Βλάσιος ο ένδοξος
Ιερομάρτυς του Χριστού ήκμασε κατά τους χρόνους Λικινίου του βασιλέως του κατά
τα έτη τη΄ - τκγ΄(308-323)
βασιλεύσαντος, ήτο δε Επίσκοπος της εν Αρμενία Σεβαστείας. Αλλά και πριν να
μαρτυρήση και πριν ακόμη γίνη ούτος Επίσκοπος του Χριστού είχε πολιτείαν
θαυμαστήν και αξιέπαινον, διότι ήτο και αυτός ως ο μέγας Ιώβ, άκακος, άμεμπτος,
αληθινός και θεοσεβής, απεχόμενος από παντός πονηρού πράγματος.
Επειδή λοιπόν το καλόν και η αρετή επαινείται και από όλους τιμάται, εψήφισαν αυτόν Επίσκοπον της Σεβαστείας· εκείνος δε αγαπών την ησυχίαν και το να σχολάζη κατά μόνας εις τον Θεόν, επήγεν εις όρος τι, Άργαιον λεγόμενον, και εγκλεισθείς εις σπήλαιον εκεί ευρισκόμενον προσέφερεν εις τον Θεόν καθαράς και αθορύβους τας ευχάς και τοσούτον τον ηγάπων και ηυλαβούντο, όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά και αυτά τα θηρία δια την πολλήν του αρετήν, ώστε ήρχοντο προς αυτόν και δεν ήθελον να αναχωρήσωσιν, εάν δεν έβαλε την χείρα του επάνω εις αυτά να τα ευλογήση. Κατ’ εκείνον λοιπόν τον καιρόν έστειλεν ο ηγεμών Αγρικόλας κυνηγούς εις το όρος δια να κυνηγήσουν άγρια ζώα· ελθόντες δε ούτοι και εις το σπήλαιον και ιδόντες συνηθροισμένον τόσον πλήθος ζώων, εθαύμαζον και ηπόρουν και ελθόντες πλησιέστερον είδον και τον Άγιον εκεί προσευχόμενον· ταύτα ιδόντες εκείνοι επέστρεψαν ευθύς εις τον ηγεμόνα και του ανήγγειλαν το γεγονός. Ο δε ηγεμών έστειλε παρευθύς αυτούς ομού με άλλους στρατιώτας να συλλάβουν τον Άγιον και όσους άλλους Χριστιανούς εύρουν. Φθάσαντες δε οι απεσταλμένοι εύρον τον Άγιον πάλιν προσευχόμενον και του είπον· «Έξελθε, ο ηγεμών σε καλεί». Τούτους ιδών ο θείος Βλάσιος δεν εταράχθη, δεν εδειλίασεν, ούτε ελυπήθη καθόλου, αλλά εχάρη κατά πολλά και είπε προς αυτούς ηρέμως· «Ελάτε, τέκνα, ας υπάγωμεν μαζί, διότι σήμερον με ενεθυμήθη ο Θεός και μου εφανέρωσε ταύτην την νύκτα την έλευσίν σας». Ενώ λοιπόν εβάδιζον καθ’ οδόν, πολλοί Έλληνες βλέποντες την πραότητα του Αγίου επέστρεφον εις θεογνωσίαν, εβοήθουν δε προς τούτο και αι άγιαι αυτού ευχαί. Ιατρεύοντο δε και οι ασθενείς, όχι μόνον άνθρωποι, αλλά και ζώα διάφορα. Κατ’ αυτάς δε τας ημέρας συνέβη και το εξής: εις υιός μονογενής γυναικός τινος, ενώ έτρωγεν οψάριον, εκάθισεν εις τον λαιμόν του άκανθα και παρευθύς έμεινεν άφωνος· η δε μήτηρ του, τούτο ιδούσα, επληγώθη από την λύπην της περισσότερον από τον υιόν της και μαθούσα τα θαύματα του Αγίου, επήγε προς αυτόν και του έλεγε μεγαλοφώνως να την λυπηθή, διότι εντός ολίγου έμελλε να αποθάνη ο υιός της. Ο δε Άγιος ευσπλαγχνισθείς αυτήν προσηυχήθη λέγων· «Ο Θεός ο εισακούων τους εν αληθεία επικαλουμένους αυτόν, επάκουσόν μου και την εμπαγείσαν εις τον παίδα άκανθαν έκβαλε δια της θείας σου δυνάμεως και δος εις αυτόν ταχέως την θεραπείαν του· και εις το εξής, αν ήθελε συμβή ή εις ανθρώπους ή εις ζώα κανέν τοιούτον κακόν και επικαλεσθή το όνομά σου, λέγων· «Ο Θεός, δια πρεσβειών του δούλου σου Βλασίου, βοήθησον, χάρισαι εις αυτούς ταχέως την ιατρείαν εις δόξαν του μεγάλου σου Ονόματος». Ταύτα ειπόντος του Αγίου ευθύς έγινεν υγιές και χωρίς πόνον το παιδίον, η δε μήτηρ του ελησμόνησε την προτέραν της λύπην από την άμετρον χαράν της. Ήτο δε ο Άγιος και άριστος ιατρός και εις πολλούς τόπους περίφημος. Άξιον διηγήσεως είναι και το ιλαρώτατον τούτο· γυναικός τινος χήρας και πτωχής ήρπασεν ο λύκος ένα χοίρον, τον οποίον και μόνον είχε δια πλούτον της· έδραμε λοιπόν και αυτή εις τον Άγιον εκεί εις τον δρόμον όπου τον έφερον οι στρατιώται και έκλαιε την συμφοράν της. Ο δε Άγιος υπομειδιάσας είπε προς αυτήν· «Μη λυπείσαι, ω γύναι, και τώρα, εντός ολίγου, θα σου τον φέρη γερόν». Ο λύκος λοιπόν ευθύς έχασε το φυσικόν του ιδίωμα και επιστρέψας τον χοίρον τον έδωκεν εις την γυναίκα. Φθάσας δε ο Άγιος εις την Σεβάστειαν, ευθύς, κατά προσταγήν του ηγεμόνος, τον εφυλάκισαν. Κατά δε την επομένην ημέραν καθήσας ο ηγεμών εις το κριτήριον, επρόσταξε και έφεραν τον Άγιον, ήρχισε δε πρώτον να του ομιλή με πραότητα και προσποιητήν φιλίαν λέγων· «Χαίροις, Βλάσιε, φίλε των μεγάλων θεών». Λέγει ο Μάρτυς· «Χαίροις και συ, κράτιστε ηγεμών, πλην μη ονομάζης θεούς τους δαίμονας· γνώριζε δε ότι όσοι τιμώσιν αυτούς, θα φλογίζονται ομού μετ’ αυτών εις το αιώνιον πυρ». Ταύτα ακούσας ο κριτής εθυμώθη και επρόσταξε να δείρουν τον Άγιον με ραβδία χοντρα. Ο δε Άγιος ραβδιζόμενος είπε· «Μη νομίζης, αναίσθητε, ότι ανθρώπιναι τιμωρίαι και δυνάμεις ημπορούν να νικήσουν την αγάπην και δύναμιν του Χριστού, όστις μου ελαφρύνει τους πόνους». Αφού είπε ταύτα ο Άγιος, τον έστειλε πάλιν εις την φυλακήν ο άρχων. Μαθούσα δε η ευσεβής εκείνη και πτωχή χήρα τους αγώνας του Αγίου, και θέλουσα να δείξη ευχαριστίαν και να τον τιμήση, έσφαξε τον χοίρον, τον οποίον της έφερεν οπίσω ο λύκος δια προσταγής του Αγίου· ψήσασα δε την κεφαλήν και τους πόδας, λαβούσα δε και όσπρια και οπωρικά ήλθεν εις την φυλακήν χωρίς να φοβηθή τους φύλακας· μάλιστα δε, επειδή είχε νυκτώσει, ήναψε και κηρία, και προσπεσούσα εις τους πόδας του Αγίου τον παρεκάλει να φάγη εκ των προσκομισθέντων. Ο δε Άγιος υπακούσας εις την γυναίκα και ευχαριστήσας αυτήν έφαγεν εκ των φαγητών και την ηυλόγησε δια την καλήν της προαίρεσιν. Είτα είπε προς αυτήν· «Ούτω εόρταζέ με κάθε χρόνον και ελπίζω εις τον Θεόν ότιδεν θέλει λείψει η αγαθωσύνη του από τον οίκον σου· και όστις άλλος σε μιμηθή, θέλει λαμβάνει και εκείνος μεγάλην ευλογίαν πάντοτε εκ Θεού». Αφού δε η μακαρία εκείνη χήρα έλαβε ταύτην την καλήν εντολήν και ευλογίαν παρά του Αγίου ανεχώρησε δια τον οίκον της. Ο δε ηγεμών έφερε πάλιν τον Μάρτυρα εις το κριτήριον και του λέγει· «Θυσιάζεις, Βλάσιε, εις τους θεούς ή θέλεις να θανατωθής»; Ο Μάρτυς είπεν· «Όστις έχει γνώσιν δεν θυσιάζει εις θεούς, κατεσκευασμένους από χείρας ανθρώπων». Ταύτα ειπόντος του Μάρτυρος τον εκρέμασαν ευθύς εις ξύλον και εξέσχιζον τας πλευράς του· όμως και ούτω βασανιζόμενος ουδόλως επτοήθη, αλλ’ έλεγεν· «Εγώ δεν φοβούμαι τας κολάσεις σου, επειδή αποβλέπω εις τας αιωνίους ανταποδόσεις». Αφού δε τον κατεβίβασαν από το ξύλον, τον έστειλαν πάλιν εις την φυλακήν· ηκολούθουν δε εις τον δρόμον επτά γυναίκες ευσεβείς και ενάρετοι και ηλείφοντο με σταγόνας εκ των αιμάτων του Αγίου θεωρούσαι αυτάς πολυτιμοτέρας από το καλλίτερον μύρον· δια τούτο έλαβον και τον μισθόν της πίστεως αυτών και έγιναν εις αυτάς αιτία να λάβουν τον στέφανον του Μαρτυρίου, διότι ευθύς συνελήφθησαν ως Χριστιαναί. Επρόσταξε δε αυτάς ο κριτής να θυσιάσωσιν εις τα είδωλα, εκείναι δε αι ευλογημέναι ετεχνεύθησαν τέχνην και γνώσιν σοφωτάτην, λέγουσαι· «Ανίσως και θέλης να θυσιάσωμεν, βάλε εις σάκκον τους θεούς και σφράγισέ τους, έπειτα άφες μας να υπάγωμεν εις την λίμνην, η οποία είναι εδώ πλησίον, και αφ’ ου νιφθώμεν και καθαρισθώμεν να τους προσκυνήσωμεν». Επείσθη λοιπόν ο ηγεμών και έκαμε κατά τον λόγων των· φθάσασαι δε εκείναι εις την λίμνην έρριψαν τα είδωλα εις το βάθος της λίμνης, λέγουσαι· «Ούτω σας πρέπει, επειδή σεις εγίνατε αίτιοι να πέσουν πολλοί εις τον βυθόν της απωλείας». Τούτο μαθών ο ηγεμών εξηγριώθη σφόδρα και επρόσταξε να φέρουν τας γυναίκας ενώπιόν του, τούτου δε γενομένου λέγει προς αυτάς· «Διατί μετεχειρίσθητε δόλον κατά των θεών»; Εκείναι του είπον· «Ο αληθινός Θεός δεν φοβείται ποτέ από δόλους». Τότε ο ηγεμών επρόσταξε και ήναψαν κάμινον εντός της οποίας ανέλυσε μόλυβον, έφερον δε και σιδηρά κτένια, από δε το άλλο μέρος έφερον φορέματα λαμπρά και έλεγεν εις αυτάς να εκλέξουν εν από τα δύο, ή να θυσιάσουν δια να τιμηθούν, ή να θανατωθούν με επώδυνον θάνατον. Μία δε από αυτάς, μήτηρ δύο παίδων, αρπάσασα το λαμπρόν φόρεμα, το έρριψεν εις την κάμινον και το κατέκαυσε, τα δε δύο τέκνα της έλεγον· «Μη μας αφήσης να χαθώμεν εις την γην ταύτην, αλλά καθώς μας έθρεψας με το μητρικόν σου γάλα, ούτω πλούτισόν μας από Βασιλείαν ουρανών». Ο δε ηγεμών τότε μεν επρόσταξε και κρεμάσαντες αυτάς τας εξέσχιζον με τα σιδηρά κτένια, θαύμα δε τότε ηκολούθησε, διότι αντί αίματος έρρεε γάλα και εφαίνοντο λαμπραί ωσάν τας χιόνας. Επειδή Άγγελοι Θεού κατελθόντες ιάτρευον τα κοπτόμενα μέλη των και έλεγον προς αυτάς· «Μη φοβείσθε· διότι ο καλός εργάτης δεν πρέπει μόνον να αρχίζη, αλλά και να τελειώση το έργον δια να λάβη και τέλειον τον μισθόν του κόπου του· ούτω πρέπει και σεις να τελειώσετε καλώς τους αγώνας σας, δια να επιτύχετε και της αιωνίου ζωής παρά Θεού». Τότε ο ηγεμών κατεβίβασεν αυτάς από το ξύλον και δια προσταγής του τας έρριψαν εις την κάμινον, ηκολούθησε δε πάλιν θαύμα όμοιον του θαύματος των Αγίων Τριών Παίδων· διότι και η φλόγα εσβέσθη και αυταί εξήλθον αβλαβείς από την κάμινον. Η πονηρά όμως ψυχή του ηγεμόνος βλέπουσα ταύτα έλεγε το γενόμενον μαγείαν και τας επρόσταξε πάλιν να θυσιάσωσιν· εκείναι δε του είπον· «Μη πλανάσαι, διότι ημείς εισήχθημεν πλέον εις την Βασιλείαν των ουρανών». Θυμωθείς λοιπόν ο ηγεμών επρόσταξε να τας αποκεφαλίσωσι και φθάσασαι εις τον τόπον του Μαρτυρίου προσηυχήθησαν αι Άγιαι, λέγουσαι· «Κύριε Βασιλεύ, δεόμεθά σου, συναρίθμησόν μας με την Πρωτομάρτυρά σου Θέκλαν δια των ιερών ευχών του Ιερωτάτου Πατρός ημών Βλασίου, ο οποίος έγινεν οδηγός μας προς την άθλησιν ταύτην και εις την απόλαυσιν της αιωνίου ζωής». Ούτω δε εκείνων προσευχομένων, ήλθον και τα δύο τέκνα προς την μητέρα των λέγοντα· «Οι στέφανοί σας είναι τώρα έτοιμοι παρά του επουρανίου Βασιλέως, παραδώσατε λοιπόν και ημάς εις τον Αθλητήν του Χριστού Βλάσιον». Και τούτο μεν ούτως έγινεν· ο δε δήμιος βιαζόμενος έκοψε τας κεφαλάς των Αγίων γυναικών, καρπόν ούσας αληθώς του θείου Βλασίου και καύχημα της ημετέρας πίστεως. Τότε λοιπόν έφεραν από την φυλακήν εις το κριτήριον και τον θείον Βλάσιον, εις τον οποίον είπεν ο ηγεμών· «Θυσιάζεις, Βλάσιε, ή όχι»; Ο δε Άγιος είπε· «Ποίος, έχων γνώσιν, ήθελε καταδεχθή να προσκυνή τοιαύτα βδελύγματα»; Ο ηγεμών είπεν· «Ανίσως και σε ρίψω εις την λίμνην, ημπορεί ο Θεός σου να σε φυλάξη»; Και ο Άγιος είπε προς αυτόν· «Δοκίμασε να εννοήσης». Τότε ο ηγεμών επρόσταξε και έρριψαν τον Άγιον εις την λίμνην. Εκείνος δε ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού εκάθητο αβλαβής επάνω των υδάτων ως επί ξηράς και έλεγεν εις τους παρεστώτας Έλληνας· «Αν έχουν και οι θεοί σας καμμίαν δύναμιν, εισέλθετε και σεις να ίδωμεν». Ακούσαντες δε οι ανόητοι εκείνοι και υπερήφανοι επήδησαν εντός της λίμνης, εξήκοντα οκτώ άνδρες, και ευθύς οι άθλιοι επνίγησαν. Άγγελος δε Κυρίου καταβάς, εχαιρέτησε τον Άγιον κατά πολλά περιχαρώς και ιλαρώς και του λέγει· «Έξελθε και λάβε τον ητοιμασμένον σοι παρά Χριστού στέφανον». Ο Μάρτυς τότε εξήλθε περιπατών επί των υδάτων ωσάν εις στερεάν γην, έλαμπε δε το πρόσωπόν του ώσπερ τον ήλιον. Ο δε ηγεμών πάλιν του είπεν· «Διατί, Βλάσιε, δεν θυσιάζεις εις τους θεούς»; Και ο Άγιος του λέγει· «Εγώ είμαι δούλος του Χριστού και δεν προσκυνώ δαίμονας». Απελπισθείς λοιπόν ο ηγεμών απεφάσισε λέγων ούτω· «Επειδή ο Βλάσιος ούτε εις εμέ επείσθη ούτε εις την προσταγήν του βασιλέως, έπνιξε δε και τους εξήκοντα οκτώ στρατιώτας, προστάζω να τον αποκεφαλίσωσιν ομού με τα δύο παιδία». Ως ήκουσεν ο Άγιος την απόφασιν, προσηυχήθη προς Κύριον λέγων· «Κύριε ο Θεός των Δυνάμεων, επάκουσόν μου του δούλου σου και δος την βοήθειάν σου εις όποιον με επικαλεσθή, ή εις ασθένειαν, ή εις πάσαν άλλην ανάγκην προς δόξαν του Αγίου Ονόματός σου». Τοιαύτα εκείνος ηύξατο, ο δε Θεός επήκουσε της δεήσεώς του· παραλαβών δε ο δήμιος τον Άγιον από το κριτήριον ομού με τα δύο βρέφη τους ωδήγησεν εις τον τόπον του Μαρτυρίου και εκεί έκοψε τας ιεράς κεφαλάς αυτών επάνω εις μίαν πέτραν, ένδοθεν του τείχους της Σεβαστείας. Και τότε μεν πιστοί τινες, ως ηδυνήθησαν, έθαψαν το τίμιον αυτού σώμα μετά των παίδων. Ύστερον δε γυνή τις ευσεβής και φιλόθεος επεμελήθη και εκόσμησε τον τάφον των. Μαθούσα δε και η ευσεβής εκείνη χήρα και γραία την τελείωσιν του Αγίου, δεν ελησμόνησε την παραγγελίαν αυτού και κάθε χρόνον τον εώρταζεν. Εσυνήθισαν δε και πολλοί άλλοι εις τούτο μιμηθέντες αυτήν και εώρταζον τον Άγιον λαμπρώς, πάντες δε απελάμβανον τας ευλογίας και τας αντιδόσεις πλουσιοπαρόχως. Εμαρτύρησε δε ο θείος Βλάσιος εις την πόλιν Σεβάστειαν, όταν εις αυτήν ηγεμόνευεν, ως είπομεν, ο Αγρικόλας, από τον οποίον και το μαρτυρικόν τέλος και τον δια Χριστόν θάνατον υπέφερε. Και νυν μεν εν ουρανοίς απολαμβάνει την εν Χριστώ ζωήν δια παντός ευφραινόμενος, χαρίζων εις όλους εκείνους, οι οποίοι τον επικαλούνται μετά πίστεως, σωτηρίαν ψυχής τα και σώματος εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Επειδή λοιπόν το καλόν και η αρετή επαινείται και από όλους τιμάται, εψήφισαν αυτόν Επίσκοπον της Σεβαστείας· εκείνος δε αγαπών την ησυχίαν και το να σχολάζη κατά μόνας εις τον Θεόν, επήγεν εις όρος τι, Άργαιον λεγόμενον, και εγκλεισθείς εις σπήλαιον εκεί ευρισκόμενον προσέφερεν εις τον Θεόν καθαράς και αθορύβους τας ευχάς και τοσούτον τον ηγάπων και ηυλαβούντο, όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά και αυτά τα θηρία δια την πολλήν του αρετήν, ώστε ήρχοντο προς αυτόν και δεν ήθελον να αναχωρήσωσιν, εάν δεν έβαλε την χείρα του επάνω εις αυτά να τα ευλογήση. Κατ’ εκείνον λοιπόν τον καιρόν έστειλεν ο ηγεμών Αγρικόλας κυνηγούς εις το όρος δια να κυνηγήσουν άγρια ζώα· ελθόντες δε ούτοι και εις το σπήλαιον και ιδόντες συνηθροισμένον τόσον πλήθος ζώων, εθαύμαζον και ηπόρουν και ελθόντες πλησιέστερον είδον και τον Άγιον εκεί προσευχόμενον· ταύτα ιδόντες εκείνοι επέστρεψαν ευθύς εις τον ηγεμόνα και του ανήγγειλαν το γεγονός. Ο δε ηγεμών έστειλε παρευθύς αυτούς ομού με άλλους στρατιώτας να συλλάβουν τον Άγιον και όσους άλλους Χριστιανούς εύρουν. Φθάσαντες δε οι απεσταλμένοι εύρον τον Άγιον πάλιν προσευχόμενον και του είπον· «Έξελθε, ο ηγεμών σε καλεί». Τούτους ιδών ο θείος Βλάσιος δεν εταράχθη, δεν εδειλίασεν, ούτε ελυπήθη καθόλου, αλλά εχάρη κατά πολλά και είπε προς αυτούς ηρέμως· «Ελάτε, τέκνα, ας υπάγωμεν μαζί, διότι σήμερον με ενεθυμήθη ο Θεός και μου εφανέρωσε ταύτην την νύκτα την έλευσίν σας». Ενώ λοιπόν εβάδιζον καθ’ οδόν, πολλοί Έλληνες βλέποντες την πραότητα του Αγίου επέστρεφον εις θεογνωσίαν, εβοήθουν δε προς τούτο και αι άγιαι αυτού ευχαί. Ιατρεύοντο δε και οι ασθενείς, όχι μόνον άνθρωποι, αλλά και ζώα διάφορα. Κατ’ αυτάς δε τας ημέρας συνέβη και το εξής: εις υιός μονογενής γυναικός τινος, ενώ έτρωγεν οψάριον, εκάθισεν εις τον λαιμόν του άκανθα και παρευθύς έμεινεν άφωνος· η δε μήτηρ του, τούτο ιδούσα, επληγώθη από την λύπην της περισσότερον από τον υιόν της και μαθούσα τα θαύματα του Αγίου, επήγε προς αυτόν και του έλεγε μεγαλοφώνως να την λυπηθή, διότι εντός ολίγου έμελλε να αποθάνη ο υιός της. Ο δε Άγιος ευσπλαγχνισθείς αυτήν προσηυχήθη λέγων· «Ο Θεός ο εισακούων τους εν αληθεία επικαλουμένους αυτόν, επάκουσόν μου και την εμπαγείσαν εις τον παίδα άκανθαν έκβαλε δια της θείας σου δυνάμεως και δος εις αυτόν ταχέως την θεραπείαν του· και εις το εξής, αν ήθελε συμβή ή εις ανθρώπους ή εις ζώα κανέν τοιούτον κακόν και επικαλεσθή το όνομά σου, λέγων· «Ο Θεός, δια πρεσβειών του δούλου σου Βλασίου, βοήθησον, χάρισαι εις αυτούς ταχέως την ιατρείαν εις δόξαν του μεγάλου σου Ονόματος». Ταύτα ειπόντος του Αγίου ευθύς έγινεν υγιές και χωρίς πόνον το παιδίον, η δε μήτηρ του ελησμόνησε την προτέραν της λύπην από την άμετρον χαράν της. Ήτο δε ο Άγιος και άριστος ιατρός και εις πολλούς τόπους περίφημος. Άξιον διηγήσεως είναι και το ιλαρώτατον τούτο· γυναικός τινος χήρας και πτωχής ήρπασεν ο λύκος ένα χοίρον, τον οποίον και μόνον είχε δια πλούτον της· έδραμε λοιπόν και αυτή εις τον Άγιον εκεί εις τον δρόμον όπου τον έφερον οι στρατιώται και έκλαιε την συμφοράν της. Ο δε Άγιος υπομειδιάσας είπε προς αυτήν· «Μη λυπείσαι, ω γύναι, και τώρα, εντός ολίγου, θα σου τον φέρη γερόν». Ο λύκος λοιπόν ευθύς έχασε το φυσικόν του ιδίωμα και επιστρέψας τον χοίρον τον έδωκεν εις την γυναίκα. Φθάσας δε ο Άγιος εις την Σεβάστειαν, ευθύς, κατά προσταγήν του ηγεμόνος, τον εφυλάκισαν. Κατά δε την επομένην ημέραν καθήσας ο ηγεμών εις το κριτήριον, επρόσταξε και έφεραν τον Άγιον, ήρχισε δε πρώτον να του ομιλή με πραότητα και προσποιητήν φιλίαν λέγων· «Χαίροις, Βλάσιε, φίλε των μεγάλων θεών». Λέγει ο Μάρτυς· «Χαίροις και συ, κράτιστε ηγεμών, πλην μη ονομάζης θεούς τους δαίμονας· γνώριζε δε ότι όσοι τιμώσιν αυτούς, θα φλογίζονται ομού μετ’ αυτών εις το αιώνιον πυρ». Ταύτα ακούσας ο κριτής εθυμώθη και επρόσταξε να δείρουν τον Άγιον με ραβδία χοντρα. Ο δε Άγιος ραβδιζόμενος είπε· «Μη νομίζης, αναίσθητε, ότι ανθρώπιναι τιμωρίαι και δυνάμεις ημπορούν να νικήσουν την αγάπην και δύναμιν του Χριστού, όστις μου ελαφρύνει τους πόνους». Αφού είπε ταύτα ο Άγιος, τον έστειλε πάλιν εις την φυλακήν ο άρχων. Μαθούσα δε η ευσεβής εκείνη και πτωχή χήρα τους αγώνας του Αγίου, και θέλουσα να δείξη ευχαριστίαν και να τον τιμήση, έσφαξε τον χοίρον, τον οποίον της έφερεν οπίσω ο λύκος δια προσταγής του Αγίου· ψήσασα δε την κεφαλήν και τους πόδας, λαβούσα δε και όσπρια και οπωρικά ήλθεν εις την φυλακήν χωρίς να φοβηθή τους φύλακας· μάλιστα δε, επειδή είχε νυκτώσει, ήναψε και κηρία, και προσπεσούσα εις τους πόδας του Αγίου τον παρεκάλει να φάγη εκ των προσκομισθέντων. Ο δε Άγιος υπακούσας εις την γυναίκα και ευχαριστήσας αυτήν έφαγεν εκ των φαγητών και την ηυλόγησε δια την καλήν της προαίρεσιν. Είτα είπε προς αυτήν· «Ούτω εόρταζέ με κάθε χρόνον και ελπίζω εις τον Θεόν ότιδεν θέλει λείψει η αγαθωσύνη του από τον οίκον σου· και όστις άλλος σε μιμηθή, θέλει λαμβάνει και εκείνος μεγάλην ευλογίαν πάντοτε εκ Θεού». Αφού δε η μακαρία εκείνη χήρα έλαβε ταύτην την καλήν εντολήν και ευλογίαν παρά του Αγίου ανεχώρησε δια τον οίκον της. Ο δε ηγεμών έφερε πάλιν τον Μάρτυρα εις το κριτήριον και του λέγει· «Θυσιάζεις, Βλάσιε, εις τους θεούς ή θέλεις να θανατωθής»; Ο Μάρτυς είπεν· «Όστις έχει γνώσιν δεν θυσιάζει εις θεούς, κατεσκευασμένους από χείρας ανθρώπων». Ταύτα ειπόντος του Μάρτυρος τον εκρέμασαν ευθύς εις ξύλον και εξέσχιζον τας πλευράς του· όμως και ούτω βασανιζόμενος ουδόλως επτοήθη, αλλ’ έλεγεν· «Εγώ δεν φοβούμαι τας κολάσεις σου, επειδή αποβλέπω εις τας αιωνίους ανταποδόσεις». Αφού δε τον κατεβίβασαν από το ξύλον, τον έστειλαν πάλιν εις την φυλακήν· ηκολούθουν δε εις τον δρόμον επτά γυναίκες ευσεβείς και ενάρετοι και ηλείφοντο με σταγόνας εκ των αιμάτων του Αγίου θεωρούσαι αυτάς πολυτιμοτέρας από το καλλίτερον μύρον· δια τούτο έλαβον και τον μισθόν της πίστεως αυτών και έγιναν εις αυτάς αιτία να λάβουν τον στέφανον του Μαρτυρίου, διότι ευθύς συνελήφθησαν ως Χριστιαναί. Επρόσταξε δε αυτάς ο κριτής να θυσιάσωσιν εις τα είδωλα, εκείναι δε αι ευλογημέναι ετεχνεύθησαν τέχνην και γνώσιν σοφωτάτην, λέγουσαι· «Ανίσως και θέλης να θυσιάσωμεν, βάλε εις σάκκον τους θεούς και σφράγισέ τους, έπειτα άφες μας να υπάγωμεν εις την λίμνην, η οποία είναι εδώ πλησίον, και αφ’ ου νιφθώμεν και καθαρισθώμεν να τους προσκυνήσωμεν». Επείσθη λοιπόν ο ηγεμών και έκαμε κατά τον λόγων των· φθάσασαι δε εκείναι εις την λίμνην έρριψαν τα είδωλα εις το βάθος της λίμνης, λέγουσαι· «Ούτω σας πρέπει, επειδή σεις εγίνατε αίτιοι να πέσουν πολλοί εις τον βυθόν της απωλείας». Τούτο μαθών ο ηγεμών εξηγριώθη σφόδρα και επρόσταξε να φέρουν τας γυναίκας ενώπιόν του, τούτου δε γενομένου λέγει προς αυτάς· «Διατί μετεχειρίσθητε δόλον κατά των θεών»; Εκείναι του είπον· «Ο αληθινός Θεός δεν φοβείται ποτέ από δόλους». Τότε ο ηγεμών επρόσταξε και ήναψαν κάμινον εντός της οποίας ανέλυσε μόλυβον, έφερον δε και σιδηρά κτένια, από δε το άλλο μέρος έφερον φορέματα λαμπρά και έλεγεν εις αυτάς να εκλέξουν εν από τα δύο, ή να θυσιάσουν δια να τιμηθούν, ή να θανατωθούν με επώδυνον θάνατον. Μία δε από αυτάς, μήτηρ δύο παίδων, αρπάσασα το λαμπρόν φόρεμα, το έρριψεν εις την κάμινον και το κατέκαυσε, τα δε δύο τέκνα της έλεγον· «Μη μας αφήσης να χαθώμεν εις την γην ταύτην, αλλά καθώς μας έθρεψας με το μητρικόν σου γάλα, ούτω πλούτισόν μας από Βασιλείαν ουρανών». Ο δε ηγεμών τότε μεν επρόσταξε και κρεμάσαντες αυτάς τας εξέσχιζον με τα σιδηρά κτένια, θαύμα δε τότε ηκολούθησε, διότι αντί αίματος έρρεε γάλα και εφαίνοντο λαμπραί ωσάν τας χιόνας. Επειδή Άγγελοι Θεού κατελθόντες ιάτρευον τα κοπτόμενα μέλη των και έλεγον προς αυτάς· «Μη φοβείσθε· διότι ο καλός εργάτης δεν πρέπει μόνον να αρχίζη, αλλά και να τελειώση το έργον δια να λάβη και τέλειον τον μισθόν του κόπου του· ούτω πρέπει και σεις να τελειώσετε καλώς τους αγώνας σας, δια να επιτύχετε και της αιωνίου ζωής παρά Θεού». Τότε ο ηγεμών κατεβίβασεν αυτάς από το ξύλον και δια προσταγής του τας έρριψαν εις την κάμινον, ηκολούθησε δε πάλιν θαύμα όμοιον του θαύματος των Αγίων Τριών Παίδων· διότι και η φλόγα εσβέσθη και αυταί εξήλθον αβλαβείς από την κάμινον. Η πονηρά όμως ψυχή του ηγεμόνος βλέπουσα ταύτα έλεγε το γενόμενον μαγείαν και τας επρόσταξε πάλιν να θυσιάσωσιν· εκείναι δε του είπον· «Μη πλανάσαι, διότι ημείς εισήχθημεν πλέον εις την Βασιλείαν των ουρανών». Θυμωθείς λοιπόν ο ηγεμών επρόσταξε να τας αποκεφαλίσωσι και φθάσασαι εις τον τόπον του Μαρτυρίου προσηυχήθησαν αι Άγιαι, λέγουσαι· «Κύριε Βασιλεύ, δεόμεθά σου, συναρίθμησόν μας με την Πρωτομάρτυρά σου Θέκλαν δια των ιερών ευχών του Ιερωτάτου Πατρός ημών Βλασίου, ο οποίος έγινεν οδηγός μας προς την άθλησιν ταύτην και εις την απόλαυσιν της αιωνίου ζωής». Ούτω δε εκείνων προσευχομένων, ήλθον και τα δύο τέκνα προς την μητέρα των λέγοντα· «Οι στέφανοί σας είναι τώρα έτοιμοι παρά του επουρανίου Βασιλέως, παραδώσατε λοιπόν και ημάς εις τον Αθλητήν του Χριστού Βλάσιον». Και τούτο μεν ούτως έγινεν· ο δε δήμιος βιαζόμενος έκοψε τας κεφαλάς των Αγίων γυναικών, καρπόν ούσας αληθώς του θείου Βλασίου και καύχημα της ημετέρας πίστεως. Τότε λοιπόν έφεραν από την φυλακήν εις το κριτήριον και τον θείον Βλάσιον, εις τον οποίον είπεν ο ηγεμών· «Θυσιάζεις, Βλάσιε, ή όχι»; Ο δε Άγιος είπε· «Ποίος, έχων γνώσιν, ήθελε καταδεχθή να προσκυνή τοιαύτα βδελύγματα»; Ο ηγεμών είπεν· «Ανίσως και σε ρίψω εις την λίμνην, ημπορεί ο Θεός σου να σε φυλάξη»; Και ο Άγιος είπε προς αυτόν· «Δοκίμασε να εννοήσης». Τότε ο ηγεμών επρόσταξε και έρριψαν τον Άγιον εις την λίμνην. Εκείνος δε ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού εκάθητο αβλαβής επάνω των υδάτων ως επί ξηράς και έλεγεν εις τους παρεστώτας Έλληνας· «Αν έχουν και οι θεοί σας καμμίαν δύναμιν, εισέλθετε και σεις να ίδωμεν». Ακούσαντες δε οι ανόητοι εκείνοι και υπερήφανοι επήδησαν εντός της λίμνης, εξήκοντα οκτώ άνδρες, και ευθύς οι άθλιοι επνίγησαν. Άγγελος δε Κυρίου καταβάς, εχαιρέτησε τον Άγιον κατά πολλά περιχαρώς και ιλαρώς και του λέγει· «Έξελθε και λάβε τον ητοιμασμένον σοι παρά Χριστού στέφανον». Ο Μάρτυς τότε εξήλθε περιπατών επί των υδάτων ωσάν εις στερεάν γην, έλαμπε δε το πρόσωπόν του ώσπερ τον ήλιον. Ο δε ηγεμών πάλιν του είπεν· «Διατί, Βλάσιε, δεν θυσιάζεις εις τους θεούς»; Και ο Άγιος του λέγει· «Εγώ είμαι δούλος του Χριστού και δεν προσκυνώ δαίμονας». Απελπισθείς λοιπόν ο ηγεμών απεφάσισε λέγων ούτω· «Επειδή ο Βλάσιος ούτε εις εμέ επείσθη ούτε εις την προσταγήν του βασιλέως, έπνιξε δε και τους εξήκοντα οκτώ στρατιώτας, προστάζω να τον αποκεφαλίσωσιν ομού με τα δύο παιδία». Ως ήκουσεν ο Άγιος την απόφασιν, προσηυχήθη προς Κύριον λέγων· «Κύριε ο Θεός των Δυνάμεων, επάκουσόν μου του δούλου σου και δος την βοήθειάν σου εις όποιον με επικαλεσθή, ή εις ασθένειαν, ή εις πάσαν άλλην ανάγκην προς δόξαν του Αγίου Ονόματός σου». Τοιαύτα εκείνος ηύξατο, ο δε Θεός επήκουσε της δεήσεώς του· παραλαβών δε ο δήμιος τον Άγιον από το κριτήριον ομού με τα δύο βρέφη τους ωδήγησεν εις τον τόπον του Μαρτυρίου και εκεί έκοψε τας ιεράς κεφαλάς αυτών επάνω εις μίαν πέτραν, ένδοθεν του τείχους της Σεβαστείας. Και τότε μεν πιστοί τινες, ως ηδυνήθησαν, έθαψαν το τίμιον αυτού σώμα μετά των παίδων. Ύστερον δε γυνή τις ευσεβής και φιλόθεος επεμελήθη και εκόσμησε τον τάφον των. Μαθούσα δε και η ευσεβής εκείνη χήρα και γραία την τελείωσιν του Αγίου, δεν ελησμόνησε την παραγγελίαν αυτού και κάθε χρόνον τον εώρταζεν. Εσυνήθισαν δε και πολλοί άλλοι εις τούτο μιμηθέντες αυτήν και εώρταζον τον Άγιον λαμπρώς, πάντες δε απελάμβανον τας ευλογίας και τας αντιδόσεις πλουσιοπαρόχως. Εμαρτύρησε δε ο θείος Βλάσιος εις την πόλιν Σεβάστειαν, όταν εις αυτήν ηγεμόνευεν, ως είπομεν, ο Αγρικόλας, από τον οποίον και το μαρτυρικόν τέλος και τον δια Χριστόν θάνατον υπέφερε. Και νυν μεν εν ουρανοίς απολαμβάνει την εν Χριστώ ζωήν δια παντός ευφραινόμενος, χαρίζων εις όλους εκείνους, οι οποίοι τον επικαλούνται μετά πίστεως, σωτηρίαν ψυχής τα και σώματος εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου