Μαρτινιανός ο Όσιος
Πατήρ ημών κατήγετο εκ Καισαρείας της Παλαιστίνης, ήτο δε κατά τους χρόνους
Θεοδοσίου του Μικρού του βασιλεύσαντος κατά έτη υη΄ - υν΄ (408 – 450). Την
ασκητικήν αυτού ζωήν ήρχισεν ο Όσιος, όταν ήτο εις το δέκατον όγδοον έτος της
ηλικίας του. Εγκαταλείψας τότε κόσμον και τα του κόσμου ανεχώρησεν εις τας
ερήμους και εις τα όρη, εις τα οποία διέτριψεν επί πολλά έτη σκληρώς
αγωνιζόμενος. Ακούσατε όμως μετά προσοχής την κατά πλάτος περί αυτού διήγησιν
καθώς είναι γεγραμμένη εις το χειρόγραφον αυτού Βίον, ίνα πολλήν την ωφέλειαν
λάβητε.
Καθώς αι προλαβούσαι ασθένειαι δύνανται να δώσουν εις τους ανθρώπους ωφέλειαν, εις εκείνους μεν οι οποίοι ουδέποτε ησθένησαν, λαμβάνοντες γνώσιν του κινδύνου, να φυλάγωνται εις ασφάλειαν, αποφεύγοντες τας αιτίας και τας αφορμάς, αι οποίαι φέρουσι την ασθένειαν, δια να μη πάθουν και αυτοί τα όμοια, εις εκείνους δε πάλιν οι οποίοι ησθένησαν πολύν καιρόν, να γνωρίζουν τα βότανα και τα θεραπευτικά φάρμακα, με τα οποία και άλλοτε ωφελήθησαν και θέτοντες αυτά εις χρήσιν ευκόλως και ταχέως να θεραπεύωνται, ούτω και εις τα πάθη της ψυχής ωφελείται πας τις με τας νίκας και τα αγωνίσματα των προγενεστέρων και εξόχως με το υπόδειγμα εκείνων των εναρέτων, οι οποίοι ουδόλως ενικήθησαν, αλλ’ εφύλαξαν έως τέλους την ψυχήν καθαράν και αμόλυντον, καθώς και ο Μαρτινιανός ούτος ο θαυμάσιος, του οποίου διηγούμεθα ενταύθα την διαγωγήν προς μίμησιν του Οσίου και υπό άλλων και νουθεσίαν των αναγινωσκόντων, επειδή είναι πολύ θαυμασία και αξιέραστος. Πλησίον της πόλεως Καισαρείας της Παλαιστίνης είναι όρος καλούμενον Κιβωτός. Πλησίον του όρους εκείνου είναι έρημος κατάλληλος δι’ ησυχαστάς και εναρέτους ανθρώπους, οίτινες ποθούσι να ευαρεστήσωσι τον Θεόν δι΄ ασκήσεως. Εις ταύτην την έρημον κατώκησεν ο Όσιος ούτος Μαρτινιανός εκ νεαράς ηλικίας, αγαπήσας δε τον Θεόν εδούλευεν εις αυτόν με πολλήν σκληραγωγίαν και άσκησιν και πολλούς πολέμους υπό των δεινών δαιμόνων υπέμεινε. Δεν ενικήθη όμως, με την θείαν βοήθειαν, αλλά πληγείς αντέπληξεν ισχυρότερον, καθώς και εις τους σωματικούς πολέμους συμβαίνει και καθώς θα ίδωμεν από την συνέχειαν της διηγήσεως των ανδραγαθημάτων αυτού, με τα οποία ενίκησε τον πειράζοντα, λαβών κατ’ αυτού περιφανέστατον τρόπαιον. Ο θαυμάσιος ούτος είχεν απέλθει εις την έρημον παιδιόθεν, ως είπομεν, όταν ήτο ετών δέκα οκτώ, έκαμε δε εικοσιέξ χρόνους πολιτευόμενος τοσούτον θεάρεστα, ώστε δεν έμεινεν είδος αρετής, το οποίον να μη είχε κατορθώσει ο αείμνηστος και τόσον αφθόνως επλουτίσθη θείας Χάριτος, ώστε εθεράπευεν εν ευκολία πάσαν ασθένειαν. Η φήμη όθεν του Οσίου ηκούσθη πανταχού και εγένετο εις πάντας περιβόητος και σεβάσμιος, τόσον ώστε όχι μόνον οι ασθενείς κατά το σώμα συνήγοντο, δια να απολαύσουν την ποθουμένην υγείαν με την ικέσιον δέησιν εκείνου, αλλά και όστις ήθελεν ολισθήσει εις κανέν πάθος και ασθένειαν της ψυχής ήρχετο προς αυτόν χάριν βοηθείας και διορθώσεως. Ο δε Όσιος, ως μαθηματικός ιατρός όπου ήτο και έμπειρος εις τους πνευματικούς πολέμους, έδιδεν εις έκαστον την ωφέλιμον συμβουλήν και τα αρμόδια φάρμακα, καθώς ήθελε τον φωτίσει ο Κύριος. Ταύτα βλέπων ο πονηρός και φθονερός εχθρός του ανθρωπίνου γένους εδυσανασχέτει δια την τόσην ωφέλειαν, η οποία εγίνετο εις τους προσερχομένους και ήγειρε παντοδαπούς πειρασμούς κατά του Οσίου καιροσκοπών πότε να πτερνίση αυτόν, να τον ρίψη δηλαδή εις την αμαρτίαν. Δια τούτο εδοκίμαζε με φαντασίας και διαλογισμούς σαρκικούς να παγιδεύση τον αήττητον. Μη δυνηθείς όμως ούτως αφανώς να τον πολεμήση, εφάνη ορατώς μετασχηματισθείς εις είδος δράκοντος, εις καιρόν κατά τον οποίον ο Όσιος έψαλλε την ακολουθίαν και εσχηματίζετο ότι ήθελε να κρημνίση τον οίκον από τα θεμέλια, δια να του δώση φόβον και σύγχυσιν. Ο Όσιος όμως, έχων τον Ύψιστον Θεόν καταφυγήν του και δύναμιν, καθό δεδιδαγμένος περί τούτου από την Θείαν Γραφήν, δεν εδειλία φόβον νυκτερινόν ή ημέριον, αλλ’ ίστατο απερίσπαστος και άνευ τινός φόβου, έως ου ετελείωσε τον ψαλμόν. Τότε δε παρακύψας από της θυρίδος είπε ταύτα προς τον υποκρινόμενον δράκοντα· «Ίνα τι κοπιάς εις μάτην, άθλιε; Διότι εγώ έχων τον Χριστόν εις βοήθειάν μου δεν δειλιώ ποσώς, τας δε φαντασίας σου ουδόλως λογίζομαι, αλλά θεωρώ αυτάς ως όνειρον». Ταύτα ακούσας ο αποστάτης έφυγεν ευθύς απειλών και φοβερίζων τον Όσιον, ότι θα του έδιδε σκληρότατον πόλεμον, έως ου να τον εξορίση από την κέλλαν του. Ο δε μακάριος έμεινεν ησυχάζων και μελετών τας Γραφάς, ως μηδέν τας απειλάς του δεινού λογιζόμενος. Αλλά καθώς το πυρ δεν παύει ποτέ να καίη και οι όφεις να βλάπτουσιν, ούτω και ο δαίμων δεν αφήνει τας πανουργίας του ουδέποτε, αλλά φροντίζει και μηχανάται πάντοτε να κακοποιή και να ρίπτη τους εναρέτους εις ολίσθημα, δια να αφανίση τους κόπους των, καθώς εδοκίμασε να παγιδεύση και τούτον τον Όσιον· και ακούσατε, να θαυμάσετε την ανδρείαν αυτού και την απροσμέτρητον γενναιότητα. Οδοιπόροι τινές συνωμίλουν και διηγούντο τας αρετάς του Οσίου· γυνή δε τις κακότροπος, ως ήκουσε ταύτα, εκίνησε κατ’ αυτού την γλώσσαν, από τον πονηρόν διδαγμένη και του λέγει· «Ποία κατορθώματα ετέλεσε και τον έχετε εις τόσην ευλάβειαν; Διότι μετέβη και εκλείσθη εις σπήλαιον και μεγαλαυχεί, ότι φυλάττει σωφροσύνην και άσκησιν; Όταν είναι μέγας ο κλύδων της θαλάσσης και οι ναυτικοί αγωνίζωνται να διασώσωσι το σκάφος αυτών, τότε φαίνεται η επιστήμη και η μάθησις αυτών και όχι όταν κάθηνται εις τον λιμένα. Όταν οι ανδρείοι εισέλθουν εις μάχην κατά των εχθρών και διαφυλαχθούν από τα βέλη και τα ξίφη των πολεμίων, επιστρέφοντες νικηταί εις τον τόπον των, τότε επαινούνται και δικαίως εγκωμιάζονται. Δεν είναι καθόλου θαυμαστόν το ότι το χόρτον δεν καταφλέγεται ευρισκόμενον μακράν του πυρός. Αλλ’ εάν επί παραδείγματι απέλθω εγώ εις το κελλίον του Ασκητού, τον οποίον σεις τοσούτον φημίζετε και όταν αυτός ίδη την όψιν μου και παραμείνη απαθής και άτρωτος εις την καρδίαν, τότε θα επαινείται και δικαίως θα εγκωμιάζεται και τότε θα συμφωνήσω και εγώ με την γνώμην σας, να τον ευφημίζω πανταχού, όταν γνωρίσω την αρετήν και την γενναιότητά του». Εκόμπαζεν ακόμη η ανόητος εκείνη γυνή ότι δύναται να μολύνη τον Όσιον. Υπεσχέθη μάλιστα να πραγματοποιήση τούτο. Όθεν ευθύς εκίνησεν ως ηκονημένον ξυράφιον, συρράπτει τον δόλον, υφαίνει το δίκτυον, στήνει την παγίδα και κατασκευάζει τα φάρμακα. Ιδέτε κακότεχνον σόφισμα και υποβολήν του πονηρού δολίαν και κακομήχανον και φρίξατε. Απήλθεν εις τον οίκον αυτής και εκδυθείσα τα λαμπρά ενδύματα, τα οποία εφόρει, και όλα τα στολίδια, ενεδύθη τετριμμένα τοιαύτα και άχρηστα. Εσκέπασε την κεφαλήν με παλιόρασον, περιεζώσθη με τεμάχιον πεπαλαιωμένου σχοινίου και λαβούσα εις παλαιόσακκον την λαμπράν της στολήν και τα κοσμήματά της επήγε πλησίον εις το κελλίον του Αγίου νύκτα τινά, ότε εβρόντα και ήστραπτε φοβερά και έλεγε ταύτα μεγαλοφώνως η πάντολμος· «Ελέησόν με, δούλε του Θεού, την ταλαίπωρον και μη αφήσης να γίνω τροφή των θηρίων· διότι έχασα τον δρόμον παραπλανηθείσα εις ταύτην την έρημον και δεν έχω άλλην καταφυγήν η άπορος. Όθεν δέομαί σου, λυπήσου με ως πλάσμα Θεού και μη με βδελυχθής την αμαρτωλήν, μη αφήσης να με φάγωσι τα θηρία, την δυστυχή, διότι, εάν με αφήσης, θέλεις δώσει απολογίαν εις τον Δεσπότην Χριστόν κατά την ημέραν της κρίσεως». Αυτά και έτερα λέγουσα με προσποιημένα δάκρυα η πονηρά εκείνη γυνή, την ελυπήθη ο Όσιος όπου ήτο και εύσπλαγχνος ως συμπαθής και διαλογιζόμενος έλεγε καθ’ εαυτόν· «Αλλοίμονον εις εμέ οποία κρίσις και δοκιμασία καρδίας επήλθε σήμερον εναντίον μου και οποίος αγών και πάλη με περιέλαβεν! Εάν καταφρονήσω αυτήν και δεν την υποδεχθώ, φανερόν είναι, ότι αυτή μεν θέλει γίνει θηριάλωτος, εγώ δε θέλω καταστή ένοχος βαρυτάτης κολάσεως. Εάν δε πάλιν την αφήσω να εισέλθη εις το κελλίον μου, φοβούμαι μήπως σκάψη λάκκον ο δόλιος και με ρίψη εις αυτόν». Στενάξας λοιπόν εκ βάθους καρδίας πίπτει εις προσευχήν και υψώσας προς τον ουρανόν τας χείρας και τους οφθαλμούς έλεγε ταύτα μετά πολλής ταπεινώσεως· «Επί σοι, Κύριε, ήλπισα· βοήθησόν με ίνα μη καταισχυνθώ. Μη αφήσης, Δέσποτα, να γίνω γέλως και παίγνιον των εχθρών, αλλά δια της σης δεξιάς σκέπασόν με και σώσον με τον αχρείον δούλον σου, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας· αμήν». Ούτως ειπών, ήνοιξε την θύραν και υπεδέχθη την γυναίκα, ήναψε πυράν δια να ζεσταθή, της έδωκε δε και φοίνικας λέγων· «Φάγε, θερμαίνου και φρόντισον δια την σωτηρίαν σου». Ταύτα ειπών εισήλθεν εις το εσώτερον σπήλαιον και εγκλεισθείς ετέλεσε το περισσότερον της νυκτός ευχόμενος. Έπειτα απεκοιμήθη ολίγον κατά το σύνηθες και εγερθείς το πρωϊ, τον επείραζαν οι σαρκικοί λογισμοί. Όθεν εξήλθεν, αφ’ ου εξημέρωσε, να απομακρύνη το γύναιον. Αλλ’ η πάντολμος εκείνη είχε κατά το μεσονύκτιον εγερθή και είχε στολισθή με τα πολυτελή φορέματα και τα κοσμήματα, τα οποία είχε μεθ’ εαυτής. Ο δε πονηρός, αυξήσας το κάλλος και την ωραιότητα αυτής, ήθελγε τον Όσιον εις αισχράν επιθυμίαν έρωτος, ο οποίος βλέπων την μεταβολήν εκείνην των ενδυμάτων εθαύμασε και ηρώτησε το αίτιον τούτου. Τότε η κακότροπος εκείνη γυνή, καταστήσασα το σχήμα, το βλέμμα, την ομιλίαν, και όλον τον εαυτόν της εις τρόπον και μέθοδον έρωτος, απεκρίνατο· «Εγώ είμαι από την πόλιν Καισάρειαν, ακούσασα δε το θαυμαστόν σου κάλλος και την άφθαστον ωραιότητα, σε επόθησα τόσον, ώστε καταφλέγεται η καρδία μου και τήκεται υπό του έρωτος δια σε. Όθεν κατεφρόνησα ευθύς πάντας τους άλλους νέους και μόνον σε επιθυμώ να απολαύσω, ως πνοήν και άνεσιν της ψυχής μου. Διατί λοιπόν να νηστεύης τοσούτον εις μάτην και να μαραίνης το άνθος της ωραιότητός σου; Ποία γραφή σου λέγει να μη φάγης και να μη πίης, ή να μη λάβης γυναίκα νόμιμον; Δεν λέγει ο θείος Απόστολος, ότι τίμιος ο γάμος και η κοίτη αμίαντος; Ποίος Προφήτης και Πατριάρχης του παλαιού Νόμου δεν υπανδρεύθη; Και τις ύπανδρος εξέπεσε της ουρανίου Βασιλείας ένεκεν του γάμου; Δεν είχε γυναίκα ο μέγας εκείνος Νώε, ο μέχρι σήμερον εις όλον τον κόσμον περίφημος, τον οποίον, δια την καθαράν αυτού πολιτείαν, μετέστησεν ο Θεός και δεν εγνώρισε θάνατον; Δεν επήρεν ο μέγας Αβραάμ τρεις γυναίκας, ο τοσούτον ηγαπημένος εις τον Θεόν και φίλος του γνήσιος; Ωσαύτως και ο Ιακώβ ο θαυμάσιος; Δεν έλαβε σύζυγον ο θεόπτης Μωϋσής, η κορωνίς των Προφητών, όστις συνωμίλησε με τον Θεόν και διέσωσεν όλον τον Ισραήλ εκ της δουλείας του Φαραώ; Μήπως δεν ενυμφεύθη ο θείος Δαυϊδ και οι λοιποί του Κυρίου Προπάτορες; Όχι δε μόνον οι προ της Ευαγγελικής Χάριτος Άγιοι, αλλά και μετά ταύτην πόσοι Άγιοι εκοινώνησαν γάμου και παίδας εγέννησαν. Μήπως ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος και άλλοι αμέτρητοι δεν έλαβον και γυναίκας και της Βασιλείας των ουρανών ηξιώθησαν»; Ταύτα μεν έλεγεν η γυνή, ή μάλλον ειπείν, ο της κακίας δημιουργός και διδάσκαλος, όστις της τα ηρμήνευεν ως έμπειρος της Γραφής και εις το πονηρόν ετοιμότατος. Ο δε Όσιος, αφ’ ενός μεν από τας κολακείας αυτής και την ευμορφίαν της όψεως, αφ’ ετέρου δε από τας φαύλας εγγίσεις αυτής, η οποία τον εψηλάφα, παρακινούσα με πάσαν μέθοδον εις την πράξιν της αμαρτίας, ήρχισε να κλονίζεται, να αδυνατίζη ο τόνος της προθέσεώς του και να γίνεται μαλακωτέρα η γνώμη του. Διότι, ως άνθρωπος και αυτός, σάρκα φορών, εύκολον ήτο να νικηθή από τους λόγους της γυναικός και από τους αισχρούς λογισμούς, τους οποίους του έσπειρεν ο διάβολος. Όθεν είπε προς την γυναίκα ο Όσιος· «Εάν σε λάβω ως σύζυγον, που να υπάγωμεν; Πως δύναμαι να σε τρέφω, όπου δεν έχω τίποτε, αλλά διάγω βίον αμέριμνον και ακτήμονα εκ νεότητος»; Η δε γυνή, την πρόφασιν ταύτην ως πρόσκομμα μικρόν καθαρίζουσα και ομαλύνουσα την οδόν, έλεγε· «Μη έχεις περί τούτου φροντίδα τινά, μόνον τέλεσον την επιθυμίαν μου, δια την οποίαν επήρα τόσον κόπον και κακοπάθειαν από τους ανέμους, από την ραγδαίαν βροχήν και από τα θηρία, από τα οποία τόσον εκινδύνευσα δια να έλθω εδώ εις το κελλίον σου, εγώ δε έχω πράγματα πολλά, οικίας, δούλους, χρήματα και άλλον πλούτον, ως την άμμον της θαλάσσης, εις τα οποία όλα θέλω σε κάμει δεσπότην και κύριον, εάν απολαύσω του κάλλους σου». Ταύτα εκείνης λεγούσης, ενικήθη ο Όσιος, ως άνθρωπος, από την φοβεράν πύρωσιν της σαρκός και τον απροσμέτρητον σκανδαλισμόν και μεθύων άνευ οίνου, κατά τον Ησαϊαν, εσύρετο ως υπό χαλινού τινος δεδεμένος προς την αμαρτίαν, όλως αιχμάλωτος, και έκαμε την συγκατάθεσιν να πταίση του Κτίσαντος. Όθεν λέγει προς την γυναίκα· «Ανάμεινον ολίγον να κοιτάξω τους δρόμους, διότι έρχονται προς εμέ πολλοί πολλάκις δια συμβουλήν και ωφέλειαν, μη τύχη και ερχόμενός τις έξαφνα μας εύρη εις τοιαύτην πράξιν και γίνω εις τους ανθρώπους άξιος γέλωτος ή, μάλλον ειπείν, δακρύων πικρών και υπεύθυνος δεινής κατακρίσεως». Εξήλθε λοιπόν ο Όσιος της κέλλης και εστάθη επάνω εις πέτραν τινά αναζητών δια των οφθαλμών του, μήπως ίδη τινά, ο δε ελεήμων Θεός είδεν αυτόν με όμμα πλήρες συμπαθείας και ευσπλαγχνίας και τον εβοήθησε δια να μη χάση τους μακρούς πόνους και αγώνας, τους οποίους ετέλεσεν εκ νεότητος. Όθεν έβαλε χρηστούς λογισμούς εις την καρδίαν αυτού και μετενόησεν ολοψύχως δια την προτέραν ασύνετον συγκατάθεσιν με πόνον καρδίας δριμύτατον. Ότε δε κατέβη από την πέτραν εσύναξε πολλά φρύγανα και εισελθών εις το κελλίον ήναψε πυράν μεγίστην, γυμνώσας δε είτα τους πόδας, έπεσεν εις το μέσον της φλογός, ίνα παιδεύση την σάρκα δια τους πονηρούς λογισμούς, οίτινες πρότερον τον ενίκησαν. Αφού λοιπόν έκαμεν ώραν πολλήν και κατεφλέχθησαν ικανώς οι πόδες του, οι οποίοι σχεδόν της ευθείας παρεξετράπησαν, εξήλθε του πυρός με πόνον δριμύτατον και εγκαλών εαυτόν έλεγε· «Πως σου φαίνεται, Μαρτινιανέ; Σου αρέσκει η κατάφλεξις; Εάν δύνασαι να υποφέρης την δριμύτητα του πυρός, πλησίασε εις την γυναίκα, αφρονέστατε· εάν δε το πυρ τούτο το φωτιστικόν, το οποίον καίει τόσον ολίγον και σβήνεται με το ύδωρ, δεν ημπορής να υποφέρης επί μικρόν, πως θα υποφέρης, τρισάθλιε, εκείνο το σκοτεινόν και πανώδυνον της αιωνίου κολάσεως και τας λοιπάς τιμωρίας των αποτόμων και ασπλάγχνων δυνάμεων»; Ταύτα είπε μεγαλοφώνως ο θαυμάσιος, δια να τα ακούση και η γυνή, να φοβηθή την δριμύτητα του αιωνίου πυρός. Έπειτα, αφού έπαυσαν ολίγον οι πόνοι του, ωσάν να μη έφθανεν η προτέρα παίδευσις και προς κανόνα της αμαρτίας πληρέστατον, εισήλθεν εκ νέου εις το πυρ και κατεφλέχθη χειρότερον. Έπειτα εξελθών έπεσε κατά γης δεινώς οδυνώμενος και στενάζων εκ μέσου καρδίας έλεγεν· «Άνες μοι, Δέσποτα, και συγχώρησόν μοι της ψυχής το αμάρτημα. Γνωρίζεις, Κύριέ μου, ο τα πάντα σαφώς επιστάμενος, ότι Σε μόνον ηγάπησα εκ νεότητος και δια Σε το σώμα τούτο παραδέδωκα εις το πυρ. Άνες μοι λοιπόν και άφες, φιλάνθρωπε, το ανόμημα». Ούτως ηύχετο εις την γην κειτόμενος ο Όσιος, μη δυνάμενος δε να εγερθή όρθιος από την δριμύτητα των πόνων έλεγε· «Ως αγαθός ο Θεός τω Ισραήλ, τοις ευθέσι τη καρδία. Εμού δε παραμικρόν εσαλεύθησαν οι πόδες» (Ψαλμ. οβ: 1-2), και τα λοιπά του Ψαλμού. Ταύτα ακούσασα η γυνή και βλέπουσα την πράξιν εκείνην του Οσίου, ότι δηλαδή δια μίαν και μόνην συγκατάθεσιν αμαρτίας επαίδευσε τόσον αυστηρά το σώμα, τοιούτος ων Ασκητής θαυμάσιος και εις την αρετήν περιβόητος, ενεθυμήθη όλα τα αμαρτήματά της και εγερθείσα εξεδύθη ευθύς τον στολισμόν εκείνον και τα κοσμήματά της, άτινα κακώς ενεδύθη και παρέδωκε ταύτα εις το πυρ δια κανόνα της αμαρτίας καθώς και εκείνος επαίδευσε το σώμα. Έπειτα πίπτουσα εις τους πόδας του Οσίου και χύνουσα ποταμηδόν τα δάκρυα και εκ καρδίας στενάζουσα, εδέετο θερμώς λέγουσα· «Γνωρίζεις του αντικειμένου το πολυμήχανον και κακότεχνον. Εύξαι υπέρ εμού της αθλίας και ικέτευσον τον Κύριον να με συγχωρήση, ως εύσπλαγχνος. Ναι, δέομαί σου, εξάρπασον την ψυχήν μου καταποθείσαν υπό του νοητού λύκου και πονηρού κοσμοκράτορος. Διότι από την ώραν ταύτην, γνώριζε ακριβώς, ότι δεν με μέλει δια την σάρκα ουδόλως, ούτε εις την πόλιν απέρχομαι, ούτε θέλω να ίδω πλέον συγγενή τινα ή φίλον μου, αλλά εις σε παραδίδω την ψυχήν και το σώμα μου και θέλω φροντίζει εξ όλης καρδίας μου, με τας ευχάς σου, βοηθουμένη υπό της θείας Δυνάμεως, να νικήσω τον πονηρόν δαίμονα, εκείνον, όστις με έστειλε να σε διαστρέψω, καθώς το πάλαι και τον Προπάτορα πάλιν δια γυναικός του Παραδείσου εξώρισεν, όστις ελπίζω να νικηθή υπ’ εμού της αθλίας να γίνη παίγνιόν μου και καταπάτημα». Ταύτα λέγουσα η γυνή, εδείκνυεν αληθινήν την μετάνοιαν με το πλήθος των δακρύων της. Ο δε Όσιος απεκρίνατο· «Κύριος ο Θεός μου να συγχωρήση τας αμαρτίας σου. Ύπαγε λοιπόν εν ειρήνη και μη αθετήσης τας επαγγελίας και συνθήκας, τας οποίας υπεσχέθης προς Κύριον, αλλά σπούδασον να δείξης βίον σύμφωνον της επαγγελίας σου, και να καταπατήσης ανδρείως τας ηδονάς, όπως καταισχύνης εις τέλος τον δαίμονα». Έχουσα τότε η γυνή σταθεράν την απόφασιν της μετανοίας είπε πάλιν προς τον Όσιον· «Που με προστάσσεις να υπάγω η δούλη σου»; Είπεν ο Άγιος· «Πορεύου εις τα Ιεροσόλυμα και εις την Αγίαν Βηθλεέμ, εκεί δε ερώτησον να εύρης Αγίαν τινά παρθένον, Παύλαν ονόματι, η οποία ωκοδόμησε και Ναόν του Σωτήρος Χριστού, εις αυτήν εξομολογήθητι τας αμαρτίας σου, να λάβης πολλήν ωφέλειαν». Τότε η γυνή υπεσχέθη εις τον Όσιον να υπάγη όπου της είπε και προσκυνήσασα αυτόν εζήτει συγχώρησιν. Εκείνος δε μετά βίας εγερθείς, οδυνώμενος από τον πόνον, έδωκεν εις αυτήν ολίγους φοίνικας δια την οδοιπορίαν. Και κατευοδώνων αυτήν της έλεγε· «Πορεύου, γύναι, και κάμε τρόπον να μη επιστρέψης πλέον εις τα οπίσω, αλλά μίσησον τας του βίου ηδονάς και επίμεινον μέχρι τέλους εις την μετάνοιαν, δια να σώσης την αθλίαν ψυχήν σου». Η δε απεκρίνατο κλαίουσα· «Ελπίζω εις τον Χριστόν, ότι δι’ ευχών σου, να μη έχη πλέον μέρος εις εμέ ο αντικείμενος». Ούτως είπε και προσκυνήσασα τον Όσιον ανεχώρησεν, ο δε, προσευξάμενος δι’ αυτήν, εισήλθεν εις το κελλίον του και πίπτων κατά γης, μετά δακρύων προσηύχετο οδυρόμενος ως ο Προφήτης Δαυϊδ δια την αμαρτίαν. Η δε γυνή έφθασεν εις την Μονήν της Οσίας Παύλας και ανήγγειλεν εις αυτήν τα γενόμενα άπαντα, κατά το πρόσταγμα του Αγίου, εκείνη δε την επεμελήθη σωματικώς τε και πνευματικώς και ενέδυσε ταύτην με το σχήμα των Μοναχών. Έμεινε δε η γυνή εκεί μιμουμένη την διδάσκαλον Παύλαν εις όλας τας πράξεις αυτής και τόσον έγινεν ενάρετος, ώστε ηξιώθη να κάμνη θαύματα με την βοήθειαν του Θεού και εις πίστωσιν αναγράφωμεν εν, δια να λάβουν θάρρος οι αμαρτήσαντες. Εις το ρηθέν Μοναστήριον εισήλθέ ποτε γυνή τις, ήτις είχεν εις τους οφθαλμούς δεινήν ασθένειαν και ησθάνετο μεγάλην οδύνην. Η δε μακαρία Παύλα, δια να αποδειχθή πόσα δύναται να κατορθώση η αληθινή μετάνοια, επρόσταξε την ανωτέρω Μοναχήν να κάμη προσευχήν δια την πάσχουσαν. Η δε, ως υπήκοος, ετέλεσε το πρόσταγμα και με την δύναμιν του Κυρίου οι πρώην ασθενείς και σχεδόν τυφλώττοντες οφθαλμοί θαυμασίως εθεραπεύθησαν. Εκείνη δε η γυνή, η οποία ιατρεύθη, δια να μη γίνη προς την ευεργέτιν αχάριστος, ενεδύθη το άγιον Σχήμα και έμεινεν εις την Μονήν έως τέλους. Η δε πρόξενος της θεραπείας αυτής, δια την οποίαν ανωτέρω αναφέρομεν, ότι ήτο πρότερον φαύλη και άσεμνος, εφύλαξε πολλήν εγκράτειαν μετά την αναχώρησιν η αείμνηστος και δεν εγεύθη οίνον ή έλαιον ή σταφυλήν, ή άλλην οπώραν ουδέποτε κατά τους δώδεκα χρόνους, κατά τους οποίους έζησεν εις το Μοναστήριον· μόνον με άρτον και ύδωρ ετρέφετο και ταύτα πάλιν όχι εις κόρον, αλλ’ ενδεώς, δηλαδή δεν εχόρταινε· μόνον τόσον έτρωγε και έπινεν, όσον να μη αποθάνη από την πείναν η παμμακάριστος. Ούτως ανδρείως πολιτευομένη δεν εψεύσθη εις τας επαγγελίας της, αλλά καταισχύνασα μάλιστα τον αντίπαλον, απήλθε δια της προσκαίρου κακοπαθείας εις την αιώνιον ευφροσύνην και άπειρον αγαλλίασιν. Ο δε μακάριος Μαρτινιανός επί επτά μήνας ήτο εις αθλίαν κατάστασιν, μη δυνάμενος να μετακινηθή καν και να περιπατήση· αφού δε εθεραπεύθησαν οι πόδες του, εσκέφθη να υπάγη εις τόπον αναχωρητικόν και απόκρυφον, εις τον οποίον να μη δύναται ουδόλως να πλησιάση γυνή, δια να μη του πλέξη πάλιν ο δαίμων νέαν παγίδα. Ταύτα συλλογιζόμενος εδέετο του Θεού να συνευδοκήση εις την γνώμην του, καθοδηγών αυτόν προς το συμφέρον του και προσευχόμενος έλεγε· «Κύριε, συ όστις δεσπόζεις του ουρανού και της γης και πάσης της κτίσεως, κατάρτισε τα διαβήματά μου και μη με αφήσης να απολεσθώ το πλάσμα σου. Αλλά γενού μοι, Κύριε, οδός και ζωή, ράβδος και πήρα (σάκκος) και άρτος χρήσιμος και προς ζωήν αιώνιον καθοδήγησον». Ούτως ειπών και ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού εξήλθεν από το σπήλαιον και έτρεχε προς την θάλασσαν. Τότε αφήκε φωνήν ο διάβολος λέγουσαν· «Ας ανδρίζωνται αι δυνάμεις μου και ας είναι το όνομά μου λαμπρόν και περίφημον, επειδή τον ενίκησα· τον κατέκαυσα με πυρ και τον εδίωξα από το κελλίον του». Έπειτα λέγει και προς τον Όσιον· «Που φεύγεις, Μαρτινιανέ; Γνώριζε, ότι όπου και αν υπάγης έρχομαι και εγώ· και καθώς απ’ εδώ σε εδίωξα, ουτω και απ’ εκεί θα σε κάμω εξόριστον και δεν θα αναχωρήσω από πλησίον σου, έως ότου σε ταπεινώσω εντελώς». Ο δε Όσιος απεκρίνατο· «Ω αδύνατε και όντως ταλαίπωρε, νομίζεις λοιπόν ότι συ με εξέβαλες από το σπήλαιον ή ότι ανεχώρησα διότι με κατέβαλεν η ακηδία; Μη καυχάσαι, μοχθηρέ, εις αυτό, διότι ψεύδεσαι. Επειδή δια να καταβάλω περισσότερον την δύναμίν σου ανεχώρησα και δια να ελέγξω ευκολώτερα την πολλήν ασθένειάν σου. Πλην εάν δεν σε φθάνη η πρώτη προσβολή και ο δεύτερος πόλεμος, ελθέ και τρίτον δοκίμασον και οσάκις θέλεις πολέμησον. Πάντοτε θα μένεις νικημένος, τρισάθλιε, με την δύναμιν του Κυρίου μου και θέλουν γίνει όλα τα όργανα, τα οποία θα μεταχειρισθής κατ’ εμού, ρομφαίαι δίστομοι κατά σου, καθώς το είδες εις την γυναίκα, την οποίαν μου έστειλες, ήτις και αυτή εφάνη δυνατωτέρα από σε και καταπατεί την δύναμίν σου, συ δε καν να την εγγίσης δεν τολμάς ουδόλως, άθλιε». Ταύτα λέγων ο Όσιος ο μεν δαίμων έφυγεν, αυτός δε έτρεχε ψάλλων το «Αναστήτω ο Θεός» (Ψαλμ. ξζ: 1) και τα επίλοιπα του Ψαλμού έως ότου έφθασεν εις τον λιμένα, εκεί δε ευρών πλοίαρχόν τινα τον ηρώτησε λέγων· «Γνωρίζεις καμμίαν νήσον έρημον, εις τόπον αναχωρητικόν, να υπάγω εις ταύτην να κατοικήσω ατάραχα, ελεύθερος από τας πανουργίας του δαίμονος»; Ο δε πλοίαρχος απεκρίθη· «Είναι μία ξηρόνησος μακράν από την γην, στενή μεν και φοβερά εις το ύψος, αλλά κατά τον πόθον τον οποίον έχεις κατά πολύ αρμοδία, επειδή είναι ο τόπος ήσυχος. Πως όμως θα εξοικονομής την απαραίτητον τροφήν σου εις τοιούτον τόπον σκληρότατον»; Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Ας κάμωμεν μίαν συμφωνίαν· να μου φέρης τρεις φοράς τον χρόνον άρτους και ύδωρ και εγώ πάλιν πρώτον μεν να δέωμαι εις τον Θεόν δια την ψυχήν σου, δεύτερον δε να μου φέρης μαλλίον ή βαϊα φοινίκων να πλέκω σχοινίον, το οποίον θα σου δίδω εις αντάμειψιν των εξόδων σου». Ταύτα ακούσας ο πλοίαρχος ηννόησεν ότι ήτο πνευματικός και άγιος άνθρωπος. Όθεν εδέχθη να τελέση όλην την επιθυμίαν του. Επεβιβάσθησαν λοιπόν του πλοίου, έλαβον δε και ολίγους άρτους και ύδωρ εις υδρίας και επειδή ήτο ο άνεμος επιτήδειος, μέχρι της εσπέρας έφθασαν εις την ξηρόνησον, την οποίαν ιδών ο Άγιος κατά την γνώμην αυτού κατάλληλον, ανέβη χαρούμενος ψάλλων ταύτα· «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι… και έστησεν επί πέτρας τους πόδας μου και κατεύθυνε τα διαβήματά μου» (Ψαλμ. λθ: 1-3). Τότε αποχαιρετήσας τον πλοίαρχον είπε προς αυτόν· «Ύπαγε, τέκνον μου, εις ειρήνην και φέρε μου τον άρτον και το ύδωρ κατά την συμφωνίαν». Ο δε πλοίαρχος είπε προς αυτόν· «Θέλεις να σου φέρω και ξυλείαν να σου κτίσω και μικράν καλύβην δι’ ανάπαυσιν»; Ο γενναίος όμως και αδαμάντινος του Χριστού στρατιώτης δεν ηθέλησεν, αλλ’ έμεινεν ούτω βασανιζόμενος και ταλαιπωρούμενος από τους ανέμους, τας βροχάς και τας χιόνας, κατά δε το θέρος υπό του ηλίου καταφλεγόμενος. Ω της ανδρείας και γενναιότητος! Ω της ακραδάντου πίστεως! Και στήλη να ήτο λιθίνη, ή μέταλλον, θα ενικάτο με την πολυκαιρίαν, αλλ’ αυτός ο αδαμάντινος δεν ενικήθη παντελώς. Τοιουτοτρόπως λοιπόν, ο μεν πλοίαρχος επήγαινε τρεις φοράς τον χρόνον και έβλεπε τον Όσιον, ο δε Όσιος ευρισκόμενος μακράν από τον κόσμον έχαιρεν απολαμβάνων την ποθουμένην ησυχίαν. Ο μισόκαλος όμως δαίμων δεν τον αφήκε και πάλιν να ησυχάση μέχρι τέλους, αλλά και εκεί εις την ξηρόνησον του ήγειρε πόλεμον. Δια να τον κάμη λοιπόν να φοβηθή, ετάραξε νύκτα τινά την θάλασσαν τόσον ώστε εδείκνυεν εις τον Όσιον, ότι υψώνοντο τα κύματα επάνω από την κεφαλήν του περισσότερον από δεκαπέντε πήχεις, εξέβαλε δε και κραυγάς ο τρισάθλιος λέγων· «Δεν σε αφήνω, Μαρτινιανέ, έως να σε πνίξω κατ’ αλήθειαν». Ο δε Όσιος, ουδόλως ταραχθείς, απεκρίθη· «Έχω τον Δεσπότην Χριστόν όστις με ενδυναμώνει και δεν σε φοβούμαι, αλλά θέλω σε καταισχύνει, ανίσχυρε». Έψαλλε δε πάλιν το «Σώσον με ο Θεός, ότι εισήλθοσαν ύδατα έως ψυχής μου» (Ψαλμ. ξη: 1) και το υπόλοιπον του Ψαλμού· είτα πάλιν ηύχετο, λέγων· «Χριστέ Μονογενές, συ όστις κατέβης εις την γην δια να σώσης τον άνθρωπον και εις το πρόσταγμά Σου υπακούουσιν όλα τα κτίσματα, λύτρωσόν με από τον πειρασμόν τούτον του δαίμονος». Ούτω προσευχηθείς ο μεν εχθρός εγένετο αφανής, ο δε Όσιος διεφυλάχθη αβλαβής από πάσαν επήρειαν του εχθρού. Εις την ξηρόνησον εκείνην διέμεινεν Άγιος εξ χρόνους, υπομένων πάσαν κακοπάθειαν τόσον κατά το θέρος όσον και κατά τον χειμώνα, νομίζων όλα τα λυπηρά ευχάριστα και αποβλέπων εις την μέλλουσαν αιώνιον αγαλλίασιν. Όθεν εφθόνησε πάλιν ο αντικείμενος και του έδωσεν έτερον πόλεμον μεγαλύτερον από τον προηγούμενον. Εφύλαξε δηλαδή τον καιρόν ο παμμίαρος, και όταν διήρχετο πλησίον της πέτρας εκείνης πλοίον τι, εις το οποίον ήσαν άνδρες και γυναίκες, ήγειρε θαλασσοταραχήν και τότε το μεν πλοίον συνετρίβη εις την ξηρόνησον, οι δε επιβάται επνίγησαν άπαντες· μόνον μία κόρη ωραία και πάγκαλος διεσώθη επί μιας σανίδος και πλησιάσασα εις την ξηρόνησον εφώναζε μετά δακρύων· «Ελέησόν με την απολλυμένην, δούλε του Θεού, και δος μοι χείρα βοηθείας. Πρόφθασον, πριν να με καταπίη η άβυσσος και σώσον με την δυστυχή». Βλέπων λοιπόν ο Όσιος ότι έπρεπε να βοηθήση την ναυαγόν είπε· «Και τούτο τέχνη σου είναι, διάβολε, αλλά δεν θα νικήσης την δύναμιν του Χριστού, εις τον οποίον έχω εγώ στηρίξει ολοψύχως τας ελπίδας μου και πιστεύω εις την βοήθειάν του». Ταύτα ειπών ο Όσιος εμελέτα κατά διάνοιαν λέγων· «Πάλιν δοκιμασία καρδίας φοβερωτέρα της προτέρας επέστη εναντίον μου, είναι δε τόσος ο κίνδυνος όσον το ύδωρ είναι επισφαλέστερον της γης. Δέσποτα Κύριε, μη με αφήσης να απολεσθώ ο ανάξιος δούλος σου, αλλ’ οικονόμησον το συμφέρον μου». Ούτως ειπών ο Όσιος έκυψεν εις την θάλασσαν και έσυρε την γυναίκα από τα ύδατα, βλέπων δε ότι ήτο κόρη περικαλλής και εύμορφος έλεγεν· «Αληθώς δεν συμφωνούσι μαζί το πυρ και τα λινόξυλα. Αδύνατον είναι να συγκατοικώμεν κοινοβιάζοντες, διότι θέλομεν αμφότεροι εξαχρειωθή δια συνεργείας του δαίμονος. Λοιπόν, συ υπόμεινον εδώ και μη δειλιάσης, διότι έχει άρτους και ύδωρ, έως ότου έλθη ο πλοίαρχος και τότε ανάγγειλον εις αυτόν τα συμβάντα και ειπέ του να σε υπάγη εις την πόλιν σου». Ούτως ειπών προσηυχήθη προς Κύριον λέγων· «Κύριε ο Θεός μου, εις τον οποίον υπακούουσιν η θάλασσα και οι άνεμοι, επίβλεψον επ’ εμέ και μη με αφήσης να απολεσθώ εις τα ύδατα, εις τα οποία εισέρχομαι, ελπίζων εις το φοβερόν όνομά σου, διότι προκρίνω να απολεσθώ μάλλον σωματικώς, παρά να πέσω εις το πάθος και τον βόρβορον του σώματος». Είτα στραφείς προς την κόρην και ευχηθείς εις αυτήν την σωτηρίαν της ψυχής της, έπεσεν εις την θάλασσαν και παρευθύς ευρέθησαν δύο δελφίνες, οίτινες εδέχθησαν τον Άγιον εις την ράχιν των κρατούντες αυτόν ασφαλώς επάνω του ύδατος, βλέπουσα δε η κόρη τοιούτον φρικτόν και τεράστιον εθαύμαζε και εξίστατο. Φθάσας λοιπόν εις την ξηράν ο Όσιος, πρώτον μεν προσηυχήθη εις τον Σωτήρα Θεόν, ευχαριστών αυτόν δια τοιαύτην εξαίσιον ποντοπορίαν. Έπειτα πάλιν διελογίζετο, μη γνωρίζων που να υπάγη και έλεγε καθ’ εαυτόν· «Τι να πράξω και που να μεταβώ, απορώ και εξίσταμαι. Ούτε εις τα όρη και εις τα σπήλαια με αφήνει ο εχθρός να ησυχάσω, ούτε εις την άβατον θάλασσαν. Ας φεύγω λοιπόν από πόλεως εις πόλιν, κατά το Ευαγγελικόν πρόσταγμα». Ούτω λοιπόν απήρχετο από τόπου εις τόπον, μηδέν βαστάζων, ούτε άλλο τι των αναγκαίων του σώματος έχων, μόνον έλεγεν εις εαυτόν· «Φεύγε, ταπεινέ Μαρτινιανέ, μη σε καταλάβη πειρασμός έτερος». Όταν λοιπόν έφθανεν εις τι χωρίον, ηρώτα τις ήτο εκεί φοβούμενος τον Θεόν, έμενε δε εις την οικίαν εκείνου ολίγον διάστημα. Έπειτα λαμβάνων τα αναγκαία προς συντήρησιν απήρχετο, χωρίς να συνάπτη μετ’ ουδενός φιλίαν, θέλων να είναι ξένος και άγνωστος προς όλους όπου δε ήθελε νυκτώσει είτε εις βουνόν επάνω είτε εις πεδιάδα, είτε εις έρημον, εκεί παρέμενεν, έως της επομένης ημέρας. Ούτω παρήλθον δύο χρόνοι, κατά το διάστημα των οποίων διέδραμεν εκατόν εξήντα τέσσαρας πόλεις, τελευταία των οποίων υπήρξαν αι Αθήναι, η λαμπρά και περίφημος, εις την οποίαν ετελείωσε τον δρόμον του καλώς ο τρισμακάριος. Ως λοιπόν έφθασεν εις την πόλιν ταύτην των Αθηνών, απεκάλυψεν ο Κύριος εις τον Επίσκοπον της πόλεως την έλευσιν του μακαρίου Μαρτινιανού και την εις αυτήν εντός ολίγου κοίμησίν του, την οποίαν εγνώρισε και ο Άγιος. Όθεν εισελθών εις Ναόν τινά και καθήσας, είπε προς τους παρευρισκομένους να καλέσωσι τον Επίσκοπον. Εκείνοι δε, νομίζοντες αυτόν άφρονα, ημέλουν να εκτελέσουν το προσταττόμενον. Παρεκάλεσεν όθεν αυτούς πάλιν και απελθόντες εις τον Αρχιερέα είπον· «Άνθρωπος τις εισελθών εις τον Ναόν εκάθισεν εις σκαμνίον ως άφρων και μας είπε· «Προσκαλέσατε ταχέως εδώ τον Επίσκοπον». Ο δε Αρχιερεύς είπε προς αυτούς· «Ω άφρονες μάλλον σεις και ασύνετοι, εκείνος δε τρισμακάριος». Ταύτα λέγων έδραμε προς τον Άγιον, όστις ήτο εις την εσχάτην ώραν και μη δυνάμενος να εγερθή, εχαιρέτησεν ο εις τον άλλον, ο δε Επίσκοπος τιμήσας τον Όσιον, ως έπρεπεν, είπε προς αυτόν· «Ευχαριστώ τον Κύριον, όπου με ηξίωσε να σε απολαύσω ζώντα, καθώς μου υπεσχέθη ο αψευδής και πανάγαθος. Συ δε οπόταν εκείνης της μακαρίας τρυφής απολαύσης εις τον Παράδεισον, ενθυμού να κάμης δια την ψυχήν μου προς Κύριον δέησιν». Λέγει προς αυτόν ο Όσιος· «Ευλόγησόν με, Δέσποτα, και εύχου εις τον Θεόν δι’ εμέ, ίνα επιτύχω παρρησίας εις το φοβερόν Αυτού βήμα». Ταύτα ειπών ο Όσιος εποίησε το σημείον του Τιμίου Σταυρού και υψώσας προς ουρανόν τους οφθαλμούς, αφήκε την μακαρίαν ψυχήν του με ιλαρόν και χαριέστατον πρόσωπον, δεικνύων με το έξωθεν είδος την εσωτερικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν της ψυχής. Ω μακάριος όντως και θαυμάσιος ανήρ, όστις και μαρτύριον εκούσιον υπέμεινε και ανδρείως και φρικτώς ηγωνίσθη, ουχί δια την ευσέβειαν, αλλά δια την σωφροσύνην, την αγνείαν και την καθαρότητα και τρόπαιον έστησεν, ουχί κατά των απίστων Ελλήνων, αλλά καθ’ εαυτού διώκτης γενόμενος και κατήγορος πικρός και άσπλαγχνος δήμιος. Επειδή, δια να μη απαρνηθή την ψυχωφελή σωφροσύνην και δια να φυλάξη αγνείαν ισάγγελον, παρέδωσε το ίδιον αυτού σώμα εις το πυρ και εις την θάλασσαν, αλλά και με μυρίους άλλους κινδύνους παρέδιδε πολλάκις το σαρκίον φεύγων από τόπου εις τόπον, τιμωρών αυτό πρόσκαιρα, δια να λυτρωθή της αιωνίου κολάσεως. Αλλά ας έλθωμεν και εις την κόρην, την οποίαν αφήκαμεν εις την νήσον, εις την οποίαν ησκήτευεν ο Όσιος να πληροφορηθώμεν ποίον τέλος έλαβε και πόσης δόξης ηξιώθη παρά Θεού. Διότι πολλήν φροντίδα είχεν ο Άγιος δι’ αυτήν και πολλάς δεήσεις προσέφερε προς τον Κύριον παρακαλών αυτόν όπως την αξιώση καλής τελειώσεως. Έμεινε λοιπόν η κόρη εις την ξηρόνησον δύο μήνας έως ότου επήγεν εκεί ο πλοίαρχος, όστις ιδών αυτήν εθαύμασε, νομίζων ότι είναι φάντασμα και φοβηθείς εστράφη εις τα οπίσω κωπηλατών βιαίως δια να φύγη το γρηγορώτερον. Η δε κόρη εφώναζε λέγουσα· «Σε παρακαλώ, δια τον Κύριον, μη φύγης, αλλά πλησίασον να σου διηγηθώ τα κατ’ εμέ και να ακούσης λόγον φοβερόν να δοξάσης τον Κύριον». Καταπεισθείς λοιπόν ο πλοίαρχος επλησίασε και ερωτήσας δια τον Όσιον τι απέγινεν, εποίησε πρώτον η κόρη το σημείον του Σταυρού, δια να αφαιρέση από την ψυχήν αυτού πάσαν υποψίαν φαντάσματος. Έπειτα δε του διηγήθη καταλεπτώς την υπόθεσιν περί του Αγίου και αυτής. Ακούσας τα γενόμενα ο πλοίαρχος εδόξασε τον Θεόν, έπειτα ηθέλησε να υπάγη την κόρην εις τον τόπον της, αλλ’ εκείνη η αξιομακάριστος δεν εδέχθη λέγουσα· «Παρακαλώ σε, φιλόχριστε, μη με παρίδης την τάλαιναν, αλλά κάμνε και εις εμέ την υπηρεσίαν, την οποίαν έκαμνες και εις τον Όσιον και θέλεις έχει μισθόν περισσότερον εις την ψυχήν, επειδή είμαι γυνή, μέρος αδύνατον, δια σου δε θέλω σώσει την ψυχήν μου, βοηθούντος του Κυρίου μου, όστις με εβοήθησε και διέσωσα την ζωήν μου μόνον εγώ από τόσους επιβάτας, οι οποίοι επνίγησαν. Φέρε μου δε εργόχειρον να εργάζωμαι δια να σου ανταποδίδω την ζωοτροφίαν μου και τον κόπον σου. Έτι δε φέρε μου και ενδύματα και τρίχινον υποκάμισον, ας έλθη δε και η συμβία σου να με ενδύση ανδρικήν στολήν. Ο δε Κύριος να στείλη και εν τω νυν αιώνι εις την οικίαν σου πλούσια τα ελέη του και εις τον μέλλοντα να σας αξιώση της αιωνίου μακαριότητος». Ταύτα ακούσας ο πλοίαρχος την ηυλαβήθη, αντιληφθείς την ένθεον γνώμην της και της υπεσχέθη να εκπληρώση τον πόθον της. Επήγε λοιπόν εις την οικίαν του, έλαβεν όλα τα χρειαζόμενα και την γυναίκα αυτού και την τρίτην ημέραν έφθασαν εις το νησίον. Αναχωρήσας δε ολίγον ο πλοίαρχος, έμειναν αι δύο γυναίκες και εκδυθείσα η μακαρία ομού με τα ιμάτια και πάσαν την γυναικείαν ασθένειαν, ενεδύθη τα ανδρικά και μάλιστα των ανδρών το φρόνημα. Έπειτα ηυχήθη προς Κύριον, εαυτήν μεν να αξιώση να τελέση τον βίον θεάρεστα, εις εκείνους δε οι οποίοι θέλουν την υπηρετήσει εις τα χρειαζόμενα, να αποδώση εις την Βασιλείαν αυτού πλουσίαν αντάμειψιν. Κατόπιν έδωκε την γυναικείαν ενδυμασίαν εις την άλλην γυναίκα, να την έχη προς ενθύμησιν. Αποχαιρετισθέντες είτα, ο μεν πλοίαρχος και η γυνή του επέστρεψαν εις τον οίκον των, αυτή δε η μακαρία έμεινε μόνη εις το νησίον σκληρώς αγωνιζομένη. Ήρχοντο δε ο πλοίαρχος και η γυνή του τακτικά, ανά τρεις μήνας, και της έφερον άρτους, ύδωρ και μαλλίον δι’ εργόχειρον, καθώς η μακαρία εζήτησε, δια να μη τρώγη χωρίς κόπον τον άρτον κατά τον Απόστολον. Είχε δε τόσην ευφροσύνην και αγαλλίασιν εις την ξηρόνησον εκείνην, ως να ήτο εις βασιλικόν και πλούσιον θάλαμον. Προσηύχετο δε η μακαρία καθ’ εκάστην ημέραν, δώδεκα φοράς εγειρομένη και εδοξολόγει κατά χρέος τον Κύριον. Τας δε νύκτας εδιπλασίαζε τας ευχάς η αοίδιμος. Η τροφή της ήτο άρτος μόνον μία λίτρα (350 γραμμάρια περίπου) ανά εκάστην δευτέραν ημέραν και ύδωρ ανάλογον. Όταν δε επήγεν εις την ξηρόνησον ήτο είκοσι πέντε ετών, ζήσασα δε εις αυτήν άλλους εξ χρόνους υπερθαύμαστον ζωήν, απήλθε προς τον ποθούμενον δύο μήνας προτού να έλθη ο πλοίαρχος. Όταν δε ήλθεν εκείνος με την σύζυγόν του εύρον την Αγίαν κειμένην με ευσχημοσύνην, σώαν και άφθαρτον, ως να είχε τελευτήσει εκείνην την ώραν. Πεσόντες λοιπόν εις την γην προσεκύνησαν το άγιον αυτής λείψανον με πολλήν ευλάβειαν. Έπειτα τελέσαντες την εσχάτην υπηρεσίαν, ως αγαθοί και φιλόθεοι, έλαβον εκείνον τον πολύτιμον θησαυρόν και τον μετέφεραν εις την χώραν αυτών, δώρον κοινωφελές εις όλους και πολυέραστον. Αυτά είναι τα κατά του αντιπάλου μέγιστα τρόπαια του γενναίου και αηττήτου Μαρτινιανού, όστις δια μέσου των οργάνων εκείνων τα οποία ητοίμασε κατ’ αυτού ο εχθρός, των γυναικών δηλαδή, δι’ αυτών των ιδίων αντεπολέμησε και αυτός ανδρείως εκείνον και με τα ιδικά του ξίφη τον εθανάτωσε, δίδων ακόμη και εις τας γυναίκας εκείνας καλόν υπόδειγμα πως πρέπει να αγωνίζωνται ανδρείως κατά του αντιπάλου, όστις τας ηπάτησε πρότερον. Ας πολεμήσωμεν λοιπόν και ημείς τον αντίπαλον, να τον νικήσωμεν γενναίως με την άνωθεν βοήθειαν, ίνα και των στεφάνων της δόξης επιτύχωμεν εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Καθώς αι προλαβούσαι ασθένειαι δύνανται να δώσουν εις τους ανθρώπους ωφέλειαν, εις εκείνους μεν οι οποίοι ουδέποτε ησθένησαν, λαμβάνοντες γνώσιν του κινδύνου, να φυλάγωνται εις ασφάλειαν, αποφεύγοντες τας αιτίας και τας αφορμάς, αι οποίαι φέρουσι την ασθένειαν, δια να μη πάθουν και αυτοί τα όμοια, εις εκείνους δε πάλιν οι οποίοι ησθένησαν πολύν καιρόν, να γνωρίζουν τα βότανα και τα θεραπευτικά φάρμακα, με τα οποία και άλλοτε ωφελήθησαν και θέτοντες αυτά εις χρήσιν ευκόλως και ταχέως να θεραπεύωνται, ούτω και εις τα πάθη της ψυχής ωφελείται πας τις με τας νίκας και τα αγωνίσματα των προγενεστέρων και εξόχως με το υπόδειγμα εκείνων των εναρέτων, οι οποίοι ουδόλως ενικήθησαν, αλλ’ εφύλαξαν έως τέλους την ψυχήν καθαράν και αμόλυντον, καθώς και ο Μαρτινιανός ούτος ο θαυμάσιος, του οποίου διηγούμεθα ενταύθα την διαγωγήν προς μίμησιν του Οσίου και υπό άλλων και νουθεσίαν των αναγινωσκόντων, επειδή είναι πολύ θαυμασία και αξιέραστος. Πλησίον της πόλεως Καισαρείας της Παλαιστίνης είναι όρος καλούμενον Κιβωτός. Πλησίον του όρους εκείνου είναι έρημος κατάλληλος δι’ ησυχαστάς και εναρέτους ανθρώπους, οίτινες ποθούσι να ευαρεστήσωσι τον Θεόν δι΄ ασκήσεως. Εις ταύτην την έρημον κατώκησεν ο Όσιος ούτος Μαρτινιανός εκ νεαράς ηλικίας, αγαπήσας δε τον Θεόν εδούλευεν εις αυτόν με πολλήν σκληραγωγίαν και άσκησιν και πολλούς πολέμους υπό των δεινών δαιμόνων υπέμεινε. Δεν ενικήθη όμως, με την θείαν βοήθειαν, αλλά πληγείς αντέπληξεν ισχυρότερον, καθώς και εις τους σωματικούς πολέμους συμβαίνει και καθώς θα ίδωμεν από την συνέχειαν της διηγήσεως των ανδραγαθημάτων αυτού, με τα οποία ενίκησε τον πειράζοντα, λαβών κατ’ αυτού περιφανέστατον τρόπαιον. Ο θαυμάσιος ούτος είχεν απέλθει εις την έρημον παιδιόθεν, ως είπομεν, όταν ήτο ετών δέκα οκτώ, έκαμε δε εικοσιέξ χρόνους πολιτευόμενος τοσούτον θεάρεστα, ώστε δεν έμεινεν είδος αρετής, το οποίον να μη είχε κατορθώσει ο αείμνηστος και τόσον αφθόνως επλουτίσθη θείας Χάριτος, ώστε εθεράπευεν εν ευκολία πάσαν ασθένειαν. Η φήμη όθεν του Οσίου ηκούσθη πανταχού και εγένετο εις πάντας περιβόητος και σεβάσμιος, τόσον ώστε όχι μόνον οι ασθενείς κατά το σώμα συνήγοντο, δια να απολαύσουν την ποθουμένην υγείαν με την ικέσιον δέησιν εκείνου, αλλά και όστις ήθελεν ολισθήσει εις κανέν πάθος και ασθένειαν της ψυχής ήρχετο προς αυτόν χάριν βοηθείας και διορθώσεως. Ο δε Όσιος, ως μαθηματικός ιατρός όπου ήτο και έμπειρος εις τους πνευματικούς πολέμους, έδιδεν εις έκαστον την ωφέλιμον συμβουλήν και τα αρμόδια φάρμακα, καθώς ήθελε τον φωτίσει ο Κύριος. Ταύτα βλέπων ο πονηρός και φθονερός εχθρός του ανθρωπίνου γένους εδυσανασχέτει δια την τόσην ωφέλειαν, η οποία εγίνετο εις τους προσερχομένους και ήγειρε παντοδαπούς πειρασμούς κατά του Οσίου καιροσκοπών πότε να πτερνίση αυτόν, να τον ρίψη δηλαδή εις την αμαρτίαν. Δια τούτο εδοκίμαζε με φαντασίας και διαλογισμούς σαρκικούς να παγιδεύση τον αήττητον. Μη δυνηθείς όμως ούτως αφανώς να τον πολεμήση, εφάνη ορατώς μετασχηματισθείς εις είδος δράκοντος, εις καιρόν κατά τον οποίον ο Όσιος έψαλλε την ακολουθίαν και εσχηματίζετο ότι ήθελε να κρημνίση τον οίκον από τα θεμέλια, δια να του δώση φόβον και σύγχυσιν. Ο Όσιος όμως, έχων τον Ύψιστον Θεόν καταφυγήν του και δύναμιν, καθό δεδιδαγμένος περί τούτου από την Θείαν Γραφήν, δεν εδειλία φόβον νυκτερινόν ή ημέριον, αλλ’ ίστατο απερίσπαστος και άνευ τινός φόβου, έως ου ετελείωσε τον ψαλμόν. Τότε δε παρακύψας από της θυρίδος είπε ταύτα προς τον υποκρινόμενον δράκοντα· «Ίνα τι κοπιάς εις μάτην, άθλιε; Διότι εγώ έχων τον Χριστόν εις βοήθειάν μου δεν δειλιώ ποσώς, τας δε φαντασίας σου ουδόλως λογίζομαι, αλλά θεωρώ αυτάς ως όνειρον». Ταύτα ακούσας ο αποστάτης έφυγεν ευθύς απειλών και φοβερίζων τον Όσιον, ότι θα του έδιδε σκληρότατον πόλεμον, έως ου να τον εξορίση από την κέλλαν του. Ο δε μακάριος έμεινεν ησυχάζων και μελετών τας Γραφάς, ως μηδέν τας απειλάς του δεινού λογιζόμενος. Αλλά καθώς το πυρ δεν παύει ποτέ να καίη και οι όφεις να βλάπτουσιν, ούτω και ο δαίμων δεν αφήνει τας πανουργίας του ουδέποτε, αλλά φροντίζει και μηχανάται πάντοτε να κακοποιή και να ρίπτη τους εναρέτους εις ολίσθημα, δια να αφανίση τους κόπους των, καθώς εδοκίμασε να παγιδεύση και τούτον τον Όσιον· και ακούσατε, να θαυμάσετε την ανδρείαν αυτού και την απροσμέτρητον γενναιότητα. Οδοιπόροι τινές συνωμίλουν και διηγούντο τας αρετάς του Οσίου· γυνή δε τις κακότροπος, ως ήκουσε ταύτα, εκίνησε κατ’ αυτού την γλώσσαν, από τον πονηρόν διδαγμένη και του λέγει· «Ποία κατορθώματα ετέλεσε και τον έχετε εις τόσην ευλάβειαν; Διότι μετέβη και εκλείσθη εις σπήλαιον και μεγαλαυχεί, ότι φυλάττει σωφροσύνην και άσκησιν; Όταν είναι μέγας ο κλύδων της θαλάσσης και οι ναυτικοί αγωνίζωνται να διασώσωσι το σκάφος αυτών, τότε φαίνεται η επιστήμη και η μάθησις αυτών και όχι όταν κάθηνται εις τον λιμένα. Όταν οι ανδρείοι εισέλθουν εις μάχην κατά των εχθρών και διαφυλαχθούν από τα βέλη και τα ξίφη των πολεμίων, επιστρέφοντες νικηταί εις τον τόπον των, τότε επαινούνται και δικαίως εγκωμιάζονται. Δεν είναι καθόλου θαυμαστόν το ότι το χόρτον δεν καταφλέγεται ευρισκόμενον μακράν του πυρός. Αλλ’ εάν επί παραδείγματι απέλθω εγώ εις το κελλίον του Ασκητού, τον οποίον σεις τοσούτον φημίζετε και όταν αυτός ίδη την όψιν μου και παραμείνη απαθής και άτρωτος εις την καρδίαν, τότε θα επαινείται και δικαίως θα εγκωμιάζεται και τότε θα συμφωνήσω και εγώ με την γνώμην σας, να τον ευφημίζω πανταχού, όταν γνωρίσω την αρετήν και την γενναιότητά του». Εκόμπαζεν ακόμη η ανόητος εκείνη γυνή ότι δύναται να μολύνη τον Όσιον. Υπεσχέθη μάλιστα να πραγματοποιήση τούτο. Όθεν ευθύς εκίνησεν ως ηκονημένον ξυράφιον, συρράπτει τον δόλον, υφαίνει το δίκτυον, στήνει την παγίδα και κατασκευάζει τα φάρμακα. Ιδέτε κακότεχνον σόφισμα και υποβολήν του πονηρού δολίαν και κακομήχανον και φρίξατε. Απήλθεν εις τον οίκον αυτής και εκδυθείσα τα λαμπρά ενδύματα, τα οποία εφόρει, και όλα τα στολίδια, ενεδύθη τετριμμένα τοιαύτα και άχρηστα. Εσκέπασε την κεφαλήν με παλιόρασον, περιεζώσθη με τεμάχιον πεπαλαιωμένου σχοινίου και λαβούσα εις παλαιόσακκον την λαμπράν της στολήν και τα κοσμήματά της επήγε πλησίον εις το κελλίον του Αγίου νύκτα τινά, ότε εβρόντα και ήστραπτε φοβερά και έλεγε ταύτα μεγαλοφώνως η πάντολμος· «Ελέησόν με, δούλε του Θεού, την ταλαίπωρον και μη αφήσης να γίνω τροφή των θηρίων· διότι έχασα τον δρόμον παραπλανηθείσα εις ταύτην την έρημον και δεν έχω άλλην καταφυγήν η άπορος. Όθεν δέομαί σου, λυπήσου με ως πλάσμα Θεού και μη με βδελυχθής την αμαρτωλήν, μη αφήσης να με φάγωσι τα θηρία, την δυστυχή, διότι, εάν με αφήσης, θέλεις δώσει απολογίαν εις τον Δεσπότην Χριστόν κατά την ημέραν της κρίσεως». Αυτά και έτερα λέγουσα με προσποιημένα δάκρυα η πονηρά εκείνη γυνή, την ελυπήθη ο Όσιος όπου ήτο και εύσπλαγχνος ως συμπαθής και διαλογιζόμενος έλεγε καθ’ εαυτόν· «Αλλοίμονον εις εμέ οποία κρίσις και δοκιμασία καρδίας επήλθε σήμερον εναντίον μου και οποίος αγών και πάλη με περιέλαβεν! Εάν καταφρονήσω αυτήν και δεν την υποδεχθώ, φανερόν είναι, ότι αυτή μεν θέλει γίνει θηριάλωτος, εγώ δε θέλω καταστή ένοχος βαρυτάτης κολάσεως. Εάν δε πάλιν την αφήσω να εισέλθη εις το κελλίον μου, φοβούμαι μήπως σκάψη λάκκον ο δόλιος και με ρίψη εις αυτόν». Στενάξας λοιπόν εκ βάθους καρδίας πίπτει εις προσευχήν και υψώσας προς τον ουρανόν τας χείρας και τους οφθαλμούς έλεγε ταύτα μετά πολλής ταπεινώσεως· «Επί σοι, Κύριε, ήλπισα· βοήθησόν με ίνα μη καταισχυνθώ. Μη αφήσης, Δέσποτα, να γίνω γέλως και παίγνιον των εχθρών, αλλά δια της σης δεξιάς σκέπασόν με και σώσον με τον αχρείον δούλον σου, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας· αμήν». Ούτως ειπών, ήνοιξε την θύραν και υπεδέχθη την γυναίκα, ήναψε πυράν δια να ζεσταθή, της έδωκε δε και φοίνικας λέγων· «Φάγε, θερμαίνου και φρόντισον δια την σωτηρίαν σου». Ταύτα ειπών εισήλθεν εις το εσώτερον σπήλαιον και εγκλεισθείς ετέλεσε το περισσότερον της νυκτός ευχόμενος. Έπειτα απεκοιμήθη ολίγον κατά το σύνηθες και εγερθείς το πρωϊ, τον επείραζαν οι σαρκικοί λογισμοί. Όθεν εξήλθεν, αφ’ ου εξημέρωσε, να απομακρύνη το γύναιον. Αλλ’ η πάντολμος εκείνη είχε κατά το μεσονύκτιον εγερθή και είχε στολισθή με τα πολυτελή φορέματα και τα κοσμήματα, τα οποία είχε μεθ’ εαυτής. Ο δε πονηρός, αυξήσας το κάλλος και την ωραιότητα αυτής, ήθελγε τον Όσιον εις αισχράν επιθυμίαν έρωτος, ο οποίος βλέπων την μεταβολήν εκείνην των ενδυμάτων εθαύμασε και ηρώτησε το αίτιον τούτου. Τότε η κακότροπος εκείνη γυνή, καταστήσασα το σχήμα, το βλέμμα, την ομιλίαν, και όλον τον εαυτόν της εις τρόπον και μέθοδον έρωτος, απεκρίνατο· «Εγώ είμαι από την πόλιν Καισάρειαν, ακούσασα δε το θαυμαστόν σου κάλλος και την άφθαστον ωραιότητα, σε επόθησα τόσον, ώστε καταφλέγεται η καρδία μου και τήκεται υπό του έρωτος δια σε. Όθεν κατεφρόνησα ευθύς πάντας τους άλλους νέους και μόνον σε επιθυμώ να απολαύσω, ως πνοήν και άνεσιν της ψυχής μου. Διατί λοιπόν να νηστεύης τοσούτον εις μάτην και να μαραίνης το άνθος της ωραιότητός σου; Ποία γραφή σου λέγει να μη φάγης και να μη πίης, ή να μη λάβης γυναίκα νόμιμον; Δεν λέγει ο θείος Απόστολος, ότι τίμιος ο γάμος και η κοίτη αμίαντος; Ποίος Προφήτης και Πατριάρχης του παλαιού Νόμου δεν υπανδρεύθη; Και τις ύπανδρος εξέπεσε της ουρανίου Βασιλείας ένεκεν του γάμου; Δεν είχε γυναίκα ο μέγας εκείνος Νώε, ο μέχρι σήμερον εις όλον τον κόσμον περίφημος, τον οποίον, δια την καθαράν αυτού πολιτείαν, μετέστησεν ο Θεός και δεν εγνώρισε θάνατον; Δεν επήρεν ο μέγας Αβραάμ τρεις γυναίκας, ο τοσούτον ηγαπημένος εις τον Θεόν και φίλος του γνήσιος; Ωσαύτως και ο Ιακώβ ο θαυμάσιος; Δεν έλαβε σύζυγον ο θεόπτης Μωϋσής, η κορωνίς των Προφητών, όστις συνωμίλησε με τον Θεόν και διέσωσεν όλον τον Ισραήλ εκ της δουλείας του Φαραώ; Μήπως δεν ενυμφεύθη ο θείος Δαυϊδ και οι λοιποί του Κυρίου Προπάτορες; Όχι δε μόνον οι προ της Ευαγγελικής Χάριτος Άγιοι, αλλά και μετά ταύτην πόσοι Άγιοι εκοινώνησαν γάμου και παίδας εγέννησαν. Μήπως ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος και άλλοι αμέτρητοι δεν έλαβον και γυναίκας και της Βασιλείας των ουρανών ηξιώθησαν»; Ταύτα μεν έλεγεν η γυνή, ή μάλλον ειπείν, ο της κακίας δημιουργός και διδάσκαλος, όστις της τα ηρμήνευεν ως έμπειρος της Γραφής και εις το πονηρόν ετοιμότατος. Ο δε Όσιος, αφ’ ενός μεν από τας κολακείας αυτής και την ευμορφίαν της όψεως, αφ’ ετέρου δε από τας φαύλας εγγίσεις αυτής, η οποία τον εψηλάφα, παρακινούσα με πάσαν μέθοδον εις την πράξιν της αμαρτίας, ήρχισε να κλονίζεται, να αδυνατίζη ο τόνος της προθέσεώς του και να γίνεται μαλακωτέρα η γνώμη του. Διότι, ως άνθρωπος και αυτός, σάρκα φορών, εύκολον ήτο να νικηθή από τους λόγους της γυναικός και από τους αισχρούς λογισμούς, τους οποίους του έσπειρεν ο διάβολος. Όθεν είπε προς την γυναίκα ο Όσιος· «Εάν σε λάβω ως σύζυγον, που να υπάγωμεν; Πως δύναμαι να σε τρέφω, όπου δεν έχω τίποτε, αλλά διάγω βίον αμέριμνον και ακτήμονα εκ νεότητος»; Η δε γυνή, την πρόφασιν ταύτην ως πρόσκομμα μικρόν καθαρίζουσα και ομαλύνουσα την οδόν, έλεγε· «Μη έχεις περί τούτου φροντίδα τινά, μόνον τέλεσον την επιθυμίαν μου, δια την οποίαν επήρα τόσον κόπον και κακοπάθειαν από τους ανέμους, από την ραγδαίαν βροχήν και από τα θηρία, από τα οποία τόσον εκινδύνευσα δια να έλθω εδώ εις το κελλίον σου, εγώ δε έχω πράγματα πολλά, οικίας, δούλους, χρήματα και άλλον πλούτον, ως την άμμον της θαλάσσης, εις τα οποία όλα θέλω σε κάμει δεσπότην και κύριον, εάν απολαύσω του κάλλους σου». Ταύτα εκείνης λεγούσης, ενικήθη ο Όσιος, ως άνθρωπος, από την φοβεράν πύρωσιν της σαρκός και τον απροσμέτρητον σκανδαλισμόν και μεθύων άνευ οίνου, κατά τον Ησαϊαν, εσύρετο ως υπό χαλινού τινος δεδεμένος προς την αμαρτίαν, όλως αιχμάλωτος, και έκαμε την συγκατάθεσιν να πταίση του Κτίσαντος. Όθεν λέγει προς την γυναίκα· «Ανάμεινον ολίγον να κοιτάξω τους δρόμους, διότι έρχονται προς εμέ πολλοί πολλάκις δια συμβουλήν και ωφέλειαν, μη τύχη και ερχόμενός τις έξαφνα μας εύρη εις τοιαύτην πράξιν και γίνω εις τους ανθρώπους άξιος γέλωτος ή, μάλλον ειπείν, δακρύων πικρών και υπεύθυνος δεινής κατακρίσεως». Εξήλθε λοιπόν ο Όσιος της κέλλης και εστάθη επάνω εις πέτραν τινά αναζητών δια των οφθαλμών του, μήπως ίδη τινά, ο δε ελεήμων Θεός είδεν αυτόν με όμμα πλήρες συμπαθείας και ευσπλαγχνίας και τον εβοήθησε δια να μη χάση τους μακρούς πόνους και αγώνας, τους οποίους ετέλεσεν εκ νεότητος. Όθεν έβαλε χρηστούς λογισμούς εις την καρδίαν αυτού και μετενόησεν ολοψύχως δια την προτέραν ασύνετον συγκατάθεσιν με πόνον καρδίας δριμύτατον. Ότε δε κατέβη από την πέτραν εσύναξε πολλά φρύγανα και εισελθών εις το κελλίον ήναψε πυράν μεγίστην, γυμνώσας δε είτα τους πόδας, έπεσεν εις το μέσον της φλογός, ίνα παιδεύση την σάρκα δια τους πονηρούς λογισμούς, οίτινες πρότερον τον ενίκησαν. Αφού λοιπόν έκαμεν ώραν πολλήν και κατεφλέχθησαν ικανώς οι πόδες του, οι οποίοι σχεδόν της ευθείας παρεξετράπησαν, εξήλθε του πυρός με πόνον δριμύτατον και εγκαλών εαυτόν έλεγε· «Πως σου φαίνεται, Μαρτινιανέ; Σου αρέσκει η κατάφλεξις; Εάν δύνασαι να υποφέρης την δριμύτητα του πυρός, πλησίασε εις την γυναίκα, αφρονέστατε· εάν δε το πυρ τούτο το φωτιστικόν, το οποίον καίει τόσον ολίγον και σβήνεται με το ύδωρ, δεν ημπορής να υποφέρης επί μικρόν, πως θα υποφέρης, τρισάθλιε, εκείνο το σκοτεινόν και πανώδυνον της αιωνίου κολάσεως και τας λοιπάς τιμωρίας των αποτόμων και ασπλάγχνων δυνάμεων»; Ταύτα είπε μεγαλοφώνως ο θαυμάσιος, δια να τα ακούση και η γυνή, να φοβηθή την δριμύτητα του αιωνίου πυρός. Έπειτα, αφού έπαυσαν ολίγον οι πόνοι του, ωσάν να μη έφθανεν η προτέρα παίδευσις και προς κανόνα της αμαρτίας πληρέστατον, εισήλθεν εκ νέου εις το πυρ και κατεφλέχθη χειρότερον. Έπειτα εξελθών έπεσε κατά γης δεινώς οδυνώμενος και στενάζων εκ μέσου καρδίας έλεγεν· «Άνες μοι, Δέσποτα, και συγχώρησόν μοι της ψυχής το αμάρτημα. Γνωρίζεις, Κύριέ μου, ο τα πάντα σαφώς επιστάμενος, ότι Σε μόνον ηγάπησα εκ νεότητος και δια Σε το σώμα τούτο παραδέδωκα εις το πυρ. Άνες μοι λοιπόν και άφες, φιλάνθρωπε, το ανόμημα». Ούτως ηύχετο εις την γην κειτόμενος ο Όσιος, μη δυνάμενος δε να εγερθή όρθιος από την δριμύτητα των πόνων έλεγε· «Ως αγαθός ο Θεός τω Ισραήλ, τοις ευθέσι τη καρδία. Εμού δε παραμικρόν εσαλεύθησαν οι πόδες» (Ψαλμ. οβ: 1-2), και τα λοιπά του Ψαλμού. Ταύτα ακούσασα η γυνή και βλέπουσα την πράξιν εκείνην του Οσίου, ότι δηλαδή δια μίαν και μόνην συγκατάθεσιν αμαρτίας επαίδευσε τόσον αυστηρά το σώμα, τοιούτος ων Ασκητής θαυμάσιος και εις την αρετήν περιβόητος, ενεθυμήθη όλα τα αμαρτήματά της και εγερθείσα εξεδύθη ευθύς τον στολισμόν εκείνον και τα κοσμήματά της, άτινα κακώς ενεδύθη και παρέδωκε ταύτα εις το πυρ δια κανόνα της αμαρτίας καθώς και εκείνος επαίδευσε το σώμα. Έπειτα πίπτουσα εις τους πόδας του Οσίου και χύνουσα ποταμηδόν τα δάκρυα και εκ καρδίας στενάζουσα, εδέετο θερμώς λέγουσα· «Γνωρίζεις του αντικειμένου το πολυμήχανον και κακότεχνον. Εύξαι υπέρ εμού της αθλίας και ικέτευσον τον Κύριον να με συγχωρήση, ως εύσπλαγχνος. Ναι, δέομαί σου, εξάρπασον την ψυχήν μου καταποθείσαν υπό του νοητού λύκου και πονηρού κοσμοκράτορος. Διότι από την ώραν ταύτην, γνώριζε ακριβώς, ότι δεν με μέλει δια την σάρκα ουδόλως, ούτε εις την πόλιν απέρχομαι, ούτε θέλω να ίδω πλέον συγγενή τινα ή φίλον μου, αλλά εις σε παραδίδω την ψυχήν και το σώμα μου και θέλω φροντίζει εξ όλης καρδίας μου, με τας ευχάς σου, βοηθουμένη υπό της θείας Δυνάμεως, να νικήσω τον πονηρόν δαίμονα, εκείνον, όστις με έστειλε να σε διαστρέψω, καθώς το πάλαι και τον Προπάτορα πάλιν δια γυναικός του Παραδείσου εξώρισεν, όστις ελπίζω να νικηθή υπ’ εμού της αθλίας να γίνη παίγνιόν μου και καταπάτημα». Ταύτα λέγουσα η γυνή, εδείκνυεν αληθινήν την μετάνοιαν με το πλήθος των δακρύων της. Ο δε Όσιος απεκρίνατο· «Κύριος ο Θεός μου να συγχωρήση τας αμαρτίας σου. Ύπαγε λοιπόν εν ειρήνη και μη αθετήσης τας επαγγελίας και συνθήκας, τας οποίας υπεσχέθης προς Κύριον, αλλά σπούδασον να δείξης βίον σύμφωνον της επαγγελίας σου, και να καταπατήσης ανδρείως τας ηδονάς, όπως καταισχύνης εις τέλος τον δαίμονα». Έχουσα τότε η γυνή σταθεράν την απόφασιν της μετανοίας είπε πάλιν προς τον Όσιον· «Που με προστάσσεις να υπάγω η δούλη σου»; Είπεν ο Άγιος· «Πορεύου εις τα Ιεροσόλυμα και εις την Αγίαν Βηθλεέμ, εκεί δε ερώτησον να εύρης Αγίαν τινά παρθένον, Παύλαν ονόματι, η οποία ωκοδόμησε και Ναόν του Σωτήρος Χριστού, εις αυτήν εξομολογήθητι τας αμαρτίας σου, να λάβης πολλήν ωφέλειαν». Τότε η γυνή υπεσχέθη εις τον Όσιον να υπάγη όπου της είπε και προσκυνήσασα αυτόν εζήτει συγχώρησιν. Εκείνος δε μετά βίας εγερθείς, οδυνώμενος από τον πόνον, έδωκεν εις αυτήν ολίγους φοίνικας δια την οδοιπορίαν. Και κατευοδώνων αυτήν της έλεγε· «Πορεύου, γύναι, και κάμε τρόπον να μη επιστρέψης πλέον εις τα οπίσω, αλλά μίσησον τας του βίου ηδονάς και επίμεινον μέχρι τέλους εις την μετάνοιαν, δια να σώσης την αθλίαν ψυχήν σου». Η δε απεκρίνατο κλαίουσα· «Ελπίζω εις τον Χριστόν, ότι δι’ ευχών σου, να μη έχη πλέον μέρος εις εμέ ο αντικείμενος». Ούτως είπε και προσκυνήσασα τον Όσιον ανεχώρησεν, ο δε, προσευξάμενος δι’ αυτήν, εισήλθεν εις το κελλίον του και πίπτων κατά γης, μετά δακρύων προσηύχετο οδυρόμενος ως ο Προφήτης Δαυϊδ δια την αμαρτίαν. Η δε γυνή έφθασεν εις την Μονήν της Οσίας Παύλας και ανήγγειλεν εις αυτήν τα γενόμενα άπαντα, κατά το πρόσταγμα του Αγίου, εκείνη δε την επεμελήθη σωματικώς τε και πνευματικώς και ενέδυσε ταύτην με το σχήμα των Μοναχών. Έμεινε δε η γυνή εκεί μιμουμένη την διδάσκαλον Παύλαν εις όλας τας πράξεις αυτής και τόσον έγινεν ενάρετος, ώστε ηξιώθη να κάμνη θαύματα με την βοήθειαν του Θεού και εις πίστωσιν αναγράφωμεν εν, δια να λάβουν θάρρος οι αμαρτήσαντες. Εις το ρηθέν Μοναστήριον εισήλθέ ποτε γυνή τις, ήτις είχεν εις τους οφθαλμούς δεινήν ασθένειαν και ησθάνετο μεγάλην οδύνην. Η δε μακαρία Παύλα, δια να αποδειχθή πόσα δύναται να κατορθώση η αληθινή μετάνοια, επρόσταξε την ανωτέρω Μοναχήν να κάμη προσευχήν δια την πάσχουσαν. Η δε, ως υπήκοος, ετέλεσε το πρόσταγμα και με την δύναμιν του Κυρίου οι πρώην ασθενείς και σχεδόν τυφλώττοντες οφθαλμοί θαυμασίως εθεραπεύθησαν. Εκείνη δε η γυνή, η οποία ιατρεύθη, δια να μη γίνη προς την ευεργέτιν αχάριστος, ενεδύθη το άγιον Σχήμα και έμεινεν εις την Μονήν έως τέλους. Η δε πρόξενος της θεραπείας αυτής, δια την οποίαν ανωτέρω αναφέρομεν, ότι ήτο πρότερον φαύλη και άσεμνος, εφύλαξε πολλήν εγκράτειαν μετά την αναχώρησιν η αείμνηστος και δεν εγεύθη οίνον ή έλαιον ή σταφυλήν, ή άλλην οπώραν ουδέποτε κατά τους δώδεκα χρόνους, κατά τους οποίους έζησεν εις το Μοναστήριον· μόνον με άρτον και ύδωρ ετρέφετο και ταύτα πάλιν όχι εις κόρον, αλλ’ ενδεώς, δηλαδή δεν εχόρταινε· μόνον τόσον έτρωγε και έπινεν, όσον να μη αποθάνη από την πείναν η παμμακάριστος. Ούτως ανδρείως πολιτευομένη δεν εψεύσθη εις τας επαγγελίας της, αλλά καταισχύνασα μάλιστα τον αντίπαλον, απήλθε δια της προσκαίρου κακοπαθείας εις την αιώνιον ευφροσύνην και άπειρον αγαλλίασιν. Ο δε μακάριος Μαρτινιανός επί επτά μήνας ήτο εις αθλίαν κατάστασιν, μη δυνάμενος να μετακινηθή καν και να περιπατήση· αφού δε εθεραπεύθησαν οι πόδες του, εσκέφθη να υπάγη εις τόπον αναχωρητικόν και απόκρυφον, εις τον οποίον να μη δύναται ουδόλως να πλησιάση γυνή, δια να μη του πλέξη πάλιν ο δαίμων νέαν παγίδα. Ταύτα συλλογιζόμενος εδέετο του Θεού να συνευδοκήση εις την γνώμην του, καθοδηγών αυτόν προς το συμφέρον του και προσευχόμενος έλεγε· «Κύριε, συ όστις δεσπόζεις του ουρανού και της γης και πάσης της κτίσεως, κατάρτισε τα διαβήματά μου και μη με αφήσης να απολεσθώ το πλάσμα σου. Αλλά γενού μοι, Κύριε, οδός και ζωή, ράβδος και πήρα (σάκκος) και άρτος χρήσιμος και προς ζωήν αιώνιον καθοδήγησον». Ούτως ειπών και ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού εξήλθεν από το σπήλαιον και έτρεχε προς την θάλασσαν. Τότε αφήκε φωνήν ο διάβολος λέγουσαν· «Ας ανδρίζωνται αι δυνάμεις μου και ας είναι το όνομά μου λαμπρόν και περίφημον, επειδή τον ενίκησα· τον κατέκαυσα με πυρ και τον εδίωξα από το κελλίον του». Έπειτα λέγει και προς τον Όσιον· «Που φεύγεις, Μαρτινιανέ; Γνώριζε, ότι όπου και αν υπάγης έρχομαι και εγώ· και καθώς απ’ εδώ σε εδίωξα, ουτω και απ’ εκεί θα σε κάμω εξόριστον και δεν θα αναχωρήσω από πλησίον σου, έως ότου σε ταπεινώσω εντελώς». Ο δε Όσιος απεκρίνατο· «Ω αδύνατε και όντως ταλαίπωρε, νομίζεις λοιπόν ότι συ με εξέβαλες από το σπήλαιον ή ότι ανεχώρησα διότι με κατέβαλεν η ακηδία; Μη καυχάσαι, μοχθηρέ, εις αυτό, διότι ψεύδεσαι. Επειδή δια να καταβάλω περισσότερον την δύναμίν σου ανεχώρησα και δια να ελέγξω ευκολώτερα την πολλήν ασθένειάν σου. Πλην εάν δεν σε φθάνη η πρώτη προσβολή και ο δεύτερος πόλεμος, ελθέ και τρίτον δοκίμασον και οσάκις θέλεις πολέμησον. Πάντοτε θα μένεις νικημένος, τρισάθλιε, με την δύναμιν του Κυρίου μου και θέλουν γίνει όλα τα όργανα, τα οποία θα μεταχειρισθής κατ’ εμού, ρομφαίαι δίστομοι κατά σου, καθώς το είδες εις την γυναίκα, την οποίαν μου έστειλες, ήτις και αυτή εφάνη δυνατωτέρα από σε και καταπατεί την δύναμίν σου, συ δε καν να την εγγίσης δεν τολμάς ουδόλως, άθλιε». Ταύτα λέγων ο Όσιος ο μεν δαίμων έφυγεν, αυτός δε έτρεχε ψάλλων το «Αναστήτω ο Θεός» (Ψαλμ. ξζ: 1) και τα επίλοιπα του Ψαλμού έως ότου έφθασεν εις τον λιμένα, εκεί δε ευρών πλοίαρχόν τινα τον ηρώτησε λέγων· «Γνωρίζεις καμμίαν νήσον έρημον, εις τόπον αναχωρητικόν, να υπάγω εις ταύτην να κατοικήσω ατάραχα, ελεύθερος από τας πανουργίας του δαίμονος»; Ο δε πλοίαρχος απεκρίθη· «Είναι μία ξηρόνησος μακράν από την γην, στενή μεν και φοβερά εις το ύψος, αλλά κατά τον πόθον τον οποίον έχεις κατά πολύ αρμοδία, επειδή είναι ο τόπος ήσυχος. Πως όμως θα εξοικονομής την απαραίτητον τροφήν σου εις τοιούτον τόπον σκληρότατον»; Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Ας κάμωμεν μίαν συμφωνίαν· να μου φέρης τρεις φοράς τον χρόνον άρτους και ύδωρ και εγώ πάλιν πρώτον μεν να δέωμαι εις τον Θεόν δια την ψυχήν σου, δεύτερον δε να μου φέρης μαλλίον ή βαϊα φοινίκων να πλέκω σχοινίον, το οποίον θα σου δίδω εις αντάμειψιν των εξόδων σου». Ταύτα ακούσας ο πλοίαρχος ηννόησεν ότι ήτο πνευματικός και άγιος άνθρωπος. Όθεν εδέχθη να τελέση όλην την επιθυμίαν του. Επεβιβάσθησαν λοιπόν του πλοίου, έλαβον δε και ολίγους άρτους και ύδωρ εις υδρίας και επειδή ήτο ο άνεμος επιτήδειος, μέχρι της εσπέρας έφθασαν εις την ξηρόνησον, την οποίαν ιδών ο Άγιος κατά την γνώμην αυτού κατάλληλον, ανέβη χαρούμενος ψάλλων ταύτα· «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι… και έστησεν επί πέτρας τους πόδας μου και κατεύθυνε τα διαβήματά μου» (Ψαλμ. λθ: 1-3). Τότε αποχαιρετήσας τον πλοίαρχον είπε προς αυτόν· «Ύπαγε, τέκνον μου, εις ειρήνην και φέρε μου τον άρτον και το ύδωρ κατά την συμφωνίαν». Ο δε πλοίαρχος είπε προς αυτόν· «Θέλεις να σου φέρω και ξυλείαν να σου κτίσω και μικράν καλύβην δι’ ανάπαυσιν»; Ο γενναίος όμως και αδαμάντινος του Χριστού στρατιώτης δεν ηθέλησεν, αλλ’ έμεινεν ούτω βασανιζόμενος και ταλαιπωρούμενος από τους ανέμους, τας βροχάς και τας χιόνας, κατά δε το θέρος υπό του ηλίου καταφλεγόμενος. Ω της ανδρείας και γενναιότητος! Ω της ακραδάντου πίστεως! Και στήλη να ήτο λιθίνη, ή μέταλλον, θα ενικάτο με την πολυκαιρίαν, αλλ’ αυτός ο αδαμάντινος δεν ενικήθη παντελώς. Τοιουτοτρόπως λοιπόν, ο μεν πλοίαρχος επήγαινε τρεις φοράς τον χρόνον και έβλεπε τον Όσιον, ο δε Όσιος ευρισκόμενος μακράν από τον κόσμον έχαιρεν απολαμβάνων την ποθουμένην ησυχίαν. Ο μισόκαλος όμως δαίμων δεν τον αφήκε και πάλιν να ησυχάση μέχρι τέλους, αλλά και εκεί εις την ξηρόνησον του ήγειρε πόλεμον. Δια να τον κάμη λοιπόν να φοβηθή, ετάραξε νύκτα τινά την θάλασσαν τόσον ώστε εδείκνυεν εις τον Όσιον, ότι υψώνοντο τα κύματα επάνω από την κεφαλήν του περισσότερον από δεκαπέντε πήχεις, εξέβαλε δε και κραυγάς ο τρισάθλιος λέγων· «Δεν σε αφήνω, Μαρτινιανέ, έως να σε πνίξω κατ’ αλήθειαν». Ο δε Όσιος, ουδόλως ταραχθείς, απεκρίθη· «Έχω τον Δεσπότην Χριστόν όστις με ενδυναμώνει και δεν σε φοβούμαι, αλλά θέλω σε καταισχύνει, ανίσχυρε». Έψαλλε δε πάλιν το «Σώσον με ο Θεός, ότι εισήλθοσαν ύδατα έως ψυχής μου» (Ψαλμ. ξη: 1) και το υπόλοιπον του Ψαλμού· είτα πάλιν ηύχετο, λέγων· «Χριστέ Μονογενές, συ όστις κατέβης εις την γην δια να σώσης τον άνθρωπον και εις το πρόσταγμά Σου υπακούουσιν όλα τα κτίσματα, λύτρωσόν με από τον πειρασμόν τούτον του δαίμονος». Ούτω προσευχηθείς ο μεν εχθρός εγένετο αφανής, ο δε Όσιος διεφυλάχθη αβλαβής από πάσαν επήρειαν του εχθρού. Εις την ξηρόνησον εκείνην διέμεινεν Άγιος εξ χρόνους, υπομένων πάσαν κακοπάθειαν τόσον κατά το θέρος όσον και κατά τον χειμώνα, νομίζων όλα τα λυπηρά ευχάριστα και αποβλέπων εις την μέλλουσαν αιώνιον αγαλλίασιν. Όθεν εφθόνησε πάλιν ο αντικείμενος και του έδωσεν έτερον πόλεμον μεγαλύτερον από τον προηγούμενον. Εφύλαξε δηλαδή τον καιρόν ο παμμίαρος, και όταν διήρχετο πλησίον της πέτρας εκείνης πλοίον τι, εις το οποίον ήσαν άνδρες και γυναίκες, ήγειρε θαλασσοταραχήν και τότε το μεν πλοίον συνετρίβη εις την ξηρόνησον, οι δε επιβάται επνίγησαν άπαντες· μόνον μία κόρη ωραία και πάγκαλος διεσώθη επί μιας σανίδος και πλησιάσασα εις την ξηρόνησον εφώναζε μετά δακρύων· «Ελέησόν με την απολλυμένην, δούλε του Θεού, και δος μοι χείρα βοηθείας. Πρόφθασον, πριν να με καταπίη η άβυσσος και σώσον με την δυστυχή». Βλέπων λοιπόν ο Όσιος ότι έπρεπε να βοηθήση την ναυαγόν είπε· «Και τούτο τέχνη σου είναι, διάβολε, αλλά δεν θα νικήσης την δύναμιν του Χριστού, εις τον οποίον έχω εγώ στηρίξει ολοψύχως τας ελπίδας μου και πιστεύω εις την βοήθειάν του». Ταύτα ειπών ο Όσιος εμελέτα κατά διάνοιαν λέγων· «Πάλιν δοκιμασία καρδίας φοβερωτέρα της προτέρας επέστη εναντίον μου, είναι δε τόσος ο κίνδυνος όσον το ύδωρ είναι επισφαλέστερον της γης. Δέσποτα Κύριε, μη με αφήσης να απολεσθώ ο ανάξιος δούλος σου, αλλ’ οικονόμησον το συμφέρον μου». Ούτως ειπών ο Όσιος έκυψεν εις την θάλασσαν και έσυρε την γυναίκα από τα ύδατα, βλέπων δε ότι ήτο κόρη περικαλλής και εύμορφος έλεγεν· «Αληθώς δεν συμφωνούσι μαζί το πυρ και τα λινόξυλα. Αδύνατον είναι να συγκατοικώμεν κοινοβιάζοντες, διότι θέλομεν αμφότεροι εξαχρειωθή δια συνεργείας του δαίμονος. Λοιπόν, συ υπόμεινον εδώ και μη δειλιάσης, διότι έχει άρτους και ύδωρ, έως ότου έλθη ο πλοίαρχος και τότε ανάγγειλον εις αυτόν τα συμβάντα και ειπέ του να σε υπάγη εις την πόλιν σου». Ούτως ειπών προσηυχήθη προς Κύριον λέγων· «Κύριε ο Θεός μου, εις τον οποίον υπακούουσιν η θάλασσα και οι άνεμοι, επίβλεψον επ’ εμέ και μη με αφήσης να απολεσθώ εις τα ύδατα, εις τα οποία εισέρχομαι, ελπίζων εις το φοβερόν όνομά σου, διότι προκρίνω να απολεσθώ μάλλον σωματικώς, παρά να πέσω εις το πάθος και τον βόρβορον του σώματος». Είτα στραφείς προς την κόρην και ευχηθείς εις αυτήν την σωτηρίαν της ψυχής της, έπεσεν εις την θάλασσαν και παρευθύς ευρέθησαν δύο δελφίνες, οίτινες εδέχθησαν τον Άγιον εις την ράχιν των κρατούντες αυτόν ασφαλώς επάνω του ύδατος, βλέπουσα δε η κόρη τοιούτον φρικτόν και τεράστιον εθαύμαζε και εξίστατο. Φθάσας λοιπόν εις την ξηράν ο Όσιος, πρώτον μεν προσηυχήθη εις τον Σωτήρα Θεόν, ευχαριστών αυτόν δια τοιαύτην εξαίσιον ποντοπορίαν. Έπειτα πάλιν διελογίζετο, μη γνωρίζων που να υπάγη και έλεγε καθ’ εαυτόν· «Τι να πράξω και που να μεταβώ, απορώ και εξίσταμαι. Ούτε εις τα όρη και εις τα σπήλαια με αφήνει ο εχθρός να ησυχάσω, ούτε εις την άβατον θάλασσαν. Ας φεύγω λοιπόν από πόλεως εις πόλιν, κατά το Ευαγγελικόν πρόσταγμα». Ούτω λοιπόν απήρχετο από τόπου εις τόπον, μηδέν βαστάζων, ούτε άλλο τι των αναγκαίων του σώματος έχων, μόνον έλεγεν εις εαυτόν· «Φεύγε, ταπεινέ Μαρτινιανέ, μη σε καταλάβη πειρασμός έτερος». Όταν λοιπόν έφθανεν εις τι χωρίον, ηρώτα τις ήτο εκεί φοβούμενος τον Θεόν, έμενε δε εις την οικίαν εκείνου ολίγον διάστημα. Έπειτα λαμβάνων τα αναγκαία προς συντήρησιν απήρχετο, χωρίς να συνάπτη μετ’ ουδενός φιλίαν, θέλων να είναι ξένος και άγνωστος προς όλους όπου δε ήθελε νυκτώσει είτε εις βουνόν επάνω είτε εις πεδιάδα, είτε εις έρημον, εκεί παρέμενεν, έως της επομένης ημέρας. Ούτω παρήλθον δύο χρόνοι, κατά το διάστημα των οποίων διέδραμεν εκατόν εξήντα τέσσαρας πόλεις, τελευταία των οποίων υπήρξαν αι Αθήναι, η λαμπρά και περίφημος, εις την οποίαν ετελείωσε τον δρόμον του καλώς ο τρισμακάριος. Ως λοιπόν έφθασεν εις την πόλιν ταύτην των Αθηνών, απεκάλυψεν ο Κύριος εις τον Επίσκοπον της πόλεως την έλευσιν του μακαρίου Μαρτινιανού και την εις αυτήν εντός ολίγου κοίμησίν του, την οποίαν εγνώρισε και ο Άγιος. Όθεν εισελθών εις Ναόν τινά και καθήσας, είπε προς τους παρευρισκομένους να καλέσωσι τον Επίσκοπον. Εκείνοι δε, νομίζοντες αυτόν άφρονα, ημέλουν να εκτελέσουν το προσταττόμενον. Παρεκάλεσεν όθεν αυτούς πάλιν και απελθόντες εις τον Αρχιερέα είπον· «Άνθρωπος τις εισελθών εις τον Ναόν εκάθισεν εις σκαμνίον ως άφρων και μας είπε· «Προσκαλέσατε ταχέως εδώ τον Επίσκοπον». Ο δε Αρχιερεύς είπε προς αυτούς· «Ω άφρονες μάλλον σεις και ασύνετοι, εκείνος δε τρισμακάριος». Ταύτα λέγων έδραμε προς τον Άγιον, όστις ήτο εις την εσχάτην ώραν και μη δυνάμενος να εγερθή, εχαιρέτησεν ο εις τον άλλον, ο δε Επίσκοπος τιμήσας τον Όσιον, ως έπρεπεν, είπε προς αυτόν· «Ευχαριστώ τον Κύριον, όπου με ηξίωσε να σε απολαύσω ζώντα, καθώς μου υπεσχέθη ο αψευδής και πανάγαθος. Συ δε οπόταν εκείνης της μακαρίας τρυφής απολαύσης εις τον Παράδεισον, ενθυμού να κάμης δια την ψυχήν μου προς Κύριον δέησιν». Λέγει προς αυτόν ο Όσιος· «Ευλόγησόν με, Δέσποτα, και εύχου εις τον Θεόν δι’ εμέ, ίνα επιτύχω παρρησίας εις το φοβερόν Αυτού βήμα». Ταύτα ειπών ο Όσιος εποίησε το σημείον του Τιμίου Σταυρού και υψώσας προς ουρανόν τους οφθαλμούς, αφήκε την μακαρίαν ψυχήν του με ιλαρόν και χαριέστατον πρόσωπον, δεικνύων με το έξωθεν είδος την εσωτερικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν της ψυχής. Ω μακάριος όντως και θαυμάσιος ανήρ, όστις και μαρτύριον εκούσιον υπέμεινε και ανδρείως και φρικτώς ηγωνίσθη, ουχί δια την ευσέβειαν, αλλά δια την σωφροσύνην, την αγνείαν και την καθαρότητα και τρόπαιον έστησεν, ουχί κατά των απίστων Ελλήνων, αλλά καθ’ εαυτού διώκτης γενόμενος και κατήγορος πικρός και άσπλαγχνος δήμιος. Επειδή, δια να μη απαρνηθή την ψυχωφελή σωφροσύνην και δια να φυλάξη αγνείαν ισάγγελον, παρέδωσε το ίδιον αυτού σώμα εις το πυρ και εις την θάλασσαν, αλλά και με μυρίους άλλους κινδύνους παρέδιδε πολλάκις το σαρκίον φεύγων από τόπου εις τόπον, τιμωρών αυτό πρόσκαιρα, δια να λυτρωθή της αιωνίου κολάσεως. Αλλά ας έλθωμεν και εις την κόρην, την οποίαν αφήκαμεν εις την νήσον, εις την οποίαν ησκήτευεν ο Όσιος να πληροφορηθώμεν ποίον τέλος έλαβε και πόσης δόξης ηξιώθη παρά Θεού. Διότι πολλήν φροντίδα είχεν ο Άγιος δι’ αυτήν και πολλάς δεήσεις προσέφερε προς τον Κύριον παρακαλών αυτόν όπως την αξιώση καλής τελειώσεως. Έμεινε λοιπόν η κόρη εις την ξηρόνησον δύο μήνας έως ότου επήγεν εκεί ο πλοίαρχος, όστις ιδών αυτήν εθαύμασε, νομίζων ότι είναι φάντασμα και φοβηθείς εστράφη εις τα οπίσω κωπηλατών βιαίως δια να φύγη το γρηγορώτερον. Η δε κόρη εφώναζε λέγουσα· «Σε παρακαλώ, δια τον Κύριον, μη φύγης, αλλά πλησίασον να σου διηγηθώ τα κατ’ εμέ και να ακούσης λόγον φοβερόν να δοξάσης τον Κύριον». Καταπεισθείς λοιπόν ο πλοίαρχος επλησίασε και ερωτήσας δια τον Όσιον τι απέγινεν, εποίησε πρώτον η κόρη το σημείον του Σταυρού, δια να αφαιρέση από την ψυχήν αυτού πάσαν υποψίαν φαντάσματος. Έπειτα δε του διηγήθη καταλεπτώς την υπόθεσιν περί του Αγίου και αυτής. Ακούσας τα γενόμενα ο πλοίαρχος εδόξασε τον Θεόν, έπειτα ηθέλησε να υπάγη την κόρην εις τον τόπον της, αλλ’ εκείνη η αξιομακάριστος δεν εδέχθη λέγουσα· «Παρακαλώ σε, φιλόχριστε, μη με παρίδης την τάλαιναν, αλλά κάμνε και εις εμέ την υπηρεσίαν, την οποίαν έκαμνες και εις τον Όσιον και θέλεις έχει μισθόν περισσότερον εις την ψυχήν, επειδή είμαι γυνή, μέρος αδύνατον, δια σου δε θέλω σώσει την ψυχήν μου, βοηθούντος του Κυρίου μου, όστις με εβοήθησε και διέσωσα την ζωήν μου μόνον εγώ από τόσους επιβάτας, οι οποίοι επνίγησαν. Φέρε μου δε εργόχειρον να εργάζωμαι δια να σου ανταποδίδω την ζωοτροφίαν μου και τον κόπον σου. Έτι δε φέρε μου και ενδύματα και τρίχινον υποκάμισον, ας έλθη δε και η συμβία σου να με ενδύση ανδρικήν στολήν. Ο δε Κύριος να στείλη και εν τω νυν αιώνι εις την οικίαν σου πλούσια τα ελέη του και εις τον μέλλοντα να σας αξιώση της αιωνίου μακαριότητος». Ταύτα ακούσας ο πλοίαρχος την ηυλαβήθη, αντιληφθείς την ένθεον γνώμην της και της υπεσχέθη να εκπληρώση τον πόθον της. Επήγε λοιπόν εις την οικίαν του, έλαβεν όλα τα χρειαζόμενα και την γυναίκα αυτού και την τρίτην ημέραν έφθασαν εις το νησίον. Αναχωρήσας δε ολίγον ο πλοίαρχος, έμειναν αι δύο γυναίκες και εκδυθείσα η μακαρία ομού με τα ιμάτια και πάσαν την γυναικείαν ασθένειαν, ενεδύθη τα ανδρικά και μάλιστα των ανδρών το φρόνημα. Έπειτα ηυχήθη προς Κύριον, εαυτήν μεν να αξιώση να τελέση τον βίον θεάρεστα, εις εκείνους δε οι οποίοι θέλουν την υπηρετήσει εις τα χρειαζόμενα, να αποδώση εις την Βασιλείαν αυτού πλουσίαν αντάμειψιν. Κατόπιν έδωκε την γυναικείαν ενδυμασίαν εις την άλλην γυναίκα, να την έχη προς ενθύμησιν. Αποχαιρετισθέντες είτα, ο μεν πλοίαρχος και η γυνή του επέστρεψαν εις τον οίκον των, αυτή δε η μακαρία έμεινε μόνη εις το νησίον σκληρώς αγωνιζομένη. Ήρχοντο δε ο πλοίαρχος και η γυνή του τακτικά, ανά τρεις μήνας, και της έφερον άρτους, ύδωρ και μαλλίον δι’ εργόχειρον, καθώς η μακαρία εζήτησε, δια να μη τρώγη χωρίς κόπον τον άρτον κατά τον Απόστολον. Είχε δε τόσην ευφροσύνην και αγαλλίασιν εις την ξηρόνησον εκείνην, ως να ήτο εις βασιλικόν και πλούσιον θάλαμον. Προσηύχετο δε η μακαρία καθ’ εκάστην ημέραν, δώδεκα φοράς εγειρομένη και εδοξολόγει κατά χρέος τον Κύριον. Τας δε νύκτας εδιπλασίαζε τας ευχάς η αοίδιμος. Η τροφή της ήτο άρτος μόνον μία λίτρα (350 γραμμάρια περίπου) ανά εκάστην δευτέραν ημέραν και ύδωρ ανάλογον. Όταν δε επήγεν εις την ξηρόνησον ήτο είκοσι πέντε ετών, ζήσασα δε εις αυτήν άλλους εξ χρόνους υπερθαύμαστον ζωήν, απήλθε προς τον ποθούμενον δύο μήνας προτού να έλθη ο πλοίαρχος. Όταν δε ήλθεν εκείνος με την σύζυγόν του εύρον την Αγίαν κειμένην με ευσχημοσύνην, σώαν και άφθαρτον, ως να είχε τελευτήσει εκείνην την ώραν. Πεσόντες λοιπόν εις την γην προσεκύνησαν το άγιον αυτής λείψανον με πολλήν ευλάβειαν. Έπειτα τελέσαντες την εσχάτην υπηρεσίαν, ως αγαθοί και φιλόθεοι, έλαβον εκείνον τον πολύτιμον θησαυρόν και τον μετέφεραν εις την χώραν αυτών, δώρον κοινωφελές εις όλους και πολυέραστον. Αυτά είναι τα κατά του αντιπάλου μέγιστα τρόπαια του γενναίου και αηττήτου Μαρτινιανού, όστις δια μέσου των οργάνων εκείνων τα οποία ητοίμασε κατ’ αυτού ο εχθρός, των γυναικών δηλαδή, δι’ αυτών των ιδίων αντεπολέμησε και αυτός ανδρείως εκείνον και με τα ιδικά του ξίφη τον εθανάτωσε, δίδων ακόμη και εις τας γυναίκας εκείνας καλόν υπόδειγμα πως πρέπει να αγωνίζωνται ανδρείως κατά του αντιπάλου, όστις τας ηπάτησε πρότερον. Ας πολεμήσωμεν λοιπόν και ημείς τον αντίπαλον, να τον νικήσωμεν γενναίως με την άνωθεν βοήθειαν, ίνα και των στεφάνων της δόξης επιτύχωμεν εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου