποίοι φοβούμενοι την δύναμιν του Σταυρού φεύγουσιν απ’ αυτού». Τότε εγύμνωσαν αυτόν και λαβόντες χειράγρας κατεξέσχιζον από κεφαλής έως ποδών τας σάρκας του· ο δε μακάριος υπομένων γενναίως αυτήν την αβάστακτον βάσανον και εις όλον το σώμα δεινώς σπαραττόμενος έλεγε· «Ευχαριστώ σας, αδελφοί, ότι βασανίζοντές μου το σώμα προξενείτε εις την ψυχήν μου, εις τον μέλλοντα αιώνα, αιωνίαν μακαριότητα». Ταύτα λέγοντος του Αγίου, οι υπηρέται εθαύμαζον και έλεγον προς τους άρχοντας· «Την ατιμίαν νομίζει τιμήν ούτος ο άνθρωπος και την βάσανον άνεσιν· μήπως και είναι αυτός ο Χριστός και ήλθε να μας δοκιμάση και δια τούτο αι χειράγραι αποστομώνονται και δεν ξεσχίζουσι πλέον τας σάρκας του»; Ταύτα ακούσας ο παριστάμενος εκεί δουξ εθυμώθη και υβρίζων τους υπηρέτας, ότι ήσαν αμελείς και αδύνατοι, ήρπασε τας χειράγρας από τας χείρας αυτών και ήρχισε να ξεσχίζη το σώμα του Αγίου με πολλήν οργήν, ο θεόργιστος· αλλά, παρευθύς, έφθασεν η θεία δίκη τον άδικον και εκόπησας, ω του θαύματος, από τους αγκώνας αι χείρες του, κρεμασθείσαι εις το σώμα του Μάρτυρος, αυτός δε ο δείλαιος έπεσε κατά γης ορυόμενος και κραυγάζων· «Βοήθει μοι, ηγεμών, διότι μάγος είναι ούτος ο άνθρωπος». Πλησιάσας τότε ο ηγεμών και ιδών τας χείρας του δουκός κρεμαμένας από το σώμα του Μάρτυρος, έπτυσεν εις το πρόσωπον του Αγίου και παρευθύς εστράφη το πρόσωπόν του εις τον τράχηλον και έμεινεν ελεεινόν θέαμα. Τότε ο λαός όλος της πόλεως της Μαγνησίας φοβηθέντες παρεκάλουν τον δίκαιον λέγοντες· «Απόστρεψον αφ’ ημών την οργήν του Κυρίου, Όσιε· ούτω σε προστάζει ο Χριστός, να μη αποδίδης κακόν αντί κακού, αλλά να ευεργετής τους μισούντας σε». Λέγει προς αυτούς ο Άγιος· «Ζη Κύριος ο Θεός μου· δεν είναι δόλος εις την γλώσσαν μου, αλλά ο Κύριος επαίδευσεν αυτούς ως κακούς, δια να δώση εις σας ζωήν αιώνιον». Τότε το πλήθος όλον εβόησε προς Κύριον, λέγοντες· «Μη μας απολέσης, Δέσποτα, αλλά συγχώρησόν μας εις όσα επταίσαμεν». Ούτω δε πολλοί επίστευσαν. Ο δε δουξ παρεκάλει τον Άγιον, λέγων· «Άγγελε του Θεού και ουράνιε άνθρωπε, βοήθησόν μοι τον ταλαίπωρον. Ιδού έχεις το βάρος των χειρών μου επάνω σου και εγώ υποφέρω πόνους και βάσανον· λοιπόν ιάτρευσόν με να λυτρωθώ από τας οδύνας μου και συ από βάρος και μέριμναν και εάν λάβω την ίασιν να πιστεύσω εις τον Θεόν σου βέβαια». Τότε προσηυχήθη ο Άγιος λέγων προς Κύριον· «Ευχαριστούμεν σοι, Δέσποτα, ότι φυλάττεις ημάς πάντοτε· επίβλεψον και νυν επί την ταπείνωσιν των πεπεδημένων δούλων σου και λύσον αυτούς από τα δεσμά εις δόξαν του Αγίου σου Ονόματος». Τότε ήλθε φωνή εκ του ουρανού λέγουσα· «Χαίροις, Αθλητά Χαράλαμπε, Αγγέλων συνόμιλε και Αποστόλων ομότροπε· επήκουσα την δέησίν σου και δίδω εις τους ασεβείς την ίασιν». Παρευθύς τότε ιατρεύθησαν οι τιμωρηθέντες και πιστεύσας ο δουξ εβαπτίσθη εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος· ο δε ηγεμών έπαυσε τον διωγμόν κατά των Χριστιανών, έως ότου αναφέρη εις τον βασιλέα τα γενόμενα. Συνήγοντο τότε προς τον Άγιον όλοι οι κάτοικοι της Μαγνησίας και των πέριξ και εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών εβαπτίζοντο· πολλά δε θαύματα και ιάματα ετέλει καθ’ εκάστην ο Άγιος εις τους ασθενείς. Τυφλοί ανέβλεπον, χωλοί επεριπατούσαν, δαίμονες έφευγον, νεκροί ανασταίνοντο και πάσα νόσος και ασθένεια ιατρεύετο. Ταύτα βλέπων ο ηγεμών απήλθεν εις τον βασιλέα και του ανηγγειλε δια τον Άγιον άπαντα τα γενόμενα, ως ανωτέρω είπομεν. Ο δε ασεβής Σεβήρος, ταύτα ακούσας, εθυμώθη και έλεγε· «Δια τι αμελείτε, θεοί αιώνιοι, και δεν εξολοθρεύετε από την γην τους ασεβείς εκείνους, οι οποίοι σας υβρίζουσι»; Ταύτα δε ειπών απέστειλεν ευθύς τριακοσίους στρατιώτας, προστάξας αυτούς να καρφώσουν εις όλην την ράχιν του Μάρτυρος καρφία, και έπειτα να τον σύρωσιν από την Μαγνησίαν έως την Αντιόχειαν. Οι δε, απελθόντες, εκάρφωσαν τους ήλους με πολλήν ασπλαγχνίαν εις όλον το σώμα του Μάρτυρος και δέσαντες αυτόν από την γενειάδα, τον ετραβούσαν ανηλεώς οι απάνθρωποι. Είτα τον εκάθισαν εμπαικτικώς επάνω εις ίππον, αφού δε εβάδισαν δέκα πέντε στάδια ελάλησε ταύτα μεγαλοφώνως ο ίππος, λέγων· «Ω τρισκατάρατοι στρατιώται, υπηρέται του βασιλέως διαβόλου, δεν βλέπετε ότι μαζί με τούτον τον άνθρωπον είναι ο Θεός και το Πνεύμα το Άγιον; Λύσατέ τον, σκληροτράχηλοι, δια να λυθήτε και σεις από δεσμά αόρατα». Τότε οι στρατιώται, φοβηθέντες, τον επήγαν με άνεσιν εις την Αντιόχειαν δια να μη παραβούν το πρόσταγμα. Ο δε διάβολος μετεσχηματίσθη εις είδος γέροντος και εφάνη εις τον Σεβήρον, λέγων· «Ουαί μοι, βασιλεύ, εγώ είμαι ο βασιλεύς των Σκυθών και ήλθεν εις την πατρίδα μου μάγος τις Χαραλάμπης καλούμενος και μου επήρεν όλους τους στρατιώτας· όθεν ήλθον να σου το ειπώ, να φυλαχθής μη πάθης όμοιον». Τότε έφερον ενώπιον αυτού και τον Άγιον και προστάσσει να καρφώσουν σούβλαν μεγάλην εις το συήθος αυτού, έπειτα να φέρωσι ξύλα και να ανάψωσι πυράν, εις την οποίαν να καίωσι τον Άγιον έως να ξεψυχήση. Διεπέρασαν λοιπόν την σούβλαν εις τον Άγιον, και ώραν πολλήν τον κατέκαιον, αλλά ποσώς δεν εβλάβη υπό του πυρός, διότι αυτό μεν έσβυσεν, οι δε δορυφόροι εκουράσθησαν. Ο δε Άγιος ανέθαλλε και ίστατο ως ρόδον εύοσμον· όθεν ο βασιλεύς είπε να τον λύσουν και να τον φέρουν πλησίον του· τούτου δε γενομένου λέγει προς αυτόν προφασιζόμενος· «Ο βασιλεύς των Σκυθών με έκαμε και σε ύβρισα, αλλά μη μνησικακείς και εις όσα σε ερωτήσω δος μοι απόκρισιν· και πρώτον ειπέ μου πόσων χρόνων είσαι». Απήντησε τότε ο Άγιος, ότι ήτο εκατόν δέκα τριών χρόνων. Λέγει δε προς τον Άγιον ο βασιλεύς· «Αφού τόσους χρόνους έζησας, πως δεν έχεις τόσην γνώσιν να γνωρίσης τους αθανάτους θεούς, αλλά προσκυνείς τον Χριστόν ως άγνωστος»; Απεκρίθη ο Άγιος· «Επειδή τόσους χρόνους έζησα, εγνώρισα την αλήθειαν και προσκυνώ τον όντως Θεόν, τον παντοδύναμον και οικτίρμονα». Λέγει ο βασιλεύς· «Συ και νεκρούς ημπορείς να αναστήσης, ως ήκουσα». Εις τούτο απήντησεν ο Άγιος λέγων· «Αυτό μόνον ο Δεσπότης Χριστός δύναται να το κάμη, και όχι άνθρωπος». Τότε ο βασιλεύς Σεβήρος επρόσταξε και ήλθεν εκεί εις το μέσον δαιμονιζόμενος τις, όστις ήτο από τον μισόκαλον εχθρόν τριάκοντα εξ χρόνους βασανιζόμενος. Όταν δε ούτος έφθασε πλησίον του Αγίου, εφώναζεν ο δαίμων, ως υπό πυρός φλογιζόμενος και δεινώς οδυνώμενος· «Σε παρακαλώ, δούλε του Χριστού, μη με βασανίσης προ καιρού, αλλ’ ειπέ λόγον και εξέρχομαι· και αν προστάζης, θέλω είπει και τον τρόπον και την αιτίαν δια την οποίαν εισήλθον εις τούτον τον άνθρωπον». Λέγει ο Άγιος· «Ειπέ, πνεύμα ακάθαρτον». Τότε το πονηρόν δαιμόνιον είπεν· «Ούτος έκλεψε τα πράγματα του γείτονός του και εφόνευσε τον κληρονόμον του· όθεν ευρών αυτόν εις τοιαύτην ανομίαν ασχολούμενον εισήλθον εις αυτόν και τον βασανίζω τώρα τριάκοντα και εξ χρόνους». Τότε τον επετίμησεν ο Άγιος και εξήλθεν ο δαίμων. Ο δε βασιλεύς εθαύμασε λέγων· «Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών, κατ’ αλήθειαν». Και μεθ’ ημέρας τρεις απέθανε νέος τις και λέγει ο βασιλεύς προς τον Άγιον· «Ανάστησον τον νεκρόν τούτον, εάν δύνασαι». Ποιήσας τότε προσευχήν ο Άγιος ώραν πολλήν, ανέστη ο νεκρός· όθεν πολλοί από τον όχλον επίστευσαν· ο δε έπαρχος Κρίσπος είπε προς τον βασιλέα· «Θανάτωσον τούτον τον άνθρωπον, διότι με μαντείας κάμνει τοιαύτα τερατουργήματα». Ευθύς τότε ο Σεβήρος μεταβαλών γνώμην λέγει προς τον Μάρτυρα· «Θυσίασον εις τους θεούς, Χαράλαμπες, να απαλλαγής των κολαστηρίων». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Όσον με βασανίσης περισσότερον, τόσον μάλλον η ψυχή μου ευφραίνεται». Τότε, οργισθείς ο βασιλεύς, επρόσταξε να συντρίψουν με λίθους τας σιαγόνας του και να καύσουν με λαμπάδας το πρόσωπον αυτού και το γένειον. Το πυρ όμως, ως να είχε λογικήν δύναμιν, πηδήσαν έκαυσε τους περιεστώτας υπηρέτας. Θαυμάζων εις ταύτα ο βασιλεύς ηρώτα τους άρχοντας τις είναι ο Χριστός, όστις κάμνει τοιαύτα τερατουργήματα· λέγει ο Κρίσπος όστις ήτο έπαρχος· «Από αμαρτίαν εγεννήθη εκ γυναικός τινος Μαρίας ονόματι». Ο δε Αρίσταρχος απεκρίνατο· «Μη βλασφημείς, έπαρχε, διότι συ δεν γνωρίζεις τοιαύτα μυστήρια». Τότε ο βασιλεύς θυμωθείς υπερμέτρως ώρμησε να πολεμήση τον ουρανόν ο ανόητος και ρίπτων βέλη εις τον αέρα εβόησε· «Κατάβα, Χριστέ, εις την γην να πολεμήσωμεν, άλλως θέλω ανέβει εγώ να σε εύρω να χαλάσω το στερέωμα, να σβύσω τον ήλιον». Τότε γίνεται σεισμός μέγας και φόβος πολύς κατέλαβε πάντας, διότι ο Κύριος ωργίσθη, ο ουρανός ως δένδρον εσείετο και αι άνω Δυνάμεις δυνατώς εσαλεύθησαν αστραπαί δε και βρονταί μεγάλαι ηκούοντο. Ευθύς τότε εκρεμάσθησαν εις τον αέρα ο τε βασιλεύς Σεβήρος και ο έπαρχος Κρίσπος. Εφώναζε δε ο βασιλεύς προς τον Άγιον, λέγων· «Κύριέ μου Χαράλαμπες, δικαίως έπαθον, δεήθητι του Κυρίου και Θεού σου να με λυτρώση από την παίδευσιν και να γράψω εις όλας τας πόλεις να δοξάζωσι το όνομά του». Τότε ήλθεν εκεί και η θυγάτηρ του βασιλέως, Γαλήνη ονόματι, και λέγει προς αυτόν· «Πίστευσον εις τον Κύριον, να σε λυτρώση από τα δεσμά ως Οικτίρμων και Πανάγαθος, ότι αυτός ο Χριστός είναι μόνος Θεός αδιάδοχος». Ταύτα ειπούσα προσεκύνησε τον Άγιον λέγουσα· «Παρακάλεσον τον Κύριον να λυτρώση τον πατέρα μου από τας οδύνας και εάν μεν πιστεύση μέγα θα είναι το καλόν, εάν όχι θα έχης τουλάχιστον συ τον μισθόν σου και θέλει σε κάμει ο Κύριος τέλειον μετά θάνατον». Προσευξαμένου λοιπόν του Αγίου έπαυσεν η αγανάκτησις του Θεού· κατέβησαν δε εις την γην ο βασιλεύς με τον έπαρχον και απελθόντες εις το παλάτιον έκαμαντρεις ημέρας έχοντες κατά νουν τον φόβον του Θεού και την αγανάκτησιν αυτού. Η δε θυγάτηρ του βασιλέως είδεν όραμα και το ανέφερε προς τον Άγιον, λέγουσα· «Εφάνη μοι πως ευρέθην εις περιβόλιον ωραιότατον με δένδρα ευωδέστατα και πηγήν διαυγεστάτην· ήσαν δε εκεί πλησίον ο πατήρ μου και ο έπαρχος· ο δε φύλαξ του Παραδείσου εδίωξεν αυτούς με πυρίνην ράβδον, εμέ δε εγείρας έβαλε μετά τιμής εντός αυτού και μου λέγει· «Εις σε εδόθη η κατοικία αυτή και εις τους ομοίους σου, να συνευφραίνεσθε πάντοτε». Αυτά είδον και σε παρακαλώ, διδάσκαλε, να μου ειπής την εξήγησιν». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ο κήπος, τον οποίον είδες, είναι ο Παράδεισος των Δικαίων, εις τον οποίον σε έβαλεν ο Δεσπότης Χριστός, διότι επίστευσας εις αυτόν, τον δε πατέρα σου και τον έπαρχον εδίωξε, διότι μέλλουν να αποστατήσουν και πάλιν απ’ αυτού και να μας κακοποιήσουν, οι αχάριστοι». Ούτως είπεν ο Άγιος και μετά ημέρας τριάκοντα προσεκάλεσεν αυτόν ο βασιλεύς και του λέγει· «Θυσίασον εις τους θεούς, υπακούων εις την εντολήν μου και τιμών τον εαυτόν σου». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Τα λόγια σου είναι πικρά και ασύνετα και δεν πρέπει να υποταχθώ εις αυτά, ως δούλος Θεού και υπήκοος». Οργισθείς τότε ο βασιλεύς επρόσταξε να βάλουν εις το στόμα του Αγίου χαλινόν ως να ήτο ζώον άλογον και να τον διαπομπεύσουν εις όλην την πόλιν με πολλήν καταφρόνησιν. Τούτου δε γενομένου ηύχετο ο Άγιος λέγων· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο πλάσας τον άνθρωπον και τιμήσας αυτόν κατά την θείαν σου εικόνα και ομοίωσιν, επίβλεψον και ίδε την μανίαν και τας απειλάς του τυράννου, ότι ταύτα πάσχω δια το όνομά σου το Άγιον». Η δε Γαλήνη συνεβούλευσεν ώραν πολλήν τον πατέρα της να απέχη από την αμαρτίαν ταύτην και να πιστεύση εις τον Θεόν αυτόν, τον οποίον ωμολόγησε, δια να μη κολασθή αιώνια. Αλλ’ αυτός ο ασύνετος ουδέν ωφελήθη, αλλά μάλλον ετράπη εις το χειρότερον και την επρόσταξε να θυσιάση εις τα είδωλα· αυτή δε η πάνσοφος, δια να τον εμπαίξη, του υπεσχέθη ότι θα τα προσκυνήση. Απελθούσα λοιπόν η μακαρία Γαλήνη εις τον ναόν του Διός και του Απόλλωνος είπεν εις τους ιερείς· «Παρακαλέσατε τους θεούς να δεχθώσι την προσευχήν μου, διότι τους ύβρισα» Οι δε εβόησαν· «Ο μέγς θεός Ζεύς και ο κραταιός Απόλλων, οι ποιηταί του ουρνού και της γης, συγχωρήσατε την δέσποιναν Γαλήνην δια την αγάπην του πατρός της». Η δε μακαρία εκάλεσε τον Δία λέγουσα· «Εάν είσαι θεός, πως δεν γνωρίζεις την γνώμην μου»; Και παρευθύς έρριψεν αυτόν κάτω και συνετρίβη. Τότε ήρπασε και τον Απόλλωνα και του λέγει· «Έλα κάτω, καμπούρη, σαπρόγηρε, η απώλεια των ανθρώπων». Αφού λοιπόν εκρήμνισεν αυτόν και άλλα τριάκοντα τέσσαρα είδωλα, απήλθον οι ιερείς εις τον βασιλέα λέγοντες· «Τώρα μέλλει να χαθή ο κόσμος και να σβύση ο ήλιος, ότι οι θεοί μας διερράγησαν και απέθανον, διότι η θυγάτηρ σου τους εκρήμνισε». Λέγει προς αυτούς ο Σεβήρος· «Εύρετε πεντήκοντα τεχνίτας να τους αποκαταστήσουν την νύκτα και να τους στήσουν εις τον τόπον των, δια να μη μας εμπαίζουν οι Γαλιλαίοι, ότι οι θεοί μας συνετρίβησαν». Ούτως εποίησαν και το πρωϊ είπον εις την Γαλήνην· «Ελθέ, δέσποινα, να ιδής πως οι θεοί ανεστήθησαν». Η δε απελθούσα και ιδούσα την αναχώνευσιν εγνώρισε την πονηρίαν και λέγει· «Ας μη αμελήσω να συντρίψω νεωτέρους θεούς». Είτα λέγει προς τα ξόανα· «Από νεκρών αναστάντες, ως νεκροί πάλιν καταποντίσθητε». Ταύτα ειπούσα εκρημνίσθησαν άπαντα. Ταύτα πάλιν ακούσας ο βασιλεύς εθυμώθη και λέγει προς την Γαλήνην· «Τι έκαμες, μιαρωτάτη»; Η δε μακαρία Γαλήνη απεκρίθη· «Επειδή είσθε ανόητοι και νομίζετε αυτούς θεούς, τους εκρήμνισα και αν έχης και άλλους, πρόθυμος είμαι να τους κάμω τα όμοια, δια να γνωρίσετε την πλάνην σας και να μη ελπίζετε εις αυτούς, οι οποίοι δεν δύνανται ούτε σας να ωφελήσωσιν, ούτε τους μισούντας αυτούς να βλάψωσι». Τότε θυμωθείς ο τύραννος επρόσταξε προς εξευτελισμόν να παραδώσωσι τον Άγιον εις χήραν τινά γυναίκα, δια να τον φυλάξη εις τον οίκον της. Καθώς δε επήγεν εκεί ο Άγιος, ευθύς ως ακούμβησε εις στύλον τινά ξηρόν, ω του θαύματος! παρευθύς εβλάστησεν ο στύλος και έκαμε τόσους κλάδους, ώστε όλον τον οίκον εσκέπασεν. Η δε γυνή, ιδούσα τοιούτον παράδοξον, προσεκύνησε τον Άγιον λέγουσα· «Ύπαγε από τον οίκον μου, κύριε, ότι δεν είμαι αξία να είσαι πλησίον μου». Ο δε Άγιος είπε προς αυτήν· «Μη φοβού, γύναι, αλλά πίστευσον εις τον Κύριον, όστις είναι Θεός αινετός και εύσπλαγχνος». Κατά δε την επομένην ημέραν, ιδόντες οι γείτονες της γυναικός τοιούτον δένδρον μεγάλον εντός του δωματίου αυτής με άνθη και καρπούς, εθαύμασαν και εισελθόντες εις τον οίκον εύρον τον Άγιον διδάσκοντα και τον ηρώτων, εάν ήτο αυτός ο Χριστός. Ο δε απεκρίθη· «Δούλος είμαι του Δεσπότου Χριστού, του αληθινού Θεού και με την Χάριν αυτού ποιώ τα θαυμάσια». Τότε η γυνή εκείνη είπε προς αυτούς την υπόθεσιν, εγκωνιάζουσα τον Άγιον και πάντες τον επροσκύνησαν, πιστεύσαντες δε εις τον Χριστόν εβαπτίσθησαν. Κατά δε την άλλην ημέραν ανήγγειλάν τινες εις τον βασιλέα το τεράστιον αυτό γεγονός και ενώ πάντες εθαύμαζον είπεν ο έπαρχος· «Πρόσταξε, βασιλεύ, να αποκεφαλίσωσιν αυτόν τον πλάνον μήπως κάμη και άλλα τοιαύτα τέρατα και πιστεύσωσιν εις τον Χριστόν περισσότεροι». Όθεν έδωκεν ο βασιλεύς κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, την οποίαν λαβόντες οι δήμιοι επήραν τον ΄γιον και τον ωδήγησαν εις τον τόπον της καταδίκης, αυτός δε ο μακάριος πορευόμενος έψαλλε το «Έλεος και κρίσιν άσομαί σοι, Κύριε»(Ψαλμ. ρ: 1). Φθάσας δε εκεί ο Άγιος και υψώσας προς ουρανόν τας χείρας και τους οφθαλμούς, ούτω προσηύξατο· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε ο Θεός μου, πάντοτε, ότι ελεήμων υπάρχεις και φιλάνθρωπος· Συ, παντοδύναμε, επάταξας τον εχθρόν μας διάβολον και πατάξας τον ΄Αδην ελύτρωσας από τον θάνατον το ανθρώπινον γένος· μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου». Ταύτα προσευχομένου του Μάρτυρος οι ουρανοί ηνεώχθησαν και ελθών ο Κύριος μετά πλήθους Αγγέλων λέγει προς αυτόν· «Ελθέ, προσφιλέστατε και ηγαπημένε μου Χαράλαμπες, όστις δια το όνομά μου τοσούτον εκακοπάθησας. Ζήτησόν μου οποίαν χαριν θέλεις και θα επκούσω την δέησίν σου». Τότε ο ευλογημένος Ιερομάρτυς του Χριστού, ο πλούσιος εις αγάπην προς τον Θεόν, αλλά και προς τον πλησίον, ο επώνυμος της χαράς Χαράλαμπος απεκρίθη προς τον Κύριον λέγων· «Και το ότι ηξιώθην να ίδω την φοβεράν δόξαν της παρουσίας σου και τούτο μεγάλον χάρισμα είναι εις εμέ τον ελάχιστον, πλην επειδή η αγαθότης Σου με προστάζει να σου ζητήσω χάριν, παρακαλώ την Βασιλείν Σου να μου κάμη ταύτην την χάριν· εις όποιον τόπον ευρεθή τεμάχιον από το λείψανόν μου και εις όποιν χώραν θέλουν εορτάζουν την μνήμην του Μαρτυρίου μου, να μη γίνη ποτέ πείνα εις αυτόν, ούτε πανώλης να θανατώνη τους ανθρώπους άωρα, ούτε πονηρός άνθρωπος να βλάπτη τους καρπούς, αλλά να είναι εις αυτόν ειρήνη σταθερά, ψυχών σωτηρία και σωμάτων ίασις, πλησμονή σίτου, οίνου και ελαίου και αφθονία τετραπόδων και άλλων χρησίμων πραγμάτων. Όστις δε έχει και αναγινώσκει το Μαρτύριόν μου και επικαλείται το όνομά μου, να μη λάβη η ψυχή του κακόν ουδέποτε, επειδή πάσα σαρξ και αίμα ποίημα είνι των αχράντων χειρών Σου· και συγχώρησον τας αμαρτίας αυτών, ως αγαθός και φιλάνθρωπος. Φύλαττε δε υγιείς τους βόας και όλα τα τετράποδα ζώα αυτών δια να γεωργώσι την γην και να απολαμβάνωσι αφθόνους τους καρπούς και να δοξάζωσι το όνομά Σου». Λέγει προς αυτόν ο Κύριος· «Να γίνη το θέλημά σου, πιστέ μου δούλε». Και τότε ο μεν Κύριος απήλθεν εις ουρανούς, ο δε Άγιος παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εν ειρήνη προτού προλάβη να κόψη την κεφαλήν αυτού ο δήμιος. Η δε μακαρία Γαλήνη ενεταφίασε το άγιον αυτού λείψανον εις θήκην χρυσήν ομού με πολύτιμα μύρα και αρώματα. Το άγιον τούτο και πανσεβάσμιον λείψανον του Αγίου ενδόξου Ιερομάρτυρος Χαραλάμπους διεμοιράσθη πανταχού εις τους Ορθοδόξους Χριστιανούς χάριν ευλαβείς, αλεξιτήριον υπάρχον των δεινών και ιατρείον άριστον πάσης ασθενείας. Η δε αγιωτάτη και πάντιμος αυτού Κάρα ευρίσκεται νυν εις το σεβάσμιον και Ιερόν Μοναστήριον το τιμώμενον επ’ ονόματι του Αγίου Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου, όπερ είναι εις τα Μετέωρα της Επισκοπής Σταγών, τελεί δε καθ’ εκάστην πάμπολλα και παράδοξα θαύματα. Ιατρεύει νόσους πολυειδείς των μετά πίστεως και πόθου προσερχομένων, εξαιρέτως δε φυλάττει αμολύντους και ανεπηρεάστους από την λοιμικήν νόσον της πανώλους εκείνους, οι οποίοι με πόθον και πίστιν αδίστακτον φέρουν ταύτην την Αγίαν Κάραν εις τας πόλεις και τας οικίας των και με ευλάβειαν την κατασπάζονται κάμνοντες πρώτον αγιασμόν. Ούτω δε, τη του Θεού βοηθεία και δια της χάριτος του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Χαραλάμπους, διαφυλάττονται υγιείς και απείρακτοι από την τοιαύτην ασθένειαν. Ούτω δοξάζει και τιμά ο Θεός εκείνους, οι οποίοι κηρύττουν παρρησία το Άγιόν Του όνομα ενώπιον ασεβών βασιλέων και απίστων τυράννων και χύνουν το αίμα των δια την αγάπην του Μονογενούς αυτού Υιού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δοξάζων και μεγαλύνων αυτούς εις τούτον τον κόσμον και δίδων την Χάριν του εις τα άγια αυτών λείψανα δια να κάμνουν παράδοξα θαύματα. Εις δε τον άλλον, τον κόσμον τον νοερόν, συναριθμεί αυτούς μετά των Αγίων Αγγέλων και τους κάμνει συγκληρονόμους της Βασιλείας του, δια να χαίρωσιν αιωνίως εις τους κόλπους του Πατριάρχου βραάμ, εις τας αιωνίους σκηνάς εν τω αγιωτάτω χορώ των Πρωτοτόκων, εν τη Βασιλεία των ουρανών, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, ευδοκία και Χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.
Ο παμβασιλεύς και Κύριος ημών Ιησούς Χριστός διδάσκει ημάς εις το θείον και Ιερόν Ευαγγέλιον, ότι αν θέλωμεν να ακολουθήσωμεν οπίσω Αυτού πρέπει να απαρνηθώμεν πρότερον τον εαυτόν μας, να σηκώσωμεν και ημείς επί των ώμων τον Σταυρόν μας και ούτω να τον ακολουθήσωμεν. Τούτο κατώρθωσαν πολλοί θαυμάσιοι και αγιώτατοι άνθρωποι, καθώς ήσαν οι Ασκηταί και Ερημίται, οι οποίοι απηρνούντο τον κόσμον και τα εγκόσμια, τας απολαύσεις του σώματος, τον πλούτον και την δόξαν και έφευγον εις τας ερημίας, περί ουδενός άλλου φροντίζοντες, ειμή μόνον περί του πώς να αρέσωσιν εις τον Ποιητήν και Πλάστην των Θεόν. Τοιούτοι εστάθησαν και οι σοφώτατοι Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι ένα και μόνον σκοπόν είχον, πώς να ωφελήσωσι ψυχάς ανθρώπων, πώς να επιστρέψωσι τους πεπλανημένους εις τα ορθά δόγματα της Εκκλησίας, πώς να στερεώσουν τους πιστούς εις την Ορθοδοξίαν. Δεν εφρόντιζον ούτοι ούτε δι’ ανάπαυσιν του σώματος, ούτε δια πλούτον και κτήματα, εξαιρέτως δε εστάθησαν τοιούτοι οι αγιώτατοι Μάρτυρες, οι γενναίοι στρατιώται του επουρανίου Βασιλέως Χριστού, οι καλλίνικοι νικηταί της πλάνης και της ασεβείας και αυτού του κοσμοκράτορος διαβόλου, οι οποίοι όχι μόνον κατεφρόνησαν πλούτη και κτήματα και δόξας, αλλά και αυτό το ίδιον σώμα των παρέδωσαν εις μυρίας τιμωρίας και βασάνους ανηκούστους τόσον, ώστε και αυτήν την γλυκυτάτην ζωήν των κατεφρόνησαν και προέκριναν τον θάνατον. Αυτοί οι Μάρτυρες, βεβαιότατα, απηρνήθησαν τον κόσμον και τον εαυτόν των, επειδή εστερήθησαν την παρούσαν πολυπόθητον ζωήν και εσήκωσαν τον Σταυρόν των φυλάξαντες βεβαίαν και στερεάν την Ορθόδοξον πίστιν και την αγάπην του Χριστού, στοχαζόμενοι ορθώς, ότι δεν είχον ώδε μένουσαν πόλιν και δια τούτο ολοψύχως επεζήτουν την μέλλουσαν. Τούτου χάριν εδοξάσθησαν και ετιμήθησαν υπό του Θεού, όχι δε μόνον απολαμβάνουσι νυν την ουράνιον Βασιλείαν και χαίρουσιν αιωνίως με τον Χριστόν, δια τον οποίον έχυσαν το αίμα των, αλλ’ ακόμη και απανταχού της Οικουμένης τιμώνται και εορτάζονται και θέλουσι δοξασθή εις τον αιώνα τον άπαντα. Τοιούτος καλλίνικος και γενναίος στρατιώτης του Χριστού εστάθη ο σήμερον εορταζόμενος και τιμώμενος, ο Ιερομάρτυς και Μεγαλομάρτυς Χαράλαμπος, ο οποίος, ως είπομεν, ήτο πρότερον Ιερεύς εννομώτατος εις την επαρχίαν Μαγνησίας. Μετά δε ταύτα, όταν εβασίλευσεν εις την Ρώμην ο δυσσεβής Σεβήρος, εις την Μαγνησίαν ήτο ηγεμών ο απηνής και ανήμερος Λουκιανός, όστις εβασάνιζε πολλούς Χριστιανούς δια να αρνηθώσι την ευσέβειαν και να προσκυνήσωσι τα αναίσθητα είδωλα, τότε και ο μακάριος Χαράλαμπος συνελήφθη από τον μιαρόν Λουκιανόν, όστις πληροφορηθείς, ότι εκεί εις την πόλιν της Μαγνησίας ήτο Ιερεύς των Χριστιανών ο Χαράλαμπος, όστις εξουθένει τους θεούς, διδάσκων παρρησία τον λαόν να πιστεύουν εις τον Χριστόν, εθυμώθη και έστειλε στρατιώτας να τον φέρωσι προς αυτόν. Ιδών δε αυτόν τον ηρώτησε διατί, κατεφρόνει τα είδωλα και τα βασιλικά δόγματα. Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Εγώ υπακούω εις τα δίκαια και σωτήρια προστάγματα του επουρανίου Βασιλέως Χριστού, ο δε Σεβήρος γράφει μάταια και ασύνετα λόγια, επειδή προστάζει να προσκυνώμεν δια θεούς αναίσθητα και άψυχα είδωλα και παραδίδει τας ψυχάς σας εις θάνατον· ο Δεσπότης μου όμως Χριστός δίδει ζωήν αιώνιον και μακαριότητα εις τους δούλους του και όστις επικαλεσθή το παντοδύναμον αυτού όνομα, φεύγουν οι δαίμονες, τους οποίους προσκυνείτε ως ανίσχυροι και πάσα ασθένεια ανίατος θεραπεύεται». Λέγει προς αυτόν ο άρχων· «Άφες την περιττολογίαν, γέρον, και κάμε ως φρόνιμος το συμφέρον σου· προσκύνησον τους θεούς πριν δοκιμάσης σκληρά βασανιστήρια». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εάν δεν βασανισθώμεν εδώ πρόσκαιρα, δεν κληρονομούμεν τα αιώνια αγαθά». Ταραχθέντες τότε οι άρχοντες έφερον τα δεινότερα κολαστήρια, λέγοντες· «Θυσίασον εις τους θεούς, κακή κεφαλή». Ο δε Άγιος είπε· «Μη γένοιτο να γίνω τόσον μωρός και ανόητος, να προσκυνήσω τους αναίσθητους δαίμονας, τους οποίους σέβεσθε σεις και οι οποίοι φοβούμενοι την δύναμιν του Σταυρού φεύγουσιν απ’ αυτού». Τότε εγύμνωσαν αυτόν και λαβόντες χειράγρας κατεξέσχιζον από κεφαλής έως ποδών τας σάρκας του· ο δε μακάριος υπομένων γενναίως αυτήν την αβάστακτον βάσανον και εις όλον το σώμα δεινώς σπαραττόμενος έλεγε· «Ευχαριστώ σας, αδελφοί, ότι βασανίζοντές μου το σώμα προξενείτε εις την ψυχήν μου, εις τον μέλλοντα αιώνα, αιωνίαν μακαριότητα». Ταύτα λέγοντος του Αγίου, οι υπηρέται εθαύμαζον και έλεγον προς τους άρχοντας· «Την ατιμίαν νομίζει τιμήν ούτος ο άνθρωπος και την βάσανον άνεσιν· μήπως και είναι αυτός ο Χριστός και ήλθε να μας δοκιμάση και δια τούτο αι χειράγραι αποστομώνονται και δεν ξεσχίζουσι πλέον τας σάρκας του»; Ταύτα ακούσας ο παριστάμενος εκεί δουξ εθυμώθη και υβρίζων τους υπηρέτας, ότι ήσαν αμελείς και αδύνατοι, ήρπασε τας χειράγρας από τας χείρας αυτών και ήρχισε να ξεσχίζη το σώμα του Αγίου με πολλήν οργήν, ο θεόργιστος· αλλά, παρευθύς, έφθασεν η θεία δίκη τον άδικον και εκόπησας, ω του θαύματος, από τους αγκώνας αι χείρες του, κρεμασθείσαι εις το σώμα του Μάρτυρος, αυτός δε ο δείλαιος έπεσε κατά γης ορυόμενος και κραυγάζων· «Βοήθει μοι, ηγεμών, διότι μάγος είναι ούτος ο άνθρωπος». Πλησιάσας τότε ο ηγεμών και ιδών τας χείρας του δουκός κρεμαμένας από το σώμα του Μάρτυρος, έπτυσεν εις το πρόσωπον του Αγίου και παρευθύς εστράφη το πρόσωπόν του εις τον τράχηλον και έμεινεν ελεεινόν θέαμα. Τότε ο λαός όλος της πόλεως της Μαγνησίας φοβηθέντες παρεκάλουν τον δίκαιον λέγοντες· «Απόστρεψον αφ’ ημών την οργήν του Κυρίου, Όσιε· ούτω σε προστάζει ο Χριστός, να μη αποδίδης κακόν αντί κακού, αλλά να ευεργετής τους μισούντας σε». Λέγει προς αυτούς ο Άγιος· «Ζη Κύριος ο Θεός μου· δεν είναι δόλος εις την γλώσσαν μου, αλλά ο Κύριος επαίδευσεν αυτούς ως κακούς, δια να δώση εις σας ζωήν αιώνιον». Τότε το πλήθος όλον εβόησε προς Κύριον, λέγοντες· «Μη μας απολέσης, Δέσποτα, αλλά συγχώρησόν μας εις όσα επταίσαμεν». Ούτω δε πολλοί επίστευσαν. Ο δε δουξ παρεκάλει τον Άγιον, λέγων· «Άγγελε του Θεού και ουράνιε άνθρωπε, βοήθησόν μοι τον ταλαίπωρον. Ιδού έχεις το βάρος των χειρών μου επάνω σου και εγώ υποφέρω πόνους και βάσανον· λοιπόν ιάτρευσόν με να λυτρωθώ από τας οδύνας μου και συ από βάρος και μέριμναν και εάν λάβω την ίασιν να πιστεύσω εις τον Θεόν σου βέβαια». Τότε προσηυχήθη ο Άγιος λέγων προς Κύριον· «Ευχαριστούμεν σοι, Δέσποτα, ότι φυλάττεις ημάς πάντοτε· επίβλεψον και νυν επί την ταπείνωσιν των πεπεδημένων δούλων σου και λύσον αυτούς από τα δεσμά εις δόξαν του Αγίου σου Ονόματος». Τότε ήλθε φωνή εκ του ουρανού λέγουσα· «Χαίροις, Αθλητά Χαράλαμπε, Αγγέλων συνόμιλε και Αποστόλων ομότροπε· επήκουσα την δέησίν σου και δίδω εις τους ασεβείς την ίασιν». Παρευθύς τότε ιατρεύθησαν οι τιμωρηθέντες και πιστεύσας ο δουξ εβαπτίσθη εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος· ο δε ηγεμών έπαυσε τον διωγμόν κατά των Χριστιανών, έως ότου αναφέρη εις τον βασιλέα τα γενόμενα. Συνήγοντο τότε προς τον Άγιον όλοι οι κάτοικοι της Μαγνησίας και των πέριξ και εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών εβαπτίζοντο· πολλά δε θαύματα και ιάματα ετέλει καθ’ εκάστην ο Άγιος εις τους ασθενείς. Τυφλοί ανέβλεπον, χωλοί επεριπατούσαν, δαίμονες έφευγον, νεκροί ανασταίνοντο και πάσα νόσος και ασθένεια ιατρεύετο. Ταύτα βλέπων ο ηγεμών απήλθεν εις τον βασιλέα και του ανηγγειλε δια τον Άγιον άπαντα τα γενόμενα, ως ανωτέρω είπομεν. Ο δε ασεβής Σεβήρος, ταύτα ακούσας, εθυμώθη και έλεγε· «Δια τι αμελείτε, θεοί αιώνιοι, και δεν εξολοθρεύετε από την γην τους ασεβείς εκείνους, οι οποίοι σας υβρίζουσι»; Ταύτα δε ειπών απέστειλεν ευθύς τριακοσίους στρατιώτας, προστάξας αυτούς να καρφώσουν εις όλην την ράχιν του Μάρτυρος καρφία, και έπειτα να τον σύρωσιν από την Μαγνησίαν έως την Αντιόχειαν. Οι δε, απελθόντες, εκάρφωσαν τους ήλους με πολλήν ασπλαγχνίαν εις όλον το σώμα του Μάρτυρος και δέσαντες αυτόν από την γενειάδα, τον ετραβούσαν ανηλεώς οι απάνθρωποι. Είτα τον εκάθισαν εμπαικτικώς επάνω εις ίππον, αφού δε εβάδισαν δέκα πέντε στάδια ελάλησε ταύτα μεγαλοφώνως ο ίππος, λέγων· «Ω τρισκατάρατοι στρατιώται, υπηρέται του βασιλέως διαβόλου, δεν βλέπετε ότι μαζί με τούτον τον άνθρωπον είναι ο Θεός και το Πνεύμα το Άγιον; Λύσατέ τον, σκληροτράχηλοι, δια να λυθήτε και σεις από δεσμά αόρατα». Τότε οι στρατιώται, φοβηθέντες, τον επήγαν με άνεσιν εις την Αντιόχειαν δια να μη παραβούν το πρόσταγμα. Ο δε διάβολος μετεσχηματίσθη εις είδος γέροντος και εφάνη εις τον Σεβήρον, λέγων· «Ουαί μοι, βασιλεύ, εγώ είμαι ο βασιλεύς των Σκυθών και ήλθεν εις την πατρίδα μου μάγος τις Χαραλάμπης καλούμενος και μου επήρεν όλους τους στρατιώτας· όθεν ήλθον να σου το ειπώ, να φυλαχθής μη πάθης όμοιον». Τότε έφερον ενώπιον αυτού και τον Άγιον και προστάσσει να καρφώσουν σούβλαν μεγάλην εις το συήθος αυτού, έπειτα να φέρωσι ξύλα και να ανάψωσι πυράν, εις την οποίαν να καίωσι τον Άγιον έως να ξεψυχήση. Διεπέρασαν λοιπόν την σούβλαν εις τον Άγιον, και ώραν πολλήν τον κατέκαιον, αλλά ποσώς δεν εβλάβη υπό του πυρός, διότι αυτό μεν έσβυσεν, οι δε δορυφόροι εκουράσθησαν. Ο δε Άγιος ανέθαλλε και ίστατο ως ρόδον εύοσμον· όθεν ο βασιλεύς είπε να τον λύσουν και να τον φέρουν πλησίον του· τούτου δε γενομένου λέγει προς αυτόν προφασιζόμενος· «Ο βασιλεύς των Σκυθών με έκαμε και σε ύβρισα, αλλά μη μνησικακείς και εις όσα σε ερωτήσω δος μοι απόκρισιν· και πρώτον ειπέ μου πόσων χρόνων είσαι». Απήντησε τότε ο Άγιος, ότι ήτο εκατόν δέκα τριών χρόνων. Λέγει δε προς τον Άγιον ο βασιλεύς· «Αφού τόσους χρόνους έζησας, πως δεν έχεις τόσην γνώσιν να γνωρίσης τους αθανάτους θεούς, αλλά προσκυνείς τον Χριστόν ως άγνωστος»; Απεκρίθη ο Άγιος· «Επειδή τόσους χρόνους έζησα, εγνώρισα την αλήθειαν και προσκυνώ τον όντως Θεόν, τον παντοδύναμον και οικτίρμονα». Λέγει ο βασιλεύς· «Συ και νεκρούς ημπορείς να αναστήσης, ως ήκουσα». Εις τούτο απήντησεν ο Άγιος λέγων· «Αυτό μόνον ο Δεσπότης Χριστός δύναται να το κάμη, και όχι άνθρωπος». Τότε ο βασιλεύς Σεβήρος επρόσταξε και ήλθεν εκεί εις το μέσον δαιμονιζόμενος τις, όστις ήτο από τον μισόκαλον εχθρόν τριάκοντα εξ χρόνους βασανιζόμενος. Όταν δε ούτος έφθασε πλησίον του Αγίου, εφώναζεν ο δαίμων, ως υπό πυρός φλογιζόμενος και δεινώς οδυνώμενος· «Σε παρακαλώ, δούλε του Χριστού, μη με βασανίσης προ καιρού, αλλ’ ειπέ λόγον και εξέρχομαι· και αν προστάζης, θέλω είπει και τον τρόπον και την αιτίαν δια την οποίαν εισήλθον εις τούτον τον άνθρωπον». Λέγει ο Άγιος· «Ειπέ, πνεύμα ακάθαρτον». Τότε το πονηρόν δαιμόνιον είπεν· «Ούτος έκλεψε τα πράγματα του γείτονός του και εφόνευσε τον κληρονόμον του· όθεν ευρών αυτόν εις τοιαύτην ανομίαν ασχολούμενον εισήλθον εις αυτόν και τον βασανίζω τώρα τριάκοντα και εξ χρόνους». Τότε τον επετίμησεν ο Άγιος και εξήλθεν ο δαίμων. Ο δε βασιλεύς εθαύμασε λέγων· «Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών, κατ’ αλήθειαν». Και μεθ’ ημέρας τρεις απέθανε νέος τις και λέγει ο βασιλεύς προς τον Άγιον· «Ανάστησον τον νεκρόν τούτον, εάν δύνασαι». Ποιήσας τότε προσευχήν ο Άγιος ώραν πολλήν, ανέστη ο νεκρός· όθεν πολλοί από τον όχλον επίστευσαν· ο δε έπαρχος Κρίσπος είπε προς τον βασιλέα· «Θανάτωσον τούτον τον άνθρωπον, διότι με μαντείας κάμνει τοιαύτα τερατουργήματα». Ευθύς τότε ο Σεβήρος μεταβαλών γνώμην λέγει προς τον Μάρτυρα· «Θυσίασον εις τους θεούς, Χαράλαμπες, να απαλλαγής των κολαστηρίων». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Όσον με βασανίσης περισσότερον, τόσον μάλλον η ψυχή μου ευφραίνεται». Τότε, οργισθείς ο βασιλεύς, επρόσταξε να συντρίψουν με λίθους τας σιαγόνας του και να καύσουν με λαμπάδας το πρόσωπον αυτού και το γένειον. Το πυρ όμως, ως να είχε λογικήν δύναμιν, πηδήσαν έκαυσε τους περιεστώτας υπηρέτας. Θαυμάζων εις ταύτα ο βασιλεύς ηρώτα τους άρχοντας τις είναι ο Χριστός, όστις κάμνει τοιαύτα τερατουργήματα· λέγει ο Κρίσπος όστις ήτο έπαρχος· «Από αμαρτίαν εγεννήθη εκ γυναικός τινος Μαρίας ονόματι». Ο δε Αρίσταρχος απεκρίνατο· «Μη βλασφημείς, έπαρχε, διότι συ δεν γνωρίζεις τοιαύτα μυστήρια». Τότε ο βασιλεύς θυμωθείς υπερμέτρως ώρμησε να πολεμήση τον ουρανόν ο ανόητος και ρίπτων βέλη εις τον αέρα εβόησε· «Κατάβα, Χριστέ, εις την γην να πολεμήσωμεν, άλλως θέλω ανέβει εγώ να σε εύρω να χαλάσω το στερέωμα, να σβύσω τον ήλιον». Τότε γίνεται σεισμός μέγας και φόβος πολύς κατέλαβε πάντας, διότι ο Κύριος ωργίσθη, ο ουρανός ως δένδρον εσείετο και αι άνω Δυνάμεις δυνατώς εσαλεύθησαν αστραπαί δε και βρονταί μεγάλαι ηκούοντο. Ευθύς τότε εκρεμάσθησαν εις τον αέρα ο τε βασιλεύς Σεβήρος και ο έπαρχος Κρίσπος. Εφώναζε δε ο βασιλεύς προς τον Άγιον, λέγων· «Κύριέ μου Χαράλαμπες, δικαίως έπαθον, δεήθητι του Κυρίου και Θεού σου να με λυτρώση από την παίδευσιν και να γράψω εις όλας τας πόλεις να δοξάζωσι το όνομά του». Τότε ήλθεν εκεί και η θυγάτηρ του βασιλέως, Γαλήνη ονόματι, και λέγει προς αυτόν· «Πίστευσον εις τον Κύριον, να σε λυτρώση από τα δεσμά ως Οικτίρμων και Πανάγαθος, ότι αυτός ο Χριστός είναι μόνος Θεός αδιάδοχος». Ταύτα ειπούσα προσεκύνησε τον Άγιον λέγουσα· «Παρακάλεσον τον Κύριον να λυτρώση τον πατέρα μου από τας οδύνας και εάν μεν πιστεύση μέγα θα είναι το καλόν, εάν όχι θα έχης τουλάχιστον συ τον μισθόν σου και θέλει σε κάμει ο Κύριος τέλειον μετά θάνατον». Προσευξαμένου λοιπόν του Αγίου έπαυσεν η αγανάκτησις του Θεού· κατέβησαν δε εις την γην ο βασιλεύς με τον έπαρχον και απελθόντες εις το παλάτιον έκαμαντρεις ημέρας έχοντες κατά νουν τον φόβον του Θεού και την αγανάκτησιν αυτού. Η δε θυγάτηρ του βασιλέως είδεν όραμα και το ανέφερε προς τον Άγιον, λέγουσα· «Εφάνη μοι πως ευρέθην εις περιβόλιον ωραιότατον με δένδρα ευωδέστατα και πηγήν διαυγεστάτην· ήσαν δε εκεί πλησίον ο πατήρ μου και ο έπαρχος· ο δε φύλαξ του Παραδείσου εδίωξεν αυτούς με πυρίνην ράβδον, εμέ δε εγείρας έβαλε μετά τιμής εντός αυτού και μου λέγει· «Εις σε εδόθη η κατοικία αυτή και εις τους ομοίους σου, να συνευφραίνεσθε πάντοτε». Αυτά είδον και σε παρακαλώ, διδάσκαλε, να μου ειπής την εξήγησιν». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ο κήπος, τον οποίον είδες, είναι ο Παράδεισος των Δικαίων, εις τον οποίον σε έβαλεν ο Δεσπότης Χριστός, διότι επίστευσας εις αυτόν, τον δε πατέρα σου και τον έπαρχον εδίωξε, διότι μέλλουν να αποστατήσουν και πάλιν απ’ αυτού και να μας κακοποιήσουν, οι αχάριστοι». Ούτως είπεν ο Άγιος και μετά ημέρας τριάκοντα προσεκάλεσεν αυτόν ο βασιλεύς και του λέγει· «Θυσίασον εις τους θεούς, υπακούων εις την εντολήν μου και τιμών τον εαυτόν σου». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Τα λόγια σου είναι πικρά και ασύνετα και δεν πρέπει να υποταχθώ εις αυτά, ως δούλος Θεού και υπήκοος». Οργισθείς τότε ο βασιλεύς επρόσταξε να βάλουν εις το στόμα του Αγίου χαλινόν ως να ήτο ζώον άλογον και να τον διαπομπεύσουν εις όλην την πόλιν με πολλήν καταφρόνησιν. Τούτου δε γενομένου ηύχετο ο Άγιος λέγων· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο πλάσας τον άνθρωπον και τιμήσας αυτόν κατά την θείαν σου εικόνα και ομοίωσιν, επίβλεψον και ίδε την μανίαν και τας απειλάς του τυράννου, ότι ταύτα πάσχω δια το όνομά σου το Άγιον». Η δε Γαλήνη συνεβούλευσεν ώραν πολλήν τον πατέρα της να απέχη από την αμαρτίαν ταύτην και να πιστεύση εις τον Θεόν αυτόν, τον οποίον ωμολόγησε, δια να μη κολασθή αιώνια. Αλλ’ αυτός ο ασύνετος ουδέν ωφελήθη, αλλά μάλλον ετράπη εις το χειρότερον και την επρόσταξε να θυσιάση εις τα είδωλα· αυτή δε η πάνσοφος, δια να τον εμπαίξη, του υπεσχέθη ότι θα τα προσκυνήση. Απελθούσα λοιπόν η μακαρία Γαλήνη εις τον ναόν του Διός και του Απόλλωνος είπεν εις τους ιερείς· «Παρακαλέσατε τους θεούς να δεχθώσι την προσευχήν μου, διότι τους ύβρισα» Οι δε εβόησαν· «Ο μέγς θεός Ζεύς και ο κραταιός Απόλλων, οι ποιηταί του ουρνού και της γης, συγχωρήσατε την δέσποιναν Γαλήνην δια την αγάπην του πατρός της». Η δε μακαρία εκάλεσε τον Δία λέγουσα· «Εάν είσαι θεός, πως δεν γνωρίζεις την γνώμην μου»; Και παρευθύς έρριψεν αυτόν κάτω και συνετρίβη. Τότε ήρπασε και τον Απόλλωνα και του λέγει· «Έλα κάτω, καμπούρη, σαπρόγηρε, η απώλεια των ανθρώπων». Αφού λοιπόν εκρήμνισεν αυτόν και άλλα τριάκοντα τέσσαρα είδωλα, απήλθον οι ιερείς εις τον βασιλέα λέγοντες· «Τώρα μέλλει να χαθή ο κόσμος και να σβύση ο ήλιος, ότι οι θεοί μας διερράγησαν και απέθανον, διότι η θυγάτηρ σου τους εκρήμνισε». Λέγει προς αυτούς ο Σεβήρος· «Εύρετε πεντήκοντα τεχνίτας να τους αποκαταστήσουν την νύκτα και να τους στήσουν εις τον τόπον των, δια να μη μας εμπαίζουν οι Γαλιλαίοι, ότι οι θεοί μας συνετρίβησαν». Ούτως εποίησαν και το πρωϊ είπον εις την Γαλήνην· «Ελθέ, δέσποινα, να ιδής πως οι θεοί ανεστήθησαν». Η δε απελθούσα και ιδούσα την αναχώνευσιν εγνώρισε την πονηρίαν και λέγει· «Ας μη αμελήσω να συντρίψω νεωτέρους θεούς». Είτα λέγει προς τα ξόανα· «Από νεκρών αναστάντες, ως νεκροί πάλιν καταποντίσθητε». Ταύτα ειπούσα εκρημνίσθησαν άπαντα. Ταύτα πάλιν ακούσας ο βασιλεύς εθυμώθη και λέγει προς την Γαλήνην· «Τι έκαμες, μιαρωτάτη»; Η δε μακαρία Γαλήνη απεκρίθη· «Επειδή είσθε ανόητοι και νομίζετε αυτούς θεούς, τους εκρήμνισα και αν έχης και άλλους, πρόθυμος είμαι να τους κάμω τα όμοια, δια να γνωρίσετε την πλάνην σας και να μη ελπίζετε εις αυτούς, οι οποίοι δεν δύνανται ούτε σας να ωφελήσωσιν, ούτε τους μισούντας αυτούς να βλάψωσι». Τότε θυμωθείς ο τύραννος επρόσταξε προς εξευτελισμόν να παραδώσωσι τον Άγιον εις χήραν τινά γυναίκα, δια να τον φυλάξη εις τον οίκον της. Καθώς δε επήγεν εκεί ο Άγιος, ευθύς ως ακούμβησε εις στύλον τινά ξηρόν, ω του θαύματος! παρευθύς εβλάστησεν ο στύλος και έκαμε τόσους κλάδους, ώστε όλον τον οίκον εσκέπασεν. Η δε γυνή, ιδούσα τοιούτον παράδοξον, προσεκύνησε τον Άγιον λέγουσα· «Ύπαγε από τον οίκον μου, κύριε, ότι δεν είμαι αξία να είσαι πλησίον μου». Ο δε Άγιος είπε προς αυτήν· «Μη φοβού, γύναι, αλλά πίστευσον εις τον Κύριον, όστις είναι Θεός αινετός και εύσπλαγχνος». Κατά δε την επομένην ημέραν, ιδόντες οι γείτονες της γυναικός τοιούτον δένδρον μεγάλον εντός του δωματίου αυτής με άνθη και καρπούς, εθαύμασαν και εισελθόντες εις τον οίκον εύρον τον Άγιον διδάσκοντα και τον ηρώτων, εάν ήτο αυτός ο Χριστός. Ο δε απεκρίθη· «Δούλος είμαι του Δεσπότου Χριστού, του αληθινού Θεού και με την Χάριν αυτού ποιώ τα θαυμάσια». Τότε η γυνή εκείνη είπε προς αυτούς την υπόθεσιν, εγκωνιάζουσα τον Άγιον και πάντες τον επροσκύνησαν, πιστεύσαντες δε εις τον Χριστόν εβαπτίσθησαν. Κατά δε την άλλην ημέραν ανήγγειλάν τινες εις τον βασιλέα το τεράστιον αυτό γεγονός και ενώ πάντες εθαύμαζον είπεν ο έπαρχος· «Πρόσταξε, βασιλεύ, να αποκεφαλίσωσιν αυτόν τον πλάνον μήπως κάμη και άλλα τοιαύτα τέρατα και πιστεύσωσιν εις τον Χριστόν περισσότεροι». Όθεν έδωκεν ο βασιλεύς κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, την οποίαν λαβόντες οι δήμιοι επήραν τον ΄γιον και τον ωδήγησαν εις τον τόπον της καταδίκης, αυτός δε ο μακάριος πορευόμενος έψαλλε το «Έλεος και κρίσιν άσομαί σοι, Κύριε»(Ψαλμ. ρ: 1). Φθάσας δε εκεί ο Άγιος και υψώσας προς ουρανόν τας χείρας και τους οφθαλμούς, ούτω προσηύξατο· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε ο Θεός μου, πάντοτε, ότι ελεήμων υπάρχεις και φιλάνθρωπος· Συ, παντοδύναμε, επάταξας τον εχθρόν μας διάβολον και πατάξας τον ΄Αδην ελύτρωσας από τον θάνατον το ανθρώπινον γένος· μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου». Ταύτα προσευχομένου του Μάρτυρος οι ουρανοί ηνεώχθησαν και ελθών ο Κύριος μετά πλήθους Αγγέλων λέγει προς αυτόν· «Ελθέ, προσφιλέστατε και ηγαπημένε μου Χαράλαμπες, όστις δια το όνομά μου τοσούτον εκακοπάθησας. Ζήτησόν μου οποίαν χαριν θέλεις και θα επκούσω την δέησίν σου». Τότε ο ευλογημένος Ιερομάρτυς του Χριστού, ο πλούσιος εις αγάπην προς τον Θεόν, αλλά και προς τον πλησίον, ο επώνυμος της χαράς Χαράλαμπος απεκρίθη προς τον Κύριον λέγων· «Και το ότι ηξιώθην να ίδω την φοβεράν δόξαν της παρουσίας σου και τούτο μεγάλον χάρισμα είναι εις εμέ τον ελάχιστον, πλην επειδή η αγαθότης Σου με προστάζει να σου ζητήσω χάριν, παρακαλώ την Βασιλείν Σου να μου κάμη ταύτην την χάριν· εις όποιον τόπον ευρεθή τεμάχιον από το λείψανόν μου και εις όποιν χώραν θέλουν εορτάζουν την μνήμην του Μαρτυρίου μου, να μη γίνη ποτέ πείνα εις αυτόν, ούτε πανώλης να θανατώνη τους ανθρώπους άωρα, ούτε πονηρός άνθρωπος να βλάπτη τους καρπούς, αλλά να είναι εις αυτόν ειρήνη σταθερά, ψυχών σωτηρία και σωμάτων ίασις, πλησμονή σίτου, οίνου και ελαίου και αφθονία τετραπόδων και άλλων χρησίμων πραγμάτων. Όστις δε έχει και αναγινώσκει το Μαρτύριόν μου και επικαλείται το όνομά μου, να μη λάβη η ψυχή του κακόν ουδέποτε, επειδή πάσα σαρξ και αίμα ποίημα είνι των αχράντων χειρών Σου· και συγχώρησον τας αμαρτίας αυτών, ως αγαθός και φιλάνθρωπος. Φύλαττε δε υγιείς τους βόας και όλα τα τετράποδα ζώα αυτών δια να γεωργώσι την γην και να απολαμβάνωσι αφθόνους τους καρπούς και να δοξάζωσι το όνομά Σου». Λέγει προς αυτόν ο Κύριος· «Να γίνη το θέλημά σου, πιστέ μου δούλε». Και τότε ο μεν Κύριος απήλθεν εις ουρανούς, ο δε Άγιος παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εν ειρήνη προτού προλάβη να κόψη την κεφαλήν αυτού ο δήμιος. Η δε μακαρία Γαλήνη ενεταφίασε το άγιον αυτού λείψανον εις θήκην χρυσήν ομού με πολύτιμα μύρα και αρώματα. Το άγιον τούτο και πανσεβάσμιον λείψανον του Αγίου ενδόξου Ιερομάρτυρος Χαραλάμπους διεμοιράσθη πανταχού εις τους Ορθοδόξους Χριστιανούς χάριν ευλαβείς, αλεξιτήριον υπάρχον των δεινών και ιατρείον άριστον πάσης ασθενείας. Η δε αγιωτάτη και πάντιμος αυτού Κάρα ευρίσκεται νυν εις το σεβάσμιον και Ιερόν Μοναστήριον το τιμώμενον επ’ ονόματι του Αγίου Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου, όπερ είναι εις τα Μετέωρα της Επισκοπής Σταγών, τελεί δε καθ’ εκάστην πάμπολλα και παράδοξα θαύματα. Ιατρεύει νόσους πολυειδείς των μετά πίστεως και πόθου προσερχομένων, εξαιρέτως δε φυλάττει αμολύντους και ανεπηρεάστους από την λοιμικήν νόσον της πανώλους εκείνους, οι οποίοι με πόθον και πίστιν αδίστακτον φέρουν ταύτην την Αγίαν Κάραν εις τας πόλεις και τας οικίας των και με ευλάβειαν την κατασπάζονται κάμνοντες πρώτον αγιασμόν. Ούτω δε, τη του Θεού βοηθεία και δια της χάριτος του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Χαραλάμπους, διαφυλάττονται υγιείς και απείρακτοι από την τοιαύτην ασθένειαν. Ούτω δοξάζει και τιμά ο Θεός εκείνους, οι οποίοι κηρύττουν παρρησία το Άγιόν Του όνομα ενώπιον ασεβών βασιλέων και απίστων τυράννων και χύνουν το αίμα των δια την αγάπην του Μονογενούς αυτού Υιού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δοξάζων και μεγαλύνων αυτούς εις τούτον τον κόσμον και δίδων την Χάριν του εις τα άγια αυτών λείψανα δια να κάμνουν παράδοξα θαύματα. Εις δε τον άλλον, τον κόσμον τον νοερόν, συναριθμεί αυτούς μετά των Αγίων Αγγέλων και τους κάμνει συγκληρονόμους της Βασιλείας του, δια να χαίρωσιν αιωνίως εις τους κόλπους του Πατριάρχου βραάμ, εις τας αιωνίους σκηνάς εν τω αγιωτάτω χορώ των Πρωτοτόκων, εν τη Βασιλεία των ουρανών, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, ευδοκία και Χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου